Monday, 22 September 2014

Ο τσομπάνος που πήγε στον Παράδεισο!(Διδακτική ιστορία)



.....Αυτός ό τσοµπάνος, πού πήγε στόν Παράδεισο, τόν λέγανε Μαυρογένη, γιατί είχε µαύρα γένια καί ζούσε µέ τήν γυναίκα του απ' τόν κόσµο µακρυά, µέ τά ζωντανά του καί δέν κατέβαινε στό χωριό, παρά µονάχα γιά νά πουλήση τά τυριά του καί νά ψουνίση τά χρειαζούµενα, ξεκίνησε νά λέη ό Προκόπης.
Μιάν ήµέρα τό λοιπόν, όπου βρέθτικε στό χωριό γιά τίς δουλειές του, πήγε νά άνάψη ενα κερί στήν εκκλτισιά, γιατί ήτανε θεοφοβούµενος καί καλής ψυχής άνθρωπος.Εκεί µιλούσεν ό παπάς στούς χωριανούς του καί τούς έλεγε τό κήρυγµα γιά τόν ίσιον δρόµο του Θεού, πού πάει όλόϊσια στόν Παράδεισον, αν δέν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά. Πρέπει νά τραβούµεν ίσια καί νά είµαστε συµπονετικοί γιά κάθε άνθρωπον, όταν εχει τήν ανάγκην µας. Νάµαστεν δηλαδή ψυχηκάρη δες καί νά έλεούµε, γιατί τό ίδιο κάνει καί ο Θεός καί έλεεί τόν κόσµον όλον γιά νά ζη καί νά πορεύεται. Κι όποιον δει πώς κάνει κι αυτός τό ίδιο, τόν συµπαθα πολύ καί τόν παίρνει στόν Παράδεισον, όπου είναι ή ζωή µεγαλείο άτελείωτον! "Ετσι τά έλεγεν ο παπάς κι ετσι πρέπει νά είναι, κατά τήν γνώµην µου. Ή Έκκλησία δέν λέγει ποτέ της ψέµατα καί γιατί νά τά πη, µαθές;

'Όλοι ακούγαµε τόν άπλοϊκόν τσοµπανο, πού µιλούσε µέ τόν δικό του παραστατικόν τρόπο καί κάθε λίγο σκούπιζε τά µουστάκια του, άγνωστον γιατί, καί δέν εδειχνε δυσκολία στό νά έκφραστή αυθόρµητα καί νά πη τήν πίστη του. Ό φίλος µου, πού είχε ένθουσιασθή, ρώτησε, συντοµεύοντας τήν µικρή παύση στήν διήγηση του Προκόπη:
- Καί µετά τί έγινε: Πως πήγε στόν Παράδεισον;
- 'Όταν γύρισε στό καλύβι του, τό είπε στήν γυναίκα του χαρούµενος αυτό τό ευχάριστο µαντάτο καί της είπε πώς θά πάει τήν άλλη µέρα νά συναντήση τόν Θεό. 'Ετσι κι έγινε.
Τήν άλλη µέρα πηρε ψωµοτύρι µαζί του, χαιρέτισε τήν κυρά του καί ξεκίνησε γιά τόν Παράδεισο. Πήρε τόν ίσιον δρόµο καί προχωρούσε ανάµεσα στά χωράφια, χωρίς νά στρίβη δεξιά τι αριστερά, όπως είπεν ο παπάς καί τό βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο καί συνέχισε τήν άλλη µέρα τόν ίσιο δρόµο γιά τόν Παράδεισο.
'Εφαγε καί τό ψωµοτύρι, που είχε µαζί του καί συνέχισε καί τήν τρίτη µέρα καί τήν τέταρτη. Τό ένα βουνό ανέβαινε, τό άλλο κατέβαινε. Τήν πέµπτη µέρα πεί νασε πολύ καί σκέφτηκε τί νά κάνη καί που νά βρη τροφή. Κι όταν άνέβηκε τό βουνό, πού ηταν µπροστά του, είδε στήν απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι. 'Έσυρε λοιπόν καί πήγε. Χτύπησε τήν πόρτα καί ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς τό Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στόν δρόµο του. Τόν βάλανε λοιπόν µέσα στήν εκκλησιά του Μοναστηριού νά περιµένη, ώσπου νά του φέρουνε τίποτε φαγώσιµο. Κι έβλεπε ολόγυρα τίς εικόνες καί τίς θαύµαζε, όλες του φαινότανε ζωντανές, όλοζώντανες. Μόνο, πού δεν µιλούσανε. Κι όντας έστρεψε τό µάτι του καί εΙδε στόν σταυρό σταυρωµένον κι όλόγυµνο καί µατωµένον τόν Χριστό, άναφώνησε:

-' Ωχου, τό παλληκάρι, τό λαβώσανε οί άτιµοι! 'Ωχου καί τόν έχουν κρεµασµένον ακόµα!
- Τήν ίδια στιγµή, ένας καλόγερος του εφερε λίγα φαγώσιµα, τάβαλε πάνω στον πάγκο καί τούπε νά φάη, συνέχισε ο Προκόπης.Ό καλόγερος όµως µπαίνοντας τόν άκουσε, πού µιλούσε στόν σταυρωµένον καί τόν ρώτησε:
Μιλούσες µέ κανέναν, άδερφέ; Ό Μαυρογένης, πού υποψιάστηκε τόν καλόγερον, πώς είναι απ' αύτούς, πού τόν σταυρώσανε, δέν είπε τίποτα. Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε στόν σταυρωµένον:
- 'Έ, παλληκάρι! Μπορείς νά κατεβη; από κεί πάνω, νά 'ρθης νά φαµε µαζί αυτά, πού µου φέρανε; Θές νά 'ρθώ νά σέ κατεβάσω εγώ;
- 'Οχι. Μπορώ καί µόνος µου νά κατέβω. 'Ερχοµαι.
- Κατέβηκε τό λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε ο Προκόπης τήν άφήγησή του, καθησε στον πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µέ τόν τσοµπάνο. 'Εκείνος τούπε νά τόν πάρη µαζί του, τώρα πού πάει νά συναντήσει τόν Θεό.
Θέλεις νά σέ πάρω κι εσένα; Ό Θεός είναι καλός καί θά σε λυπηθή καί θά σέ βάλη καί σένα στόν Παράδεισο. 'Εγώ γι' αυτό πάω στόν Θεό. 'Ερχεοαι µαζί µου; Δέν πρόλαβε δµως ο Σταυρωµένος ν' άποκριθή, γιατί ακούστηκε νά ερχεται ο καλόγερος. Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε γρήγορα πάνω στόν σταυρό κι έµεινε µέ ανοιγµένα χέρια.
Καί ο καλόγερος ρώτησε τόν τσοµπάνο:
- Τώρα µή µου πης πώς δέν µίλαγες µέ κανέναν. Σ' ακουσα µέ τά ίδια µου τ' αυτιά. Λέγε µέ ποιόν µιλούσες;
- Ό Μαυρογένης φοβήθηκε στήν αρχή, δίστασε καί στό τέλος είπε στόν καλόγερο πώς μιλούσε μέ τό κρεμασμένο αυτό παλληκάρι, πού τό λυπήθηκε καί τό κάλεσε νά φάνε μαζί τό βρισκάμενο. Καί είπε στόν καλόγερο:
- Μή μέ μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε, αλλά θέλω νά πάω στόν Παράδεισο καί ό παπάς του χωριού μας είπε νά πάρουμε τόν ίσιο δρόμο καί νά είμαστε ψυχοπονιάρηδα;
Κατάλαβες; Τό λυπήθηκα λοιπόν τό παλληκάρι καί τό κάλεσα νά πάρη κι αυτό μιά μπουκιά ψωμί. Κακό εκανα;
- 'Οχι, όχι, καλά εκανες καί πάντα νά συμπονας τούς άναγκεμένους, αποκρίθηκε κατάπληκτος ό καλόγερος μέ τά όσα του είπε ό τσομπανος. Κι ετρεξε καί τά φανέρωσε όλα στόν Ήγούμενό του.
'Ύστερα, λέγει η ιστορία, φτάσανε όλοι οί καλόγεροι μέ τόν Ήγούμενο στήν εκκλησιά καί βάλανε μετάνοια στόν τσομπανο, πού έφαγε μαζί με τόν Σταυρωμένο Χριστό καί τόν παρακαλέσανε νά πει καμμιά καλή κουβέντα καί γι' αύτούς, όταν συναντήσει τόν Θεό.
- Άμα τόν δω τόν Θεό, θά του πω καί γιά σας, αλλά γιατί τό κρατατε σταυρωμένο τό παλληκάρι; Τί σας εκανε; Κατεβάστε το νά φάη καί νά ντυθη, πού είναι όλόγυμνος καί πληγωμένος. Κι αν δέν τόν θέλετε έσεις εδώ, τόν παίρνω εγώ μαζί μου. 

- Έκείνοι κοκκαλώσανε απ' τήν καλωσύνη καί τήν αθωότητα τοϋ Μαυρογένη καί, άφού του δώσανε όλα τα χρειαζούμενα, τόν συνόδεψαν κάμποσο στόν ίσιο δρόμο. πού ακολουθούσε κι όταν έκείνος απομακρύνθηκε, τόν βλέπανε πού δέν πάταγε στήν γη, αλλά περπατούσε στόν αέρα μέχρι, πού χάθηκε απ' τά μάτια τους. 

Αυτός ό καλός άνθρωπος γιά μένα θά πήγε στόν Παράδεισο τό δίχως άλλο. Γιατί λυπότανε όλους τούς πονεμένους, όπως κάνει κι ό Θεός. Έγώ γράμματα δέν ξέρω γιά νά τά πώ πιο όμορφα, αλλά θυμάμαι τόν παππού μου τόν Χαραλάμπη, πού έλεγε πώς ό,τι κάνεις σ' αυτήν τήν ζωή τά ίδια θά σου κάνουνε κι εσένα στήν άλλη. Κι αυτό τό πιστεύω. Αυτή εναι n Ιστορία, πού άκουσα. 

Από το βιβλίο του Π.μ.Σωτήρχου«Οι εραστές του παραδείσου»εκδ.Αστήρ
http://www.proskynitis.blogspot.com/

«Ἡ ἰατρικὴ ἐν πνεύματι ἐπιστήμη». Παρουσίαση ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο(βίντεο)


«Ἡ ἰατρικὴ ἐν πνεύματι ἐπιστήμη» Παρουσίαση ἀπὸ τὸν συγγραφέα Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο στὴν ἐκπομπὴ «Ἐν λόγῳ ἀληθείας» τοῦ τηλεοπτικοῦ σταθμοῦ ΛΥΧΝΟΣ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν, μὲ τὸν Νικόλαο Μεσσαλᾶ.

Χριστιανική ζωή και χαρά!

 
ΕΡΩΤ: Ποια σχέση υπάρχει μεταξύ χριστιανισμού και χαράς;

π.Λίβυος: Ταυτόσημα νομίζω ότι είναι. Το ευαγγέλιο είναι η χαρά που έφερε η ανάσταση. Είναι αυτό που λέει ο Χριστός ότι τη χαρά που σας έφερα δεν πρόκειται κανείς να σας την πάρει.
Η χαρά και η ειρήνη είναι ταυτόσημα της παρουσίας του Θεού. Ο γέροντας Αιμιλιανός λέει ότι εκεί που δεν υπάρχει χαρά, δεν υπάρχει ο Θεός.
Στις μέρες μας υπάρχει δυστυχώς μια παραχάραξη και μια παραμόρφωση του χριστιανικού μηνύματος και της χριστιανικής ζωής. Και πολλές φορές αυτή παρουσιάζεται στο προφίλ ενός ανθρώπου μελαγχολικού, μίζερου, εσωστρεφούς, που δεν γελάει, που δεν χαίρεται, που το σώμα του έχει μια ακινησία πτώματος, με μια δυσαρμονία στις κινήσεις του και σε όλη την ύπαρξή του. Αυτό δεν είναι χριστιανός. Αυτό δεν έχει αναφορά στον Χριστό.

Ο Θεός είναι χαρά, είναι ευλογία, είναι άνοιγμα, είναι πλάτυνση της ύπαρξης, είναι άνοιξη. Ανοίγει ο άνθρωπος, έρχεται η χαρά του Αγίου πνεύματος μέσα του. Τα βλέπει όλα λαμπρά και χαριτωμένα. Και ας είναι δύσκολα και ας είναι προβληματικά και ας είναι ταλαίπωρος. Αλλά χαίρεται που Κάποιος τον αγαπάει. Χαίρεται που Κάποιος δεν τον αφήνει να πάει στο μηδέν. Χαίρεται τη χαρά της αναστάσεως. Χωρίς να είναι όλα καλά στη ζωή του. Αυτή η ταύτιση του χριστιανού με τον κακομοίρη, του μίζερου, που όλα τα βλέπει αμαρτωλά, κακά και άσχημα, δεν έχει καμία σχέση με το Άγιο Πνεύμα αυτό το πράγμα.

Αν δούμε την εικόνα του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ θα αντικρίσουμε έναν άνθρωπο κυρτωμένο που το πρώτο πράγμα που θα έρθει στο μυαλό μας είναι ότι ο άνθρωπος αυτός υποφέρει. Κι όντως υπέφερε. Αλλά αν δούμε το πρόσωπό του, θα δούμε τη χαρά του Αγίου Πνεύματος. Έλαμπε, ήταν χαρούμενος. Και δεν ήταν ότι δεν υπέφερε. Δεν ήταν σε μία νιρβάνα ή είχε ξεφύγει από την κοινή ζωή των ανθρώπων. Είχε τα καθημερινά βάσανα που έχουν όλοι. Αλλά η χάρις του Θεού και η σχέση με τον Θεό τού έφερνε χαρά. Αυτός είναι ο χριστιανός.
Μία από τις μεγαλύτερες κατηγορίες απέναντι στον χριστιανισμό είναι ότι οι χριστιανοί έχουν χάσει τη χαρά. Για να βρούμε όμως τη χαρά του Κυρίου μας, πρέπει να ξεπεράσουμε πρώτα ψυχικές αγκυλώσεις και καθηλώσεις. Οι οποίες νομίζουμε ότι είναι πνευματική ζωή αλλά δεν είναι πνευματική ζωή αυτό το πράγμα. Είναι αρρώστια, δεν είναι πνευματικότητα και δεν έχουν σχέση με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ανεξαρτήτως αν εμείς τα βαφτίζουμε με πολύ ωραία ονόματα. Αυτά τα έχει πει πολύ σωστά και ωραία ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης. Ότι τις περισσότερες φορές βαπτίζουμε τις κακίες μας με αρετές. Δηλαδή παρουσιάζουμε δικά μας πάθη και αδυναμίες με τη μορφή αρετών. Μασκαρεύουμε τα πάθη μας. Μιλάμε για ταπείνωση, για εγκράτεια... Και πολλές φορές είναι μια μελαγχολία κι ένα τεράστιο ψυχολογικό μπέρδεμα.

Συνέντευξη της Σοφίας Χατζή
με τον π. Χαράλαμπο Παπαδόπουλο(Λίβυος),
εφημέριο στον ιερό ναό Αγίας Ειρήνης Πύργου στη νότια Κρήτη. 

π Ανδρέας Κονάνος- Όταν σε πληγώνουν χριστιανοί(Ομιλία)

Όταν σε πληγώνουν χριστιανοί

When Orthodox Theologians Theologize Like Protestants



Breaking the Unity of Theology

By His Eminence Metropolitan Hierotheos of Nafpaktos and Agiou Vlasiou

In our days there is much talk about so-called “post-patristic theology”. Whatever definition anyone gives to this phenomenon, one thing is certain, that it is a “theology” that alters Orthodox ecclesiastical theology and associates it with so-called “scientific” theology, which in many ways deconstructs all the basic principles of the theology of the Church.

Many theologians, through the use of logic, reflection and biblical study methods developed in Protestant lands, try to interpret the prophetic, apostolic and patristic texts through different methods to that which has been given by Orthodox theology. Here I will briefly comment on one aspect of this interpretation.

Professor Savvas Agourides, who is well known to all modern theologians, and whom I had as a professor in the interpretation of the New Testament at the Theological School of Thessaloniki, speaks of “attempts within biblical scholarly circles towards the breaking of the continuity of the unity of the biblical message with Ecclesiastical Tradition.”

What does this reality mean?

Protestant biblical scholars, whom some Orthodox biblical theologians admire and counterpoise with the Fathers of the Church, the latter of whom they do not consider scholars, support the view that there is a break in the teachings between the Prophets, Apostles and Fathers. Within this perspective they say that the Prophets of the Old Testament heard things about God, while the Apostles saw God. They distinguish between the Prophets prior to the Babylonian exile and the Prophets after the Babylonian exile. They write about protocanonical and deuterocanonical books of the Old Testament as well as about a First Isaiah, a Second Isaiah and a Third Isaiah. They distinguish between the Christ of History and the Christ of Faith. They also speak of the differences between the “schools” of Matthew the Evangelist, John the Evangelist and the Apostle Paul. They write about the alteration of the original ecclesiology of the Early Church by the Early Fathers, and many other things.

Students of our Theological Schools are taught these things by modern scholarly professors and then these theologians transfer them to the fullness of the Church unknowingly, either through religious education in schools, or through sermons, or in organized gatherings.

The teachings of the Church are in opposition to this mentality, because according to the theology of the Church there is no division or break between the theology of the Prophets, Apostles and Fathers, since they all had the same experience of God. The difference is that the Old Testament Prophets and the Righteous had an experience of the Pre-Incarnate Word while the Apostles in the New Testament and the Fathers had an experience of the Incarnate Word. Thus, there is the identity of experience, as we confess in the Synodikon of Orthodoxy: “As the Prophets have seen, as the Apostles taught, as the Church received, as the Teachers dogmatized….” Yet the saints throughout the ages expressed the revelatory experiences they had with the terms of their time. There is no other difference that exists.

“Post-patristic theologians”, who delude themselves into thinking they are doing science, are transferring into the Orthodox world the problems of the Protestants, who, because they rejected Tradition and the Fathers of the Church, examine and interpret biblical texts with their logical opinions, investigating the letter while the spirit of the Scriptural and Patristic texts eludes them. The question arises: Why do post-patristic theologians consciously or unconsciously break away from Orthodox teachings as they have been expressed by the Fathers? Why do they undermine Orthodox teachings, as found in the liturgical texts and the worship tradition of the Church, for the sake of scientific theology? Why do they break the unity of the Prophets, the Apostles and the Fathers? 

Source: Ekklesiastiki Paremvasi, “Διάσπαση τής ενότητας στήν Θεολογία”, August 2012. Translated by John Sanidopoulos.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...