Sunday 13 October 2013

ST.GREGORY OF SINAI - On the Different Kinds of Energy

 ST.GREGORY OF SINAI

In every beginner two forms of energy are at work, each affecting the heart in a distinct way. The first comes from grace, the second from delusion. St. Mark the Ascetic corroborates this when he says that there is a spiritual energy and a satanic energy, and that the beginner cannot distinguish between them. These energies in their turn generate three kinds of fervor, the first prompted by grace, the second by delusion or sin, and the third by an excess of blood. This last relates to what St. Thalassios the Libyan calls the body's temperament, the balance and concord of which can be achieved by appropriate self-control.

ON DIVINE ENERGY

-- The energy of grace is the power of spiritual fire that fills the heart with joy and gladness, warms and purifies the soul, temporarily stills our provocative thoughts, and for a time suspends the body's impulsions. The signs and fruits that testify to its authenticity are tears, contrition, humility, self-control, silence, patience, self-effacement and similar qualities, all of which constitute undeniable evidence of its presence.


ON DELUSION


-- The energy of delusion is the passion for sin, inflaming the soul with thoughts of sensual pleasure and arousing phrenetic desire in the body for intercourse with other bodies. According to St. Diadochos it is entirely amorphous and disordered, inducing a mindless joy, presumption and confusion, accompanied by a mood of ill-defined sterile levity, and fomenting above all the soul's appetitive power with its sensuality. It nourishes itself on pleasure, aided and abetted by the insatiable belly; for through the belly it not only impregnates and enkindles our whole bodily temperament but also acts upon and inflames the soul, drawing it to itself so that little by little the disposition to self-indulgence expels all grace from the person thus possessed.

from The Philokalia: Volume IV, edited and translated by G. E. H. Palmer, Philip Sherrard, and Bishop Kallistos Ware, (London: Faber and Faber, 1995), pp. 261 - 262.

ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ


Τα «απότομα» προκαλούν επικίνδυνους κραδασμούς. Αν βρεθεί κανείς από ένα πολύ παλιό ζεστό δωμάτιο έξω σε παγωνιά, υπάρχει περίπτωση να κρυολογήσει ή να αρπάξει καμιά πνευμονία.
Και στον πνευματικό χώρο οι απότομες αλλαγές είναι δύσκολες. Δεν μπορεί να γίνει κανείς μέσα σε μια στιγμή άγιος.
Όλα χρειάζονται χρόνο, κόπο, μέθοδο, αγωνία.
Κάποτε, ένας μοναχός πέφτει σε κάποιο σοβαρό σαρκικό αμάρτημα. Αμέσως θλίψη τον πνίγει, απελπισία ροκανίζει την ύπαρξή του. Σταματά τον «κανόνα» του και συλλογίζεται τί να κάνει.
- Ω! Χριστέ μου, φώτισέ με!
- Πηγαίνει στον γέροντά του, ανοίγει την καρδιά του. Φανερώνει όλη τη λύπη, την απελπισία που σφίγγει το είναι του , σα φοβερή μέγγενη!
Ο γέροντας του αναφέρει την παρακάτω διήγηση:
Μια φορά ένας γεωργός έχει ένα απόμακρο περιβόλι. ¨Όσο το περιποιείται, αυτό δίνει αρκετά προϊόντα. Επειδή όμως βρίσκεται αρκετά μακρυά από το χωριό, συχνά το παραμελεί. Έτσι το χωράφι σιγά-σιγά γεμίζει αγκάθια, άγρια βάτα, διάφορα αγριοχόρταρα.
Μια μέρα φωνάζει τον πρωτογυιό του:
- Παιδί μου, σε παρακαλώ, να πας να καθαρίσεις το περιβόλι μας, γιατί έχει γίνει αγνώριστο.
- Καλά, πατέρα, θα πάω!
Πρωί-πρωί ετοιμάζει τα σύνεργά του- (τσάπα, αξίνα, τσουγκράνα, φαγητό ) και με το γαϊδουράκι του φτάνει στο «χερσωμένο» χωράφι. Μόλις τ’ αντικρύζει, τα χάνει! Ζαλίζεται, απελπίζεται τέλεια.
- Χριστός και Παναγιά! Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω; Τι να κάνω; Το χωράφι δεν καθαρίζεται με τίποτε, συλλογίζεται. Πηγαίνει σε μιαν αχυροκαλύβα και ξαπλώνει. Η ώρα περνά, σαν νερό. Ο νεαρός εξακολουθεί να κοιμάται.
Η απελπισία ναρκώνει κάθε δύναμή του.
Βραδυάζει, επιστρέφει στο χωριό άπρακτος.
- Τι έγινε παιδί μου; Καθάρισες καθόλου το χωράφι;
- Καθόλου, πατέρα, δεν έκαμα τίποτε!
- Γιατί, παλληκάρι μου;
- Απελπίστηκα. Είδα πολλά βάτα, σχοίνα, αγριόχορτα. Δεν ήξερα τι να κάνω!
- Και τι έκανες όλη τη μέρα;
- Κοιμόμουνα!
- Καλά δεν ντρέπεσαι το μπόι σου; Κρίμα και σε είχα έξυπνο! Αύριο θα πας και θα καθαρίσεις μονάχα λίγο μέρος , να, όσο το μπόι σου! Καθάρισε το και ξάπλωσε έπειτα όλη τη μέρα.
Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, ο γυιός ξεκινά πάλι για το περιβόλι. Πριν ανατείλει ο ήλιος φτάνει. Αρπάζει το ξινάρι και τραβά στην άκρη μερικά χόρτα. Σε δέκα λεπτά έχει καθαρίσει διπλάσιο χώρο από το μπόι του!
Οι αρχαίοι έλεγαν: «Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός». Ο γιος συνεχίζει τώρα να εργάζεται μ’ όρεξη και σβελτάδα.
Η απελπισία τώρα έχει εξαφανιστεί από την καρδιά του. Τρία … πέντε.. δέκα μέτρα!
Το βράδυ χαρούμενος επιστρέφει στο χωριό και φωνάζει:
- Πατέρα, πατέρα!
- Τι τρέχει , παιδί μου;
- Καθάρισα δέκα μέτρα! Σε λίγες μέρες θα ‘χω τελειώσει.
Είδες που στα ‘λεγα;
Η απελπισία παιδί μου κατατρώγει κάθε προσπάθεια, σαν ύπουλο σκουλήκι!
Πραγματικά το περιβόλι σε μερικές μέρες γίνεται πεντακάθαρο!
Ο γέροντας , σταματά λίγο:
- Κατάλαβες, παιδί μου, τι θέλω να πω;
- Κατάλαβα, γέροντα! Πρέπει ν’ αρχίσω να καθαρίζω την ψυχή μου. Μα από πού ν’ αρχίσω;
- Μα έχεις ήδη αρχίσει παιδί μου.
Η εξομολόγηση είναι η ευλογημένη αρχή. Ο Θεός την χαρίζει. Είναι δώρο θεόσταλτο.
Τώρα πρέπει να «κινήσεις» και συ την χείρα σου.
- Μάλιστα! Τι πρέπει να κάνω;
- Άρχισε πάλι τον μοναχικό σου κανόνα! Λέγε συνέχεια «Κύριε ελέησόν με», και ετοιμάσου να ..κοινωνήσεις.
Αστραποβολούν τα μάτια του αμαρτωλού.
- Να κοινωνήσω; Εγώ ο τρισάθλιος;
- Ναι, παιδί μου. Σύντομα θα κοινωνήσεις.
- Ξέρεις τι σου χρειάζεται, παιδί μου τώρα. Να σκοτώσεις το δαίμονα της απελπισίας.
- Δηλαδή μπορώ να ξαναγίνω και εγώ δόκιμος μοναχός;
- Βεβαιότατα παιδί μου! Όπως σε βλέπω και με βλέπεις.
Ο νεαρός γρήγορα-γρήγορα σκύβει και φιλά τα πόδια του γέροντα.
- Σ’ ευχαριστώ γέροντα, από τα βάθη της ψυχής μου! Μου χαρίσατε τον ουρανό!
Όταν η ελπίδα τρυπώνει στην καρδιά, όλα γίνονται λαμπρά, φωτεινά, ουράνια, παραδεισένια!

Από το βιβλίο: «ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΟΜΙΛΙΑ ΕΚΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ»
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΓΟΝΤΖΑΣ,ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΩΦΕΛΙΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ, ΤΕΥΧΟΣ 7ον
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...