Showing posts with label ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Show all posts
Showing posts with label ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Show all posts

Wednesday, 28 June 2017

Πώς είναι ο Θεός;

Ένας νέος πήγε σ ‘ έναν σοφό γέροντα και τον παρακάλεσε θερμά:
-Με απασχολεί το ερώτημα: Υπάρχει Θεός; Ειπέ μου, σε παρακαλώ! Εσύ το πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός;
-Και βέβαια το πιστεύω, του απάντησε ο γέροντας.
-Και ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, το πιστεύεις κι αυτό;
-Και βέβαια, το πιστεύω.


-Και τον Θεό ποιος τον έφτιαξε;
-Εσύ, του απάντησε σοβαρά και ξερά ο γέροντας.
Ο νεαρός σοκαρίστηκε με την απάντηση του γέροντα.
Τον ρώτησε και πάλι λοιπόν:
-Γέροντα, εγώ σε ρωτάω σοβαρά, του είπε. Κι εσύ μου λες πως εγώ έφτιαξα το Θεό.
 
-Μα κι εγώ σοβαρά σου μιλάω, του απάντησε ο γέροντας. Πολύ σοβαρά. Και πρόσεξε γιατί. Εσύ μ’ όλ’ αυτά που με ρωτάς, δείχνεις πως δεν ψάχνεις να βρεις το Θεό όπως είναι. Εσύ ψάχνεις να βρεις έναν Θεό όπως τον θέλεις εσύ, όπως τον φαντάζεσαι εσύ, κομμένον στα μέτρα σου. Αυτόν τον Θεό λοιπόν θα τον έχεις φτιάξει εσύ. Δεν θα είναι ο αληθινός Θεός. Και πρόσθεσε ο άγιος αυτός γέροντας:
 
-Ψάξε να βρεις τον αληθινό Θεό, παιδί μου. Να Τον δεχτείς όπως είναι. Μην Τον θέλεις όπως εσύ τον φαντάζεσαι. Προσπάθησε να γίνεις εσύ όπως σε θέλει ο Θεός. Προσπάθησε να Τον καταλάβεις όπως είναι. Και ν’ αγαπήσεις το θέλημά Του, όπως είναι.

Thursday, 24 December 2015

Ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος στὴ σπηλιὰ τῆς Βηθλεὲμ...



Νύχτα Χριστουγέννων. Ἕνας ἅγιος καὶ σοφὸςἀ σκητὴς προσεύχεται ἀπὸ ὥρα γονατιστὸς μέσα στὸ ἅγιο Σπήλαιο, στὴ Βηθλεέμ. Στὸ σπήλαιο ποὺ πρὶν ἀπὸ περίπου 400 χρόνια εἶχε φιλοξενήσει τὸν νεογέννητο Χριστό μας. Ὁ ἀσκητὴς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἅγιο Ἱερώνυμο, ποὺ κατέγραψε καὶ τὰ ὅσα συνέβησαν ἐκεῖ.
 

Ἐκείνη τὴ νύχτα ὁ Ὅσιος εἶχε ἀφήσει τὸ ἀσκητήριο του, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ ἅγιο Σπήλαιο, καὶ εἶχε ἀποφασίσει νὰ τὴν περάσει ξάγρυπνος καὶ προσευχόμενος μπροστὰ στὴν ἁγία Φάτνη.
 

Ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ μεγάλη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ: νὰ ἔλθει ὁ Ἴδιος στὴ γῆ, νὰ γίνει ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου καὶ τὰ νύχια τοῦ θανάτου!
Ἀπόλυτη σιωπὴ ἐπικρατοῦσε μέσα στὴ νύχτα στὸν ἱερὸ χῶρο...

Ξαφνικὰ ἀκούστηκε νὰ προφέρει τὸ ὄνομά του μιὰ γλυκιὰ φωνή:

–Ἱερώνυμε!

Ξαφνιάστηκε ὁ Ὅσιος... Κοίταξε παραξενεμένος γύρω του... Τίποτε... Δὲν ὑπῆρχε κανείς.

–Ἱερώνυμε! ξανακούστηκε ἡ φωνή...

Ναί! Ἐρχόταν ἀπὸ τὴν ἁγία Φάτνη... καὶ ἔκανε τὴν καρδιά του νὰ τρέμει συγκλονισμένη.

–Ἱερώνυμε, τί δῶρο θὰ μοῦ κάνεις ἀπόψε στὴ γιορτή μου;

Ἦταν πράγματι ἡ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ.

Ξέσπασε σὲ λυγμοὺς ὁ Ἅγιος:


–Ὦ Κύριε, τὸ ξέρεις ὅτι γιὰ Σένα τὰ ἄφησα ὅλα: τὸ παλάτι τοῦ αὐτοκράτορα, τὰ μεγαλεῖα τῆς Ρώμης, τὶς ἀνέσεις. Ἡ καρδιά μου, ἡ σκέψη μου, ὅλα σὲ Σένα εἶναι στραμμένα! Τί ἄλλο μπορῶ νὰ Σοῦ προσφέρω; Δὲν ἔχω τίποτε!


–Καὶ ὅμως, Ἱερώνυμε, ἔχεις κάτι ἀκόμα ποὺ μπορεῖς καὶ πρέπει νὰ μοῦ τὸ προσφέρεις... Αὐτὸ θὰ μὲ εὐχαριστήσει πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, καὶ αὐτὸ θέλω...


Ἔπεσε σὲ συλλογὴ ὁ Ὅσιος... Πέρασαν λίγα λεπτὰ καὶ μετὰ τόλμησε νὰ ψελλίσει:


–Κύριε, δὲν βρίσκω κάτι... Πές μου, τί θὰ μποροῦσα ἀκόμη νὰ Σοῦ προσφέρω καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ σκεφτῶ;


Μεσολάβησε μικρὸ διάστημα σιγῆς καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ξανακούστηκε:


–Ἱερώνυμε, τὶς ἁμαρτίες σου θέλω. Δῶσε μου τὶς ἁμαρτίες σου!


–Τὶς ἁμαρτίες μου; Τί νὰ τὶς κάνεις, Κύριε, τὶς ἁμαρτίες μου;


–Θέλω τὶς ἁμαρτίες σου γιὰ νὰ σοῦ τὶς συγχωρήσω, ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸ ἦρθα στὸν κόσμο, ἀπάν­τησε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐπικράτησε βαθιὰ σιωπή.

Συγκλονισμένος ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος ἄ­­­φησε τὰ δάκρυά του, δάκρυα εὐγνωμοσύνης, νὰ πλημμυρίσουν τὸν ἱερὸ χῶρο ὅλη τὴ νύχτα.


Ἄφησε καὶ σὲ μᾶς τὴν ἔμπρακτη παραγγελία νὰ μὴ λησμονοῦμε κάθε Χριστούγεννα τὸ ὡραιότερο δῶρο πρὸς τὸν Σωτήρα μας, τὴ μετάνοιά μας γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ καλύτερος ἑορτασμὸς τῆς μεγάλης ἑορτῆς...



Περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», Τεῦχ. 2057

Thursday, 4 June 2015

«Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν»



Στά Τίμια Δῶρα δέν ἔχουμε κρυμμένον τόν Χριστό (δέν ὑποκρύπτεται, δέν εὐρίσκεται ἁπλᾶ μέσα, οὔτε εἶναι ἁπλᾶ σύμβολα ὁ ἄρτος καί ὁ οἵνος αὐτοῦ τοῦ Σώματος καί τοῦ αἷματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ προτεστάντες) καί, πολύ περισσότερο, δέν ἔχουμε ἁπλή μυστική ἕνωσι τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε πιστοῦ μετά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὄχι! Θά μποροῦσα νά φωνάξω χίλιες φορές: ὄχι! Στήν πραγματική καί ἀληθινή Μεταβολή βρίσκεται Ο ΧΡΙΣΤΟΣ! καί μόνον ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτό λέμε «ἐσθίομεν καί πίνομεν», καί ἔτσι γινόμεθα σύσσωμοι καί σύναιμοι καί χριστοφόροι καί ἀποτελοῦμε μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού λαμβάνουμε μέσα μας, ἕνα σῶμα καί ἕνα αἷμα. Ἔχουμε τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό «κατοικοῦντα καί μένοντα σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι», ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Μέγας Βασίλειος σέ μιά Λειτουργική του Εὐχή.Βέβαια, τά μάτια μας βλέπουν ἄρτο καί οἵνο, καί ἡ γλῶσσα μας ἔχει γεῦσι ψωμιοῦ καί κρασιοῦ, ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι. Καί θά τολμήσω νά πῶ: πολλοί ἥταν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἐμάσησαν, δέν ἔφαγαν, δέν κατάπιαν ψωμί καί κρασί, ἀλλά Σῶμα καί αἷμα, Σάρκα καί αἷμα Χριστοῦ, γιά νά ἀκολουθήση ἀπέραντη εὐφροσύνη τῆς ψυχῆς τους καί γενικά ψυχοσωματική ἀλλοίωσις διά Πνεύματος Ἁγίου.


Thursday, 23 April 2015

Τα αποτελέσματα της αμετανοησίας και σκληροκαρδίας - Συγκλονιστική Αληθινή Ιστορία



Είναι φοβερό το γεγονός, αλλά αληθινό. Κάποιοι χριστιανοί φοιτητές του Πανεπιστημίου το διηγήθηκαν πολύ εντυπωσιασμένοι, όταν ήρθαν στην Παναγιά για να προσκυνήσουν. Είπαν συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον:


“- Είχαμε έναν καθηγητή, που φαινόταν πολύ καλός και μελιστάλακτος. Επειδή μας φερόταν ήπια, τον συμπαθούσαμε. Τον βλέπαμε δε μερικές φορές να έρχεται και στην Εκκλησία και να κοινωνάει. Μετά από αυτά, πιστεύαμε πως ήταν καλός χριστιανός. Όμως μας περίμενε μεγάλη έκπληξη , για να μην πούμε φρίκη!

Κάποια μέρα μάθαμε ότι αρρώστησε βαριά. Αποφασίσαμε να τον επισκεφτούμε. Πήγαμε σπίτι του σε μια μοναχική βίλλα σε αριστοκρατικό προάστιο, αλλά η γυναίκα του σχεδόν μας έδιωξε , ταραγμένη και ενοχλημένη. Ενώ δε μας μιλούσε από την πόρτα, ακούγονταν μέσα στο σπίτι γαυγίσματα και ουρλιαχτά. Μερικοί το σχολίασαν και είπαν:

- Αυτοί οι πλούσιοι και τρανοί, πολλές φορές τα σκυλιά τους τα βάζουν μέσα στο σπίτι και ζουν μαζί τους. Δεν έχουν καταλάβει ότι τα ζώα πρέπει να ζουν στους κήπους ή στα κτήματα. Αυτός είναι ο προορισμός τους.


Thursday, 22 January 2015

Ο φρικτός θάνατος του Σαρακηνού



Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη



«Γέροντα, πάλι μᾶς ἀφήνεις;» τοῦ εἶπε μέ ἀγαθή διάθεση ὁ νεαρός καλόγερος, θέλοντας νά πειράξει λίγο τόν ἀββᾶ ῎Ιανθο. «Τόσο πολύ δέν μᾶς ἀγαπᾶς πιά καί κάθε λίγο καί λιγάκι μᾶς ἐγκαταλείπεις;» 
Χαμογέλασε πλατιά ὁ ἀββᾶς. Χαιρόταν νά βλέπει τά νεαρά καλογέρια τοῦ μοναστηριοῦ νά τόν πλησιάζουν μέ ἄνετη διάθεση, χωρίς νά κρατοῦν ἀπέναντί του τυπικές ἀποστάσεις. Μπορεῖ νά ἦταν γέροντας στήν ἡλικία, ἀλλά ἡ ὅλη βιοτή του στό μοναστήρι δεκαετίες τώρα ἔκανε τούς πάντες νά τόν θεωροῦν ῾τόν δικό τους ἄνθρωπο᾽. ῎Ισως ἦταν τό γλυκό του χαμόγελο, ἡ συγκαταβατικότητα πού ἐπιδείκνυε σέ ὅλους, ἀκόμη κι ἡ διακριτική σοβαρότητά του, ἡ ὁποία ἐξέπεμπε μία τέτοια συμπάθεια πού ἕλκυε τούς ἄλλους σάν μαγνήτης. 
Ἦταν ἕνα παράδοξο αὐτό πού συνέβαινε μέ τόν ἅγιο αὐτόν ἀββᾶ. ᾽Αφενός παρουσίαζε μία ἀσκητικότητα καί αὐστηρότητα ὡς πρός τόν ἑαυτό του, πού ἔφθανε κάποτε μέχρι σημείου σκληρότητας τέτοιας πού τόν παρακαλοῦσαν ὁρισμένοι μοναχοί νά μετριάσει τήν ἀσκητική του διαγωγή, ἀφετέρου ἡ καρδιά του ἦταν τόσο τρυφερή, ὥστε ὅλοι ἔνιωθαν μαζί του σάν νά τούς ἀγκάλιαζε ἡ ἴδια ἡ μάνα τους. Μά αὐτή εἶναι ἡ λογική τῆς χριστιανικῆς ἄσκησης: ὑποπιάζει κανείς, κατά τόν ἀπόστολο, τό σῶμα του καί τό δουλαγωγεῖ, γιά νά γίνει δόκιμος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Τά ἀνθρώπινα πάθη δέν ἀντιμετωπίζονται μέ τό ῾σεῖς καί τό σᾶς᾽. ᾽Απαιτοῦν δόσιμο αἵματος, προκειμένου νά καθαρίσει τό ἔδαφος ἀπό τά ἀγκάθια τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί νά φυτρώσει τό ὡραιότερο ἄνθος τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη. ῾Η ἀγάπη του λοιπόν καί ἡ εὐγένεια τοῦ χαρακτήρα του εἶχαν σμιλευτεῖ κάτω ἀπό τήν σμίλη τῆς ἀδιάκοπης μέριμνάς του ῾πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ᾽. Σκληρός μέ τόν ἑαυτό του, ἀνεκτικός καί ἀνοικτός μέ τούς ἄλλους. Νά ἡ εἰκόνα τοῦ ἀββᾶ ῎Ιανθου μέσα στό μοναστήρι τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ κοινοβιάρχου στούς ῞Αγιους Τόπους τῆς γῆς αὐτῆς. 

῎Εδωσε τήν εὐχή στόν νεαρό πού τόν ρώτησε κι ἀπάντησε σάν νά ᾽παιρνε σοβαρά τά λόγια του: ῾῾Ο Θεός γνωρίζει πόσο σᾶς ἀγαπῶ, παιδί μου. Κι ἀκριβῶς ἐπειδή σᾶς ἀγαπῶ τόσο, παίρνω εὐλογία κάθε μήνα γιά νά ἀποσυρθῶ μερικές ἡμέρες στήν ἔρημο. Στήν ἡλικία μου εἶναι ἀπαραίτητη αὐτή ἡ ἀπομόνωση, νά μιλήσω μόνος μόνῳ Θεῷ, νά προσευχηθῶ ἀπερίσπαστος γιά σᾶς καί γιά ὅλον τόν κόσμο. Ἡ ἔρημος, παιδί μου, μοιάζει σάν τήν καρδιά στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. ῞Οπως τό αἷμα περνάει κάθε φορά ἀπό ἐκεῖ, γιά νά φιλτραριστεῖ, νά ἀνανεωθεῖ, νά διοχετευθεῖ μέ καινούργια δύναμη στό σῶμα μας, ἔτσι συμβαίνει καί μ᾽ αὐτήν γιά ἐκεῖνον πού ξέρει νά τήν ἀξιοποιήσει. ῾Η ἔρημος μᾶς ἀνανεώνει καί μᾶς στέλνει καινούργιους πίσω στό μοναστήρι. Θά τό δεῖς κι ἐσύ ἀργότερα, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός σου θά ζητήσει μία τέτοια κίνηση καί θά τό ἐπιβεβαιώσει ὁ ἅγιος ἡγούμενος᾽. 

῾Εὐλόγησον, ἀββᾶ᾽, εἶπε μέ σεμνότητα ὁ καλόγερος, ῾καί νά εὔχεσαι γιά μένα᾽. 

῾Ο ἀββᾶς ῎Ιανθος χωρίς βιασύνη καί μέ μυστική χαρά στήν καρδιά του πῆρε τά χρειαζούμενα γι᾽ αὐτό πού ἔκανε χρόνια τώρα, τήν γιά λίγες μέρες ἀπόσυρσή του, καί μέ τό κατευώδιο τοῦ ἡγουμένου προχώρησε στόν Κουτιλᾶ, τήν ἔρημο πού στίς σπηλιές της δεχόταν τούς ἀναχωρητές, οἱ ὁποῖοι μέ βαθύ ἔρωτα πρός τόν Θεό ἀνέπεμπαν τούς ἀλαλήτους στεναγμούς τῆς καρδιᾶς τους πρός Αὐτόν καί τόν ἀδαμιαῖο θρῆνο τους ὄχι μόνο γιά τίς δικές τους ἁμαρτίες, ἀλλά πολύ περισσότερο γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ σύμπαντος κόσμου. Αὐτό πού ζοῦσε κι ὁ ἀββᾶς ῎Ιανθος τίς ἡμέρες καί τίς νύκτες ἐκεῖνες δέν μποροῦσε νά περιγραφεῖ μέ λόγια. Οἱ ἐπισκέψεις τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ ἦταν μερικές φορές τόσο δυνατές, ὥστε ἐκεῖνες τίς ὧρες νόμιζε πώς ἡ καρδιά του δέν θά ἀντέξει καί θά σπάσει. Τό σύνηθες ὅμως ἦταν νά στέκει γονατιστός ἤ κι ἐντελῶς μπρούμυτα καί μέ δάκρυα στά μάτια νά παρακαλεῖ διαρκῶς τόν Κύριο νά τόν ἐλεήσει. ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με᾽, ῾῾Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με᾽ ἐπαναλάμβανε ἀδιάκοπα μέσα στήν καρδιά. 

῎Εφτασε κι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς διαμονῆς του. ῾Η προσευχή του παρατάθηκε ὅλη τήν νύκτα, μέχρις ὅτου ὁ ἥλιος φώτισε μέ τίς ἀκτίνες του τήν ἅγια κατοικία του. ῾Ο Κουτιλᾶς ἔπρεπε γιά μία ἀκόμη φορά – ἤ ἴσως καί τελευταία; σκέφτηκε – νά ἀφεθεῖ πίσω του. ῎Ηδη ἄρχισε πρίν τήν ἀναχώρηση νά τήν νοσταλγεῖ. 

῾Μά, τί ᾽ναι αὐτές οἱ φωνές καί ἡ φασαρία;᾽ ἀναρωτήθηκε ξαφνικά, τεντώνοντας τό αὐτί του νά καταλάβει τί γίνεται. ᾽Ανασηκώθηκε καί βγῆκε ἀπό τήν σπηλιά. ῾Στήν ἔρημο τέτοιες φωνές καί τρανταχτά γέλια;᾽ Δέν ἄργησε νά καταλάβει. Μιά ὁμάδα Σαρακηνῶν ληστῶν, καμιά δεκαριά στόν ἀριθμό, ἀνέβαινε τό βουνό χαχανίζοντας μέ ἀπόλυτη αἴσθηση τῆς κυριαρχίας τοῦ χώρου. Δέν πολυκαταλάβαινε τί ἔλεγαν, ἀλλά φαινόταν ὅτι τά λόγια τους ἦταν λόγια προκλητικά, γιατί τούς ἔκαναν νά τραντάζονται ἀπό τά γέλια. 

Μιά στιγμή ὁ ἕνας τους σταμάτησε ἀπότομα. ῎Αρχισε νά δείχνει ἀγριεμένος μέ τό δάχτυλό του στούς ἄλλους τόν ἀββᾶ πού στεκόταν σέ μικρή σχετικά ἀπόσταση ἀπό αὐτούς στό ἄνοιγμα τῆς σπηλιᾶς. Κάτι εἶπε στούς ἄλλους πού ἀκούστηκε σάν βρισιά κι ἄρχισε νά προχωρεῖ γρήγορα καί ἀπειλητικά πρός τό μέρος του. Ἡ διάθεσή του δέν ἄργησε νά φανεῖ. ᾽Ερχόμενος πρός τόν Γέροντα γύμνωσε τό ξίφος του μέ σκοπό νά τόν σκοτώσει. Λίγα μέτρα καί ὁ ἀββᾶς θά ἦταν ἕνα παρελθόν γιά τόν κόσμο τοῦτο. 

῾Ο ἀββᾶς μεταρσιωμένος ἀπό τήν ὁλονύκτια προσευχή δέν ἔδειξε νά ταράζεται ἰδιαίτερα. ῎Αλλωστε πολύ συχνά παρακαλοῦσε τόν Κύριο νά τόν πάρει ἀπό τήν ζωή αὐτή, γιά νά βρεθεῖ μιά ὥρα ἀρχύτερα κοντά Του. Κι ἄν δέν ἦταν ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του νά τόν συγκρατεῖ, γιατί ἔνιωθε ὅτι δέν εἶχε βάλει κἄν ἀρχή μετανοίας, θά θεωροῦσε τήν ἔξοδό του ὡς τήν μεγαλύτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ. 

῾Ο Γέροντας ῎Ιανθος βλέποντας μέ συμπόνια τήν κατάντια τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ πού ἐρχόταν σάν χάρος νά τοῦ ἀφαιρέσει τήν ζωή, ὕψωσε τό βλέμμα του στόν οὐρανό. ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, γενηθήτω τό θέλημά Σου᾽ εἶπε καί προσπάθησε νά ἀντιμετωπίσει μία φυσική δειλία πού εἶδε νά ἀνεβαίνει στήν καρδιά του. 

῾Κύριε, ἐλέησον!᾽ ἀναφώνησε ὅμως ὄχι μέ δειλία ἀλλά μέ τρόμο αὐτήν τήν φορά. Αὐτό πού συνέβη ξεπερνοῦσε κάθε ὅριο φαντασίας του. Τόν ἔκανε νά παγώσει καί νά μήν μπορεῖ οὔτε νά προσευχηθεῖ, ἀλλ᾽ οὔτε καί νά κουνήσει ἀπό τήν θέση του. Τό ἴδιο κι ἀκόμη περισσότερο συνέβη καί μέ τούς ἄλλους Σαρακηνούς. ῾Ο ἴδιος μέ τοῦ Γέροντα τρόμος ζωγραφίστηκε ἀνάγλυφα στά πρόσωπά τους. Κανένας φακός δέν θά μποροῦσε νά ἀποτυπώσει τό τί διαδραματίστηκε στήν στιγμή. 

Τήν ὥρα πού μέ λίγες δρασκελιές ἀκόμη ὁ δαιμονοκίνητος Σαρακηνός θά ἔσφαζε τόν ἀββᾶ ἄνοιξε εὐθύς ἡ γῆ μπροστά του καί τόν κατάπιε. Τό μόνο πού ἀκούστηκε ἦταν ἕνα φοβερό βουητό τῆς σχισμένης γῆς καί ἡ ἀπελπισμένη καί τρομοκρατημένη κραυγή τοῦ Σαρακηνοῦ. Ἡ ἴδια ἡ γῆ κατάπιε τόν δαίμονα. Μετά τίποτε. 

Γιά ἀρκετή ὥρα δέν κουνιόταν κανείς. Ὁ Γέροντας μέ σταυρωμένα τά χέρια παρακολουθοῦσε καί προσευχόταν. Οἱ Σαρακηνοί σάν νά ᾽χαν πετρώσει στήν θέση τους. Ξαφνικά, σάν νά ἦταν ὅλοι συνεννοημένοι χωρίς καμμία ἄχνα ἔκαναν μεταβολή καί ἐξαφανίστηκαν τρέχοντας. 

Ὁ ἀββᾶς γονάτισε καί μέ δάκρυα ἄρχισε νά δοξολογεῖ τόν Κύριο γιά τήν σωτηρία του. Ὁ Κύριος τοῦ εἶχε παρουσιαστεῖ ὄχι μόνο μέ τήν γλυκύτητα τῆς χάρης Του τίς ὧρες τῆς προσευχῆς, ἀλλά μέ τρόπο τώρα ἐντελῶς φυσικό καί ὁρατό. Τά πόδια του σάν νά πῆραν φτερά καί κατάπιαν γρήγορα τήν ἀπόσταση μέχρι τό μοναστήρι. Τό ῾δόξα Σοι ὁ Θεός᾽ ἔγινε ἔκτοτε ἡ διαρκής ἐπωδός τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου ἀλλά καί ὅλου τοῦ μοναστηριοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ ῎Ιανθου οἱ καλόγεροι εἶδαν τήν ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ τους. ῾Ζῇ Κύριος ὁ Θεός᾽ ἔλεγαν καί ξανάλεγαν χωρίς σταματημό. 



Πηγή: agios-dimitrios

Friday, 9 January 2015

«Μου έβαλαν “κανόνα” να γίνω Πνευματικός!…» [Θαυμαστό χρονικό μιας γνήσιας κι αληθινής πνευματικής πατρότητος]

[Α΄]     Γνήσια και δυσεύρετα γνωρίσματα ενός αγίου Πνευματικού συναντάμε στην μεγάλη μορφή του Αγίου Όρους, τον παπα–Σάββα, τον –όνομα και πράγμα– «Πνευματικό» (1821–4/4/1908). Μέρα με την μέρα, ξεχώριζε σαν σπουδαίος θεραπευτής ψυχών. Όσοι τον πλησίαζαν, κατενθουσιασμένοι δεν έπαυαν να τον συνιστούν σ’ όλο τον κόσμο. Η φήμη του, σαν άριστος Πνευματικός, δεν άργησε να φτάσει στα πέρατα της Ορθοδοξίας.
     Η συγκαταβατικότητά του, η μακροθυμία του, το ευσυμπάθητο του τρόπου του, η διαγνωστική του δεινότητα, η ικανότητα να παρηγορεί, να ενισχύει και να καθοδηγεί και, μαζί μ’ αυτά, η αγιότητα του βίου του, τον καταξίωσαν σαν απαράμιλλο Πνευματικό. Στην συνέχεια, παραθέτουμε ένα από τα χαρακτηριστικά ανέκδοτα που κυκλοφορούν ακόμη στον Αγιονορείτικο χώρο γύρω από αυτόν, το οποίο διατρανώνει, το πόσο υπέροχος και χαρισματικός λευκαντής ψυχών ήταν ο παπα–Σάββας.

[Β΄]     Στην Σκήτη της Αγίας Άννης, κάπου ψηλά, είχε την Καλύβη του ένας Πνευματικός. Πνευματικός μεν κι αυτός, αλλά χωρίς την πείρα και την διάκριση του παπα–Σάββα. Μια φορά, κατέφθασε στο εξομολογητήριό του ένας βαριά, πολύ βαριά αμαρτωλός. Άλλος άνθρωπος, με τόσα πολλά κρίματα, δεν του ξανάτυχε.
     Εκείνος ο φτωχός προσκυνητής του θείου ελέους, σαν «κάλαμος συνετριμμένος», άρχισε την εξαγόρευση. Ο Πνευματικός, καθώς τον άκουγε, κυριεύθηκε από φρίκη. Αναταράχτηκαν τα σωθικά του. «Θεέ μου! Πω, πω, φρικαλεότητες! Τί, ακούω! Τί, σατανάς είναι τούτος!».
     Δεν πρόλαβε, ο δυστυχής εξομολογούμενος ν’ αποτελειώσει, κι ο Πνευματικός γεμάτος ταραχή τον διέκοψε:
     –Σταμάτα! Έχω φρίξει! Θα χάσω το μυαλό μου! Δεν είναι ανθρώπινες αμαρτίες, αυτές! Σατανικές, είναι! Φύγε! Η συγχώρεση, σού ’λειπε! Φύγε! Δεν μπορώ άλλο να σ’ ακούω! Φύγε!…

[Γ΄]     Το μόνο που είχε απομείνει στον κόσμο, για τον άτυχο προσελθόντα, ήταν το έλεος του Θεού. Αφού όμως κι η πόρτα αυτή του ελέους έκλεισε, δεν του απέμενε τίποτε άλλο, πια. Αντικρύζοντας κάτω την θάλασσα, σκεφτόταν την μόνη λύση: Να ορμήσει κάτω και να πνιγεί! Να θέσει ένα τέρμα στην τραγωδία του.
     Ο Θεός όμως είναι μεγάλος. Στην κατάσταση αυτή τον είδε κάποιος Αγιαννανίτης μοναχός που έτυχε να περνάει από ’κει και να του είναι και γνώριμος.
     –Εε! Τί, συμβαίνει; Πώς, είσαι έτσι; Τί, έχεις;
     Εκείνος, δεν μιλούσε.
     –Εε! Τί, έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;
     Με τα πολλά, κατόρθωσε να μάθει τα καθέκαστα. Στεναχωρήθηκε, πικράθηκε η ψυχή του. Πώς όμως να τον βοηθήσει; Σκέφθηκε πως μία μόνο λύση απέμεινε: να τον οδηγήσει με κάθε τρόπο στον παπα–Σάββα. Κουράστηκε πολύ, αλλά στο τέλος νίκησε…

[Δ΄]     Σαν τον αντίκρυσε, ο παπα–Σάββας, κατάλαβε όλο του το δράμα. «Ο αδελφός μου», σκέφθηκε, «βρίσκεται στην άβυσσο. Για να τον ανεβάσω, χρειάζεται να κατεβώ κι εγώ ως εκεί».
     –Πνευματικέ, υπάρχει για μένα σωτηρία;
     –Για σένα, αδελφέ μου; Για όλους, υπάρχει σωτηρία. Η ευσπλαχνία του Θεού, είναι πιο πλατειά κι από τον ουρανό· και πιο βαθειά κι από την άβυσσο!
     –Μπαα! Για μένα, τον αμαρτωλό, δεν υπάρχει σωτηρία! Αδύνατον! Δεν υπάρχει, σωτηρία για μένα!…
     –«Για σένα δεν υπάρχει σωτηρία»;! Αστείο, πράγμα! Αφού, να σκεφθείς, υπήρχε για μένα! Για σένα, δεν θα υπάρχει;!…
     –Και, σαν τί αμαρτίες έκανες εσύ;
     –Εγώ; Μεγάλες, πολύ μεγάλες αμαρτίες!
     –Τί «μεγάλες», μου λες;! Ποιος μπορεί να έχει φταίξει στον Θεό τόσο πολύ σαν εμένα τον ταλαίπωρο;
     –Κι όμως! Να! Κάποτε, δεν πρόσεξα, παρασύρθηκα κι έπεσα στην τάδε αμαρτία.
     –Αα, Πνευματικέ μου! Την αμαρτία αυτή, έτσι ακριβώς όπως μου την λες, την έχω κάνει κι εγώ!
     –Κι εσύ; Αα, μην ανησυχείς τότε! Ο Θεός, θα σε συγχωρέσει τώρα. Αρκεί, που το ομολόγησες.
     Ο παπα–Σάββας, προχώρησε με τον ίδιο τρόπο. Το αγαθό και ψυχοσωτήριο τέχνασμα, πέτυχε απόλυτα. Ξεθάρρεψε ο δυστυχής και παρουσίασε με κάθε ειλικρίνεια όλο τον θλιβερό κατάλογο των αμαρτιών του. Του έδινε κουράγιο η ιδέα πως και ο Πνευματικός που τον άκουγε, ήταν όμοιός του.
     Του λέει στο τέλος, ο παπα–Σάββας:
     –Εγώ, που λες, μετανόησα και έκλαψα πικρά. Κι έχω δυο χρόνια τώρα που άλλαξα ζωή. Μάλιστα δε, μου έβαλαν και «κανόνα» να γίνω Πνευματικός. Τί, να κάνω; Το έκανα κι αυτό! Έκανα ελεημοσύνες, έκανα νηστείες, έγινα άλλος άνθρωπος!
     –Κι εγώ, Πνευματικέ μου, μετανοώ μ’ όλη μου την ψυχή!
     –Εε, αφού αποφασίζεις ν’ αλλάξεις κι εσύ ζωή, τότε, έλα να σου διαβάσω και την «Συγχωρητική Ευχή», να σου εξαλείψει ο Θεός όλες σου τις αμαρτίες…

[Ε΄]     Ύστερα από λίγο, ένας άνθρωπος, ένας άλλος άνθρωπος, φτερούγιζε από χαρά γιατί πέταξε από πάνω του πολλά δυσβάσταχτα φορτία. Συναντώντας στην Σκήτη της Αγίας Άννης τον γνωστό του, του είπε:
     –Μ’ έσωσες! Έγινα άλλος άνθρωπος!
     –Να δοξάζεις τον Θεό!
     –Καλός Πνευματικός! Καλός! Πονετικός. Μόνο που, ο καημένος, έκανε στην ζωή του πολύ χειρότερα πράγματα από μένα!!
     Ο γνωστός του, μπήκε αμέσως στο νόημα.
     –«Χειροτέρα από σένα»;! Ας γελάσω! Χριστιανέ μου, αυτός ζει και εγκαταβιώνει από μικρός μέσα στο Όρος και, τόσα χρόνια εδώ πέρα μέσα, έχει γίνει σωστός άγγελος! Γι’ αυτό και αξιώθηκε να γίνει Ιερεύς και Πνευματικός…
     Ο άλλος, έμεινε άναυδος. Τί, συνέβαινε; Με τις εξηγήσεις όμως που του έγιναν, κατάλαβε το καλοκάγαθο τέχνασμα της αγάπης. Δοκίμασε μεγάλη έκπληξη. Αλλά, κατάλαβε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να σωθεί από το χείλος της αβύσσου. Από την στιγμή εκείνη, κορυφώθηκε μέσα του ένας απέραντος θαυμασμός και μία απεριόριστη αγάπη για τον παπα–Σάββα τον περίφημο «Πνευματικό». Τον υπέροχο αυτόν ιατρό και θεραπευτή των πληγωμένων και πονεμένων, από την αμαρτία, ψυχών…

ΑΡΧΙΜ. ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ (1920–1979)

 [Αρχιμ. Χερουβείμ Καράμπελα: «Σύγχρονες Αγιορείτικες Μορφές – Σάββας ο Πνευματικός» (τευχ. 6), σελ. 49–50, 54–57, Θ΄ έκδοσις, Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1998.]

Saturday, 20 December 2014

Μια υπέροχη, αληθινή Χριστιανική ιστορία


Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε την 21 Σεπτεμβρίου του 1957 στην εφημερίδα της Άρτας «Ελεύθερος Λόγος» από τον Αρτινό Ιατρό Κωνσταντίνο Κοντογιάννη (1912-1979), χειρούργο και γενικό διευθυντή του Νοσοκομείου του Μονάχου την περίοδο 1954-1961.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Άρτα, δίπλα σ” ανθρώπους φτωχούς αλλά έντιμους, που στερήθηκαν πολλά για να μου δώσουν μια καλύτερη ζωή.
Μεγαλώνοντας με ψωμί κι αλάτι, κόπιασαν για να έχει το μοναχοπαίδι τους μόρφωση και αξία στην κοινωνία.
Ο πατέρας μου δούλευε για το μεροκάματο απ” τα χαράματα ως το σούρουπο στον κάμπο της Άρτας, και τον θυμάμαι να γυρίζει στα σκοτάδια, τσακισμένος από την κούραση αλλά πάντα με το χαμόγελο, σαν να ήξερε ότι ο μόχθος ο δικός του ήταν η δικιά μου η λευτεριά.
Πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία, εγώ αυτός και η μάνα μου. Όταν αυτή πέθανε, ο πατέρας μου συνέχισε να με πηγαίνει και να ακούμε την λειτουργία του παπα-Γιάννη, γιατί όπως μου έλεγε πάντα «ο Θεός έχει κοντά του τη μάνα σου, γιατί εμείς προσευχόμαστε κι ανάβουμε ένα κεράκι για την ψυχή της».
Πάντα γελαστός, ακόμα και στα δύσκολα, μου έδινε κουράγιο για να προχωρήσω και να μορφωθώ. Με θυμάμαι πιο μεγάλο να ξενυχτάω στο φως το καντηλιού, ανάμεσα στα βιβλία, και το πρωί να πηγαίνω με τον πατέρα μου για δουλειά στα χωράφια.
Όταν πήγα στην Ιατρική Σχολή, ήξερα ότι τα χρώσταγα όλα στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου δε πρόλαβε να με δει γιατρό, πέθανε ένα χρόνο πριν τελειώσω τις σπουδές μου, αλλά ορκίστηκα να προσεύχομαι στο Θεό κάθε βράδυ, και γι αυτόν και για τη μάνα μου.

Thursday, 18 December 2014

Το καλό που σου έκανα… συνέχισέ το!


Θα ‘θελα να σας μεταφέρω μια ιστορία κάπως διαφορετική, ίσως ουτοπική μα δυνατή και με νόημα μεγάλο. Κάτι που έχουμε ανάγκη πια, σε ότι συμβαίνει δίπλα μας τούτες τις μέρες…
Πριν από χρόνια ένας σπουδαίος γιατρός ταξίδευε με την οικογένειά του στην έρημο με ένα τροχόσπιτο. Ξαφνικά, μετά από ένα απότομο τράνταγμα, το αυτοκίνητο στρίβει δεξιά στο πλάι του δρόμου.
Λάστιχο στον μπροστινό δεξί τροχό. Τα δίδυμα έχουν τρομάξει, η γυναίκα του προσπαθεί να τα ηρεμήσει. «Μην ανησυχείτε», τους λέει, «θα βάλω τη ρεζέρβα και θα συνεχίσουμε». Πράγματι, αλλάζει το λάστιχο με μεγάλο κόπο.
Είχε 40 βαθμούς θερμοκρασία. Μπαίνει στο αυτοκίνητο και διαπιστώνει πως τα δίδυμα συνεχίζουν να κλαίνε. Η γυναίκα του έχει απελπιστεί. Ο γιατρός της λέει: «Κάνε υπομονή, σε 50 χιλιόμετρα έχει βενζινάδικο και θα σταματήσουμε». Ξαναβγαίνει στο δρόμο, δεν προλαβαίνει όμως να κάνει πάνω από 50 μέτρα και ένας θόρυβος, ίδιος με πριν, τον αναγκάζει να φρενάρει απότομα.
Βγαίνει και τι να δει; Και το άλλο λάστιχο σκασμένο.
Τα δίδυμα έχουν τρομάξει πολύ και κλαίνε πια με λυγμούς. Ο γιατρός είναι απελπισμένος και η γυναίκα του από τον πανικό της βρίσκεται σε κατάσταση υστερίας. Εν τω μεταξύ, αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι και ούτε ένα αυτοκίνητο δε φαίνεται στον ορίζοντα. Ο γιατρός όσο περνά η ώρα καταλαμβάνεται από έναν απίστευτο φόβο, όχι τόσο για τον ίδιο όσο για την οικογένειά του.
Έχουν περάσει δύο ώρες, όταν στο βάθος φαίνονται τα φώτα ενός αυτοκινήτου. Ο γιατρός σαν τρελός με τα χέρια ψηλά τρέχει στη μέση του δρόμου να σταματήσει τον περαστικό για να ζητήσει βοήθεια. Το αυτοκίνητο πλησιάζει και φρενάρει. Είναι ένα μεγάλο αγροτικό που στην καρότσα του έχει ένα λυκόσκυλο. Φαίνεται καλό σκυλί. Ο γιατρός πάει στο τζάμι του οδηγού και αντικρίζει ένα μεγαλόσωμο άνδρα με απεριποίητο μούσι. Στο δεξί κάθισμα βλέπει ένα ζευγάρι δεκανίκια.
«Σε παρακαλώ, έχω δύο μικρά παιδιά, έπαθα δύο φορές λάστιχο, βοήθησέ μας», λέει στον άγνωστο οδηγό. «Και τι θες να κάνω;», του απαντάει εκείνος. «Είδα στο χάρτη ότι σε 50 χιλιόμετρα έχει ένα βενζινάδικο. Θα με πας να φτιάξω το λάστιχο;», του λέει ο γιατρός. «Θες να σου δώσω το αυτοκίνητο να πας εσύ, να μείνω εγώ με την οικογένειά σου, να μη μείνουν μόνοι τους στην ερημιά;», ψιθυρίζει ήρεμα ο άγνωστος. Ο γιατρός κοιτάζει άφωνος τον ξένο για τη διάθεσή του να του δώσει το αυτοκίνητο, αλλά και ανήσυχος να τον αφήσει μόνο με την οικογένειά του. Ο ξένος καταλαβαίνει τον προβληματισμό του και του λέει: «Μην ανησυχείς, είμαι καλή παρέα για τα παιδιά. Εσύ να προσέξεις το σκύλο μου που είναι στην καρότσα. Είναι καλό σκυλί αλλά άγριο και έχει μάθει να με προστατεύει.»
Ο γιατρός από το φόβο του, μήπως ο άγνωστος αλλάξει γνώμη, του λέει: «Σύμφωνοι». Εξηγεί την κατάσταση στη γυναίκα του, ενώ ο άγνωστος πηγαίνει στο τροχόσπιτο με τις πατερίτσες. Έχει δύο ξύλινα πόδια. Ο γιατρός δεν περιμένει την αντίδραση της γυναίκας του. Είναι φοβισμένος και απελπισμένος. Φεύγει με το αγροτικό γεμάτος αγωνία και ενοχές.
Πηγαίνει στο βενζινάδικο, φτιάχνει το λάστιχο και παίρνει το δρόμο της επιστροφής με τον ιδρώτα να στάζει από την αγωνία για την οικογένειά του. Μετά από μιάμιση ώρα από τη στιγμή που έφυγε, φρενάρει απότομα δίπλα στο τροχόσπιτο. Πλησιάζει και αντί για κλάματα, ακούει γέλια.
Ανοίγει την πόρτα και βρίσκεται μπροστά στο εξής θέαμα. Ο άγνωστος κάνει γκριμάτσες στα δίδυμα, τα οποία έχουν ξεκαρδιστεί στα γέλια και η γυναίκα του φτιάχνει κάτι να φάνε σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Γυρνάει, τον κοιτάζει και του λέει: «Γεια σου αγάπη μου» Ο γιατρός τους κοιτάζει άφωνος. Ο άλλος δεν περιμένει την απάντησή του, πιάνει τις πατερίτσες του και σηκώνεται μονολογώντας: «Να πηγαίνω κι εγώ.» Ο γιατρός τον συνοδεύει έξω και φτάνοντας στο αυτοκίνητό του, λέει: «Σε ευχαριστώ πολύ, με έσωσες. Πώς μπορώ να σου ξεπληρώσω το καλό που μου έκανες;»
Ο άγνωστος με τα ξύλινα πόδια τον κοιτάζει στα μάτια και του λέει: «Θα σου πω μια μικρή ιστορία. Ήμουν στρατιώτης στο Βιετνάμ, όταν έπεσε δίπλα μου μια χειροβομβίδα. Ένας άνδρας, με κουβάλησε στην πλάτη του 5 χιλιόμετρα . Νιώθω πολύ ευτυχισμένος που μου λείπουν μόνο δύο πόδια. Μόνο μια χάρη θέλω να μου κάνεις. Συνέχισέ το.»
«Ποιο;», τον ρωτάει ο γιατρός. «Το καλό που σου έκανα», του απαντά εκείνος.
Ο γιατρός είναι σήμερα διάσημος για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι οι μοναδικές ικανότητές του ως χειρουργού και ο δεύτερος η φράση «Συνέχισέ το», που έλεγε κάθε φορά που κάποιος χωρίς οικονομική δυνατότητα τον ρωτούσε: «Γιατρέ, τι σου χρωστάω;»
Να ‘ναι άραγε τόσο δύσκολο ή βαρύ για τον καθένα μας να συνεχίσουμε αυτό που μόλις διαβάσαμε;
Ναι έχει σίγουρα κάποιο κόστος, μα εκεί δεν είναι και το δυνατό του σημείο;
Να μπορεί ο κάτοχος ενός τέτοιου φρονήματος να υποτάξει το Εγώ του…

iliaxtida.

Monday, 15 December 2014

Ένας γάιδαρος φορτωμένος αλάτι!

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρέμπορος που είχε έναν γάιδαρο να τον βοηθάει για να μεταφέρει τα εμπορεύματά του. Μια μέρα λοιπόν ο έμπορός μας βρήκε φτηνό αλάτι και τ΄ αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας, γι΄ αυτό και αγόρασε μπόλικο.

-Θα το μοσχοπουλήσω, γαϊδαράκο μου, και τότε θ΄ ανοίξουν οι δουλειές μας.

-Εμένα δε με σκέφτεται, μουρμούρισε ο γάιδαρος, που μ΄ έχει φορτώσει σαν γαϊδούρι!



Έτσι πως ήταν παραφορτωμένο το ζώο, γλιστρά χωρίς να το θέλει, στο ποτάμι που περνούσαν στο δρόμο τους και τότε λιώνει το αλάτι μέσα στο νερό κι ο γαϊδαράκος μας μια χαρά ελάφρυνε και σηκώθηκε και περπατούσε εύκολα.Ο έμπορος όμως, στεναχωρημένος για την ατυχία του, επέστρεψε στην πόλη κι αγόρασε κι άλλα σακιά αλάτι και φόρτωσε τον γάιδαρο περισσότερο από προηγουμένως.

-Άντε, γαϊδαράκο μου, κουράγιο και θα τα καταφέρουμε τώρα.

Αλλά ο γάιδαρος ο πονηρός, όταν περνούσαν το ποτάμι, πάλι γλίστρησε, επίτηδες τώρα, στο νερό και φυσικά ελάφρυνε το βάρος του, αφού έλιωσε πάλι το αλάτι στο νερό.

-Όχι θα κάτσω να σκάσω, σιγομουρμούρισε γκαρίζοντας με ικανοποίηση.

Ο έμπορος όμως βαστώντας το κεφάλι του μ΄ απελπισία, αποφάσισε να μη ξαναγοράσει αλάτι αλλά πηγαίνοντας στην πόλη, αγόρασε σφουγγάρια και φόρτωσε το ζώο.

-Ε, αυτή τη φορά δε θα γλιστρήσει το καημένο το  γαϊδούρι μου από το βάρος, σκέφτηκε.

Έλα όμως που ο πονηρός ο γάιδαρος ξανάπεσε στο νερό για να ελαφρύνει… Όμως αυτή τη φορά γελάστηκε πανηγυρικά! Τα σφουγγάρια μόλις βράχηκαν, γίναν διπλάσια σε βάρος κι ο γαϊδαράκος μας  αγκομαχούσε  σ΄ όλο το δρόμο.



Έτσι είναι: πολλές φορές οι πονηροί σ΄ αυτό που βρήκαν την ευτυχία, κοροϊδεύοντας τους άλλους, σ΄ αυτό έρχεται ώρα που δυστυχούν.

Friday, 12 December 2014

Το αγοράκι με τη κούκλα..


Βρέθηκα σε ένα κατάστημα, στο διάδρομο με τα παιχνίδια. Με την άκρη του ματιού μου, παρατήρησα ένα αγοράκι γύρω στα πέντε, το οποίο κρατούσε μια κούκλα. Δε σταματούσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να τη σφίγγει προσεκτικά πάνω του. Αναρωτήθηκα για ποιον προοριζόταν αυτή η κούκλα. Το αγοράκι γύρισε κάποια στιγμή προς την κυρία που βρισκόταν πλάι του: «Θεία μου, είσαι σίγουρη ότι δε μου φτάνουν τα λεφτά;»
Η γυναίκα του απάντησε χάνοντας κάπως την υπομονή της: «Είπαμε ότι δεν έχεις αρκετά λεφτά για να την αγοράσεις.»

Έπειτα, η θεία του του ζήτησε να μείνει εκεί και να τον περιμένει για λίγο, κι εκείνη έφυγε βιαστικά. Το αγοράκι κρατούσε ακόμη στα χέρια του την κούκλα.
Τελικά, κατευθύνθηκα προς το παιδί και το ρώτησα σε ποιον ήθελε να δώσει την κούκλα.
«Αυτή την κούκλα την ήθελε η αδερφή μου περισσότερο από καθετί για τα Χριστούγεννα. Ήταν σίγουρη ότι θα της την έφερνε ο Άι- Βασίλης.»
Του είπα τότε ότι μπορεί και να της την έφερνε, κι εκείνο μου είπε θλιμμένο:
«Όχι, ο Άι-Βασίλης δεν μπορεί να πάει εκεί που είναι τώρα η αδερφή μου… Πρέπει να δώσω την κούκλα στη μαμά μου να της την πάει.»
Τα μάτια του ήταν πολύ θλιμμένα ενώ έλεγε αυτά τα λόγια.
«Πήγε να συναντήσει τον Χριστούλη. Ο μπαμπάς λέει ότι και η μαμά θα πάει να συναντήσει το Χριστούλη σε λιγάκι. Έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να πάρει την κούκλα μαζί της και να την πάει στην αδερφούλα μου.»
Η καρδιά μου πήγε να σταματήσει.
Το αγοράκι σήκωσε το βλέμμα προς εμένα και μου είπε: «Είπα στον μπαμπά να πει στη μαμά να μη φύγει αμέσως. Ζήτησα να περιμένει μέχρι να γυρίσω από το μαγαζί.»
Μετά, μου έδειξε μία φωτογραφία που απεικόνιζε το ίδιο το αγοράκι μέσα στο κατάστημα να κρατάει την κούκλα, και μου είπε: «Θέλω η μαμά να πάρει κι αυτή τη φωτογραφία μαζί της, για να μη με ξεχάσει. Την αγαπάω τη μαμά και δε θέλω να μ’αφήσει, αλλά ο μπαμπάς λέει ότι πρέπει να πάει μαζί με την αδερφούλα μου.»
Ύστερα, χαμήλωσε το κεφάλι του κι έμεινε σιωπηλό.
Έψαξα στην τσάντα μου κι έβγαλα από μέσα ένα μάτσο χαρτονομίσματα και ρώτησα το αγοράκι:
«Τι λες να μετρήσουμε τα λεφτά σου μια τελευταία φορά για να σιγουρευτούμε;»
«Εντάξει, όμως πρέπει να βγουν αρκετά.» Έριξα κρυφά κάποια χρήματα μαζί με τα δικά του και αρχίσαμε το μέτρημα. Έφταναν με το παραπάνω για την κούκλα. Περίσσευαν κιόλας αρκετά.
Το αγοράκι ψιθύρισε:
«Ευχαριστώ Χριστούλη που μου έδωσες αρκετά λεφτά.»
Έπειτα με κοίταξε και είπε:
«Είχα ζητήσει από το Χριστούλη να κάνει να έχω αρκετά λεφτά για ν’αγοράσω την κούκλα και η μαμά μου να μπορεί να την πάει στην αδερφούλα μου. Εκείνος άκουσε την προσευχή μου. Ήθελα να έχω αρκετά λεφτά για ν’αγοράσω και ένα λευκό τριαντάφυλλο για τη μαμά, όμως δεν τόλμησα να του το ζητήσω.
Εκείνος μου έδωσε αρκετά λεφτά για ν’αγοράσω την κούκλα και το λευκό τριαντάφυλλο. Ξέρετε, αρέσουν πολύ τα λευκά τριαντάφυλλα στη μαμά…»
Λίγα λεπτά αργότερα, η θεία του ξαναγύρισε, κι εγώ απομακρύνθηκα σπρώχνοντας το καροτσάκι μου.
Τέλειωνα τα ψώνια μου με ένα συναίσθημα εντελώς διαφορετικό από ότι όταν τα άρχιζα.
Δεν μπορούσα να βγάλω απ’το μυαλό μου το αγοράκι. Μετά θυμήθηκα ένα άρθρο στην εφημερίδα, λίγες μέρες πριν, που μιλούσε για έναν οδηγό σε κατάσταση μέθης που είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε μια νεαρή γυναίκα με την κόρη της. Το κοριτσάκι είχε πεθάνει ακαριαία και η μητέρα ήταν σοβαρά τραυματισμένη. Η οικογένεια έπρεπε να αποφασίσει εάν θα της διέκοπταν την αναπνευστική στήριξη… Να ήταν άραγε η οικογένεια του μικρού αγοριού;
Δυο μέρες μετά, διάβασα στην εφημερίδα ότι η νεαρή γυναίκα ήταν νεκρή.
Δεν μπόρεσα να μην πάω ν’αγοράσω ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα και να βρεθώ στην αίθουσα όπου εκθέταν τη σωρό της. Ήταν εκεί και κρατούσε ένα όμορφο λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι της, μαζί με μία κούκλα και τη φωτογραφία του μικρού αγοριού από στο κατάστημα.
Έφυγα από την αίθουσα κλαίγοντας και με την αίσθηση ότι η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα.
Η αγάπη που είχε αυτό το αγοράκι για τη μαμά του και την αδερφή του ήταν τόσο μεγάλη, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας μεθυσμένος οδηγός του τα πήρε όλα μακριά….


Πηγή:agioritikovima.gr

Monday, 1 December 2014

Ο Παναής ο αλειτούργητος και η καμπάνα - Αληθινή ιστορία



- Τά ’μαθες, παππού; Ἀπὸ ’δῶ κι ἐμπρὸς τὰ μαγαζιὰ θ’ ἀνοίγουν καὶ τὶς Κυριακές.
- Τί λές, παιδάκι μου, στύλωσε μὲ ἀπορία καὶ ἔκπληξη τὰ γεροντικά, θολωμένα ἀπ’ τὰ χρόνια μάτια του πάνω στὸν ἐγγονό του ὁ μπαρμπα-Δημητρός.
- Ναί, παππού, εἶναι ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ.
- Ἄλλο καὶ τοῦτο. Καὶ γιατί, μαθές, αὐτό; Πῶς τοῦ ’ρθε νὰ βγάλει τέτοια ἀπόφαση;
- Εἶναι νόμος τοῦ κράτους, παππού. Κάποιες Κυριακὲς τὸ χρόνο τὰ καταστήματα μποροῦν νὰ παραμένουν ἀνοιχτά, νὰ πηγαίνει ὁ κόσμος νὰ ψωνίζει.
- Δηλαδή, θὲς νὰ πεῖς, θὰ χτυπᾶ ἡ καμπάνα τὸ πρωί, καὶ ὁ κόσμος θὰ βγαίνει γιὰ τὴν ἀγορά;
- Ἔ, κάπως ἔτσι...
Κούνησε τὸ κεφάλι του λυπημένος ὁ γέροντας. Χαμήλωσε κουρασμένο τὸ βλέμμα του, ἔμεινε γιὰ λίγο σκεφτικός, κι ἔπειτα, χωρὶς νὰ τὸ σηκώσει πάλι, μονολόγησε:
- Δὲν πᾶμε καλά. Τὸ λέω ἐγώ. Θὰ μᾶς χάσει ὁ Θεός!
Καὶ βύθισε πιότερο τὸ κεφάλι στὸ στέρνο του.
- Παππού, θυμᾶσαι - τὸν ἔβγαλε ἀπ’ τὸν μελαγχολικό του βυθισμὸ ὁ ἐγγονός - θυμᾶσαι ποὺ ἐρχόμασταν μέρες Πάσχα στὸ χωριό, ὅταν ἤμουν στὸ Δημοτικό, κι ἔτρεχα μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ ποιὸς θὰ χτυπήσει τὴν καμπάνα Μ. Παρασκευή, ὅλη τὴ μέρα πένθιμα, καὶ μετά, τὴν Ἀνάσταση...; Τί γινόταν τότε!... Ἔ, θυμᾶσαι;
- Ἄχ, καλό μου παιδί, ἐσὺ μόνο αὐτὸ θυμᾶσαι! Φυσικὸ εἶναι. Στὴν πόλη μεγάλωσες, δὲ νογᾶς τί θὰ πεῖ ὁ ἦχος τῆς καμπάνας. Γιὰ μᾶς στὸ χωριὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ξέρεις τί ἦταν ἡ καμπάνα; Ὅλη ἡ ζωή μας μὲ τὴν καμπάνα κυλοῦσε. Θὲς χαρά, θὲς γάμος, θὲς πανηγύρι, θὲς θλίψη καὶ πένθος, κίνδυνος, φωτιά, μάζωξη τοῦ χωριοῦ στὴν πλατεία, ὅλα μὲ τὴν καμπάνα σημαίνουνταν. Μὲ τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησιᾶς. Καταλαβαίνεις τί θὰ πεῖ αὐτό; Ἡ ἐκκλησιὰ ἦταν ἡ μάνα μας, καὶ ἡ καμπάνα ἡ φωνή της. Ἔτσι τὴ νιώθαμε, γιόκα μου. Μιλοῦσε ὁ ἦχος της. Μὲ πιάνεις; Μιλοῦσε... Νά, τώρα δά, μοῦ ʼρθε στὴ σκέψη καὶ ὁ Παναής...
- Ποιὸς εἶπες, παππού;
- Ξέρεις τί θαῦμα ἔγινε μὲ δαῦτον τὸν ἄνθρωπο, παλληκάρι μου, μὲ τὴν καμπάνα; Σὰν τώρα θυμᾶμαι τὰ λόγια του, ποὺ μᾶς διηγιόταν στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ...
Ὁ Παναής, ποὺ λές, ἦταν φοβερὸς ἄνθρωπος. Ἀγρίμι σωστό. Ἀλειτούργητος καὶ ἀλιβάνιστος. Τσομπάνης πάνω στὸ βουνό, μὲ τὶς στάνες του καταγίνουνταν ὁλοχρονίς. Τὸ πόδι του εἶχε χρόνια ὁλόκληρα νὰ τὸ πατήσει στὴν ἐκκλησιά. «Δὲν πατάω ἐγὼ στὸ μαγαζὶ τοῦ παπᾶ», ἔλεγε. Δὲν ξέρω, κάτι, φαίνεται, παλιά, μιὰ παραξήγηση, κι οὔτε ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὴν ἐκκλησιὰ δὲν ἤθελε νὰ περάσει, ἕνα σταυρὸ νὰ κάνει ὁ βλογημένος! Ἀλειτούργητος χρόνια καὶ ἀκοινώνητος, παιδί μου. Εἶχε ἀγριέψει τὸ πρόσωπό του. Κι ἀπ’ τὴν κοινωνία μέσα ξεχωρίστηκε, σάν - τί νὰ πῶ; - σὰν ἀφορεσμένος ἐκεῖ πὰ στὸ βουνό, ἀλάργα, στὶς στάνες...
Αὐτόν, ποὺ λές, τὸν Παναή, μιὰ μέρα τὸν εἴδαμε στὴν ἐκκλησιά. Κοιταχτήκαμε ἀναμεταξύ μας. Τί ἔπαθε ὁ Παναής; Τὸ κεφάλι χαμηλά, ἀξύριστο, ἄλουστο τὸ πρόσωπό του, κι οὔτε ποὺ τὸ σήκωνε μιὰ στάλα. Κάθισε σ’ ὅλη τὴ Λειτουργία καὶ μετὰ ἔφυγε σὰν κυνηγημένος. Καὶ τὴν ἄλλη φορὰ πάλι, καὶ πάλι. Πρῶτος στὴν ἐκκλησιὰ ὁ Παναής. Ἡμέρεψε τὸ πρόσωπό του. Γιὰ καιρὸ ὅμως δὲ μιλοῦσε. Μιλιά, σοῦ λέω. Ἔπειτα ἀπὸ καιρὸ μᾶς βρῆκε στὴν πλατεία. Τὸν φωνάξαμε γιὰ καφὲ κι ἐκεῖ μᾶς τά ’πε ὅλα.
- Τί εἶπε, παππού;
- Σὰν τώρα θυμοῦμαι τὰ λόγια του: «Τί ’ναι αὐτὸ ποὺ μοῦ γίνηκε, ὠρὲ παιδιά; Δὲν μπορῶ νὰ τὸ γροικήσω. Μπορεῖτε σεῖς νὰ μοῦ τὸ ξηγήσετε; Ἤμαν, μαθές, πάνω κεῖ κι ἔβοσκα τὰ πρόβατα. Ἀπόβραδο, καὶ θὰ τά ’μπαζα σὲ λίγο στὴ στάνη. Ἔκατσα μιὰ στιγμὴ στὸ χορτάρι, ἔτσι φρέσκο πού ’ταν, Ἀπρίλης μήνας βλέπεις. Φύσαε στρωτὸ μαϊστράλι. Πεθαμένους ἀνάσταινε, τέτοια φυσηματιά. Ἔτσι μὲ ’σύχασε αὐτὸ τὸ ἀπόγι καὶ δὲν ἔλεα νὰ σηκωθῶ ἀπ’ ἐκεῖ. Καὶ τότε ἦταν... Ἦρθε στ’ αὐτιά μου ἡ καμπάνα. Ἡ καμπάνα τοῦ ἁϊ-Γιώργη, ἐδῶ, τῆς ἐκκλησιᾶς. Μπὰς καὶ πρώτη φορὰ τὴ γροικοῦσα; Κάθε μέρα δὲ χτύπαγε; Ἔ, σᾶς λέω, πρώτη φορὰ τὴ γροίκησα. Δηλαδή, πῶς νὰ σ’ τὸ πῶ, βάρεσε μέσα μου ὁ χτύπος, κατάλαβες; Τινάχτηκα πάνου. Γιὰ μένα βαράει ἡ καμπάνα, εἶπα. Γιὰ μένα! Τό ’νιωθα αὐτὸ τὸ πράμα, κατάλαβες; Κι ἀμέσως, σάν - τί νὰ πῶ; - σὰ λιβάνι νὰ μοῦ ’ρθε. Ἔπαθα, σοῦ λέω! Μ’ ἔπιασαν τὰ δάκρυα. Γιὰ μένα βαράει ἡ καμπάνα, ἔλεγα, γιὰ μένα! Νά, αὐτὸ ἔπαθα. Μπορεῖς τώρα σὺ νὰ τὸ ξηγήσεις;».
Αὐτὰ εἶπε ὁ Παναής. Καὶ τότε, ποὺ λές, γιόκα μου, σηκώθηκε ὁ γεροντότερος καὶ στάθηκε ἀναμεσό μας κι ἔδωσε ἑρμηνεία: «Αὐτό, χωριανοί, δὲν εἶναι τυχαῖο πράμα. Παναή, αὐτὴ δὲν ἦταν ἡ φωνὴ τῆς καμπάνας. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ! Κατάλαβες; Μὲ τὴ φωνὴ τῆς καμπάνας σοῦ μίλησε ὁ Θεός. Σοῦ ’δωσε νόημα ὁ Θεὸς νὰ σὲ μπάσει στὴν ἐκκλησιά. Πῶς σὺ σφυρᾶς καὶ μπάζεις τὰ πρόβατα στὴ στάνη; Ἔτσι καὶ ὁ Θεός. Καὶ τό ’πιασες, Παναή, τὸ νόημα. Τό ’πιασες! Καὶ δὲν εἶσαι τώρα ὁ ἀλειτούργητος καὶ ὁ ἀκοινώνητος. Κατάλαβες, αὐτὸ ἦταν».
- Αὐτὸ ἦταν, γιόκα μου. Ἡ καμπάνα! Καὶ τώρα μοῦ λές, θὰ σημαίνει τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί, καὶ ὁ κόσμος θὰ βγαίνει στὴν ἀγορὰ γιὰ ψώνια. Ἄχ, καὶ θὰ μᾶς χάσει ὁ Θεός, παλληκάρι μου. Τί νὰ πῶ, δὲν ξέρω...

Περιοδικό «Ο Σωτήρ»

Saturday, 29 November 2014

Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ





Ἕνα φωτεινό παράδειγμα ἡρωϊκοῦ φρονήματος στήν τήρηση τῆς νηστείας βρίσκουμε στό μικρό βιβλίο «ΙΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΑΣ» (σελ. 75-76):

«Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Τόν ἔλεγαν Μιχάλη Ζιάκα. Τό 1948-49 ἦταν στρατιώτης. Καί βρισκόταν στίς ἐπιχειρήσεις τοῦ Γράμμου.

Ἐκεῖ ὁ λόχος του εἶχε μείνει μιά ἑβδομάδα ὁλόκληρη χωρίς ἀνεφοδιασμό. Ὑπόφεραν πολύ τά παιδιά ἀπό πεῖνα, ἀσιτία καί ἐξάντληση. Μά κάποτε ἔφθασαν καί τά τρόφιμα. Ψωμί καλό, κουραμάνα· καί κρέας μαγειρεμένο, ἕτοιμο. Μπῆκαν στήν σειρά, ἕνας-ἕνας, καί ἔπαιρναν πρῶτα τήν κουραμάνα καί μετά τό κρέας στήν καραβάνα!

Ἦρθε καί ἡ σειρά τοῦ Μιχάλη νά πάρει τό φαγητό. Πλησιάζει στό διανομέα καί τοῦ λέει:

-Μπορεῖς νά μοῦ δώσεις ἀντί γιά κρέας λίγες ἐλιές;

-Τί; Ἐλιές; Γιατί ἐλιές; Ἀφοῦ ἔχει κρέας!

Ἀπάντησε ὁ Μιχάλης.

-Νά φάω κρέας, νά μαγαρίσω τήν Παρασκευή;

Κάθεται λοιπόν ὁ Μιχάλης ἀνάμεσα σέ ἄλλους στρατιῶτες. Ἐκεῖνοι τρῶνε κρέας. Ὁ Μιχάλης ἐλιές. Καί τόν κοροϊδεύουν. Γιατί ἔκαμε τόν σταυρό του. Γιατί εἶναι κουτός. Γιατί, ἐνῶ μπορεῖ νά φάει κρέας -καί μάλιστα μετά τέτοια πεῖνα-, τρώει ἐλιές! Λένε πολλά. Ὁ Μιχάλης σιωπᾶ.

Ξαφνικά ὅμως, ἐνῶ ἔτρωγε καί συνέχιζαν νά τόν κοροϊδεύουν, πέφτει λίγα μέτρα πιό πέρα μιά ὀβίδα! Σηκώθηκε σύννεφο ἡ σκόνη στόν ἀέρα! Ἔτρεξαν ἄλλοι στρατιῶτες νά ἰδοῦν, τί εἶχε συμβῆ. Καί εὑρῆκαν τούς δύο στρατιῶτες νεκρούς. Καί τόν Μιχάλη νά σηκώνεται ἀπό χάμω καί νά τινάζει τά ροῦχα του ἀπό τά χώματα!

* * *

Πέρασαν χρόνια. Ὁ Μιχάλης Ζιάκας εἶναι ἕνας φτωχός τσοπάνης στό χωριό του. Ζεῖ, ὅπως πάντα, μέ εὐσέβεια.

Μιά Παρασκευή, παρέα μέ ἄλλους φτωχούς τσοπάνηδες, κάθησαν νά φᾶνε. Ἔβγαλε ἀπό τό σακκούλι του λίγο ψωμί καί ἔτρωγε. Καί ἀπό τό παγούρι του ἔπινε λίγο νερό νά μαλακώνει τό ψωμί στό στόμα του.

Ἕνας ἀπό τούς τσοπάνηδες προσφέρθηκε τότε νά τοῦ δώσει λίγο τυρί γιά προσφάϊ. Τοῦ λέει ὁ Μιχάλης:

-Δέν μαγάρισα τήν Παρασκευή, μιά ἑβδομάδα νηστικός στόν Γράμμο, καί θά τήν μαγαρίσω τώρα;

Καί διηγήθηκε τήν ἱστορία.

* * *

Θέλει συζήτηση, ὅτι τόν Μιχάλη τόν ἔσωσε ὁ Χριστός, ἐπειδή σεβάστηκε τήν ἡμέρα πού σταυρώθηκε γιά μᾶς;

Ὤ Χριστέ μου, πόσο εὔκολα μαγαρίζουν μερικοί τήν ψυχή τους!

Μακάρι τέτοια παραδείγματα νά μᾶς ἐμπνέουν ἦθος καί φρόνημα...

Saturday, 22 November 2014

Το Καρότο, το Αυγό και το Τσάι...


«Σου έχω πει την ιστορία την παλιά με το τσάι, το καρότο και τ’ αυγό;»
Η Έλλη γνέφει «όχι».
 
«Άκου, λοιπόν!» αρχίζει ο παππούς. «Κάποτε παραπονιόταν ένας άνθρωπος πως είχε βάσανα πολλά. Τον κάλεσε, που λες, στο σπίτι της κάποια σοφή γερόντισσα, έβαλε ένα τσουκάλι με νερό να βράσει κι έριξε μέσα ένα καρότο κι ένα αυγό. Όταν έβρασαν καλά, έφτιαξε λίγο τσάι του βουνού και ρώτησε τον άνθρωπο τι βλέπει. “Ένα καρότο που έχει μαλακώσει από το βράσιμο κι ένα σφιχτό αυγό”, της είπε κείνος. “Και τι μυρίζει;” ρώτησε η γερόντισσα. “Μοσχοβολάει τσάι του βουνού!” της απαντάει. “Ε, λοιπόν, οι λύπες και οι στενοχώριες μοιάζουνε με νερό που βράζει” λέει η γερόντισσα.«Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν δυνατοί, μα σαν τους βρουν αναποδιές, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το καρότο, που μαλακώνει και διόλου δύναμη δεν έχει πια. Άλλοι πάλι μοιάζουνε με το αυγό. Μέσα τους είναι αδύναμοι και μόνο ένα τσόφλι έχουν απ’ έξω να τους προστατεύει. Όταν έρθουν δύσκολοι καιροί, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το αυγό και, σαν αυτό, γίνονται κι από μέσα τους σκληροί. Μα είναι κι άλλοι που θυμίζουνε το τσάι. Όταν τους βρίσκουν βάσανα, είναι κι εκείνοι σαν να πέφτουν σε βραστό νερό, μα ούτε σκληραίνουν, ούτε μαλακώνουν. Μεταλλάζουν μόνο το νερό σε τσάι του βουνού που ευωδιάζει. Κι ευφραίνονται με τη μοσχοβολιά του όσοι βρίσκονται κοντά. Τις λύπες και τις στενοχώριες, πάει να πει, τις κάνουν γνώση, καλοσύνη και χαρά. Πήγαινε στο καλό λοιπόν” του λέει η γερόντισσα “και φρόντισε να είσαι σαν το τσάι.»»
 
Πηγή: Από το βιβλίο «Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας»
 
xristianos.gr

Thursday, 20 November 2014

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ...


Ένας γιατρός από την Νέα Υόρκη, με πολλά χρήματα πήγε να περάσει τις διακοπές του σε ένα ξενοδοχείο ενός νησιού της Καραιβικής. Μία Κυριακή πρωί, καθισμένος στην βεράντα είδε από κάτω να περνά μία ομάδα νέγρων, που προφανώς πήγαιναν στην εκκλησία. Είχαν κάτι οι άνθρωποι αυτοί που αυτός δεν το είχε. Ήταν ευτυχισμένοι.

Κατέβηκε και τους πήρε από πίσω. Μπήκε και αυτός στην εκκλησία τους. Ήταν μία καλύβα που είχε ένα παράθυρο και τρύπες στο ταβάνι. Τα πουλιά, την ώρα του κηρύγματος, έμπαιναν από το παράθυρο και έβγαιναν από το ταβάνι. Μα ήταν όλοι τους, οι πιό πολλοί ξυπόλητοι, τόσο ευτυχισμένοι. Το μυστικό ήταν ο ζωντανός Χριστός που πίστευαν. Κατάλαβε το λάθος του και μετάνιωσε.

Η ευτυχία δεν εξαρτάται από τα υπάρχοντά μας αποκάλυψε ο Χριστός.

Η ευτυχία είναι αποτέλεσμα μιάς επιτυχημένης κοινωνίας με τον Θεό.

Η ευτυχία είναι υπόθεση καρδιάς και αγιασμού,που μόνον ο Χριστός χαρίζει.

Saturday, 15 November 2014

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ...


Ένας χριστιανός φαρμακοποιός έκανε κάποτε ένα πολύ σοβαρό λάθος. Σε κάποιο κοριτσάκι που ήρθε να πάρει κάποιο φάρμακο, έκανε λάθος και του έδωσε ένα άλλο μπουκάλι που όταν θα το έπαιρνε ο ασθενής, δεν θα μπορούσε πια να σηκωθεί από το κρεββάτι.
Μόλις το διαπίστωσε, κόντεψε να τρελαθεί. Μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνει έπεσε στα γόνατα και ζήτησε ο Θεός να τον βοηθήσει και να μην πάθει ο ασθενής κανένα κακό από το λάθος το δικό του. Δεν πέρασε πολλή ώρα και βλέπει το κοριτσάκι με δάκρυα στα μάτια και λερωμένο, να μπαίνει μέσα στο φαρμακείο και να του λέει ανάμεσα στα αναφιλητά του, πως στο δρόμο σκόνταψε σε μία πέτρα και έπεσε, με αποτέλεσμα το μπουκάλι να σπάσει και να μην έχει πάει στον ασθενή πατέρα της. Ο φαρμακοποιός γεμάτος συγκίνηση έσκυψε και το φίλησε και ευχαρίστησε το Θεό, γιατί έκανε ένα τόσο μεγάλο θαύμα και τον έσωσε από μία τόσο μεγάλη συμφορά.Ας μη χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στον κύριο ποτέ.

Thursday, 13 November 2014

Οι απλοί χωριάτες ήταν θεόπτες!


π. Νικόλαος Λουδοβίκος
Κάποτε, μου συνέβη ένα γεγονός, ήμουνα νεαρός πρεσβύτερος και διακονούσα σε κάποια χωριά έξω από την Θεσσαλονίκη και ταυτόχρονα ήμουνα βοηθός στην θεολογική σχολή ενός πολύ μεγάλου θεολόγου.

Αυτό το οποίο ζούσα, γράφοντας και την διδακτορική διατριβή μου στην θεολογική σχολή ταυτόχρονα, ήταν μια φοβερή αντίθεση. Από την μία στην θεολογική σχολή είχα επαφή με τα μεγάλα της θεολογίας και παράδοξα και τα δυσνόητα και τα βαθυνόητα και από την άλλη σαν ένας παπάς σε 10 χωριά που μου είχε αναθέσει ο τότε επίσκοπός μου, τρία-τέσσερα χωριά στα οποία πήγαινα και έκανα τον ιεροκήρυκα, αυτό έκανα τότε. Ένοιωθα φοβερή μοναξιά, διότι δεν με καταλαβαίνανε, ή εγώ ευθυνόμουνα που δεν με καταλαβαίνανε.

Έλεγα λοιπόν πέντε πράγματα, έβλεπα ότι ο κόσμος έ, άκουγε ότι άκουγε, γύρναγε έσκυβε το κεφάλι και εντάξει συνέχιζε κανονικά την ζωή του, σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Η μοναξιά αυτή ήτανε βαρύ αίσθημα, έλεγα μα τι κάνω εγώ σαν παπάς αυτή την στιγμή, τι νόημα έχει να ξαναπάω την Κυριακή και να ξαναμιλήσω στον τάδε, χωριό αφού πάλι… ναι, δεν μπορούσα, δεν λέω ότι είναι εύκολο αλλά, σήμερα σας είπα διάλεξα να μιλήσω δύσκολα, θέλω να πω πιστεύω ότι το ακροατήριο έχει τέτοιες δυνατότητες, αλλά έμαθα πολλά από τότε, πάντως είχα μεγάλη δυσκολία. Λοιπόν κάποια στιγμή μου συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός, με το οποίο ο Θεός σαν να μου έμαθε πολλά πράγματα.Μια από αυτές τις Κυριακές, τελείωσε η Θεία Λειτουργία, μου λέει ο παπάς, ένας απλός παπάς και δύο απλοί-απλούστατοι επίτροποι, αγράμματοι άνθρωποι, πάμε να πιούμε πάτερ έναν καφέ, προτού φύγεις. Μην φύγεις έτσι, εντάξει. Τελειώνει η Λειτουργία, εγώ πάντα θλιμμένα πολύ μέσα στην μοναξιά κλπ. Και πάμε να πιούμε τον καφέ στην πλατεία του χωριού. Εκεί λοιπόν που πίναμε τον καφέ, ξαφνικά γυρίζει ο ένας από τους επιτρόπους, με κοιτάζει και μου λέει:

- Λοιπόν πάτερ (-μου λέει) εγώ με τον κυρ-Γιάννη από εδώ (-κυρ-Γιάννης ήταν ο άλλος ο επίτροπος) είχαμε μία απορία. Ο ναός μας εδώ δεν ήταν καθαγιασμένος και είχαμε την απορία, μη όντας καθαγιασμένος από τον επίσκοπο, τα μυστήρια και η Θεία Λειτουργία δεν ήταν κανονικά;

Λέω ωχ, ωχ τι γίνεται εδώ! τέτοια απορία, μου έκανε εντύπωση. Και λέει:

- Ξέρεις τι κάναμε, είπαμε να κάνουμε τρεις εβδομάδες νηστεία, για να μας δείξει ο Θεός. Και κάναμε, και πραγματικά μια Κυριακή προτού έλθει ο Δεσπότης να κάνει τα αυτά, είδαμε την ώρα της Θείας Λειτουργίας ξανά αυτό το φως. Εγώ άρχισα να θορυβούμαι:

- Ποιο φως, τι φως;

- Εκείνο το φως, το αείφωτο, βλέπεις μετά τον ήλιο και νομίζεις ότι είναι σκοτάδι, ένα φως το οποίο κατεβαίνει και βλέπεις πράγματα, πολλά πράγματα, καταστάσεις, παρόν, παρελθόν, το μέλλον εκεί μέσα κλπ.

Άρχισα να συγκλονίζομαι, είχα να κάνω με ανθρώπους που είχαν την εμπειρία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου και βέβαια και ο άλλος ευλογούσε εκεί και ο απλός ο παπάς έλεγε κι αυτός ναι, ναι, ήτανε όλοι σαν…
 
Ήταν συγκλονιστική η εμπειρία αυτή για μένα, βέβαια δεν σταμάτησε εκεί αλλά άρχισα να τον ψάχνω αυτόν τον επίτροπο, αυτόν τον απλό άνθρωπο.
 
- Πώς ζεις εσύ, (αφού έπαθα το σοκ το οποίο με συνόδευε για χρόνια μετά). Πώς ζεις εσύ;
 
- Έ πώς ζω εγώ, φτωχά.
 
- Τι κάνεις, πως ακριβώς περνάς την μέρα σου, τι ακριβώς κάνεις στην διάρκεια της μέρας;
 
- Δεν κάνω (-λέει) απολύτως τίποτα, δεν κάνω κάτι ιδιαίτερο, αγαπώ τον Θεό αλλά λίγη υπομονή κάνω. Λίγη υπομονή κάνω.
 
Είχε υπομονή αυτός, ξέρεις τι θα πει υπομονή; Υπομονή σημαίνει αυτός ο σταυρός της ελευθερίας να αγκαλιάζει τους άλλους. Εκεί μέσα αποκαλύπτεται ο Θεός.
 
Αυτό είναι το μεγαλειώδες δίδαγμα, ο ησυχασμός είναι βιωμένη φυσιολογία, μην νομίζετε ότι ο ησυχασμός, εσείς οι θεολόγοι, είναι ατομική επίδοση όπως κάνουν οι ινδουιστές ή αυτοί οι οποίοι καταργούνε το θέλημα για να δούνε τα θεάματα. Είναι αυτό το άνοιγμα στην κοινωνία, και με τον τρόπο αυτόν γίνονται μεγάλες αποκαλύψεις τις οποίες εγώ φυσικά, ως υποψήφιος διδάκτωρ και μετέπειτα δεν αξιώθηκα, ούτε αξιώθηκα έκτοτε.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...