Showing posts with label Άγιες Εικόνες. Show all posts
Showing posts with label Άγιες Εικόνες. Show all posts

Friday, 25 March 2016

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ



 
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι η αρχή όλων των Δεσποτικών εορτών. Στο απολυτίκιο της εορτής ψάλλουμε: "σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ' αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις...". Το περιεχόμενο της εορτής αναφέρεται στο γεγονός κατά το οποίο ο αρχάγγελος Γαβριήλ – ο άγγελος εκείνος με τον οποίο συνδέονται όλα τα γεγονότα που έχουν σχέση με την ενανθρώπηση του Χριστού – επισκέφθηκε με εντολή του Θεού την Παναγία και την πληροφόρησε ότι έφθασε ο καιρός της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού, και ότι αυτή θα γίνη η μητέρα Του. (βλ. Λουκά α', 26-56).

Η λέξη "ευαγγελισμός" αποτελείται από δύο επί μέρους λέξεις, ήτοι εύ και αγγελία, και δηλώνει την καλή είδηση, την καλή αγγελία. Πρόκειται για την πληροφορία που δόθηκε δια του αρχαγγέλου ότι ο Λόγος του Θεού θα ενανθρωπήση για την σωτηρία του ανθρώπου. Ουσιαστικά πρόκειται για την εκπλήρωση της υποσχέσεως του Θεού, που δόθηκε μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας (βλ. Γεν. γ', 15), η οποία λέγεται πρωτευαγγέλιο. Γι' αυτό, η πληροφορία της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού είναι η μεγαλύτερη είδηση μέσα στην ιστορία.

Ο αρχάγγελος Γαβριήλ απεκάλεσε την Παναγία "κεχαριτωμένη". Της είπε: "Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σού, ευλογημένη συ εν γυναιξίν" (Λουκ. α', 28-29). Η Παναγία αποκαλείται "κεχαριτωμένη" και χαρακτηρίζεται "ευλογημένη", αφού ο Θεός είναι μαζί της.

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, και άλλους αγίους Πατέρας, η Παναγία είχε ήδη χαριτωθή, και δεν χαριτώθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού. Παραμένοντας μέσα στα άγια των αγίων του Ναού έφθασε στα άγια των αγίων της πνευματικής ζωής, που είναι η θέωση. Εάν το προαύλιο του Ναού προοριζόταν για τους προσηλύτους και εάν ο κυρίως Ναός για τους ιερείς, τα άγια των αγίων προορίζονταν για τον αρχιερέα. Εκεί εισήλθε η Παναγία, δείγμα ότι έφθασε στην θέωση. Είναι γνωστόν ότι στην χριστιανική εποχή ο νάρθηκας προοριζόταν για τους κατηχουμένους και τους ακαθάρτους, ο κυρίως ναός για τους φωτισθέντας, τα μέλη της Εκκλησίας, και τα άγια των αγίων γι' αυτούς που έφθασαν στην θέωση.

Friday, 2 January 2015

Ερμηνεία της εικόνας των Θεοφανείων



Μέχρι τόν Δ° αἰώνα, ἡ Γέννηση καί ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου ἑορτάζονταν τήν ἴδια ἡμέρα. Ἡ ἑνότης τους εἶναι ἀκόμη ὁρατή στήν παρόμοια σύσταση τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν τῶν δύο ἑορτῶν καί δείχνει μιά ὁρισμένη συμπλήρωση τοῦ γεγονότος τῆς Γεννήσεως σ'ἐκεῖνο τῆς Βαπτίσεως.
Στή Γέννησή του, λέγει ὁ ἅγιος Ἰερώνυμος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦλθε στόν κόσμο μέ κρυφό τρόπο, στήν Βάπτισή του ἐμφανίστηκε μέ φανερό τρόπο. Ἐπίσης ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: Τά Θεοφάνεια δέν εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως ἀλλά τῆς Βαπτίσεως. Πρίν ἦταν ἄγνωστη ἀπό τό λαό, μέ τή Βάπτιση, ἀποκαλύπτεται σέ ὅλους. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀναπαύεται αἰώνια ἐπάνω στόν Υἱό ἐκδηλωτική δύναμη ἀποκαλύπτει τόν Υἱό στόν Πατέρα καί τόν Πατέρα στόν Υἱό καί πραγματοποιεῖ ἔτσι τή θεία γενεαλογία, εἶναι ἡ αἰώνια χαρά... ὅπου οἱ τρεῖς χαίρονται μαζί. Ἡ ἐνσάρκωση ριζώνεται στήν ἴδια πράξη γενεαλογίας ἀλλά πού καλύπτει προοδευτικά τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Στή Γέννηση, τό Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει στήν Παρθένο καί τήν κάνει πραγματικά Θεοτόκο, Μητέρα τοῦ Θεοῦ: «τό γενώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱός Θεοῦ» (Λουκ. 1, 35).

«Τό δέ παιδίον ηὔξανε... καί χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ̉ αὐτό» (Λουκ. 2, 40). «Καί Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ καί χάριτι» (Λουκ. 2, 52). Γιά νά εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ περνᾶ ἀπό τή φυσική καί προοδευτική ἀνάπτυξή της· ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος τή συνοδεύει, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη ἡ Ὑπόσταση τοῦ Πνεύματος πού ἀναπαύεται σ ̉ αὐτόν ὅπως αὐτή ἀναπαύεται αἰώνια στή θεότητά του. Λοιπόν, μιλώντας γιά τή Βάπτιση, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός ἀναφέρουν τίς Πράξεις (10, 38): «Ἰησοῦν τόν ἀπό Ναζαρέτ, ὡς ἔχρισεν αὐτόν ὁ Θεός Πνεύματι Ἁγίῳ», καί ὑπογραμμίζουν στό γεγονός τό ὕψιστο σημεῖο τῆς ὡριμότητος, τήν κατακόρυφη ἐκδήλωση τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Κυρίου ἀπό τότε ἐντελῶς θεοποιημένη. Εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κεχρισμένος· τό πνεῦμα ἀποκαλύπτει τήν Ἀνθρωπότητά του στόν Πατέρα, καί ὁ Πατήρ τή δέχεται σάν τόν Υἱό του: «Καί ἰδού φωνή ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα: οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3, 17).
 
Τό πνεῦμα κατεβαίνει στόν σαρκωθέντα Υἱό σάν ἡ πνοή υἱοθεσίας κατά τήν ἴδια στιγμή ὅπου ὁ Πατήρ λέγει: «ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε». Ἡ στοργή μου ἤ ἡ εὔνοιά μου εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ πού ἀπό τότε ἀναπαύεται στό Χριστό στήν ὑποστατική κάθοδο τοῦ Πνεύματος. Ὁ Θεός – Ἄνθρωπος ἀποκαλύπτεται πραγματικά Υἱός στίς δύο φύσεις του καί αὐτό τό πλήρωμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἀληθινοῦ ἀνθρώπου θά διαβεβαιωθεῖ πάλι κατά τό χρόνο τῆς Μεταμορφώσεως σάν ἐνέργεια πιά ἐκδηλωμένη στή Βάπτιση: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Γι ̉ αὐτό ἡ Βάπτιση ὀνομάζεται Θεοφάνεια, Ἐπιφάνεια, ἐκδήλωση τῶν Τριῶν Προσώπων στήν ὁμόφωνη μαρτυρία τους. Ἐάν τό τροπάριο τῆς Μεταμορφώσεως λέγει: Μεταμορφώθηκες γιά νά δείξεις στούς μαθητές σου τή δόξα σου, τό τροπάριο τῆς Βαπτίσεως ἀναγγέλει: Κατά τήν Βάπτισή σου στόν Ἰορδάνη, Χριστέ... ἡ φωνή τοῦ Πατρός σέ μαρτύρησε δίνοντάς σου τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, μέ τή μορφή τοῦ περιστεριοῦ, διαβεβαίωσε τήν ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια αὐτοῦ τοῦ λόγου... Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς αὐξάνει μέχρι τήν ὡριμότητά του «καί αὐτός ἦν ὡσεί ἐτῶν τριάκοντα» (Λουκ. 3, 23) — ὅταν στή συναγωγή τῆς Ναζαρέτ ἀναγγέλει αὐτός ὁ ἴδιος πανηγυρικά. «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ̉ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με» (Λουκ. 4, 18). Εἶναι ἐκεῖ τό ἴδιο τό μυστήριο στήν Ἐνσάρκωση.
 
Ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Χριστοῦ περνᾶ ἀπό τόν ἐλεύθερο προσδιορισμό του. Ὁ Ἰησοῦς ἀφιερώνεται συνειδητά στήν ἐπίγεια ἀποστολή του, ὑποτάσσεται ὁλοκληρωτικά στή θέληση τοῦ Πατρός καί ὁ Πατήρ τοῦ ἀπαντᾶ ἀποστέλλοντας σ ̉ αὐτόν τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅλος, ὁ πυκνός καί συγκεντρωμένος συμβολισμός τῆς Βαπτίσεως πού ἡ εἰκόνα τῆς ἑορτῆς μᾶς δείχνει, κάνει νά κατανοήσουμε τή φοβερή ἔκταση αὐτῆς τῆς πράξεως. Εἶναι πιά ὁ θάνατος ἐπάνω στό Σταυρό· ὁ Χριστός λέγοντας στόν ἅγιο Ἰωάννη: «οὕτω γάρ πρέπον ἐστίν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3, 15) προλαβαίνει τόν τελευταῖο λόγο πού θά ἀντηχήσει στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «Πάτερ, γενηθήτω τό θέλημά σου...». Ἡ λειτουργική ἀνταπόκριση τῶν ἑορτῶν τό ὑπογραμμίζει ρητά: ἔτσι οἱ ψαλμωδίες τῆς ἀκολουθίας τῆς 3ης Ἰανουαρίου παρουσιάζουν μιά ἐκπληκτική ἀναλογία μέ ἐκεῖνες τῆς Μεγάλης Τετάρτης, ἡ ἀκολουθία τῆς 4ης Ἰανουαρίου μέ ἐκείνη τῆς Μεγάλης Πέμπτης καί ἡ ἀκολουθία τῆς 5ης Ἰανουαρίου μέ ἐκείνη τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἔχει χρισθεῖ μέ μιά ὑπηρεσία μαρτυρίας: εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς ὑποταγῆς τοῦ Χριστοῦ, τῆς τελευταίας κένωσεώς του. Ἀλλά στόν Ἰωάννη Βαπτιστή σάν Ἀρχέτυπο, σάν ἀντιπρόσωπο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, εἶναι ὅλη ἡ Ἀνθρωπότης πού εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς θείας Ἀγάπης.
 
Ἡ «Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ» μεσουρανεῖ στήν πράξη τῆς Βαπτίσεως, «ἐκπλήρωση τῆς δικαιοσύνης», μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση στό τέλος ἐκπλήρωση τῆς προαιώνιας ἀποφάσεως πού ἔχουμε παρατηρήσει στήν εἰκόνα τῆς Τριάδος. «Ἐγένετο δέ ἐν τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα τόν λαόν καί Ἰησοῦ βαπτισθέντος» (Λουκ. 3, 21). Ὁ Λόγος ἔρχεται ἐπάνω στή γῆ, πρός τούς ἀνθρώπους, καί ἐμεῖς εἴμαστε παρόντες τῆς πιό συνταρακτικῆς Συναντήσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἀνθρωπότητος «ὅλος ὁ λαός». Μυστικά, στόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀναγνωρίζονται υἱοί μέσα στόν Υἱό, οἱ ἀγαπημένοι υἱοί στόν ἀγαπημένο Υἱό καί ἄρα οἱ φίλοι τοῦ Νυμφίου, οἱ μάρτυρες. Τό γένοιτο τῆς Παρθένου ὑπῆρξε τό ναί ὅλων τῶν ἀνθρώπων στήν Ἐνσάρκωση, στήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ στούς δικούς του. Στόν ἅγιο Ἰωάννη, αὐτόν τόν ἄλλο τῶν «δικῶν του», ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λέγουν «γένοιτο» στήν Συνάντηση, στή θεία Φιλία, στή Φιλανθρωπία τοῦ Πατρός, φίλου τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως ὁ Συμεών ὠθούμενος ἀπό τό Πνεῦμα συναντᾶ καί δέχεται τόν Ἰησοῦ-βρέφος, ἐπίσης ὁ Ἰωάννης συναντᾶ καί δέχεται τόν Ἰησοῦ-Μεσσία: «Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι ̉ αὐτοῦ» (Ἰω. 1, 6 – 7). Μαρτυρεῖ γιά ὅλους, στή θέση ὅλων καί αὐτή ἡ μαρτυρία εἶναι ἕνα γεγονός στό ἐσωτερικό ὁλοκλήρου τῆς Ἀνθρωπότητος καί ἀφορᾶ ὅλο τόν ἄνθρωπο.
 
Τό Δ΄ εὐαγγέλιο μιλᾶ γιά τόν Ἰωάννη στόν πρόλογό του, ἀμέσως μετά τό Λόγο, πού εἶναι στήν ἀρχή, καί ὅταν διαβάζει κανείς ὑπῆρχε ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος ἀπό τό Θεό, αἰσθάνεται ὅτι ἡ ἔλευσή του, σέ μιά ὁρισμένη ἔννοια ἔρχεται ἐπίσης ἀπό τήν ἀρχή, τήν αἰωνιότητα. Ὁ οὐρανός ἀνοίγει μπροστά ἀπό αὐτόν καί μαρτυρεῖ: «ὅτι τεθέαμαι τό Πνεῦμα καταβαῖνον ἐπ ̉ αὐτόν... οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1, 29 -34)· σ ̉ αὐτό τόν σύντομο λόγο εἶναι πιά, μέ μιά μορφή περιορισμένη ὅλο τό Εὐαγγέλιο. Ὁ Ἰωάννης εἶναι αὐτός πού γνωρίζει, προσδιορίζει τόν Ἀμνό γιατί εἶναι μυημένος στό μυστήριο τοῦ «ἐσφαγμένου Ἀρνίου ἀπό καταβολῆς κόσμου...». Ὁ Ἰωάννης δέν ἔχει τίποτε προαγγείλει καί εἶναι ὁ πιό μεγάλος προφήτης, ὅπως ὁ δάκτυλος τοῦ Θεοῦ προσδιορίζει τόν Χριστό. Εἶναι ὁ πιό μεγάλος διότι εἶναι ὁ πιό μικρός, αὐτό πού θέλει νά πεῖ ἀπελεύθερος ἀπό τήν ἴδια του ἐπάρκεια γιά νά μήν εἶναι ἐκεῖνος πού μένει ἐκεῖ, ἐκεῖνος ποῦ τέρπεται ἀκούοντας τή φωνή τοῦ Νυμφίου, καί ἡ χαρά του εἶναι μεγάλη χωρίς μέτρο. Εἶναι ἡ πιό ἐνδόμυχη ἐγγύτης ὅπου ὁ Λόγος ἀντηχεῖ· εἶναι κατ ̉ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ πού δέν εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου παρά ὁ Λόγος τοῦ Πατρός· εἶναι κατ ̉ εἰκόνα τοῦ Πνεύματος γιατί δέν λέγει τίποτε γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά μιλᾶ στό ὄνομα Αὐτοῦ πού ἔχει ἔλθει. Εἶναι αὐτός ὁ ὁρμητικός πού ἁρπάζει τούς οὐρανούς καί τό μαρτύριό του λαμπρύνει θαυμαστά ἕνα ἀρχαῖο μοναστικό λόγιο: Δῶσε τό αἷμα σου καί πάρε τό Πνεῦμα... Μέ τή Θεοτόκο περιβάλλει τό Χριστό Κριτή καί μεσιτεύει γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά τό κάνει γιατί ἡ φιλία του φθάνει τό ἐπίπεδο ἑνός ἄλλου μεγάλου πνευματικοῦ τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορία μᾶς ἔχει ἀναφερθεῖ στά Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων.
 
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Μέγας προσευχόταν γιά τόν μαθητή του πού εἶχε ἀρνηθεῖ τό Χριστό, καί ὅταν προσευχόταν, ὁ Κύριος τοῦ ἐμφανίστηκε καί τοῦ λέγει: «Παΐσιε, γιά ποῖον προσεύχεσαι; Δέν γνωρίζεις ὅτι μέ ἔχει ἀρνηθεῖ;». Ἀλλά ὁ ἅγιος δέν ἔπαυε νά ἔχει ἔλεος καί νά προσεύχεται γιά τόν μαθητή του, καί λοιπόν ὁ Κύριος τοῦ λέγει: Παΐσιε, ἔχεις ἐξομοιωθεῖ μέ ἐμένα μέ τήν ἀγάπη σου... Ἡ λειτουργία ὀνομάζει τόν Ἰωάννη: κήρυκα, ἄγγελο καί ἀπόστολο. Μαρτυρεῖ καί ἡ φωνή τοῦ Νυμφίου προκαλεῖ τήν πρώτη ἀποστολική κλήση: «Ἀνδρέας καί Ἰωάννης ἀκολουθοῦν τόν Ἰησοῦν» (Ἰω. 1, 37). Πιό ἀργά, ἐγκαταλείπει αὐτό τόν κόσμο καί κατεβαίνει στόν Ἅδη σάν Πρόδρομος τῆς Καλῆς Ἀγγελίας. Τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη πρό τῶν Θεοφανείων δέν ἦταν παρά ἕνα «βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λουκ. 3, 3), ἦταν ἡ μεταβολή τῆς τελευταίας ἀναμονῆς. Πηγαίνοντας στόν Ἰορδάνη, ὁ Ἰησοῦς δέν πῆγε νά μετανοήσει ἀφοῦ ἦταν χωρίς ἁμάρτημα· νά ποῦμε ὅτι ἔδωσε τό παράδειγμα τῆς ταπεινότητος δέν ἀπαντᾶ ἀκόμη στό μέγεθος τοῦ γεγονότος. Ἡ βάπτιση τού Ἰησοῦ εἶναι ἡ προσωπική Πεντηκοστή του, ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τά τριαδικά Θεοφάνεια: Κατά τό χρόνο τῆς βαπτίσεώς σου στόν Ἰορδάνη, Κύριε, ἐκδηλώθηκε ἡ προσκύνηση πού χρειαζόταν στήν ἁγία Τριάδα (τροπάριο ἑορτῆς).
Εἶναι ἀπό αὐτό τό πλήρωμα πού ἔρχεται τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, αὐτό τό ὄνομα καθορίζεται, ἄμεσα στόν πλήρη βαπτιστικό τύπο: «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τά λειτουργικά κείμενα ὀνομάζουν τήν ἑορτή τό μεγάλο Νέο Ἔτος γιατί τό συμβάν ἐπανέρχεται στό φῶς τῆς Τριάδος. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ στιγμή πού οἱ Ἐπίσκοποι ἐξέλεγαν γιά νά ἀναγγείλουν στίς ἐκκλησίες τό χρόνο τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς καί τή χρονολογία τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων προσφέρει τήν εὐαγγελική διήγηση ἀλλά προσθέτει μερικές λεπτομέρειες πού ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ στή λειτουργία τῆς ἑορτῆς καί δείχνει αὐτό πού ὁ Ἰωάννης θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ. Ἐπάνω στήν εἰκόνα ἕνα τμῆμα ἑνός κύκλου παριστᾶ τούς οὐρανούς πού ἀνοίγουν, καί κάποτε ἀπό μιά διπλή πτυχή πού ὁμοιάζει μέ κροσσό ἑνός σύννεφου, βγαίνει τό χέρι τοῦ Πατρός πού εὐλογεῖ. Ἀπό αὐτό τόν κύκλο ἀναχωροῦν ἀκτῖνες φωτός, χαρακτηριστικό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί πού φωτίζουν τό περιστέρι. Αὐτόματη ἀνάμνηση τοῦ ἀρχικοῦ λόγου «καί ἐγένετο φῶς», ἡ ἐκδηλωτική ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, ἀποκαλύπτει τόν τριαδικό Θεό: Ἡ Τριάδα, ὁ Θεός μας, μᾶς ἐκδηλώνεται χωρίς διαίρεση.
 
Ὁ Χριστός ἦλθε γιά νά εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου, πού φωτίζει αὐτούς πού κάθονταν στά σκοτάδια (Ματθ. 4, 16) ἀπό ἐκεῖ δέ τό ὄνομα τῆς «Ἑορτῆς τῶν φώτων». Ἐνῶ ὁ Χριστός κατέβαινε στά νερά, ἡ φωτιά ἄναψε μέσα στόν Ἰορδάνη, εἶναι ἡ Πεντηκοστή τοῦ Κυρίου καί ὁ προεικονισμένος Λόγος, μέ στύλο φωτός δείχνει ὅτι τό βάπτισμα εἶναι φωτισμός, γέννηση τῆς ὑπάρξεως στό θεῖο φῶς. Ἄλλοτε τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς γινόταν τό βάπτισμα τῶν κατηχουμένων καί ὁ ναός ἦταν πλημμυρισμένος ἀπό φῶς, σημεῖο μυήσεως στή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ μάρτυρας αὐτοῦ τοῦ φωτός, ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶναι δοσμένος στό γεγονός γιατί αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι «ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καί φαίνων» καί οἱ ἄνθρωποι ἔρχονταν «ἀγαλλιαθῆναι ἐν τῷ φωτί αὐτοῦ» (Ἰω. 5, 35). Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τή μορφή ἑνός περιστεριοῦ ἐκφράζει τήν κίνηση τοῦ Πατρός πού φέρεται πρός τόν Υἱό του. Ἐξ ἄλλου, ἐξηγεῖται, κατά τούς Πατέρες, κατ ̉ ἀναλογία μέ τόν κατακλυσμό καί τό περιστέρι μέ τόν κλάδο ἐλαίας, σημεῖο τῆς εἰρήνης. Τό Ἅγιο Πνεῦμα πού φέρεται ἐπάνω ἀπό τά ἀρχέγονα νερά ἀνέδειξε τή Ζωή, ἐπίσης αὐτό πού αἰωρεῖται ἐπάνω στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, προκαλεῖ τή δεύτερη γέννηση τοῦ νέου δημιουργήματος. Ὁ Χριστός παριστάνεται ὀρθός ἐνάντια πρός τό βυθό τοῦ νεροῦ σκεπασμένος ἀπό τά κύματα τοῦ Ἰορδάνη. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποστολῆς του, ὁ Ἰησοῦς ἀντιμετωπίζει τά κοσμικά στοιχεῖα πού περιέχουν σκοτεινές δυνάμεις: τό νερό, τόν ἀέρα καί τήν ἔρημο.
 
Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης εἶναι ἀπό τίς μορφές τοῦ βαπτίσματος: ἡ νίκη ἀπό τό Θεό τοῦ δράκοντος τῆς θαλάσσης, τοῦ τέρατος Rahab. Ἕνα ἰδιόμελο τῆς ἑορτῆς κάνει νά κατανοήσουμε τόν Κύριο λέγοντας στόν Ἰωάννη Βαπτιστή: Προφήτη, ἔλα νά μέ βαπτίσεις... Βιάζομαι νά χαθεῖ ὁ κρυμμένος στά νερά ἐχθρός, ὁ πρίγκηπας τοῦ σκότους, γιά νά ἀπελευθερώσω τόν κόσμο ἀπό τά δίχτυα του παραχωρώντας του τήν αἰώνια ζωή. Ἔτσι, μπαίνοντας στόν Ἰορδάνη ὁ Κύριος, καθαρίζει τά νερά: Σήμερα τά κύματα τοῦ Ἰορδάνη μεταβάλλονται σέ φάρμακο καί ὅλη ἡ δημιουργία ποτίζεται μέ μυστικά κύματα... (εὐχή ἁγίου Σωφρονίου). Εἶναι ὅλο τό σύμπαν πού δέχεται τήν ἁγιοποίησή του: Ὁ Χριστός βαπτίζεται· βγαίνει ἀπό τό νερό καί μέ αὐτό ἀποκαλύπτει τόν κόσμο (ἰδιόμελο τοῦ Κοσμᾶ). Σπάζει τό κεφάλι τῶν δρακόντων καί ἀναζωογονεῖ τόν Ἀδάμ, εἶναι ἡ ἀνάπλαση τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἡ ἀναγέννησή της στό καθαριστικό λουτρό τοῦ μυστηρίου. Ὁ Δίδυμος Τυφλός καθορίζει: «ὁ δέ Κύριος ἔδωκέ μοι μητέρα τήν κολυμβήθραν (Ἐκκλησία), πατέρα τόν Ὕψιστον, ἀδελφόν τόν δι ̉ ἡμᾶς βαπτισθέντα Σωτῆρα». Στήν εἰκόνα μέ τό δεξιό του χέρι ὁ Χριστός εὐλογεῖ τά νερά καί τά ἑτοιμάζει νά γίνουν τά νερά τῆς βαπτίσεως πού ἁγιάζει μέ τήν ἴδια του κατάδυση. Τό νερό ἀλλάζει σημασία, ἄλλοτε εἰκόνα τοῦ θανάτου (κατακλυσμός), εἶναι τώρα ἡ πηγή τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς (Ἀποκ. 21, 6· Ἰω. 4, 14).
 
Μυσταγωγικά τό νερό τῆς βαπτίσεως δέχεται τήν ἀξία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Στά πόδια τοῦ Κυρίου, στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, ἡ εἰκόνα δείχνει δύο μικρές ἀνθρώπινες μορφές, εἰκονογράφηση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν κειμένων πού ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἀκολουθίας: «τί σοί ἐστι, θάλασσα ὅτι ἔφυγες, καί σύ Ἰορδάνη, ὅτι ἐστράφης εἰς τά ὁπίσω» (Ψαλμ.113, 5). Τό τροπάριο (ἦχος Δ΄) ἐξηγεῖ: «Ἀπεστρέφετο ποτέ, ὁ Ἰορδάνης ποταμός, τῇ μηλωτῇ Ἐλισσαιέ, ἀναληφθέντος Ἠλιού καί διῃρεῖτο τά ὕδατα ἔνθεν καί ἔνθεν· καί γέγονεν αὐτῷ ξηρά ὁδός ἡ ὑγρά εἰς τύπον ἀληθῶς τοῦ Βαπτίσματος, δι ̉ οὗ ἡμεῖς τήν ρέουσαν τοῦ βίου διαπερῶμεν διάβασιν». Εἰκόνα συμβολική πού μιλᾶ γιά τή μετάνοια ἀκόμη ἀόρατη τῆς κοσμικῆς φύσεως, τῆς μεταστροφῆς τῆς ὀντολογίας της. Ἡ εὐλογία τῆς ὑδρόβιας φύσεως ἁγιάζει τήν ἴδια ἀρχή τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Γι ̉ αὐτό, μετά τή θεία λειτουργία γίνεται ὁ μεγάλος ἁγιασμός τῶν ὑδάτων (ἑνός ποταμοῦ, μιᾶς πηγῆς ἤ ἐντελῶς ἁπλά ἑνός δοχείου τοποθετημένου μέσα στήν ἐκκλησία). Μιλώντας γιά τά μή ἁγιασμένα νερά, εἰκόνα τοῦ θανάτου – κατακλυσ-μοῦ ἡ λειτουργία τά ὀνομάζει ὑδατόστρωτο τάφο.
Πραγματικά, ἡ εἰκόνα δείχνει τόν Ἰησοῦ νά εἰσέρχεται στά νερά, στόν ὑγρό τάφο. Αὐτός ἐδῶ ἔχει τή μορφή ἑνός σκοτεινοῦ σπηλαίου (εἰκονογραφική μορφή τοῦ ἅδη) περιέχοντας ὅλο τό σῶμα τοῦ Κυρίου (εἰκόνα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, πού προσφέρεται στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος μέ ὁλική κατάδυση, μορφή τοῦ πασχαλίου τριημέρου), γιά νά ἀποσπάσει τόν ἀρχηγό τῆς φυλῆς μας στή ζοφερή διαμονή. Συνεχίζοντας τόν προκαταβολικό συμβολισμό τῆς Γεννήσεως, ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων δείχνει τήν προκάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη: «καταβάς ἐν τοῖς ὕδασιν ἔδησε τόν ἰσχυρόν». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σχολιάζει: ἡ κατάδυση καί ἡ ἀνάδυση εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου στόν ἅδη καί τῆς ἀναστάσεως.
 
Ὁ Χριστός παριστάνεται γυμνός, εἶναι ντυμένος μέ τήν ἀδαμική γυμνότητα καί ἔτσι ἀποδίδει στήν ἀνθρωπότητα τό ἔνδοξο παραδεισιακό ἔνδυμά της. Γιά νά δείξει τήν ὑπέρτατη πρωτοβουλία του παριστάνεται βαδίζοντας ἤ κάνοντας ἕνα βῆμα πρός τόν ἅγιο Ἰωάννη: ἐλεύθερα ἔρχεται καί κλίνει τό κεφάλι. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ταραγμένος: ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι, καί σύ ἔρχῃ πρός με; »... Ὁ Ἰησοῦς τόν διατάζει: «ἄφες ἄρτι». Ὁ Ἰωάννης τείνει τό δεξιό του χέρι σέ μιά τελετουργική χειρονομία, στό ἀριστερό κρατεῖ ἕνα εἰλητάριο, κείμενο τοῦ κηρύγματός του. Οἱ ἄγγελοι τῆς Ἐνσαρκώσεως εἶναι σέ μιά στάση προσκυνήσεως, τά σκεπασμένα χέρια τους σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ. Συμβολίζουν ἐπίσης καί εἰκονογραφοῦν τό λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Γαλατ. 3, 27) :«Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε...».

Tuesday, 30 September 2014

Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ελεούσης Ξυνιάδος..


Βιογραφία
Η πρώτη εμφάνιση της Θεοτόκου στον Αθανάσιο Σύρο

Οι φοβεροί σεισμοί, που συγκλόνισαν την Θεσσαλία στις 30 Απριλίου 1954 μ.Χ., ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, έμειναν αξέχαστοι στους παλιότερους κατοίκους της περιοχής. Ιδιαίτερα έμεινε αξέχαστη η ημέρα αυτή για τους κατοίκους του χωριού Ξυνιάδα, και πιο πολύ, για τον μικρό Αθανάσιο Σύρο, που είδε με τα μάτια του την Υπεραγία Θεοτόκο.


Ο ηλικίας οκτώ ετών τότε, Αθανάσιος Νικολάου Σύρος, ενώ έπαιζε το απόγευμα της Παρασκευής μαζί μ’ άλλα παιδιά στην πλαγιά του βουνού είδε μπροστά του μια μαυροφόρα γυναίκα ξυπόλητη να κάνει μετάνοιες. Κι ενώ ο τόπος στο σημείο εκείνο ήταν ξερός, με τις μετάνοιες που έκανε η άγνωστη αυτή μαυροφόρα γυναίκα, έγινε μαλακός και βούλιαζε σαν το ζυμάρι. Στα τρία σημεία που προσκύνησε η άγνωστη αυτή γυναίκα άρχισε ο τόπος να αναδύει μια γλυκιά ευωδία.

Τότε ο μικρός Αθανάσιος λέει στα άλλα παιδιά: «Παιδιά για δέστε εκείνη τη γιαγιά που κάνει μετάνοιες». Την είπε γιαγιά γιατί φορούσε μαύρα ρούχα, όπως φορούν όλες σχεδόν οι γιαγιάδες στα χωριά. Αλλά κανένα απ’ όλα τα’ άλλα παιδιά δεν μπορούσε να την δει. Τότε τα παιδιά τρέχοντας πηγαίνουν στους συγχωριανούς τους και αναφέρουν όσα είπε ότι είδε ο Αθανάσιος, οπότε κι εκείνοι σπεύδουν να διαπιστώσουν το γεγονός.

Πράγματι ο Αθανάσιος επαναλαμβάνει ότι βλέπει την άγνωστη γυναίκα να κάνει μετάνοιες στο ίδιο μέρος. Αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτε και τον ρωτούσαν επίμονα να τους πει που ακριβώς βλέπει την μαυροφόρα γυναίκα. Αν κι ο μικρός Αθανάσιος επανέλαβε τα ίδια, εκείνοι δεν μπορούσαν να δουν τίποτε. Οσφραίνονταν μόνο τη γλυκιά ευωδία που προέρχονταν από το σημείο όπου το μικρό παιδί έλεγε ότι έβλεπε να κάνει μετάνοιες η άγνωστη μαυροφόρα γυναίκα.

Η δεύτερη εμφάνιση της Παναγίας στον ύπνο του Αθανάσιου
Το ίδιο βράδυ η άγνωστη γυναίκα κάνει την εμφάνισή της στον ύπνο του μικρού Αθανάσιου, ο οποίος κοιμόταν δίπλα στους γονείς του και στ’ άλλα του αδέλφια. Αυτή τη φορά έχει ένα φωτεινό στεφάνι στο κεφάλι της και ο μικρός λίγο τρομαγμένος την ρωτά: «Γιαγιά ποια είσαι εσύ; και τι θέλεις από μένα; Φοβάμαι!». Και τότε η μαυροφόρα του λέει: «Μη φοβάσαι μικρέ μου, εγώ είμαι η μητέρα του Χριστούλη, που τόσο τον αγαπάς, και μ’ έστειλε να αποκαλύψω σε σένα που έχεις καθαρή καρδιά και αγνή ψυχή, ότι στο μεσαίο σημείο που με είδες να σημειώνω, εκεί να σκάψετε και θα βρείτε την Εικόνα μου. Εκείνο το σημείο να γίνει τόπος λατρείας, να γίνει ένας ναός, ένας άγιος τόπος». Με τα λόγια αυτά χάθηκε η Παναγία από τον μικρό Αθανάσιο.

Το πρωί ο Αθανάσιος άρχισε να διηγείται στους δικούς του με κάθε λεπτομέρεια την δεύτερη εμφάνιση της Θεοτόκου και τους παρακαλούσε να σκάψουν εκεί που του υπέδειξε η Παναγία.

Οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού
Δυστυχώς οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού δεν ήταν ευνοϊκές για τον μικρό Αθανάσιο. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλα όσα τους διηγούνταν ήταν αληθινά και πολλές φορές τον αποπαίρνανε και τον διώχνανε με προσβλητικές φράσεις! Αλλά το ίδιο κάνουν πάντα οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν. Το ίδιο περίπου κάνανε και στον Κύριο που είπε: «Μακάριοι θα είσθε, όταν θα σας υβρίσουν και θα σας καταδιώξουν και θα πουν εναντίον σας κάθε κακό πράγμα…….Να χαίρεσθε τότε και να αγαλλιάσθε, διότι η ανταμοιβή σας θα είναι μεγάλη στους ουρανούς». (Ματθ. 5,11-12)

Όλες όμως αυτές, οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού, δεν μπόρεσαν να κλονίσουν τον Αθανάσιο. Μάζεψε πέτρες κι έκτισε μόνος του ένα μικρό εκκλησάκι στο σημείο που του υπέδειξε η Παναγία. Εκεί έβαλε μια μικρή εικόνα της Παναγίας, πήγαινε κάθε μέρα, πρωί βράδυ, άναβε το καντηλάκι της κι έκανε την προσευχή του στην Υπεραγία Θεοτόκο. Στις συνεχείς παρακλήσεις του, να σκάψουν εκεί που του είπε η Παναγία, ανταποκρίθηκαν κάποτε μερικοί συγχωριανοί του. Οι ενέργειες όμως ήταν μεμονωμένες και χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Πέρασαν οκτώ χρόνια και την αδιαφορία των κατοίκων σταμάτησε μια θανατηφόρα ασθένεια που έπεσε στα ζώα του χωριού. Άρχισαν πια να σκέπτονται σοβαρά μήπως η αρρώστια των «ζωντανών» ήταν τιμωρία του Θεού για την απιστία που έδειξαν στα λόγια του Αθανάσιου. Άρχισαν να κάνουν παρακλήσεις στην Θεοτόκο να τους συγχωρήσει και να τους απαλλάξει από το κακό που τους βρήκε. Έτσι το θανατικό των ζώων έγινε αφορμή οι κάτοικοι του χωριού να γυρίσουν κοντά στον Θεό.

Η εύρεση της Ιερής Εικόνας της Παναγίας
Στις αρχές Ιουνίου του έτους 1962 μ.Χ. πήγε στην Ξυνιάδα ένα εκσκαπτικό μηχάνημα για να ανοίξει τους δρόμους του χωριού. Οι κάτοικοι τότε παρακάλεσαν τον χειριστή, μόλις τελειώσει την διάνοιξη, να κάνει τον κόπο να σκάψει και στο μέρος που έλεγε ο Αθανάσιος ότι του υπέδειξε η Παναγία, πως υπάρχει η εικόνα της. Ο χειριστής όμως του μηχανήματος, που ονομαζόταν Ηλίας Σάλτας και καταγόταν από το χωριό Σταυρός Λαμίας, δεν ήθελε να σκάψει και μάλιστα αντέδρασε βίαια στις επίμονες παρακλήσεις των κατοίκων του χωριού.

Τότε επενέβη ένας άλλος Λαμιώτης, ο Σπύρος Χουλιάρας, υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών ο οποίος είχε ακούσει από τη μητέρα του για τις εμφανίσεις της Παναγίας. Ο κ. Χουλιάρας αντιλαμβανόμενος τις αντιδράσεις του οδηγού, κάλεσε σε σύσκεψη τις αρχές της κοινότητας, ήτοι τον πρόεδρο του χωριού, τον δάσκαλο, τον ιερέα, τις αστυνομικές αρχές και το εκκλησιαστικό συμβούλιο και όλοι μαζί πήγαν και παρακάλεσαν τον χειριστή, τον οποίο και τελικά έπεισαν.

Το μηχάνημα ξεκίνησε να σκάβει και να βγάζει χώματα στο υποδειχθέν σημείο κι όλος ο κόσμος μαζεύτηκε περιμένοντας με αγωνία. Ο χειριστής μετά την πρώτη εκσκαφή επιχειρεί και δεύτερη χωρίς αποτέλεσμα. Αρχίζει να βλαστημά και επιχειρεί και τρίτη φορά χωρίς αποτέλεσμα και πάλι. Η μηχανή είχε σταματήσει. Τότε ο αστυνομικός που ήταν κοντά στο σημείο βλέπει δίπλα στο μαχαίρι του μηχανήματος, κοντά στη ρίζα ενός πουρναριού την εικόνα της Παναγίας.

Το τι έγινε εκείνη τη στιγμή δεν περιγράφεται. Όλοι όσοι ήταν εκεί, έπεσαν, γονάτισαν και προσκύνησαν την Άγια Εικόνα της Παναγίας, και ζητούσαν με δάκρυα στα μάτια την Χάρη Της. Μερικοί έτρεξαν και χτύπησαν την καμπάνα για να ειδοποιηθούν και οι άλλοι οι κάτοικοι που ήταν στα χωράφια. Άλλοι έτρεξαν κι αγκάλιασαν τον δεκαεξάχρονο πια Αθανάσιο και του ζητούσαν να τους συγχωρήσει για την ασέβεια και την απιστία τους. Ο χειριστής του μηχανήματος έπεσε κλαίγοντας και προσκύνησε την εικόνα και παρακαλούσε να τον συγχωρήσει η Θεοτόκος. Λέγεται μάλιστα, ότι καταφεύγοντας στην Χάρη της Παναγίας, με θερμή πίστη, θεραπεύτηκε από πάθηση στομάχου από την οποία βασανίζονταν έως τότε.

Η Θαυματουργή Εικόνα της Μεγαλόχαρης
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας κρυβόταν, σε βάθος ενάμισι μέτρο επί αιώνες. Είναι μικρού μεγέθους και φέρει την επιγραφή «Μήτηρ Θεού Ελεούσα». Κατά την γνώμη των ειδικών, η εικόνα φέρεται να ανήκει στην εποχή της εικονομαχίας. Διατηρήθηκε όμως μέσα στο χώμα, τόσους αιώνες χωρίς να πάθει τίποτε. Όταν η χάρη του θεού θέλει τα φθαρτά γίνονται άφθαρτα και τα θνητά αθάνατα.

Σήμερα η εικόνα της «Παναγίας Ελεούσας» έχει σκεπασθεί με ασήμι και χρυσό κι έχει τοποθετηθεί σ’ ένα όμορφο προσκυνητάρι. Τα τάματα των βασανισμένων πιστών που έρχονται να πάρουν την χάρη Της έχουν στολίσει όλη την επιφάνεια της εικόνας.

Το καθολικό και τα κελιά
Οι ευλαβείς προσκυνητές προσέφεραν ότι μπορούσε ο καθένας για να κτισθεί στην αρχή ένα μικρό εκκλησάκι, που να εξυπηρετεί τις πνευματικές ανάγκες των πιστών που κατέφευγαν στη Μεγαλόχαρη. Το εκκλησάκι χτίστηκε και στη ρίζα του πουρναριού, εκεί που βρέθηκε η Εικόνα, τοποθετήθηκε η Αγία Τράπεζα.

Ο μικρός αυτός ναός όμως, δεν εξυπηρετούσε αργότερα τις ανάγκες των όλο και αυξανόμενων προσκυνητών. Γι’ αυτό ο Μακαριστός Μητροπολίτης Φθιώτιδος Δαμασκηνός τον Νοέμβριο του 1965 μ.Χ. έθεσε τον θεμέλιο λίθο για έναν μεγαλύτερο ναό, ο οποίος με τις συνδρομές των πιστών προσκυνητών τελείωσε τον Αύγουστο του 1966 μ.Χ. Ο πατήρ, πλέον, Αθανάσιος εξασφάλισε με προσωπικές προσπάθειες τον πλήρη εξοπλισμό του ναού. Αγάπησε τόσο αυτό το έργο με αποτέλεσμα να χτιστεί ένα μεγαλοπρεπές μοναστήρι. Στον τρούλο και στους τοίχους του ναού έγιναν τοιχογραφίες. Στο ανατολικό μέρος του μοναστηριού κτίστηκαν το Ηγουμενείο και μερικά κελιά.

Εγκαίνια του Ιερού Ναού
Ως ημέρα τελέσεως των εγκαινίων ορίστηκε η 21η Ιουνίου του 1972 μ.Χ., δηλαδή την ίδια μέρα που βρέθηκε η θαυματουργή εικόνα. Την 21η Ιουνίου ετέλεσε τον Μέγα Εσπερινό ο τότε πρωτοσύγκελος και σήμερα Μητροπολίτης πρώην Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ.κ. Αγαθόνικος. Την επομένη ετέλεσε μεγαλοπρεπώς τα εγκαίνια ο Μακαριστός Μητροπολίτης Φθιώτιδας Δαμασκηνός, συνοδευόμενος από πλήθος ιερέων και ενώπιον μεγάλου πλήθους πιστών.

Το Ιερό Προσκύνημα εορτάζει δυο φορές το χρόνο: Την ημέρα της ευρέσεως της εικόνας, δηλαδή την 21η Ιουνίου, και την 15η Αυγούστου, την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Θεραπεία δαιμονισμένης
Η Λεμονιά Κοκκίνη, από το χωριό Αγραπιδιά Δομοκού, το έτος 1963 μ.Χ., στην ώρα του φαγητού δαιμονίστηκε. Το δαιμόνιο συνεχώς την ενοχλούσε και δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Οι γονείς της απελπισμένοι, αφού τρέξανε σε πολλούς γιατρούς, την έταξαν στην Παναγία Ελεούσα. Η κοπέλα δε μιλούσε παρά μόνο έβγαζε άναρθρες κραυγές. Κατά την Ολονυχτία διαπιστώθηκε αλλαγή στη συμπεριφορά της και η κοπέλα σε λίγες ημέρες απέκτησε απόλυτη ηρεμία. Το γεγονός έγινε γνωστό σε όλη την περιοχή, και οι πιστοί προσέτρεξαν στη θαυματουργό εικόνα για να ευχαριστήσουν τη Θεοτόκο. (Εφημερ. Εθνικός Αγών της Λαμίας, 3 Ιανουαρίου 1963 μ.Χ.).

Θεραπεία τυφλού
Από το χωριό Ξυνιάδα Δομοκού ο γιος του Βάιου Πολύμερου, ονόματι Σταύρος, στην ώρα του δείπνου τυφλώθηκε. Οι γονείς του άφωνοι από αυτό που του συνέβη εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στο Θεό. Άρπαξαν τον τυφλό γιο τους και τον πήγαν στη Μεγαλόχαρη Παναγία μας. Έγινε Παράκληση και προς το τέλος της Παρακλήσεως το φως επανήλθε στο παιδί. Οι γονείς, θέλοντας να ευχαριστήσουν την Παναγία, αφιέρωσαν στο Μοναστήρι την αυλόπορτα του Περίβολου.

Το μεγαλύτερο δώρο του Ουρανού
Δύο άτεκνα αντρόγυνα από την Καρδίτσα, οι κ.κ. Γιαννάκος και Καφετζής, παρακάλεσαν την Παναγία μας να τους χαρίσει παιδιά. Ζήτησαν από τον Ηγούμενο της Μονής να κάνει Παράκληση στην Παναγία. Ο Ηγούμενος ευλογώντας τους, τους είπε ότι η Μεγαλόχαρη θα κάνει το θαύμα Της. Τον επόμενο χρόνο τα δυο ζευγάρια, κρατώντας στις αγκαλιές τους τα παιδάκια τους, ήρθαν στην Παναγία να Την ευχαριστήσουν και να τα βαφτίσουν. Από τότε μέχρι και σήμερα περισσότερα από χίλια πεντακόσια ζευγάρια έχουν ζητήσει τη βοήθειά Της, τεκνοποίησαν και βάφτισαν τα παιδιά τους στο Μοναστήρι.

Έσωσε το Μοναστήρι Της από πυρκαγιά
Πριν από αρκετά χρόνια, κάποιος προσκυνητής άφησε αναμμένη λαμπάδα μέσα στην εκκλησία. Ο Ηγούμενος, ξεχνώντας τη λαμπάδα αναμμένη, κλείδωσε την εκκλησία. Καθώς καιγόταν η λαμπάδα, έφτασε στο σημείο που ήταν δεμένη στο μανουάλι και έπεσε κάτω, με αποτέλεσμα να αρχίσει να καίγεται το χαλί. Τα μεσάνυχτα ο Ηγούμενος στην ώρα του ύπνου άκουσε χτυπήματα στο παράθυρο και μια φωνή να του λέει: «Ξύπνα, καίγεται η εκκλησία». Αμέσως έτρεξε στην εκκλησία, πάλεψε μόνος του, και έσβησε τη φωτιά χωρίς να δει κανέναν άνθρωπο δίπλα του. Ήταν η Μεγαλόχαρη που ειδοποίησε τον Ηγούμενο και έσωσε το Μοναστήρι από σίγουρη πυρκαγιά. Ακόμη υπάρχει το καμμένο χαλί.

Τους καθοδηγούσε ένα πουλί
Προσκυνητές από την Αθήνα άκουσαν για την εύρεση της εικόνας κι αποφάσισαν να την επισκεφθούν και να την προσκυνήσουν. Φθάνοντας στο 22ο χιλιόμετρο μετά την Λαμία, δεν ήξεραν που να κατευθυνθούν. Τότε μέσα στην απόγνωση του οδηγού εμφανίστηκε μπροστά στο λεωφορείο ένα μαύρο πουλί, το οποίο του έδειχνε το δρόμο προς την Ιερά Μονή, μέχρι την αυλόπορτα του περιβόλου. Τότε, το πουλί εξαφανίστηκε Όλοι οι προσκυνητές απέδωσαν το θαύμα στην Παναγία και το ομολογούν μέχρι και σήμερα.

Η Ολονυκτία που έφερε το θαύμα
Από την Αμπελιά Φαρσάλων δύο ανδρόγυνα ήρθαν στην Χάρη Της να τελέσουν Ολονυκτία, Το πρώτο ανδρόγυνο έδειξε πάνω στο μάγουλο του παιδιού του μια τομή που έφθανε μέχρι το στόμα. Η διάγνωση των ιατρών ήταν καρκίνος. Οι πιστοί γονείς του το έφεραν στο μοναστήρι για Ολονυκτία. Την ώρα που το παιδί κοιμόταν, θεραπεύτηκε. Ξυπνώντας το πρωί είδε η μητέρα του ότι η τομή είχε φύγει.

Το δεύτερο ανδρόγυνο, από το ίδιο χωριό είχε ένα κοριτσάκι κωφάλαλο. Η μητέρα του συνεχώς προσεύχονταν στην Παναγία και στο τέλος απελπισμένη είπε: «Παναγία μου ή δώσε του τη φωνή του ή πάρε το γιατί δεν μπορώ να το βλέπω να υποφέρει».

Η Παναγία έκανε το θαύμα της και το κοριτσάκι μίλησε. Η πρώτη λέξη που είπε ήταν «μαμά».

Ανίατη αρρώστια
Η Παναγιώτα Ψυχογιού από την Αγία Παρασκευή Λοκρίδος, νυν κάτοικος Αθηνών, ομολογεί το θαύμα της Παναγίας που την θεράπευσε από τον καρκίνο.

Ψαλμωδίες από τον Ουρανό
Η θαυματουργός εικόνα βρέθηκε το 1962 μ.Χ. Η εκκλησία άρχισε να κτίζεται το 1965 μ.Χ. Βόρεια αυτής είχε χτιστεί μια προσωρινή παράγκα με τρία δωμάτια. Στο ένα έμενε ο Ηγούμενος, στο άλλο οι μαστόροι και στο τρίτο είχε τοποθετηθεί η Θαυματουργός Εικόνα μαζί με όλα τα ιερά σκεύη. Κατά τη διάρκεια της νύχτας οι μάστορες άκουσαν θορύβους, θυμιατά και ψαλμωδίες να προέρχονται από το μέρος που ήταν η Παναγία. Φοβήθηκαν πάρα πολύ και θέλησαν να φύγουν πριν τελειώσει το κτίσιμο του ναού. Ο Ηγούμενος τους καθησύχασε και τους είπε να μη φοβούνται γιατί οι ψαλμωδίες προέρχονταν από τη Μεγαλόχαρη. Έτσι ενδυναμώθηκε η πίστη τους και παρέμειναν μέχρι την αποπεράτωση του Ιερού Ναού.

Πάντα κοντά στα παιδιά Της
Ένας κάτοικος από την Καρδίτσα είπε στον Ηγούμενο ότι επί τρία βράδια τον έπαιρνε μια μαυροφορεμένη γυναίκα και τον άφηνε έξω από μια μεγάλη πόρτα. Την Τρίτη φορά βρήκε το θάρρος και τη ρώτησε για το μέρος που τον άφηνε και Εκείνη του απάντησε «στην Ιερά Μονή της Παναγίας Ελεούσης Ξυνιάδος Δομοκού».

Φροντίδα της Παναγίας για το Μοναστήρι
Μπαίνοντας από την Κεντρική Πύλη του Ναού, στο δεξιό μέρος, μέσα σε καγκέλωμα, για λόγους ασφαλείας φυλάσσεται η Ιερά Εικόνα. Λόγω ελλείψεως χρημάτων δεν υπήρχε πόρτα στο καγκέλωμα. Τότε εμφανίστηκε η Παναγία στον κ. Καραχάλιο, κάτοικο Λαμίας, και του ζήτησε να πάει να φτιάξει την πόρτα. Έκπληκτος ο κ. Καραχάλιος ρώτησε να μάθει πού είναι το μοναστήρι και Εκείνη του απάντησε «στην Ιερά Μονή της Παναγίας Ελεούσης Ξυνιάδος Δομοκού».

Σημείωση: Τα παραπάνω κείμενα βασίστηκαν στο βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Παντελεήμονος Πούλου, ιεροκήρυκος Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών «Ιερά Μονή Παναγίας Ελεούσας».
Τα θαύματα κατέγραψε η Θεολόγος Δρ. Σοφία Τσαγκάλη από αφηγήσεις του Ηγούμενου και των προσκυνητών, στις 18 Αυγούστου του 1998.
Έως σήμερα, έχουν συμβεί αναρίθμητα ακόμα θαύματα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν θείαν σου Εἰκόνα Ἐλεοῦσα Πανάχραντε, ὑπὸ τὴν γῆν κεκρυμμένην, θαυμαστῶς ἐφανέρωσας· διὸ οἱ ἐν Ξυνιάδι εὐσεβεῖς, προσπίπτοντες αὐτῇ πανευλαβῶς, τῆς σῆς χάριτος τρυγῶμεν τὰς δωρεᾶς, καὶ πόθῳ ἐκβοῶμεν σοι· δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ σῇ χρηστότητι, δόξᾳ τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προμήθειᾳ Δέσποινα, ἐκ γ

Κοντάκιον
Ἦχος β´. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῆς θείας Εἰκόνος σου, πνευματικὴν ἑορτὴν συστησάμενοι, ὑμνοῦμεν Παρθένε τὴν χάριν σου, καὶ ἐκ ψυχῆς Θεοτόκε βοῶμεν σοι· Σὺ εἰ τῶν πιστῶν καταφύγιον.

Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἡλίου λαμπρότερον, ἡ προστασία ἡ σή, ἐκλάμπει Πανάμωμε, ἐν τῷ χωρίῳ ἡμῶν, καὶ πᾶσαν σκοτόμαιναν, λύει παθῶν ποικίλων, καὶ δαιμόνων μανίαν, τάχιστα ἀφανίζει, καθ᾿ ἡμῶν κινουμένην διὸ Θεοχαρίτωτε, χρεωστικῶς σὲ δοξάζομεν.

Ὁ Οἶκος
Ἡ Θεὸν μετὰ σώματος τέξασα, τῷ ἀκάκῳ παιδὶ ὤφθης Ἄχραντε, ὀρατῶς ἐπαλλήλῳ θεάματι, ἐν μελαίνῃ στολῇ ὡς ηὐδόκησας, καὶ δι᾿ αὐτοῦ πᾶσιν ἡμῖν, τὴν κεκρυμμένην ὑπὸ γῆν, ἐγνώρισας Εἰκόνα· ἢν ἰδίῳ εὐρόντες καιρῷ, τῆς σῆς ἀγάπης τοὺς οἰκτιρμούς, καὶ τὴν περὶ ἡμᾶς σου προμήθειαν πολλήν, ὑμνήσαμεν Παρθένε, καὶ ἐτι ὑμνοῦμεν, καὶ οὑ παυσόμεθα ὑμνεῖν ἐν στόματι εὐφήμῳ· καὶ τῇ ἁγίᾳ σου προσπίπτοντες Εἰκόνι, βοῶμεν ἐν κατανύξει ψυχῆς. Τόδε τὸ χωρίον, ὁ τῇ εὑρέσει τῆς σῆς ἐλάμπρυνας καὶ ἡγίασας μορφῆς, σκέπε καὶ διάσῳζε καὶ φύλαττε ἀσινές, ἐκ πάσης ἀνάγκης, παρέχουσα αὐτῷ ἀεί, τῆς σῆς προστασίας τὰς δωρεάς, ὅτι σὺ εἰ τῶν πιστῶν καταφύγιον.

Μεγαλυνάριον
Χαίρει τῇ Εἰκόνι σου τῇ σεπτή, Ξυνιάδος Κόρῃ, τὸ χωρίον ὡς ἀληθῶς, καὶ ταύτῃ προστρέχον, ἰσχὺν ἀεὶ λαμβάνει, καὶ ἔλεος καὶ χάριν, πιστῶς δοξάζον σε.
Πηγή- http://www.saint.gr/4075/saint.aspx

Wednesday, 24 September 2014

Πως προσκυνούμε τις εικόνες και με ποια σειρά;


Πρώτα ασπαζόμαστε την εικόνα του Χριστού λέγοντας το απολυτίκιο της Κυριακής της ορθοδοξίας:
Την άχραντον Εικόνα σου προσκυνούμεν Αγαθέ Αιτούμενοι συγχώρησιν των πταισμάτων ημών, Χριστέ ο Θεός, βουλήσει γαρ ηυδόκησας, Σαρκί ανελθείν εν τω Σταυρώ Ίνα ρύση ους έπλασας εκ της δουλείας του εχθρού, Όθεν ευχαρίστως βοώμεν σοι, Χαράς επλήρωσας τα πάντα. Ο Σωτήρ ημών, παραγενόμενος εις το σώσαι τον Κόσμον.
Έπειτα την εικόνα της Παναγίας λέγοντας το τροπάριο:
Ευσπλαγχνίας υπάρχουσα πηγή, συμπαθείας αξίωσον ημάς Θεοτόκε, βλέψον εις λαόν τον αμαρτήσαντα, Δείξον ως αεί την δυναστείαν σου, εις σε γαρ ελπίζοντες, Το Χαίρε βοώμέν σοι, ως ποτέ ο Γαβριήλ, ο των Ασωμάτων Αρχιστράτηγος.
Μετά την εικόνα του Αγίου που είναι αφιερωμένος ο Ναός π.χ. αν είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο λέμε:
Άγιε Γεώργιε πρέσβευε υπέρ εμού
Και αν ξέρουμε λέμε και το απολυτίκο του Αγίου:
Ακολούθως την εικόνα του Ιωάννου του Πρόδρομου λέγοντας: Βαπτιστά του Χριστού, πάντων ημών μνήσθητι Ίνα ρυσθώμεν των ανομιών ημών. Σοί γάρ εδόθη χάρις πρεσβεύειν υπέρ ημών.
Τέλος την εικόνα των αρχαγγέλων:
Άγιοι Αρχάγγελοι τού Θεού, πρεσβεύσατε υπέρ ημών
Και εφόσον (οι άνδρες) πρέπει για κάποιο λόγο να μπούνε στο Ιερό λένε τον στίχο από τον ψαλμό 5:8 του Δαυίδ: «Εγώ δε εν τω πλήθει του ελέους σου εισελεύσομαι εις τον οίκον σου Προσκυνήσω προς ναόν άγιον σου εν φόβω σου.»

lllazaros.blogspot.com

Tuesday, 12 August 2014

Περιγραφή της εικόνας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου


Η αγία εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι πολυπρόσωπη. Δύο όμως πρόσωπα ξεχωρίζουν στην όλη παράσταση: Ο Χριστός και η Παναγία. Ο Ιησούς με το ηγεμονικό του παράστημα που κρατεί την ψυχή της Παναγίας, βρέφος φασκιωμένο, και το λιπόσαρκο σκήνωμα της Παναγίας.
«Στην εικόνα δεσπόζει το νεκρικό κρεβάτι, στολισμένο με πλούσια ποδέα, όπου αναπαύεται η Παναγία με τα χέρια σταυρωμένα. Μπροστά στερεωμένο σε ένα απλό κηροπήγιο καίει ένα χοντρό κερί. Πίσω από το νεκρικό κρεβάτι και στη μέση ακριβώς στέκει ο Χριστός με το σώμα σε περίεργη στροφή προς τα δεξιά, προς την κεφαλή της Μητέρας του. Στα χέρια του απλωμένα στην ίδια κατεύθυνση, κρατεί την ψυχή της, που έχει τη μορφή φασκιωμένου μωρού με τα χέρια σταυρωμένα. Τον τριγυρίζει δόξα. Μέσα σ' αυτήν είναι ζωγραφισμένοι στην κορυφή ένα εξαπτέρυγο και σε μονοχρωμία τέσσερις άγγελοι που πλαισιώνουν το Χριστό με χειρονομίες και έκφραση λύπης στα πρόσωπά τους...
Πάνω ακριβώς από το Χριστό στην κορυφή του τόξου της εικόνας έχουν ανοίξει οι πύλες του ουρανού και φαίνονται δύο άγγελοι, πάλι σε μονοχρωμία, να σκύβουν με σκεπασμένα χέρια για να πάρουν με τη σειρά τους την ψυχή. Στην κεφαλή και στα πόδια του νεκρικού κρεβατιού είναι μαζεμένοι οι δώδεκα απόστολοι με εκφράσεις, στάσεις και χειρονομίες που δείχνουν βαθειά λύπη. Ο Πέτρος θυμιατίζει στην κεφαλή της Παναγίας και ο Παύλος σκύβει στα πόδια της. Πιο πίσω είναι τρεις ιεράρχες με ανοιχτά βιβλία και στα αριστερά, στο βάθος, θρηνούν τρεις γυναίκες. Τη σύνθεση κλείνουν στο βάθος, πίσω από τις ομάδες των μαθητών, δύο συμβατικά αρχαιόπρεπα κτήρια. Ανάμεσα σ' αυτά διαβάζεται η επιγραφή Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ Θ(ΕΟ)ΤΟΚΟΥ» (Α. Καρακατσάνη). Οι τέσσερις (εικονίζονται οι τρεις) ιεράρχες που παραβρέθηκαν στην Κοίμηση, ήταν: ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο Ιερόθεος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Τιμόθεος.
Σ' όλα τα πρόσωπα διακρίνεται η θλίψη, ανάμικτη όμως με τη γλυκιά ελπίδα. Είναι η «χαρμολύπην», το «χαροποιόν πένθος», γνώρισμα των πιστών που ζουν με την προσμονή της ανάστασης. Τούτο βλέπουμε και στα τροπάρια της εορτής, που άλλοτε τονίζουν τον τρόμο και το δέος των αποστόλων, τους οποίους παρουσιάζουν να δακρύζουν και άλλοτε τονίζουν τη χαρά τους, που την εκδηλώνουν με ψαλμούς και ύμνους. Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα «Ότε η μετάστασις του αχράντου σου σκήνους ηυτρεπίζετο, τότε οι Απόστολοι περικυκλούντες την κλίνην τρόμω εώρων σε» (Στιχηρό ιδιόμελο όρθρου). «...Και το ζωαρχικόν και θεοδόχον σου σώμα κηδεύσαντες έχαιρον, πανύμνητε» (Δοξαστικό αποστίχων εσπερινού).
Σε μερικές εικόνες εικονίζονται στον ουρανό σύννεφα, που μετέφεραν τους αποστόλους στην Ιερουσαλήμ. Σε πολλές εικόνες της Κοίμησης ζωγραφίζεται και το επεισόδιο του αγγέλου και κόβει με το ξίφος του τα χέρια του Ιεφονία. (Πρόκειται για κείνον τον Εβραίο που αποπειράθηκε να ρίξει στο έδαφος το λείψανο της Θεοτόκου).

Tuesday, 24 June 2014

Σπουδή στην εικόνα του Γενεθλίου του Προδρόμου

 

Στήν εικόνα του Γεννεσίου του Προδρόμου η Ελισάβετ βρίσκεται πάνω σε μεγαλόπρεπο και υψηλό κρεβάτι. Τα ενδύματά της περιβάλλουν με σεμνότητα όλο το γηρασμένο σώμα της. Είναι λεχώ, δηλαδή μόλις γέννησε το παιδί της, τον Πρόδρομο Ιωάννη. Μολονότι τον απέκτησε στο βαθύ γήρας της, στο πρόσωπό της διακρίνουμε πιο έντονα τα χαρακτηριστικά της συστολής και της σεμνής σωφροσύνης, παρά τα χαρακτηριστικά της έξαλλης χαράς που ήταν φυσικό να συνέβαινε σε μια άλλη συνηθισμένη γυναίκα. Η Ελισάβετ δόξαζε τον Θεό και στον καιρό της ατεκνίας της και τώρα πού παρ’ ελπίδα έγινε Μητέρα. Πίσω της διακρίνουμε ένα μαξιλάρι, για την ανάπαυση του σώματός της μετά τις ωδίνες του τοκετού και  ακόμη πιο πίσω την οικία της σεμνή και επιβλητική. Η οροφή της οικίας είναι σκεπασμένη με κόκκινο ένδυμα πού συμβολίζει τό κάλυμα του νόμου. Πλάι της στέκονται οι θεραπαινίδες, που ετοιμάζουν την τράπεζα του φαγητού και της προσφέρουν από τα παρατιθέμενα εδέσματα, για την ενδυνάμωση του σώματός της.


Στο κάτω μέρος της εικόνας άλλη θεραπαινής γνέθει νήμα και με την άκρη του ποδιού της κινεί τον λίκνο, δηλαδή την κούνια του νεογέννητου Ιωάννη. Η κούνια σκεπασμένη με λευκό ύφασμα, φυλάει τον θησαυρό, δηλαδή το βρέφος που θα δώσει τέλος στη σκιά του νόμου και θα οδοποιήσει τήν ημέρα του φωτός και της χάριτος. Ο Ιωάννης είναι τυλιγμένος με τα σπάργανα όπως τα συνηθισμένα βρέφη, αλλά φορεί και φωτοστέφανο. Το πρόσωπό του λάμπει από χάρη, γιατί έχει ήδη γεμίσει από το Άγιο Πνεύμα, όπως προανήγγειλε ο Άγγελος Κυρίου. Δίπλα του, από τα δεξιά βλέπουμε τον πατέρα του τον Ζαχαρία, να κάθεται σε κάθισμα ωραίο, με ταπεινό αλλά και λαμπρό υποπόδιο και να γράφει σε πινακίδα, με τον κάλαμό του, την λέξη Ι ω ά ν ν η ς. Είναι το όνομα που θα δοθεί στο βρέφος.

Γιατί οι συγγενείς και όλοι οι γνωστοί και γείτονες που είχαν συναθροισθεί στην οικία του Ζαχαρία, περίμεναν να δοθεί στο βρέφος – όπως ήθελε η παράδοση – το όνομα του πατέρα του δηλαδή «Ζαχαρίας». Αλλά η Ελισάβετ έλεγε ότι θα ονομασθεί Ιωάννης. Όλοι απορημένοι ζήτησαν και την γνώμη του Ζαχαρία και εκείνος σαν βουβός και άλαλος που ήταν, έγραψε σε πινακίδα το όνομα Ιωάννης, προξενώντας θαυμασμό σε όλους τους παρευρισκομένους. Τότε με θαυμαστό τρόπο λύθηκε ο δεσμός της γλώσσας του και είπε την θαυμάσια ωδή, που διαβάζομε στό α΄ κεφάλαιο του κατά Λουκάν Αγίου Ευαγγελίου (Λουκ. α΄, 68-79):

«Ας είναι ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, γιατί ήρθε και λύτρωσε το λαό του.

Για χάρη μας έστειλε ένα δυνατό σωτήρα από τη γενιά του Δαβίδ, του δούλου του, όπως ακριβώς είχε πει αιώνες πριν με το στόμα των αγίων προφητών του.

Μ’ αυτόν μας έσωσε από τους εχθρούς μας και από την εξουσία όλων όσοι μας μισούσαν.

Έδειξε την ευσπλαχνία του στους πατέρες μας κι επλήρωσε την άγια διαθήκη του˙ τήρησε τον όρκο που έδωσε στον πατέρα μας τον Αβραάμ, να μας αξιώσει, αφού γλιτώσουμε απ’ τα χέρια των εχθρών, να τον λατρεύουμε σαν άνθρωποι που του ανήκουμε και κάνουμε το σωστό ενώπιόν τους σ’ όλη μας τη ζωή.

Κι εσύ, παιδί μου θα ονομαστείς προφήτης του ύψιστου Θεού, γιατί θα προπορευτείς πριν από τον Κύριο για να ετοιμάσεις το δρόμο του, να κάνεις γνωστή στο λαό του τη  σωτηρία με τη συχώρεση των αμαρτιών τους.

Επειδή ο Θεός μας είναι γεμάτος ευσπλαχνία, θα κάνει ν’ ανατείλει για μας ένα φως από ψηλά, για να φωτίσει αυτούς που ζουν στο σκοτάδι και κάτω από τη σκιά του θανάτου, και να οδηγήσει τα βήματά μας στο δρόμο της ειρήνης».

Όντως τα λόγια του Ζαχαρία θαυμάσια και χαροποιά. Κανενός ανθρώπου η γέννηση συνδυάσθηκε με τέτοια γεγονότα και μηνύματα, όπως του Ιωάννου. Γι’ αυτό και είναι για όλους ο λύχνος που φωτίζει, η αυγή πού μαρτυρεί τον Ήλιο Χριστό, ο τελευταίος Προφήτης που είδε με τα μάτια του τ ν Μεσσία και τον κήρυξε και τον βάπτισε στον Ιορδάνη ποταμό. Αυτός που προσκύνησε τον Χριστό από την μήτρα της μητέρας του Ελισάβετ, όταν την επισκέφθηκε η Θεοτόκος φέροντας στην κοιλιά της τον Δεσπότη Χριστό. «Ένδοθεν γαρ ο δούλος αινούσε τον Δεσπότην», όπως σημειώνει ο υμνωδός.

Αυτός ο Ιωάννης είδε το Αγιο Πνεύμα, εν είδει περιστεράς να κατεβαίνει προς τον Κύριο, και να επισφραγίζει την φωνή του Θεού Πατρός, που ακούστηκε εξ Ουρανού: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ηυδόκησα Αυτού ακούετε».

«Προφήτα και Πρόδρομε της παρουσίας Χριστού, αξίως ευφημήσαι σε ουκ ευπορούμεν ημείς οι πόθω τιμώντες σε στείρωσις γαρ τεκούσης και πατρός αφωνία, λέλυνται τη ενδόξω και σεπτή σου γεννήσει και σάρκωσις Υιού του Θεού κόσμω κηρύττεται».

Του Ἀρχιμ. Σεραπίωνος Μιχαλάκη

Sunday, 8 June 2014

Η ερμηνεία της εικόνας της Πεντηκοστής


ἀπό τό βιβλίο του «Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ» τ. Α΄, Αθήνα 1971

 Πεντήκοντα ἡμέρας μετά τό Πάσχα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν Πεντηκοστήν εἰς ἀνάμνησιν τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπί τούς ἁγίους Μαθητάς τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐπιφοίτησις αὐτή ἔγινε τήν ἡμέραν πού οἱ Ἰουδαῖοι ἑώρταζον τήν ἑορτήν τῆς Πεντηκοστῆς. Οἱ Ἰουδαῖοι μέ τήν ἑορτήν αὐτήν ηὐχαρίστουν τόν Θεόν διά τήν συγκομιδήν τῶν σιτηρῶν. Διά τοῦτο ἡ Πεντηκοστή ἐλέγετο καί ἑορτή τοῦ θερισμοῦ ἤ τῶν πρώτων καρπῶν. Κατά τούς χρόνους ὅμως τοῦ Κυρίου εἶχε καί ἄλλην σημασίαν. Ἦτο ἑορτή ἀναμνηστική τῆς παραδόσεως ὑπό τοῦ Θεοῦ τοῦ Νόμου εἰς τόν Μωϋσῆν, πού ἔγινε τήν 50ήν ἡμέραν μετά τό Πάσχα.
Κατ᾿ αὐτήν τήν ἐπίσημον ἡμέραν ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Κυρίου εἰς τούς Ἀποστόλους περί ἀποστολῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς «δυνάμεως ἐξ ὕψους», ἔγινε πραγματικότης. «Καί ὤφθησαν αὐτοῖς (=εἶδον μέ τά μάτια των) διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καί ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καί ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθώς τό Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι» (Πράξ. 2, 3-4).
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἐμπνευσμένος καί ἐνισχυμένος ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὡμίλησε κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς εἰς τά συγκεντρωθέντα πρό τῆς οἰκίας τῶν Ἀποστόλων πλήθη. «Οἱ μέν οὖν ἀσμένως (=μέ χαράν) ἀποδεξάμενοι τόν λόγον αὐτοῦ ἐβαπτίσθησαν, καί προσετέθησαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ψυχαί ὡσεί τρισχίλιαι». (Πράξ. 2, 41).
Μέ τήν κάθοδον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν Πεντηκοστήν ἐνεφανίσθη ἐπισήμως εἰς τόν κόσμον ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συνεχίζει τό ἔργον τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς γῆς. Ὅπως εἰς τό ὄρος Σινᾶ ἡ παράδοσις τοῦ Νόμου εἰς τόν Μωϋσῆν κατέστησε τούς Ἰσραηλίτας περιούσιον λαόν τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί μέ τήν δωρεάν ἔκχυσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπί τούς Ἀποστόλους ἐγεννήθη ὁ νέος περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία. Ἔκτοτε τό Ἅγιον Πνεῦμα διαμένει εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί εἶναι ἡ δύναμις καί ἡ ψυχή της.
Ὕστερα ἀπό τά λεχθέντα διά τό ἱστορικόν τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς ἐρχόμεθα εἰς τήν περιγραφήν καί σημασίαν τῶν μορφῶν τῆς εἰκόνος.
1.-. Περιγραφή τῆς εἰκόνος. Ἡ εἰκών τῆς Πεντηκοστῆς παρουσιάζει ὑπερῷον. Εἶναι τό ὑπερῷον «οὗ ἦσαν καταμένοντες» οἱ Ἀπόστολοι μετά τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου. Οἱ Ἀπόστολοι κάθηνται ἡμικυκλικῶς. Εἰς τήν κορυφήν τοῦ ἡμικυκλίου εἶναι οἱ Πρωτοκορυφαῖοι Ἀπόστολοι Πέτρος καί Παῦλος. Τρίτος δεξιά τοῦ Πέτρου εἶναι ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Λουκᾶς καί ἀπέναντί του ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Μᾶρκος, τρίτος παρά τόν Παῦλον. Ἀκολουθοῦν οἱ λοιποί Ἀπόστολοι κατά σειράν ἡλικίας. Ὅλοι εἶναι ἤρεμοι μέ γλυκεῖαν ἔκφρασιν καί στοχαστικόν βλέμμα. Κρατοῦν εἰλητάρια ἐκτός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού κρατεῖ βιβλίον. Εἶναι τά σύμβολα τοῦ διδακτικοῦ χαρίσματος, πού ἔλαβον ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Μεταξύ τῶν Πρωτοκορυφαίων διακρίνεται ἕνα κάθισμα κενόν. Εἶναι ἡ θέσις τοῦ Χριστοῦ, τῆς θείας Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν εἰκονίζει ἡ εἰκών τῆς Πεντηκοστῆς.
Εἰς τό ἄνω μέρος τῆς εἰκόνος εἰκονίζεται ὁ οὐρανός διά τμήματος κύκλου. Ἐξ αὐτοῦ ἐκπέμπονται δώδεκα ἀκτῖνες φωτός, κατερχόμεναι εἰς τούς Ἀποστόλους. Εἰς τήν εἰκόνα μας, ἐκτός τῶν κατερχομένων ἀκτίνων, αἰωρεῖται ἐπάνω ἀπό τήν κεφαλήν ἑκάστου Ἀποστόλου «γλῶσσα ὡσεί πυρός», πού σημαίνει ὅτι «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου» καί ἀπέκτησαν τό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶχε προφητεύσει τοῦτο, ὅταν ἔλεγεν εἰς τούς ἀκροατάς του ὅτι ὁ «ὀπίσω του ἐρχόμενος», ὁ Χριστός, θά βαπτίσῃ τούς ὀπαδούς Του μέ Πνεῦμα Ἅγιον καί μέ πῦρ τῆς θείας Χάριτος.
Κάτωθεν τοῦ καθίσματος, ἐπάνω εἰς τό ὁποῖον εἶναι καθισμένοι (οἱ Ἀπόστολοι), εἰκονίζεται μορφή γέροντος μέ στέμμα εἰς τήν κεφαλήν του καί μέ ὀξύ στρογγύλον γένειον, κρατῶν μέ τάς δύο χεῖρας του σινδόνι, μέσα εἰς τό ὁποῖον φαίνονται δώδεκα εἰλητάρια, ἤγουν χαρτία τυλιγμένα. Ὁ γέρων οὗτος παριστᾷ τόν Κόσμον, τά δέ χαρτία τούς δώδεκα κλήρους ὁπού ἐκληρώθη ἡ οἰκουμένη νά κηρυχθῇ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς Ἀποστόλους.
«Εἰς τάς ἀρχαιοτέρας εἰκόνας τῆς Πεντηκοστῆς, ἀντί τοῦ Κόσμου, ζωγραφίζονται κάποιοι ἄνθρωποι ἀπό διαφόρους φυλάς, ντυμένοι μέ παράδοξα φορέματα καί γυρισμένοι κατ᾿ ἐπάνω, ὡσάν νά ἀκούουν ἐξεστηκότες τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, καί ἐπάνωθεν αὐτῶν ἡ ἐπιγραφή ΛΑΟΙ, ΦΥΛΑΙ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑΙ. Παριστάνουν δέ οὗτοι τούς ἀνθρώπους ἀπό τά διάφορα ἔθνη, ὁπού εὑρέθησαν εἰς τά Ἱεροσόλυμα κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τήν ὥραν ὅπου κατῆλθεν τό Ἅγιον Πνεῦμα καί οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἄκουσαν τήν βοήν ὁπού ἔγινεν ἀπό τήν ἐπιφοίτησιν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἐμαζεύθησαν εἰς τόν οἶκον ὁπού εὑρίσκοντο οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἀποροῦσαν, διότι ἤκουον ὁ καθένας εἰς τήν γλῶσσάν του το κήρυγμα ὅπου ἔβγαινεν ἀπό τό στόμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅπως διαλαμβάνουσιν αἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» (Φ. Κόντογλου).
2.-. Ἡ σημασία τῆς εἰκόνος. Ὅπως πληροφορούμεθα ἀπό τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς εὑρίσκοντο εἰς τό ὑπερῷον περίπου ἑκατόν εἴκοσι πρόσωπα. Συνεπῶς τήν δωρεάν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν ἔλαβον μόνον οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι. Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι «ἐπλήσθησαν Πνεύματος Ἁγίου». Ἐπί πλέον ὁ Ἀπόστολος Πέτρος εἰς τήν ὁμιλίαν του κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς διεβεβαίωσεν, ὅτι ὅλοι ὅσοι θά μετανοήσουν καί βαπτισθοῦν, θά λάβουν «τήν δωρεάν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ὡς ἐκ τούτου οἱ ἑκατόν εἴκοσι μαθηταί ἐκπροσωποῦν τήν ὅλην Ἐκκλησίαν. Διά τόν βυζαντινόν ἁγιογράφον εἶναι ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας ὅλων τῶν γενεῶν καί ὅλων τῶν αἰώνων. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, πού ἐνῷ τά καθήμενα πρόσωπα εἶναι δώδεκα, ὁ ἀριθμός αὐτός δέν ἀντιστοιχεῖ πρός τούς Δώδεκα Ἀποστόλους. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί οἱ Εὐαγγελισταί Λουκᾶς καί Μᾶρκος, πού εἰκονίζονται εἰς τήν εἰκόνα, δέν ἀνῆκον εἰς τόν κύκλον τῶν ἀμέσων Μαθητῶν τοῦ Κυρίου.
Εἰς ἀντίθεσιν πρός τάς ἁγίας μορφάς τῶν Ἀποστόλων ἔρχεται ἡ συμβολική μορφή τοῦ Κόσμου. Δι᾿ αὐτήν διαβάζομεν εἰς ἕνα κείμενον τοῦ 17ου αἰῶνος: «Διατί κατά τήν κάθοδον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρουσιάζεται ἕνας ἄνθρωπος καθήμενος εἰς σκοτεινόν μέρος, κυρτωμένος ἀπό τά χρόνια, ἐνδεδυμένος μέ κόκκινον ἔνδυμα, μέ βασιλικόν στέμμα ἐπί τῆς κεφαλῆς του καί μ᾿ ἕνα λευκόν ὕφασμα εἰς τάς χεῖράς του, πού περιέχει δώδεκα γραμμένους κυλίνδρους; Ὁ ἄνθρωπος κάθηται εἰς σκοτεινόν μέρος, ἐπειδή ἡ οἰκουμένη ἦτο προηγουμένως χωρίς πίστιν. Εἶναι κυρτωμένος ἀπό τά χρόνια, διότι εἶχε γηράσει ἀπό τήν ἁμαρτίαν τοῦ Ἀδάμ. Τό κόκκινόν του ἔνδυμα ὑποδηλώνει τάς αἱματηράς θυσίας τοῦ πονηροῦ. Τό βασιλικόν στέμμα ὑποδηλώνει τήν ἁμαρτίαν, πού ἐκυβέρνα τόν κόσμον. Τό λευκόν ὕφασμα εἰς τάς χεῖράς του μέ τούς δώδεκα κυλίνδρους σημαίνει τούς Δώδεκα Ἀποστόλους, πού ἔφεραν φῶς εἰς τήν οἰκουμένην μέ τήν διδασκαλίαν των».
Ὁ Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν, «ὁ πανσόφους τούς ἁλιεῖς ἀναδείξας», εἶναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας». Διά τοῦτο πρέπει εἰς τήν προσευχήν μας νά Τόν παρακαλῶμεν νά μᾶς φωτίζει καί ἁγιάζῃ μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού εἶναι «ὁ φρουρός καί ἁγιοποιός τῆς Ἐκκλησίας, ὁ διοικητής τῶν ψυχῶν, ὁ κυβερνήτης τῶν χειμαζομένων, ὁ φωταγωγός τῶν πεπλανημένων καί ἀθλοθέτης τῶν ἀγωνιζομένων καί στεφανωτής τῶν νενικηκότων» (Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις 17, 3).


Πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com/2010/05/23/

Wednesday, 23 April 2014

Ἡ ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως


Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ Μυστικὸς Κόσμος τῶν Βυζαντινῶν Εἰκόνων»
Χρήστου Γ. Γκότση (Ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία)

Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες.
Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μου ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»).
Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό. Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη... Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».
Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς τῆς Ἀναγέννησης. Ὑποστηρίχθηκε πὼς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 357).
Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἰδίᾳ τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).

Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας

Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσα σὲ ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ τίς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».
Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου του ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:
Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πύλην ᾍδου μόνος,
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλά τῆς νίκης σκῦλα (=λάφυρα).
Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.
Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι του τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.
Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ
Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες.
Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μου ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»).
Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό. Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη... Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».
Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς τῆς Ἀναγέννησης. Ὑποστηρίχθηκε πὼς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 357).
Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἰδίᾳ τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).

Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας

Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσα σὲ ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ τίς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».
Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου του ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:
Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πύλην ᾍδου μόνος,
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλά τῆς νίκης σκῦλα (=λάφυρα).
Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.
Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι του τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.
Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ».
Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πὼς «ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ’ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης..., σ. 327).
».
Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πὼς «ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ’ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης..., σ. 327).

Πηγή- anavaseis.blogspot.ca

Friday, 11 April 2014

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ - ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ



Ο Λάζαρος ήταν φίλος του Χριστού και οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία τον φιλοξένησαν πολλές φορές (Λουκ.ι΄, 38-40, Ιωαν.ιβ΄, 1-3) στη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα. Λίγες μέρες πρό του πάθους του Κυρίου ασθένησε ο Λάζαρος και οι αδελφές του ενημέρωσαν σχετικά τον Ιησού που τότε ήταν στη Γαλιλαία να τον επισκεφθεί. Ο Κύριος όμως επίτηδες καθυστέρησε μέχρι που πέθανε ο Λάζαρος, οπότε είπε στους μαθητές του πάμε τώρα να τον ξυπνήσω. Όταν έφθασε στη Βηθανία παρηγόρησε τις αδελφές του Λάζαρου που ήταν πεθαμένος τέσσερις μέρες και ζήτησε να δει το τάφο του.
     Όταν έφθασε στο μνημείο, δάκρυσε και διέταξε να βγάλουν την ταφόπλακα. Τότε ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα και με μεγάλη φωνή είπε: Λάζαρε, βγές έξω. Αμέσως βγήκε έξω τυλιγμένος με τα σάβανα ο τετραήμερος νεκρός μπροστά στο πλήθος που παρακολουθούσε και ο Ιησούς ζήτησε να του λύσουν τα σάβανα και να πάει σπίτι του. (Ιωαν. ια΄,44)
     Η αρχαία παράδοση λέγει ότι τότε ο Λάζαρος ήταν 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια. Τελείωσε το επίγειο βίο του στην Κύπρο το έτος 63 μ.Χ. και ο τάφος του στην πόλη των Κιτιέων έγραφε: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού».
Το έτος 890μ.Χ. μετακομίσθηκε το ιερό λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα το σοφό, ο οποίος συνέθεσε τα ιδιόμελα στον εσπερινό του Λαζάρου: Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ιδείν, κλπ
    Χαρακτηριστικό της μετέπειτας ζωής του Λαζάρου λέγει η παράδοση, ήταν ότι δεν γέλασε ποτέ παρά μια φορά μόνο όταν είδε κάποιο να κλέβει μια γλάστρα και είπε την εξής φράση: Το ένα χώμα κλέβει το άλλο.
    Η Ανάσταση του Λαζάρου επέτεινε το μίσος των Εβραίων που μόλις την έμαθαν ζήτησαν να σκοτώσουν τον Λάζαρο και το Χριστό.
   Αυτή τη μέρα δεν γίνονται μνημόσυνα με κόλλυβα, σε ανάγκη μόνο απλό Τρισάγιο.
  Η εικόνα έχει βάση την αφήγηση της σχετικής περικοπής του Ευαγγελίου χωρίς πολλούς συμβολισμούς δείχνοντας τη φυσική πλευρά, που είναι προσιτή στην ανθρώπινη αντίληψη.
    Στα δύο άκρα της εικόνας υπάρχουν βράχοι-βουνά και στο ένα μέρος της ο Χριστός με τους δώδεκα μαθητές Του. Ο Χριστός στέκεται σε μεγαλόπρεπη στάση δείχνοντας τη θεϊκή Του δύναμη. Στο αριστερό Του χέρι κρατά ειλητάριο έχοντας το δεξιό τεντωμένο να ευλογεί και δίνει εντολή να ανοίξει ο τάφος. Στα πόδια Του, που τα ασπάζονται γονατιστές, βρίσκονται οι αδελφές του Λαζάρου Μαρία και Μάρθα με μια ανάμικτη έκφραση θλίψης και ευχαριστίας στον Κύριο.
   Απέναντι από το Χριστό βρίσκεται ο τάφος λαξευμένος στο βράχο και μέσα του βρίσκεται ο Λάζαρος. Είναι τυλιγμένος με λωρίδες (τις κειρίες του Ευαγγελίου) και στέκεται στο άνοιγμα του τάφου. Είναι χλωμός με βασανισμένη όψη, γιατί έχει επιστρέψει από τον Άδη, νέος στην ηλικία με μαύρο γένι. Κάποιος του αφαιρεί τα σάβανα και άλλος σηκώνει την πλάκα του τάφου και την παραμερίζει.
Ανάμεσα στα βουνά και πίσω από μια ράχη φαίνεται το τείχος της Βηθανίας, και πλήθος Ιουδαίων βγαίνουν από τη πόρτα του. Βλέπουν με θαυμασμό το γεγονός και κάποιοι από αυτούς φράζουν τη μύτη τους με το ρούχο τους λόγω της δυσωδίας που έρχεται από τον τετραήμερο νεκρό Λάζαρο.

    Η επιγραφή της εικόνας συνήθως είναι: “Η έγερσις του Λαζάρου”.

ΠΗΓΗ : Γ. Β. Μαυρομάτη, Η Ανάσταση του Λαζάρου

Friday, 28 March 2014

Ἀδελφοί, μή ξεχνᾶτε…

 
Όταν προσκυνείτε τις εικόνες των Αγίων, δεν υποκλίνεστε στο ξύλο και στο χρώμα του ξύλου αλλά σε ζώντες Αγίους, οι οποίοι λάμπουν ως ο ήλιος στη Βασιλεία του Θεού.
Όταν ασπάζεσθε τις εικόνες των Μαρτύρων του Χριστού, ασπάζεστε τις πληγές και τα παθήματά τους για χάρη του Βασιλέως Χριστού.
Όταν αγγίζετε με το χέρι σας τις Εικόνες των Οσίων ασκητών και εγκρατευτών, δεν αγγίζετε το σανίδι αλλά τους κόπους και τις αρετές τους.
Όταν κλαίετε ενώπιον της Εικόνας της Αγίας Θεοτόκου, δεν θρηνείτε μπροστά σε ένα νεκρό κομμάτι ξύλου αλλά κλαίετε ενώπιον της ζωντανής και σπλαχνικής Μητέρας του Θεού, η οποία βλέπει από τη Βασιλεία του Υιού της τα δάκρυά σας και σπεύδει σε βοήθεια.
Όταν συστέλλεσθε μπροστά στα πρόσωπα των αγίων Αγγέλων και Αρχαγγέλων, δεν το κάνετε μπροστά σε νεκρά αντικείμενα αλλά μπροστά στα πνεύματα του Αγαθού και του Φωτός, στους ασωμάτους και ισχυρούς στρατιώτες και υπηρέτες του Ζώντος Θεού.
Όταν ασπάζεσθε το Σταυρό του Χριστού, δεν το κάνετε σαν να είναι ένα αντικείμενο, αλλά ασπάζεσθε την αγάπη του Κυρίου, η οποία φανερώθηκε στα παθήματά Του για σας επί του Σταυρού. Ασπάζεσθε την ώρα εκείνη το ισχυρότερο σύμβολο νίκης, από το ποίο οι δαίμονες τρέμουν και φεύγουν, αυτό που δίνει θάρρος στην πληγωμένη καρδιά και παρηγορία στην ταλαίπωρη ψυχή.

Saturday, 1 February 2014

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ - Μικρό σχόλιο στη βυζαντινή εικόνα


02 Φεβρουαρίου, η εν τω ναώ Υπαπαντή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού - Μικρό σχόλιο στη βυζαντινή εικόνα της εορτής, Υμνολογική εκλογή.

«Λέγε Συμεών, τίνα φέρων εν αγκάλαις, εν τω ναώ αγάλλη;», ερωτά υμνογραφώντας ο άγιος Γερμανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στο πρώτο Στιχηρό ιδιόμελο του Εσπερινού της Υπαπαντής, ήχου α. Η βυζαντινή εικόνα της Υπαπαντής του Κυρίου, αποτολμά ν’ απαντήσει στο υμνολογικό αυτό ερώτημα μ’ ένα άλλο είδος τέχνης, περισσότερο προσιτό στο ευρύτερο σώμα των πιστών.

Η σκηνή εικονίζει την εκπλήρωση του εβραϊκού έθους. Του έθους που καθόρισε η απαίτηση του ίδιου του Θεού, «παν άρσεν το την μήτραν διανοίγον», να αφιερώνεται σ’ Αυτόν. ( Εξοδ. ιγ´ 2), όπως εμφατικά σημειώνεται και στον Ειρμό της εννάτης ωδής της Υπαπαντής. Αυτή την πραγματοποίηση του «ειθισμένου, κατά το ειρημένον του νόμου» (Λουκ. Β. 24, 27), ιστορεί η εικόνα της Υπαπαντής. Πέντε πρόσωπα απαρτίζουν την σύνθεση. Η Υπεραγία Θεοτόκος με τον Ιωσήφ φέρνουν στον ναό τον τεσσαρακονθήμερο Ιησού Χριστό. Τα δύο άλλα πρόσωπα είναι πρόσωπα του ναού, και συναντούν τους προσερχομένους εντός του ιερού χώρου. Ο Συμεών ο πρεσβύτης, άνθρωπος χαριτωμένος απ’ το Πνεύμα του Θεού, «δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ» (Λουκ. β´ 25), και η αγία Άννα η προφήτιδα, θυγατέρα Φανουήλ, σε προχωρημένη ηλικία και αυτή. Λαμπάδα λιωμένη στην υπηρεσία του ναού από τη νεότητά της, από τότε που χήρευσε. Στα χέρια της, που τόσα χρόνια διακόνησαν τις ανάγκες του ναού, κρατεί ειλητάριο με λόγους προφητικούς, που αναφέρονται στο πρόσωπο του προσφερομένου βρέφους Ιησού. «Τούτο το βρέφος, ουρανόν και γην εστερέωσεν».


Ο εικονογράφος δεν επιλέγει να ισορροπήσει τη σύνθεση σ’ ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα, παρόλο που κεντρική θέση έχουν κατά βάση δύο. της Υπεραγίας Θεοτόκου, και του βρέφους Ιησού. Το κέντρο της εικόνας κατέχει το ιερό, στηριζόμενο σε τέσσερις κολώνες, στεφανωμένες από μια σινδόνη. Το ιερό με τη σινδόνη μοιάζουν να διαιρούν την εικόνα στα δύο. Άλλωστε το όλο συμβάν της Υπαπαντής του Κυρίου ενώνει δύο σαφέστατα διαφορετικούς χώρους. Το χώρο της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη. Της προσδοκίας των αιώνων, με Τον Προσδοκώμενο. Της φθοράς του γήρατος και του θανάτου, με την αφθαρσία και τη ζωή του βρέφους Ιησού.


Δεν σημαίνονται όμως μόνο συνθετικά οι δύο κόσμοι που ενοποιούνται από το γεγονός που περιγράφει η εικόνα, αλλά και υφολογικά υποδηλώνεται το διττό μήνυμα της εορτής. Η χαρά και η λύπη. Η χαρά εκπεφρασμένη από τον πρεσβύτη Συμεών. Τον γέροντα που με τρεμάμενα από το βαθύ γήρας χέρια, προσδέχεται Αυτόν που ανέμενε αιώνες η παλαιοδιαθηκική ευσέβεια, και διψούσε ο ιουδαϊκός λαός: τον λυτρωτή του κόσμου. Τον Συμεών, που αξιώνεται να γίνει θεοδόχος! Τα πόδια του λυγίζουν από ευλάβεια. Τα μάτια του κοιτούν με δέος «το σωτήριον φως» (Λουκ. Β. 30, 32) του θεανθρωπίνου Βρέφους. Τα χέρια του, σκεπασμένα από συστολή και σεβασμό με μια άκρη του ενδύματός του, γίνονται θρόνος. Θρόνος όχι για να υποδεχθούν ένα κοινό βρέφος, αλλά για να κρατήσουν Αυτόν που κρατεί ολόκληρη την οικουμένη. Τα χέρια του πρεσβύτου Συμεών, που με τόση ευλάβεια κρατούν το θείο Βρέφος πάνω από το θυσιαστήριο του ναού, θυμίζουν τόσο πολύ την εικόνα των λειτουργών ιερέων που προβάλλουν ενώπιόν μας το θυσιασμένο και αναστημένο Σώμα και Αίμα του Κυρίου Ιησού. Όλες οι γραμμές του σώματος του αγίου Συμεών, μαζί με τις πτυχώσεις των ενδυμάτων του τείνουν προς τον Κύριο. Λυγίζουν, και με μια καμπυλόγραμμη κίνηση υποτυπώνουν το δοχείο που πληρούται από το περιεχόμενό του, που δεν είναι τίποτε άλλο εν προκειμένω από τη θεία Χάρη.


Αλλά αν η χαρά και η ανέκφραστη αγαλλίαση αφορούν και αποτυπώνονται στον πρεσβύτη Συμεών, η Υπεραγία Θεοτόκος ενσαρκώνει τον πόνο και την θλίψη. Πόνο γιατί προσφέρει και αποχωρίζεται τον Υιό της. Τα χέρια της διατηρούν μια κίνηση σαν να κρατούν ακόμη τον Ιησού Χριστό, σαν να μην θέλουν να Τον αποχωρισθούν. Και ο Υιός της, φαίνεται να ανταποκρίνεται στα μητρικά της αισθήματα. Απλώνει κι αυτός το χέρι του σε μια προσπάθεια να μην αποχωρισθεί την Παναγία μητέρα Του. Μια έκφραση των αισθημάτων της τελείας ανθρωπίνης φύσεώς Του.

Ανάμεσα στην Υπεραγία Θεοτόκο και τον θεοδόχο Συμεών, υψώνεται το ιερό, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της εικόνας, σχηματίζοντας ένα φράγμα απαγορευτικό. Η Θεομήτωρ στερείται τον Υιό της, και η θλίψη της επιτείνεται από τα προφητικά λόγια του αγίου Συμεών «και σου την καρδίαν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. Β. 35). Η Παναγία πλέον αρχίζει να στρατεύεται στον δρόμο του σταυρού, που είναι το δώρο του Υιού της σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το δώρο αυτό που χαρίζεται και στην ίδια, με μια διπλή επίπτωση. Της χαράς, της σωτηρίας και της λυτρώσεως από τη μια, και από την άλλη, της θλίψεως της μητρικής καρδιάς της μπροστά στην άρνηση αποδοχής από τον κόσμο του υιού και Θεού της. Άρνηση που θα φθάσει μέχρι τον σταυρικό θάνατο.


« Ανοιγέσθω η πύλη του ουρανού σήμερον), όπως ψάλλεται και στο Δοξαστικό των εκεκραγαρίων του Εσπερινού της Υπαπαντής, σε ήχο πλ. Του β. γι’ αυτό και ο εικονογράφος ιστορεί τα κτήρια και τις στέγες τους να συγκλίνουν σ’ Αυτόν που αγιάζει ολόκληρη την κτίση. Αυτόν που είναι «φως διασκεδάζον των απίστων εθνών την σκοτόμαιναν, και δόξαν του νεολέκτου Ισραήλ», όπως τονίζεται και στο ιδιόμελο της Λιτής της Υπαπαντής, που ψάλλεται σε ήχο α. Λυτρωτής τόσο του εθνικού ειδωλολατρικού κόσμου, όσο και του ισραηλιτικού λαού. Και το λυτρωτικό αυτό μήνυμα που αφορά όλο τον κόσμο, υποδηλώνεται από τα δύο περιστέρια, τα οποία προσφέρει ο Ιωσήφ στον ναό. Δεν ανταποκρίνονται μόνο στην καθορισμένη προσφορά, αλλά συμβολίζουν και τους δύο κόσμους, για τους οποίους προσφέρεται η θυσία του Κυρίου μας. Τον κόσμο των εθνικών και της ειδωλολατρίας, και τον κόσμο του ευεργετηθέντος Ισραήλ.


Υπαπαντή! Σημαίνει συνάντηση του Κυρίου με την προσδοκία του κόσμου.
Υπαπαντή! Καθ’ ην «Χορός αγγελικός, εκπληττέσθω το θαύμα! βροτοί δε ταις φωναίς, ανακράξωμεν ύμνον,ορώντες την άφατον του Θεού συγκατάβασιν», όπως θαυμάσια προτρέπει το Κάθισμα της πρώτης στιχολογίας του Όρθρου της εορτής, ήχου α., και μέσα από την περιγραφική, συμβολική, αγία και ιεροπρεπή τέχνη της βυζαντινής εικονογραφίας. Ας προσκυνήσουμε λοιπόν το ιστορούμενο γεγονός. Ας προσκυνήσουμε τον νηπιάσαντα και βρεφοκρατούμενο Σωτήρα και Λυτρωτή μας.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...