Showing posts with label π. Ευσέβιος Βίττης. Show all posts
Showing posts with label π. Ευσέβιος Βίττης. Show all posts

Wednesday, 9 April 2014

π. Ευσέβιος Βίττης: Ο άνθρωπος αιχμάλωτος του ζεύγματος ηδονής - οδύνης.

π. Ευσέβιος Βίττης


Αποτέλεσμα της προσκολλήσεως του ανθρώπου στα αισθητά ήταν η εγκατάλειψή του από τον Θεό, που "έθετο σκότος τήν ἀποκρυφήν αὐτοῦ", χάθηκε δηλαδή από το οπτικό πεδίο της ψυχής του ανθρώπου μέσα στο σκοτεινό πέπλο του μυστηρίου. Ο άνθρωπος, βέβηλος τώρα, δεν είχε θέση στο χώρο του αγίου. Αγάπησε τα αισθητά και παραχηρήθηκε να ζει μ' αυτά έχοντας πια ως κύριο ή μάλλον κυρίαρχο όργανο όχι το νου του, αλλά τις αισθήσεις, στις οποίες υποδουλώθηκε ο νους. Τα αισθητήρια του νου αμβλύνθηκαν ως προς τα νοητά και η προσπάθεια προσεγγίσεώς τους έγινε πια προβληματική για τον άνθρωπο.
 
Το πρώτο λοιπόν αποτέλεσμα της στάσεως αυτής του Πρωτοπλάστου ήταν η φυλάκισή του στα αισθητά, η απώλεια του πνευματικού του ορίζοντα, η αναγωγή στον οποίο θα αποτελούσε απ΄ εκεί και πέρα απραγματοποίητο πια όνειρο και με την πιο καλή διάθεση. Ακριβώς δε αυτή η πρώτη κίνηση του ανθρώπου προς τα αισθητά ως απόλυτα υποκατάστατα του υπέρ τα νοητά και υπέρ πάσαν νόησιν Δημιουργού του ήταν η πρώτη παρά φύσιν ενέργειά του. Και η ενέργεια αυτή του ανθρώπου σήμαινε την εμφάνιση στην ψυχή του της παρά φύσιν, της αντίθετης προς τη φυσική του κατασκευή και δημιουργία, ηδονής και της σύστοιχής του ταυτόχρονα αντίρροπης όμως ως προς αυτήν, οδύνης. 

Λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Ο πρώτος άνθρωπος είχε ενεργούμενη μέσα του κατά την ίδια του πρώτη κίνηση προς τα αισθητά δια μέσου των αισθήσεών του την παρά φύσιν ηδονή. Φροντίζοντας στοργικά για τη σωτηρία μας ο Θεός φύτεψε δίπλα της σαν κάποια αντίρροπή της δύναμη την οδύνη. Με την οδύνη ριζώθηκε με πολλή σοφία στη σωματική φύση ο νόμος του θανάτου περιορίζοντας έτσι την παρά φύσιν έφεση και την όλη μανία επιθυμία του νου στην κίνησή της προς τα αισθητά.

Η εμφάνιση της οδύνης ταυτόχρονα με την ηδονή ήταν αιτιώδης και νομοτελής. Την είχε προείπει ο ίδιος ο Θεός στον Πρωτόπλαστο."Εδωσε δε εντολήν Κυριος ο Θεός στον Αδάμ λέγων· “από όλα τα καρποφόρα δένδρα που υπάρχουν στον παράδεισον, σας δίδω το δικαίωμα να τρώγετε. Από το δένδρον όμως της γνώσεως του καλού και κακού δεν πρέπει ποτέ να φάγετε από αυτό. Κατά δε την ημέραν κατά την οποίαν θα φάγετε από τον καρπόν του, θα χάσετε το δικαίωμα της αθανασίας, θα αποθάνετε σωματικώς και θα χωρισθήτε από εμέ, που σας έδωσα την ζωήν”.
 
Η παρακοή του ανθρώπου θα είχε ως συνέπεια το θάνατο υπό πνευματική έννοια αμέσως και υπό σωματική έννοια μέσα στο χρόνο. Προοίμιο και προειδοποίηση του θανάτου θα αποτελούσε πια η οδύνη ως ζωντανό σύμβολό του. Ο Θεός ήταν σαφής στην προειδοποίησή του. Η προειδοποίηση γινόταν τώρα με την παράβαση μια θλιβερή και συνάμα τραγική πραγματικότητα. “Θα πολλαπλασιάσω εις πλήθος πολύ τας λύπας σου, τας θλίψεις και τους στεναγμούς σου. Με πόνους θα γεννάς τα τέκνα σου, θα εξαρτάσαι δε πάντοτε από τον άνδρα σου και αυτός θα είναι κύριός σου”, είπε ο Θεός στην Εύα. Και στον Αδάμ: “επειδή ήκουσες την κακήν συμβουλήν της γυναικός σου και έφαγες από τον καρπόν του δένδρου, εκ του οποίου και μόνου εγώ σου έδωσα την εντολήν να μη φάγης, θα είναι κατηραιμένη η γη εις τα έργα σου. Με λύπην και κόπον θα κερδίζης την τροφήν σου από την γην όλας τας ημέρας της ζωής σου. Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνη η γη και θα τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού. Καθ' όλον το διάστημα της ζωής σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρώγης τον άρτον σου, μέχρις ότου αποθάνης και επιστρέψη το σώμα σου εις την γην, από την οποίαν και έχει πλασθή· διότι χώμα είναι το σώμα σου, στο χώμα θα καταλήξη και χώμα πάλιν θα γίνη”.
 
Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η παρεισαγωγή της οδύνης στη φύση του ανθρώπου ως αντίρροπης ως προς την ηδονή καταστάσεως δεν έχει χαρακτήρα δικανικό -νομικό, δηλαδή "έκανες την παράβαση; άρπαξε τώρα την τιμωρία που σου αξίζει!". Η εισβολή της οδύνης ήταν συνέπεια της απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Θεό. Η συνεχής όμως παρουσία της και ο εγωκεντρισμός της, το μπόλιασμά της, στην ανθρώπινη φύση μόνο από φιλανθρωπία και ελεημοσύνη θεϊκή έγινε.
 
Λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Η ηδονή και η οδύνηδεν υπήρξαν από την αρχή χαρακτηριστικά της φύσεως της σαρκός, γιατί δεν δημιουργήθηκαν μαζί με αυτήν. Η παράβαση όμως είχε ως αποτέλεσμα την επινόηση της ηδονής, που οδηγούσε στη φθορά της προαιρέσεως, και στην καταδίκη σε οδύνη με κατάληξη τη διάλυση της φύσεως. Έτσι η ηδονή κατεργάζεται τον εκούσιο θάνατο της ψυχής και η οδύνη την ατομική φθορά της σαρκός. Προνοώντας δηλαδή ο Θεός έδωσε στη φύση προς κολασμόν της προαιρετικής ηδονής την απροαίρετη οδύνη και το θάνατο που την επακολουθεί.
 
Επικαλούμενος παρόμοια ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης προσθέτει ο ίδιος άγιος: Η ηδονή και η λύπη, η επιθυμία και ο φόβος και τα παρεπόμενά τους, δεν δημιουργήθηκαν από την αρχή στην φύση των ανθρώπων, γιατί αν ήταν αναγκαία, θα αποτελούσαν όρους της υπάρξεως. Υποστηρίζω μαθαίνοντας από τον Μεγάλο Γρηγόριο, τον επίσκοπο Νύσσης, ετούτο· τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν εισαχθεί μεταγενέστερα ως προσφύματα του αλόγου μέρους της φύσεώς μας. Δια μέσου τους έγινε αμέσως μετά την παράβαση ευκρινής και καταφάνερη στον άνθρωπο η ομοιότητά του με τα άλογα ζώα. Επειδή καλύφθηκε η αξία του λόγου του, της λογικής του, από τα γνωρίσματα της μη λογικότητος που τράβηξε επάνω του, έπρεπε να κολασθεί από αυτά η ανθρώπινη φύση, όπως της άξιζε. Με τον τρόπον αυτόν οικονόμησε ο Θεός τη δυνατότητα για τον άνθρωπο να έρθει σε συναίσθηση της λογικής του ιδιοδυΐας.
 
Με την εμφάνιση της οδύνης επήλθε μια αναγκαία ανθρωπολογικά εξισορρόπηση. Η οδύνη αποτέλεσε το φρένο στην ξέφρενη προσπάθεια του ανθρώπου και βοήθεια για τη συνειδητοποίηση και επίγνωση του που θα τον οδηγούσε η ηδονή. Αυτή η ανακοπή της πορείας του ανθρώπου προς τα άνω, το "μη φρονείν τα άνω, αλλά τα επί της γης", για να χρησιμοποιήσουμε αντίστροφα τους λόγους του αποστόλου Παύλου, σήμαινες μια ριζική αλλαγή στην ανθρώπινη φύση, στα βάθη της οποίας, στον "πυθμένα" της, όπως τα ονομάζει ο άγιος Μάξιμος, εγκαταστάθηκε ο θάνατος. Ο τρόπος μεταδόσεως ζωής στον κόσμο αυτόν μεταμορφώθηκε ριζικά και έγινε εντελώς διαφορετικότερος από ό,τι θα γινόταν προπτωτικά. Στο σημειο αυτό εκφράζοντας τη γενικότερη πατερική διδαχή ο άγιος Μάξιμος παρατηρεί τα επόμενα:
 
"Παραβαίνοντας ο προπάτορας Αδάμ τη θεϊκή εντολή έγινε αίτιος παρεισαγωγής άλλης γεννήσεως του ανθρώπου. Η αρχή αυτή έχει ως βασικό της στοιχείο την ηδονή, αλλά καταλήγει στο θάνατο δια μέσου του πόνου. Και επινόησε σύμφωνα με την υποβολή του όφεως την ηδονή που δεν ήταν αποτέλεσμα πόνου, κόπου δηλαδή, που να προηγήθηκε πριν από αυτήν, διαπεραίωνε όμως στον πόνο όλους τους ομοίους του που από αυτόν γεννήθηκαν κατά σάρκα. Επειδή η αρχή της ηδονής υπήρξε άδικη, είχε δικαιολογημένα συνακολούθους όλους τους απογόνους του στο τέλος, που είναι ο δια μέσου του πόνου θάνατος".
 
Και συνοψίζει ο άγιος Πατήρ:
 
"Παραβαίνοντας την εντολή ο Αδάμ, προξένησε το να περιέχει ηδονή ο τρόπος δημιουργίας της ανθρωπίνης φύσεως..... παραβαίνοντας την εντολή η γυναίκα, επέφερε το να αρχίζει με οδύνη η εμφάνιση της ανθρωπίνης φύσεως".
 
Ο άνθρωπος γεννιέται πια έχοντας τις ρίζες του στην εμπαθή ηδονή και στην εξαιτίας του γεγονότος αυτού οδύνη. Τώρα πια γίνεται "παθητός". Υπόκειται με άλλα λόγια στη δημιουργία μέσα του παθών, τα οποία κυριαρχούν αναμφισβήτητα επάνω του. Έτσι μόνιμο μεταπτωτικό του γνώρισμα είναι η "παθητότης". "Γιατί είναι φανερό ότι στην παθητότητα της φύσεως υπάρχει η δύναμη της ηδονής και της οδύνης".
 
Και λοιπόν αρχίζει τώρα πια ο αγώνας του ανθρώπου για την κατακράτηση μόνο της ηδονήςκαι την δια μέσου της κατάλυση της οδύνης.
 
Λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: 

"Θέλοντας να ξεφύγουμε την αίσθηση της οδύνης, καταφεύγουμε στην ηδονή, προσπαθώντας έτσι να γλυκάνουμε τη φύση που την πιέζει βασανιστικά η οδύνη. Φροντίζοντας δε να αμβλύνουμε τα κινήματα της οδύνης ενισχύουμε ακόμα πιο πολύ την εξουσία της μέσα μας, μη μπορώντας να απολαύσουμε καθαρή ηδονή, ξένη από οδύνη και πόνο".
Η προσπάθεια με άλλα λόγια διαχωρισμού ηδονής από την οδύνη μένει τελικά ατελεσφόρητη. Και όμως παρά τις συνεχείς αποτυχίες του δεν παύει ο άνθρωπος να τον επιχειρεί. Η σειρά των αποτυχιών του δεν του ανοίγει τα μάτια ή μάλλον αρνείται ο ίδιος να τα ανοίξει για να δει τι σισύφειο έργο επιχειρεί. Τον τυφλώνει η φιλαυτία του και τον οδηγεί στο αδύνατο και απραγματοποίητο αυξάνοντας τελικά με τον τρόπο αυτόν την οδύνη και την απελπισία του.

Η ανθρωπολογική αλήθειαεν προκειμένω, που πρέπει να χωνέψει καλά ο ίδιος ο άνθρωπος, είναι αυτή που τονίζει ο άγιος Μάξιμος πάλι. 

"Δεν είναι δυνατό να υπάρξει ποτέ ηδονή χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία και της οδύνης. Ο πόνος της οδύνης είναι ανάμεικτος με την ηδονή, έστω κι αν αυτός διαφεύγει την προσοχή εκείνωνπου υποκύπτουν στην ηδονή εξαιτίας της επικρατήσεως του πάθους της. Και αυτό γιατί συνήθως φαίνεται το επικρατέστετο στοιχείο καλύπτοντας την γειτονική αίσθηση. Προσπαθώντας λοιπόν να απολαύσουμε την ηδονή εξαιτίας της φιλαυτίας μας και φροντίζοντας από την ίδια αιτία, τη φιλαυτία, να αποφύγουμε την οδύνη, επινοούμε τελικά τις αναρίθμητες και ανεκδιήγητες αιτίες δημιουργίας παθών μέσα μας.
Πρέπει να γίνει λοιπόν συνείδηση στον άνθρωπο πως η μη άμεση αίσθηση οδύνης κατά την διάρκεια της ηδονής δεν σημαίνει και απουσία της οδύνης. Η οδύνη συνυπάρχει οπωσδήποτε κρυμμένη σε κάποια μυστική πτυχή της υπάρξεως. Η επικράτηση απλώς της ηδονήςδεν επιτρέπει την αίσθηση της οδύνης, όπως ένα δυνατό εύοσμο παρασκεύασμα καλύπτει μια αφόρητη δυσοσμία. Θα έρθει όμως οπωσδήποτε η στιγμή που έτσι ή αλλιώς θα εκδηλωθεί η οδύνη που είναι μάλιστα ασύγκριτα μεγαλύτερης διάρκειας από την ηδονή. Και όσο κανένας επιχειρεί να την απομακρύνει, τόσο και πιο βίαια έρχεται εκείνη. Και όσο φροντίζει να την ξεχάσει, τόσο πιο επίμονα και βασανιστικά τον πιέζει εκείνη για να του υπενθυμίζει την παρουσία της. 
Η φρενίτιδα απαλλαγής με κάθε τρόπο από την οδύνη οδηγεί τελικά στη δημιουργία αναρίθμητης σειράς παθών. Η ηδονή κάνει τον άνθρωπο από φίλαυτο ακόμα πιο φίλαυτο. Και αυτό σημαίνει προσπάθειά του ενισχύσεως και μονιμοποιήσεως της εσωτερικής του ανθρωποκεντρικής αυτονομίας. Αυτό όμως μόνο ως φενάκη μπορεί να χαρακτηρισθεί, γιατί ο άνθρωπος ούτε αυθυπόστατος είναι ούτε αυτάρκης. Πώς θα μπορούσε λοιπόν αν γίνει αυτόνομος;
 
Αλλά και να μπορούσε να γελάσει τον εαυτό του με την φαντασίωση της αυτονομίας, έρχεται η ίδια η πραγματικότητα να καγχάσει εις βάρος του, γιατί η ηδονή είναι θύρα ορθάνοιχτης επεισαγωγής στο "παθητικόν" της ψυχής εσμού παθών, τα οποία καταλύουν και τη λίγη ελευθερία που τυχόν έχει απορροφώντας του και το τελευταίο ίχνος κάθε ζωτικής ικμάδας και "αυτονομίας". Το κράτος της εκούσιας ηδονής και της ακούσιας (πάντα αυτόκλητης) οδύνης αποτελούν τραγικά το πιο ακλόνητο ανθρωπολογικό καθεστώς που καμιά προσπάθεια εκ μέρους του υποταγμένου σ'αυτό ανθρώπου δεν μπορεί να το κλονίσει και να το γκρεμίσει.
 
Εδώ λοιπόν τίθεται το ερώτημα: Θα είναι πάντα χωρίς ελπίδα απελευθερώσεώς του από τον ζυγό ηδονής - οδύνης ο άνθρωπος και υποχείριος των συνεπειών του τόσο στο παρόν όσο και στο απέραντο μέλλον του;

Thursday, 27 June 2013

π. Ευσέβιος Βίττης: Η Φαντασία

π. Ευσέβιος Βίττη

 



Στη διαδικασία ηδονής-οδύνης σπουδαίο ρόλο παίζει και η φαντασία, για την οποία μιλούν ιδιαίτερα οι Πατέρες. Επιβάλλεται να εξετασθεί και αυτή μέσα στα πλαίσια αυτής εδώ της εργασίας.

I. Τι είναι η φαντασία;

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά η φαντασία είναι "νοῦ καί αἰσθήσεως μεθόριον". Η φαντασία είναι ψυχική λειτουργία που βρίσκεται ανάμεσα στο νου και στην αίσθηση. Οι αισθήσεις δημιουργούν στον άνθρωπο "μορφώσεις", εντυπώσεις, μέσα του. Οι εντυπώσεις αυτές οφείλονται μεν σε υλικά πράγματα και σώματα, με τα οποία έρχονται σε επαφή οι αισθήσεις, αλλά δεν είναι σώματα οι ίδιες (οι εντυπώσεις), αν και είναι σωματικές.
Οι εντυπώσεις προέρχονται ουσιαστικά όχι από τα σώματα απλώς, αλλά από τη μορφή (το "είδος" ) που έχουν τα σώματα. Οι εντυπώσεις όμως αυτές των αισθήσεων στην ψυχή δεν είναι οι μορφές των σωμάτων καθ' εαυτές, αλλά "ἐκτυπώματα αὐτῶν" και "ἐκμαγεῖα". Είναι, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, μορφές μορφών ή εικόνες μορφών, "οἰόν τινες εἰκόνες ἀχωρίστως χωριζόμεναι τῶν κατά τά σώματα εἰδῶν".

Οι εικόνες της μορφής τών σωμάτων υπάρχουν μεν καθ' εαυτές μέσα στον άνθρωπο, αλλά ταυτόχρονα είναι αδιάσπαστα και αχώριστα ενωμένες με τις μορφές που εξεικονίζουν γιατί αναφέρονται πάντα σ' αυτές. Για την κατανόηση αυτού του φαινομένου μας βοηθάει το πώς βλέπουμε και μάλιστα οι εικόνες που βλέπουμε στον καθρέφτη. Εκεί έχουμε μια κατ' αντιστοιχία αισθητοποίηση αυτών που συμβαίνουν στη διαδικασία που μας απασχολεί εδώ, γιατί έχουμε το ίδιο περίπου φαινόμενο.

Οι εικόνες που προσφέρονται στην ψυχή μέσω των αισθήσεων είναι ανεξάρτητες πια από τα σώματα που εξεικονίζουν και καθ' εαυτές ασώματες, παρά την εσωτερική σχέση με τα εικονιζόμενα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω. Ο νους τώρα με τη φαντασία επεξεργάζεται τις εικόνες αυτές με πολλούς και διαφόρους τρόπους. Αποτέλεσμα αυτής της επεξεργασίας είναι οι λογισμοί, οι διαλογισμοί (=επεξεργασία των λογισμών) και οι συλλογισμοί (=συστηματοποίηση των λογισμών-διαλογισμών), ανεξάρτητα βέβαια από την οποιαδήποτε αξιολόγηση του περιεχομένου τους, γιατί αυτό είναι άλλο θέμα. Αυτό που γίνεται είναι διαδικασία επεξεργασίας του υλικού που παραλαμβάνεται.

Η ποιότητά του είναι κάτι που θα αξιολογηθεί αργότερα. Ο καρπός, της διεργασίας αυτής μπορεί να είναι αρετές, κακίες, σωστές ή μη σωστές απόψεις. Για όλα αυτά υπάρχει αξιολογικά μια επιφύλαξη, δεν αποτελεί όμως ο πλούτος των εντυπώσεων των αισθήσεων τη μόνη πηγή από την οποία αντλεί ο νους το υλικό που θα επεξεργασθεί. Υπάρχουν πράγματα που δεν είναι δυνατόν να υποπέσουν στην αντιληπτική διαδικασία των αισθήσεων γιατί τις ξεπερνούν. Επομένως δεν μπορούμε να αναφέρουμε στη φαντασία μας την αρχή κάθε αλήθειας ή πλάνης, κάθε αρετής ή κακίας.

Εκείνο που είναι άξιο θαυμασμού και δημιουργεί κατάπληξη στον παρατηρητή είναι ετούτο· πώς από τα αισθητά και παροδικά, δηλαδή από τα συνεχώς αλλοιούμενα και μεταμορφωνόμενα πράγματα δημιουργείται στην ψυχή πλήθος μόνιμων στοιχείων, όπως είναι το κάλλος, το αίσχος, ο πλούτος, η πτωχεία, η δόξα, η αδοξία και γενικά το "νοητόν φως", πρόξενο ζωής αιωνίου ή το νοητό σκοτάδι, πρόξενο κολασμών.

Η φαντασία αποτελεί, πάντα κατά τον ιερό Πατέρα, όχημα του νου προς τις αισθήσεις και η επαφή του νου με τις αισθήσεις γεννάει την "σύμμεικτον γνῶσιν". Για να γίνει αυτό αντιληπτό, μας βοηθάει η παρακολούθηση ενός φυσικού φαινομένου, η δύση του ηλίου και η ταυτόχρονη παρουσία της σελήνης. Κάθε μέρα που περνάει, η σελήνη παρουσιάζεται περισσότερο φωτεινή, έως ότου φτάση ακριβώς αντίθετα απ' τον ήλιο, οπότε φωτίζεται ολόκληρη. Όσο όμως αρχίζει να κάνη την αντίθετη κίνηση, απομακρυνόμενη από το σημείο αυτό, τόσο μειώνεται ο φωτισμός της. Οι εικόνες εντούτοις των προηγούμενων ημερών υπάρχουν εναποτεθειμένες στο νου. Έχοντας ο νους κάθε φορά ζωντανή την άμεση εντύπωση από την παρατήρηση που έκανε σε δεδομένη στιγμή, κατανοεί και τις προηγούμενες εντυπώσεις που είναι ήδη κατατεθειμένες μέσα του. Η γνώση αυτή, όπως και όποια άλλη αντίστοιχή τους, είναι προϊόν επί μέρους εντυπώσεων και κατανοήσεων που έχουν συγκεντρωθεί από συνεργασία αισθήσεων-φαντασίας-νου.


II. Φαντασία και νόηση - μέρη της φαντασίας

Οι όσιοι Κάλλιστος καί Ιγνάτιος οι Ξανθόπουλοι υπογραμμίζουν τη διαφορά φαντασίας και νοήσεως. Ο χαρακτήρας τους διαφέρει θεμελιωδώς. Η νόηση είναι ενέργεια θετική και δημιουργική ("ποίησις" ). Η φαντασία αντίθετα είναι παθητική λειτουργία και "τύπωοις άναγγελτική αἰσθητοῦ τινος ἤ ὡς αἰσθητοῦ τινος". Η φαντασία εντούτοις υπάγεται στο αντιληπτικό της ψυχής. Στη φαντασία μπορούμε νά διακρίνουμε τα εξηής μέρη ("μοίρας").

α) "Τήν τῶν ἀντιλήψεων εἰκονιστικήν (μοῖραν) πρός τά ποιοῦντα αἰσθητήν τήν ἀντίληψιν". Το τμήμα αυτό της φαντασίας μετατρέπει σε εικόνες ό,τι οδηγείται σ' αυτό δια μέσου των αισθήσεων.

β) "Τήν ἐκ τῶν μενόντων ἐγκαταλειμμάτων ἀπό τούτων ἀποτνπωτικήν (μοῖραν) τήν μή ἔχουσαν ἐπηρεισμένας ἐπί τι τάς εἰκόνας, ἥν καί ἰδίως φανταστικήν καλοῦσι". Τό τμήμα αυτό της φαντασίας έχει ως έργο την αναπαράσταση ("ἀνατύπωσιν") και παρουσίαση των εικόνων με βάση το ήδη κατατεθειμένο στη φαντασία υλικό και δεν στηρίζεται πια σε νέες εντυπώσεις. Το μέρος αυτό της φαντασίας είναι ικανό να δημιουργεί καινούργιες εικόνες από ήδη προϋπάρχουσες.

γ) Τό τρίτο μέρος της φαντασίας είναι εκείνο, στο οποίο κάθε ηδονή καί εικόνα ηδονής (λογισμός = φαντασία ἐν τῶ νῷ αἰσθητοῦ τινος πράγματος) εδράζεται γιά ό,τι θεωρείται ευχάριστο και καλό, και λύπης για ό,τι θεωρείται δυσάρεστο και κακό. Κατά τους αγίους αυτούς Πατέρες η ηδονή και η λύπη έχουν ιδιαίτερη περιοχή στη φαντασία, όπου παίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο τους, γιατί είναι γεγονός πως τόσο η ηδονή όσο και η οδύνη επηρεάζονται αμεσώτατα από τη φαντασία, αλλά και επηρεάζουν το ίδιο άμεσα τη φαντασία.


III. Φαντασία καί αισθήσεις

Για τη σχέση αισθήσεων και φαντασίας καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους σε αντιπαράθεση μεταξύ τους μας μιλάει κατά την πατερική αντίληψη ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο "Συμβουλευτικόν εγχειρίδιόν" του. Περίληψη αυτής της περιγραφής παραθέτουμε αμέσως στη συνέχεια.

α) Οι αισθήσεις ενεργούν μόνο όταν είναι παρόντα τα αισθητά πράγματα. Η φαντασία λειτουργεί και χωρίς την παρουσία αισθητών πραγμάτων και όταν παύει κάθε αισθητηριακή αντίληψη.

β) Η φαντασία μπορεί να ερεθίσει και να ωθήσει τις αισθήσεις για να πραγματοποιήσουν μια ενέργεια π.χ. που θα προκαλέσει ηδονή, ώστε να την απολαύσει και πρακτικά.

γ) Η φαντασία κινείται πολύ πιο γρήγορα από τις αισθήσεις και μπορεί να κινητοποιήσει την καρδιά, ώστε να πραγματοποιήσει συνδυασμούς που αυτή (η φαντασία) κάνει.

δ) Η φαντασία κατά κάποιο τρόπο "υποστατικοποιεί" και προβαίνει σε "εξεικονισμόν" των διαφόρων αισθημάτων, δηλαδή των εντυπώσεων που δέχεται δια μέσου των αισθήσεων. Γι' αυτό και η ενέργεια της φαντασίας αποτελεί δυνατή ώθηση για την πραγμάτωση αυτού που μέσα της εξεικονίζει. Και όσο πιο πολύ επιθυμεί κανένας κάτι, τόσο και πιο πολύ εναργής και ζωηρή γίνεται η εικόνα του μέσα στη φαντασία και αντίστροφα.

ε) Οι αισθήσεις διαβιβάζουν απλώς ό,τι δέχονται για διαβίβαση. Η φαντασία επεξεργάζεται το υλικό που της αποστέλλεται δια μέσου των αισθήσεων.

στ) Η φαντασία δύσκολα εξαλείφει εικόνες που αποτυπώνονται σ' αυτήν δια μέσου των αισθήσεων.

ζ) Η φαντασία, τέλος, δημιουργεί μέσα της εικόνες εκ του μη όντος, από το τίποτε, με επεξεργασία αισθημάτων και εντυπώσεων που της έστειλαν οι αισθήσεις, είτε με προσθήκες είτε με αφαιρέσεις, είτε με συνδυασμούς των στοιχείων που διαθέτει και όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε εγρήγορση και όταν κοιμάται και ονειρεύεται. Κατά τη διάρκεια του ύπνου η φαντασία συνεχίζει τη δραστηριότητά της και δημιουργεί τα γνωστά μας όνειρα, που δεν είναι παρά εικόνες συνήθως μεταπλασμένες και μεταμορφωμένες, ανάξιες προσοχής.


IV. Φαντασία καί ηδονή

Ο ρόλος της φαντασίας στο ζήτημα που μας απασχολεί εδώ είναι κεντρικός. Η φαντασία είναι εκείνη, που, όπως αναφέρθηκε, ωθεί στην απόλαυση της ηδονής και διά μέσου της στην αμαρτία. Γι' αυτό και τονίζεται με ιδιαίτερη έμφαση από τους αγίους Πατέρες η σημασία της ως προς το θέμα μας.

Οι όσιοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος οι Ξανθόπουλοι χαρακτηρίζουν τη φαντασία ως "ποικιλόμορφον" σαν το μυθικό Δαίδαλο και "πολυκέφαλον" σαν τη μυθική Ύδρα και "οιόν τι γέφυραν τών δαιμόνων", γιατί διά μέσου της έρχονται σε επαφή με την ψυχή και την καθιστούν, αν τους αποδεχθεί, "σίμβλον κηφήνων" (κυψέλη κηφήνων) και "ἐννοιῶν ἀκάρπων καί ἐμπαθῶν οἰκητήριον".

Με τη φαντασία είναι πολύ εύκολη η πτώση στην αμαρτία πρώτα ως συγκατάθεση και έπειτα ως πράξη. Γι' αυτό παρατηρεί σχετικά ο άγιος Μάξιμος:

"Όπως το σώμα έχει για κόσμο του τα πράγματα, έτσι και ο νους έχει για κόσμο του τα νοήματα, δηλαδή τις εικόνες που σχηματίζει μέσα του. Και όπως το σώμα πραγματοποιεί την πορνεία με το σώμα της γυναίκας, έτσι και ο νους πραγματοποιεί την πορνεία με την έννοια της γυναίκας, δηλαδή με εικονική της παράσταση μέσα του. Βλέπει δηλαδή την εικόνα του δικού του σώματος να προβαίνει σε μείξη με την εικόνα του γυναικείου σώματος κατά διάνοιαν. Με τον ίδιο τρόπο αποκρούει με την εικόνα του σώματός του κατά διάνοιαν τη μορφή εκείνου που τον λύπησε. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ἀλλα αμαρτήματα. Αυτά δηλαδή που διαπράττει ενεργώς το σώμα στον κόσμο των πραγμάτων, αυτό κάνει και ο νους στον κόσμο των νοημάτων, δηλαδή με τη φαντασία του".

Και αλλού υπογραμμίζει ο ίδιος· "ὁ νοῦς διά τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων ἁμαρτάνει" και εννοεί τις εικόνες που σχηματίζονται στη φαντασία.

Θεωρείται τόσο σημαντική η κυριαρχία του νου πάνω στη φαντασία και η τέλεια χειραγώγησή της από την πατερική διδαχή, ώστε μας λέει ότι δεν είναι δυνατή ούτε η καθαρά προσευχή ούτε η απάθεια χωρίς αυτήν την κυριαρχία. Με την απάθεια εννοείται, όπως και ο όρος δηλώνει πρωταρχικά, η ελευθερία του νου από κάθε πάθος. Πραγματική προσευχή είναι η προσευχή εκείνη που γίνεται "ἀφαντάστως, ἀσχηματίστως, ἀδιατυπώτως, ὅλως ὅλῳ νοΐ καθαρῷ καί ψυχῇ καθαρᾷ". Και τέλεια απάθεια είναι εκείνη, κατά την οποία πετυχαίνεται "καί αὐτῆς τῆς ψιλῆς φαντασίας παντελής κάθαρσις". Αμόλυντος νους είναι αυτός που είναι εντελώς απαλλαγμένος και από αυτή την απλή εικόνα μέσα στη φαντασία κάποιου πάθους ή κάποιας αμαρτίας. Τότε ισχύει "ἡ κατά διάνοιαν πάντων τῶν παθῶν τελεία ἀπόθεσις" "οὐκ ἔχουσα τάς φαντασίας τῶν αἰσθητῶν εἰδοποιούσας αὐτῇ τῶν παθῶν τάς εἰκόνας" (η τέλεια απομάκρυνση από τη διάνοια όλων των εντυπώσεων των αισθητών πραγμάτων που δίνουν μορφή στα πάθη και τα αισθητοποιούν, αυτό σημαίνει τέλεια απαλλαγή από την κατάσταση κυριαρχίας παθών μέσα στην ψυχή). Με τον τρόπο αυτό δεν έχει πια θέση η ηδονή στη διάνοια και ειδικώτερα στη φαντασία και επομένως καμιά δύναμη για να σπρώξει τον άνθρωπο στην αμαρτία μέσω της φαντασίας. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...