Ο
αγιασμός του κόσμου και των ανθρωπίνων υπάρξεων που έγινε στον Ιορδάνη
ποταμό την στιγμή που βαπτίστηκε ο Χριστός, αποτελεί για μας μία ακόμη
πνευματική ευκαιρία να θυμηθούμε το νόημα και τον σκοπό της ζωής μας.
Άλλωστε, όλες οι εορτές της πίστης μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η
υπενθύμιση και η προτροπή για βίωση του κόσμου του Τριαδικού Θεού, όπως
αυτός φανερώθηκε χάρις στο Χριστό. Και αυτός ο κόσμος δεν μένει μόνο στο
παρελθόν. Γίνεται παρόν και μέλλον την ίδια στιγμή στη λειτουργική
παράδοση της πίστης μας. Κάθε φορά που τελούμε την θεία λειτουργία, με
την ευκαιρία της οποιασδήποτε εορτής, κάθε φορά που τελούμε τις ιερές
ακολουθίες, βλέπουμε και βιώνουμε αυτή την ταυτόχρονη χρονικά παρουσία
του Χριστού: εκείνον που είναι «ο ων, ο ην και ο ερχόμενος».
Η
Εκκλησία μας καλεί να ευχαριστήσουμε και να δοξολογήσουμε «το μέγεθος
της περί ημάς οικονομίας του Θεού» (Ιδιόμελο εις την προσκύνησιν του
Μεγάλου Αγιασμού της εορτής των Θεοφανείων). Σε όλη μας τη ζωή
καλούμαστε να παλέψουμε με το κακό. Η ελευθερία μας μάς οδηγεί στη
δυνατότητα της ζωής με το Θεό και της ζωής μακριά από το Θεό. Το κακό
φαντάζει πανίσχυρο, διότι χτυπά με τη δύναμη της επιθυμίας για εξουσία,
για ηδονή, για αυτορρύθμιση της ζωής. Φαντάζει πανίσχυρο διότι έχει την
δυνατότητα να πείθει τον άνθρωπο ότι δεν υπάρχει προσωποποιημένο, αλλά
έχει επιβληθεί από το θέλημα ενός αόρατου και ανύπαρκτου Θεού, ότι είναι
κατασκευασμένο από τις θρησκείες, οι οποίες δεν στηρίζονται στην
λογική, την επιστήμη, τις αισθήσεις, αλλά στο ανορθολογικό της
μεταφυσικής, που δεν μπορεί να αποδειχθεί με τη γνώση και τα βήματα της
ανθρώπινης λογικής. Φαντάζει πανίσχυρο διότι έχει απο-ενοχοποιηθεί μέσα
στις συνθήκες θρησκευτικού αποχρωματισμού της κοινωνίας και του κόσμου,
ενώ η πάλη εναντίον του έχει πάψει να θεωρείται προτεραιότητα στη ζωή
μας, διότι κοινωνικά ορίζεται από τους νόμους (ασχέτως αν αυτοί δεν
τηρούνται), ενώ ψυχολογικά η έννοια της αμαρτίας, που συνοδεύει το κακό,
δεν υφίσταται, αλλά έχει υποκατασταθεί από το δικαίωμα του ανθρώπου να
χαρεί τη ζωή του.
Ποια είναι λοιπόν η επικαιρότητα του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας τόσο για τους εαυτούς μας όσο και για τον κόσμο μας;
Όσο και να θέλουμε να υπερβούμε το ερώτημα του κακού, αυτό δεν παύει να μας τυραννά. Είτε με την μορφή του θανάτου, είτε με την μορφή της αδικίας, είτε με την μορφή της θλίψης και της δοκιμασίας, είτε με την ύπαρξη κοινωνικών και άλλων προβλημάτων, το κακό φανερώνει την δύναμή του και επηρεάζει τις ζωές μας. Μπορεί ο κόσμος να πιστεύει ότι δεν εξαρτάται από τον καθένα μας η αντιμετώπισή του, διότι είμαστε μικροί ως προς τη δύναμη, ωστόσο τις συνέπειές του τις ζούμε. Εξάλλου, παρά το συλλογικό όραμα ότι οι κοινωνίες, εάν πορευθούν με ορθολογική συνέπεια και με βάση το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους και στηριχθούν στους νόμους, τότε θα μπορέσουν να ανακουφιστούν από τις επιδράσεις του, το πρόβλημα έχει διαστάσεις που δεν αντιμετωπίζονται με απλουστεύσεις. Παράλληλα, μπορεί η επιστήμη να βοήθησε και να βοηθά ώστε ο χρόνος και η ποιότητα της ζωής μας να μην δυναστεύονται ολοκληρωτικά από τις δοκιμασίες, ωστόσο όλα λειτουργούν ανασταλτικά, χωρίς να διαγράφουν το κακό από τη ζωή μας.
«Ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται». Η πατερική θέση για το θάνατο αποτελεί μία, ίσως, την μοναδική, ρεαλιστική πρόταση που δεν ερμηνεύει απλώς, αλλά ανακουφίζει από τις συνέπειες του κακού. Η αθανασία του, μαζί με τον άνθρωπο, δεν θα επέτρεπε ουσιαστικά την πρόοδό μας, ούτε την υλική ούτε την πνευματική, καθότι ο άνθρωπος θα ήταν συνεχώς δέσμιος των επιλογών που το κακό θα τον οδηγούσε και θα συγκρούονταν και με τους άλλους που θα ήταν εξίσου δέσμιοι τέτοιων επιλογών. Όμως το μυστήριο της θείας οικονομίας δίνει και την ανατροπή, τον τρόπο της νίκης κατά του κακού. Ο Χριστός «γενόμενος άνθρωπος την ημών κάθαρσιν καθαίρεται εν Ιορδάνη, ο μόνος καθαρός και ακήρατος, αγιάζων εμέ και τα ύδατα, και τας κεφαλάς των δρακόντων, συντρίβων επί του ύδατος». Είναι καθαρός και ακήρατος ο Χριστός. Γι’ αυτό και μπορεί να μας αγιάσει, να μας δώσει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να συντρίψουμε μαζί του τις κεφαλές των δρακόντων, των αμαρτιών, του προσωποποιημένου στον διάβολο και τους δαίμονες κακού, αλλά και σ’ αυτό που τυραννά τις υπάρξεις μας.
Ο αγιασμός έρχεται με το βάπτισμά μας, δηλαδή με την μετοχή μας στο σταυρό, την ταφή και την ανάσταση του Χριστού, όταν δηλαδή εισερχόμεθα στην Εκκλησία, συνειδητοποιώντας ότι έχουμε συνεχώς έναν παλαιό άνθρωπο τον οποίο καλούμαστε να απεκδυθούμε και να ενδυθούμε ταυτόχρονα τον νέο, τόσο οντολογικά, όσο και ηθικά. Με την πίστη στο Χριστό, την εμπιστοσύνη στη σχέση μαζί Του, την αγάπη προς Αυτόν που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας, αλλά και την προσπάθεια για βίωση του ήθους της πίστης και της αιωνιότητας, την σταύρωση των παθών μας, δηλαδή την συναίσθηση ότι δεν είναι αυτά που έχουν αξία και προτεραιότητα στη ζωή μας, ότι δε μας δίνουν αληθινή ευτυχία, παρά μόνο μας κάνουν να δικαιολογούμαστε για την άρνησή μας να δούμε το κακό, την επίδρασή του επάνω μας και την αδυναμία μας να παλέψουμε εναντίον του. Ο πνευματικός αγώνας αποτελεί μία συνεχή πάλη εναντίον της πτώσης, μία ανανέωση της απόφασής μας να σταυρώσουμε τον παλαιό άνθρωπο, να καθαριστούμε και να αναστηθούμε, «συνταφέντες δια του βαπτίσματος». Και αυτή η απόφαση βρίσκει αρωγό το Χριστό και τους αδελφούς μας στη ζωή και στα μυστήρια της Εκκλησίας, όπου συνεχώς αναβαπτιζόμαστε και βιώνουμε τον Χριστό ως Αυτόν που είναι «ο ων, ο ην και ο ερχόμενος».
Καθαριζόμαστε, γιατί το κακό είναι ανίσχυρο μπροστά στον Θεάνθρωπο, αλλά και σε όσους επιζητούν την κοινωνία μαζί Του. Και είναι το νερό του Ιορδάνη, της κολυμβήθρας, αλλά και του αγιασμού το απτό εκείνο σημείο που μας δείχνει τη δύναμη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία μας επιδίδεται αοράτως, μας γεμίζει χαρά, φως, ζωή και μας κάνει να αισθανόμαστε ότι το κακό, με όποια μορφή και αν παρακάθεται στον κόσμο και στη δική μας πραγματικότητα δεν μπορεί να μας νικήσει.
Είμαστε μικροί και αδύναμοι, για τον κόσμο αριθμοί και όχι πρόσωπα. Άλλοι κυβερνούν τις ζωές μας και μας υπαγορεύουν πώς θα πορευθούμε, προσθέτουν και αφαιρούν από χρήματα έως αξιοπρέπεια και παράλληλα διδάσκουν και με τα λόγια και με τα έργα τους ότι το νόημα της ζωής είναι στο εδώ. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει αμαρτία, αλλά παρανομία, κρίση, πρόσκαιρο. Μόνο αυτοί και όσοι τους υπηρετούν ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν πώς μπορούμε να ζήσουμε. Και έχουν στα χέρια τους έναν τεράστιο σε μέγεθος μηχανισμό με τον οποίο μας υποβάλουν σε μία καθημερινή πλύση εγκεφάλου ότι υπηρετούν την αλήθεια. Η εορτή των Θεοφανείων όμως πρέπει να μας κάνει χαρούμενους που έχουμε τον τρόπο να μην υποταχτούμε στο εφήμερο και στο κακό που απειλεί να μας συντρίψει όχι μόνο νυν αλλά και αεί. Είναι ο δρόμος του αγιασμού μέσα από τη σχέση με το Χριστό, δια της οποίας φανερώνεται ο Τριαδικός Θεός. Είναι η ζωή της Εκκλησίας που μας κάνει ανοιχτούς τόσο στην προσωπική μας κάθαρση, αλλά και στη συνάντηση με τους άλλους που δεν μπορούμε παρά να αγαπούμε και να επιθυμούμε τον συν-αγιασμό τους. Είναι η βεβαιότητα ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Το κακό συνετρίβη. Απομένει στον καθέναν μας να οικειοποιηθεί Αυτόν που το συνέτριψε.
Τη στιγμή λοιπόν που θα αντλήσουμε το ύδωρ του αγιασμού, ας το κάνουμε μετ’ ευφροσύνης, γνωρίζοντας ότι κάνουμε την ίδια κίνηση χαράς, εμπιστοσύνης, αποδοχής, κάθαρσης που έκαναν πριν από εμάς οι άγιοι της Εκκλησίας, αλλά και αυτή που θα κάνουν όσοι έρθουν μετά από εμάς. Και ο μόνος καθαρός και ακήρατος είναι δίπλα μας. Δεν θα μας αφήσει έρμαια του κακού, αρκεί εμείς να μην το φοβόμαστε. Δεν είναι άλλωστε αθάνατο. Εμείς είμαστε κοντά στο Χριστό.
Ποια είναι λοιπόν η επικαιρότητα του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας τόσο για τους εαυτούς μας όσο και για τον κόσμο μας;
Όσο και να θέλουμε να υπερβούμε το ερώτημα του κακού, αυτό δεν παύει να μας τυραννά. Είτε με την μορφή του θανάτου, είτε με την μορφή της αδικίας, είτε με την μορφή της θλίψης και της δοκιμασίας, είτε με την ύπαρξη κοινωνικών και άλλων προβλημάτων, το κακό φανερώνει την δύναμή του και επηρεάζει τις ζωές μας. Μπορεί ο κόσμος να πιστεύει ότι δεν εξαρτάται από τον καθένα μας η αντιμετώπισή του, διότι είμαστε μικροί ως προς τη δύναμη, ωστόσο τις συνέπειές του τις ζούμε. Εξάλλου, παρά το συλλογικό όραμα ότι οι κοινωνίες, εάν πορευθούν με ορθολογική συνέπεια και με βάση το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους και στηριχθούν στους νόμους, τότε θα μπορέσουν να ανακουφιστούν από τις επιδράσεις του, το πρόβλημα έχει διαστάσεις που δεν αντιμετωπίζονται με απλουστεύσεις. Παράλληλα, μπορεί η επιστήμη να βοήθησε και να βοηθά ώστε ο χρόνος και η ποιότητα της ζωής μας να μην δυναστεύονται ολοκληρωτικά από τις δοκιμασίες, ωστόσο όλα λειτουργούν ανασταλτικά, χωρίς να διαγράφουν το κακό από τη ζωή μας.
«Ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται». Η πατερική θέση για το θάνατο αποτελεί μία, ίσως, την μοναδική, ρεαλιστική πρόταση που δεν ερμηνεύει απλώς, αλλά ανακουφίζει από τις συνέπειες του κακού. Η αθανασία του, μαζί με τον άνθρωπο, δεν θα επέτρεπε ουσιαστικά την πρόοδό μας, ούτε την υλική ούτε την πνευματική, καθότι ο άνθρωπος θα ήταν συνεχώς δέσμιος των επιλογών που το κακό θα τον οδηγούσε και θα συγκρούονταν και με τους άλλους που θα ήταν εξίσου δέσμιοι τέτοιων επιλογών. Όμως το μυστήριο της θείας οικονομίας δίνει και την ανατροπή, τον τρόπο της νίκης κατά του κακού. Ο Χριστός «γενόμενος άνθρωπος την ημών κάθαρσιν καθαίρεται εν Ιορδάνη, ο μόνος καθαρός και ακήρατος, αγιάζων εμέ και τα ύδατα, και τας κεφαλάς των δρακόντων, συντρίβων επί του ύδατος». Είναι καθαρός και ακήρατος ο Χριστός. Γι’ αυτό και μπορεί να μας αγιάσει, να μας δώσει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να συντρίψουμε μαζί του τις κεφαλές των δρακόντων, των αμαρτιών, του προσωποποιημένου στον διάβολο και τους δαίμονες κακού, αλλά και σ’ αυτό που τυραννά τις υπάρξεις μας.
Ο αγιασμός έρχεται με το βάπτισμά μας, δηλαδή με την μετοχή μας στο σταυρό, την ταφή και την ανάσταση του Χριστού, όταν δηλαδή εισερχόμεθα στην Εκκλησία, συνειδητοποιώντας ότι έχουμε συνεχώς έναν παλαιό άνθρωπο τον οποίο καλούμαστε να απεκδυθούμε και να ενδυθούμε ταυτόχρονα τον νέο, τόσο οντολογικά, όσο και ηθικά. Με την πίστη στο Χριστό, την εμπιστοσύνη στη σχέση μαζί Του, την αγάπη προς Αυτόν που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας, αλλά και την προσπάθεια για βίωση του ήθους της πίστης και της αιωνιότητας, την σταύρωση των παθών μας, δηλαδή την συναίσθηση ότι δεν είναι αυτά που έχουν αξία και προτεραιότητα στη ζωή μας, ότι δε μας δίνουν αληθινή ευτυχία, παρά μόνο μας κάνουν να δικαιολογούμαστε για την άρνησή μας να δούμε το κακό, την επίδρασή του επάνω μας και την αδυναμία μας να παλέψουμε εναντίον του. Ο πνευματικός αγώνας αποτελεί μία συνεχή πάλη εναντίον της πτώσης, μία ανανέωση της απόφασής μας να σταυρώσουμε τον παλαιό άνθρωπο, να καθαριστούμε και να αναστηθούμε, «συνταφέντες δια του βαπτίσματος». Και αυτή η απόφαση βρίσκει αρωγό το Χριστό και τους αδελφούς μας στη ζωή και στα μυστήρια της Εκκλησίας, όπου συνεχώς αναβαπτιζόμαστε και βιώνουμε τον Χριστό ως Αυτόν που είναι «ο ων, ο ην και ο ερχόμενος».
Καθαριζόμαστε, γιατί το κακό είναι ανίσχυρο μπροστά στον Θεάνθρωπο, αλλά και σε όσους επιζητούν την κοινωνία μαζί Του. Και είναι το νερό του Ιορδάνη, της κολυμβήθρας, αλλά και του αγιασμού το απτό εκείνο σημείο που μας δείχνει τη δύναμη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία μας επιδίδεται αοράτως, μας γεμίζει χαρά, φως, ζωή και μας κάνει να αισθανόμαστε ότι το κακό, με όποια μορφή και αν παρακάθεται στον κόσμο και στη δική μας πραγματικότητα δεν μπορεί να μας νικήσει.
Είμαστε μικροί και αδύναμοι, για τον κόσμο αριθμοί και όχι πρόσωπα. Άλλοι κυβερνούν τις ζωές μας και μας υπαγορεύουν πώς θα πορευθούμε, προσθέτουν και αφαιρούν από χρήματα έως αξιοπρέπεια και παράλληλα διδάσκουν και με τα λόγια και με τα έργα τους ότι το νόημα της ζωής είναι στο εδώ. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει αμαρτία, αλλά παρανομία, κρίση, πρόσκαιρο. Μόνο αυτοί και όσοι τους υπηρετούν ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν πώς μπορούμε να ζήσουμε. Και έχουν στα χέρια τους έναν τεράστιο σε μέγεθος μηχανισμό με τον οποίο μας υποβάλουν σε μία καθημερινή πλύση εγκεφάλου ότι υπηρετούν την αλήθεια. Η εορτή των Θεοφανείων όμως πρέπει να μας κάνει χαρούμενους που έχουμε τον τρόπο να μην υποταχτούμε στο εφήμερο και στο κακό που απειλεί να μας συντρίψει όχι μόνο νυν αλλά και αεί. Είναι ο δρόμος του αγιασμού μέσα από τη σχέση με το Χριστό, δια της οποίας φανερώνεται ο Τριαδικός Θεός. Είναι η ζωή της Εκκλησίας που μας κάνει ανοιχτούς τόσο στην προσωπική μας κάθαρση, αλλά και στη συνάντηση με τους άλλους που δεν μπορούμε παρά να αγαπούμε και να επιθυμούμε τον συν-αγιασμό τους. Είναι η βεβαιότητα ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Το κακό συνετρίβη. Απομένει στον καθέναν μας να οικειοποιηθεί Αυτόν που το συνέτριψε.
Τη στιγμή λοιπόν που θα αντλήσουμε το ύδωρ του αγιασμού, ας το κάνουμε μετ’ ευφροσύνης, γνωρίζοντας ότι κάνουμε την ίδια κίνηση χαράς, εμπιστοσύνης, αποδοχής, κάθαρσης που έκαναν πριν από εμάς οι άγιοι της Εκκλησίας, αλλά και αυτή που θα κάνουν όσοι έρθουν μετά από εμάς. Και ο μόνος καθαρός και ακήρατος είναι δίπλα μας. Δεν θα μας αφήσει έρμαια του κακού, αρκεί εμείς να μην το φοβόμαστε. Δεν είναι άλλωστε αθάνατο. Εμείς είμαστε κοντά στο Χριστό.