Wednesday, 17 April 2013

π. Αλέξανδρος Σμέμαν-Χάνουμε το νόημα της Σαρακοστής;

Είναι φανερό, ότι για τους πιο πολλούς από τους πιστούς το να παρακολουθούν καθημερινά τις ακολουθίες αυτής της περιόδου είναι πέρα από κάθε συζήτηση. Εξακολουθούν, φυσικά να εκκλησιάζονται την Κυριακή, αλλά, τις Κυριακές της Σαρακοστής η Θεία Λειτουργία, τουλάχιστον εξωτερικά, δεν αντανακλά κάτι από τη Μεγάλη Σαρακοστή και έτσι δεν μπορεί κανείς να έχει ούτε καν την αίσθηση του λατρευτικού τυπικού της Σαρακοστής, δεδομένου μάλιστα ότι η λατρεία είναι το μόνο μέσο που μάς μεταφέρει στο πνεύμα της Σαρακοστής. Και εφ' όσον η Σαρακοστή με κανένα τρόπο δεν χρωματίζει τον πολιτισμό στον οποίο ανήκουμε, δεν είναι ν' απορεί κανείς που αρνητικά καταλαβαίνουμε τη Σαρακοστή, δηλαδή, σαν μια περίοδο στην οποία απαγορεύονται μερικά πράγματα, όπως το κρέας, τα λίπη, οι χοροί και οι διασκεδάσεις. Η συνηθισμένη ερώτηση: «τι προσπαθείς να στερηθείς τούτη τη Σαρακοστή;» συνοψίζει τέλεια την αρνητική προσέγγιση της Σαρακοστής. Σαν θετική προσέγγιση, θεωρείται η αντίληψη ότι η Σαρακοστή είναι ο καιρός για την πραγματοποίηση της ετήσιας «υποχρέωσης» της Εξομολόγησης και της θείας Κοινωνίας («...και όχι αργότερα από την Κυριακή των Βαΐων...» έγραφε ένα φυλλαδιάκι μιας ενορίας). Και αφού εκπληρωθεί αυτή η υποχρέωση τότε το υπόλοιπο της Σαρακοστής φαίνεται να χάνει όλα τα θετικά νοήματα.

Έτσι είναι φανερό ότι έχει αναπτυχθεί μια, μάλλον βαθιά, διαφωνία ανάμεσα στο πνεύμα ή τη «θεωρία» της Σαρακοστής, που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε με βάση τη λατρεία, και στην κοινή και συνηθισμένη αντίληψη που επικρατεί και υποστηρίζεται όχι μόνο από τους λαϊκούς αλλά ακόμα και από τους ίδιους τους κληρικούς. Γιατί είναι πάντοτε πολύ πιο εύκολο να περιορίσεις κάτι πνευματικό μέσα σε κάτι τυπικό παρά ν' αναζητήσεις το πνευματικό μέσα στο τυπικό. Μπορούμε να πούμε, χωρίς καμιά υπερβολή, ότι αν και η Μεγάλη Σαρακοστή «τηρείται» ακόμα, όμως έχει χάσει την επίδρασή της στη ζωή μας, σταμάτησε να είναι το λουτρό της μετάνοιας και της ανανέωσης που είχε σαν σκοπό της, σύμφωνα με τη λειτουργική και πνευματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Αλλά τότε, μπορούμε άραγε να ξαναβρούμε και να ξανακάνουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή μια πνευματική δύναμη για την καθημερινή πραγματικότητα της ύπαρξής μας; Η απάντηση σ' αυτή την ερώτηση εξαρτάται πρώτα πρώτα – θα έλεγα και μοναδικά – από το αν επιθυμούμε να πάρουμε στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή ή όχι. Όσο και αν είναι νέες ή διαφορετικές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούμε σήμερα, όσο και αν είναι πραγματικές οι δυσκολίες και τα εμπόδια που υψώνονται από το σύγχρονο κόσμο μας, τίποτε απ' αυτά δεν αποτελεί αμετάκλητο εμπόδιο, τίποτε δεν κάνει τη Μεγάλη Σαρακοστή «αδύνατη».
Η πραγματική αιτία για την οποία βαθμιαία χάνουμε την επίδραση της Σαρακοστής στη ζωή μας βρίσκεται βαθύτερα. Είναι η δική μας συνειδητή ή ασυνείδητη μείωση της θρησκείας σε ένα επιπόλαιο τυπικισμό και συμβολισμό, πράγμα που αποτελεί ακριβώς το ξεστράτισμα και μετριάζει τη σοβαρότητα των απαιτήσεων της θρησκείας από τη ζωή μας, την αίτηση για δέσμευση και προσπάθεια. [...]
Σε σχέση με τη Μεγ. Σαρακοστή, αντί να κάνουμε ουσιαστικές ερωτήσεις – «τι είναι νηστεία;» ή «τι είναι Σαρακοστή;» - εμείς ικανοποιούμαστε με τα σύμβολά της. Στα εκκλησιαστικά περιοδικά και φυλλάδια εμφανίζονται συνταγές για «ένα υπέροχο νηστήσιμο πιάτο»! Μπορεί ακόμα η ενορία και να συγκεντρώσει μερικά πάρα πάνω χρήματα οργανώνοντας ένα καλοδιαφημισμένο «σαρακοστιανό γεύμα». Είναι τόσα πολλά εκείνα που στις εκκλησίες μας εξηγούνται συμβολικά σαν ενδιαφέροντα, πολύχρωμα και διασκεδαστικά έθιμα και παραδόσεις, σαν κάτι δηλαδή που μάς δένει όχι τόσο πολύ με το Θεό και με μια νέα ζωή «εν Αυτώ», όσο με το παρελθόν και τις συνήθειες των προγόνων μας, ώστε γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολο να διακρίνουμε πίσω απ' αυτά τα λαϊκά έθιμα τη σοβαρότητα της θρησκείας σε όλη της την έκταση.
Θέλω να τονίσω ότι δεν υπάρχει τίποτα το άσχημο στα διάφορα έθιμα. Όταν αυτά πρωτοεμφανίστηκαν ήταν τα μέσα με τα οποία η κοινωνία μπορούσε να δείξει ότι έπαιρνε στα σοβαρά τη θρησκεία. Τότε τα έθιμα δεν ήταν σύμβολα, αλλά η ίδια η ζωή και έπαψε λίγο λίγο η θρησκεία να τη διαμορφώνει στην ολότητά της, λίγα από τα έθιμα διασώθηκαν σαν σύμβολα ενός τρόπου ζωής που δεν υπήρχε πια. Και αυτό που διασώθηκε ήταν εκείνο που, αφ' ενός είναι έντονα ζωντανό και αφ' ετέρου είναι λιγότερο δύσκολο. Ο πνευματικός κίνδυνος εδώ είναι ότι σιγά σιγά αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει τη θρησκεία σαν ένα σύστημα από σύμβολα και έθιμα μάλλον παρά να ερμηνεύει όλα αυτά σαν μια πρόκληση για πνευματική ανανέωση και προσπάθεια.
Μεγαλύτερη είναι η προσπάθεια που γίνεται για να προετοιμάζονται νηστήσιμα φαγητά ή για το πασχαλινό τραπέζι, παρά για τη νηστεία και τη συμμετοχή στην πνευματική πραγματικότητα του Πάσχα. Αυτό σημαίνει ότι, όσο τα έθιμα και οι παραδόσεις δε συνδεθούν και πάλι με τη γενική θρησκευτική αντίληψη από την οποία προέρχονται, όσο δηλαδή δεν παίρνουμε στα σοβαρά τα σύμβολα, η Εκκλησία θα παραμένει χωρισμένη από τη ζωή και δεν θα την επηρεάζει καθόλου. Αντί να παριστάνουμε με σύμβολα την «πλούσια κληρονομιά» μας καιρός είναι ν' αρχίσουμε να την ενσωματώνουμε στην καθημερινή ζωή μας.
Το να πάρουμε λοιπόν στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή σημαίνει ότι θα τη θεωρούμε, πρώτα απ' όλα με την πιο βαθιά έννοια, μια πνευματική πρόκληση που απαιτεί αντίδραση, απόφαση, πρόγραμμα και συνεχή προσπάθεια. Και ακριβώς για το λόγο αυτό, όπως ξέρουμε, θεσπίστηκαν από την Εκκλησία οι εβδομάδες προετοιμασίας για τη Μεγάλη Σαρακοστή. Η περίοδος αυτή είναι καιρός για δράση, για απόφαση, για προγραμματισμό. Και ο καλύτερος και ευκολότερος τρόπος είναι ν' ακολουθήσουμε την καθοδήγηση της Εκκλησίας που είναι η μελέτη και ο στοχασμός πάνω στα πέντε ευαγγελικά θέματα που μας προσφέρονται τις πέντε Κυριακές της περιόδου πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Τα θέματα αυτά είναι: η διακαής επιθυμία (Ζακχαίος), η ταπείνωση (Τελώνης και Φαρισαίος), επιστροφή από την εξορία (Άσωτος), η κρίση (Κυριακή της Απόκρεω) και η συγχωρητικότητα (Κυριακή της Τυροφάγου). Αυτές οι ευαγγελικές περικοπές δεν διαβάζονται μόνο και μόνο για ν' ακουστούν στην Εκκλησία, σκοπός είναι να τις «πάρω μαζί μου στο σπίτι» και να στοχαστώ πάνω σ' αυτές σχετίζοντάς τις μάλιστα με τη ζωή μου, την οικογενειακή μου κατάσταση, τις επαγγελματικές υποχρεώσεις μου, το ενδιαφέρον μου για τα υλικά πράγματα, τις σχέσεις μου με τους συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους ζω. Αν σ' αυτή την προσπάθεια περισυλλογής προσθέσει κανείς και την προσευχή αυτής της περιόδου: «της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλαις ζωοδότα...» και τον ψαλμό 136 «επί των ποταμών της Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν...» μπορεί να καταλάβουμε τι σημαίνει να «νιώθεις ότι είσαι με την Εκκλησία», και πως μπορεί μια λειτουργική περίοδος να χρωματίσει την καθημερινή ζωή. Επίσης είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να διαβάσει κανείς κάποιο θρησκευτικό βιβλίο. Ο σκοπός δε αυτού του διαβάσματος δεν είναι μόνο ν' αυξήσουμε τις θρησκευτικές γνώσεις μας, είναι βασικά να καθαρίσουμε το μυαλό μας απ' όλα όσα συνήθως το πλημμυρίζουν. Είναι πραγματικά απίστευτο πόσο στο μυαλό μας συνωστίζονται όλων των ειδών οι έννοιες, τα ενδιαφέροντα, οι αγωνίες και οι εντυπώσεις και πόσο ελάχιστο έλεγχο ασκούμε πάνω σ' όλα αυτά. Διαβάζοντας ένα θρησκευτικό βιβλίο συγκεντρώνουμε την προσοχή μας σε κάτι εντελώς διαφορετικό από το συνηθισμένο περιεχόμενο των σκέψεών μας, δημιουργείται έτσι μια άλλη διανοητική και πνευματική ατμόσφαιρα. Όλα αυτά, φυσικά, δεν είναι «συνταγές», ίσως να υπάρχουν άλλοι τρόποι για να προετοιμαστεί κανείς για τη Σαρακοστή. Το βασικό σημείο είναι ότι, στη διάρκεια αυτής της περιόδου βλέπουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή σαν να βρίσκεται σε κάποια απόσταση, σαν κάτι δηλαδή που ακόμα έρχεται και που μάς το στέλνει ο ίδιος ο Θεός σαν ευκαιρία για αλλαγή, για ανανέωση, για εμβάθυνση, και ότι παίρνουμε αυτή την επερχόμενη ευκαιρία πολύ στα σοβαρά. Έτσι, όταν την Κυριακή της Συγγνώμης αφήνουμε το σπίτι μας και πάμε στον Εσπερινό, μπορεί να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας –έστω και για λίγο – τα λόγια από το Μεγάλο Προκείμενο που ανοίγει τη Μεγάλη Σαρακοστή. Μη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου Από του παιδός σου, ότι θλίβομαι...

Από το Βιβλίο
«Μεγάλη Σαρακοστή»
Αλέξανδρου Σμέμαν
Εκδ. Ακρίτας

Άγ.Μάξιμος ο Ομολογητής -Γιατί παραχωρεί ο Θεός στο διάβολο να μας πολεμά;

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής απαριθμεί πέντε αιτίες για τις οποίες παραχωρεί ο Θεός τη δυνατότητα στον διάβολο να πολεμά τους ανθρώπους:
Πρώτη αιτία, είναι για να μάθουμε να διακρίνουμε την αρετήν από την κακίαν μέσα από την εμπειρία αυτού του πολέμου.
Δεύτερη αιτία, είναι για να «εξαναγκαστούμε» τρόπον τινά, να προσκολληθούμε με βεβαιότητα και ακλόνητα στην αρετή.
Τρίτη αιτία, για να μην υπερηφανευόμαστε όταν προκόπτουμε στην αρετή, αλλά να συνειδητοποιήσουμε εκ της εμπειρίας του πνευματικού αυτού αγώνα ότι κάθε προκοπή είναι δωρεά του Θεού.
Τέταρτη αιτία, για να ταπεινωθούμε και για να συνειδητοποιήσουμε και μισήσουμε και ομολογήσουμε (εξομολόγησις) και εγκαταλείψουμε τις αμαρτίες μας, που γίνονται αιτία πειρασμών.
Πέμπτη αιτία, για να μην ξεχάσουμε την ιδική μας ασθένεια και την του Θεού δύναμη, όταν προοδεύοντας στον πνευματικό αγώνα αξιωθούμε και φθάσουμε σε κάποιαν αρετή.
Μέσα στις πιο πάνω αιτίες διαφαίνεται η Αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπον. Ας μην ξεχνούμε ότι και οι θλίψεις και οι πειρασμοί είναι δώρα της φιλανθρωπίας του Θεού γιατί μέσα στις δοκιμασίες αυτές μπορούμε -αν το θελήσουμε- να συναντήσουμε τον πάσχοντα και σταυρωμένο Χριστό μας, και Αυτός θα μας αναστήση στην αιώνια ζωή.
Σε τελευταία ανάλυση, ο διάβολος με όλα τα τεχνάσματά του και παρ’ όλες τις μηχανουργίες του εναντίον μας, εν τούτοις αυτοκαταστρέφεται και θριαμβεύει η θεία φιλανθρωπία! Όπως η σταυρική παγίδα, που έστησεν ο διάβολος στον Χριστόν, απέβη τελικά η συντριβή του ίδιου του διαβόλου και η νίκη του Ιησού, (για αυτό και ο Σταυρός είναι από τότε το φοβερότερον όπλο κατά του διαβόλου), έτσι και κάθε παγίδα που στήνει ο διάβολος και σε μας, μπορεί να αποβή ήττα του Σατανά και αφορμή για τη σωτηρία μας. Με μίαν όμως απαραίτητη προϋπόθεση: ότι θα αντιμετωπίζουμε τους εκάστοτε πειρασμούς με κόψιμο του δικού μας θελήματος (δηλαδή του εγωισμού μας) και υπακοή «άνευ όρων» στο θέλημα του Θεού.

Πηγή: Διαχρονικές Λυτρωτικές Αλήθειες
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Elder Joseph of Vatopaidi-On Humility


 Elder Joseph of Vatopaidi

We’ve passed the midway point of Great Lent, this competitive arena, and now we’re moving towards the goal, when we’ll experience what it really means to venerate the holy feasts, which have so much significance for us.

I’d like to remind you of that beautiful verse from the last ikos of the salutations to the Mother of God: “Hail, height difficult for human thought to scale; hail, depths hard to scan even for the eyes of angels”. If you remember, the subject of the reading in the refectory at midday was about humility. Precisely what concerns us here. Because, even though humility is a general obligation for all Christians, it’s especially an aim and goal for monks. This is why the habit, the attire, the living arrangements, the nourishment, the behaviour and the whole of their position is geared towards this aim: a humble outlook. As we’ve said on another occasion, in detail, a  humble outlook isn’t a matter of the moment, such as when someone practices a virtue in order to rein in and overcome the corresponding evil. We can’t describe the subject of humility, because not even outstanding Fathers were able to do so. What we can do is gently refer to some few snippets which might be of assistance to this end. If any monk loses the sense of humility, I very much doubt if he’ll be able to succeed in his aim.
Let’s begin these few items with a look at the personality of our Lord, Jesus Christ, Who “ bent down the heavens, descended, emptied Himself and put on our nature”, being “truly the Word of God”, to Whom “all authority in heaven and on earth has been given”. Despite that, however, He was content to be called “humble in heart”. And this “humble in heart”, in its God-seemly majesty, is not a cosmetic appellation, but an ontological reality, something which illustrates what God and human person are together. Humility, then, is in a way the basis of reality. Because the real personality exists only in humility, as do stability, certitude, stillness and truth. Where there’s no humility, there’s fear and uncertainty. The chief characteristic of the devil is his lack of humility, and, because of that, he’s in a constant state of turmoil, instability and uncertainty, suspicious of everything all the time. He doesn’t have anything of his own, he can’t ignore anything and he’s forever fearful.
Its impossible for us to describe humility because it’s become the raiment of divinity. Jesus, the center of our love, put it on and through it expressed His character. When He says: “Learn from me that I am gentle and humble at heart”, it’s as if He’s sketching His external form for us, so that we can copy Him, within our created and humble limitations.
So what else do we have to do? Since the center of our love and our efforts, the focus of the whole of our interest, is He Who is “humble at heart”, isn’t humility a matter of duty for us? We won’t turn to humility in haste, as we do with the other virtues, depending on the pressure from the corresponding evil, but rather we’ll approach it at walking pace, setting it as the main aim and purpose of our lives. Because through it, we, too, will acquire a personality which will be exactly the same as our archetype, the focus of our being and our love.
Now if Jesus has this feature of His character and we lack it, then we’ll be judged by that terrible, threatening saying of Saint Paul: “therefore you’re illegitimate and not children”. If people want to acquire the character of their Father, they should enter freely and become heirs with Him Who calls on God as Father and should have this kind of image engraved upon them. And when the angels see them at the hour of death and at the time of the judgment and of rebirth, then, holding fast to this image, they’ll be certain that they’ll enter freely, because they’ll have been stamped and accepted as genuine children of their Father. So do you see that humility is a duty and not a matter of free choice? And didn’t the Fathers pass this down to us, in great detail? And, in any case, on what issue should a monk not be humble? All his specific features bear witness to this. His exile in the desert, his retreat from the world, his black clothing, his frugal diet and his behaviour in general all help to make him think humbly. But most of all, there’s the example of our Fathers, which we follow with whatever strength we command. This is exactly what the hymnographer who wrote the salutations to Our Lady is referring to when he says that she’s a “height difficult for human thought to scale”. It’s impossible for human thoughts to approach the heights of her sanctity, which, basically, is her humility. When the Archangel told her that she’d be the one and only mother of God, she replied, indifferent to the praise implied in his words, by calling herself “the servant of Christ”. Where else could God the Word have dwelt, had He not found such a vessel, who would resemble Him so completely? And there’s the humble Maiden. Even before became fully aware of God the Word- because He had not yet come to dwell within her, though she had received rays of grace and sanctification- she said: “Behold, the servant of the Lord”, and demonstrated her humility towards the Word of God, Who, at that moment came to dwell within her. And what she said next: “Let it be unto me according to your word”, demonstrates her total acquiescence. And in this way, she healed humanity’s universal wound, cancelling out the curse of Eve and of the whole of the female sex, through her absolute compliance and obedience.
We Athonites in particular feel her special maternal affection and confidence in concrete ways because she’s here with us. There’s not a single Athonite who won’t have felt her distinctive affection and benevolence towards him. As our spiritual mother, she gives us her most holy life as an example. What is this? A humble mind and obedience, those are the features which monasticism brings to completion. This is what we hold on fast to within us as the most important spiritual lode-star. If you remain humble in yourselves and obedient to the will of God, you’ll already have reached your destination and your goal, by the grace of Christ. Amen.

Source: Elder Iosif , Αθωνικά μηνύματα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά [Messages from  Monastery of Vatopedi, Holy Mt Athos, to Help our Soul], Publication of the Holy and Great Monastery of Vatopaidi, Holy Mountain 1999, 2nd ed.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...