απόσπασμα από το βιβλίο:
Είναι επικίνδυνο να μιλάς για τον Θεό
Μετάφραση Μαρία Λαγουρού
ΤΗΝΟΣ
Ο παπα- Ιάκωβος
Οι στάρετς είναι πραγματικοί ιατροί. Δεν προφέρουν ποτέ μάταια λόγια
στοργικά, δίνουν ένα φάρμακο, συχνά πικρό, αλλά πάντοτε αποτελεσματικό.
Κανένας δεν φεύγει από έναν στάρετς, με απελπισία, ούτε με θλίψη. Φεύγει
από κοντά του παρηγορημένος, μ’ ένα ακτινοβόλο και ξανανοιωμένο
πρόσωπο.
Δεν είναι μόνον η πνευματική σοφία που επιδρά, αλλά και η
δύναμη της προσευχής τους, η δύναμη της θετικής και άμεσης αγάπης που
γίνεται αισθητή αμέσως από τον καθένα, όπως επίσης και η απεριόριστη
εμπιστοσύνη που τους δίνει ο λαός. Χιλιάδες άνθρωποι στην Ρωσία ζουν με
την ανάμνηση της συνομιλίας τους μ’ έναν στάρετς και με τις συμβουλές
που τους έδωσε. Ο στάρετς είναι μια εικόνα του Θεού. Ακόμα και μια φορά
να τον δη κανείς, καταλαβαίνει ότι δεν είναι πια δυνατόν να ζήσει όπως
πριν, ότι εις το εξής ολόκληρη η ύπαρξη θα εκτιμάται σε σχέση μ’ αυτή
την ομορφιά, μ’ αυτό το φως της χάριτος. Η αγιότητα στους στάρετς,
γίνεται μια απαίτηση κι ένα κάλεσμα.
Η φίλη μου είπε μια φορά: «Εάν ο στάρετς Ιάκωβος είναι έτσι, τότε πως πρέπει να είναι ο Χριστός!»
Ένα τεράστιο πλήθος, ανθρώπων ακολουθούσε τον παπα-Ιάκωβο που λουζόταν
από το φως της αγάπης όπου κι αν εμφανιζόταν. Το κύριο χαρακτηριστικό
τους είναι η ταπείνωση; Ο στάρετς Ιάκωβος λέει συχνά για τον εαυτό του:
«Είμαι ένα χαλάκι όπου οι άνθρωποι σκουπίζουν τα πόδια τους». Κι ακόμα:
«Προσπαθώ συνέχεια να σκαρφαλώσω στον πάγκο και ξαναβρίσκομαι από κάτω.
Αλλά ξαναπροσπαθώ, δεν κουράζομαι».
Ο παπα-Ιάκωβος είχε πολύ ευρύ
πνεύμα. Εγώ κι άλλοι πιστοί διανοούμενοι, συνηθισμένοι να είμαστε
ανεκτικοί και να μην εκπλησσόμεθα ποτέ με τίποτα, ξαφνιαστήκαμε από
αυτήν την ευρύτητα των κρίσεων των στάρετς, που δεν έχει κανένα κοινό
σημείο με το φιλελευθερισμό ούτε με την αδιαφορία. Μια τέτοια ευρύτητα
απόψεων κι ένα τέλειο θάρρος ήταν φανερά το αποτέλεσμα της εσωτερικής
ηρεμίας, της δυνάμεως και της εμπιστοσύνης στο Θεό.
Ο στάρετς ήταν πολύ οικτίρμων. Θυμάμαι πως μια φορά μετά την
ακολουθία στην εκκλησία της κοιμήσεως, είχαμε σχηματίσει μια μεγάλη ουρά
περιμένοντας να δεχτούμε την αγία του ευλογία και να του φιλήσουμε το
χέρι. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ένας άνδρας στην εκκλησία. Ήταν ένας
γνωστός μου, που μόλις είχε έρθει στο Πετσόρι με το λεωφορείο. Εγώ ήξερα
καλά τη δύσκολη ζωή του. Μόλις είχε τραβηχτεί από έναν κόσμο όπου άφηνε
άλυτα δράματα στην οικογένεια του και στη δουλειά του. Το νέο και
κουρασμένο πρόσωπο του Νικόλα είχε την έκφραση μιας καταστροφής. Έμοιαζε
χαμένος. Μεγάλη ήταν η αντίθεση αυτού του προσώπου και των άλλων που
ήσαν ήρεμοι και ειρηνικοί μετά από μια μεγάλη ακολουθία.
Ο Νικόλαος,
αναποφάσιστος, πιάνει θέση στην άκρη της ουράς για να ζητήσει ευλογία
από τον στάρετς, αλλά ο ίδιος ο στάρετς τον προσέχει αμέσως, τον
πλησιάζει, τον αγκαλιάζει (είναι η πρώτη φορά που τον βλέπει), τον φιλά
στο μέτωπο, στα μάγουλα, στο λαιμό. Μόνον μια μητέρα μπορεί να χαϊδέψει
έτσι ένα παιδί της που υποφέρει. Ο στάρετς ρωτά το Νικόλα από που ήρθε
και πότε θα μπορέσει να περάσει για εξομολόγηση.
Όταν θυμάμαι αυτή
τη σκηνή, η απαίδευτη καρδιά μου μου φαίνεται πέτρινη, χονδροειδής. Στη
συνέχεια είχα, εγώ η ίδια την εμπειρία της αγάπης του στάρετς. Μετά από
μια συνομιλία μαζί του αποκόμισα μια αίσθηση συμφιλιώσεως χωρίς όρια, με
ολόκληρο τον κόσμο, με τους ανθρώπους, τα ζώα, τις πέτρες. Δεν είναι
τυχαίο το ότι ονομάζουμε το Άγιο Πνεύμα Παράκλητο: που παρηγορεί.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ήταν μαζί μας το Άγιο Πνεύμα. Ο στάρετς μου
μίλησε άμεσα και αυστηρά για τα ελαττώματα μου, για την ανυπομονησία
μου, για την έλλειψη ωριμότητας, αλλά βγήκα από το εξομολογητήριο
παρηγορημένη σαν να είχα βρεθεί στον παράδεισο. Άλλωστε δεν έκρυβε την
πρόθεση του να με παρηγορήσει. Κατά τη διάρκεια της συζητήσεως μας
πολλές φορές μου είπε: «Να πως μπορώ ακόμα να σε παρηγορήσω». Η αγάπη
του ήταν συγχρόνως μεγαλειώδης, τρυφερή και τόσο δυνατή, που δεν
φοβόμουν καθόλου να του τα πω όλα ειλικρινά.
Με τα λόγια έδινε την εντύπωση ότι στέκεται με σεβασμό μπροστά σε
κάθε μικρό χορταράκι. Δεν έλεγε, «μήλο» αλλά «μηλαράκι»• ο ίδιος ήταν
μια προσωπικότητα ανανεωμένη και πυρπολημένη γεμάτη από το Λόγο και από
θείες ενέργειες.
Ο στάρετς Ιάκωβος δεν έκανε γενικές ερωτήσεις. Το
πλησίασμα των ανθρώπων γι’ αυτόν ήταν αναγκαστικά άμεσο και
συγκεκριμένο. «Κάθε άνθρωπος θα διανύσει τον δικό του δρόμο προς τον
Θεό. Πρέπει να δώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα μέτρα του», έλεγε.
Θυμάμαι που τον είδα να μιλά με μερικές γυναίκες που του ζητούσαν μια
ευλογία για το γάμο τους. Στη σκληρή εποχή μας, το πρόβλημα των γάμων
και των διαζυγίων έχει γίνει δραματικό. Σπάνιος είναι ο γάμος που μπορεί
να θεωρηθεί ως πετυχημένος. Επίσης, οι μισοί γάμοι στη χώρα καταλήγουν
σε διαζύγιο. Γι’ αυτόν το λόγο, οι στάρετς δεν δίνουν εύκολα την ευλογία
τους για ένα γάμο. Σε μια από τις γυναίκες που του είχε ζητήσει την
ευλογία του, ο πατήρ Ιάκωβος έκανε την εξής ερώτηση:
«Μπορείς να φέρεις στον κόσμο έναν άγιο; “Αν μπορείς τότε παντρέψου, διαφορετικά δεν σου δίνω την ευλογία μου».
Σε μιαν άλλη είπε:
«Είσαι μια μορφωμένη γυναίκα, η επιστήμη υπήρξε πάντα για σένα το
ουσιωδέστερο πράγμα, από την άλλη μεριά ο γάμος ζητά πολλές θυσίες.
Είσαι ικανή να θυσιάσεις τις επιστημονικές σου ασχολίες για ν’
αφιερώσεις το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου σου σε πράγματα βαρετά για
σένα: το νοικοκυριό, τα ψώνια, το πλύσιμο; Κι αν έχεις παιδιά, θα πρέπει
αναγκαστικά να κάνεις αυτήν τη θυσία. Σκέψου».
Κι έτσι μιλούσε στην κάθε μια μ’ έναν διαφορετικό τρόπο.
Σε νεοφώτιστους σαν κι εμάς, ο παπα-Ιάκωβος, του άρεσε να λέει:
«Ετοιμαστείτε, για μια μεγάλη απόσταση, μη βιάζεστε». Συγχρόνως ήταν
απαιτητικός αγρυπνούσε αυστηρά ώστε να υπάρχει μια πνευματική πρόοδος,
και ώστε οι δυνάμεις των πνευματικών του παιδιών ν’ αυξάνονται μέρα με
τη μέρα.
Ο παπα-Αντώνης
Ο παπα-Αντώνης είναι ένας εξορκιστής γνωστός σ’ όλη τη Ρωσία. Είναι
αδύνατος, κοντός, με γκρίζα μαλλιά. Είναι ένας καλόγερος ακόμα εν
δυνάμει που δεν έχει φτάσει τα εξήντα. Απ’ όλες τις γωνιές της χώρας
έρχονται στο μοναστήρι για τους δαιμονισμένους και τους αρρώστους. Είναι
ενδιαφέρουσα η παρατήρηση ότι στην καθημερινή ζωή οι δαιμονισμένοι δεν
διαφέρουν σε τίποτα από τους άλλους ανθρώπους. Αλλά στο μοναστήρι το
χειρότερο και το καλύτερο αποκαλύπτονται. Στον κόσμο πολλές απ’ αυτές
τις δυστυχισμένες γυναίκες (υπάρχουν επίσης και άνδρες, αλλά είναι
λιγώτεροι) αισθάνονται ένα μόνιμο βάρος που τις καταπιέζει με ανυπόφορο
τρόπο. Αυτό το αίσθημα τις σπρώχνει να βρουν την απελευθέρωση στα
μοναστήρια. Μερικές στιγμές κατά τη διάρκεια της λειτουργίας στο
μοναστήρι του Πετσόρι, ακούμε ουρλιαχτά: μερικοί βγάζουν κραυγές ζώων,
άλλοι χτυπιούνται κατά γης, άλλοι πάλι, επιθετικοί, βλασφημούν. Δεν
είναι εύκολο να τους οδηγήσουν για τη Θεία κοινωνία, χρειάζονται πολλοί
για να τους συγκρατήσουν. Πάντα έμενα έκπληκτη από την απόλυτη ηρεμία
του ιερέα που έδινε τη Θεία κοινωνία. Ενεργούσε σαν να είχε δύναμη, σαν
ένας γιατρός και σαν ένας νικητής! Μετά τη Θεία κοινωνία οι
δαιμονισμένοι, γενικά, ηρεμούσαν, τα πρόσωπά τους γινόντουσαν γλυκά και
τρυφερά, πολλοί έκλαιγαν σιωπηλά.
Δυό φορές την εβδομάδα, ο παπα-Αντώνης οργανώνει μιαν ακολουθία για
εξορκισμό. Η είσοδος είναι αυστηρά απαγορευμένη στους ξένους. Ο στάρετς
διαβάζει για κάμποσες ώρες ειδικές προσευχές. Τότε είχε για βοηθό έναν
νεαρό μοναχό, όλοι οι άλλοι ήταν άρρωστοι.
Στην αρχή, οι
δαιμονισμένοι φωνάζουν, φτύνουν τον στάρετς, κυλιούνται κατά γης. Αλλά
σιγά-σιγά μερικοί απ’ αυτούς ηρεμούν, άλλοι αρχίζουν να βοηθούν τον
στάρετς, να βάζουν κεριά, να προσεύχονται μαζί του.
Τέτοιες
ακολουθίες μπορούν να χαρακτηρισθούν σαν παράνομη λατρεία σύμφωνα με
τους σοβιετικούς νόμους. Στην χώρα μας η εξάσκηση, κατά κάποιον τρόπο,
θεραπευτικών μεθόδων που γίνονται χωρίς δίπλωμα, χωρίς ένα ιατρικό
πιστοποιητικό τιμωρούνται αυστηρά.
Στο μοναστήρι, έλεγαν, ότι ο
παπα-Αντώνης είχε φάει πολλές φορές ξύλο από αστυνομικούς που τον άφηναν
σχεδόν ημιθανή. «Η εκδίκηση των δαιμόνων» έλεγε ο κόσμος. Μια φορά,
συνέβηκε μπροστά στους άλλους μοναχούς. Ρώτησα έναν από τους αδελφούς
«Γιατί δεν τον υπερασπιστήκατε;» Ο μοναχός μου απάντησε: «Ως μοναχός δεν
μπορώ ν’ αναμιχθώ στα σχέδια του Θεού. Ο παπα-Αντώνης ήθελε να υποφέρει
για τον Χριστό, ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο».
Ο παπα- Αλύπιος
Ο παπα-Αλύπιος συχνά καθόταν στο μπαλκόνι του ηγουμενείου. Είχε μια
κάποια πλευρά ενός κατά Χριστόν σαλού. Είχε διάλογο με τους προσκυνητές
χωρίς να κατεβαίνει από το μπαλκόνι του. Είχε το χάρισμα μιας
καταπληκτικής διακρίσεως.
Μια νέα γυναίκα καλοντυμένη πλησίασε το μπαλκόνι με χαμηλωμένα μάτια.
«Δώστε μου την ευλογία σας, πάτερ Αλύπιε. Θέλω να γίνω μοναχή».
«Εσύ, μοναχή; Δεν σου δίνω την ευλογία μου. Και πρόσθεσε θυμωμένος:
Πήγαινε να εργαστείς σαν νοσοκόμα στο νοσοκομείο θ’ αρχίσεις να πίνεις,
θα μάθεις να ορκίζεσαι αλλά κάνοντας αυτή την δουλειά θα σωθείς ενώ μέσα
στο μοναστήρι θα χαθείς. Δεν σου δίνω την ευλογία μου».
Συχνά ομάδες τουριστών επισκέπτονται το μοναστήρι. Βρίσκονται σε
αναζήτηση καλλιτεχνικών μνημείων, εξωτισμού της μοναστικής ζωής. Οι
επισκέπτες σχηματίζουν μικρές ομάδες αναποφάσιστες. Πολλοί απ’ αυτούς
αισθάνονται ότι βρίσκονται σ’ έναν ξεχωριστό κόσμο που τους ενδιαφέρει,
αλλά δεν ξέρουν πως να κινηθούν, πως να κοιτάξουν και να μιλήσουν σε
τέτοιες ασυνήθιστες συνθήκες. Δίπλα στους μοναχούς με τις αρμονικές και
πλαστικές κινήσεις, οι ξένοι φαίνονται χαμένοι και γελοίοι. Μερικοί απ’
αυτούς δείχνουν να ντρέπονται για την περιέργεια τους, άλλοι (είναι
λίγοι) συμπεριφέρονται με προκλητικό τρόπο. Κυρίως ενοχλούνται από τους
πρόσφατα μεταστραφέντες, όπως εγώ και η φίλη μου.
«Πως είναι δυνατόν νέες γυναίκες με πρόσωπα διανοουμένων, να
βρίσκονται σ’ ένα μοναστήρι, να κάνουν τον σταυρό τους, να προσκυνούν
τις εικόνες, να φοράνε μαντήλες, κι όλα αυτά στην εποχή κοσμογονικών
εξελίξεων στην εποχή της επιστήμης! Είναι τελείως τρελλές».
Μερικοί
επισκέπτες, οι πιο νευρικοί, φλέγονται από την επιθυμία να παλέψουν
εναντίον αυτού του ναρκωτικού που λέγεται θρησκεία. Συνήθως οι μοναχοί
περνούν από μπροστά τους χωρίς να τους απευθύνουν τον λόγο. Μόνον στον
ηγούμενο του μοναστηριού τον παπα-Αλύπιο αρέσει να μιλά με τους άθεους.
«Δεν ντρέπεστε να κοιτάτε τον λαό κατάματα! φωνάζει μια από τις
μαχητικές άθεες. Είσαστε παράσιτα, ζείτε εις βάρος του λαού. Από που
βγαίνει το ψωμί που τρώτε;»
«Εμείς είμαστε ο λαός, απαντά ήσυχα ο
παπα-Αλύπιος. Δεν μπορούν να μας ξεχωρίσουν από τον λαό. Για παράδειγμα
δεκαπέντε από τους μοναχούς μας έχουν πολεμήσει. Άλλωστε κι εγώ είχα
λάβει μέρος στον πόλεμο».
Βέβαια, ο παπα-Αλύπιος, δεν θέλησε να μπει
σε λεπτομέρειες μπροστά σ’ αυτήν τη γυναίκα για να της πει ότι τώρα τα
μοναστήρια δίνουν στο κράτος το εξήντα τοις εκατό των εσόδων τους.
Πληρώνουν ένα φόρο, και το κράτος, χωρισμένο από την Εκκλησία, δεν
μπορεί παρά να ζηλέψει την καλή οργάνωση της μοναστικής οικονομίας και
της δουλειάς των μοναχών, που γίνεται με προσευχή• πολλές φορές η
δουλειά μοιράζεται και σε προσκυνητές που συμμετέχουν με πολύ χαρά. Στην
σημερινή Ρωσία που μαστίζεται από τη φτώχεια ολόκληρα χωριά τρέφονται
από τις κουζίνες των μοναστηριών.
Ο παπα-Αλύπιος, ζωγράφος στα
νεανικά του χρόνια, αγαπά πολύ τη δημιουργική νεολαία. Οι ειδωλολάτρες
και οι σκεπτικιστές του χθες, οι ανατρεπτές των ηθικών κανόνων και κάθε
εξουσίας, σήμερα προφέρουν τ’ όνομά του με χαμηλή φωνή, με σεβασμό.
http://www.egoliom.com