Showing posts with label Άγιος Βασίλειος ο Μέγας-Saint Basil The Great. Show all posts
Showing posts with label Άγιος Βασίλειος ο Μέγας-Saint Basil The Great. Show all posts

Monday, 13 October 2014

St. Basil the Great On Thanksgiving and Mourning (Homily)

  Christ communing His Disciples with the Holy Eucharist (meaning Thanksgiving), His All-Precious Body and Blood
You have heard the words of the Apostle, in which he addresses the Thessalonians, prescribing rules of conduct for every kind of person. His teaching, to be sure, was directed towards particular audiences; but the benefit to be derived therefrom is relevant to every generation of mankind. Rejoice evermore, he says; Pray without ceasing. In everything give thanks (I Thessalonians 5:16-18). Now, we shall explain a little later on, as far as we are able, what it means to rejoice, what benefit we receive from it, and how it is possible to achieve unceasing prayer and give thanks to God in all things.
  
However, it is necessary to anticipate the objections that we encounter from our adversaries, who criticize the Apostles injunctions as unattainable. For what is the virtue, they say, in passing ones life in gladness of soul, in joy and good cheer night and day? And how is it possible to achieve this, when we are beset by countless unexpected evils, which create unavoidable dejection in the soul, on account of which it is no more feasible for us to rejoice and be of good cheer than for one who is being roasted on a gridiron not to feel agony or for one who is being goaded not to suffer pain?
  
And perhaps there is someone among those who are standing among us here who is ailing with this sickness of the mind and makes excuses in sins (Psalm 140:4, Septuaginta), and who, through his own negligence in observing the commandments, attempts to transfer the blame to the law-giver for laying down things that are unattainable. How is it possible for me always to rejoice, he may ask, when I have no grounds for being joyous? For the factors that cause rejoicing are external and do not reside within us: the arrival of a friend, long-term contact with parents, finding money, honors bestowed on us by other people, restoration to health after a serious illness, and everything else that makes for a prosperous life: a house replete with goods of all kinds, an abundant table, close friends to share ones gladness, pleasant sounds and sights, the good health of our nearest and dearest, and whatever else gives them happiness in life. For it is not only the pains that befall us which cause us distress, but also those that afflict our friends and relatives. It is from all of these sources, therefore, that we must garner joy and cheerfulness of soul.
  

Monday, 3 March 2014

Ἄγγελοι εἶναι πού ἀπογράφουν σέ κάθε ἐκκλησία τούς νηστευτές


Η νηστεία μεν λοιπόν είναι ωφέλιμη για όλο τον χρόνο, για αυτούς που την προτιμούν (διότι ούτε η δαιμονική επήρεια δεν αποθρασύνεται κατά του νηστευτή, και οι φύλακες της ζωής μας άγγελοι με περισσότερη προθυμία παραμένουν στους καθαρισμένους στην ψυχή από τη νηστεία) πολύ δε περισσότερο τώρα, όποτε σε όλη την οικουμένη διαδίδεται το κήρυγμα.
Και ούτε κάποιο νησί, ούτε ήπειρος, ούτε πόλη, ούτε έθνος, ούτε άκρη της γης, υπάρχει που να μην ακούεται το κήρυγμα. Αλλά και τα στρατόπεδα και οι οδοιπόροι και oι ναύτες και οι έμποροι, όλοι ομοίως και ακούουν την διδασκαλία και με χαρά την υποδέχονται. Ώστε κανείς να μην εξαιρέσει τον εαυτό του από τον κατάλογο των νηστευτών, σ' αυτόν συμπεριλαμβάνονται όλα τα γένη και κάθε ηλικία και όλες οι διαφορές των αξιωμάτων.
Άγγελοι είναι που απογράφουν σε κάθε εκκλησία τους νηστευτές. Πρόσεχε μη στερηθείς για την μικρή ηδονή των φαγητών την απογραφή του αγγέλου, υπόδικο δε κάνεις τον εαυτό σου στο στρατολόγο, για δίκη επί λιποταξία. Μικρότερος είναι ο κίνδυνος κάποιου που πέταξε την ασπίδα στην μάχη να τιμωρηθεί παρά να φανεί ότι απορρίπτει το μεγάλο όπλο της νηστείας. Είσαι πλούσιος; Μην βρίζεις τη νηστεία, απαξιώνοντας να την κάνεις ομοτράπεζο μήτε να την αποπέμψεις από το σπίτι σου ατιμασμένη από την ηδονή, για να μην σε καταγγείλει κάποτε στο νομοθέτη των νηστειών και σου επιφέρει πολλαπλάσια την στέρηση από καταδίκη, η σωματική αρρώστια, ή κάποια άλλη δυσχερή περίσταση. O φτωχός να μην ειρωνεύεται τη νηστεία, διότι από πολύ παλαιά την έχει συγκάτοικο και ομοτράπεζο. Στις γυναίκες δε όπως η αναπνοή, έτσι και η νηστεία είναι οικεία και φυσιολογική. Τα παιδιά, όπως τα θαλερά από τα φυτά, με το νερό της νηστείας ας ποτίζονται. Στους μεγαλύτερους ελαφρώνει τον κόπο η παλαιά οικείωση με αυτή διότι οι κόποι που έχουν εμπεδωθεί κατόπιν μακράς συνηθείας, δεν προκαλούν τόσον πόνο στους γυμνασμένους. Στους οδοιπόρους η νηστεία είναι καλός συνταξιδιώτης. Διότι όπως ακριβώς η τρυφή τους αναγκάζει να σηκώνουν βάρη, κουβαλώντας μαζί τους τις απολαύσεις, έτσι η νηστεία τους κάνει ελαφρούς και ευκίνητους. Έπειτα, όταν αναγγελθεί εκστρατεία έξω από τα όρια της χώρας, τα αναγκαία, όχι εκείνα που είναι για τέρψη, προμηθεύονται οι στρατιώτες εμείς δε που εξερχόμαστε στον πόλεμο κατά των αοράτων εχθρών και μετά τη νίκη αυτών τρέχουμε προς την ουράνιο πατρίδα, δεν θα αρμόζει πολύ περισσότερο, σαν να τρεφόμαστε σε στρατόπεδο, να αρκούμαστε σ' αυτά τα αναγκαία; Να αθλείσαι σαν καλός στρατιώτης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
3. Κακοπάθησε σαν καλός στρατιώτης και άθλησε νόμιμα, για να στεφανωθείς, γνωρίζοντας εκείνο, ότι κάθε αγωνιζόμενος, πάντοτε εγκρατεύεται (Β΄ Τιμοθ. 2, 3-5‡ Α΄ Κορινθ. 9, 25). Αυτό που ήλθε στο νου μου τώρα που μιλώ, αξίζει να μην το παραβλέψουμε ότι δηλαδή στους κοσμικούς μας στρατιώτες ανάλογα με τους κόπους αυξάνεται το συσσίτιο, στους πνευματικούς δε οπλίτες, αυτός που έχει την λιγότερη τροφή έχει το μεγαλύτερο αξίωμα. Διότι όπως η περικεφαλαία μας διαφέρει κατά την φύση προς την φθαρτή, διότι η ύλη αυτής είναι ο χαλκός, η δε άλλη έχει συσταθεί από την ελπίδα της σωτηρίας (Α΄ Θέσσ. 5, 8) και η ασπίδα σ΄ εκείνους μεν έχει κατασκευασθεί από ξύλο και δέρμα, σε μας δε είναι το δόρυ της πίστεως, και εμείς μεν έχουμε περιφραχθεί με τον θώρακα της δικαιοσύνης, εκείνοι δε περιτυλίγουν κάποιον αλυσιδωτό χιτώνα, και για μας μεν μάχαιρα προς την άμυνα είναι αυτή του αγίου Πνεύματος (Εφεσ. 6, 16-17), οι δε προβάλλουν την σιδερένια, έτσι είναι φανερό ότι οι ίδιες τροφές δεν δυναμώνουν και τους δυο‡ αλλ' εμάς μεν τα δόγματα της ευσεβείας μας δυναμώνουν, σ' εκείνους δε το γέμισμα της κοιλιάς είναι αναγκαίο. Επειδή λοιπόν ο χρόνος που γυρίζει μας έφερε τις πολυπόθητες αυτές ημέρες, σαν παλαιές τροφούς, χαρούμενoι ας τις υποδεχθούμε‡ με αυτές η Εκκλησία μας ανέθρεψε στην ευσέβεια. Προκειμένου λοιπόν να νηστεύσεις μη σκυθρωπάσεις φαρισαϊκώς, αλλ' ευαγγελικώς λάμπρυνε τον εαυτό σου (Ματθ. 6, 16- 17)‡ δηλαδή να μην πενθείς για την στέρηση της κοιλιάς, αλλά να χαίρεσαι ολόψυχα τις πνευματικές απολαύσεις. Διότι γνωρίζεις ότι «η σάρκα επιθυμεί εναντίον του πνεύματος, το δε πνεύμα εναντίον της σάρκας» (Γάλ. 5, 17). Επειδή λοιπόν αυτά αντιτίθενται μεταξύ τους, ας μειώσουμε την αδυναμία της σάρκας, ας αυξήσουμε δε την δύναμη των ψυχών, ώστε με τη νηστεία αφού λάβουμε τα νικητήρια κατά των παθών, να φορέσουμε και τα στεφάνια της εγκράτειας. Η νηστεία χωρίς οινοποσία, χωρίς μέθη. Γι' αυτό στις ημέρες της νηστείας δεν επιτρέπεται η κατάλυση «oίνoυ και ελαίου». Διότι η νηστεία με κρασί, είναι νηστεία κίβδηλος.  

Μέγας Βασίλειος

Monday, 30 December 2013

A New Year's Eve Tale by Photios Kontoglou

 Saint Basil The Great

A tale of Photios Kontoglou

(Describes a visit of St. Basil on the eve of his feast, years after his repose. Translated from the Greek original.*)
The Nativity Feast having passed, St. Basil took his staff and traversed all of the towns, in order to see who would celebrate his Feast Day with purity of heart. He passed through regions of every sort and through villages of prominence, yet regardless of where he knocked, no door opened to him, since they took him for a beggar. And he would depart embittered, for, though he needed nothing from men, he felt how much pain the heart of every impecunious person must have endured at the insensitivity that these people showed him. One day, as he was leaving such a merciless village, he went by the graveyard, where he saw that the tombs were in ruins, the headstones broken and turned topsy-turvy, and how the newly dug graves had been turned up by jackals. Saint that he was, he heard the dead speaking and saying: “During the time that we were on the earth, we labored, we were heavy-burdened, leaving behind us children and grandchildren to light just a candle, to burn a little incense on our behalf; but we behold nothing, neither a Priest to read over our heads a memorial service nor kóllyva, as though we had left behind no one.” Thus, St. Basil was once again disquieted, and he said to himself, “These villagers give aid neither to the living nor to the deceased,” departing from the cemetery and setting out alone in the midst of the freezing snow.

On the eve of the New Year, he came upon a certain hamlet, which was the poorest of the poor villages in all of Greece. The freezing wind howled through the scrub bush and the rocky cliffs, and not a living soul was to be found in the pitch-dark night! Then, he beheld in front of him a small knoll, below which there was secreted away a sheepfold. St. Basil went into the pen and, knocking on the door of the hut with his staff, called out: “Have mercy on me, a poor man, for the sake of your deceased relatives, for even Christ lived as a beggar on this earth.” Awakening, the dogs lunged at him.

But as they drew near him and sniffed him, they became gentle, wagged their tails, and lay down at his feet, whimpering imploringly and with joy. Thereupon, a shepherd, a young man of twenty-five or so, with a curly black beard, opened the door and stepped out: John Barbákos—a demure and rugged man, a sheepman. Before taking a good look at who was knocking, he had already said, “Enter, come inside. Good day, Happy New Year!”

Inside the hut, a lamp was suspended overhead from a cradle that was attached to two beams. Next to the hearth was their bedding, and John’s wife was sleeping. As soon as St. Basil went inside, John, seeing that the old man was a clergyman, took his hand and kissed it, saying, “Your blessing, Elder,” as though he had known him previously and as though he were his father. And the Saint said to him: “May you and all of your household be blessed, together with your sheep, and may the peace of God be upon you.” The wife then arose, and she, too, reverenced the Elder and kissed his hand, and he blessed her. St. Basil looked like a mendicant monk, with an old skoúphia, his rása worn and patched, and his tsaroúchia [a traditional leather slipper, usually adorned with a pompom at the end of the shoe] full of holes; as well, he had an old empty-looking satchel. John the blessed put wood on the fire. Straightway the hut began to glisten, as though seemingly a palace. The rafters seemed to be gilded with gold, while the hanging cheesecloth bags [filled with curing cheese] looked like vigil lamps, and the wooden containers, cheese presses, and all of the accessories used by John in making cheese became like silver, as though decorated by diamonds, as did all of the other humble things that John the blessed had in his hut. The wood burning in the hearth crackled and sang like the birds that sing in Paradise, giving off a fragrance wholly delightful. The couple placed St. Basil near the fire, where he sat, and the wife put down pillows on which he could rest. Then the Elder took the satchel from around his neck, placing it next to him, and removed his old ráson (outside cassock), remaining in his zostikó [inner cassock].

Together with his farmhand, John the blessed went out to milk the sheep and to place the newborn lambs in the lambing pen, and afterwards he separated the ewes that were ready to birth and confined them within the enclosure, while his helper put the other sheep out to graze. His flock was sparse and John was poor; yet, he was blessed. And he was possessed of great joy at all times, day and night, for he was a good man and he had a good wife. Anyone who happened to pass by their hut they cared for as though he were a brother. And it is thus that St. Basil found lodging in their home and settled in, as if it were his own, blessing it from top to bottom. On that night, he was awaited, in all of the cities and villages of the known world, by rulers, Hierarchs, and officials; but he went to none of these. Instead, he went to lodge in the hut of John the blessed.

So, John, after pasturing the sheep, came back in and said to the Saint, “Elder, I am greatly joyful. I wish to have you read to us the writings about St. Basil [i.e., the appointed hymns to the Saint]. I am an illiterate man, but I like all of the writings of our religion [once again, the hymns and services of the Church]. In fact, I have a small book from an Hagiorite Abbot [i.e., from Mt. Athos], and whenever someone who can read and write happens to pass by, I get him to read out of the booklet, since we have no Church near us.”

In the East, it was dimly dawning. St Basil rose and stood, facing eastward, making his Cross. He then bent down, took a booklet from his satchel, and said, “Blessed is our God, always, now and ever, and unto the ages of ages.” John the blessed went and stood behind him, and his wife, having nursed their baby, also went to stand near him, with her arms crossed [over her chest]. St. Basil then said the hymn, “God is the Lord...” and the Apolytikion of the Feast of the Circumcision, “Without change, Thou hast assumed human form,” omitting his own Apolytikion, which states, “Thy sound is gone forth unto all the earth.” His voice was sweet and humble, and John and his wife felt great contrition, even though they did not understand all of the words. St. Basil now said the whole of Matins and the Canon of the Feast, “Come, O ye peoples, and let us chant a song unto Christ God,” without reciting his own canon, which goes, “O Basil, we would that thy voice were present....” Thereafter, he said aloud the entire Liturgy, pronounced the dismissal, and blessed the household. As they sat at the table, having eaten and finished their food, the wife brought the Vasilopeta [a sweet bread or cake baked in honor of St. Basil on the New Year] and placed it on the serving table. Then St. Basil took a knife and with it traced the sign of the Cross on the Vasilopeta, saying, “In the name of the Father and of the Son and of the Holy Spirit.” He cut a first piece, saying, “for Christ,” a second, afterwards, saying, “for the Panagia,” and then “for the master of the house, John the blessed.” John exclaimed, “Elder, you forgot St. Basil!” The Saint replied, “Yes, indeed,” and thus said, “And for the servant of God, Basil.” After this, he resumed: “...and for the master of the house,” “for the mistress of the house,” “for the child,” “for the farmhand,” “for the animals,” and “for the poor.” Thereupon, John the blessed said, “Elder, why did you not cut a piece for your reverendship?” And the Saint said, “But I did, O blessed one!” But John, this blissful man, did not understand.

Afterwards, St. Basil stood up and said the prayer, “O Lord my God, I know that I am not worthy that Thou shouldest enter under the roof of the house of my soul.” John the Blessed then said: “I wonder if you can tell me, Elder, since you know many things, to what palaces St. Basil went this evening? And the rulers and monarchs—what sins do they have? We poor people are sinners, since our poverty leads us into sin.” St. Basil said the same prayer, again—with tears—though changing it: “O Lord my God, I have seen that Thy servant John the simple is worthy and that it is meet that Thou shouldest enter into his shelter. He is a babe, and it is to babes that Thy Mysteries are revealed.” And again John the blissful, John the blessed, understood nothing....

* This well-known and charming short story by Phótios Kóntoglou has appeared in several versions, both in Greek and in what are, unfortunately, largely poor English translations. Kontoglou’s Greek is quite difficult to translate, since he uses many words common to the dialect of Greeks in Asia Minor. Though some of these words are actually derived from ancient Greek, in general they are part of a language spoken today by less literate Greeks. Thus, there is a tendency to render them in English slang, which detracts from the power of Kontoglou’s Greek and his writing and imagery. At other times, translators fail at finding the middle ground between stilted literal translations and translations which add so much to the original Greek texts that Kontoglou’s characteristic literary style is lost. I have used, here, the Greek text published by Harmos Publications (Athens, Greece, 1994) in its collection Diegémata ton Christougénnon, and have tried to capture in my rendering the style, simple eloquence, and sensitivity of the author’s story as it reads in Greek—Archbishop Chrysostomos of Etna.

Thursday, 14 November 2013

Ο ευλαβής ιερέας, ο έμπορος και ο Μέγας Βασίλειος




Κάποιος ευλαβής Ιερεύς, σύγχρονος του Μ. Βασιλείου, λόγω κάποιων περιστάσεων μπήκε σε χρέη και τα χρέη αυτά συν τω χρόνο αυξήθηκαν και οι πιστωτές τον ενοχλούν για τον χρέος του.Αυτό τον ανάγκασε να στραφεί και να ζητήσει βοήθεια σε κάποιον κοντινό και γνωστό του έμπορο, ό όποιος, εισακούοντας τον αίτημά του, του έδωσε 500 χρυσά νομίσματα με τα όποια ό ιερεύς ξεπλήρωσε τον χρέος του. Προς ικανοποίηση του έμπορου ό ιερεύς του υποσχέθηκε να μνημονεύει τον όνομά του και τον όνομα των συγγενών του υπέρ υγείας και υπέρ αναπαύσεως στην Προσκομιδή για όλη του τη ζωή.
 

Ό έμπορος υπολόγιζε ότι ό ιερεύς θα ζούσε πολλά χρόνια και θα προσευχόταν γι” αυτόν και τους συγγενείς του σε κάθε Λειτουργία και μ” αυτόν θα τον ικανοποιούσε για τα χρήματα πού του είχε δώσει.
 

Ό ιερεύς κατάφερε να τελέσει μόνο μία Λειτουργία στην οποία μνημόνευσε τον ευεργέτη του και τούς συγγενείς του. Σύντομα μετά απ” αυτόν αρρώστησε και ύστερα από μια μακρά ασθένεια πέθανε. Ό έμπορος, μαθαίνοντας τον τέλος του Ιερέως, παρά πολύ λυπήθηκε και θλιβόταν για την απώλεια των χρημάτων του, αφού μόνο μια λειτουργία τελέσθηκε από τον ιερέα, πράγμα πού δεν τον περίμενε. Εκείνος υπολόγιζε στην μακροχρόνια ζωή του ιερέως και γι” αυτόν του έδωσε τα 500 νομίσματα. Άρχισε λοιπόν να ενοχλεί την πρεσβυτέρα του κομισθέντος, για να του επιστρέψει τα χρήματα, κρατώντας τα χρήματα μόνο για μία Λειτουργία.
 

Ή πρεσβυτέρα του απάντησε ότι χρήματα δεν έχει, κι αν υπήρχαν κάποια, τα ξόδεψε κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του ιερέως και τώρα τίποτε δεν είχε απομείνει. Ό έμπορος, χωρίς να δίνει προσοχή στα λόγια της πρεσβυτέρας, απαιτούσε επίμονα τα χρήματά του, απειλώντας με δικαστήρια. Τότε εκείνη απευθύνθηκε στον Μ. Βασίλειο και του διηγήθηκε τί της είχε συμβεί. Αφού την άκουσε ό άγιος, της είπε: «Εγώ αύριο θα τελέσω τη Θ. Λειτουργία. Ελάτε σε μένα μαζί με τον έμπορο και μια ζυγαριά. Θα ζυγίσουμε μία μερίδα πού θα βγάλω από τον πρόσφορο υπέρ υγείας και σωτηρίας των συγγενών του. Όσο θα ζυγίζεται ή μερίδα στην ζυγαριά, τόσο χρυσάφι θα προσθέτει ό έμπορος στον άλλο δίσκο της ζυγαριάς και μ” αυτόν τον χρυσάφι θα σε πληρώσει για τη μία Λειτουργία πού τέλεσε ό κοιμηθείς Ιερεύς».
 

Ή πρεσβυτέρα πήγε στον έμπορο και του μετέφερε τα λόγια του άγιου Βασιλείου. Ό έμπορος χάρηκε και τον πρωί πήγε στον ναό, παίρνοντας μαζί του τη ζυγαριά και κάμποσο χρυσάφι.
 

Ό άγιος Βασίλειος, τελώντας την προσκομιδή, έβγαλε μία μερίδα υπέρ υγείας και σωτηρίας των δούλων τού Θεού και την απόθεσε στην ζυγαριά. Και πρόσταξε τον έμπορο να βάλει χρυσάφι στον άλλο δίσκο της. Μα όσο χρυσάφι κι αν έβαζε ό έμπορος, ή μια μικρή μερίδα όλο και βάραινε και όσο περισσότερο χρυσάφι έβαζε, τόσο χαμηλότερα και χαμηλότερα έπεφτε ό δίσκος στον όποιο είχε αποτεθεί ή μερίδα πού είχε βγάλει ό Μέγας Βασίλειος απομείνει τον πρόσφορο κατά την προσκομιδή.
 

Ό έμπορος βλέποντας τον μεγάλο θαύμα της Θείας Χάριτος ένιωσε φόβο και κατάνυξη. Αμέσως ζήτησε συγγνώμη από τον άγιο Βασίλειο και από την πρεσβυτέρα τού ενοχλούν Κυρίω κομισθέντος ιερέως και δεν απαίτησε πλέον χρήματα.

Monday, 28 October 2013

"Δεν είσαι μόνος"-"You're not alone" ( Μέγας Βασίλειος, Ντοκυμαντέρ-Saint Basil The Great,Documentary with English Subtitles)

Το λιοντάρι του Χριστού. Το επεισόδιο της καταπληκτικής σειρά της ΕΡΤ1 "ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΟΣ" που αναφέρεται στον Μέγα Βασίλειο. Το ανεβάζουμε με αγγλικούς υπότιτλους για να γίνει προσιτό στους αγγλόφωνους και αγγλομαθείς ανά τον κόσμο. Η μετάφραση είναι ευγενική προσφορά της Κατερίνας "Ozlander".

Tuesday, 20 August 2013

St. Basil the Great-On the Value of the Psalms

                    Page from a greek psalter
From St. Basil’s homily on Psalm 1


When, indeed, the Holy Spirit saw that the human race was guided only with difficulty toward virtue, and that, because of our inclination toward pleasure, we were neglectful of an upright life, what did He do? The delight of melody He mingled with the doctrines so that by the pleasantness and softness of the sound heard we might receive without perceiving it the benefit of the words, just as wise physicians who, when giving the fastidious rather bitter drugs to drink, frequently smear the cup with honey.
Therefore, He devised for us these harmonious melodies of the psalms, that they who are children in age, or even those who are youthful in disposition, might to all appearances chant, but in reality, become trained in soul. For, never has any one of the many indifferent persons gone away easily holding in mind either an apostolic or prophetic message, but they do chant the words of the psalms, even in the home, and they spread them around in the market place, and, if perchance, someone becomes exceedingly wrathful, when he begins to be soothed by the psalm, he departs with the wrath immediately lulled to sleep by means of the melody.
A psalm implies serenity of Soul; it is the author of peace, which calms bewildering and seething thoughts. For, it softens the wrath of the soul, and what is unbridled it chastens. A psalm forms friendships, unites those separated, conciliates those at enmity. Who, indeed, can still consider as an enemy him with whom he has uttered the same prayer to God? So that psalmody, bringing about choral singing, a bond, as it were, toward unity, and joining people into a harmonious union of one choir, produces also the greatest of blessings, love.
A psalm is a city of refuge from the demons; a means of inducing help from the angels, a weapon in fears by night, a rest from the toils of the day, a safeguard for infants, an adornment for those at the height of their vigour, a consolation for the elders, a most fitting ornament for women. It peoples the solitudes; it rids the market places of excesses; it is the elementary exposition of beginners, the improvement of those advancing, the solid support of the perfect, the voice of the Church. It brightens feast days; it creates a sorrow which is in accordance with God. For, a psalm calls forth a tear even from a heart of stone.
A psalm is the work of angels, a heavenly institution, the spiritual incense.

Saturday, 17 August 2013

Ἡ Λειτουργία μετά τήν Λειτουργία


  Άγιος Βασίλειος ο Μέγας
  Λατρεία το Θεο δέν πρέπει νά εναι ἕνα μέρος τς ζως το πιστο λλά λόκληρη ζωή του. Αὐτή λατρευτική προσφορά τῆς ζωῆς μας πρός τόν  Θεόν εἶναι   τό κατ' ἐξοχήν, τό κύριο ἔργο μας ὡς ἀνθρώπων.

Μ' αὐτήν ἐκδηλώνουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας, τήν ἀγάπη μας στόν Κύριο. Ἡ Θεία Λατρεία εἶναι ὁ ὕψιστος βαθμός τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό.

 Τήν προσφέρουμε ὅλοι μαζί, ὅλος ὁ λαός πού εἶναι ἐνταγμένος στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλη­σία. Γι αὐτό ὅταν κάποιος ἀπουσιάζει ἀδικαιολόγητα ἀπό τήν Θεία Λειτουργία θά πρέπει νά γνωρίζει ὅτι διασπᾶ αὐτή τήν καθολικότητα τῆς προσφορᾶς, αὐτή τήν ἑνότητα τοῦ Θεανθρώπινου Σώματος, τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Κολοβώνει κατά κάποιον τρόπο τό σῶμα του Χριστοῦ, ἐπειδή Τοῦ ἀποστερεῖ ἕνα μέλος. (Ὁ καθένας μας πού εἶναι βεβαπτισμένος ὀρθόδοξα εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ).

Ἡ Θεία Λειτουργία, τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν θεοπαράδοτος τρόπος γιά νά ἐκφράσουμε τήν πρός τόν Θεό εὐχαριστία.

ἴδιος ὁ Θεός μᾶς δίδαξε τήν Θεία Λετουργία. Ἄρχισε  τήν διδασκαλία Του αὐτή  ἀπό τό Μυστικό Δεῖπνο, καί τή συνέχισε κατά τή διάρκεια τῶν 40 ἡμερῶν μετά τήν  Ἀνάστασή Του, ἕως τήν Ἀνάληψή Του. Αὐτές τίς σαράντα ἡμέρες  ὁ Κύριος ἐμφανιζόταν καί δίδασκε τά περί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στούς Ἀποστόλους[1]. Τούς δίδασκε δηλαδή τά περί τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Μέ βάση αὐτήν τή διδασκαλία οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι συνέθεσαν καί τελοῦσαν τήν Θεία Λειτουργία. Αὐτήν τήν θεοπαράδοτη Θεία Λειτουργία συνεχίζουμε νά τελοῦμε καί ἐμεῖς σήμερα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἡ Λατρεία πρέπει νά εἶναι ἀδιάλειπτη. «Ἐν παντί καιρῷ καί τόπῳ».

Ἡ εὐχαριστία πρός τόν Κύριο δέν σταματᾶ μέ τό τέλος τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς ἄλλης Εὐχαριστίας πρός τόν Θεό πού ἐκπληρώνεται διά τῶν ἔργων μας. Ἡ ἀληθινή εὐχαριστία «διά μέσου τῶν ἔργων ἐκπληρώνεται ἀπό ἐμᾶς» διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος[2].

Τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καθημερινά, εὐχαρι­στοῦμε πραγματικά τόν Θεό γιά ὅλα. Τότε εἶναι πού Τόν εὐχαριστοῦμε πραγματικά καί γιά τό ὑπέροχο δῶρο Του τήν Θεία Λειτουργία πού ζήσαμε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ἤ καί ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας.

«Ἄς εὐχαριστοῦμε διότι εἴμαστε ἀπό τούς σωζομένους, καί ἐνῶ δέν ἦταν δυνατόν νά σωθοῦμε ἀπό τά ἔργα μας, σωθήκαμε δωρεάν ἀπό τό Θεό ...

(Ἄς εὐχαριστοῦμε τόν Θεόν) διότι ἄν καί ὑβρίσαμε τόν Βασιλέα (Χριστόν) ἀντί νά δικαστοῦμε τιμηθήκαμε· ἔπειτα (παρ’ ὅλο πού τιμηθήκαμε) πάλι ὑβρίσαμε, (ὁπότε) καί πιαστήκαμε ἔτσι σέ ἔσχατη μορφή ἀχαριστίας. (Ἐφ’ ὅσον συνέβησαν ἔτσι τά πράγματα) θά ἔπρεπε δίκαια νά τιμωρηθοῦμε μέ βαρύτερη καταδίκη, πολύ μεγαλύτερη ἀπό τήν προηγούμενη.  Διότι δέν μᾶς ἀπέδειξε τόσο ἀχάριστους ἡ πρώτη ὕβρις ὅσο αὐτή πού ἔγινε μετά τήν τιμή καί τήν πολλή περιποίηση (πού δεχθήκαμε ἀπό τόν Δεσπότη, μετά τήν πρώτη ὕβρη πού Τοῦ κάναμε). Ἄς ἀποφύγουμε λοιπόν ἐκεῖνα ἀπό τά ὁποῖα ἀπαλλαχτήκαμε, καί ἄς εὐχαριστοῦμε ὄχι μόνο μέ τό στόμα... Διότι πῶς δέν εἶναι ἄτοπο ὅταν οἱ μέν οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ἐσύ δέ, διά τόν ὁποῖον ἔγιναν οἱ οὐρανοί πού δοξάζουν, κάνεις τέτοια πράγματα ὥστε νά βλασφημεῖται ἐξαιτίας σου ὁ Θεός πού σέ ἔπλασε;».[3]

Θά πρέπει νά προσέχουμε ὥστε ὅλη μας ἡ ζωή νά εἶναι μία συνεχής Θεία Λειτουργία (Λειτουργία μετά τήν Λειτουργία). Δέν ὑπάρχουν ὧρες τοῦ Θεοῦ καί ὧρες πού μποροῦμε νά κάνουμε καί κάτι ἄλλο πού νά μήν ἀρέσει καί τόσο στό Θεό... Ὅπως στεκόμαστε μπροστά στόν Θεό, μέ σεβασμό, εὐλάβεια, ταπείνωση, σιωπή, μετάνοια, σεμνότητα, κοσμιότητα, ἔτσι θά πρέπει νά εἴμαστε σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας. Ὅπως εἴμαστε  «ἱματισμένοι καί σωφρονοῦντες» μέσα στόν ναό, ἔτσι θά πρέπει νά εἴμαστε πάντα (ἔξω ἀπό τόν ναό,  στό σπίτι μας, στήν ἐργασία μας κ.λ.π.). 

Κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας πρέπει νά ἐμπλουτίζεται καί νά ἁγιάζεται μέ τήν προσευχή, κάθε πράξη μας νά εἶναι γιά τόν Θεό (νά εἶναι μία πράξη ἀγάπης πρός τόν Θεό).

Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει:

«Γιά τήν προσευχή καὶ τὴν ψαλμωδία, ὅπως καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα, κάθε στιγμὴ εἶναι ἡ κατάλληλη·  ὥστε  (πρέπει) νὰ ὑμνοῦμε τὸν Θεὸ καὶ ὅταν ἐργαζόμαστε, καθὼς κινοῦμε τὰ χέρια,  ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ γλώσσα ὅποτε μποροῦμε. Αὐτὸ (τό νά ὑμνοῦμε μέ τήν γλῶσσα) εἶναι ἀκόμη πιὸ ἱκανὸ νὰ δυναμώσει τὴν πίστη μας.  Ἂν ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχόμαστε δυνατά, τότε ἂς δοξάζουμε τὸν Θεὸ μέσα στὴ καρδιά μας, μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικές, ὅπως λέει ἡ Γραφή.

Ἄς κάνουμε τὴν προσευχή μας τὴν ὥρα ποὺ ἐργαζόμαστε. Μποροῦμε δηλαδὴ νὰ εὐχαριστοῦμε Αὐτὸν, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ δύναμη τῶν χεριῶν μας στὴν ἐργασία, καὶ τὴν ἱκανότητα τοῦ νοῦ στὴν ἐπιστήμη· Αὐτὸν ποὺ μᾶς χάρισε τὸ ὑλικὸ ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο φτιάχνουμε τὰ ἐργαλεῖα  καὶ τὸ ὑλικὸ ποὺ δουλεύουμε στὶς τέχνες μας, ὅποιες κι ἂν εἶναι αὐτές.

(Ἐπίσης πρέπει) καί νὰ προσευχόμαστε ὥστε τὰ ἔργα τῶν χεριῶν μας νὰ μὴν ἔχουν ἄλλο σκοπὸ παρὰ μόνο  τό νὰ εὐχαριστηθεῖ ὁ Θεός...

Δέν πρέπει μέ συλλαβές νά προσευχόμαστε ἀλλά μᾶλλον μέ τήν προαίρεση τῆς ψυχῆς ...Ὃταν κάθεσαι στό τραπέζι νά προσεύχεσαι· ὃταν σοῦ προσφέρεται τό ψωμί, εὐχαρίστησε Αὐτόν πού στό ἒδωσε. Ἐνῶ στηρίζεις τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος μέ τό κρασί, νά θυμᾶσαι Αὐτόν πού σοῦ δίδει τό δῶρο γιά εὐφροσύνη τῆς καρδιᾶς καί παρηγοριά τῶν ἀσθενειῶν. Πέρασε ἡ ἀνάγκη τῶν φαγητῶν; Ἡ μνήμη ὃμως τοῦ Εὐεργέτου ἂς μήν φεύγει.

Ὃταν φορᾶς τόν χιτῶνα νά εὐχαριστεῖς  Αὐτόν πού στόν ἒδωσε.

 Ὅταν ντύνεσαι τό ἱμάτιο αὒξησε τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος καί γιά τό χειμῶνα καί γιά τό καλοκαίρι μᾶς χάρισε κατάλληλα σκεπάσματα, πού μᾶς κρατᾶνε στή ζωή καί κρύβουν τήν ἀσχήμια.

 Τελείωσε ἡ ἡμέρα; Εὐχαρίστησε Αὐτόν πού μᾶς χάρισε τόν ἣλιο ὡς ὑπηρέτη γιά τά ἒργα τῆς ἡμέρας, καί μᾶς ἒδωσε τήν φωτιά γιά νά φωτίζει τήν νύκτα καί νά ὑπηρετεῖ στίς ὑπολοιπες ἀνάγκες τῆς ζωῆς.

Ἡ νύχτα ἂς προξενήσει ἂλλες ἀφορμές προσευχῆς. Ὃταν ρίξεις τό βλέμμα σου στόν οὐρανό καί ἀτενίσεις τίς ὀμορφιές τῶν ἂστρων προσευχήσου στόν Δεσπότη αὐτῶν πού εἶναι ὁρατά καί προσκύνησε τόν ἀριστοτέχνη ὃλων Θεό, ὁ Ὁποῖος ὅλα τά ἐδημιούργησε μέ σοφία. Ὃταν δεῖς ὅλη τήν φύση τῶν ζώων νά ἒχει κυριευτεῖ ἀπό τόν ὓπνο, πάλι προσκύνησε Αὐτόν πού καί ἀκούσια μέσω τοῦ ὓπνου μᾶς γλυτώνει ἀπό τούς συνεχεῖς κόπους καί ἒπειτα ἀπό μικρή ἀνάπαυση μᾶς  χαρίζει ἀκμαία δύναμη».



ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!







[1] Πρ. 2, 11: δι΄ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

[2] Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου: Εἰς τήν Γένεσιν, ΚΣΤ', ΕΠΕ 3, 128-130.

[3] Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου: Ad In epistulam ad Romanos Μ 60, 579.40

Άγ.Βασίλειος ο Μέγας-Δεν πρέπει να δανείζουμε με τόκο

Ομιλία εις μέρος του 14ου ψαλμού και κατά των τοκιζόντων
(Μ. Βασιλείου, Ομιλία 3η)
1. Χθες, όταν σας εξηγούσαμε τον 14ο ψαλμό, δεν επετράπη από την ώρα να φθάσουμε στο τέλος του λόγου. Τώρα δε ήλθαμε σαν ευγνώμονες οφει­λέτες για να εξοφλήσουμε τους υπόλοιπους στίχους του ψαλμού. Και αυτό που παραλείψαμε είναι μι­κρό βέβαια στο να το ακούσουμε, ώστε να φανεί έ­τσι δα, και πιθανώς στους πολλούς ακόμη θα διέφυ­γε της προσευχής, ώστε να νομισθεί ότι τίποτε δεν έχει παραλειφθεί από τον ψαλμό. Επειδή όμως κατανοήσαμε καλώς ότι η μικρή αυτή φράση έχει με­γάλη σημασία για τα βιοτικά πράγματα, ενομίσαμε ότι πρέπει να παρουσιάσουμε το χρήσιμο από την εξέταση. 


Δεν πρέπει να δανείζουμε με τόκο

Υπογραμμίζοντας με τον λόγο του ο προφήτης τον τέλειο άνθρωπο, εκείνον που πρόκειται να βαδίσει την σταθερή ζωή, απαρίθμησε μεταξύ των κατορθωμάτων και το: «Να μη δανείζει τα χρήματά του με τόκο». Σε πολλά μέρη της Αγίας Γρα­φής έχει κατηγορηθεί ως αμαρτία αυτό. Και ο Ιεζε­κιήλ μεταξύ των μεγάλων κακών τοποθετεί το να λαμβάνει κανείς τόκο και πλεόνασμα (Ιεζ. 18, 8)΄ και ο νόμος κατηγορηματικώς απαγορεύει: «Δεν θα δανείσεις με τόκο τον αδελφό σου και τον πλησίον σου» (Δευτ. 23, 20). Και πάλιν λέγει: «Δόλος με δό­λο, και τόκος με τόκο» (Ιερ. 9, 6). Και για την πόλη που είναι πλούσια σε πλήθος αμαρτιών τί λέγει ο ψαλμός; «Δεν έλειψε από τις πλατείες αυτής τό­κος και δόλος» (Ψαλμ. 54, 12). Και τώρα χαρακτηριστικό της τελειοποιήσεως του ανθρώπου εθεώρησε αυτό το ίδιο ο προφήτης λέγοντας: «Τα χρήματά του δεν τα εδάνεισε με τόκο».

Ο τόκος είναι υπερβολική απανθρωπία
  Διότι πράγματι είναι υπερβολική απανθρωπία ο μεν ένας να στερείται και των αναγκαίων και να ζη­τεί δάνειο για να παρηγορηθεί στην ζωή, ο δε άλλος να μην αρκείται στο κεφά­λαιο, αλλά να επινοεί από τις συμφορές του πτω­χού νέα κέρδη για τον εαυτό του και να συγκεντρώ­νει πλούτο. Και ο μεν Κύριος λοιπόν σαφέστατα μας διατάσσει λέγοντας: «Και να μη περιφρονήσεις αυτόν που θέλει να δανεισθεί από σένα χωρίς τό­κο» (Ματθ. 5, 42). Ο φιλάργυρος όμως βλέποντας κάποιον άνδρα να λυγίζει από την ανάγκη, να τον ικετεύει μπροστά στα πόδια του -ώστε τί ταπεινό να μη κάνει εμπρός του; τί να μη λέγει με τις παρακλήσεις του;- ακόμη δεν τον ελεεί.

Η περιγραφή της απάτης του τοκογλύφου

Έστω και αν κάνει πράξεις αναξιοπρεπείς, δεν υπολογίζει την φύση, δεν υποχωρεί στις ικεσίες, αλλά στέκεται ά­καμπτος και αμείλικτος΄ δεν υποχωρεί στις δεή­σεις, δεν λυγίζει στα δάκρυα, επιμένει στην άρνη­ση, και ορκίζεται και καταράται τον εαυτόν του, διότι πράγματι ευρίσκεται σε παντελή έλλειψη χρημάτων, και ερευνά και αυτός μήπως εύρει κάποιον από τους δανειστές, και βεβαιώνει με τους όρκους το ψεύδος του, αποκτώντας σαν κακό παρεμπόρευμα της κα­κίας την επιορκία. Και όταν εκείνος που ζητεί το δάνειο υπενθυμίσει τους τόκους, και ομιλήσει για υποθήκες, τότε, αφού κατεβάσει τα φρύδια του και χαμογελάσει, ίσως να θυμηθεί κάποια πατρική φι­λία, και τον αποκαλεί γνώριμο και φίλο, και λέγει: «Θα δούμε εάν έχω κάπου φυλαγμένα χρήματα. Υ­πάρχει όμως κάποια παρακαταθήκη ενός φίλου μου ανδρός, που μου την παρέδωσε για να την τοκίσω. Αλλ” εκείνος δεν ώρισε βαρείς τόκους γι” αυτό. Ε­γώ θα τους ελαττώσω κατά τι, και θα σου τα δώσω με χαμηλότερο τόκο».

Εκείνος που δεν μπορεί να εξοφλήσει τους τόκους, εκουσίως γίνεται δούλος για όλη του την ζωή 
Τέτοια πλάθοντας, και με τέ­τοια λόγια θωπεύοντας και δελεάζοντας τον ταλαί­πωρο, με γραμμάτια προσδένοντάς τον, και μαζί με την φτώχεια που τον κατατυραννεί ακόμη, και α­φού αφαιρέσει επί πλέον και την ελευθερία του αν­δρός, φεύγει. Διότι εκείνος που έκαμε τον εαυτόν του υπεύθυνο σε τόκους των οποίων την πληρωμή δεν μπορεί να εξοφλήσει,    έγινε δούλος με την θέλησή του σε όλη του την ζωή.

Συμπεριφορά των τοκογλύφων απέναντι στους πτωχούς
  Χρήματα, πες μου, και κέρδη επιζητείς από τον πτωχό; Και εάν πλουσιότερο μπορούσε να σε αναδείξει, τί εζητούσε στις θύρες τις δικές σου; Αν και ήλθε για συμμαχία, σε ευρήκε εχθρό. Αναζητώντας φάρμακα, συνάντησε δηλητήρια. Ενώ έπρεπε να παρηγορήσεις την πτώχεια του ανθρώπου, συ πολλαπλασιάζεις την φτώ­χεια του ζητώντας να καρποφορήσει η έρημος. Οπως ακριβώς εάν κάποιος ιατρός που επήγαινε σε ασθενείς, αντί να επαναφέρει την υγεία τους, και την ελαχίστη δύναμη που τους απέμεινε αφαιρούσε, έτσι και συ τις συμφορές των πτωχών ανθρώπων τις κάνεις αφορμή κερδών. Και όπως οι γεωργοί εύχονται βροχές για να πολλαπλασιασθούν οι καρποί, έτσι και συ τις φτώχειες και τις στερήσεις των ανθρώ­πων επιζητείς, για να ενεργοποιηθούν τα χρήματά σου. Αγνοείς ότι μεγαλυτέρα προσθήκη κάνεις στις αμαρτίες, από την αύξηση που επινοείς στον πλούτο σου με τους τόκους; Και εκείνος που ζητεί το δάνειο, ευρισκόμενος εν μέσω αμηχανίας, όταν μεν βλέπει την πενία, απογοητεύεται για την πλη­ρωμή, όταν δε σκεφθεί την παρούσα ανάγκη, κατατολμά το δάνειο. Επειτα, ο μεν ένας ενικήθη διότι υπέκυψε στην ανάγκη΄ ο δε άλλος αναχωρεί αφού εξασφάλισε τον εαυτόν του με γραμμάτια και εγγυ­ήσεις.

Η ζωή του δανειολήπτη είναι αγωνιώδης
2. 
 Αφού δε έλαβε τα χρήματα, την μεν πρώτη ημέρα είναι λαμπρός και περιχαρής, με ξένη λαμ­πρότητα επιχρισμένος, φανερώνοντας την αλλαγή της ζωής του. Δηλαδή το τραπέζι είναι γεμάτο, το ένδυμα πολυτελέστερο΄ δούλοι με αλλαγμένη την εμφάνιση προς το λαμπρότερο, κόλακες, συμποσια­στές, αμέτρητοι των σπιτιών κηφήνες. Καθώς δε τα μεν χρήματα φεύγουν σιγά σιγά, ο δε χρόνος προ­χωρώντας αυξάνει στον εαυτόν του τους τόκους, τότε δεν του φέρουν ανάπαυση οι νύκτες, δεν είναι λαμπρή η ημέρα, δεν είναι ο ήλιος ευχάριστος, αλ­λά δυσχεραίνει την ζωή΄ μισεί τις ημέρες, διότι τον αναγκάζουν προς την προθεσμία΄ φοβάται τους μή­νες, διότι είναι πατέρες των τόκων. Και, αν κοιμά­ται, βλέπει στον ύπνο του τον δανειστή να στέκεται επάνω στο κεφάλι του σαν κακό όνειρο΄ αν είναι ξύπνιος, έννοια σ” αυτόν και φροντίδα είναι ο τό­κος. «Οταν ο δανειστής», λέγει, «και ο χρεωφειλέτης συναντήθηκαν μεταξύ τους, επίσκεψη και των δύο κάνει ο Κύριος» (Παροιμ. 29, 13). Ο μεν όπως ο σκύλος τρέχει στο θήραμα΄ ο δε όπως σαν έτοιμο θήραμα φοβείται την συνάντηση. Διότι η φτώχεια του αφαιρεί το θάρρος. Η απόφαση και των δύο εί­ναι στα δάκτυλα΄ ο μεν ένας χαίρεται για την αύξη­ση των τόκων, ο δε άλλος στενάζει για την προσθήκη των συμφορών. «Πίνε ύδατα από τα δικά σου αγγεία» (Παροιμ. 5, 15)΄ δηλαδή, τις δικές σου αφορμές να εξετάζεις, να μη βαδίζεις σε ξένες πηγές, αλλά από τα δικά σου λιβάδια να μαζεύεις για τον εαυτόν σου τις πα­ρηγορίες της ζωής. Εχεις χαλκώματα, ένδυμα, ζώο, σκεύη διάφορα; Αυτά να αποδώσεις. Ολα να προτιμήσεις να τα χάσεις εκτός από την ελευθερία. «Αλλά ντρέπομαι αυτά να τα βγάλω στην δημοπρα­σία», λέγει. Γιατί λοιπόν; Διότι ύστερα από λίγο άλλος θα μεταφέρει αυτά, και θα σου τα ξεγράψει, και εμπρός στα μάτια σου θα τα διαθέσει σε φθηνή τιμή; Μη βαδίζεις σε ξένες θύρες. «Διότι πράγματι είναι στενό το ξένο πηγάδι» (Παροιμ. 23, 27). Είναι καλύτερα να παρηγορεί κανείς την ανάγκη του λίγο-λίγο με διάφορες επινοήσεις, παρά αφού υψωθεί με μιας με τα ξένα, ύστερα να απογυμνωθεί από όλα τα υπάρχοντά του.

Το δάνειο είναι η αρχή του ψεύδους και των συναφών κακών
  Εάν μεν λοιπόν έχεις για να τα αποδώσεις, γιατί δεν τερματίζεις την παρούσα ανάγκη με αυτά που έχεις; Εάν δε δεν μπορείς να εξοφλήσεις το χρέος σου, θεραπεύεις το κακό με το κακό. Να μη δεχθείς να σε πολιορκήσει ο δανειστής. Να μην ανεχθείς να σε α­ναζητούν και να σε ανιχνεύουν σαν κάποιο άλλο θήραμα. Αρχή ψεύδους είναι το δάνειο΄ είναι α­φορμή αχαριστίας, αγνωμοσύνης, επιορκίας. Αλλα τα λόγια του δανειζομένου και άλλα του δανειστή. «Είθε να μη σε συναντούσα τότε΄ θα εύρισκα πλέ­ον τον τρόπο για να απαλλαγώ από την ανάγκη. Και χωρίς να θέλω μου έβαλες τα χρήματα στο χέ­ρι; Ο χρυσός σου ήταν νοθευμένος με χαλκό, και το νόμισμά σου κίβδηλο». Είτε λοιπόν φίλος είναι ο δανειστής, μη ζημιώσεις την φιλία του΄ είτε είναι εχθρός, μη γίνεις υποχείριος του εχθρού. Αφού καυχηθείς λίγο με τα ξένα, ύστερα θα χάσεις και τα πατρικά. Πτωχός είσαι τώρα, αλλά ελεύθερος. Με το να δανεισθείς δε, ούτε θα πλουτήσεις, και η ε­λευθερία σου θα αφαιρεθεί. Δούλος του δανειστού είναι αυτός που εδανείσθηκε, και δούλος μισθωτός που φέρει την υπηρεσία του σε πέρας κατ” ανάγ­κην. Τα σκυλιά όταν λαμβάνουν την τροφή εξημε­ρώνονται΄ ο δε δανειστής λαμβάνοντας τα δανεικά ερεθίζεται περισσότερο. Διότι δεν σταματά να γαυγίζει, αλλά ζητεί ακόμη περισσότερο. Εάν ορκίζε­σαι, δεν πιστεύει΄ εξετάζει βαθύτερα, περιεργάζεται τις συναλλαγές σου. Εάν βγεις από το δωμάτιο, σε τραβά προς τον εαυτόν του και σε παρασύρει μαζί του. Εάν κρύψεις τον εαυτόν σου μέσα, στέκεται έ­ξω από την οικία σου, και σου κτυπά την θύρα. Εμπρός στην σύζυγό σου σε κατεντροπιάζει, στους φίλους σε υβρίζει, στις αγορές σε πιέζει΄ κακό συνάντημα στην εορτή. Σου κάνει τον βίο αβίωτο. «Αλ­λά είναι μεγάλη», λέγει, «η ανάγκη, και δεν υπάρ­χει κανένας άλλος πόρος χρημάτων».

Το δάνειο είναι μικρή αναβολή της αμηχανίας
  Ποιο είναι το όφελος, αν ξεπεράσεις την σημερινή ημέρα; Διότι πάλιν θα έλθει η φτώχεια σαν καλός δρομέας (Παροιμ. 24, 34), και η ίδια ανάγκη θα παρουσιασθεί με προσθήκη. Διότι το δάνειο δεν σου φέρει παντελή απαλλαγή, αλλά σου παρέχει μικρά αναβολή της αμηχα­νίας σου.

Το δάνειο στον πτωχό με τον τόκο αυξάνει την πτώχεια
  Ας υποφέρουμε σήμερα τις δυσκολίες της στερήσεως, και να μη τις φορτώσουμε στην αυριανή ημέρα. Αν δεν δανεισθείς, θα είσαι το ίδιο πτωχός και σήμερα και στο μέλλον εάν δανεισθείς, θα βασανίζεσαι σκληρότερα, διότι ο τόκος θα σου αυξήσει περισσότερο την φτώχεια. Και τώρα μεν κανείς δεν σε κατηγορεί που είσαι πτω­χός, διότι το κακό είναι αθέλητο. Εάν δε γίνεις υπεύθυνος για τόκους, δεν υπάρχει κανείς που δεν θα σε κατηγορήσει για την απερισκεψία σου.

Εκείνος που εμπιστεύεται στις αβέβαιες ελπίδες έχει νηπιώδη νου
3. Μη λοιπόν επισύρουμε κοντά στα αθέλητα κακά ακόμη και άλλο θεληματικό κακό από την απερισκεψία μας. Είναι νηπίου νου να μη φροντίζει για τον εαυτόν του από εκείνα που διαθέτει τώρα, αλλά να εμπι­στεύεται σε αβέβαιες ελπίδες και να τολμά μια φα­νερή βλάβη και αναντίρρητη. Ηδη σκέψου από που θα πληρώσεις το χρέος. Από εκείνα που παίρ­νεις; Αλλ” αυτά δεν αρκούν και για τις ανάγκες σου και για την εξόφληση. Εάν δε μάλιστα υπολο­γίσεις και τους τόκους, από που θα πολλαπλασια­σθούν τα χρήματα σε τόσο μεγάλο ποσόν, ώστε και να υπηρετήσουν την δική σου ανάγκη, και να εξο­φλήσεις το κεφάλαιο, επί πλέον δε να γεννούν και τόκους; Αλλά δεν θα εξοφλήσεις το δάνειο από ε­κείνα που παίρνεις. Από άλλους πόρους, λοιπόν; Ας περιμένουμε λοιπόν εκείνες τις ελπίδες, και ας μη πάμε, όπως τα ψάρια, στο δόλωμα. Οπως δηλα­δή εκείνα μαζί με την τροφή καταπίνουν και το αγ­κίστρι, έτσι και εμείς για τα χρήματα αγκιστρωνό­μαστε με τους τόκους. Δεν προξενεί καμμιά αισχύ­νη η φτώχεια. Γιατί λοιπόν να προσθέτουμε στους εαυτούς μας τους ονειδισμούς εξ αιτίας του χρέους μας; Κανείς δεν θεραπεύει τα τραύματα με το τραύ­μα, ούτε ιατρεύει το κακό με το κακό, ούτε επανορθώνεται η φτώχεια με τους τόκους.

Οι πτωχοί δεν έχουν το άγχος των πλουσίων
  Πλούσιος είσαι; Μη δανείζεσαι. Πτωχός είσαι; Μη δανεί­ζεσαι. Διότι εάν είσαι εύπορος, δεν έχεις ανάγκη από δάνειο. Εάν τίποτε δεν έχεις, δεν θα εξοφλήσεις το δάνειο. Να μη σκέπτεσαι με υστεροβουλία, μήπως τότε μακαρίσεις τις ημέρες πριν από το δάνειο. Σε ένα πράγμα διαφέρουμε οι πτωχοί από τους πλουσίους: στην ξεγνοιασιά. Τους κοροϊδεύομε, ό­ταν αγρυπνούν, ενώ οι ίδιοι κοιμώμαστε΄ και ενώ αυτοί συμπλέκονται πάντοτε και μεριμνούν και φροντίζουν, εμείς είμεθα αμέριμνοι και ήσυχοι.

Το άγχος των πλουσίων μεταδίδεται και στον χρεοφειλέτη
  Ε­κείνος λοιπόν που χρεωστεί, και πτωχός είναι και πολλές φροντίδες έχει. Άυπνος είναι την νύκτα, άυπνος την ημέρα, σκεπτικός πάντοτε΄ τώρα μεν κάνει εκτίμηση της ιδικής του περιουσίας, συγχρό­νως δε εκτιμά τις πολυτελείς οικίες και τους α­γρούς των πλουσίων, τα ενδύματα αυτών που συναντά, τα σκεύη αυτών που τρώγουν. «Εάν αυτάήταν δικά μου», λέγει, «θα τα επωλούσα τόσο και τόσο, και θα είχα απαλ­λαγεί από τον τόκο». Αυτές οι σκέψεις και κατά την νύκτα ενεδρεύουν στην καρδιά του, και κατά την ημέρα έχουν καταλάβει τον νου του. Εάν την θύρα κτυπήσεις, ο χρεωφειλέτης κρύπτεται κάτω από την κλίνη. Μπήκε κάποιος ξαφνικά μέσα; Η καρδιά του εκτύπησε δυνατά. Γαυγίζει ο σκύλος; Αυτός περιλούεται από τον ιδρώτα, και καταλαμβά­νεται από αγωνία, και παρατηρεί μετά προσοχής από που να φύγει. Οταν πλησιάζει η προθεσμία, μεριμνά τι ψεύδη να πει, ποια δικαιολογία να πλάσει, για να αποφύγει τον δανειστή. Να μη σκέπτεσαι μόνον τον εαυτόν σου όταν δανείζεσαι, αλλά και τον δανειστή. Γιατί συνδέεις τον εαυτόν σου με θη­ρίο που γεννά πολλά νεογνά (Δηλ. με τον τόκο. Η λέξη «τόκος» σημαίνει «γέννα», «νεογνό». Τον παρομοιάζει ο Μ. Βασίλειος με πολύτοκο θηρίο); Λέγουν ότι οι λαγοί και γεννούν συγχρόνως και τρέφουν και κυοφο­ρούν (Αυτά λέγονται από τον αρχαίο Αιλιανό στο έργο τουΠερί ζώων, 13, 12). Και στους τοκογλύφους τα χρήματα συγ­χρόνως δανείζονται και γεννούν και βλαστάνουν νέα. Διότι ακόμη δεν τα επήρες στα χέρια σου, και σου εζητήθηκε ο τόκος του παρόντος μηνός.

Ο τόκος του δανείου γεννά πόνους και λύπες
  Και αυτό, πάλιν, το δανεισθέν ποσό, άλλο κακό ανέθρε­ψε, και εκείνο άλλο, και το κακό συνεχίζεται επ” ά­πειρον. Για τούτο, και το είδος αυτό της πλεονε­ξίας έλαβε την ονομασία αυτή. Διότι τόκος, καθώς νομίζω, ονομάσθηκε για την μεγάλη γονιμότητα του κακού. Από που λοιπόν αλλού; Η ίσως τόκος λέγεται για τους πόνους και τις λύπες που εκ φύσεως προξενεί στις ψυχές αυτών που εδανείσθηκαν. Διότι όπως ο πόνος του τοκετού στην γυναίκα,  έτσι  παρουσιάζεται  η  προθεσμία στον χρεωφειλέτη. Τόκος επάνω στον τόκο είναι πονηρό γέννημα πονηρών γονέων. Αυτά ας λέγονται γεννή­ματα εχιδνών, τα γεννήματα των τόκων. Λέγουν ότι οι έχιδνες γεννώνται αφού καταφάγουν την κοιλιά της μητέρας (Αυτά λέγονται από τον αρχαίο Αιλιανό στο έργο του Περί ζώων, 1, 24) των. Και οι τόκοι παύουν να γεννούν αφού καταφάγουν τις οικίες των χρεωφειλετών.

Τα ζώα, όταν γεράσουν, δεν γεννούν. Τα χρήματα όμως των δανειστών, και τα παλαιά και τα νέα, γεννούν
  Τα σπέρματα με τον καιρό φυτρώνουν, και τα ζώα μετά από χρόνο γεννώνται΄ ο τόκος όμως σήμερα γεννάται, και σήμερα αρχίζει να γεννά. Οσα από τα ζώα γεννούν γρήγορα, γρήγορα παύουν να γεννούν΄ τα δε χρήματα, ενώ αρχίζουν γρήγορα να αυξάνουν, α­τελείωτη έχουν την αύξηση. Καθένα από τα ζώα που μεγαλώνει, όταν φθάσει στο δικό του μέγεθος, σταματά την αύξηση΄ τα δε χρήματα των πλεονεκτών αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου. Τα ζώα, όταν τα παιδιά τους γίνουν ικανά να γεννούν, αυτά σταματούν να γεννούν΄ τα χρήματα όμως των δανειστών και τα νέα γεννούν, και τα παλαιά γίνον­ται νέα. Εσύ λοιπόν να μη λάβεις πείρα του παρα­δόξου αυτού θηρίου.

Προτιμότερο να ζητιανεύεις, παρά να μην επιστρέφεις τα χρήματα
4. 
 Ελεύθερος βλέπεις τον ήλιο. Γιατί φθονείς την ελευθερία της ζωής σου; Κανένας πυγμάχος δεν αποφεύγει τόσον τα κτυπήματα του αντιπάλου του, όσον ο χρεωφειλέτης τις συναντήσεις του δανειστή, κρύπτοντας την κεφαλή στην σκιά των κιόνων και των τοίχων. «Πώς λοιπόν θα ζήσω;», λέγει; Εχεις χέρια, έχεις τέχνη. Δούλευε με μισθό, να υπηρετείς. Πολλές επινοή­σεις υπάρχουν στην ζωή, πολλές ευκαιρίες. Αλλά δεν μπορείς να εργασθείς; Ζητιάνευε από εκείνους που έχουν. Είναι εντροπή να ζητιανεύεις; Βεβαίως, αλλά αισχρότερο είναι να μην επιστρέφεις το δα­νεικό.

Η εργατικότητα των μυρμηγκιών και των μελισσών
  Πάντως αυτά τα λέγω χωρίς να νομοθετώ, αλλά υποδεικνύω ότι όλα σου είναι πιο υποφερτά από το δάνειο. Το μεν μυρμήγκι μπορεί να διατρέφεται χωρίς να ζητια­νεύει, μήτε να δανείζεται΄ και η μέλισσα τα υπόλοιπα από την δική της τροφή τα χαρίζει στους βασιλείς (Εννοεί τις βασίλισσες των μελισσών), στους οποίους ούτε χέρια, ούτε τέχνες έδωσε η φύση. Συ δε, το εφευρετικό ζώο, ο άνθρωπος, μια από όλες τις τέχνες δεν θα βρεις για να ζήσεις; Καίτοι βλέπουμε όχι αυτούς που στερούνται των αναγκαίων να έρχονται στο δά­νειο (διότι δεν τους έχουν εμπιστοσύνη), αλλά δανείζονται άνθρωποι που επιδίδονται σε άσωτες δαπάνες και ανωφελείς πολυτέλειες, οι οποίοι έγιναν δούλοι των γυναικείων ηδυπαθειών. «Εγώ», λέγει, «θέλω ένδυμα πολυτελές και χρυσαφικά, τα παιδιά στολισμένα με ευπρεπή ενδύματα, αλλά και οι δούλοι με λαμπρές και ποικίλες στολές, το τραπέζι μας πλούσιο». Αυτός που υπηρετεί τέτοιες απαιτήσεις της γυναίκας έρχεται στον τραπεζίτη, και, προτού χρησιμοποιήσει αυτά που έλαβε, αλλάζει τον έναν κύριο κατόπιν του άλλου, και αλλάζοντας πάντοτε τους δανειστές, με την συνέχεια του κακού αποφεύ­γει τον έλεγχο της φτώχειας. Και, όπως ακριβώς ε­κείνοι που πάσχουν από υδρωπικία δίδουν την εν­τύπωση της πολυσαρκίας, έτσι και αυτός φαντάζε­ται ότι έχει περιουσία, πάντοτε παίρνοντας, και πάντοτε δίνοντας, και με τα δεύτερα εξοφλώντας ε­κείνα που έληξαν, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη στον εαυτόν του για να λαμβάνει δάνεια εξ αιτίας της συνεχείας του κακού.

Τι παθαίνουν αυτοί που δανείζονται συνεχώς
  Επειτα, όπως εκείνοι που πάσχουν από χολέρα ξερνούν ό,τι έφαγαν προηγουμένως, και πριν καθαρισθούν εντελώς, α­φού λάβουν δευτέρα τροφή, πάλιν ξερνούν με πόνο και σπαραγμούς, έτσι και αυτοί παίρνοντας τόκους από τους τόκους, και πριν να εξοφλήσουν τα πρώτα, οδηγούνται σε δεύ­τερο δάνειο, καμαρώνοντας λίγο χρόνο με τα ξένα, και ύστερα θρηνούν τα δικά τους. Ω, πόσους κατέστρεψαν τα ξένα χρήματα! Πόσοι αφού επλούτισαν στο όνειρο, απήλαυσαν υπερβολικώς την δυστυχία! Αλλά λέγει ότι πολλοί επλούτησαν από τα δάνεια. Περισσότεροι δε, νομί­ζω, ότι επλησίασαν τους βρόγχους. Συ όμως αυτούς που επλούτησαν βλέπεις, τους δε κρεμασμένους δεν μετράς, οι οποίοι μη υποφέροντας την αισχύνη να τους ζητούν τα χρέη, επροτίμησαν «τον δια της αγ­χόνης θάνατον» από το να ζουν με εντροπή. Εγώ είδα ελεεινό θέαμα, παιδιά ελεύθερα να σύρονται για να πωληθούν προς εξόφληση των πατρικών χρεών. Δεν έχεις χρήματα για να αφήσεις στα παι­διά σου; Μη αφαιρείς την ευγένειά τους. Τούτο το ένα διατήρησε σ” αυτά, δηλαδή το κτήμα της ελευ­θερίας, την παρακαταθήκη που παρέλαβες από τους γονείς σου. Κανείς δεν εκλήθηκε στα δικαστήρια για την φτώχεια του πατέρα του΄ χρέος όμως πατρι­κό οδηγεί στην φυλακή. Μην αφήσεις γραμμάτιο, που σαν κατάρα πατρική φθάνει μέχρι τα παιδιά και τα εγγόνια. 

«Ο ελεών τον πτωχό δανείζει τον Θεό»
5. Ακούετε, οι πλούσιοι, ποιες συμβουλές δίδουμε στους πτωχούς, εξ αιτίας της δικής σας απαν­θρωπιάς΄ καλύτερα να υπομένουν τις δυσκολίες, πα­ρά να δέχονται τις συμφορές που δημιουργούν οι τόκοι. Εάν όμως υπακούατε στον Κύριο, ποιά η α­νάγκη των λόγων αυτών; Ποιά λοιπόν είναι η συμβουλή του Δεσπότη; «Να δανείζετε αυτούς από τους οποίους δεν ελπίζετε να λάβετε πίσω τα δανεισθέντα» (Λουκ. 6, 34). «Και ποιό», λέγει, «δάνειο είναι αυτό με το οποίο δεν συνδέεται η ελπίδα της επιστροφής;». Κατανόησε την δύναμη του ρητού, και θα θαυμάσεις την φιλανθρωπία του νομοθέτη. Οταν πρόκειται να δώσεις χρήματα στον πτωχό για τον Κύριο, το ίδιο είναι και δώρο και δάνεισμα΄ δώρο μεν, διότι δεν ελπίζεις στην επιστροφή΄ δάνεισμα δε, για την μεγαλοδωρεά του Δεσπότη, που θα πληρώσει το χρέος αντί για εκείνον΄ αυτός, ενώ έλαβε λίγα διαμέσου του πτωχού, θα σου απο­δώσει πολλά αντί για τα λίγα. Διότι «ο ελεών τον πτωχό, δανείζει τον Θεό» (Παροιμ. 19, 17). Δεν θέλεις να έχεις για τον εαυτόν σου υ­πόλογο τον Δεσπότη των πάντων για την εξόφλη­ση; Η εάν κάποιος μεν από τους πλουσίους της πόλεως σου εγγυηθεί την εξόφληση γι” άλλους, δέ­χεσαι την εγγύησή του;

Απόλυτος εγγυητής είναι ο Κύριος, και όχι ο πλούσιος

Τον δε Θεό, που πληρώνει πλουσιοπαρόχως για τους πτωχούς, δεν τον δέχε­σαι για εγγυητή; Δώσε το χρήμα σου που κάθεται άχρηστο, χωρίς να το επιβαρύνεις με τους τόκους, και θα είναι ωφέλιμο και για τους δύο. Διότι εσύ θα έχεις ασφαλισμένο το χρήμα σου. Εκείνος δε που το παίρνει, κέρδος θα έχει από την χρησιμοποίησή του. Εάν δε ζητείς και τόκους, να αρκεσθείς στα λόγια του Κυρίου. Αυτός θα σου πληρώσει τους τό­κους για τους πτωχούς. Από τον πράγματι φιλάν­θρωπο (Κύριο)  να περιμένεις την φιλανθρωπία.

Η τακτική των τοκογλύφων, που θεωρούν τα κέρδη τους ως φιλανθρωπία, αλλ” είναι μισανθρωπία
Διότι όσα παίρνεις, αυτά δεν υστερούν καθόλου σε υπερβολική μισανθρωπία. Από τις συμφορές κερδίζεις, από τα δάκρυα εισπράττεις χρήματα, τον γυμνό πιέζεις, τον πεινα­σμένο κτυπάς. Ευσπλαγχνία πουθενά΄ καμμία σκέ­ψη ότι είσθε συγγενείς με τον πτωχό που υποφέρει, και τα κέρδη που μαζεύεις μ” αυτόν τον τρόπο τα ο­νομάζεις φιλάνθρωπα «Αλίμονο οι λέγοντες το πι­κρό γλυκύ, και το γλυκύ πικρό» (Ησ. 5, 20), και οι ονομάζοντες την μισανθρωπία φιλανθρωπία. Ούτε τα αινίγματα ήταν τέτοια που επρότεινε ο Σαμψών στους συμποσιαστές του: «Απ” αυτόν που έτρωγε ε­βγήκε φαγητό, και από τον ισχυρό εβγήκε γλυκύ» (Κριτ. 14, 14). Και από μισάνθρωπο βγήκε φιλαν­θρωπία. «Δεν μαζεύουν από τα αγκάθια σταφύλια, ούτε από τα τριβόλια σύκα», ούτε από τους τόκους φιλανθρωπία. «Κάθε δένδρο άχρηστο παράγει καρ­πούς επιβλαβείς ή άχρηστους» (Ματθ. 7, 16-17). Μερικοί είναι εκατοστολόγοι (Τελώνες που μαζεύουν το 1/100, την εκατοστή) και δεκατηλόγοι (Τελώνες που μαζεύουν το 1/10, την δεκάτη) -φοβερά ονόματα και να ακουσθούν-, μηνιαίοι ει­σπράκτορες των τόκων, που επιτίθενται κατά των πτωχών, όπως ακριβώς οι δαίμονες, που κάνουν τις επιληψίες στις περιόδους (φάσεις) της σελήνης (Οπότε παρατηρείται το φαινόμενο της επιληψίας). Το κάνουν αυτό οι δαίμονες γιατί θέλουν να βλασφημούν κατά του Θεού ότι τα κακά προέρχονται από τα δημιουργήματα του Θεού, όπως είναι η σελήνη και οι αστέρες. Αυτή είναι η δοξασία των αστρολόγων, μάγων, σατανιστών κλπ. ακόμη και σήμερα. Το δάνειο αυτό είναι αισχρό και για τους δύο, και σ” αυτόν που δίδει, και σ” αυτόν που παίρνει, διότι στον ένα φέρει ζημιά στα χρήμα­τα, στον άλλον στην ψυχή του. Ο γεωργός, όταν πάρει τον στάχυν, δεν ερευνά πάλιν για τον σπόρο που είναι στη ρίζα, συ όμως, και τους καρπούς έχεις, και δεν αποχωρίζεσαι από τα παλαιά. Χωρίς γη φυτεύεις΄ χωρίς να σπείρεις θερίζεις. Αγνωστο για ποιόν τα συγκεντρώνεις. Εκείνος μεν που κλαίει για τους τόκους είναι φανερός μπροστά μας΄ εκεί­νος δε που πρόκειται να απολαύσει τον πλούτο από τους τόκους, είναι αβέβαιος. Διότι είναι άγνωστο το κακό που εθησαύρισες με την αδικία. Αυτόν τον πλούτο να τον χαρίσεις στους άλλους. «Μήτε λοιπόν να περιφρονήσεις αυτόν να δανει­σθεί από σένα» (Ματθ. 5, 42) και «τα χρήματά σου να μη τα δώσεις με τόκο» (Ψαλμ. 14, 5), ώστε, α­φού διδαχθείς το πνευματικό σου συμφέρον από την Παλαιά και την Νέα Διαθήκη, με αγαθή την ελπίδα να απέλθεις προς τον Κύριο, για να λάβεις εκεί τους τόκους των αγαθών έργων, στον Χριστόν Ιησού τον Κύριό μας, στον οποίον ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Wednesday, 16 January 2013

Ο Μ. Βασίλειος περί των μοναστηριακών προσευχών


«Ορίσαμε τον Όρθρο, για να αφιερώνουμε στο Θεό τα πρώτα κινήματα της ψυχής και του νου και για να μην αναλαμβάνουμε καμία άλλη φροντίδα, προτού να ευφρανθούμε με τη σκέψη του Θεού, όπως λέει η Γραφή: «Εμνήσθην του Θεού και ηυφράνθην» (Ψαλμός 76, 4). Και για να μην αρχίσουμε σωματική εργασία, προτού να κάνουμε αυτό που είπε ο ψαλμωδός: «Προς σε προσεύξομαι Κύριε· και το πρωί εισακούση της φωνής μου· το πρωί παραστήσομαι σοι και επόψη με» (Ψαλμός 5. 3-4). 
Πάλι δε την τρίτη ώρα μετά την ανατολή του ηλίου σηκώνονται για προσευχή και συγκεντρώνονται οι αδελφοί της αδελφότητας του μοναστηριού, έστω κι αν είναι διασκορπισμένοι σε διάφορα διακονήματα Και, αφού ενθυμηθούν τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, που δόθηκε στους αποστόλους τη Τρίτη ώρα μετά την ανατολή του ηλίου, και προσκυνήσουν όλοι μαζί με μια ψυχή, ώστε να γίνουν άξιοι και αυτοί να δεχθούν τον αγιασμό, να ζητήσουν από το Άγιο Πνεύμα την καθοδήγηση και τη συμφέρουσα διδασκαλία, όπως λέει η αγία Γραφή:«Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο θεός, και πνεύμα ευθές αγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου, μη απορρίψης με από του προσώπου σου και το πνεύμα σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού· απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξον με» (ψαλμός 50, 12-14). Και σ’ άλλο χωρίο«Το Πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία» (ψαλμός 142,10). Και έτσι πάλι ξαναρχίζουμε την εργασία μας. Κι αν μερικοί απουσιάζουν κάπου μακριά λόγω της φύσεως ή του τόπου της εργασίας τους, οφείλουν απαραίτητα να τηρούν εκεί χωρίς διακρίσεις όσα από κοινού καθιερώθηκαν, γιατί όπως είπε ο Κύριος: «Όπου αν ώσι δύο ή τρείς συνηγμένοι, εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών»(Ματθαίος 18,20). 
Κατά την έκτη ώρα κρίναμε ότι είναι αναγκαία η προσευχή σύμφωνα με το παράδειγμα των αγίων που λένε: «Εσπέρας και πρωί και μεσημβρίας διηγήσομαι και απαγγελώ, και εισακούσεται της φωνής μου» (ψαλμός 54.18) ώστε «ρυσθήναι απο συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού (ψαλμός 90.6), αφού ψάλλω συγχρόνως και τον ενενηκοστό (90) ψαλμό.
 
Η ενάτη ώρα παραδόθηκε σε εμάς ως αναγκαία για την προσευχή από τους αποστόλους στις Πράξεις, οι οποίες αναφέρουν ότι ο Πέτρος και ο Ιωάννης ανέβαιναν στο ιερό την ενάτη ώρα της προσευχής.  Όταν δε τελειώσει η ημέρα, ευχαριστούμε το Θεό για όσα αγαθά μας έδωσε ή για όσα επιτύχαμε και εξομολογούμαστε τις παραλείψεις μας, κάθε παράπτωμα θεληματικό ή αθέλητο ή ακόμα και εν αγνοία, με λόγια ή με έργα ή και καρδιακά, για όλα αυτά εκζητούμε το έλεος του Θεού με την προσευχή. Γιατί η προσεκτική εξέταση και έρευνα των πράξεων του παρελθόντος μας ωφελεί πολύ, ώστε μην ξαναπέσουμε στα ίδια αμαρτήματα. Γι’ αυτό ο προφήτης Δαβίδ λέει: «α λέγετε εν ταις καρδίαις υμών, επί ταις κοίταις υμών κατανύγητε» (ψαλμός 4.5). 
 
Και πάλι, όταν αρχίζει η νύχτα, ζητούμε η ανάπαυση μας να είναι ήρεμη και ελεύθερη από φανταστικά γεγονότα και αυτή την ώρα απαγγέλουμε απαραίτητα τον ενενηκοστό ψαλμό. Ο απόστολος Παύλος και Σίλας μας παρέδωσαν ότι και τα μεσάνυχτα είναι αναγκαία για προσευχή, όπως διηγούνται οι πράξεις των αποστόλων «Κατά δε το μεσονύκτιον Παύλος και Σίλας υμνούν τον Θεό» (Πράξεις 16.25). Και ο ψαλμωδός λέει: «Μεσονύκτιον εξεγειρόμην του εξομολογείσθε σοι επι τα κρίματα της δικαιοσύνης σου». 
 
Και πάλι πρέπει να σηκωνόμαστε για την προσευχή του όρθρου, ώστε να μη μας βρει η ημέρα να κοιμόμαστε στο κρεβάτι, σύμφωνα και πάλι με τα λόγια του Δαβίδ: «Προέφθασαν οι οφθαλμοί μου προς όρθον του μελετάν τα λόγια σου» (ψαλμός 118. 62). 
Κανείς από τους ανωτέρω καιρούς δεν πρέπει να παραβλέπεται από εκείνους που διάλεξαν να ζουν προσεκτικά προς δόξα του Θεού και του Χριστού του. Σκέπτομαι δε, ότι η διαφορά και ποικιλία στις προσευχές και στις ψαλμωδίες κατά τις ορισμένες ώρες χρησιμεύει και στο εξής,όταν υπάρχει μονοτονία, πολλές φορές η ψυχή αμελεί και αποσταθεροποιείται, ενώ με την εναλλαγή και την ποικιλία της ψαλμωδίας και με τα αναγνώσματα κάθε ώρας ανανεώνεται η επιθυμία της ψυχής και η νηφαλιότητα της».

Ο Μ. Βασίλειος περί των μοναστηριακών προσευχών. Από το ασκητικό του έργο «Όροι κατά πλάτος», ερώτηση ΛΖ 3-5. Χρήσιμες συμβουλές και για μας.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...