ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΜΕ ΔΑΚΡΥΑ
Μια ψυχή που είναι θλιμμένη πλησιάζει σ’ εσένα, άγιε Κύριε, και με δάκρυα προσεύχεται γιατί κινδυνεύει από τον ολέθριο Εχθρό, και με όλη την ταπείνωση πέφτει και σε παρακαλεί να την απαλλάξεις από τον Αντίπαλό της, που την θλίβει. Επειδή λοιπόν η ψυχή αυτή έρχεται σ’ εσένα χωρίς να ντρέπεται, άκουσέ την αμέσως· και επειδή κατέφυγε σ’ εσένα με πόθο, πρόσεξέ την με πολλή φροντίδα. Αν την περιφρονήσεις, καθώς είναι θλιμμένη, θα χαθεί· αν καθυστερήσεις να την ακούσεις, καθώς είναι στενοχωρημένη, θα εξαφανισθεί. Αν όμως την προσέξεις χάρη στην ευσπλαχνία σου, ανευρίσκεται· και αν ρίξεις το βλέμμα σου σ’ αυτήν, σώζεται· αν την ακούσεις, ενισχύεται.Δείξε τον πόθο σου γι’ αυτήν, διότι είναι μνηστή σου· και μάλιστα εκείνος που την αρραβώνιασε μ’ εσένα είναι ο Απόστολος Παύλος· ο οποίος είπε, ότι είσαι αθάνατος Θεός ζηλότυπος. Μην την περιφρονήσεις, για να μη νομίσει ο Εχθρός, ότι έχεις δώσει σ’ αυτήν διαζύγιο, και ότι την έδιωξες.
Παιδαγώγησε με, Δέσποτα, χάρη στους οικτιρμούς σου, και μη με παραδώσεις στα χέρια του Καταστροφέα. Γιατί βλέπω ότι συγκέντρωσα τους λογισμούς μου από παντού, και όμως δε βρίσκω να παρουσιάσω κανένα καλό μπροστά σου, παρά μονάχα αυτό, ότι δηλαδή εκτός από σένα δε γνωρίζω άλλον Θεό. Η χάρη των ιαμάτων σου έχει έκταση αμέτρητη· και προσφέρει θεραπεία σε όλους εκείνους που έρχονται σ’ εσένα. Και μάλιστα τα τραύματά μου διαρκώς τα θεραπεύουν οι οικτιρμοί σου, αλλά και πάλι ερεθίζονται εξαιτίας της αμέλειάς μου. Λοιπόν, τον καιρό της υγείας μου ξέχασα τον γιατρό, γι’ αυτό και τον καιρό της αρρώστιας μου με ξέχασε ο γιατρός. Ότι οι αμαρτίες μου σε ενοχλούν, το ξέρω· και ότι σε παροργίζω, παρόλο που με ελέησες, δεν το αγνοώ και ότι με ανέχεσαι χάρη στην ευσπλαχνία σου, δεν το λησμονώ· διότι κι αν ακόμη καταφρονείται από το βρέφος της μια σπλαχνική μητέρα, δεν αντέχει να αδιαφορήσει γι’ αυτό, επειδή νικιέται από τη στοργή της. Αν λοιπόν εκείνη εκδηλώνεται έτσι, πόσο περισσότερο η ευσπλαχνία σου; Να, λοιπόν, Δέσποτα· και του πτηνού η αγάπη ξεχειλίζει για τα πουλάκια του, και γι’ αυτό κάθε στιγμή τα επισκέπτεται, και φέρνει την τροφή τους, και κοπιάζει για να τα θρέψει· διότι νικιέται από τη στοργή του. Και αν τα άλογα ζώα συμβαίνει να είναι τόσο σπλαχνικά, πόσο περισσότερο η χάρη σου, που νικιέται άπειρες φορές από την ευσπλαχνία σου, θα ελεήσει αυτούς που την πλησιάζουν και την ζητούν ειλικρινά. Να, πάλι, μια πηγή γεμάτη από νερά, που αναβρύζει αδιάκοπα, προσφέρει με αφθονία από τα νερά της σε όλους αυτούς που την πλησιάζουν, παρόλο που δεν έχει ανάγκη από τους επαίνους των ανθρώπων· διότι δεν είναι έπαινος το να προσφέρει δωρεάν τα νερά της στον άνθρωπο, αλλά το να σε δοξάζει ο άνθρωπος δια μέσου αυτής. Διότι είναι ολοφάνερο ότι εκείνη προσφέρει τα νερά της εξαιτίας της ευεργεσίας της χάριτός σου. Εικονίζει δηλαδή η πηγή το άπειρο πέλαγος των οικτιρμών σου. Πλουσιοπάροχα τρέφεις τις επουράνιες αγγελικές δυνάμεις, και συντηρείς κάθε ζωντανή ύπαρξη πάνω στη γη, ενώ δεν Έχεις καμιά ανάγκη από τους επαίνους και από τη δόξα όλης της δημιουργίας σου. Είσαι γεμάτος από τη δόξα που υπάρχει μέσα στην ουσία της μεγαλοσύνης σου και στη μεγαλοπρέπεια της δόξης σου. Η αγάπη σου ποθώντας τη σωτηρία μας, σκύβει με συγκατάβαση σ’ εμάς, ώστε εμείς δοξολογώντας την να σωθούμε, μένοντας σ’ αυτή την αγάπη και βοηθούμενοι απ’ αυτή. Διότι είμαι βέβαιος ότι η ίδια η αγάπη της χάριτός σου στηρίζει και δέχεται εκείνον που έρχεται σ’ αυτήν. Και καθώς είσαι, Δέσποτα, προγνώστης, διακρίνεις, αν αυτός που έρχεται σ’ εσένα πέταξε εντελώς από πάνω του, σαν ένδυμα, τον κόσμο. Πριν να φτάσει αυτός στη θύρα σου, την ανοίγεις· πριν να πέσει αυτός να σε παρακαλέσει, απλώνεις το χέρι σου να τον δεχθείς· πριν να χύσει αυτός τα δάκρυα, ρίχνεις επάνω του τους οικτιρμούς σου· πριν να ομολογήσει αυτός τα χρέη των αμαρτιών του, δίνεις τη συγχώρηση. Δεν τον κατηγορείς δε λες· «Που σπατάλησες το χρόνο της ζωής σου; Πως πέρασες τον καιρό σου;». Δε ζητάς το ποσό από το γραμμάτιο των αμαρτιών του, δεν υπενθυμίζεις την οργή που σου προξένησε η αμέλειά του· δεν ελέγχεις την περιφρόνηση των ευεργεσιών σου, αλλά γνωρίζοντας από πριν την ταπείνωση και τον κλαυθμό και τη διάθεση της καρδιάς, φωνάζεις· «Βγάλτε την πρώτη στολή και ντύστε τον σφάξτε το θρεμμένο μοσχάρι για να καλοφάμε και να χαρούμε. Ας συναχθούν οι Άγγελοι και ας χαρούν για την ανεύρεση του χαμένου γιου και για την επιστροφή του κληρονόμου που περιπλανήθηκε». Και σαν έμπορο, που γύρισε στον τόπο του με πολύ πλούτο, έτσι δέχεται η χάρη σου τον αμαρτωλό, που έρχεται σ αυτή με όλη την ψυχή του· διότι ποθεί να δει τα δάκρυα και διψά να δει τη μετάνοια και χαίρεται για το ζήλο αυτών που δείχνουν προθυμία για μετάνοια.
Δείξε λοιπόν και σ’ εμένα την πολλή σου ευσπλαχνία και ελευθέρωσέ με από την καταπίεση του Καταστροφέα· διότι, αφού με τραυμάτισε, στέκεται απέναντι μου και με χλευάζει. Και όπως στη θάλασσα, πλησίασαν οι μαθητές και σε ξύπνησαν, και με την ευλογημένη φωνή του στόματός σου κόπασε η ορμή του ανέμου και ησύχασε η ταραχή των κυμάτων, άκουσε τα δάκρυά μου, διότι μέρα και νύχτα σε ξυπνούν δώδεκα χρόνια προσπαθώντας άγρυπνα οι γιατροί δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν τη γυναίκα με την αιμορραγία, αλλά απεναντίας προξενούσαν σ’ αυτή πόνο παρά θεραπεία· όσα όμως δεν μπόρεσαν να προσφέρουν εκείνοι, τα πρόσφερες ο Ίδιος· και όσα τα ερέθισαν εκείνοι, ο ίδιος τα θεράπευσες και χωρίς κόπο πρόσφερες σαν δώρο τη θεραπεία διότι, νομίζοντας η γυναίκα ότι είναι απαρατήρητη από σένα, πλησίασε κρυφά την άκρη του ενδύματός σου· πλησίασε, δεν άγγιξε το άγιο σώμα σου, και το ένδυμά σου πρόσφερε σ’ αυτήν θεραπεία και τέλεια απαλλαγή από τους πολλούς γιατρούς. Απάλλαξε και τη δική μου θλιμμένη ψυχή από την ντροπή και το όνειδος του Εχθρού που με θλίβει, εύσπλαχνε Γιατρέ· δείξε στα μέλη μου την πολλή σου σοφία, και κάνε αμόλυντα τα τραύματά μου, και βάλε σ’ αυτά την ωραιότητα της αρετής, και ας κηρυχθεί η θεία χάρη σου, ότι αυτή με έσωσε· αναμάρτητε Αμνέ, που σφαγιάσθηκες για τη σωτηρία της οικουμένης και ειρήνευσες τον ουρανό και τη γη μη με απομακρύνεις, επειδή πλησίασα χωρίς ντροπή, και μη μου πεις· «Τι υπέφερες εξαιτίας μου;». Κατά τη φοβερή και φρικτή εκείνη μέρα θα πεις σ’ εμάς τους αμαρτωλούς· «Ξέρετε τι υπέφερα για σάς; Ενώ ήμουν αόρατος, έγινα ορατός σ’ εσάς· ενώ ήμουν αθάνατος, καταδικάστηκα για σάς σε θάνατο ενώ ήμουν αναμάρτητος, δέχτηκα για σάς ραπίσματα και έτσι, ενώ με σταύρωναν, δεν οργίσθηκα, ενώ με χλεύαζαν, δεν καταράσθηκα. Εγώ ο Δεσπότης, ενώ ήμουν ξένος από όλα τα αμαρτήματα και από όλες τις κατηγορίες, τα υπέφερα αυτά για σάς. Εσείς που ήσασταν ένοχοι, τι υποφέρατε για μένα;». Γι’ αυτό το λόγο δεν έχει κανείς από μας απολογία.
Θυμήσου, Κύριε, ότι όλα αυτά τα υπέφερες για μας, χάρη στη δική σου ευσπλαχνία και χάρη στη δική σου καλοσύνη και δικαιοσύνη, και όχι χάρη στα δικά μας σπουδαία έργα· διότι όπως παραδόθηκες τότε για μας, ο άγιος, ο αναμάρτητος, και τώρα, Δέσποτα, είσαι ο Ίδιος, διότι δεν άλλαξε η ευσπλαχνία της θεότητάς σου, την οποία έχεις σύμφωνη με την θεία φύση σου, εμείς όμως και τότε ήμασταν ασεβείς και πονηροί, και τώρα είμαστε αμαρτωλοί και αδύναμοι. Τη δωρεά λοιπόν, που μας πρόσφερες χάρη στην ευσπλαχνία σου, μην την αφαιρέσεις από μας· διότι, αν τότε μας ελευθέρωσες εξαιτίας της ευσέβειάς μας, και τώρα επειδή αμαρτήσαμε, οργίζεσαι γι’ αυτό και απομακρύνεις το σπλαχνικό σου χέρι, εύλογα θα πούμε, άγιε Θεέ, ότι τότε μας ελευθέρωσες εξαιτίας της ευσέβειάς μας, και τώρα απεναντίας απομακρύνθηκες από μας, επειδή αμαρτήσαμε· αλλά όπως είπα προηγουμένως, εμείς και τότε ήμασταν ασεβείς και τώρα είμαστε αμαρτωλοί· το δώρο λοιπόν που μας πρόσφερες χάρη στη φιλανθρωπία σου, ας μείνει σ’ εμάς αναφαίρετο ως το τέλος της ζωής μας. Εγώ ωστόσο, μια θλιμμένη ψυχή, αδιάκοπα κραυγάζω σ’ εσένα, Δέσποτα, και αναγκάζομαι για την αντιμετώπιση του Εχθρού μου να παρακαλώ εσένα· δες, Δέσποτα, και γίνε καταφυγή μου, και επιτίμησε τους ληστές του, διότι κάθε ώρα με ταράζουν και δεν το αντιλαμβάνομαι, με εξαπατούν και δεν το γνωρίζω, με κάνουν να ρεμβάζω, και γι’ αυτό δεν έρχομαι σε κατάνυξη, μου φέρνουν εμπόδια, για να μην μπορέσω να σε παρακαλέσω, διότι ξέρουν καλά, ότι αν κραυγάσω προς εσένα με δάκρυα και κλαυθμό, δε θα με εγκαταλείψεις. Αλίμονο, πόσο φοβερό αντίπαλο έχω στο αγώνισμά μου! Αλλά, είμαι μακάριος, που έχω τόσο μεγάλο λυτρωτή και μισθαποδότη στον αγώνα μου. Το φίδι, που λέγεται βασιλίσκος, είναι φοβερό και στο βλέμμα και στο δηλητήριο, αλλά και αυτός ο Δράκοντας, είναι πονηρότερος απ’ αυτό το φίδι και στα δύο, στην πάλη και στην αδιαντροπιά· όμως εσύ η αγία δύναμη, που κατέπιες τις ράβδους οι οποίες μεταβλήθηκαν σε φίδια, επιτίμησε και αυτόν τον Δράκοντα, διότι έρχεται με αδιαντροπιά, αλλά η αδιαντροπιά της πάλης του ετοιμάζει θησαυρό σ’ αυτούς που υπομένουν, και η θλίψη που προξενούν οι απειλές του έχει μέσα της κρυμμένο μακαρισμό· διότι η χαρά αυτής της ζωής είναι γεμάτη από λύπη· ενώ η θλίψη και ο στεναγμός προξενούν χαρά και αιώνια ζωή.
Πάντοτε ήμουν ασθενής και ασθενώ, Δέσποτα, αλλά διαρκώς με επισκέπτεται η χάρη σου και με θεραπεύει· παρόλα αυτά κάθε ώρα παραμέλησα και παραμελώ την ανταμοιβή για τις θεραπείες που μου έκανε αυτή. Επειδή είναι ανεκτίμητες οι θεραπείες της χάριτός σου, τις προσφέρεις δωρεάν, και επειδή τις χαρίζεις δια μέσου των δακρύων, χάρισε και σ’ εμένα δια μέσου των δακρύων τις θεραπείες της ψυχής μου.
Είναι σε όλους φανερό ότι η ζωή αυτή μοιάζει με αγώνισμα, και ότι ο ισχυρός Δράκοντας αγωνίζεται ενάντια σε όλους. Κάποιοι βέβαια τον νικούν και τον ποδοπατούν, κάποιους άλλους όμως τους νικά και τους ποδοπατεί· κάποιοι τον ρίχνουν κάτω και τον χλευάζουν, κάποιους άλλους όμως τους ρίχνει κάτω αυτός και τους χλευάζει· άλλοι με την πάλη του παίρνουν το στεφάνι της νίκης, και άλλοι με την πάλη του νικώνται· άλλοι με την πικρότητά του κερδίζουν τη γλυκύτητα της αιώνιας ζωής, και άλλοι με τη γλυκύτητα και τη χαυνότητα που τους προσφέρει συναντούν την πικρότητα της αιώνιας κόλασης· άλλοι με την τέλεια ακτημοσύνη τους εύκολα τον νικούν, και άλλους τους νικά αυτός με την απόκτηση των γήινων πραγμάτων· γι’ αυτούς πάλι που ποθούν τον Θεό με όλη τη δύναμη της. ψυχής τους, ο πόλεμός του δεν έχει καμιά δύναμη· ενώ γι’ αυτούς που ποθούν τον κόσμο είναι δύσκολος και αβάσταχτος.
Παιδαγώγησε με, Δέσποτα, χάρη στους οικτιρμούς σου, και μη με παραδώσεις στα χέρια του Καταστροφέα. Γιατί βλέπω ότι συγκέντρωσα τους λογισμούς μου από παντού, και όμως δε βρίσκω να παρουσιάσω κανένα καλό μπροστά σου, παρά μονάχα αυτό, ότι δηλαδή εκτός από σένα δε γνωρίζω άλλον Θεό. Η χάρη των ιαμάτων σου έχει έκταση αμέτρητη· και προσφέρει θεραπεία σε όλους εκείνους που έρχονται σ’ εσένα. Και μάλιστα τα τραύματά μου διαρκώς τα θεραπεύουν οι οικτιρμοί σου, αλλά και πάλι ερεθίζονται εξαιτίας της αμέλειάς μου. Λοιπόν, τον καιρό της υγείας μου ξέχασα τον γιατρό, γι’ αυτό και τον καιρό της αρρώστιας μου με ξέχασε ο γιατρός. Ότι οι αμαρτίες μου σε ενοχλούν, το ξέρω· και ότι σε παροργίζω, παρόλο που με ελέησες, δεν το αγνοώ και ότι με ανέχεσαι χάρη στην ευσπλαχνία σου, δεν το λησμονώ· διότι κι αν ακόμη καταφρονείται από το βρέφος της μια σπλαχνική μητέρα, δεν αντέχει να αδιαφορήσει γι’ αυτό, επειδή νικιέται από τη στοργή της. Αν λοιπόν εκείνη εκδηλώνεται έτσι, πόσο περισσότερο η ευσπλαχνία σου; Να, λοιπόν, Δέσποτα· και του πτηνού η αγάπη ξεχειλίζει για τα πουλάκια του, και γι’ αυτό κάθε στιγμή τα επισκέπτεται, και φέρνει την τροφή τους, και κοπιάζει για να τα θρέψει· διότι νικιέται από τη στοργή του. Και αν τα άλογα ζώα συμβαίνει να είναι τόσο σπλαχνικά, πόσο περισσότερο η χάρη σου, που νικιέται άπειρες φορές από την ευσπλαχνία σου, θα ελεήσει αυτούς που την πλησιάζουν και την ζητούν ειλικρινά. Να, πάλι, μια πηγή γεμάτη από νερά, που αναβρύζει αδιάκοπα, προσφέρει με αφθονία από τα νερά της σε όλους αυτούς που την πλησιάζουν, παρόλο που δεν έχει ανάγκη από τους επαίνους των ανθρώπων· διότι δεν είναι έπαινος το να προσφέρει δωρεάν τα νερά της στον άνθρωπο, αλλά το να σε δοξάζει ο άνθρωπος δια μέσου αυτής. Διότι είναι ολοφάνερο ότι εκείνη προσφέρει τα νερά της εξαιτίας της ευεργεσίας της χάριτός σου. Εικονίζει δηλαδή η πηγή το άπειρο πέλαγος των οικτιρμών σου. Πλουσιοπάροχα τρέφεις τις επουράνιες αγγελικές δυνάμεις, και συντηρείς κάθε ζωντανή ύπαρξη πάνω στη γη, ενώ δεν Έχεις καμιά ανάγκη από τους επαίνους και από τη δόξα όλης της δημιουργίας σου. Είσαι γεμάτος από τη δόξα που υπάρχει μέσα στην ουσία της μεγαλοσύνης σου και στη μεγαλοπρέπεια της δόξης σου. Η αγάπη σου ποθώντας τη σωτηρία μας, σκύβει με συγκατάβαση σ’ εμάς, ώστε εμείς δοξολογώντας την να σωθούμε, μένοντας σ’ αυτή την αγάπη και βοηθούμενοι απ’ αυτή. Διότι είμαι βέβαιος ότι η ίδια η αγάπη της χάριτός σου στηρίζει και δέχεται εκείνον που έρχεται σ’ αυτήν. Και καθώς είσαι, Δέσποτα, προγνώστης, διακρίνεις, αν αυτός που έρχεται σ’ εσένα πέταξε εντελώς από πάνω του, σαν ένδυμα, τον κόσμο. Πριν να φτάσει αυτός στη θύρα σου, την ανοίγεις· πριν να πέσει αυτός να σε παρακαλέσει, απλώνεις το χέρι σου να τον δεχθείς· πριν να χύσει αυτός τα δάκρυα, ρίχνεις επάνω του τους οικτιρμούς σου· πριν να ομολογήσει αυτός τα χρέη των αμαρτιών του, δίνεις τη συγχώρηση. Δεν τον κατηγορείς δε λες· «Που σπατάλησες το χρόνο της ζωής σου; Πως πέρασες τον καιρό σου;». Δε ζητάς το ποσό από το γραμμάτιο των αμαρτιών του, δεν υπενθυμίζεις την οργή που σου προξένησε η αμέλειά του· δεν ελέγχεις την περιφρόνηση των ευεργεσιών σου, αλλά γνωρίζοντας από πριν την ταπείνωση και τον κλαυθμό και τη διάθεση της καρδιάς, φωνάζεις· «Βγάλτε την πρώτη στολή και ντύστε τον σφάξτε το θρεμμένο μοσχάρι για να καλοφάμε και να χαρούμε. Ας συναχθούν οι Άγγελοι και ας χαρούν για την ανεύρεση του χαμένου γιου και για την επιστροφή του κληρονόμου που περιπλανήθηκε». Και σαν έμπορο, που γύρισε στον τόπο του με πολύ πλούτο, έτσι δέχεται η χάρη σου τον αμαρτωλό, που έρχεται σ αυτή με όλη την ψυχή του· διότι ποθεί να δει τα δάκρυα και διψά να δει τη μετάνοια και χαίρεται για το ζήλο αυτών που δείχνουν προθυμία για μετάνοια.
Δείξε λοιπόν και σ’ εμένα την πολλή σου ευσπλαχνία και ελευθέρωσέ με από την καταπίεση του Καταστροφέα· διότι, αφού με τραυμάτισε, στέκεται απέναντι μου και με χλευάζει. Και όπως στη θάλασσα, πλησίασαν οι μαθητές και σε ξύπνησαν, και με την ευλογημένη φωνή του στόματός σου κόπασε η ορμή του ανέμου και ησύχασε η ταραχή των κυμάτων, άκουσε τα δάκρυά μου, διότι μέρα και νύχτα σε ξυπνούν δώδεκα χρόνια προσπαθώντας άγρυπνα οι γιατροί δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν τη γυναίκα με την αιμορραγία, αλλά απεναντίας προξενούσαν σ’ αυτή πόνο παρά θεραπεία· όσα όμως δεν μπόρεσαν να προσφέρουν εκείνοι, τα πρόσφερες ο Ίδιος· και όσα τα ερέθισαν εκείνοι, ο ίδιος τα θεράπευσες και χωρίς κόπο πρόσφερες σαν δώρο τη θεραπεία διότι, νομίζοντας η γυναίκα ότι είναι απαρατήρητη από σένα, πλησίασε κρυφά την άκρη του ενδύματός σου· πλησίασε, δεν άγγιξε το άγιο σώμα σου, και το ένδυμά σου πρόσφερε σ’ αυτήν θεραπεία και τέλεια απαλλαγή από τους πολλούς γιατρούς. Απάλλαξε και τη δική μου θλιμμένη ψυχή από την ντροπή και το όνειδος του Εχθρού που με θλίβει, εύσπλαχνε Γιατρέ· δείξε στα μέλη μου την πολλή σου σοφία, και κάνε αμόλυντα τα τραύματά μου, και βάλε σ’ αυτά την ωραιότητα της αρετής, και ας κηρυχθεί η θεία χάρη σου, ότι αυτή με έσωσε· αναμάρτητε Αμνέ, που σφαγιάσθηκες για τη σωτηρία της οικουμένης και ειρήνευσες τον ουρανό και τη γη μη με απομακρύνεις, επειδή πλησίασα χωρίς ντροπή, και μη μου πεις· «Τι υπέφερες εξαιτίας μου;». Κατά τη φοβερή και φρικτή εκείνη μέρα θα πεις σ’ εμάς τους αμαρτωλούς· «Ξέρετε τι υπέφερα για σάς; Ενώ ήμουν αόρατος, έγινα ορατός σ’ εσάς· ενώ ήμουν αθάνατος, καταδικάστηκα για σάς σε θάνατο ενώ ήμουν αναμάρτητος, δέχτηκα για σάς ραπίσματα και έτσι, ενώ με σταύρωναν, δεν οργίσθηκα, ενώ με χλεύαζαν, δεν καταράσθηκα. Εγώ ο Δεσπότης, ενώ ήμουν ξένος από όλα τα αμαρτήματα και από όλες τις κατηγορίες, τα υπέφερα αυτά για σάς. Εσείς που ήσασταν ένοχοι, τι υποφέρατε για μένα;». Γι’ αυτό το λόγο δεν έχει κανείς από μας απολογία.
Θυμήσου, Κύριε, ότι όλα αυτά τα υπέφερες για μας, χάρη στη δική σου ευσπλαχνία και χάρη στη δική σου καλοσύνη και δικαιοσύνη, και όχι χάρη στα δικά μας σπουδαία έργα· διότι όπως παραδόθηκες τότε για μας, ο άγιος, ο αναμάρτητος, και τώρα, Δέσποτα, είσαι ο Ίδιος, διότι δεν άλλαξε η ευσπλαχνία της θεότητάς σου, την οποία έχεις σύμφωνη με την θεία φύση σου, εμείς όμως και τότε ήμασταν ασεβείς και πονηροί, και τώρα είμαστε αμαρτωλοί και αδύναμοι. Τη δωρεά λοιπόν, που μας πρόσφερες χάρη στην ευσπλαχνία σου, μην την αφαιρέσεις από μας· διότι, αν τότε μας ελευθέρωσες εξαιτίας της ευσέβειάς μας, και τώρα επειδή αμαρτήσαμε, οργίζεσαι γι’ αυτό και απομακρύνεις το σπλαχνικό σου χέρι, εύλογα θα πούμε, άγιε Θεέ, ότι τότε μας ελευθέρωσες εξαιτίας της ευσέβειάς μας, και τώρα απεναντίας απομακρύνθηκες από μας, επειδή αμαρτήσαμε· αλλά όπως είπα προηγουμένως, εμείς και τότε ήμασταν ασεβείς και τώρα είμαστε αμαρτωλοί· το δώρο λοιπόν που μας πρόσφερες χάρη στη φιλανθρωπία σου, ας μείνει σ’ εμάς αναφαίρετο ως το τέλος της ζωής μας. Εγώ ωστόσο, μια θλιμμένη ψυχή, αδιάκοπα κραυγάζω σ’ εσένα, Δέσποτα, και αναγκάζομαι για την αντιμετώπιση του Εχθρού μου να παρακαλώ εσένα· δες, Δέσποτα, και γίνε καταφυγή μου, και επιτίμησε τους ληστές του, διότι κάθε ώρα με ταράζουν και δεν το αντιλαμβάνομαι, με εξαπατούν και δεν το γνωρίζω, με κάνουν να ρεμβάζω, και γι’ αυτό δεν έρχομαι σε κατάνυξη, μου φέρνουν εμπόδια, για να μην μπορέσω να σε παρακαλέσω, διότι ξέρουν καλά, ότι αν κραυγάσω προς εσένα με δάκρυα και κλαυθμό, δε θα με εγκαταλείψεις. Αλίμονο, πόσο φοβερό αντίπαλο έχω στο αγώνισμά μου! Αλλά, είμαι μακάριος, που έχω τόσο μεγάλο λυτρωτή και μισθαποδότη στον αγώνα μου. Το φίδι, που λέγεται βασιλίσκος, είναι φοβερό και στο βλέμμα και στο δηλητήριο, αλλά και αυτός ο Δράκοντας, είναι πονηρότερος απ’ αυτό το φίδι και στα δύο, στην πάλη και στην αδιαντροπιά· όμως εσύ η αγία δύναμη, που κατέπιες τις ράβδους οι οποίες μεταβλήθηκαν σε φίδια, επιτίμησε και αυτόν τον Δράκοντα, διότι έρχεται με αδιαντροπιά, αλλά η αδιαντροπιά της πάλης του ετοιμάζει θησαυρό σ’ αυτούς που υπομένουν, και η θλίψη που προξενούν οι απειλές του έχει μέσα της κρυμμένο μακαρισμό· διότι η χαρά αυτής της ζωής είναι γεμάτη από λύπη· ενώ η θλίψη και ο στεναγμός προξενούν χαρά και αιώνια ζωή.
Πάντοτε ήμουν ασθενής και ασθενώ, Δέσποτα, αλλά διαρκώς με επισκέπτεται η χάρη σου και με θεραπεύει· παρόλα αυτά κάθε ώρα παραμέλησα και παραμελώ την ανταμοιβή για τις θεραπείες που μου έκανε αυτή. Επειδή είναι ανεκτίμητες οι θεραπείες της χάριτός σου, τις προσφέρεις δωρεάν, και επειδή τις χαρίζεις δια μέσου των δακρύων, χάρισε και σ’ εμένα δια μέσου των δακρύων τις θεραπείες της ψυχής μου.
Είναι σε όλους φανερό ότι η ζωή αυτή μοιάζει με αγώνισμα, και ότι ο ισχυρός Δράκοντας αγωνίζεται ενάντια σε όλους. Κάποιοι βέβαια τον νικούν και τον ποδοπατούν, κάποιους άλλους όμως τους νικά και τους ποδοπατεί· κάποιοι τον ρίχνουν κάτω και τον χλευάζουν, κάποιους άλλους όμως τους ρίχνει κάτω αυτός και τους χλευάζει· άλλοι με την πάλη του παίρνουν το στεφάνι της νίκης, και άλλοι με την πάλη του νικώνται· άλλοι με την πικρότητά του κερδίζουν τη γλυκύτητα της αιώνιας ζωής, και άλλοι με τη γλυκύτητα και τη χαυνότητα που τους προσφέρει συναντούν την πικρότητα της αιώνιας κόλασης· άλλοι με την τέλεια ακτημοσύνη τους εύκολα τον νικούν, και άλλους τους νικά αυτός με την απόκτηση των γήινων πραγμάτων· γι’ αυτούς πάλι που ποθούν τον Θεό με όλη τη δύναμη της. ψυχής τους, ο πόλεμός του δεν έχει καμιά δύναμη· ενώ γι’ αυτούς που ποθούν τον κόσμο είναι δύσκολος και αβάσταχτος.
Αυτά να σκέφτεσαι και μέσα σ’ αυτά να στρέφεται ο νους σου, και θα είσαι παιδί του Δεσπότου Θεού, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού· σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.