Showing posts with label Εκκλησιασμός. Show all posts
Showing posts with label Εκκλησιασμός. Show all posts

Monday, 1 September 2014

Γιατί δέν ἐκκλησιάζονται οἱ νέοι;


«Οἱ νέοι εἶναι ἀνήθικοι», «οἱ νέοι εἶναι γεμάτοι πάθη», «οἱ νέοι εἶναι ἀνυπάκουοι», «οἱ νέοι δέν ἔχουν φόβο Θεοῦ…» Ἔχω ἀκούσει πολλές φορές αὐτές τίς ἠθικιστικές διαπιστώσεις. Ἡ ἐρώτησή μου εἶναι: εἶχαν οἱ νέοι τίς ἀπαραίτητες συνθῆκες γιά νά ἐννοήσουν τή Χριστιανική ζωή ἤ ὄχι; Θά ρωτήσει κάποιος: «Τί, οἱ νέοι εἶναι προορισμένοι νά χαθοῦν;»
Καί βέβαια ὄχι δέν εἶπα αὐτό, κανένας δέν εἶναι προορισμένος οὔτε γιά τό καλό, οὔτε γιά τό κακό. Τό πρόβλημα εἶναι ὅτι οἱ νέοι δὲν ἀπορρίπτουν τήν πίστη στό Χριστό ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία διά τῆς φωνῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά ἀπορρίπτουν ἕνα ὑποκατάστατο πίστεως τό ὁποῖο δέν τούς πείθει. Γιατί ἕνας νέος ποὺ ἔχει μεγαλώσει σέ μία πραγματικά Χριστιανική οἰκογένεια συμπεριφέρεται ἀλλιώτικα ἀπό ἕναν ποὺ μεγάλωσε σέ μία οἰκογένεια μέ ἀπίστους γονεῖς ἤ ἀπό ἕναν τοῦ ὁποίου οἱ γονεῖς πιστεύουν μέν στό Θεό ἀλλά δέν πηγαίνουν στή Ἐκκλησία;
Γιά πολλά μποροῦμε νά ἐπιπλήξουμε τούς νέους. Ἀλλά καί οἱ νέοι ἐμᾶς τούς μεγάλους. Θά τολμήσω νά δώσω τό λόγο στή νέα γενιά καί πιό συγκεκριμένα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται μακριά ἀπό τήν ἐκκλησία:
«Ναί ἡ γενιά μας εἶναι ρέμπελη. Καί πῶς θά μποροῦσε νά εἶναι ἀλλιῶς; Ποιός μᾶς ἔμαθε κάτι ἄλλο; Ὑπάρχει τόσο ψέμα γύρω μας, τόση κακία στόν κόσμο τῶν μεγάλων. Διαμαρτυρόμαστε. Ἀλλά εἶναι ὁ μόνος τρόπος νά δείξουμε τήν περιφρόνησή μας σέ μία κοινωνία ἡ ὁποία ἀρχίζει νά μοιάζει μέ ἕνα πτῶμα. Ὅλοι μιλᾶνε γιά τήν ἀξία τῆς τιμιότητας ἀλλά ὅλοι κλέβουν. Ὅλοι ἐπαινοῦν τήν ἀλήθεια, ἀλλά ψεύδονται. Τί εἴδαμε στίς οἰκογένειές μας; Διαφωνίες μεταξύ γονέων καί καβγάδες. Τί διαπαιδαγώγηση λάβαμε; Μόνο συμβουλές νά εἴμαστε ἥσυχοι, ἀπειλές καί ξύλο γιά νά εἴμαστε ὑπάκουοι.
Καί γιατί εἴμαστε μακριά ἀπό τό Θεό; Ποιός μᾶς βοήθησε νά εἴμαστε κοντά του; Οἱ γονεῖς μας δέν πατοῦν στήν ἐκκλησία οὔτε τά Χριστούγεννα ἴσως μόνο τό Πάσχα στίς βαπτίσεις, τούς γάμους καί τίς κηδεῖες. Καί στίς Ἐκκλησίες ….τί βλέπουμε; Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι εἶναι καλοί στό νά ἠθικολογοῦν ἄν μᾶς δοῦν στήν ἐκκλησία ντυμένους παράξενα καί ἔχουν τόση κακία ὅταν μᾶς διώχνουν πού οὔτε γυρίζουμε νά κοιτάξουμε πίσω. Ὑπάρχει τόση ὑποκρισία στούς Χριστιανούς. Ἔχουμε συγγενεῖς οἱ ὁποῖοι δέ λείπουν ποτέ ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἀλλά ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νά μοιραστεῖ ἡ κληρονομιά ξεχνοῦν καί τήν πίστη καί τήν κατανόηση. Ἐνῶ ὅταν γίνεται λόγος νά φροντίζουν κάποιο παππού, ὅλοι ἀποφεύγουν ἐπειδή ἔχουν τά προβλήματά τους. Αὐτή εἶναι πίστη;
Ἐνῶ καί γιά τούς παπάδες ἀκούγονται τόσα.
Ναί δέν πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία. Ὄχι γιατί δέν πιστεύουμε στό Θεό, ὄχι ἐπειδή δέν ἔχουμε ἀνάγκη τήν ἀγάπη Του. Ἔχουμε τόση ἀνάγκη γιά Κάποιον ὁ Ὁποῖος θά μᾶς ἀγαπήσει πραγματικά, σ’ ἕναν τόσο βρώμικο κόσμο. Ἀλλά μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει ἡ Ἐκκλησία νά γνωρίσουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Δέν τό πιστεύουμε αὐτό. Δέν ἔχουμε λόγους νά τό πιστεύουμε. Γι’ αὐτό καί μένουμε στή ζωή μας, μέ τά προβλήματά μας, μέ τή μοναξιά μας. Ἄν ὁ Θεός δέ μᾶς ψάχνει ἐμεῖς δέν ξέρουμε νά βγοῦμε σέ ἀναζήτησή Του. Ἀφῆστε μας ἥσυχους…»
Δέ θυμᾶμαι ὅλα ὅσα μοῦ εἶπε. Ἀλλά ἀκούγοντάς τον, ξεροκατάπινα. Δέν μπορῶ ν’ ἀμφισβητήσω τό γεγονός ὅτι μερικά ἀπ’ αὐτά ἦταν πολύ ρεαλιστικά. Δέ θά ἀναπαράγω ἐδῶ τήν ἀπάντηση πού ἔδωσα στό νέο, μόνο θ’ ἀναλύσω τό δίκαιο τῶν μομφῶν του.
Μία πρώτη παρατήρηση ἔγκειται στό ὅτι θά ἦταν ἄριστο πολλοί νέοι νά βρίσκονται ἐν ἀναμονῆ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ παραπάνω νέος. Δυστυχῶς πολλοί νέοι εἶναι τόσο παγιδευμένοι στά καθημερινά τους προβλήματα, ὥστε ἔχουν ξεχάσει τελείως τό Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία μᾶλλον τούς ἐνοχλεῖ.
Δηλαδή «καλύτερα νά μέμφεσαι τήν Ἐκκλησία, παρά νά κοιτᾶς τή ζωή σου;
Ὄχι, δέν τίθεται ἔτσι τό πρόβλημα. Δέν εἶναι καλό νά μέμφεσαι μόνο καί μόνο γιά νά δικαιολογεῖς τήν ἀπομάκρυνσή σου ἀπό τό Θεό. Ἀλλά στό δρόμο πρός τό Θεό, πολλοί περνοῦν μία φάση γεμάτη ἐνδοιασμούς, ἐρωτήματα καί ἀμφισβητήσεις. Ἀλλά ἐάν στή βάση ὅλων αὐτῶν τῶν ἀμφισβητήσεων βρίσκεται ἡ δίψα γιά τό Θεό, τότε δέν εἶναι κακό.
Ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ, χωρίς νά θέλει νά δικαιολογήσει τήν ἁμαρτία, ἔλεγε ὅτι πρίν ἀπό τή μεταστροφή του ἔπινε μέχρι πού μεθοῦσε καί τό ἔκανε ἐπειδή αἰσθανόταν τήν ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ. Μέ τό ποτό προσπαθοῦσε νά καταπραΰνει τόν πόνο πού τοῦ προκαλοῦσε ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ (πολλούς ὅμως ἡ προσπάθεια νά καταπραΰνουν τή δίψα τους γιά τό Θεό ἱκανοποιώντας τά πάθη τους, τούς ὁδήγησε στήν κόλαση γι’ αὐτό δέν πρέπει νά γενικεύουμε τίς ἐξαιρέσεις). Νά μιλήσουμε λίγο γιά τούς λόγους πού ἀκούσαμε πιό πάνω. Πιστεύω ὅτι μποροῦν νά συνοψιστοῦν στ’ ἀκόλουθα. Στό ὅτι οἱ νέοι δέ λαμβάνουν μία εἰδική κατήχηση, στό ὅτι δέν βρῆκαν στίς οἰκογένειές τους ζωντανά παραδείγματα πίστεως καί στό ὅτι σκανδαλίζονται ἀπ’ αὐτά πού βλέπουν ἀπό κάποιους Χριστιανούς Θεολόγους καί κάποιους Ἱερεῖς.
Δέν πιστεύω ὅτι θά ἦταν εὔκολο σέ κάποιον ν’ ἀπορρίψει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ τή γνωρίσει. Οἱ νέοι τήν ἀπορρίπτουν χωρίς νά ξέρουν τί ἀπορρίπτουν. Βλέπουν τόν Θεό σάν ἕνα εἴδωλο τό ὁποῖο τό λατρεύουν ἀσυνείδητα κάποιοι ὑποκριτές Χριστιανοί, κάποιοι τυπολάτρες Χριστιανοί ἤ κάποιοι Χριστιανοί πού ἀγαποῦν τήν ἁμαρτία πιό πολύ ἀπό τήν σωτηρία. Τούς νέους δέν τούς βοήθησαν καί οὔτε τούς βοηθάει κανείς νά καταλάβουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὡς καί τή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ τήν καταλαβαίνουν ὡς μία ἐμπορική συναλλαγή ὡς ξεχρέωμα γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, σάν μία ρύθμιση τῶν λογαριασμῶν τοῦ Οὐρανίου Πατέρα μέ τήν ἀνθρωπότητα. Δέν τήν καταλαβαίνουν ὡς μία πράξη ἀγάπης. Καί σέ τί ἀλλάζει ἡ κατήχηση τῶν νέων ἀπό τήν κατήχηση τῶν μεγαλυτέρων; Δέν καλοῦνται στή σωτηρία καί οἱ μέν καί οἱ δέ; Μόνο πού στούς νέους ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη νά τούς μιλήσει κάποιος σέ μία πιό προσιτή γλώσσα. Οἱ νέοι εἶναι ἀλλεργικοί στόν «ξύλινο λόγο»).
Ὡστόσο γιατί γιά ἑκατοντάδες χρόνια δέ γράφτηκαν παρά λίγα κείμενα ἀπευθυνόμενα στούς νέους; Μία πιθανή ἀπάντηση εἶναι ὅτι γιά πολλούς αἰῶνες οἱ νέοι λάμβαναν Χριστιανική μόρφωση στήν οἰκογένεια. Τίς πιό πολλές ἀπαντήσεις τίς λάμβαναν ἀπό τούς γονεῖς τους ἤ καί ἀπό τούς ἱερεῖς ἄν ὄχι πάντα τίς πιό πολλές φορές.
Ὅσο γιά τούς ἁμαρτωλούς ἱερεῖς γίνεται μεγάλος ντόρος ἐνῶ γιά τούς ἱερεῖς μέ ἁγία ζωή δέν γίνεται σχεδόν καθόλου λόγος. Ναί ὑπάρχουν ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄξιοι διάδοχοι τῶν ἁγίων πατέρων. Οὔτε τά Μ.Μ.Ε. θέλουν ν’ ἀκοῦν γι’ αὐτούς. Οὔτε ὅσοι ζοῦν στήν ἁμαρτία. Ἐπειδή τούς θεωροῦν ἐξτρεμιστές. Κάτι τό ὁποῖο εἶναι ἐπειδή εἶναι μαθητές τοῦ Χριστοῦ, Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος γύρισε τόν κόσμο «ἀνάποδα» ἤ καλύτερα Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος προσπάθησε νά ἐπαναφέρει στή φυσική του θέση ἕναν ‘ἀναποδογυρισμένο κόσμο’
Λαμβάνοντας λοιπόν ὑπόψη μας ὅλη αὐτή τήν ἀποστασία ποὺ ὑπάρχει γύρω μας, ἔχουν οἱ νέοι κάποιαν ἐλπίδα νά ζήσουν μία ἐνάρετη ζωή; Μπορεῖ κάποιος ν’ ἀντέξει τίς παγίδες τοῦ διαβόλου;
Παραδόξως ναί. Ἐπειδή ὅσο ποικιλόμορφες καί νά εἶναι οἱ παγίδες τοῦ διαβόλου, ὅσο ἀδύναμοι καί νά εἶναι οἱ Χριστιανοί, ὅσο καί ὑποκριτές νά εἶναι αὐτοί πού σπεύδουν νά διώξουν τούς νέους ἀπό τήν ἐκκλησία ἄν ἔρθουν σ’ αὐτήν ντυμένοι παράξενα, μέ τζίν σκισμένα, ὁ Θεός βρίσκει ἕναν τρόπο νά φθάσει στίς ψυχές τῶν νέων. Δύσκολα εἶναι ἀλήθεια, ἀλλά τά καταφέρνει. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά εἶναι τόσο διεστραμμένοι ὥστε θ’ ἀπορρίπτουν τελείως τό Θεό, θά ἔχει ἔρθει τό τέλος. Ἀλλά μέχρι τότε ἔχουμε καιρό.
Ὁπωσδήποτε ἡ Χριστιανική ζωή ποτέ δέν ἦταν εὔκολη. Καί δέν ἀναφέρομαι μόνο στόν καιρό τῶν διωγμῶν ἀλλά καί στίς εἰρηνικές περιόδους. Ναί ὁ διάβολος ποτέ δέν σταματᾶ. Πάντοτε ἀνεξάρτητα ἀπό τίς συνθῆκες προσπαθεῖ νά πιάσει τούς Χριστιανούς στά νύχια του. Παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές του ὅμως ὑπάρχουν ἱερεῖς μέ ἅγια ζωή, μοναχοί πολύ ἀσκητικοί καί Χριστιανικές οἰκογένειες πού λάμπουν μές στό σκοτάδι τοῦ κόσμου. Στήν Ἁγία Γραφή λέγει: «οὗ δέ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ Χάρις» (Ρωμ. 5,20). Αὐτό εἶναι φυσικό, ἀλλιῶς οἱ ἄνθρωποι δέ θ’ ἄντεχαν σέ τόσο μεγάλους πειρασμούς. Ὅσο μεγάλοι ὅμως κι ἄν εἶναι οἱ πειρασμοί οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά τά καταφέρουν. Ὁ Θεός πάντοτε τούς δίνει δύναμη. Ὅπως ἔδινε δύναμη στούς μάρτυρες γιά ν’ ἀντέξουν τά φρικτά μαρτύρια. Ναί, δύσκολα οἱ νέοι ἔρχονται στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά ὁ Χριστός τούς καλεῖ ὅλο καί πιό δυνατά. Βλέπει τά προβλήματά τους, τίς πτώσεις τους καί ἁπλώνει τό χέρι Του δυνατά γιά νά τούς σηκώσει.
Γιατί δέν ἔρχονται οἱ νέοι στήν Ἐκκλησία; Ἴσως ἐπειδή δέν ἀκοῦν τό μήνυμα τήν κλήση τῆς Ἐκκλησίας, ἴσως ἐπειδή αὐτοί πού φέρουν τό ὄνομα Χριστιανός δέν τούς βοηθοῦν νά ἀκούσουν.
Ἐξ’ ἄλλου στό βιβλίο «οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητῆ», βλέπουμε τόν γέροντα νά προτρέπει ὅπως σέ κάθε ἐξομολόγηση, οἱ Χριστιανοί νά ἐξομολογοῦνται, ὅτι δέν δείχνουν ἀρκετή ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Καί τό γεγονός ὅτι δέν καταβάλουμε προσπάθεια νά ἔρθουν πρός τόν Χριστό ὅσοι εἶναι μακριά Του (ὄχι βέβαια νά τό ἐπιβάλουμε στό στύλ τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, ἀλλά νά δώσουμε μία θυσιαστικὴ μαρτυρία) εἶναι ἀπόδειξη ὅτι δέν τούς ἀγαπᾶμε ἀρκετά. Τί ἀγάπη εἶναι αὐτή νά βλέπουμε τόν πλησίον μας νά ὁδεύει πρός τό γκρεμό καί ἐμεῖς νά σκεφτόμαστε τά προβλήματά μας;
Νέοι, νά ξέρετε ὅτι τόν Χριστό τόν πονάει τό γεγονός ὅτι λίγοι ἱερωμένοι καί λίγοι πιστοί νοιάζονται θυσιαστικά νά σᾶς πάρουν ἀπό τό χέρι καί νά σᾶς φέρουν στήν Ἐκκλησία… Ἀλλά νά ξέρετε ὅτι ὁ Χριστός χαίρεται κάθε φορὰ πού ἕνας ἀπό ἐσᾶς ξεκινάει πρός τήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Ἀκόμα κι ἄν νομίζετε ὅτι ὁ Χριστός σᾶς ξέχασε, Ἐκεῖνος περιμένει νά βρεῖ ἔστω καί μία χαραμάδα γιά νά μπεῖ στίς ψυχές σας.

Tuesday, 26 August 2014

Ο εκκλησιασμός (Γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης)


Ο εκκλησιασμός
«Πηγαίνετε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία; Εξομολογείσθε; Κοινωνείτε; Όχι; Πως θα γίνετε επιστήμονες παιδιά μου; Θα σας πω λοιπόν για την Εκκλησία».
Ο άνθρωπος που δεν πηγαίνει, δεν σώζεται, γιατί η κιβωτός που σώζει τον άνθρωπον είναι η Εκκλησία. Εκεί γίνονται μυστήρια και λέει ο ψαλμωδός «εν εκκλησίας ευλογείτε τον Θεόν».
Πρέπει λοιπόν να εκκλησιάζεσθε κάθε Κυριακή τώρα που είσθε μικροί και πάτε για ένα μέλλον, θα σας πω μια ιστορία:
Στην Κων/πολη ήταν κάποτε ένας άνθρωπος πολύ γέρος που είχε ένα μονάκριβο παιδί. Εκείνη την εποχή ήταν οι δούλοι, οι σκλάβοι. Μια μέρα του λέει λοιπόν:
«Θα 'ρθείς παιδί μου, να σε πουλήσω σαν σκλάβο γιατί δεν μπορώ άλλο. θα σου δώσω εγώ την ευχή μου καί θα περάσεις καλά». Το παιδί, επειδή ήταν καλό, άκουσε τον πατέρα του και του λέει «Όπως θέλεις πατέρα».
Ήταν λοιπόν ένας άρχοντας και του λέει: «Πόσο θα μου πουλήσεις τον γιό σου» και πληρώνει.Παίρνει ο πατέρας το παιδί πιο πέρα και του λέει: «θα σου δώσω μια πατρική συμβουλή. Τώρα που θα πας στον άρχοντα, θα κάνεις υπακοή, αλλά όταν θα βλέπεις Εκκλησία θα μπαίνεις, θα πηγαίνεις στην Λειτουργία από την αρχή μέχρι το τέλος»
Πήρε ο άρχοντας το παιδί σκλάβο, αλλά επειδή ήταν πολύ καλό το πήρε κοντά του και τον έστελνε με διάφορα έγγραφα σε άλλους άρχοντες. Μια ημέρα πήγαιναν σε κάποιον άρχοντα αλλά εξέχασε να πάρει ένα έγγραφο. Λέει λοιπόν στο παιδί «πήγαινε παιδί μου να μου το φέρεις, είναι επάνω στο γραφείο μου».
Την ώρα όμως που μπήκε το παιδί, η γυναίκα του άρχοντα αμάρτανε με έναν άλλον σκλάβο, χωρίς όμως να τους δεί το παιδί. Αυτοί όμως το είδαν και φοβήθηκαν, ότι τους είδε, θα το έλεγε στον άρχοντα και θα τους τιμωρούσε αυστηρά.
Όταν λοιπόν επέστρεψε ο άρχοντας του λέει η γυναίκα του: «Ο νεαρός που έστειλες το πρωί μου επιτέθηκε με κακό σκοπό, γι' αυτό θέλω να τον τιμωρήσεις αυστηρά».
Ο άρχοντας ειδοποιεί έναν αξιωματικό πως θα του στείλει αύριο ένα υπηρέτη και να τον σκοτώσει.
Την άλλη μέρα λέει στο παιδί: «Πήγαινε στον αξιωματικό και πες του ότι ήλθα για την παραγγελία». Το παιδί έκανε τον σταυρό του και έφυγε.
Στον δρόμο του όμως ήταν μια Εκκλησία που ελειτουργείτο. Μπήκε, προσκύνησε τις εικόνες και σταμάτησε να ακούσει την λειτουργία όπως του είχε πει ο πατέρας του με αποτέλεσμα να καθυστερήσει μία ώρα. Στο διάστημα αυτό ο άλλος δούλος, που είχε αμαρτήσει, αγωνιούσε γιατί περνούσε η ώρα καί δεν γινόταν τίποτα.
Η αμαρτία πάντα γεννά τον θάνατον. Αποφάσισε να πάει ο ίδιος στον αξιωματικό να δει τι έγινε και εκείνος τον σκοτώνει.
Όταν τελείωσε η λειτουργία πηγαίνει το παιδί και του λέει: «ήλθα για την παραγγελία», και τότε αυτός του είπε «πάρτην» και του δίδει ένα σακούλι.
Γυρίζει στον άρχοντα που εκείνη την στιγμή ήταν μαζί με την γυναίκα του και του δίνει την παραγγελία. Ανοίγει το σακούλι και βλέπει το κεφάλι του δούλου. Το είδε και η γυναίκα του, φοβήθηκε και ομολόγησε, ότι αυτός ήταν ο δούλος που την κακοποίησε και όχι το παιδί.
Ο άρχοντας τότε έκανε το παιδί, γιο του και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του πλούσια.
Βλέπετε παιδάκια μου, πόσο ωφελήθηκε το παιδί, και έσωσε τη ζωή του και έζησε κατόπιν πλούσια, γιατί επήγε μια ώρα στην Εκκλησία.
Ο άνθρωπος πάντοτε ωφελείται όταν εκκλησιάζεται. Να το προσέξετε αυτό για να σας βοηθήσει ο Θεός στο ποθούμενό σας.
Πρέπει να πηγαίνετε στην Εκκλησία. Ύστερα πρέπει να εξομολογείσθε για να κοινωνήσετε.Όπως λερώνετε τα ρούχα σας και τα πλύνετε, έτσι και σαν άνθρωποι αμαρτάνετε και πρέπει να εξομολογείσθε για να πλύνετε την ψυχή σας.
Δεν μπορεί να πει ο άνθρωπος ότι «δεν μπορώ αλλά δεν θέλω». Πέστε τι είπε ο Χριστός και δεν μπορείτε να το κάνετε; Να εκκλησιάζεσθε λοιπόν κάθε Κυριακή και να νηστεύετε Τετάρτη και Παρασκευή. Μη φοβάσθε ότι θα πάθετε τίποτα.
Εάν θα φάτε κρέας την Μεγάλη Παρασκευή δεν βλάπτετε τον Χριστό αλλά κάνετε παράβαση. Πως θα δείξουμε την αγάπη μας προς τον Χριστόν; Πας στην εκκλησία, παίρνεις ένα κεράκι και δίδεις 100δρχ, το ανάβεις και προσκυνάς την εικόνα του Χριστού. Ο Θεός δεν θέλει τα λεφτά σου. Από την άλλη μεριά πάλι λέει «Να η Μαρία μου άναψε ένα κεράκι» ή «η Μαρία δεν έφαγε λάδι για μένα». Του δείχνεις την αγάπη σου.
Ο Θεός δεν είναι δυνάστης. Όμως πρέπει να Του δείχνουμε την αγάπη μας και την λατρεία μας.Να το προσέξουμε αυτό τώρα που είσθε μικροί και εύχομαι ο Θεός να σας αξιώσει στο ποθούμενό σας και στην ουράνια βασιλεία Του»
 
Μαρεντάκης Παναγιώτης, Θεολόγος τ. Γυμνασιάρχης, «Ο Γέροντας Θεοδόσιος, ο ασκητής της Κρήτης», Εκδόσεις-Βιβλιοπολείο «Η αυτογνωσία», Χανιά 2009.

Saturday, 3 May 2014

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΔΑΝΙΗΛ ΣΙΣΟΕΒ- «Γιατί να πηγαίνουμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία;»

 ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΔΑΝΙΗΛ ΣΙΣΟΕΒ
Στον ιερέα συχνά, κάνουν αυτήν την ερώτηση, πού αναφέρεται στον τίτλο, και αρχίζουν να δικαιολογούνται.
-Πρέπει να χορτάσουμε ύπνο, να περάσουμε χρόνο με την οικογένεια, να κάνουμε δουλειές στο σπίτι, κι εδώ πρέπει να σηκωθώ και να πάω στην εκκλησία.

Για ποιό λόγο;
Η απαίτηση αυτή δεν έχει εφευρεθεί από τούς ανθρώπους, αλλά έχει δοθεί από τις Δέκα Εντολές: «εξ ημέρας εργάζου και κάμνε πάντα τα έργα σου' η ήμερα όμως η εβδόμη είναι σάββατον Κυρίου του Θεού σου» (Εξ. 20, 8)... Στην Καινή Διαθήκη, μια μεγάλη γιορτή έγινε η Κυριακή, γιατί ο Χριστός, αναστήθηκε από τούς νεκρούς, άγιασε αυτή την ήμερα. Σύμφωνα με τούς κανόνες της Εκκλησίας ο παραβάτης της εντολής αυτής υπόκειται σέ αφορισμό (80ος κανόνας ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου). Είναι απίθανο ο Δημιουργός να μας έδινε παράλογες εντολές, και οι κανόνες της Εκκλησίας δεν είναι γραμμένες για να παιδεύουν τούς ανθρώπους. 
Ποιό είναι τελικά το νόημα αυτής της εντολής; 
Επειδή ο θεός είναι η αγάπη και η πηγή της αγάπης και όποιος μένει εις αυτήν την αγάπη και την ασκεί διά των έργων, μένει εν τω Θεώ και ο Θεός μένει εν αύτώ», σύμφωνα με τα λόγια του ευαγγελιστή Ιωάννη (Α' Ίω. 4, 16), και το να εισέλθεις σέ επικοινωνία μαζί Του είναι δυνατόν μόνο μέσα από την αγάπη....  
Αν εμείς αγαπάμε έναν άνθρωπο, τότε δεν επιδιώκουμε να συναντιόμαστε πιο συχνά μαζί του; Είναι δυνατόν να φανταστεί κανείς ότι οι ερωτευμένοι αποφεύγουν να συναντήση ο ένας τον άλλο; Ναι, μπορείς να μιλήσεις κι από το τηλέφωνο, αλλά είναι καλύτερα να μιλάς προσωπικά. Έτσι και ο άνθρωπος πού αγαπά τον Θεό, επιδιώκει να Τον συναντά... Αφού, στο ναό του Θεού είναι συνεχώς στραμμένα τα μάτια του Κυρίου.
Εδώ Εκείνος μας ξαναγεννά μέσα από το βάπτισμα. Γι' αυτό η εκκλησία είναι η μικρή ουράνια πατρίδα μας. Εδώ ο Θεός συγχωρεί τις αμαρτίες μας στο μυστήριο της Εξομολογήσεως. Εδώ δίνει τον Εαυτό Του σέ μας μέσα από την Θεία Κοινωνία. Είναι δυνατόν κάπου άλλου να μπορείτε να βρείτε αυτές τις πηγές της αιώνιας ζωής;
Στο ναό, ο Κύριος, όχι μόνο μας προστατεύει και μας δίνει δύναμη, αλλά και μας διδάσκει επίσης. Αφού όλη η λειτουργία είναι ένα πραγματικό σχολείο της αγάπης του Θεού...

Η λειτουργία της Κυριακής, είναι η καλύτερη θεραπεία για τις αμέτρητες καταθλίψεις και τις λύπες πού ζουν στην «γκρίζα καθημερινότητα». Αυτό είναι ένα λαμπερό ουράνιο τόξο της διαθήκης του Θεού μέσα στην ομίχλη της γενικής αναστάτωσης. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΔΙΑΚΟΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΒ ΝΑ ΛΑΜΠΕΙΣ ΣΑΝ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑ ΙΕΡΕΩΣ ΔΑΝΙΗΛ ΣΙΣΟΕΒ +2009 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2014/03/blog-post_1.html

Friday, 24 January 2014

Ἡ Ἐκκλησία πού πολέμησες ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά της καί σέ δέχθηκε…


Ομιλία εις τον Ύπατον Ευτρόπιον
 του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


«…. η Εκκλησία που πολέμησες άνοιξε την αγκαλιά της και σε δέχθηκε…»

Τον παρακάτω συγκλονιστικό λόγο εκφώνησε ο ιερός Χρυσόστομος στα 399, ένα έτος αφού είχε ανεβεί στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ευτρόπιος ήταν ένας, ευνούχος υπηρέτης των ανακτόρων ο όποιος κατάφερε να φτάσει στο αξίωμα τα υπάτου, του κορυφαίου δηλαδή κρατικού αξιώματος. Εξαιτίας όμως της σκληρότητας και της φιλαργυρίας του έγινε ιδιαίτερα αντιπαθής από το λαό και μάλιστα ο στρατός απαίτησε από τον αυτοκράτορα να τον θανατώσει. Τότε ο φοβερός αυτός διώκτης των χριστιανών κατέφυγε στην εκκλησία για να σωθεί από το φρικτό τέλος που τον περίμενε. Ο Χρυσόστομος τον δέχτηκε και αρνήθηκε να παραδώσει τον υπόδικο στους στρατιώτες που είχαν κυκλώσει το ναό. Στο μεταξύ ο λαός είχε σπεύσει να αντικρίσει τον πρώην παντοδύναμο διώκτη να τρέμει μπροστά στο Ιερό θυσιαστήριο.


Πολλοί από τους χριστιανούς επιθυμούσαν την παράδοσή του στην εξουσία, ώστε να τιμωρηθεί όπως του άξιζε. Τότε ο άγιος με την ομιλία του από τον άμβωνα άδραξε την ευκαιρία και δίδαξε στους χριστιανούς σχετικά με την ματαιότητα των ανθρωπίνων και ταυτόχρονα κίνησε τις καρδιές τους σε έλεος απέναντι του αξιολύπητου αξιωματούχου. Μόνο ένας Χρυσόστομος, ως ρήτορας και ως άγιος, που ήταν θα μπορούσε ταυτόχρονα και να μιλήσει ωμά για το κατάντημα του Ευτροπίου αλλά και να μη φανεί σκληρός. Ο λόγος του μάλιστα προκάλεσε στους πιστούς τη συμπάθεια, την αμνησικακία και την επιθυμία ανταποδόσεως καλού αντί κακού απέναντι του πρώην τυράννου και διώκτη τους. Να σημειώσουμε ότι ο Ευτρόπιος είχε εισηγηθεί και είχε πάρει την έγκριση του αυτοκράτορα την προηγούμενη χρονιά για να ακυρωθεί ο νόμος που όριζε ότι οι ναοί ήταν άσυλα απαραβίαστα.

*****

Σε  όλες τις περιστάσεις, αλλά προ παντός σήμερα είναι επίκαιρο να πούμε· «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Εκκλησιαστής 1, 2). Που είναι τώρα η λαμπρότης του υπατικού αξιώματος; Που τα χαρωπά φώτα; Που τα χειροκροτήματα και οι συνοδείες και οι πολυέξοδες τελετές; Που είναι οι στέφα­νοι και τα ακριβά διαμερίσματα; Που ο θό­ρυβος της πόλεως και οι ζητωκραυγές στα ιπποδρόμια και οι κολακευτικές αρχές; Όλα αυτά διάβηκαν.

Φύσηξε αγέρας και με μιας όλα τα φύλλα τα έριξε κάτω, δείχνοντας μας γυμνό το δέντρο και σαλευόμενο από τη ρίζα του. Ήταν τόσο δυνατό αυτό το δρολάπι, που απείλησε να ξεριζώσει το δέντρο και να το διαλύσει ολότελα. Που είναι τώρα οι επίπλαστοι φίλοι; Που είναι τα συμπό­σια και τα δείπνα; Που είναι το μελισσολόι των παρασίτων και το αψύ κρασί που χυ­νόταν ολημερίς και οι ποικίλες τέχνες των μαγείρων και οι υπηρέτες της εξουσίας που μιλούσαν και έκαναν περιποιήσεις με πρό­θυμη καλοσύνη; Νύχτα ήταν όλα εκείνα και όνειρο, και σαν χάραξε η μέρα, αφανίσθηκαν. Ήταν άνθη εαρινά, και σαν πέρασε η άνοιξη, όλα μαράθηκαν. Σκιά ήταν και γοργοπερπάτησε. Καπνός ήταν και διαλύθηκε. Πομφόλυγες ήταν και έσκασαν. Αράχνης ιστός ήταν και έσπασε.

Γι’ αυτό, τούτο τον πνευματικό λόγο ψάλ­λουμε πάνω σ’ αυτά, λέγοντας: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης». Αυτός ο λόγος και στους τοίχους και στα ιμάτια και στην αγορά και στο σπίτι και στους δρόμους και στις πόρτες και στα κατώφλια και προ παντός στη συνείδηση του καθενός διαρκώς πρέπει να είναι γραμ­μένος και νυχτοήμερα να τον μελετάμε. Επειδή η απατηλότης των πραγμάτων και τα προσωπεία και η υπόκρισις από τους πολλούς νομίζονται σαν αλήθεια. Αυτόν τον λόγο πρέπει πάντα και όλες τις ώρες και παντού ο ένας να λέγει στον άλλο και ν’ ακούει από τον πλησίον του: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης».

Δεν σου έλεγα ακατάπαυστα πώς ο πλούτος είναι άστατος; Αλλά εσύ δεν μ’ανεχόσουν. Δεν σου έλεγα ότι είναι αγνώμων δούλος; Αλλά εσύ δεν ήθελες να το παραδεχτείς. Ιδού τώρα τα γεγονότα βοούν ότι όχι μόνο άστατος, όχι μόνο αγνώμων, αλλά και φονιάς είναι γιατί αυτός σε έκαμε να τρέμεις τώρα και να φοβάσαι. Δεν σου έλεγα όταν διαρκώς με απειλούσες, επειδή σου μιλούσα τη γλώσσα της αλήθειας, ότι εγώ σε αγαπώ περισσότερο από τους κόλακες; Ότι εγώ που σε ήλεγχα, ήμουν περισσότερο με το μέρος σου από ό,τι εκείνοι που σου χαρίζονταν; Δεν πρόσθετα σ’ εκείνα τα λόγια μου το ότι είναι καλύτερα τα τραύματα των φίλων από τα πρόθυμα φιλήματα των έχθρων; Αν υπέμενες τα τραύματα μου, δεν θα σου γεννούσαν το θάνατο τα φιλήματα εκείνων·γιατί οι δικές μου πληγές ετοίμαζαν την ανάρρωσή σου, ενώ οι ασπασμοί εκείνων σου ετοίμαζαν την απώλεια.

Πού είναι τώρα οι οινοχόοι; Πού είναι εκείνοι που ξεπηδούσαν μπροστά σου στις αγορές και σε στε­φάνωναν μ’ ένα σωρό εγκώμια; Αποτραβήχτηκαν, αρνήθηκαν τη φιλία, στάθηκαν μακριά από την αγωνία σου, για να σωθούν. Αλλά εγώ δεν κάνω το ίδιο. Δεν σε προσπέρασα αδιάφορος. Έπεσες και σε περιμαζεύω και σε φροντίζω. Η Εκκλησία που πολέμησες άνοιξε την αγκαλιά της και σε δέχθηκε· τα θέατρα που ενίσχυσες και που για χάρη τους συχνά αγανακτούσες εναντίον μας, σε πρόδωσαν και σε άφησαν να πεθάνεις. Αλλά εμείς δεν είχαμε πάψει να σου λέμε πάντα: Γιατί πολιτεύεσαι έτσι; Θέλεις να διαπόμπευσης την Εκκλησία και οδηγείς τον εαυτό σου στο χείλος του κρημνού. Αλλά εσύ δεν τα λογάριαζες. Και τα μεν ιπποδρόμια, αφού σου κατέφαγαν τον πλούτο, ακόνισαν το ξί­φος που θα σε θανάτωνε· η δε Εκκλησία που δέχθηκε την παράλογη οργή σου, κάνει τώρα το πάν για να σε γλυτώσει από τα βρόχια του θανάτου.

Και λέγοντας τώρα αυτά, δεν μπαίνω σε ονειδισμό, αλλά θέλω να κάνω πιο ασφαλείς εκείνους που σε τριγυρίζουν εδώ (δηλαδή το εκκλησίασμα) δεν αναξέω τα έλκη του τραυματισμένου, αλλά θέλω να φυλάξω σε υγεία εκείνους που ως τώρα δεν λαβώθηκαν· δεν καταποντίζω το ναυαγό, αλλά θέλω εκείνους που πλέουν με πρίμο αγέρα να τους διδάξω πώς να μη βουλιάξουν. Και πώς θα γίνει αυτό; Αν νιώσουμε τις μεταβολές των ανθρωπίνων πραγμάτων. Γιατί κι αυτός, αν είχε φοβηθεί αυτές τις μεταβολές, δεν θα τον εύρισκαν. Αλλ’ επειδή αυτός ούτε από τον εαυτό του ούτε από άλλους γινόταν καλύτερος, εσείς λοιπόν που είστε πνευματικά πλούσιοι, πάρτε ένα κέρδος ακόμη από τη συμφορά του· γιατί, δεν είναι τίποτε πιο τιποτένιο από τα ανθρώπινα πράγματα. Όπως και να τα ονομάσει κανείς, η πραγματικότης θα είναι ισχυρότερη. Αν καπνό, αν χόρτο, αν όνειρο, αν εαρινά άνθη, αν ο, τιδήποτε τα ονομάσει, πολύ πιο άστατα κι εφήμερα είναι και πιο τιποτένια από το τίποτε. Και ότι μαζί με την ευτέλεια έχουν και το απόκρημνο, γίνεται φανερό από τούτη την περίπτωση. Ποιος ήταν ψηλότερα απ’ αυτόν εδώ τον άνθρωπο; Δεν θάμπωσε όλη την οικουμένη με τα πλούτη του; Αλλά ιδού που κατάντησε πιο αξιολύπητος κι από τους δεσμώτες, πιο ταπεινωμένος κι από τους δούλους, πιο άνεχος κι από εκείνους που πεθαίνουν της πείνας, βλέποντας κάθε μέρα γύρω του ξίφη γυμνωμένα και βάραθρα και δήμιους και σύρσιμο στο θάνατο. Και δεν ξέρει, δεν έχει την ευχαρίστηση να ξέρει τουλάχιστον πότε θα πεθάνει, αλλά μέσα στο καταμεσήμερο βρίσκεται σε σκοτάδι πυκνό. Όσο κι αν προσπαθήσω δεν θα μπορέσω να παραστήσω με τον λόγο την αγωνία του, την αγωνία του να περιμένει κάθε ώρα και στιγμή το θάνατο. Αλλά τι χρειάζονται τα λόγια μου, όταν ο ίδιος είναι εικόνα και υπογραφή των όσων λέγω; Χθες, όταν ήλθαν σ’ αυτόν από το παλάτι για να τον πιάσουν, έτρεξε στον ιερόν αυτόν τόπο με παγωμένη όψη που και τώρα εξακολουθεί να είναι τέτοια· τα δόντια του χτυπούν, τρέμει και λύνεται το κορμί του, η φωνή του ράγισε, παράλυσε η γλώσσα του κι όλα πάνω σ’ αυτόν δείχνουν μια ψυχή παγωμένη.

Και τα λέγω αυτά όχι ονειδίζοντας, όχι μπαίνοντας αδιάκριτα στη συμφορά του, αλλά θέλοντας να μαλακώσω τη δική σας καρδιά και να σας παρακαλέσω έλεος και να σας πείσω ότι αρκετή στάθηκε γι’ αυτόν η τιμωρία. Υπάρχουν ανάμεσα μας άσπλαχνοι και άδικοι, που θα κατηγορήσουν και μένα γιατί τον δέχθηκα πεσμένο μπροστά στο ιερό βήμα θέλοντας, λοιπόν, με τα λόγια μου να μαλακώ­σω και ν’ αλλάξω την απανθρωπιά τους, γι’ αυτό διαδηλώνω τη συμφορά του άνθρωπου εδώ.

Για τι πράγμα αγανακτείς, αγαπητέ; πες μου. Γιατί -λέγει- στην Εκκλησία κατέφυγε εκείνος που ασταμάτητα την πολεμούσε. Μα γι’ αυτό ακριβώς έπρεπε περισσότερο να δοξάζεις το Θεό, που τον άφησε να έλθει σε τέτοια ανάγκη, ώστε και τη δύναμη της Εκκλησίας και τη φιλανθρωπία της να μάθει. Τη δύναμη, βλέποντας πώς έπεσε ενώ θαρρούσε ότι ήταν νικητής της· τη φιλανθρωπία, βλέποντας πώς η Εκκλησία που πολεμήθηκε απ’ αυτόν τώρα βάζει ασπίδα να τον προστατέψει και τον δέχεται κάτω από τις πτέρυγες της και τον ασφαλίζει ολότελα και χωρίς να μνησικακήσει για ό,τι εκείνος έπραξε εναντίον της, του άνοιξε την αγκαλιά της με μητρική στοργή.

Αυτό είναι τρόπαιο απ’ όλα τα τρόπαια λαμπρότερο, αυτό είναι νίκη περιφανής, αυτό ντροπιάζει και καταισχύνει ειδωλολάτρες και Ιουδαίους, αυτό είναι φως θριάμβου στο πρόσωπο της Εκκλησίας. Γιατί, αφού πήρε αιχμάλωτο τον εχθρό, τώρα τον λυπάται, κι ενώ όλοι τον άφησαν έρημο, αυτή μόνη σαν μητέρα φιλόστοργη κάτω από τα παραπετάσματα της, τον έκρυψε και στάθηκε αντιμέτωπη στη βασιλική οργή, στη μανία του όχλου, στο γενικό, ακράτητο μίσος. Αυτός είναι ο καλύτερος στολι­σμός του θυσιαστηρίου. Ποιος στολισμός -θα πεις- ο ακάθαρτος και ο πλεονέκτης και ο συλητής ν’ αγγίζει το θυσιαστήριο; Μη το λες· επειδή και η πόρνη άγγιξε τα πόδια του Χριστού, η τόσο μιασμένη και ακάθαρτη· και δεν ήταν αυτό λάθος του Χριστού, αλλά θαύμα και ύμνος μέγας· γιατί δεν ζημίωσε τον καθαρό η ακάθαρτη, αλλά τη μιασμένη πόρνη ο καθαρός και άμωμος την καθάρισε με το άγγιγμα. Μη, λοιπόν, μνησικακείς, άνθρωπε. Όλοι είμαστε δούλοι Εκείνου που έλεγε ενώ τον σταύρωναν: «ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,33).

Αλλά θα πεις, ότι αυτός ο άνθρωπος απετείχισε την Εκκλησία ως καταφύγιο που ήταν, με διάφορα διατάγματα και νόμους. Αλλά να που με τα γεγονότα έμαθε το κακό που έπραξε και με την είσοδό του εδώ πρώτος αυτός κατάργησε το νόμο που έκαμε κι έγινε θέαμα οικτρό της οικουμένης κι ενώ είναι βουβός όμως έτσι σαν να μιλά και να φωνάζει: Μη κάνετε τέτοια, για να μη πάθετε τέτοια.

Υψώνεται μες από τη συμφορά του σαν διδάσκαλος και τώρα είναι που ξεπηδά από το θυσιαστήριο μεγάλη λάμψη, φοβερότατο δίδαγμα. Ποιό είναι αυτό; Ότι η Αγία Τράπεζα έχει δεμένο το λιοντά­ρι. Όταν θέλουν να απεικονίσουν τη δόξα ενός βασιλέως, δεν θ’αρκεσθούν να τον παραστήσουν καθήμενο πάνω στο θρόνο και να του φορέσουν την αλουργίδα και να του βάλουν στο μέτωπο το διάδημα. Αλλά θα ζωγραφίσουν επίσης, κάτω από το πόδι του, τους νικημένους βαρβάρους, με δε­μένα τα χέρια πίσω, και τα κεφάλια στο χώμα. Και ότι δεν χρειάζονται λόγια για ένα τέτοιο δίδαγμα, οι ίδιοι το παραδέχεσθε με τη βία με την οποία όλοι τρέξατε εδώ για να δείτε το θέαμα. Σήμερα η Εκκλησία είναι γεμάτη και λαμπροφόρος. Όσο λαό έβλεπα το Πάσχα συναθροισμένο εδώ, βλέπω και σήμερα. Αυτός ο άνθρωπος αν και αμίλητος, όλους σας κάλεσε, σαλπίζοντας μες από το γεγο­νός το ίδιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Και κόρες τους θαλάμους, και γυναίκες τους γυναικωνίτες, και άντρες την αγορά άδειασαν και τρέξατε όλοι εδώ, για να δείτε την ανθρώπινη φύση ελεγχόμενη κι από τα εφήμερα αγαθά απογυμνωμένη και το χθεσινό ξετσίπωτο πρόσωπο, που άστραφτε από αναίδεια, πλυμένο από το σφουγγάρι της ντροπής των πραγμάτων και ξεβαμμένο από τα ψιμύθια ολότελα. Γιατί η καλοπέραση που δίνουν οι πλεονεξίες είναι πρόστυχη προσωπίδα σαν γραϊδίου όψης βαμμένη.

Αυτού του καταντήματος είναι μεγάλη η ευγλωττία· τον άνθρωπο που έλαμπε και φαινόταν από παντού, τον έκαμε να είναι τώρα ο πιο αδύνατος από όλους.

Αν πλούσιος μπει εδώ, μεγάλο θα είναι το κέρδος που θα πάρει. Γιατί, βλέποντας από τι ψηλή κορφή κρημνίσθηκε εκείνος που έσειε την οικουμένη όλη, και πώς τώρα είναι ζαρωμένος και δειλότερος από λαγό και βάτραχο, και χωρίς δεσμά σ’ αυτή την κολόνα κολλημένος και αντί με αλυσίδα από το φόβο σφιγμένος γύρω της και τρέμοντας, τότε ο πλούσιος θα αισθανθεί μέσα του να πέφτει ο πυρετός της απληστίας, να σωριάζεται ο εγωισμός του, κι αφού φιλοσοφήσει όπως πρέπει πάνω στ’ ανθρώπινα, θα φύγει από την εκκλησία έχοντας μάθει από τα πράγματα εκείνα που με λόγια διδά­σκουν οι άγιες Γραφές, ότι δηλαδή· «πᾶσα σάρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπε» (Ησ. 40, 6-7). Επίσης «ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται» (Ψαλμ. 36, 2). Επίσης «ὅτι… ὡσεὶ καπνὸς αἱ ἡμέραι (αυτού)» (Ψαλμ. 101, 4) κ.τ.λ.

Αν πάλι μπει εδώ ο φτωχός και υψώσει τα μάτια του σ’ αυτόν τον άνθρωπο, δεν θα λυπηθεί τον εαυτό του ούτε θα στενοχωρηθεί για τη φτώχεια του. Αλλά θα αισθανθεί ευγνωμοσύνη στη φτώ­χεια του, γιατί του είναι άσυλο και λιμάνι ακύμαντο και τείχος ασφαλές. Και βλέποντας ό,τι βλέπει, θα προτιμήσει χίλιες φορές να μείνει εκεί που βρίσκεται παρά ν’αποκτήσει για λίγο τον κόσμο ολόκληρο κι ύστερα να κινδυνεύει να χάσει και την ίδια του τη ζωή.

Βλέπεις ότι όχι μικρή η ωφέλεια είναι και στους πλουσίους και στους φτωχούς και στους ταπεινούς και στους δοξασμένους και στους δούλους και στους ελευθέρους από μια τέτοια εδώ καταφυγή. Βλέπεις πώς γιατρεύεται ο καθένας μόνο και μόνο που είδε αυτό το θέαμα.

Άρα σας μαλάκωσα το πάθος, σας ξερίζωσα την οργή; Άρα σας έσβησα την απανθρωπιά; Άρα σας οδήγησα σε συμπάθεια; Νομίζω πώς το πέτυχα και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Μου το δείχνουν τα πρόσωπα σας και οι πηγές των δακρύων σας. Αφού, λοιπόν, η πέτρα έγινε χώμα παχύ και μαλακό, εμπρός ας βλάστηση το έλεος, ας κυματίσουν τα στάχυα της συμπαθείας μας κάτω από τα μάτια του Θεού κι ας πέσουμε στα γόνατα μπροστά στον βασιλέα, η μάλλον ας παρακαλέσουμε τον φιλάνθρωπο Θεό να μαλακώσει το θυμό του βασιλέως, να κάνει απαλή την καρδιά του και να μας δώσει ολόκληρη τη χάρη που θα του ζητήσουμε. Και ήδη, από τη μέρα εκείνη που αυτός κατέφυγε εδώ, δεν σημειώθηκε μικρή μεταβολή στις διαθέσεις του βασιλέως. Γιατί, σαν έμαθε ο βασιλεύς πώς κα­τέφυγε σε τούτο το ιερό άσυλο, έβγαλε λόγο μακρό μπροστά στο στρατόπεδο, που του ζητούσαν να τον αποκεφαλίσει εξαιτίας των εγκλημάτων του, και γαλήνευσε τον στρατιωτικό θυμό. Και είπε ότι δεν πρέπει μόνο τα φταιξίματα, αλλά και τα κατορθώματα του να λογαριασθούν, δείχνοντας έτσι ότι ένιωθε την αγανάκτηση τους, αλλά και ανθρώπινη κατανόηση. Κι όταν πάλι ήλθαν έως εδώ για να εκδικηθούν τον βασιλέα τους, μ’ άγριες φωνές και έξαλλες χειρονομίες και σείοντας τα δόρατα, αυτός εδώ αφήνοντας να ρέουν τα δάκρυα από τα ημερότατα μάτια του και δείχνοντας τους την ιερά τράπεζα όπου είχε καταφύγει, κόπασε την οργή τους.

Αλλ’  ας προσθέσουμε κι εμείς τώρα τη δική μας συμπεριφορά. Ποιας συγχωρήσεως θα είσαστε άξιοι, αν ο βασιλεύς που υβρίσθηκε δεν μνησικακεί, και σεις που τίποτε τέτοιο δεν πάθατε θα φανε­ρώνατε τόση οργή; Και πώς, σαν διαλυθεί αυτή η σύναξη και παύση αυτό το θέαμα, θα προσεγγίσε­τε τα άγια μυστήρια και θα φέρετε στα χείλη σας την προσευχή εκείνη που ο Κύριος μάς πρόσταξε να λέμε: «ἄφες ἡμῖν… (καθώς) καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματ. 6, 12) αν απαιτητέ τιμωρία;

Έκανε μεγάλες αδικίες, προσέβαλε τόσο πολύ; Δεν θα το αρνηθούμε ούτε εμείς. Αλλά τώρα δεν είναι καιρός δικαστηρίου, αλλά ελέους· όχι ευθύνης, αλλά φιλανθρωπίας· όχι ανακρίσεως, αλλά συγχωρήσεως· όχι καταδικαστικής ψήφου, αλλά οίκτου και χάριτος. Ας μη φλογίζεται λοιπόν κα­νένας από οργή, ας μη προβάλλει εμπόδια, αλλά καλύτερα ας δεηθούμε στον φιλάνθρωπο Θεό να δώσει σε τούτο το πλάσμα του προθεσμία ζωής, να εξαρπάσει από τη σφαγή που το απειλεί για να πληρώσει τα φταιξίματα που έκαμε, και όλοι μαζί ας προσέλθουμε στον φιλάνθρωπο βασιλέα, παρακαλώντας εξ ονόματος της Εκκλησίας, εξ ονόματος του θυσιαστηρίου, να μάς χαρίσει αυτό τον άνθρωπο που πρόσπεσε στην άγια Τράπεζα.

Αν το πράξουμε αυτό, και ο βασιλεύς θα το δεχθεί και ο Θεός πριν και πάνω από τον βασιλέα θα το επαινέσει και μεγάλη αμοιβή θα μάς αποδώσει για τη φιλανθρωπία που θα δείξουμε. Γιατί, καθώς αποστρέφεται και μισεί τον ωμό και απάνθρωπο, έτσι στον ελεήμονα και φιλάνθρωπο είναι προ­σηνής και γεμάτος φίλτρο. Και αν μεν αυτός είναι δίκαιος, του πλέκει λαμπρότερα στέφανα· αν δε αμαρτωλός, παρατρέχει τα αμαρτήματα, αμείβοντας τη συμπάθεια που έδειξε ο αμαρτωλός, στον συναμαρτωλό του. Γιατί λέγει «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Πρ. Ωσηέ 6,6 και Ματ. 9,13). Και παντού της Γραφής βλέπει το Θεό να ζητά ακριβώς αυτό και να το λέγει λύση των αμαρτημάτων.

Έτσι λοιπόν, κι εμείς τώρα θα τον κάνουμε ίλεω, έτσι θα λύσουμε και τα δικά μας φταιξίματα, έτσι θα στολίσουμε την Εκκλησία, έτσι και ο φιλάνθρωπος βασιλεύς θα μάς επαινέσει, καθώς είπα προ­ηγουμένως, και όλος ο λαός θα μάς χειροκροτήσει και τα πέρατα της οικουμένης θα μάθουν τη φιλανθρωπία και την ημερότητα της πόλεως αυτής, και θα γεμίσει η γη από το κήρυγμα του παρα­δείγματος μας.

Για να απολαύσουμε, λοιπόν, τα τόσα αυτά αγαθά, ας προσπέσουμε, ας παρακαλέσουμε, ας δεηθούμε, ας αρπάξουμε από τα νύχια του κινδύνου τον αιχμάλωτο, τον φυγάδα, τον ικέτη, για να πετύχουμε κι οι ίδιοι των μελλόντων αγαθών, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ
Περιοδική έκδοση Ιερού Ναού  Αγίου Γεωργίου Γιαννιτσών
Τεύχος 21
Νεόμβριος 2010

Friday, 17 January 2014

Γιατί οἱ νέοι φεύγουν ἀπό τήν Ἐκκλησία; Ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος Πορφύριος.


Ὁ ἔπαινος κάνει τούς νέους ἐγωιστές, ἀπροσάρμοστους καί ἄθεους.
Δίδασκε ὁ θεόσοφος Παιδαγωγός Ἅγιος Πορφύριος: «Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ τονίζει ὅτι, ἅμα ἐπαινεῖς ἕναν ἄνθρωπο, τόν κάνεις ἐγωιστή. Ὁ ἐγωιστής εἶναι ὁ μπερδεμένος, ὁ ὁδηγούμενος ὑπό τοῦ διαβόλου καί τοῦ κακοῦ πνεύματος. Ἔτσι, μεγαλώνοντας μέσα στόν ἐγωισμό, ἡ πρώτη του δουλειά εἶναι ν’ ἀρνεῖται τόν Θεό καί νά εἶναι ἕνας ἐγωιστής ἀπροσάρμοστος μέσα στήν κοινωνία».
Νά γιατί εἶναι ἄρρωστη ἡ κοινωνία μας καί ἄθεα τά παιδιά μας. Ἐπειδή ἀπό μικρά τούς τρέφουμε τόν ἐγωισμό, τήν ὑπερηφάνεια πού εἶναι κορυφαία ἀκαθαρσία στόν ἄνθρωπο καί ἁμαρτία. Γίνονται ἔτσι τά παιδιά εὐάλωτα στίς δαιμονικές ἐνέργειες καί ὑποχείρια τοῦ πονηροῦ πνεύματος. Ὁ ἔπαινος δημιουργεῖ μία ψεύτικη μεγάλη ἰδέα στό παιδί γιά τόν ἑαυτό του. Αὐτήν τήν ἰδέα οἱ πατέρες τήν ὀνομάζουν οἴησι καί εἶναι ἡ βαθειά ρίζα τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς ὑπερηφάνειας. Ὁ κόσμος τό ὀνομάζει «ὑπερεγώ». Δίδασκε ὁ Θεόσοφος σύγχρονος Ἅγιος Πορφύριος:
«Ὅταν, λοιπόν, ἐμεῖς στό παιδί μέ τούς ἐπαίνους δημιουργοῦμε αὐτό τό «ὑπερεγώ», τοῦ φουσκώνουμε τόν ἐγωισμό, τοῦ κάνομε μεγάλο κακό. Τό κάνουμε νά γίνεται πιό ἐπιρρεπές στά διαβολικά πράγματα»1. Ἀνοίγουμε τούς «ἀσκούς τοῦ Αἰώλου» καί μετά ἀναρωτιόμαστε γιατί ἔφυγε ἀπό τήν Ἐκκλησία, τό σπίτι, τήν ὑπακοή, τόν σεβασμό πού εἶχε πρός τούς μεγαλυτέρους κ.λ.π.
Ὁ ἔπαινος εἶνα ἕνα ψέμμα γι’ αὐτό καί συνιστᾶ μίμηση τοῦ διαβόλου. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὅ,τι καλό ἔχει τό παιδί μας εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι καλό ἔκανε (ἄν ἔκανε κάτι καλό) εἶναι ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης καί ὄχι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς του ἱκανότητας καί δυνάμεως. Γιαυτό θά πρέπει νά τό παρακινοῦμε σέ ὅλα νά ζητάει τήν Θεία Βοήθεια καί νά ἐμπιστεύεται τήν Θεία Πρόνοια. «Σ΄ ὅλα τά θέματα νά μάθουν τά παιδιά νά ζητᾶνε τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ»2.
Πῶς ἐνθαρρύνουμε τά παιδιά; Θέλει προσοχή, ὅταν ἐνθαρρύνετε τά παιδιά» δίδασκε ὁ σοφός Ἅγιος Παιδαγωγός Πορφύριος. «Στό παιδί δέν πρέπει νά λέτε: «Ἐσύ θά τά καταφέρεις, ἐσύ εἶσαι σπουδαῖος, εἶσαι νέος, εἶσαι ἀνδρεῖος, εἶσαι τέλειος!…». Δέν τό ὠφελεῖτε ἔτσι τό παιδί. Μπορεῖτε ὅμως, νά τοῦ πεῖτε νά κάνει προσευχή. Νά τοῦ πεῖτε: «Παιδί μου, τά χαρίσματα πού ἔχεις, ὁ Θεός σοῦ τά ἔδωσε. Προσευχήσου νά σοῦ δώσει ὁ Θεός τήν χάρι Του». Τοῦτο δῶ εἶναι τό τέλειο»3
Ἄν κάνει κάτι καλό νά μήν τό ἐπαινοῦμε αὐτονομημένα ἀλλά νά δοξάζουμε τό Θεό πού τό βοήθησε καί νά τό παρακινοῦμε καί ἐκεῖνο νά δοξάσει καί νά εὐχαριστήσει τόν Θεό ὁ Ὁποῖος καταδέχθηκε νά ἐνεργήσει μέσα ἀπό αὐτό.
Τό νά ἀποκρύπτουμε τήν πραγματικότητα ἀπό τά παιδιά γιά τόν ἑαυτό τους, εἶναι ἀδικία καί ἀτιμία ἀπό μέρους ἡμῶν τῶν μεγαλυτέρων, τῶν γονέων καί ὅσων ἄλλων ἐμπλέκονται στήν ἀγωγή. «Πρέπει νά πεῖς τήν ἀλήθεια» δίδασκε ὁ Ἅγιος Γέροντας, «νά τή μάθει ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλιῶς τόν ὑποστηρίζεις στήν ἀμορφωσιά του. Ὅταν πεῖς στόν ἄλλο τήν ἀλήθεια, αὐτός κατατοπίζεται, προσέχει, ἀκούει καί τούς ἄλλους, ἐγκρατεύεται. Ἔτσι καί στό παιδί θά πεῖς τήν ἀλήθεια, θά τό μαλώσεις, γιά νά κατατοπισθεῖ ὅτι αὐτό πού κάνει δέν εἶναι καλό. Τί λέγει ὁ σοφός Σολομών: «Ὅς φείδεται τῆς βακτηρίας, μισεῖ τόν υἱόν αὐτοῦ, ὁ δέ ἀγαπῶν, ἐπιμελῶς παιδεύει»4. Ὄχι ὅμως νά τό δέρνεις μέ τή μαγκούρα. Τότε φεύγουμε ἀπό τά ὅρια καί γίνεται τό ἀντίθετο»5.
Ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀσέβεια, ἡ θρασύτης, ἡ σκληρότης, ἡ βλασφημία τῶν παιδιῶν εἶναι καρποί τῆς κακῆς ἀγωγῆς. «Οἱ γονεῖς» παρατηροῦσε ὁ σοφός καί Ἅγιος Γέροντας «εὐθύνονται πρῶτοι γιά τήν ἀποτυχία τῶν παιδιῶν στή ζωή καί οἱ δάσκαλοι καί οἱ καθηγητές μετά. Τά ἐπαινοῦν διαρκῶς. Τούς λένε ἐγωιστικά λόγια. Δέν τά φέρνουν στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τ’ ἀποξενώνουν ἀπ’ τήν Ἐκκλησία. Ὅταν μεγαλώσουν λίγο τά παιδιά καί πᾶνε στό σχολεῖο μ’ αὐτό τόν ἐγωισμό, φεύγουν ἀπ’ τή θρησκεία καί τήν περιφρονοῦν, χάνουν τό σεβασμό πρός τόν Θεό, πρός τούς γονεῖς, πρός ὅλους. Γίνονται ἀτίθασα καί σκληρά καί ἄπονα, χωρίς νά σέβονται οὔτε τή θρησκεία, οὔτε τόν Θεό. Βγάλαμε στή ζωή ἐγωιστές καί ὄχι χριστιανούς»6. Μεγάλο μερίδιο εὐθύνης φέρνει ἡ σύγχρονη ψευτοεπιστήμη πού διαστρέφει καί δέν οἰκοδομεῖ τά παιδιά μέσῳ τῆς διδασκαλίας τῆς ἄθεης ψυχολογίας καί παιδαγωγικῆς. Ὁ διάβολος κρύβεται πίσω της. «Ὁ διάβολος» δίδασκε ὁ σοφός Ἅγιος Παιδαγωγός Πορφύριος «κατόρθωσε νά ἐξαφανίσει τόν ἑαυτό του καί νά κάνει τούς ἀνθρώπους νά χρησιμοποιοῦν ἄλλα ὀνόματα. Οἱ γιατροί, οἱ ψυχολόγοι λένε συχνά, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος πάσχει: «Ἄ, νεύρωση ἔχεις! Ἄ, ἄγχος ἔχεις!» καί τά τοιαῦτα. Δέν παραδέχονται ὅτι ὁ διάβολος ὑποκινεῖ καί διεγείρει στόν ἄνθρωπο τόν ἐγωισμό. Κι ὅμως ὁ διάβολος ὑπάρχει, εἶναι τό πνεῦμα τοῦ κακοῦ»7. Ὁ διάβολος εἶναι ὁ πρῶτος διδάξας τό ψέμμα καί τόν ἔπαινο καί διά τοῦ ἐπαίνου ἔβγαλε τούς Πρωτόπλαστους ἀπό τόν Παράδεισο ὅπως δίδασκε ὁ Ἅγιος Πορφύριος: «Οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, ἦταν ἁπλοί καί ταπεινοί, γι’ αὐτό ζοῦσαν στόν Παράδεισο. Δέν εἶχαν ἐγωισμό… Μετά…ὁ διάβολος κατόρθωσε μέ τόν ἔπαινο καί τούς ἐπλάνησε. Γεμίσανε ἐγωισμό»8. Τά παιδιά δέν πρέπει νά ἀκοῦνε τό «μπράβο» οὔτε νά τό θέλουν. «Ὁ ἔπαινος κάνει κούφιο τόν ἄνθρωπο καί διώχνει τή χάρι τοῦ Θεοῦ»9 ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Καί συμπλήρωνε: «Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μόνο μέ τήν ἁγία ταπείνωση»10. Καί συμπέραινε: «Πρέπει νά μάθομε στά παιδιά νά ζοῦν ταπεινά καί ἁπλά καί νά μή ζητοῦν τόν ἔπαινο καί τό «μπράβο». Νά τά μάθομε ὅτι ὑπάρχει ἡ ταπείνωση, πού εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ζωῆς»11. Καί τῆς ψυχῆς καί τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, θά τολμούσαμε νά συμπληρώσουμε.
Μακάρι τά διδάγματα τοῦ Ἁγίου Παιδαγωγοῦ Γέροντα Πορφύριου νά ἀποτελέσουν ὁδηγητικά σήματα ἀγωγῆς γιά τούς γονεῖς καί ὅλους ὅσους ἀσχολοῦνται μέ τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης.

 
1Ἁγίου Πορφυρίου, Βίος καί Λόγοι, ἔκδοση Ζ΄, σελ. 442.
2 Ὅ.π. σελ. 437.
3Ὅ.π.   σελ. 437.
4Παρ. 13, 24.
5 Ἁγίου Πορφυρίου, Βίος καί Λόγοι, ἔκδοση Ζ΄, σελ. 439.
6Ὅ.π. σελ. 437-438.
7Ὅ.π. σελ. 443.
8Ὅ.π. σελ. 442.
9Ὅ.π. σελ. 441.
10Ὅ.π. σελ. 441.
11Ὅ.π. σελ. 443-444.

Sunday, 17 November 2013

"Περί Ἐκκλησίας - Ἐκκλησία ὁ σκοπός τοῦ παντός καί τό νόημα τοῦ παντός"

 Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς
 
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄχι ἀπλῶς σκοπός καί νόημα ὅλων τῶν ὄντων και ὅλων τῶν κτισμάτων, ἀπό τῶν ἀγγέλων ἕως τῶν ἀτόμων, ἀλλά εἶναι τό μοναδικόν παν-νόημα καί ὁ πανσκοπός των. Εἰς αὐτήν ὄντως ὁ Θεός μῆς ηὐλόγησεν «ἐν πάσῃ εὐλογία πνευματική» (Ἐφ. 1, 3), εἰς αὐτήν μᾶς ἔδωκεν ὅλα τά μέσα διά μίαν ἁγίαν καί ἄμωμον ζωήν (Ἐφ. 1,4), εἰς αὐτήν μᾶς υἱοθέτησε διά τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του (Ἐφ. 1, 5 - 8)· εἰς αὐτήν μᾶς ἀπεκάλυψε τό αἰώνιον μυστήριον τοῦ θελήματός Του (Ἐφ. 1,9), εἰς αὐτήν ἥνωσε τόν χρόνον μέ τήν αἰωνιότητα (Ἐφ. 1, 10) καί προσέφερε τήν δυνατότητα τῆς ἐν-χριστώσεως καί χριστοποιήσεως ὅλων τῶν ὄντων καί κτισμάτων, τήν δυνατότητα τῆς ἐν-πνευματώσεως καί πνευματοποιήσεως, τῆς ἐν-τριαδώσεως καί τριαδοποιήσεώς των (Ἐφ. 1,13-18). Δι' ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό μεγαλύτερον καί ἱερώτερον μυστήριον τοῦ Θεοῦ εἰς ὅλους τούς κόσμους.
Ἐκκλησία το παν-μυστήριον
Ἐν συγκρίσει πρός τά ἄλλα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, αὐτή ἀποτελεῖ τόν Παν-μυστήριον. Ἕκαστον θεῖον μυστήριον ἐντός της εἶναι εὐαγγελισμός καί μακαριότης καί παράδεισος· διότι κάθε ἕνα ἀπ' αὐτά εἶναι πεπληρωμένον μέ τόν Γλυκύτατον Κύριον. Ὁ δέ Γλυκύτατος Κύριος; Μέ αὐτόν ὁ παράδεισος γίνεται παράδεισος καί ἡ μακαριότης μακαριότης· μέ αὐτόν καί διά αὐτοῦ ὁ Θεός εἶναι Θεός καί ὁ ἄνθρωπος ἄνθρωπος, μέ αὐτόν καί δι' αὐτοῦ ἡ Ἀλήθεια εἶναι Ἀλήθεια καί ἡ Δικαιοσύνη Δικαιοσύνη· ἐπίσης καί ἡ Ἀγάπη Ἀγάπη, καί ἡ Ἀγαθότης Ἀγαθότης, καί ἡ Ζωή Ζωή, καί ἡ Αἰωνιότης Αἰωνιότης.
Ἰδού ποῖον εἶναι τό κεντρικόν καί βασικόν εὐαγγέλιον, ἐκ τοῦ ὁποῖου πηγάζει ἀσίγητος παγχαρά δι' ὅλα τά ὄντα καί δι' ὅλους τούς κόσμους: ὁ Θεάνθρωπος καί ἐν Αὐτῷ ἡ Ἐκκλησία Του εἶναι τό πᾶν διά τά σύμπαντα. Καί πῶς νά μήν ὀνομάση κανείς πανευαγγέλιον τήν φανέρωσιν τῆς ἀληθείας τῆς ζωῆς κατά τήν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος αὐτός εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας! Εἰς τήν πραγματικότητα «αὐτός ἐστι πρό πάντων καί τά πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε» (Κολ. 1, 17). Διότι
Αὐτός εἶναι Θεός, Αὐτός Δημιουργός, Αὐτός Προνοητής, Αὐτός Σωτήρ, Αὐτός ἡ Ζωή τῆς ζωῆς, καί τό ὄν τοῦ ὄντος, καί ἡ ὕπαρξις τῆς ὑπάρξεως: «ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα» (Κολ. 1,16).
Αὐτός εἶναι τό τέλος παντός τοῦ ὑπάρχοντος. Ὁλόκληρος ἡ κτίσις ἐδημιουργήθη ὡς Ἐκκλησία, καί ἀποτελεῖ τήν Ἐκκλησίαν, «καί αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας» (Κολ. 1, 18). Πρόκειται περί ἐλλόγου (logosnoj)* παν-ενότητος τῆς κτίσεως καί περί ἐλλόγου παν-τελεολογίας τῆς κτίσεως.
Ἡ ἀμαρτία ἀπέκοψε ἕν μέρος τῆς κτίσεως ἀπ' αὐτήν τήν ἔλλογον πανενότητα καί παντελεολογίαν, καί ἐβύθισεν αὐτό εἰς ἄλογον ἀστοχίαν, δηλαδή εἰς τόν θάνατον, εἰς τήν κόλασιν, εἰς τά βάσανα. Ἕνεκα τούτου ὁ Θεός Λόγος εἰς τόν ἐπίγειον κόσμον μας ἔγινεν ἄνθρωπος καί ἐπραγματοποίησεν ὡς Θεάνθρωπος τήν σωτηρίαν τοῦ κόσμου ἀπό τήν ἁμαρτίαν.
Ὁ σκοπός τῆς Θεανθρωπίνης Του Οἰκονομίας τῆς σωτηρίας εἶναι νά καθαρίση τό πᾶν ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί νά τό ἐπιστρέψῃ εἰς τήν ἔλλογον κατάστασίν του, νά ἀγιάσῃ τό πᾶν, νά τό ἐνσωματώσῃ εἰς τό θεανθρώπινον σῶμα Του, τήν Ἐκκλησίαν καί τοιουτοτρόπως νά ἀποκαταστήσῃ τήν ἔλλογον παν-ενότητα καί τήν ἔλλογον παν-τελεολογίαν.

Ἐκκλησία, παν-μυστήριον τοῦ ἀνθρώπου
Γενόμενος ἄνθρωπος, καί θεμελιώσας τήν Ἐκκλησίαν ἐφ' Ἑαυτοῦ, δι' Αὐτοῦ καί ἐν Αὐτῷ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὡς Θεάνθρωπος ἐμεγάλυνεν εἰς ἄμετρον βαθμόν τόν ἄνθρωπον, ὅπως κανείς ἄλλος πρίν ἤ μετά ἀπό Αὐτόν. Αὐτός ὄχι μόνον ἔσωσε τοόν ἄνθρωπον διά τοῦ θεανθρωπίνου ἔργου του ἀπό τήν ἁμαρτίαν, ἀπό τόν θάνατον καί τόν διάβολον, ἀλλά καί τόν ἀνύψωσε ὑπεράνω ὅλων τῶν ὄντων καί κτισμάτων.
Ὁ Θεός Λόγος δέν ἔγινε οὔτε Θεάγγελος οὔτε Θεοχερουβείμ οὔτε Θεοσεραφείμ, ἀλλα Θεάνθρωπος. Μέ αὐτό ἀνύψωσε τόν ἄνθρωπον ὑπεράνω ὅλων τῶν Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων, ὑπεράνω ὅλων τῶν ὑπερανθρωπίνων ὄντων. Πρός τούτοις, ὁ Κύριος, ὑπέταξεν εἰς αὐτόν τά πάντα διά τῆς Ἐκκλησίας: «πάντα ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ» (Ἐφ. 1, 22).
Ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐν τῇ Ἐκκλησία ὡς Θεανθρωπίνῳ σώματι, αὐξάνει εἰς ὑπεραγγελικά, ὑπερχερουβικά ὕψη. Οὕτως, ὁ δρόμος τῆς ἀναβάσεῶς του καί τελειοποιήσεως εἶναι μακρύτερος ἀπό τόν ἀγγελικόν καί χερουβικόν καί σεραφικόν. Ἐνταῦθα ὄντως πρόκειται περί τοῦ μυστηρίου τῶν μυστηρίων.
Ἄς σιωπήσῃ λοιπόν κάθε γλώσσα διότι ὁμιλεῖ ἡ ἄρρητος καί ἀκόρεστος ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀνείπωτος καί ἀκόρεστος Φιλανθρωπία τοῦ ὄντως μόνου Φιλάνθρωπου Κυρίου Ἰησοῦ! Ἐνταῦθα ἀρχίζουν «ὀπτασίαι καί ἀποκαλύψεις Κυρίου» (Β' Κορ. 12,1) αἱ ὁποῖαι δέν δύνανται νά ἐκφρασθοῦν μέ καμμίαν γλῶσσαν, ὄχι μόνον ἀνθρωπίνην, ἀλλ' οὔτε καί ἀγγελικήν.
Ἐνταῦθα τά πάντα εἶναι ὑπέρ ἔννοιαν καί ὑπέρ λόγον, ὑπέρ τήν φύσιν καί ὑπέρ τήν κτίσιν. Ὁ ποθῶν τό μυστήριον, ἐνταῦθα εὐρίσκει, τό παν-μυστήριον τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ παν-μυστηρίῳ τοῦ Θεανθρώπου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά καί τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ Κεφαλή της.
Μέ ὅλα αὐτά καί διά μέσου ὅλων αὐτῶν ὁ ἄνθρωπος «ἐκκλησιάζεται» καί γίνεται ἐκκλησία, ἀποκτᾶ τήν ἐν-χρίστωσιν καί χριστοποίησιν, τήν ἐν-τριάδωσιν καί τριαδοποίησιν, γίνεται Θεάνθρωπος καί σύσσωμος τοῦ θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. 3, 6), αὐτοῦ τοῦ ἁγιωτάτου καί προσφιλεστάτου μυστηρίου τοῦ Θεοῦ, μυστηρίου τῶν μυστηρίων ἤ μάλλον παμμυστηρίου τῶν παμμυστηρίων.

 Πηγή: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, "Η Ορθόδοξος Εκκλησίας και ο Οικουμενισμός", μετάφρ. Ιερομ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς και ιερομ. Αθανασίου Γιέβτιτς, Έκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη 1974. 

Tuesday, 20 August 2013

Παρουσία καὶ Ἀπουσία,Γέρων Θεόφιλος Παραϊάν

Ἕνας ἀπό τούς μεγάλους γεροντάδες τῶν τελευταίων χρόνων εἶναι καί ὁ ρουμάνος ἱερομόναχος Θεόφιλος. Παρ᾿ ὅτι τυφλός, θαυμαστός γιά τίς πολλές καί μεγάλες του ἀρετές.
Ἄς ἀκούσουμε κάτι ἀπό τόν λόγο του.  

“Ἐγώ ἐπιμένω σέ ὅλους, νά πηγαίνουν, ἄν ὄχι σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες, τουλάχιστον στήν θεία λειτουργία. Καί ἄν συμβεῖ κάποιος νά μήν πηγαίνει στή θεία λειτουργία, οὔτε πού κάθομαι νά συνομιλήσω μαζί του! Γιατί δέν ἔχω νά τοῦ πῶ τίποτε!

Γιά παράδειγμα: Κάποιος, ὅταν τόν ρώτησα τί κάνει τήν ὥρα πού θά ἔπρεπε νά βρίσκεται στήν ἐκκλησία, μοῦ ἀπάντησε: «Βλέπω τηλεόραση»! Καί τότε τοῦ εἶπα: «Πρόσεξε, αὐτό σημαίνει ὅτι μπροστά σου ἔχεις τήν τηλεόραση, ἐνῶ στό Θεό ἔχεις γυρίσει τήν πλάτη σου. Ἄλλαξε λοιπόν. Πήγαινε στήν ἐκκλησία, ὥστε νά ἔχεις μπροστά σου τό Θεό, καί πίσω σου τήν τηλεόραση».

Οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές κάνουν ἀπρόσεκτα κάποια πράγματα. Ἄν ρωτήσεις κάποιον, γιατί δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία, σπάνια θά ἀκούσεις ὅτι δέν πιστεύει καί γι᾿ αὐτό δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία. Στήν πραγματικότητα ὅμως, αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία.

Δέν πηγαίνει, γιατί:
• δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση τοῦ χρειάζεται, γιά νά πάει στήν ἐκκλησία· • δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση χρειάζεται, γιά νά παραμείνει στήν ἐκκλησία· • δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση χρειάζεται, γιά νά παρακολουθεῖ τίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας.  

Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει πρόοδος πνευματική χωρίς ἔργα τῆς πίστης. Ἡ πίστη αὐξάνει μέ τά ἔργα τῆς πίστης.
• Ἄν οἱ πιστοί νηστεύουν, τότε καί οἱ λιγότερο πιστοί πρέπει νά νηστεύουν, γιά νά ἔχουν ἔμπρακτη πίστη πού θά τούς ἐνισχύει στήν πίστη. • Ἄν οἱ πιστοί πηγαίνουν στήν ἐκκλησία, πρέπει καί ὁ λιγότερο πιστός νά πάει, γιά νά ἔχει, ἔστω, μία παρουσία στήν ἐκκλησία!

Κάποιος μοῦ εἶπε:
«Πάτερ, μοῦ λέτε νά πηγαίνω στήν ἐκκλησία. Ἀλλά δέν μπορεῖτε νά φανταστεῖτε, πόσες κακές σκέψεις, πόσα μολυσμένα πράγματα κουβαλάω μέσα μου».

Ξέρω ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολύ διαφορετικοί. Ἀλλά ξέρω καί ὅτι, χωρίς νά πηγαίνεις ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ δωρεά καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖς νά δεχτεῖς χάρη Θεοῦ.

Ἑπομένως: Νά πηγαίνεις ὅπως εἶσαι, ὅσο καί ἄν οἱ σκέψεις σου εἶναι μολυσμένες, ὅσο καί ἄν εἶναι κατώτερες! Νά πηγαίνεις. Διότι μόνον ἔτσι μπορεῖ νά ἔλθει ὁ καιρός πού θά καθαρίσει τό μυαλό σου καί δέ θά ἔχεις πιά τίς βρώμικες σκέψεις πού ἔχεις τώρα μέσα σου.  ]
Ἡ συμμετοχή στίς ἱερές ἀκολουθίες εἶναι μία διδασκαλία, εἶδος σχολείου! Μόνο ὅταν φοίτησα στή Θεολογική Σχολή διαπίστωσα, τί θησαυροί ὑπάρχουν στίς ἱερές ἀκολουθίες.

ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ

Sunday, 18 August 2013

Πώς να (μην) εκκλησιάζεσαι...


Κυριακή σήμερα και πολλοί από τους συνταξιδιώτες μας, το έχουν ανάγκη να εκκλησιάζονται.
Υπάρχει ένας οδηγός παρακάτω, που καθοδηγεί πως να γίνεται η να μην γίνεται.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον από πολλές απόψεις:
Φαίνεσθαι: Στην Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία να ντύνεσαι με κυριλέ-φαρισέ ρούχα για να ανεβάζεις το image σου.
Δωδεκάτη: Τηλεφώνησε το προηγούμενο απόγευμα στο Ναό και ρώτησε – «Τι ώρα βγαίνετε»; Αν πάς πέντε λεπτά πριν από το τέλος θα γλιτώσεις το λούκι της Ακολουθίας χωρίς να νιώθεις ενοχές που δεν εκκλησιάστηκες.
Δίλεπτο: Όταν ρίχνεις τα χρήματα στο παγκάρι νιώσε ελεήμων. Αν ο επίτροπος που βρίσκεται πίσω από το παγκάρι σε κοιτάζει, νιώσε ντροπή και ρίξε κάτι περισσότερο για να μην φανείς φτωχός στα μάτια του. Αν κάνει πως δεν σε προσέχει, ρίξε ένα βαρύ κέρμα για να ακούσει πλούσιο θόρυβο. Αν νιώθεις ένοχος-η για κάτι κακό που έκανες ρίξε ένα ευρώ παραπάνω για εξιλέωση.
Δεκακέρι: Άναψε πολλά κεριά για να ελεηθείς περισσότερο εσύ και οι συγγενείς σου.
Αξιολόγηση: Παρατήρησε προσεκτικά τους πιστούς γύρω σου χωρίς να σε πάρουν χαμπάρι. Αν είσαι άντρας και δεις μια κομψή κοπέλα προκλητικά ντυμένη αφού την κοιτάξεις με λαγνεία, κρίνε μέσα σου το παρουσιαστικό της, αναλογιζόμενος: «πως δεν ντρέπεται να κυκλοφορεί έτσι μέσα στο Ναό!». Αν είσαι γυναίκα αφού ζηλέψεις έλεγξέ την με μια βλοσυρή ματιά για να βγάλεις το άχτι σου. Μετά αντί να παραδεχτείς ότι έπεσες σε κατάκριση αναλογίσου: «σα δε ντρέπεται» και νιώσε πιο ευσεβής από αυτήν.
Κοσμικίλα: Φόρεσε ένα άρωμα πιο δυνατό από το θυμίαμα ώστε να πλημμυρίζει με κατάνυξη όσους είχαν την τύχη να σταθούν πλάι σου.
Μουρμούρα: Να επαναλαμβάνεις κοντά στο αυτί του μπροστινού σου όσα ακούς. Αυτό θα σε βοηθήσει να συμμετέχεις ενεργά στην Ακολουθία. Να μουρμουράς σε διαφορετικό τόνο από τους ψάλτες για να του προσφέρεις πολυφωνικό άκουσμα.
Δικαίωμα: Πίστεψε ότι με το να εκκλησιάζεσαι εξευμενίζεις το Θεό και τον υποχρεώνεις να σε προστατεύει και να συμπαραστέκεται στις δυσκολίες σου.
Θεαθήναι: Αν κάνεις κάποια δωρεά απαίτησε να αναγραφεί το όνομά σου στο αντικείμενο που δώρισες με μεγάλα γράμματα. Αν πρόκειται για εικόνα φρόντισε το όνομά σου να ξεπερνάει σε μέγεθος το όνομα του αγιογράφου αλλά και του αγίου που εικονίζεται. Αφού την πλήρωσες καλό να μείνει αιωνία η μνήμη σου.
Καρέκλες: Αν δωρίσεις κάποιο κάθισμα απαίτησε να σκαλιστεί το όνομά σου με μεγάλα γράμματα ώστε όλοι να ξέρουν πόσο αναπαυτική είναι η γενναιοδωρία σου. Δεν χρειάζεται να κάθεσαι εσύ στη δική σου καρέκλα για να μη σε παρεξηγήσουν αλλά όποτε πηγαίνεις στο Ναό να περνάς από κοντά για να διαβάζεις το όνομά σου και να καμαρώνεις. Αν το όνομα του δωρητή ανήκει σε κάποιον κεκοιμημένο της φαμίλιας σου …; νιώσε περήφανος για το σόι σου.
Μπλα-Μπλα: Αν συναντήσεις τυχαία κάποιον φίλο ή γνωστό πιάσε την κουβέντα και μην σταματήσεις πριν τελειώσει η Ακολουθία. Η κουβεντούλα στο Ναό ευαρεστεί το Θεό και αναπαύει τους γύρω σου.
Νταβαντούρι: Φρόντισε να εκκλησιάζεσαι μόνο σε κεντρικούς Ναούς τις μεγάλες εορτές ώστε να ενοχλείσαι από τον θόρυβο και την υποκρισία.
Παιδιά: Αν ντρέπεσαι να ξαμολήσεις τα παιδιά σου ανεξέλεγκτα μέσα στο Ναό να παίζουν και να φωνάζουν, ανάγκασέ τα να στέκονται ακίνητα δίπλα σου με ευλάβεια. Αν νιώσουν από νωρίς την καταπίεση όταν μεγαλώσουν θα γίνουν οπωσδήποτε υποταγμένοι, καθωσπρεπικοί ρομπότ-χριστιανοί ή αντιδραστικοί και περιθωριακοί αρνησίθεοι.
Σπάσιμο νεύρων: Αν σχηματίζεται ουρά για το προσκύνημα κάποιων ιερών λειψάνων ή θαυματουργής εικόνας πήγαινε να στηθείς και εσύ εκεί. Αν αγανακτήσεις από το συνωστισμό στο Ναό κράτησε την ψυχραιμία σου. Ξέσπασε αργότερα τα νεύρα σου στην οικογένειά σου.
Ταχύτητα: Όταν έλθει η ώρα να μεταλάβεις παραμέρισε τους άλλους για να κοινωνήσεις πρώτος. Έτσι δεν θα χρειαστεί να περιμένεις στην ουρά και θα μειωθούν οι πιθανότητες να κοινωνήσεις μετά από μια γιαγιά που σιχαίνεσαι.
Μόνωση: Αν καθίσει κάποιος δίπλα σου, μην γυρίσεις να τον κοιτάξεις, μην του χαμογελάσεις και μην του πεις καλημέρα. Τράβηξε λίγο την καρέκλα σου παραπέρα και στρέψε τα μάτια σου αλλού για να καταλάβει ότι ενοχλήθηκες.
Κατάληψη: Επειδή κουράζεσαι εύκολα, αν πετύχεις άδειο κάθισμα, πρόλαβε να καθίσεις και κράτησέ το μέχρι το τέλος για πάρτι σου. Αν τα άδεια καθίσματα είναι δύο «πιάσε» το άλλο με το μπουφάν σου για να βάλεις εκεί ένα «πλησίον» της αρεσκείας σου.
Καφενείο: Λίγο πριν τελειώσει η Ακολουθία φύγε ψύχραιμα από το Ναό μη τυχόν και γνωρίσεις κάποιον από την ενορία σου. Αν έχεις δει κάποιο γνωστό σου, περίμενε μέχρι το «δι ευχών» και μετά πλησίασε και πες του με δυνατή φωνή όσα θα του έλεγες αν τον συναντούσες στη Λαϊκή ή στο καφενείο.

ΠΗΓΗ-

Δημήτρης Καραβασίλης

Συγγραφέας

Saturday, 10 August 2013

Ἀπαράδεκτη ἀδικία!

 
Κάποτε ένας άρχοντας καλός και αγαθός, ελεήμων και εύσπλαχνος, θέλησε να κάνει έναν μοναχικό περίπατο στο γειτονικό δάσος.
Στον δρόμο που πήγαινε, συνάντησε έναν ζητιάνο με αξιολύπητη εμφάνιση, ο οποίος του ζήτησε ελεημοσύνη.
Τον ευσπλαχνίστηκε και, γενναιόδωρος καθώς ήταν, άδειασε τις τσέπες του στα χέρια του. Είχε πάνω του 168 λίρες. Του έδωσε τις 166 και κράτησε μόνο τις δύο!
Ο ζητιάνος έκθαμβός μπροστά σ’ αυτή τη γενναιοδωρία, τον χιλιοευχαρίστησε , πρόσεξε όμως και τις δύο λίρες  που κράτησε ο άρχοντας.
Μετά από αυτό, ο ελεήμων άνθρωπος συνέχισε τον δρόμο του προς το δάσος.
Ο ζητιάνος, όμως, ο οποίος ήταν μεταμφιεσμένος ληστής, χώθηκε στο δάσος και από άλλον δρόμο του βγήκε μπροστά  κι εκεί  στην ερημιά χτύπησε και σκότωσε τον ευεργέτη του και του πήρε και τις δύο λίρες που είχε κρατήσει!!!
Αγανακτεί κανείς μπροστά σ’ αυτή την αχαριστία και απληστία. Κι όμως, χωρίς να το καταλαβαίνουμε , μπαίνουμε στην θέση αυτού του αχάριστου και άπληστου ληστού!
Ο Πανάγαθος Θεός μας χαρίζει 168 ώρες ζωής την εβδομάδα για να τις αξιοποιήσουμε όπως θέλουμε, και κρατάει για Εκείνον μόνον δύο ώρες, τις ώρες που πρέπει να συμμετέχουμε στην Θεία Λατρεία της Κυριακής, στην Θεία Λειτουργία .                                      
Κι  αυτό,  πάλι για μας.
Για να μας ξεκουράσει ψυχικά, να μας θρέψει με το Πανάγιον Σώμα και Αίμα Του, για να ανανεώσει τις δυνάμεις μας με το ουράνιο οξυγόνο της Χάριτος .
Του τις αφαιρούμε ληστρικά κι αυτές με διάφορες προφάσεις.
Έτσι αδικούμε τον Πανευεργέτη μας  και Σωτήρα μας Χριστό, αλλά κυρίως την ψυχή μας, που την αφήνουμε νηστική από την θεία Χάρι και εξαντλημένη.
 
 
Από το βιβλίο: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ουράνια μηνύματα
Θαυμαστά γεγονότα»
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ
 
ΠΗΓΗ-ΤΗΡΩΝ

Tuesday, 16 July 2013

Πως μπαίνουμε στον Ιερό Ναό;



Του π. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου. Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου, μετόχιον Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους.  Συμβολή στη λογική λατρεία του Θεού, για ενεργό συμμετοχή των πιστών, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 97-106
Όταν αποφασίζουμε να πάμε στον ιερό Ναό[1] πρέπει προκαταβολικά να πιστεύουμε ότι μπαίνουμε σε χώρο ιερό, σε τόπο προσευχής και κατανύξεως, όπου ευρίσκεται και κατοικεί αόρατα ο Θεός, ο Βασιλεύς των Βασιλευό­ντων και ότι κάθε είσοδος μας σε Ναό μας προσθέτει αγια­σμό και Θεία ευλογία.
Αυτό επιβάλλει να μπαίνουμε σιωπηλοί, το βάδισμα μας να γίνεται σεμνά και αθόρυβα, οι κινήσεις μας γενικά πρέπει να δεικνύουν ευλάβεια και ή διάθεση μας να μαρτυρεί διάθεση για λήψη ευλογίας και θείας Χάριτος.

α. Άναμμα του κερι

Εισερχόμενοι στο Ναό κάνουμε το σταυρό μας με μικρή υπόκλιση λέγοντας μυστικώς: «Εισελεύσομαι εις τον οίκον Σου, προσκυ­νήσω προς Ναόν "Αγιόν Σου εν φόβω Σου» (Ψαλ. Έ, 8). Κατευθυνόμαστε, (εάν θέ­λουμε), στο παγκάρι και παίρνουμε 1 ή 2 κεριά (η συνήθεια να ανάβουμε πολ­λά κεριά είναι λανθασμένη νοοτροπία και δημιουργεί προ­βλήματα). Ένα προς τιμή τού Χρίστου, της Παναγίας και των Αγίων Του και ένα για τη σωτηρία των ψυχών των δικών μας ζώντων και τεθνεώτων (ή ένα για όλα). 
Έτσι θα χωρεί το μανουάλι τα κεριά όλων, θα καίο­νται περισσότερη ώρα και δεν θα μπαίνει σε πειρασμό ο Νεωκόρος να τα μαζεύει γρήγορα (για... απόκερα!) πριν καούν. Και όταν το ανάβουμε με πολλή ευλάβεια, προσευχόμενοι μπορούμε να λέμε: «Χριστέ μου, Συ είσαι το Φως τού κόσμου. Βοήθησέ με ώστε και η ζωή μου να λιώνει από αγάπη προς τον πλησίον μου και να φωτίζει σαν το τα­πεινό φως αυτού του κεριού»[2].

β. Προσκύνηση των Αγίων Εικόνων

Στη συνέχεια κατευθυνόμαστε στα προσκυνητάρια, κάνουμε μία η τρεις μικρές μετάνοιες με σταυρό, (εάν έχει κόσμο τις μετάνοιες τις κάνουμε ενωρίτερα πριν έρθει η σειρά μας για να μην καθυστερούμε τους άλλους) και ασπαζόμαστε τις Άγιες εικόνες (ή τα Άγια λείψανα). Συγχρόνως λέμε την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», ή «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», ή «Άγιε τού Θεού (τάδε), πρέσβευε υπέρ ημών» ή και ό,τι άλλο επιθυμεί ο καθένας. Ακολούθως οπισθοχωρούμε από τα πλάγια, χωρίς να στρέφουμε τα νώτα μας προς τα Άγια και χωρίς να δημιουργούμε πρόβλημα στους επόμενους που και αυτοί θα προσκυνήσουν.
 
γ.  Η αμφίεση

Δεν εισερχόμεθα στους Ναούς με οποιαδήποτε αμφίεση, ή με την αμφίεση της ώρας εκείνης που βρεθήκαμε μπροστά στο Ναό[3]. Η ακατάλληλη αμφίεση δεν δείχνει σεβασμό ούτε εκτίμηση, αλλά μάλλον περιφρόνηση. Εάν κάνεις δεν το νιώθει αυτό και έχει αντίθετη άποψη, πρέπει να γνωρίζει ότι την ενδυμασία δεν την καθορίζουν οι επι­σκέπτες, αλλά ο Οικοδεσπότης. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο στην Εκκλησία, αλλά και στην καθημερινή ζωή και πράξη. Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, τι όφελος θ' αποκο­μίσουμε από τις προσευχές μας, εάν με ακατάλληλη ενδυ­μασία εισέλθουμε στο Ναό;
Ο Θεός βέβαια δεν έχει ανάγκη από τον τρόπο της αμφίεσης μας, διότι ενδιαφέρεται για την εσωτερική κατά­σταση της ψυχής μας, αλλά εμείς έχουμε ανάγκη και πρέ­πει να παρουσιαστούμε με τρόπο που δείχνει το σεβασμό που κατά βάθος έχουμε: και προς τον ιερό χώρο και προς τον Θεό. Μπαίνουμε με οποιαδήποτε αμφίεση, (π.χ. Με κο­ντό παντελονάκι), στο γραφείο τού Υπουργού η τού Στρα­τηγού για να ζητήσουμε μετάθεση τού παιδιού μας;[4]
Μερικές μάλιστα γυναίκες εισέρχονται στους  Να­ούς με παντελόνια, με εξώπλατα, αμάνικα φορέματα η σούπερ μίνι φούστες και έχουν σκοπό να κοινωνήσουν ή να εξομολογηθούν. Εφ' όσον η Εκκλησία, βάσει της Αγίας Γραφής (Δευτερονόμιον κβ', 5), δεν δέχεται αυτή την αμ­φίεση, γιατί εσύ επιμένεις στην άποψη σου και θέλεις ο Θεός να αλλάξει το Νόμο Του; Γιατί θέλεις να σκανδαλί­ζεις με την αμφίεση σου τον κόσμο; Δεν έχεις τόσες και τό­σες ενδυμασίες για τις διάφορες ώρες και εποχές του έτους; Κάνε και μία η δυο ενδυμασίες για τον Χριστό και την Παναγία! Αξίζει τον κόπο και θα έχεις και ευλογίες!
Εάν πάντως θελήσεις από εσωτερική ανάγκη να μπεις στο Ναό να προσευχηθείς με ακατάλληλη ενδυμασία, μην εισέρχεσαι μέσα στον κυρίως Ναό. Σταμάτα στον πρόναο η Νάρθηκα. Άναψε το κερί σου κάνε εκεί την προσευχή σου και ο Θεός, που βλέπει την εσωτερική σου διάθεση, το σεβασμό σου αυτό, αλλά και την ανάγκη σου, θα σε ακούσει και θ' ανταποκριθεί περισσότερο στα αιτήματά σου. 

δ. Οι θόρυβοι κατά την είσοδο

Μερικές φορές τα τακούνια των υποδημάτων δημι­ουργούν θόρυβο κατά τη μετακίνηση, ιδίως σε σκληρό δά­πεδο.
Χρειάζεται λοιπόν προσοχή. Διότι εισερχόμενοι στο Ναό, μερικές φορές με κάποια αμηχανία η απρόσεκτα και συνηθισμένοι εμείς στο θόρυβο αυτό, που δεν μας κάνει εντύπωση, δημιουργούμε σοβαρό πρόβλημα στους υπόλοι­πους εκκλησιαζομένους. Εάν μάλιστα η στιγμή της εισό­δου μας συμπέσει με κάποια στιγμή που δεν ακούγονται ψαλμωδίες, (οι όποιες καλύπτουν συνήθως τους άλλους θορύβους), η είσοδος μας δεν γίνεται μόνο αισθητή, αλλά και πολύ ενοχλητική. Ομοιάζει σαν να κάνουμε επίδειξη, (προσέξτε με, μπαίνω!), ή σαν να παρελαύνουμε σε εθνική εορτή, (αλλά μέσα στην Εκκλησία!). Μη γένοιτο! Καλό είναι λοιπόν μαζί με την ενδυμασία να έχουμε και ιδιαίτε­ρα υποδήματα, αθόρυβα για τον Εκκλησιασμό μας, ή να περπατάμε προσεκτικά, αθόρυβα.
Εάν κάνει ζέστη, δεν χρησιμοποιούμε «βεντάλια»· είναι ασεβές, ενοχλητικό και δείχνει πρόσωπα με έλλειψη υπομονής και θυσίας. Δεν αναστενάζουμε, ούτε βγάζουμε άναρθρες κραυγές. Δεν σιγοψάλλουμε, (εκτός εάν αυτό έχει επιτραπεί, σύμφωνα με την αρχαία συνήθεια, η οποία όμως σήμερα δυστυχώς δεν είναι εφικτή), διότι είναι ενοχλητικό για τους διπλανούς μας. Δεν επαναλαμβάνουμε (μερικές μάλιστα φορές προτρέχοντας), τα λόγια τού ιερέα, (είναι επίδειξη ή λανθάνων εγωισμός...). Δεν κάνουμε κάθε τόσο μετάνοιες, ούτε συνεχή σταυροκοπήματα (αυτά είναι προτιμότερο να τα κάνουμε στο σπίτι μας, όπου κα­νείς δεν μας παρεξηγεί και κανένα δεν ενοχλούμε).
Όταν φέρνουμε στο Ναό τις προσφορές μας (πρό­σφορα, λάδι κλπ.) δεν κάνουμε θόρυβο, ιδιαίτερα με τις πλαστικές σακουλές, οι οποίες αναδιπλούμενες είναι (για τους άλλους) πολύ ενοχλητικές. Εάν φθάσουμε στο Ναό καθυστερημένα, είναι προτιμότερο να τα παραδίνου­με στους υπεύθυνους μετά την Ακολουθία από την αριστερή θύρα (τη βόρεια) του αγίου Βήματος, χωρίς να μπαίνουμε μέσα, είτε άνδρες, είτε γυναίκες.

ε. Η προσωπική περιποίηση

Όταν κανείς πρόκειται να μεταβεί στην Εκκλησία, προετοιμάζεται ψυχικώς αλλά και σωματικώς από πλευ­ράς εμφανίσεως. Η σπουδαιότερη προετοιμασία, φυσικά είναι η πρώτη, η ψυχική. Ακριβώς όμως γι' αυτό το λόγο πρέπει κανείς πολύ να προσέξει τη δεύτερη. Επειδή ο Χριστός θέλει να Τον αγαπούμε με όλη μας την καρδιά και την ψυχή και τη διάνοια, πρέπει αυτό να το επιδιώκουμε και να το ζούμε. Εάν μια νέα η μια κυρία το πρωί της Κυ­ριακής κάθεται στον καθρέπτη «ώρες ολόκληρες» περιποιούμενη το πρόσωπο και τα μαλλιά της και στη συνέ­χεια αλλάξει και ψάχνει να βρει την καταλληλότερη φορε­σιά της, αυτό δείχνει ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για το πώς θα εμφανιστεί στον κόσμο και για το τι θα πει ο κό­σμος γι' αυτήν, παρά για τον Χριστό! Αυτή η περιποίηση αποδεικνύει ακόμη χειρότερη εσωτερική κατάσταση, εάν η Χριστιανή αυτή πρόκειται και να κοινωνήσει!
Εάν πάλι μια γυναίκα, πηγαίνοντας στην Εκκλησία την Κυριακή το πρωί, βάφεται (στα μάτια, χείλη, νύχια, πρόσωπο κλπ.), πρέπει να καταλάβει ότι όλα αυτά δεν έ­χουν σχέση με ό,τι ζητά ο Κύριος. Δεν πάει κανείς να προ­σκυνήσει ή να κοινωνήσει με βαμμένα χείλη. Πρέπει να σκεφτεί ότι με την πράξη της αυτή δεν γνωρίζει τι ζητά και τι κάνει, ενώ συγχρόνως λερώνει με τα βαψίματά της τις εικόνες, τη λαβίδα και το μάκτρο.

στ. Η θέση που θα σταθούμε 

Μετά την προσκύνηση των Αγίων εικόνων, αθόρυβα, χωρίς να ομιλούμε, χωρίς να χαιρετούμε η πολύ χειρότερα, χωρίς ν' ασπαζόμαστε τους γνωστούς που βλέπουμε μέσα στο Ναό, πηγαίνουμε και καταλαμβάνουμε μία θέση.
Εάν έχουμε ορθό εκκλησιαστικό φρόνημα, που είναι φρόνημα ταπεινό, με συναίσθηση της αναξιότητας και αμαρτωλότητας μας, δεν ψάχνουμε να βρούμε μια θέση στην πρωτοκαθεδρία. Το ταπεινό φρόνημα μας κάνει να θέλουμε να κρυφτούμε πίσω από τους άλλους και όχι να πιάσουμε μία θέση μπροστά, από τις πρώτες. Εάν την ώρα αυτή που μπαίνουμε στο Ναό συμπέσει να διαβάζεται ο Εξάψαλμος του Όρθρου ή το ευαγγέλιο, σταματάμε την κίνησή μας στην είσοδο του κυρίως Ναού. Από τη θέση αυτή παρακολουθούμε την ανάγνωση και μετά το πέρας συνεχίζουμε την κίνησή μας. Έτσι πρέπει, από σεβασμό προς τις ιερές αυτές αναγνώσεις. Αργότερα στη Μεγάλη Είσοδο, δεν γονατίζουμε, διότι τα Τίμια Δώρα δεν έχουν ακόμη καθαγιαστεί γονατίζουμε μόνο στα προηγιασμένα. Στη Θ. Κοινωνία από το «Μετά φόβου...» μέχρι το «Πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν», επειδή ο Χριστός ευρίσκεται μπροστά μας, στην Ωραία Πύλη και κοινωνούν οι πιστοί, δεν είναι σωστό να καθόμαστε. Στεκό­μαστε όρθιοι, όσοι και αν είναι οι μεταλαμβάνοντες. Ας κουραστούμε λίγο. Για το σεβασμό μας αυτό, ο Θεός θα μας ευλογήσει περισσότερο.

ξ. Προσκύνηση των αγίων εικόνων του τέμπλου

Όταν οι ιερείς πρόκειται να λειτουργήσουν παίρ­νουν «Καιρό». Δηλ. Τελούν μυστικά μία σύντομη Ακολουθία έξω από το Άγιο Βήμα, ασπαζόμενοι τις Άγιες εικό­νες του τέμπλου και κατακλείνοντας με μία ευχή ζητώντας κατά κάποιο τρόπο άδεια και ευλογία από τον Θεό, ώστε «ακατακρίτως να εκτελέσουν την αναίμακτον ιερουργίαν». Γι' αυτό μερικοί λένε ότι οι λαϊκοί δεν προσκυνούν τις εικόνες τού τέμπλου. Αυτό μπορεί να γίνει πριν την έναρξη της Ακολουθίας ή μετά το πέρας αυτής. Πρώτα ασπαζόμαστε (στα χέρια ή στα πόδια και όχι στο πρόσωπο) την αγία εικόνα τού Χριστού, (λατρευτική προσκύνηση), μετά την εικόνα της Παναγίας, (τιμητική προσκύνηση). Ασπαζόμαστε πρώτα τον Χριστό Βρέφος και μετά την Παναγία. Ακολουθεί η τιμητική προσκύνηση των αγίων, του Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου δεξιά, του αγίου του Ναού αριστερά. Μετά συνεχίζουμε τις υπόλοιπες εικόνες τού τέ­μπλου, (εάν υπάρχουν). Δεν τις προσκυνούμε όμως κατά τη διάρκεια των ακολουθιών, διότι μοιάζει σαν να γίνεται επίδειξη ευλάβειας και την ώρα της Λατρείας είναι ενοχλητικό και διασπαστικό της προσοχής των πιστών.
 
η. Αναχώρηση από το Ναό

Όταν πάμε να εκκλησιαστούμε, παραμένουμε στο Ναό μέχρι το τέλος της Θ. Λειτουργίας και παίρνουμε αντίδωρο από το χέρι του ιερέα (ο οποίος προ ολίγου είχε πιάσει ολόκληρο το Σώμα τού Χριστού) και συγχρόνως με αυτή την ενέργειά μας λαμβάνουμε και την ευλογία τού Θεού και της Εκκλησίας. Δεν φεύγουμε από την Θ. Λει­τουργία ενωρίτερα από το «Δι' ευχών...» διότι είναι προσβο­λή! Ο Χριστός να θυσιάζεται προσφέροντάς μας το Σώμα και το Αίμα Του και εμείς, φεύγοντας ενωρίτερα, να στρέ­φουμε τα νώτα μας, αδιαφορώντας. Μοιάζουμε σ' αυτή την περίπτωση με τον Ιούδα, που έφυγε από το Μυστικό Δείπνο (την πρώτη Θ. Λειτουργία) ενωρίτερα, για την προ­δοσία! Εάν πάντως είναι απόλυτη ανάγκη, ας αναχωρή­σουμε, όχι την τελευταία ώρα, αλλά ενωρίτερα, τότε που κατ' οικονομία επιτρέπεται: πριν αρχίσει το Μυστήριο, δηλαδή Μετά το «Πιστεύω». Μετά το «Δι' εύχων..» και τη λήψη του αντίδωρου, σιωπηλοί εξερχόμαστε του Ί. Ναού, χωρίς να αρχίζουμε μέσα στο Ναό τους χαιρετισμούς, ασπασμούς και συζητήσεις με τους γνωστούς και συγγενείς μας. Είναι πολύ κακή συνήθεια και πρέπει να διορθώσουμε και αυτή την αταξία. Μέσα στο Ναό προ και μετά την Ακολουθία δεν συμπεριφερόμαστε όπως στα κοσμικά σαλόνια. Ο Ιε­ρός Ναός συνεχίζει να είναι οίκος Θεού και μετά τις Ακολουθίες. Εμείς είμαστε οι καλεσμένοι και έχουμε υποχρέ­ωση να σεβαστούμε τον οίκο του Οικοδεσπότη, παρ' ότι δεν ξεχνούμε ότι είναι ο οίκος τού Πατέρα μας· ο μεγαλύτε­ρος σεβασμός δε βλάπτει.

θ. Συνάντηση με Ιερέα

Όταν εισερχόμενοι στον ιερό Ναό συναντηθούμε με τον ιερέα, τον χαιρετούμε εκκλησιαστικά, (όχι κοσμικά). Κάνουμε μικρή μετάνοια (υπόκλιση) χωρίς να κάνουμε το σταυρό μας, λέγοντας «Ευλόγησον Πάτερ» η «την ευχή σας Πάτερ» (η Δέσποτα, εάν είναι επίσκοπος) η «Ευλογείτε» και φιλούμε το χέρι του. (Τα ίδια ισχύουν και σε περίπτω­ση που συναντήσουμε γνωστό μας Ιερέα στο δρόμο). Και αυτός απαντά ευλογώντας μας: «Ευλογία Κυρίου» ή «του Κυρίου» ή «ο Κύριος». Μετά το διάλογο, υποχωρώντας (οπισθοβάτως) πράττουμε και λέγουμε ό,τι και κατά την αρχική συνάντηση.
 
ι. Είσοδος στο Ιερό Βήμα 

Κατ' αρχήν απαγορεύεται η είσοδος στο ιερό Βήμα, βάσει του 69ου κανόνα της Στ' Οικουμενικής Συνόδου για τις γυναίκες παντελώς και για τους άνδρες, εφόσον δεν έχουν άδεια η κάποια απόλυτη ανάγκη. Κατ' οικονομία γί­νεται εξαίρεση στις γυναίκες που υπηρετούν στους Ναούς, ως νεωκόροι, στις οποίες διαβάζεται ειδική ευχή.
Το ιερό Βήμα είναι τα Άγια των Αγίων, στο οποίο εισέρχονται μόνο οι ιερείς για να τελούν την αναίμακτη θυσία και τις ιερές Ακολουθίες. Στο Βυζάντιο τη διάταξη αυτή σέβονταν ακόμη και οι χρισμένοι Αυτοκράτορες και δεν εισέρχονταν στο ιερό Βήμα.
Όσοι λαϊκοί έχουν την ευλογία να διακονούν τον ιερέα, επίτροποι η μικρά παιδιά πρέπει να αναλογιστούν τη σοβαρότητα και ιερότητα του χώρου και να λάβουν υπόψη τους τις απορρέουσες από το διακόνημά τους αυτό υπο­χρεώσεις. Οι πνευματικοί νόμοι παρ' ότι δεν έχουν εντε­ταλμένους αστυνομικούς για την επίβλεψη και τήρησή τους δεν καταργούνται χωρίς συνέπειες... Δεν είναι δικαιο­λογία αυτό που λένε ή αισθάνονται πολλοί (λαϊκοί αλλά και Κληρικοί): δεν μας βλέπουν, δεν μας ακούνε. Μας βλέ­πει και μας ακούει ο Θεός! Άλλωστε η ιεροπρέπειά μας δεν πρέπει να εξαρτάται από τους άλλους, αλλά από τον τόπο στον οποίο βρισκόμαστε και από τη στάση μας προς αυτόν.
Το ότι οι εισερχόμενοι στο Ιερό Βήμα δεν φαίνονται από το Εκκλησίασμα δεν τους απαλλάσσει από τις υποχρε­ώσεις:
-    της μεγαλύτερης ευλάβειας
-    της σεμνότερης στάσεως
-    της αποφυγής των ομιλιών
-    της αποφυγής των άσκοπων κινήσεων εντός αυτού και προ πάντων και ιδίως
-    τού σεβασμού της μόνιμης παρουσίας του Κυρίου μέσα στο Αρτοφόριο αλλά και ως Αμνού στην αγία Τρά­πεζα μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων.
Όσοι δεν είναι σε θέση και δυσκολεύονται να τηρή­σουν τ' ανωτέρω, είναι προτιμότερο να παραμένουν εκτός του ιερού, στον κυρίως Ναό, για να μην κολάζονται. Διότι είναι τελείως απαράδεκτο ο Κύριος να βρίσκεται δίπλα μας και εμείς να καθόμαστε («σαν να μη συμβαίνει τίποτε»)! Ή να αδιαφορούμε για την ιερότητα της στιγμής του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, της υψώσεως του Αμνού στα «Άγια τοις αγίοις», της ώρας της Μεταλήψεως των ιερέων κλπ.


[1] Εάν μπαίνοντας σε κάποιο Ί. Ναό θέλουμε να μάθουμε ποια ιεροπραξία γίνεται εκείνη την ώρα, ρωτάμε: - Ποια ακολουθία τελείται; Και η απάντηση είναι: -Ή ακολουθία του Εσπερινού ή η ακολουθία του Όρθρου  ή η  Θεία Λειτουργία.

[2] Το μαλακό και, μαλασσόμενο του αγνού κεριού συμβολίζει το εύπλαστο της ψυχής μας πού πρέπει να την διακρίνει, για την ανα­μόρφωση της, η μετάνοια και η υπακοή στο Νόμο του Θεού. Και όπως το κερί λιώνει και φωτίζει συγχρόνως, έτσι και εμείς μέσα στο Ναό και ιδίως έξω από αυτόν πρέπει να «λιώνουμε», θυσιαζόμενοι υπέρ του πλησίον και να τον φωτίζουμε με το παράδειγμα μας χάρη της αγάπης του Χριστού.
[3]  Όταν πρόκειται να κάνουμε κάποιο ταξίδι, σκεπτόμαστε τί θα συναντήσουμε κατά τη διάρκεια του και ανάλογα προετοιμαζό­μαστε. Όταν πρόκειται να πάμε στα βουνά, λέμε: Μπορεί να βρούμε χιόνια, ας πάρουμε αλυσίδες για το αυτοκίνητο, ή και τα σκι μας. Για τη θάλασσα παίρνουμε μαγιό για μπάνιο, ομπρέλα για πιθανή βροχή κλπ. Έτσι ακριβώς ας λέμε: Μπορεί να πάμε σε κάποια Εκκλησία ή μοναστήρι, ας πάρουμε μαζί μας και ανάλογη ενδυμασία! Έτσι δε θα βρεθούμε σε δύσκολη θέση, εάν μεταβούμε για προσκύνημα! Συγχρό­νως, η πρόνοια μας αυτή για σεβασμό των Ιερών αυτών χώρων μας προσθέτει ευλογία και οπωσδήποτε προστασία από ατυχήματα ή άλλες ποικίλες κακοτοπιές. Προσοχή λοιπόν...
[4]  Στα τουριστικά νησιά μας, το καλοκαίρι μεταβαίνουν στους Ιερούς Ναούς ή στις Ιερές Μονές (όπου υπάρχουν) «προσκυνητές» με τελείως ακατάλληλες ενδυμασίες, ακόμη και με «ενδυμασία»... μπάνιου!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...