Thursday 16 October 2014

Οι τρεις τάξεις της χάριτος


Σε τρεις τάξεις διαιρείται η χάρις: Καθαρτική, φωτιστική, τελειωτική. Σε τρεις και η ζωή μας: Κατά φύσιν, υπέρ φύσιν, παρά φύσιν. Σε αυτές τις τρεις τάξεις ανέρχεται και κατέρχεται. Τρία είναι και τα μεγάλα χαρίσματα, που λαμβάνει: Θεωρία, αγάπη, απάθεια.
Λοιπόν στην “πράξιν” συνεργεί χάρις καθαρτική, η οποία βοηθά στην κάθαρση. Και κάθε ένας, που μετανόησε, η χάρις είναι που τον προτρέπει στη μετάνοια. Και όσα κάνει της χάριτος είναι, αν και δεν το γνωρίζει αυτός που την έχει, όμως αυτή τον τροφοδοτεί και τον οδηγεί. Και ανάλογα με την προκοπή του, ανέρχεται ή κατέρχεται ή μένει στην ιδία κατάσταση. Εάν έχει ζήλο και αυταπάρνηση ανεβαίνει σε θεωρία, την οποία διαδέχεται φωτισμός θείας γνώσεως και λίγη απάθεια. Εάν ψυχρανθεί ο ζήλος, η προθυμία, τότε συστέλλεται και η ενέργεια της χάριτος.
Γι’ αυτόν που λες ότι γνωρίζει να προσεύχεται, είναι εκείνος που γνωρίζει τι εύχεται και τι ζητά από τον Θεό. Αυτός που γνωρίζει να προσεύχεται δεν βαττολογεί, δεν ζητά περιττά· αλλά γνωρίζει τον τόπο, τον τρόπο και τον καιρό και ζητά τα αρμόδια και ωφέλιμα της ψυχής του. Επικοινωνεί νοερά με το Χριστόν. Τον πιάνει και τον κατέχει και “δεν θα σε αφήσω, λέγει, εις τον αιώνα”.
Εκείνος που προσεύχεται ζητά την άφεσξη των αμαρτιών, ζητά το έλεος του Κυρίου. Εάν ζητά και μεγάλα, όχι στον κατάλληλο καιρό, δεν του τα δίδει ο Κύριος. Διότι ο Θεός τα δίνει με τάξη. Και, αν εσύ τον κουράζεις ζητώντας, αφήνει το πνεύμα της πλάνης και προσποιείται τη χάρη και σε πλανά, δείχνοντάς σου άλλα αντί άλλων. Γι’ αυτό δεν είναι ωφέλιμο να ζητά κανείς τα υπέρμετρα. Αλλά, και αν εισακουσθεί προ του καθαρισμού, όταν δεν είναι στην τάξη, γίνονται φίδια και βλάπτουν. Συ έχε μετάνοια καθαρή, κάνε σε όλους υπακοή, και μόνη της η χάρη θα έλθει χωρίς εσύ να το ζητάς.
Ο άνθρωπος σαν βρέφος που ψελλίζει ζητά από τον Θεό το θέλημά του το άγιο. Ο Θεός, σαν Πατέρας υπεράγαθος, του δίδει τη χάρη, αλλά του δίδει και πειρασμούς, Εάν υπομένει αγόγγυστα τους πειρασμούς λαμβάνει προσθήκη της χάριτος. Όση περισσότερη χάρη λαμβάνει, τόσο αυξάνονται και οι πειρασμοί. Οι δαίμονες, όταν πλησιάζουν, για να σε πολεμήσουν, δεν πηγαίνουν εκεί που εσύ εύκολα θα τους νικήσεις, αλλά δοκιμάζουν, πού έχεις αδυναμία. Εκεί που εσύ δεν τους περιμένεις, εκεί πολιορκούν το κάστρο. Και, όταν βρουν ψυχή ασθενική και μέρος αδύνατο, πάντα εκεί νικούν και τον κάνουν υπεύθυνο για την ήττα του.
Ζητάς χάρη από τον Θεό; Αντί χάριτος σου αφήνει πειρασμό. Δεν αντέχεις τον πόλεμο, πέφτεις; Δεν σου δίνεται προσθήκη της χάριτος. Πάλι ζητάς; Πάλι ο πειρασμός. Πάλι ήττα; Πάλι στέρηση εφ’ όρου ζωής. Πρέπει λοιπόν να βγεις νικητής. Άντεξε τον πειρασμό μέχρι θανάτου. Πέσε πτώμα στη μάχη, φωνάζοντας κάτω παράλυτος: “Δεν θα σε αφήσω, γλυκύτατε Ιησού! Ούτε θα σε εγκαταλείψω! Αχώριστος θα μείνω στον αιώνα, και για την αγάπην Σου ξεψυχώ στη μάχη”. Και ξαφνικά εμφανίζεται στη μάχη και φωνάζει δυνατά: “Εδώ είμαι! Μάζεψε όλες τις δυνάμεις σου και ακολούθησέ με ! Συ δε γεμίζεις όλος φως και χαρά: Αλλοίμονο σε μένα τον δυστυχή! Αλλοίμονο σε μένα τον πονηρό και αχρείο! Προηγουμένως άκουα για σένα, τώρα δε σε είδαν οι οφθαλμοί μου· γι’ αυτό και κατηγόρησα τον εαυτόν μου, τον θεώρησα δε χώμα και στάχτη”. Τότε γεμίζεις από θεία αγάπη. Και φλέγεται η ψυχή σου σαν του Κλεόπα. Και σε καιρό πειρασμού δεν καταλείπεις πλέον τη μάχη, αλλά υπομένεις τις θλίψεις σκεπτόμενος- ότι όπως πέρασε ο ένας πειρασμός και ο άλλος, έτσι θα περάσει και αυτός.
Όταν όμως δειλιάζεις και γογγύζεις και δεν υπομένεις τους πειρασμούς, τότε, αντί να νικάς πρέπει διαρκώς να μετανοείς· για τα σφάλματα της ημέρας, για την αμέλεια της νύκτας. Και, αντί να αυξάνεται η χάρις, μεγαλώνεις τις θλίψεις σου. Γι’ αυτό μη δειλιάζεις μη φοβάσαι τους πειρασμούς. Και αν πέσεις πολλές φορές, σήκω. Μη χάνεις τη ψυχραιμία σου. Μην απογοητεύεσαι. Σύννεφα είναι και θα περάσουν.
Και όταν, με τη βοήθεια της χάριτος που σε καθαρίζει από όλα τα πάθη, περάσεις όλα αυτά που λέγονται “πράξις”, τότε γεύεται ο νους φωτισμό και κινείται σε θεωρία.
Και πρώτη θεωρία είναι των όντων: Πως όλα τα δημιούργησε για τον άνθρωπον ο Θεός, και αυτούς ακόμη τους Αγγέλους για να τον υπηρετούν. Πόσην αξία, πόσο μεγαλείο, τί μεγάλο προορισμό έχει ο άνθρωπος – αυτή η πνοή του Θεού! Όχι για να ζήσει εδώ τις λίγες ημέρες της εξορίας του, αλλά να ζήσει αιώνια με τον Πλάστη του. Να βλέπει τους θείους Αγγέλους. Να ακούει την άρρητη μελωδία τους. Τί χαρά! Τί μεγαλείο! Μόλις τελειώνει αυτή η ζωή μας και κλείνουν τα μάτια, αμέσως ανοίγουν τα άλλα και αρχίζει η νέα ζωή. Η αληθινή χαρά, που πλέον τέλος δεν έχει.
Αυτά σκεπτόμενος βυθίζεται ο νους σε μία ειρήνη και γαλήνη, που απλώνεται σε όλο το σώμα, και ξεχνά τελείως ότι υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή. Τέτοιες θεωρίες διαδέχονται η μία την άλλη. Όχι να πλάθει φαντασίες με το νου του, αλλά η κατάσταση είναι τέτοια – ενέργεια χάριτος, που φέρνει νοήματα και ασχολείται ο νους στη θεωρία. Δεν τα πλάθει ο άνθρωπος· μόνα τους έρχονται και αρπάζουν το νου στη θεωρία. Και τότε απλώνεται ο νους και γίνεται διαφορετικός. Φωτίζεται. Είναι όλα ανοικτά σ’ αυτόν. Γεμίζει σοφία, και σαν υιός κατέχει τα του Πατρός του. Ξέρει ότι είναι μηδέν, πηλός, αλλά και υιός Βασιλέως. Δεν έχει τίποτε, άλλα όλα τα έχει. Γεμίζει θεολογία. Φωνάζει αχόρταστα, με πλήρη επίγνωση, ομολογώντας ότι η ύπαρξή του είναι μηδέν. Η καταγωγή του είναι ο πηλός· η δε ζωτική δύναμή του, η πνοή τού Θεού – ή ψυχή του. Αμέσως πετά η ψυχή στον ουρανό! – Είμαι το εμφύσημα, η πνοή του Θεού! Όλα διεσώθησαν, έμειναν στη γη, απ’ όπου και ελήφθησαν! Είμαι Βασιλέως αιωνίου υιός! Είμαι θεός κατά χάρη! Είμαι αθάνατος και αιώνιος! Είμαι, μετά μία στιγμή, κοντά στον ουράνιο Πατέρα μου!
Αυτός είναι ο αληθινός προορισμός του ανθρώπου· γι’ αυτό πλάσθηκε, και οφείλει να έλθει απ’ όπου ήλθε. Τέτοιου είδους είναι οι θεωρίες, με τις οποίες ασχολείται ο πνευματικός άνθρωπος. Και περιμένει την ώρα που θα αφήσει το χώμα και θα πετάξει η ψυχή στα ουράνια. Έχε θάρρος λοιπόν, παιδί μου, και με αυτή την ελπίδα υπόμενε κάθε πόνο και θλίψη. Αφού μετά από λίγο θα αξιωθούμε να απολαύσουμε αυτά. Για όλους μας είναι τα ίδια. Όλοι είμαστε παιδιά του Θεού. Αυτόν φωνάζουμε ημέρα και νύκτα και την γλυκειά μας Μανούλα, τη Δέσποινα του Παντός, την οποίαν όποιος παρακαλεί, δεν τον αφήνει ποτέ.

(Γέροντος Ιωσήφ, «Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», επιστ. Ι΄, εκδ. Ι.Μ.Φιλοθέου, σ. 84-88. – απόσπασμα σε νεοελληνική απόδοση.)

Πηγή:  fdathanasiou.blogspot.gr

Buddhism and Eastern Asceticism Compared to Orthodox Christian Asceticism

 (Archimandrite Zacharias of Essex)

It is unfortunate that there is widespread confusion, not to mention delusion, in the inexperienced, whereby the Jesus Prayer is thought to be equivalent to yoga in Buddhism, or 'transcendental meditation', and other such Eastern exotica. Any similarity, however, is mostly external, and any inner convergence does not rise beyond the natural 'anatomy' of the human soul. The fundamental difference between Christianity and other beliefs and practices lies in the fact that the Jesus Prayer is based on the revelation of the One true living and personal God as Holy Trinity No other path admits any possibility of a living relationship between God and the person who prays.

Eastern asceticism aims at divesting the mind of all that is relative and transitory, so that man may identify with the impersonal Absolute. This Absolute is believed to be man's original 'nature', which suffered degradation and degeneration by entering a multiform and ever-changing earth-bound life. Ascetic practice like this is, above all, centered upon the self, and is totally dependent on man's will. Its intellectual character betrays the fullness of human nature, in that it takes no account of the heart. Man's main struggle is to return to the anonymous Supra-personal Absolute and to be dissolved in it. He must therefore aspire to efface the soul (Atman) in order to be one with this anonymous ocean of the Suprapersonal Absolute, and in this lies its basically negative purpose. 

Ὁσία Σοφία, ἡ ἀσκήτισσα τῆς Παναγίας


Η Σοφία γεννήθηκε το 1883 μ. Χ. σε κάποιο χωριό της Τρίπολης του νομού Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ .Χ,. σε ηλικία 24 χρονών παντρεύτηκε τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδου και μετά από τρία χρόνια γέννησε ένα παιδί. Μετά από δύο όμως χρόνια έμεινε ολομόναχη, αφού το παιδί της πέθανε και τον άντρα της πήραν οι Τούρκοι για το στρατό και ακολούθως χάθηκαν τα ίχνη του στον Α΄ παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε έφυγε από το χωριό της για κάπου παραθαλάσσια όπου έμεινε μέχρι το 1916 μ. Χ. οπόταν και χάθηκαν τα ίχνη της. Μετά τρία χρόνια λίγοι εναπομείναντες συγγενείς της την εντόπισαν σε μια εκκλησία ντυμένη με ράσα στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης.
Το 1925 μ. Χ. φεύγει για τη Φλώρινα στον Άγιο Μάρκο όπου βλέπει σε όραμα την Υπεραγία Θεοτόκο που την παροτρύνει να πάει στο Μοναστήρι Της, στην Κλεισούρα.
Μετά από 10 μέρες που ήταν η μέρα της Κοιμήσεως της Παναγίας στις 15 Αυγούστου πηγαίνει εκεί και βρίσκει την ηγουμένη Πελαγία που ήταν παράλυτη. Έκτοτε και μέχρι την κοίμισή της το 1974 μ. Χ. έμεινε εκεί, όπου με αυστηρή άσκηση και οικειοθελείς κακοπάθειες έφτασε σε ύψη Χριστιανικής αρετής και απέκτησε από τον Κύριό μας το χάρισμα της θαυματουργίας.


Τα βράδια τα περνούσε σε μια γωνιά δίπλα από το τζάκι σκεπασμένη με φύλλα. Σε στρώμα δεν κοιμήθηκε ποτέ . Μάλιστα κάποτε για σκοπούς κακοπάθειας έστρωνε πέτρες και έπεφτε πάνω , ενώ τακτικά κτυπούσε το σώμα της με τσουκνίθες.
Η τροφή της υπήρξε συνεχώς λιτή αφού έτρωγε μόνο χόρτα και σαρδέλες, ενώ τις νηστείες έτρωγε μόνο λίγο ψωμί και αλάτι. Τροφή επίσης ήταν μούσκλα ή μανιτάρια που μάζευε από το δάσος. Αν κάποτε άνοιγε κονσέρβα με ψάρια έπρεπε πρώτα να τ’ αφήσει να μουχλιάσουν πριν τα φάει. Το ελαιόλαδο το χρησιμοποιούσε μόνο για τα καντήλια και σε κάποιες προσκυνήτριες/μαθήτριες τις μάθαινε πως να φτιάχνουν χορτόπιτες με καρύδια , που έβγαζαν το δικό τους λάδι. Αργότερα οι συνταγές αυτές χρησιμοποιήθηκαν και από άλλα μοναστήρια.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...