Monday 8 September 2014

Γεμάτη κούπα....


Ένας πολυάσχολος άνθρωπος του καιρού μας , αποφάσισε κάποτε να επισκεφθεί έναν σοφό ερημίτη. Ήθελε να ηρεμήσει λίγο από το άγχος που τον βασάνιζε. Και να ζητήσει τις συμβουλές του γέροντα.Τον συνάντησε σε μια φτωχική καλύβα. - Καλημέρα , είπε χαιρετώντας τον ερημίτη. Ξέρετε , έκανα πολύ δρόμο για να έλθω εδώ . . . - Κάθισε , τον διέκοψε ο γέροντας. Άσε με να σου βάλω λίγο τσάι . - Έχω περάσει πολλά χρόνια σπουδάζοντας σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού . . . , άρχισε να αυτοσυστήνεται ο επισκέπτης. - Ας πιούμε πρώτα λίγο τσάι , επέμεινε ο γέροντας. - Τώρα διευθύνω μια μεγάλη επιχείρηση . . . , συνέχισε να περιαυτολογεί ο ξένος. - Πιστεύω ότι το τσάι θα σας αρέσει πολύ , είπε ο ερημίτης συνεχίζοντας να γεμίζει την κούπα του επισκέπτη του. - Μα εσείς την ξεχειλύσατε , πάτερ· το τσάι χύνεται απ`έξω ! παρατήρησε ενοχλημένος ο ξένος. - Κι εσύ μοιάζεις μ`αυτήν την ξεχειλισμένη κούπα ! απάντησε τότε ο σοφός γέροντας. Αν δεν αδειάσεις έστω λίγα από αυτά που κουβαλάς , πώς θα αφήσεις να στάξει μέσα σου κάτι από τα λίγα πράγματα πού ξέρω.
 
Πηγή: dkaravasilis.gr

Π ρ ο ο ρ ι σ μ ὸ ς ἢ ἐ λ ε υ θ ε ρ ί α;


 π.   Δ η μ η τ ρ ί ο υ   Μ π ό κ ο υ
Ἡ Γέν­νη­ση τῆς Πα­να­γί­ας (ἑ­ορ­τὴ 8ης Σε­πτεμ­βρί­ου), ἔ­δω­σε τὸ ἔ­ναυ­σμα γιὰ τὴν ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση τοῦ σχε­δί­ου τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας, τῆς προ­αι­ώ­νιας δηλ. βου­λῆς τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ τοῦ κό­σμου ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α, τὴ φθο­ρὰ καὶ τὸν θά­να­το, ποὺ εἶ­χε προ­κα­λέ­σει ἡ πτώ­ση τῶν Πρω­το­πλά­στων.
Τὸ κεν­τρι­κὸ γε­γο­νὸς τοῦ σχε­δί­ου αὐ­τοῦ ἦ­ταν ἡ ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ Χρι­στοῦ, γιὰ τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῆς ὁ­ποί­ας χρει­α­ζό­ταν ἡ συ­νερ­γα­σί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Μο­να­δι­κὸς ἄν­θρω­πος, κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν κα­τάλ­λη­λος γιὰ τὸν σκο­πὸ αὐ­τὸ ἀ­νά­με­σα στὶς ἀν­θρώ­πι­νες γε­νι­ὲς ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων, θε­ω­ρή­θη­κε ἡ Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ γέν­νη­σή της, ὡς γε­γο­νὸς παγ­κό­σμιας ση­μα­σί­ας, «χα­ρὰν ἐ­μή­νυ­σε πά­σῃ τῇ οἰ­κου­μέ­νῃ». Ἡ Πα­να­γί­α ἔ­γι­νε ἡ «παγ­κό­σμιος χα­ρά».
Μὲ ἰ­δι­αί­τε­ρα θρι­αμ­βι­κοὺς καὶ χαρ­μό­συ­νους τό­νους οἱ ὕ­μνοι τῆς ἑ­ορ­τῆς μι­λοῦν γι’ αὐ­τὸν τὸν εἰ­δι­κὸ προ­ο­ρι­σμὸ καὶ τὴν προ­αι­ώ­νια ἐ­πι­λο­γὴ τῆς Παρ­θέ­νου ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Εἶ­ναι ἡ «προ­ε­κλε­χθεῖ­σα ἐκ πα­σῶν τῶν γε­νε­ῶν»» καὶ ἡ «προο­ρι­σθεῖ­σα ἀ­πὸ γε­νε­ῶν ἀρ­χαί­ων» νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σει τὴ Θεί­α Οἰ­κο­νο­μί­α, νὰ γί­νει μη­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ, δο­χεῖ­ο καὶ κα­τοι­κη­τή­ριό του.
Στὸ πρό­σω­πό της ἐ­φαρ­μό­ζε­ται κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν ὁ λό­γος τοῦ ἀ­πο­στ. Παύ­λου: «Ἐ­κεί­νους ποὺ προ­ε­γνώ­ρι­σε, αὐ­τοὺς καὶ προ­ώ­ρι­σε νὰ γί­νουν σύμ­μορ­φοι (=ἴ­διοι) πρὸς τὴν εἰ­κό­να τοῦ Υἱ­οῦ του, …ἐ­κεί­νους δὲ ποὺ προ­ώ­ρι­σε, αὐ­τοὺς καὶ ἐ­κά­λε­σε, καὶ ἐ­κεί­νους ποὺ ἐ­κά­λε­σε, αὐ­τοὺς καὶ ἐ­δι­καί­ω­σε, ἐ­κεί­νους δὲ ποὺ ἐ­δι­καί­ω­σε, αὐ­τοὺς καὶ ἐ­δό­ξα­σε» (Ρωμ. 8, 29-30. Βλ. καὶ  κεφ. 9). 
Ἡ πα­ρα­νό­η­ση τῶν λό­γων αὐ­τῶν ἔ­δω­σε ἀ­φορ­μὴ νὰ ἀ­να­πτυ­χθεῖ μιὰ ἐν­τε­λῶς πα­ρά­λο­γη δι­δα­σκα­λί­α. Ὅ­τι δη­λα­δὴ ὁ Θε­ός, γιὰ δι­κούς του α­νε­ξε­ρεύ­νη­τους λό­γους, δι­α­λέ­γει καὶ προ­ο­ρί­ζει ἐξ ἀρ­χῆς αὐ­τοὺς ποὺ πρό­κει­ται νὰ σω­θοῦν καὶ αὐ­τούς ποὺ πρό­κει­ται νὰ κο­λα­σθοῦν. Ἂν ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει προ­ο­ρι­σθεῖ γιὰ σω­τη­ρί­α, ὅ­σες ἁ­μαρ­τί­ες κι ἂν κά­νει, δὲν πρό­κει­ται νὰ χα­θεῖ. Καὶ ἀν­τι­στρό­φως, ἂν εἶ­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νος γιὰ τὴν ἀ­πώ­λεια, ὅ­σες ἀ­ρε­τὲς κι ἂν ἀ­πο­κτή­σει, δὲν ὑ­πάρ­χει πε­ρί­πτω­ση νὰ σω­θεῖ.
Μιὰ ἀ­με­τά­κλη­τη δη­λα­δὴ εἱ­μαρ­μέ­νη προ­κα­θο­ρί­ζει τὴν πο­ρεί­α καὶ τὴν κα­τά­λη­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­ρή­μην τῆς θε­λή­σε­ώς του. Εἶ­ναι ἡ πε­ρι­βό­η­τη θεωρία πε­ρὶ τοῦ «ἀ­πο­λύ­του προ­ο­ρι­σμοῦ», ποὺ ἀναπτύχθηκε κυρίως ἀπὸ τὴ δυτικὴ Χριστιανοσύνη.
Ἡ ὄν­τως ἀ­πάν­θρω­πη ὅ­μως αὐ­τὴ θε­ω­ρί­α ἔρ­χε­ται σὲ ὀ­ξεῖ­α ἀν­τί­θε­ση μὲ δυ­ὸ κα­τα­λυ­τι­κὰ γε­γο­νό­τα: α) τὴν ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ καὶ β) τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που.
α. Ὁ Θε­ὸς δὲν θέ­λει πο­τὲ τὸν θά­να­το τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ, ἀλ­λὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φή του, ὥ­στε νὰ ἔ­χει (αἰ­ώ­νια) ζω­ὴ (Ἱ­εζ. 33, 11). Εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ θέ­λει νὰ σω­θοῦν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι (ὄ­χι μό­νο μιὰ με­ρί­δα ἐ­κλε­κτῶν) «καὶ εἰς ἐ­πί­γνω­σιν ἀ­λη­θεί­ας ἐλ­θεῖν» (Α΄ Τιμ.2, 4). Μᾶς ἀ­γά­πη­σε τό­σο πο­λύ, «ὥ­στε τὸν Υἱ­ὸν αὐ­τοῦ τὸν μο­νο­γε­νῆ ἔ­δω­κεν, ἵ­να πᾶς ὁ πι­στεύ­ων εἰς αὐ­τὸν μὴ ἀ­πό­λη­ται, ἀλ­λ’ ἔ­χει ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον» (Ἰ­ω. 3, 16). Εἶ­ναι «τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νόν», τὸ ὁ­ποῖ­ο «φω­τί­ζει (ὄ­χι μιὰ ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α εὐ­σε­βῶν, ἀλ­λὰ) πάν­τα ἄν­θρω­πον ἐρ­χό­με­νον εἰς τὸν κό­σμον» (Ἰ­ω. 1, 9). Μᾶς ἔ­πλα­σε κι­νού­με­νος ἀ­πο­κλει­στι­κὰ ἀ­πὸ ἀ­γά­πη. Γιὰ νὰ συμ­με­τά­σχου­με κι ἐ­μεῖς στὸν πλοῦ­το τῆς δι­κῆς του ζω­ῆς.
β. Ἀλ­λ’ αὐ­τὸ θέ­λει νὰ γί­νε­ται μὲ δι­κή μας ἐ­λεύ­θε­ρη ἐ­πι­λο­γή. Ὅ­σοι τὸν δέ­χον­ται μὲ δι­κή τους θέ­λη­ση, ἀ­ξι­ώ­νον­ται νὰ γί­νουν «τέ­κνα Θε­οῦ» (Ἰ­ω. 1, 12). Δὲν θέ­λει ὄν­τα δου­λι­κὰ κον­τά του. Γι’ αὐ­τὸ καὶ «δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τε τὸ πιὸ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸ 


σ’ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ σύμ­παν ἀ­πὸ τὶς συ­νει­δη­τὲς πρά­ξεις ἐ­πι­λο­γῆς, ποὺ γί­νον­ται ἀ­πὸ πρό­σω­πα προι­κι­σμέ­να μὲ λό­γο καὶ συ­νεί­δη­ση» (Καλ­λί­στου Ware, Ἡ ἐν­τὸς ἡ­μῶν Βα­σι­λεί­α, ἐκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, σ. 54).
Ἔ­τσι ὁ Θε­ὸς δὲν ἔ­κα­με τὸν ἄν­θρω­πο οὔ­τε θνη­τὸ οὔ­τε ἀ­θά­να­το. «Τὴ ζω­ὴ καὶ τὸν θά­να­το ἔ­βα­λα μπρο­στά σας», λέ­ει. Καὶ μᾶς συμ­βου­λεύ­ει (χω­ρὶς νὰ ἀ­ναγ­κά­ζει): «Δι­α­λέξ­τε τὴ ζω­ὴ» (Δευτ. 30, 19). «“Αὐ­τὸς ἐξ ἀρ­χῆς ἐ­ποί­η­σεν ἄν­θρω­πον” καὶ τὸν ἄ­φη­σε στὴν ἐ­λεύ­θε­ρη δι­ά­θε­σή του… Ἐ­νώ­πιόν σου το­πο­θέ­τη­σε φω­τιὰ καὶ νε­ρό: ὅ­που θέ­λεις μπο­ρεῖς νὰ ἁ­πλώ­σεις τὸ χέ­ρι σου. Ἐ­νώ­πιον τῶν ἀν­θρώ­πων ὑ­πάρ­χει ἡ ζω­ὴ καὶ ὁ θά­να­τος. Ὅ,τι θε­λή­σει καὶ προ­τι­μή­σει ὁ κα­θέ­νας, αὐ­τὸ θὰ τοῦ δο­θεῖ» (Σοφ. Σει­ράχ, 15, 14-17).
Ἡ σω­τη­ρί­α λοι­πὸν καὶ ἡ ἀ­πώ­λεια ἐ­ξαρ­τῶν­ται ἀ­πὸ μᾶς. Στὴν ἐ­λεύ­θε­ρη ἐ­πι­λο­γὴ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας ἔρ­χε­ται βέ­βαι­α ἀ­ρω­γὸς καὶ ἡ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Καὶ μό­νο ὅ­ταν ὑ­πάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα ἐ­λεύ­θε­ρης ἐ­πι­λο­γῆς (αὐ­τε­ξού­σιο), εἴ­μα­στε ὑ­πεύ­θυ­νοι γιὰ τὶς πρά­ξεις μας. Ἀ­ξι­έ­παι­νοι γιὰ τὶς κα­λές, κα­τα­κρι­τέ­οι γιὰ τὶς κα­κές. Ἀλ­λι­ῶς, δὲν θὰ ἦ­ταν δυ­να­τὸν νὰ μᾶς ζη­τη­θοῦν εὐ­θύ­νες, νὰ κρι­θοῦ­με ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.
γ. Ὁ Θε­ὸς τώ­ρα, προ­γνω­ρί­ζον­τας τὴν πο­ρεί­α μας, κα­νο­νί­ζει τοὺς ρό­λους ποὺ ται­ριά­ζουν στὸν κα­θέ­να μας (=προ­ο­ρί­ζει). Προ­γνω­ρί­ζει ποι­οὶ θὰ κά­μουν κα­λὴ χρή­ση τοῦ αὐ­τε­ξου­σί­ου καὶ τοὺς κα­λεῖ σὲ ρό­λους ποὺ ὑ­πη­ρε­τοῦν τὸ κα­λό. Προ­ο­ρι­σμὸς θε­ω­ρεῖ­ται αὐ­τὸ τὸ ἀ­γα­θὸ καὶ ἀ­με­τά­θε­το θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ποὺ φα­νε­ρώ­νε­ται σὲ ὅ­σους προ­βλέ­πει ὅ­τι θὰ ἀν­τα­πο­κρι­θοῦν ἄ­ξια στὴν κλή­ση ποὺ τοὺς ἀ­πευ­θύ­νει. Καὶ πά­λι, ὡς δί­και­ος, ἔ­χει ἤ­δη κα­τα­κρί­νει καὶ προ­δι­κά­σει ὅ­σους (κα­τὰ τὴν πρό­γνω­σή του) θὰ κά­μουν κα­κὴ χρή­ση τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τους. Πα­ρελ­θὸν καὶ μέλ­λον δὲν ὑ­πάρ­χουν γιὰ τὸν Θε­ό. Τὰ πάν­τα, «γυ­μνὰ καὶ τε­τρα­χη­λι­σμέ­να», συ­νω­θοῦν­ται σὲ ἕ­να δια­ρκὲς πα­ρὸν ἐ­νώ­πιόν του. 
δ. Ἡ πρό­γνω­ση ὅ­μως τοῦ Θε­οῦ δὲν ση­μαί­νει κα­τάρ­γη­ση τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας μας. Δὲν θὰ κά­νου­με μὲ ἐ­ξα­ναγ­κα­σμὸ κά­τι, πα­ρὰ τὴ θέ­λη­σή μας, μό­νο καὶ μό­νο ἐ­πει­δὴ τὸ προ­γνω­ρί­ζει ὁ Θε­ός, ἀλ­λὰ τὸ προ­γνω­ρί­ζει ὁ Θε­ός, ἐ­πει­δὴ θὰ τὸ κά­νου­με ἐ­μεῖς. Ἡ πρό­γνω­σή του προ­κα­θο­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὶς πρά­ξεις μας καὶ ὄ­χι οἱ πρά­ξεις μας ἀ­πὸ τὴν πρό­γνω­σή του.
Καὶ ἡ Πα­να­γί­α, μὲ κα­θα­ρὰ δι­κή της ἐ­λεύ­θε­ρη ἐ­πι­λο­γή, μὲ κα­λὴ χρή­ση τοῦ αὐ­τε­ξου­σί­ου της, ἁ­γι­ά­σθη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λο δη­μι­ούρ­γη­μα. Ἔ­γι­νε ἔ­τσι ἄ­ξια νὰ τὴν προ­ο­ρί­σει ὁ Θε­ὸς νὰ γί­νει ἡ μη­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, χω­ρὶς αὐ­τὸ νὰ κα­ταρ­γεῖ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α της. Ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος τὴ στιγ­μὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ «δὲν τὴν πλη­ρο­φο­ρεῖ ἁ­πλῶς γιὰ τὰ σχέ­δια τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ πε­ρι­μέ­νει τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη καὶ ἐ­θε­λού­σια ἀ­πάν­τη­σή της… Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­χε ἀρ­νη­θεῖ. Ὁ Θε­ὸς παίρ­νει τὴν πρω­το­βου­λί­α, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἀ­πα­ραί­τη­τη καὶ ἡ αὐ­τό­βου­λη συ­νερ­γα­σί­α τῆς Πα­να­γί­ας, ποὺ δὲν εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἕ­να πα­θη­τι­κὸ ἐρ­γα­λεῖ­ο, ἀλ­λὰ γί­νε­ται ἕ­νας ἐ­νερ­γὸς συμ­μέ­το­χος στὸ λυ­τρω­τι­κὸ ἔρ­γο» (Κάλ­λι­στος Ware, ὅ. π.).
Εἶ­ναι δι­κό της τὸ κα­τόρ­θω­μα αὐ­τό, μο­να­δι­κό, καὶ τῆς ἀ­ξί­ζει κά­θε ἔ­παι­νος. Μὲ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τὸ ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με, τὴν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με «ἐκ βα­θέ­ων» γιὰ τὴ στά­ση της, καὶ ὅ­λες οἱ γε­νι­ὲς «ἕ­ως αἰ­ῶ­νος», ἀ­κού­ρα­στα, «τὴν ὄν­τως Θε­ο­τό­κον με­γα­λύ­νο­μεν».
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 374, Σε­πτ. 2014 - ἐ­πηυ­ξη­μέ­νη ἔκ­δο­ση) 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...