Friday 3 May 2013

Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος- Μεγάλο Σάββατο: Ο Νικητής του θανάτου


Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου

Σήμερα λοιπόν ο Κύριός μας περιοδεύει στον Άδη. Σήμερα συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και τους σιδερένιους μοχλούς του. Πρόσεξε την ακριβολογία. Δεν είπε, άνοιξε τις πύλες, αλλά «συνέτριψε τις χάλκινες πύλες», για να αχρηστεύσει το δεσμωτήριο.Δεν αφαίρεσε τους μοχλούς, αλλά τους συνέτριψε, για να αχρηστεύσει τη φυλακή. Όπου βέβαια δεν υπάρχει ούτε μοχλός ούτε θύρα, και αν κάποιος εισέλθει, δεν εμποδίζεται να εξέλθει. Όταν λοιπόν συντρίψει ο Χριστός, ποιος θα μπορέσει να διορθώσει; Οι βασιλείς όταν πρόκειται να αφήσουν ελεύθερους τους φυλακισμένους, δεν κάνουν αυτό που έκανε ο Χριστός, αλλά δίνουν διαταγές και αφήνουν στη θέση τους και τις πόρτες και τους φύλακες, δείχνοντας μ' αυτό πώς θα χρειαστεί να μπουν πάλι εκεί μέσα ή εκείνοι που αποφυλακίστηκαν ή κάποιοι άλλοι στη θέση τους. Αλλά ο Χριστός δεν ενεργεί μ' αυτόν τον τρόπο. Θέλοντας να δείξει ότι καταργήθηκε ο θάνατος, συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του. Και τις ονόμασε χάλκινες όχι επειδή ήταν από χαλκό, αλλά για να δηλώσει τη σκληρότητα και την αδιαλλαξία του θανάτου. Και για να μάθεις ότι ο χαλκός και ο σίδηρος εκφράζουν την ακαμψία και τη σκληρότητα, άκουσε τι λέει σε κάποιον αδιάντροπο: «Τα νεύρα σου είναι από σίδηρο και ο τράχηλος και το μέτωπό σου από χαλκό». Και εκφράστηκε έτσι όχι διότι είχε σιδερένια νεύρα ή χάλκινο μέτωπο, αλλά επειδή έδειχνε πως είναι αυστηρός, αδιάντροπος και σκληρός.
Θέλεις να μάθεις πόσο αυστηρός και άκαμπτος και ασυγκίνητος είναι ο θάνατος; Κανένας δεν τον κατάφερε ποτέ ν' αφήσει ελεύθερο κάποιον από τους αιχμαλώτους του, έως ότου ήρθε και τον ανάγκασε ο Κύριος των αγγέλων. Πρώτα λοιπόν συνέλαβε και φυλάκισε εκείνον (το θάνατο) και ύστερα του πήρε ό,τι του ανήκε. Γι' αυτό προσθέτει: «Θησαυροί που βρίσκονται στο σκοτάδι και είναι κρυμμένοι και δεν φαίνονται». Αν και αναφέρεται σε ένα πράγμα, η σημασία του είναι διπλή. Υπάρχουν, δηλαδή, τόποι σκοτεινοί, οι οποίοι μπορεί πολλές φορές να φωτιστούν, αν τοποθετήσουμε μέσα τους λυχνία και φως. Οι χώροι όμως του Άδη ήταν πολύ σκοτεινοί και θλιβεροί και ποτέ δεν μπήκαν μέσα του ακτίνες φωτός, γι' αυτό και τους χαρακτήρισε σκοτεινούς και αόρατους. Επειδή ήταν στην πραγματικότητα σκοτεινοί μέχρι τη στιγμή που κατέβηκε σ' αυτούς ο Ήλιος της δικαιοσύνης και τους κατελάμπρυνε με το φως του και έκανε τον Άδη ουρανό. Γιατί όπου βρίσκεται ο Χριστός, ο τόπος μεταβάλλεται σε ουρανό. Εύλογα ονομάζει τον Άδη σκοτεινό θησαυροφυλάκιο, γιατί εκεί υπήρχε σωρευμένος πολύς πλούτος. Πραγματικά, όλο το ανθρώπινο γένος που αποτελούσε πλούτο του Θεού ληστεύτηκε από τον διάβολο που εξαπάτησε τον πρωτόπλαστο και τον υποδούλωσε στο θάνατο. Το ότι το ανθρώπινο γένος αποτελούσε πλούτο του Θεού, το αποδεικνύει και ο Παύλος με όσα λέει: «Ο Κύριος είναι πλούσιος σε όλους και ιδιαίτερα σ' εκείνον που τον επικαλείται». Όπως, λοιπόν, ένας βασιλιάς, όταν συλλάβει κάποιον ληστή, που λήστευε τις πόλεις, που άρπαζε από παντού, που κρυβόταν μέσα σε σπηλιές και αποθήκευε εκεί τα κλεμμένα πλούτη, αφού φυλακίσει τον ληστή, εκείνον μεν τον παραδίνει σε τιμωρία, τους δε θησαυρούς του μεταφέρει στα βασιλικά ταμεία, έτσι έκανε και ο Χριστός, με το θάνατό Του φυλάκισε τον ληστή και τον δεσμοφύλακα, δηλαδή τον διάβολο και το θάνατο, και μετέφερε όλα τα πλούτη, εννοώ το ανθρώπινο γένος, στα βασιλικά ταμεία. Αυτό δηλώνει και ο Παύλος λέγοντας: «Ο Κύριος μάς λύτρωσε απ' την υποδούλωσή μας στο σκοτάδι και μάς μετέφερε στο βασίλειο της αγάπης του». Και το πιο σπουδαίο είναι ότι ασχολήθηκε με το γεγονός αυτό ο Ίδιος ο βασιλιάς, τη στιγμή που κανένας άλλος βασιλιάς δεν κατδέχτηκε να κάνει κάτι παρόμοιο, αλλά δίνει εντολή στους υπηρέτες του να ελευθερώσουν τους φυλακισμένους. Εδώ όμως δεν συνέβη έτσι, αλλά ήρθε ο Ίδιος ο βασιλιάς στους φυλακισμένους και δε ντράπηκε ούτε τη φυλακή ούτε τους φυλακισμένους. Γιατί ήταν αδύνατο να ντραπεί το πλάσμα Του. Και συνέτριψε τις πύλες και διέλυσε τους μοχλούς και κυριάρχησε στον Άδη και εξαφάνισε όλη τη φρουρά και, αφού συνέλαβε δέσμιο τον δεσμοφύλακα (τον θάνατο), επανήλθε σ' εμάς. Ο τύραννος μεταφέρθηκε αιχμάλωτος, ο ισχυρός δεμένος. Ο ίδιος ο θάνατος πέταξε τα όπλα του και έτρεξε άοπλος και δήλωσε υποταγή στο βασιλιά.
Είδες τι αξιοθαύμαστη νίκη; Είδες τα κατορθώματα του σταυρού; Να σου πω και κάτι άλλο πιο αξιοθαύμαστο; Αν μάθεις με ποιον τρόπο νίκησε ο Χριστός, ο θαυμασμός σου θα γίνει μεγαλύτερος. Με τα όπλα δηλαδή που νίκησε ο διάβολος, με τα ίδια τον υπέταξε ο Χριστός. Αφού του άρπαξε (ο Χριστός) τα όπλα του, με εκείνα τον κατετρόπωσε. Και άκουσε πώς; Παρθένος, ξύλο και θάνατος ήταν τα σύμβολα της ήττας μας. Παρθένος ήταν η Εύα, γιατί δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον άνδρα της. ξύλο ήταν το δέντρο και θάνατος η τιμωρία του Αδάμ. Αλλά να, και πάλι Παρθένος και ξύλο και θάνατος, αυτά τα σύμβολα της ήττας έγιναν σύμβολα της νίκης. Γιατί αντί της Εύας έχουμε τη Μαρία, αντί του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, το ξύλο του σταυρού, και αντί του θανάτου ως τιμωρία του Αδάμ, το θάνατο του Χριστού. Βλέπεις ότι ο διάβολος νικήθηκε με τα όπλα που νίκησε άλλοτε; Τον Αδάμ πολέμησε ο διάβολος και τον νίκησε κοντά στο δέντρο, τον διάβολο νίκησε ο Χριστός πάνω στο σταυρό. Το ξύλο την πρώτη φορά έστελνε απ' τον Άδη στη ζωή ακόμη κι όσους είχαν πάει εκεί. Το ξύλο επίσης την πρώτη φορά έκρυψε τον αιχμάλωτο που ήταν γυμνός, τη δεύτερη έδειχνε σ' όλους γυμνό το νικητή (το Χριστό) που ήταν κρεμασμένος ψηλά. Και ακόμη, ο πρώτος θάνατος (του Αδάμ) καταδίκασε κι όλους εκείνους που γεννήθηκαν μετά από αυτόν, ενώ ο δεύτερος (του Χριστού) ανάστησε κι εκείνους ακόμη που έζησαν πριν από Εκείνον. «Ποιος μπορεί να περιγράψει με λόγια τη δύναμη του Κυρίου; Από νεκροί που ήμασταν, γίναμε αθάνατοι. Αυτά είναι τα κατορθώματα του σταυρού. Έμαθες για τη νίκη; Έμαθες με ποιον τρόπο επιτεύχθηκε; Δες τώρα πώς επιτεύχθηκες χωρίς κόπο. Δεν βάψαμε τα όπλα μας στο αίμα, δεν παραταχθήκαμε σε θέση μάχης, δεν τραυματιστήκαμε, ούτε είδαμε κανέναν πόλεμο, κι όμως νικήσαμε. Αγωνίστηκε ο Κύριος και μεις στεφανωθήκαμε. Επειδή λοιπόν είναι και δική μας η νίκη, ας ψάλλουμε όλοι σήμερα σαν στρατιώτες ύμνο επινίκιο: «Κατανικήθηκε ο θάνατος και κατατροπώθηκε. Πού είναι θάνατε η νίκη σου; Πού είναι Άδη το κεντρί σου;».

Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

π.Αλέξανδρος Σμέμαν -Μεγάλη Παρασκευή: Ο Σταυρός



Από το φως της Μεγάλης Πέμπτης – με το Μυστικό Δείπνο: την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας – μπαίνουμε στο σκοτάδι της Μεγάλης Παρασκευής, στην ημέρα δηλαδή του Πάθους του Κυρίου, του Θανάτου και της Ταφής Του.Στην πρώτη Εκκλησία αυτή η ημέρα, η Μεγάλη Παρασκευή, ονομαζόταν «Πάσχα του Σταυρού». Πραγματικά, αυτή η ημέρα, είναι η αρχή της Διάβασης, του Περάσματος, του οποίου το βαθύτερο νόημα θα μάς αποκαλυφθεί σιγά – σιγά, πρώτα στη θαυμαστή ησυχία του Μεγάλου και Ευλογημένου Σαββάτου και ύστερα, στη χαρά της Αναστάσιμης Ημέρας.

Ας δούμε πρώτα τι είναι αυτό το Σκοτάδι. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι το σκοτάδι της Μεγάλης Παρασκευής δεν είναι απλά και μόνο συμβολικό ή αντικείμενο ανάμνησης. Πολύ συχνά, όταν συμμετέχουμε στις όμορφες και κατανυκτικές ακολουθίες αυτής της ημέρας, νιώθουμε την επιβλητική θλίψη που τις διακατέχει, αλλά ταυτόχρονα βιώνουμε και κάποιο αίσθημα αυτοθαυμασμού και αυτοδικαίωσης. Πριν από δυο χιλιάδες χρόνια κάποιοι «κακοί» άνθρωποι θανάτωσαν το Χριστό. Σήμερα εμείς, οι «καλοί» Χριστιανοί, στολίζουμε πολυτελείς Τάφους στις Εκκλησίες μας! Δεν είναι αυτό τρανό σημάδι της καλοσύνης μας;... Ναι, αλλά η Μεγάλη Παρασκευή δεν ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με το παρελθόν. Δεν είναι μια απλή ανάμνηση γεγονότων, αλλά είναι ημέρα που αποκαλύπτεται η Αμαρτία και το Κακό, ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία μάς καλεί ν' αναγνωρίσουμε την τραγική πραγματικότητά τους και τη δύναμή τους στον «κόσμο τούτο». Γιατί η Αμαρτία και το Κακό δεν εξαφανίστηκαν, αλλά, αντίθετα, αποτελούν ακόμα το βασικό νόμο του κόσμου και της ζωής μας. Αλλά μήπως και μεις, οι αυτοκαλούμενοι Χριστιανοί, συχνά δεν έχουμε τη λογική του κακού που είχαν οι Αρχιερείς των Εβραίων, ο Πόντιος Πιλάτος, οι Ρωμαίοι στρατιώτες και όλο εκείνο το πλήθος που μισούσε, βασάνιζε και φόνευε τον Χριστό;

Ποια στάση θα κρατούσαμε άραγε αν ζούσαμε στα Ιεροσόλυμα την εποχή του Πιλάτου; Αυτή είναι μια ερώτηση που απευθύνεται στον καθένα μας μέσα από τις λέξεις των ύμνων της Μεγάλης Παρασκευής. Τούτη η ημέρα είναι πραγματικά η «ημέρα του κόσμου τούτου», κρίνεται ο κόσμος μας, αληθινά και όχι συμβολικά, και καταδικάζεται. Είναι μια πραγματική και όχι τελετουργικά καταδίκη της ζωής μας... Είναι η αποκάλυψη της αληθινής φύσης «του κόσμου τούτου» που προτίμησε τότε, αλλά και τώρα συνεχίζει να προτιμάει, το σκοτάδι αντί το φως, το κακό αντί το καλό, το θάνατο αντί τη ζωή. Έχοντας καταδικάσει τον Χριστό σε θάνατο ο «κόσμος τούτος» καταδίκασε ταυτόχρονα και τον εαυτό του σε θάνατο. Στο μέτρο που και μεις αποδεχόμαστε το πνεύμα του «κόσμου τούτου», την αμαρτία του, την προδοσία του κατά του Θεού, είμαστε και μεις επίσης καταδικασμένοι. Αυτό είναι το πρώτο και φοβερά ρεαλιστικό νόημα της Μεγάλης Παρασκευής: μια καταδίκη σε θάνατο...

Αλλά αυτή η ημέρα, οπότε φανερώθηκε και θριάμβευσε το Κακό, είναι επίσης και ημέρα Λύτρωσης. Ο Θάνατος του Χριστού αποκαλύπτεται σωτήριος για μάς, γίνεται πηγή λύτρωσης. Και είναι αυτός ο Θάνατος σωτήριος γιατί είναι η πλήρης, η τέλεια και η υπέρτατη Θυσία. Ο Ιησούς Χριστός προσφέρει το Θάνατό Του στον πατέρα Του, τον προσφέρει επίσης και σε μάς. Στον πατέρα Του γιατί, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να «πατήσει» (να καταστρέψει) το θάνατο, να σώσει τους ανθρώπους από το θάνατο. Αυτό είναι και το θέλημα του πατέρα: οι άνθρωποι να σωθούν από το θάνατο δια του θανάτου. Σε μάς προσφέρει ο Χριστός το Θάνατό Του γιατί στην πραγματικότητα ο Χριστός πεθαίνει αντί για μας. Ο θάνατος είναι ο φυσικός καρπός της αμαρτίας, είναι η τιμωρία σαν φυσική συνέπεια της αποστασίας. Ο άνθρωπος διάλεξε να αποξενωθεί από τον Θεό, αλλά μη έχοντας ζωή αφ' εαυτού του, πεθαίνει. Στον Χριστό δεν υπάρχει αμαρτία, επομένως δεν υπάρχει θάνατος. Δέχεται όμως να πεθάνει για μάς, μόνο και μόνο γιατί μάς αγαπάει. Προσλαμβάνει και μοιράζεται μαζί μας την ανθρώπινη φύση μέχρι τέλους. Παίρνει επάνω Του την τιμωρία (θάνατος) που η ανθρώπινη φύση έχει να πληρώσει, γιατί ο Χριστός προσλαμβάνει ολόκληρη τη φύση μας μαζί με το φορτίο του ανθρώπινου ξεπεσμού. Πεθαίνει ο Χριστός γιατί έχει ουσιαστικά ταυτίσει τον Εαυτό Του με μάς, έχει κυριολεκτικά επωμιστεί την τραγωδία της ανθρώπινης ζωής. Ο Θάνατος Του, λοιπόν, είναι η μεγαλειώδης αποκάλυψη της φιλανθρωπίας και της αγάπης Του. Και επειδή ο Θάνατός Του είναι αγάπη, ευσπλαχνία, φιλανθρωπία, αλλάζει αυτόματα η φύση του θανάτου. Από τιμωρία γίνεται πράξη που αντανακλά αγάπη και συγχώρεση, δηλαδή ο θάνατος γίνεται το τέλος της αποξένωσης από τον Θεό και της μοναξιάς. Η καταδίκη μετατρέπεται σε συγγνώμη, σε ζωή...

Τελικά, ο Θάνατος του Ιησού Χριστού είναι σωτήριος θάνατος επειδή εκμηδενίζει την πηγή του θανάτου: το Κακό. Ο Χριστός δέχεται το θάνατο από αγάπη για τον άνθρωπο, και προσφέρει τον Εαυτό Του στους φονευτές Του, οι οποίοι κερδίζουν φαινομενικά τη νίκη. Όμως στην ουσία αυτή η νίκη είναι η ολοκληρωτική και αποφασιστική ήττα του Κακού.

Για να θριαμβεύσει το Κακό θα πρέπει να εκμηδενίζεται το Καλό και να αποδεικνύει το Κακό σαν τέλεια αλήθεια για τη ζωή, να δυσφημίζεται το Καλό και, με μια λέξη, να φανερώνει το Κακό την υπεροχή του. Αλλά ύστερα από όσα έπαθε ο Χριστός, είναι ο μόνος που θριαμβεύει. Το Κακό δεν έχει την παραμικρή δύναμη επάνω Του, γιατί δεν είναι δυνατόν ο Χριστός να δεχτεί το Κακό σαν αλήθεια. Έτσι με τον Χριστό η υποκρισία αποκαλύπτει το αληθινό πρόσωπό της σαν υποκρισία, ο φόνος σαν φόνος, ο φόβος σαν φόβος, και καθώς ο Ιησούς Χριστός σιωπηλά πορεύεται προς το Σταυρό και το Τέλος, η ανθρώπινη τραγωδία φτάνει στην αποκορύφωσή της. Ο θρίαμβος του Χριστού, η νίκη Του κατά του Κακού, η δόξα Του γίνονται όλο και περισσότερο εμφανή. Βλέπουμε δε σταδιακά αυτή τη νίκη να την αναγνωρίζουν, να την ομολογούν και να την διακηρύσσουν πρώτα η γυναίκα του Πιλάτου, ύστερα ο συσταυρωμένος ληστής και ο κεντηρίωνας. Και καθώς ο Χριστός πεθαίνει στο Σταυρό, αφού αποδέχτηκε ολόκληρη τη φρίκη του θανάτου: την απόλυτη μοναξιά («Θεέ μου, Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλειπες;»), δεν έμεινε παρά να ακουστεί η τελευταία ομολογία: «αληθώς Θεού Υιός ην ούτος»... Αυτός, λοιπόν, είναι ο Θάνατος, αυτή είναι η Αγάπη, η Υπακοή και η πληρότητα της Ζωής που καταστρέφει ό,τι έκανε το θάνατο παγκόσμιο μοιραίο προορισμό. «Και τα μνημεία ανεώχθησαν, και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη...» (Ματθ. 27, 53). Ήδη αρχίζει να ακτινοβολεί η ανάσταση... Αυτό είναι το διπλό μυστήριο της ημέρας αυτής, της Μεγάλης Παρασκευής, και οι ακολουθίες με τους υπέροχους ύμνους το αποκαλύπτουν και μάς καλούν να συμμετέχουμε σ' αυτό.

Στους ύμνους της ημέρας αυτής βλέπουμε από τη μια μεριά τη διαρκή έμφαση στο πάθος του Χριστού σαν την αμαρτία των αμαρτιών, το έγκλημα των εγκληματιών. Στον Όρθρο, που γίνεται τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, διαβάζονται τα δώδεκα Ευαγγέλια των Παθών του Κυρίου. (Συνηθίζουμε να λέμε έτσι δώδεκα Ευαγγελικά αναγνώσματα διαλεγμένα από τα Ευαγγέλια των τεσσάρων Ευαγγελιστών της Καινής Διαθήκης). Τα δώδεκα, λοιπόν, αυτά Ευαγγελικά αποσπάσματα μάς βοηθούν να παρακολουθήσουμε βήμα με βήμα όλα τα πάθη του Χριστού. Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί διαβάζονται οι Ώρες στη θέση της Θείας Λειτουργίας. Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η μοναδική ημέρα του έτους κατά την οποία δεν τελείται Θεία Λειτουργία. Και αυτό ακόμα δείχνει πως το Ιερό Μυστήριο της Παρουσίας του Χριστού (η Θεία Ευχαριστία) δεν ανήκει στον «κόσμο τούτο», στον κόσμο της αμαρτίας, του σκότους και του θανάτου, αλλά είναι το Μυστήριο του «κόσμου που έρχεται». Μετά τις Ώρες ακολουθεί ο Εσπερινός και στο τέλος γίνεται η Αποκαθήλωση του Κυρίου από το Σταυρό και ο ενταφιασμός Του.

Οι ύμνοι, στις ακολουθίες αυτές, και τα αναγνώσματα είναι γεμάτα από σοβαρές κατηγορίες εναντίον αυτών που με τη θέλησή τους και ελεύθερα αποφάσισαν να φονεύσουν τον Χριστό δικαιολογώντας αυτόν το φόνο με τη θρησκεία τους, την υπακοή στην πολιτεία τους και για λόγους πρακτικούς ή για λόγους επαγγελματική υπακοής.

Από την άλλη μεριά βλέπουμε, στους ύμνους της Μεγάλης Παρασκευής, τη θυσία της αγάπης που προετοιμάζει την τελική νίκη, να είναι επίσης παρούσα εντελώς από την αρχή. Το πρώτο από τα δώδεκα Ευαγγέλια του Όρθου (Ιω. 13, 31 -18, 1) αρχίζει με τη γεμάτη ιεροπρέπεια αναγγελία του Χριστού: «Νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ». Στο παρακάτω στιχηρό –ένα από τα τελευταία του Εσπερινού της ημέρας- διαφαίνεται καθαρά η ανατολή του φωτός, ζωντανεύει η ελπίδα και η βεβαιότητα ότι «με το θάνατο θα νικηθεί ο θάνατος...».
«Ότε εν τω τάφω τω κενώ,
υπέρ του παντός κατετεθής,
ο Λυτρωτής του παντός,
Άδης ο παγγέλαστος, ιδών σε έπτηξεν
οι μοχλοί συνετρίβησαν,
εθλάσθησαν πύλαι,
μνήματα ανοίχθησαν, νεκροί ανίσταντο.
Τότε ο Αδάμ ευχαρίστως, χαίρων ανεβόα σοι
Δόξα τη συγκαταβάσει σου Φιλάνθρωπε.»

Όταν στο τέλος του Εσπερινού μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου και αφού γίνει η αποκαθήλωση, βάζουμε στο κέντρο του ναού τον Επιτάφιο με την εικόνα του Κυρίου στον τάφο, όταν πια η μεγάλη αυτή ημέρα βρίσκεται στο τέλος, ξέρουμε ότι και μεις βρισκόμαστε στο τέλος της μακράς ιστορίας της σωτηρίας και της λύτρωσης. Η Έβδομη Ημέρα, «Ημέρα της αναπαύσεως», το ευλογημένο Σάββατο έρχεται. Μαζί του έρχεται η αποκάλυψη του Ζωηφόρου Τάφου...


Από το Βιβλίο
«Μικρό Οδοιπορικό της Μεγάλης Εβδομάδος»
Αλέξανδρος Σμέμαν
Εκδ. Ακρίτας

Saint Gregory Palamas on Great and Holy Saturday


The following are excerpts from a sermon given by Saint Gregory Palamas to a church congregation in Thessalonica on Great and Holy Saturday some year from 1347 to 1359

The pre-eternal, uncircumscribed and almighty Logos and omnipotent Son of God could clearly have saved man from mortality and servitude to the devil without Himself becoming man. He upholds all things by the word of His power and everything is subject to His divine authority (compare Hebrews 1.3). According to Job, He can do everything and nothing is impossible for Him (compare Job 42.2 LXX). The strength of a created being cannot withstand the power of the Creator, and nothing is more pwerful than the Almighty. But the incarnation of the Logos of God was the method of deliverance most in keeping with our nature and weakness, and most appropriate for Him who carried it out, for this method had justice on its side, and God does not act without justice. As the Psalmist and Prophet says, “God is righteous and loveth righteousness” (compare Psalm 11.7), “and there is no unrighteousness in Him” (Psalm 92.15). Man was justly abandoned by God in the beginning as he had first abandoned God. He had voluntarily approached the originator of evil, obeyed him when he treacherously advised the opposite of what God had commanded, and was justly given over to him. In this way, through the evil one’s envy and the good Lord’s just consent, death became twofold, for he brought about not just physical but also eternal death.
Christ clearly had to make immortal not only the human nature which existed in Him, but the human race, and to guide it towards participating in that true life which in due course procures eternal life for the body as well, just as the soul’s state of death in due course brought about the death of the body too. That this plan for salvation should be made manifest, and that Christ’s way of life should be put before us to emulate, was highly necessary and beneficial. At one time God appeared visibly before man and the good angels that they might imitate Him. Later, when we had cast ourselves down and fallen away from this vision, God came down to us from on high in His surpassing love for mankind, without in any way giving up His divinity, and by living among us set Himself before us as the pattern of the way back to life.
O the depth of the riches both of the wisdom and love of God (compare Romans 11.33)! In His wisdom, power and love for mankind God knew how to transform incomparably for the better the falls resulting from our self-willed waywardness. If the Son of God had not come down from heaven we should have had no hope of going up to heaven. If He had not become incarnate, suffered in the flesh, risen and ascended for our sake, we should not have known God’s surpassing love for us. If He had not taken flesh and endured the passion while we were still ungodly, we should not have desisted from the pride which so often lifts us up and drags us down. Now that we have been exalted without contributing anything, we stay humble, and as we regard with understanding the greatness of God’s promise and benevolence we grow in humility, from which comes salvation.
A sacrifice was needed to reconcile the Father on high with us and to sanctify us, since we had been soiled by fellowship with the evil one. There had to be a sacrifice which both cleansed and was clean, and a purified, sinless priest. We needed a resurrection not just of our souls but of our bodies, and a resurrection for those to come after us. This liberation and resurrection, and also the ascension and the everlasting heavenly order, not only had to be bestowed upon us but also confirmed. And all this was necessary not just for those alive at the time and those to come, but also for people born since the beginning of time. In Hades there were far more of such people than there were people to be born later, and far more were to believe and be saved at once. I think that is why Christ came at the end of the ages. He had to preach the gospel to those in Hades (compare 1 Peter 3.19), to reveal His great plan for salvation to them and to give them complete freedom from the demons who held them captive, as well as sanctification and promises for the future. It was clearly necessary for Christ to descend into Hades, but all these things were done with justice, without which God does not act.
In addition to what we have mentioned, the deceiver had to be justly deceived and to lose the riches he had seized and deceitfully acquired. For evil had taken control through cunning, and the originator of evil continually boasted of this fact. The devil would not have ceased from boasting if he had been subdued by God’s sovereign power and not pulled down from his authority by justice and wisdom. Since everybody turns aside to evil in deed or word or thought, or in two or all of these, we defile the purity given by God to human nature, and need to be sanctified. Sanctification is accomplished by each person’s offering and sacrifice of firstfruits, but as the firstfruits have to be pure, we are not able to offer such a sacrifice to God. This is why Christ was revealed, who alone is undefiled and presented Himself as an offering and a sacrifice of firstfruits to the Father for our sake, that all we who look towards Him, believe in Him and attach ourselves to Him through obedience will appear through Him before the face of God, obtain forgiveness and be sanctified. The Lord referred to this in the Gospels, saying, “For their sakes I sanctify myself, that they also might be sanctified through the truth” (John 17.19). Not only did the offering have to be pure and sinless but so did the high priest who offered it. As the apostle says, “Such an high priest became us, who is holy, harmless, undefiled, separate from sinners, and made higher than the heavens” (Hebrews 7.26).
For such reasons as these the Logos of God was made flesh and dwelt among us, appearing on earth and living with men. He took upon Himself our human flesh, which was subject to suffering and death, even though it was completely pure, and He used it in His divine wisdom as a bait to hook the serpent, the originator of evil, through the Cross, and set free the whole human race which he had enslaved. When a tyrant falls, all those he tyrannized are liberated. This is what the Lord Himself said in the Gospels, that the strong man was bound and his goods spoiled (compare Matthew 12.29). His possessions were taken as spoil by Christ, and were set free, justified, filled with light and endowed with divine gifts. As David sings, “Thou hast ascended on high,” up on to the Cross, or, if you wish, up to heaven, “thou hast led captivity captive: thou hast given gifts to men” (Ephesians 4.8; compare Psalm 68.18).
Christ overturned the devil through suffering and His flesh which He offered as a sacrifice to God the Father, as a pure and altogether holy victim—how great is His gift!—and recnciled God to our human race. He underwent the passion according to the Father’s will and became for us, who were destroyed through disobedience and saved through obedience, an example of how obedient we should be. He showed that death was far more precious than the devil’s immortality, because it procured life that was truly immortal, life that will not be subject to the second and eternal death, but stays with Christ in the heavenly dwellings. When Christ had risen from the dead on the third day and had shown Himself alive to His disciples, He ascended into heaven. He remained immortal and bestowed on us, with complete assurance, resurrection, immortality and truly blessed, eternal, incorruptible life in heaven. By means of the one death and resurrection of His flesh, He healed our twofold death and freed us from our double captivity of soul and body.
The Lord has given us rebirth through divine baptism and sealed us with the grace of the Holy Spirit for the day of redemption (compare Ephesians 4.30), but He has allowed us still to have a body which is mortal and passible. Although He has cast out the teacher of evil from the treasure houses of our soul, yet He allows him to attack from without. This is so that anybody who has been renewed in accordance with the new covenant, that is to say, the gospel of Christ, who lives in good works and repentance, despises the delights of this life, endures suffering and is trained in the enemy’s assaults, can be made ready to receive immortality and the incorruptible good things to come in the new age.
May we too attain to this through the grace and love for mankind of our Lord Jesus Christ, who for our sake was made man, suffered, was buried, rose from the dead, took our fallen human nature up to heaven and honoured it by sitting on the Father’s right hand. To our Lord Jesus Christ belong glory, honour, and worship, together with His Father without beginning and the all-holy and life-giving Spirit, now and ever and unto the ages of ages. Amen.

The translation from which these excerpts are taken is Saint Gregory Palamas: The Homilies

Ο Ιούδας (π. Μαξίμου Ι. Μ. Παραμυθίας Ρόδου)



1. Είναι απορίας άξιο, πώς ο Ιούδας πρόδωσε το Δάσκαλό του, ενώ Τον έβλεπε να κάνει τόσα μεγάλα θαύματα;1. Είναι απορίας άξιο, πώς ο Ιούδας πρόδωσε το Δάσκαλό του, ενώ Τον έβλεπε να κάνει τόσα μεγάλα θαύματα;
 
 Ο Ιούδας αρχικά πρέπει να ήταν καλός. Όπως και οι άλλοι μαθητές του Χριστού, εγκατέλειψε κι αυτός για τον Μεσσία και συγγενείς και δουλειά. Σίγουρα θα υπέμεινε ταλαιπωρίες κατά τις πεζοπορίες των τριών χρόνων της δημόσιας δράσης του Χριστού. Ο Χριστός έστελνε κατά τις περιοδείες Του σε χωριά και πόλεις μαθητές Του για να προετοιμάσουν τους ανθρώπους. Οι μαθητές τότε, μαζί και ο Ιούδας, κήρυτταν για τον Μεσσία που ήλθε, κι επιβεβαίωναν τα λόγια τους με θαύματα (Ματθ. 10,1-8). Ο Ιούδας τιμήθηκε ιδιαίτερα από το Χριστό με το να κρατάει το κοινό ταμείο. Απ’ αυτό ψώνιζε και έδινε χρήματα για φιλανθρωπία σε πτωχούς (Ιωάν. 13,29).  Όταν ο Χριστός ξεκίνησε από τη Γαλιλαία προς την Ιουδαία για να θυσιασθεί, Τον ακολούθησε και ο Ιούδας ακούγοντας τα λόγια του συμμαθητή του Θωμά: «Ας πάμε κι εμείς να πεθάνουμε μαζί Του» (Ιωάν. 11,16).
     Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει πως ο Ιούδας είχε ήδη το πάθος της φιλαργυρίας (12,6). Φαίνεται πως υπέπεσε στο πάθος αυτό και οδηγήθηκε στην απιστία προς το Χριστό. Η φιλαργυρία άνοιξε την ψυχή του στο σατανά, έδωσε δικαιώματα στον πονηρό.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς (22,3) γράφει ότι, πριν συνεννοηθεί ο Ιούδας με τους αρχιερείς για την παράδοση, ο σατανάς εισήλθε μέσα του. Αυτό το επιβεβαιώνει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (13,2) λέγοντας ότι ο σατανάς έβαλε στην καρδιά του Ιούδα την προδοσία. Ο ίδιος Ευαγγελιστής αναφέρει στο τέλος του Μυστικού Δείπνου ότι εισήλθε πάλι ο σατανάς στον Ιούδα (13,27). Ας το δούμε: Στη Βηθανία άλειψε τα πόδια του Χριστού μία γυναίκα με πολύτιμο μύρο. Ο Ιούδας με κάποιους μαθητές διαμαρτυρήθηκαν αγανακτισμένοι (Ματθ. 26,8 και Ιωάν. 12,4-6). Η διαμαρτυρία είναι δείγμα αμφισβήτησης του αλάθητου του Χριστού: πώς επέτρεψε αυτή την απώλεια; Όταν ο Χριστός επενέβη και ζήτησε να μην πικραίνουν τη γυναίκα για την εκδήλωση της αγάπης της, επειδή ετοίμασε το σώμα Του για τον ενταφιασμό, οι άλλοι σιώπησαν ταπεινά, ο Ιούδας όμως, ενοχλημένος και επηρεασμένος από το σατανά, πήγε για την προδοσία. Ο εγωισμός τον τύφλωσε. Σίγουρα ο Ιούδας δεν πίστευε στη θεότητα του Χριστού. Ένας Θεός αξίζει κάθε τιμής και θυσίας και δεν προδίδεται. Ήθελε να κάνει το δάσκαλο στο Χριστό. Μάλιστα έκρυψε τη φιλαργυρία του στο δήθεν ενδιαφέρον του για τους φτωχούς. Οι αμαρτωλοί συνήθως προσπαθούν να καλύπτουν τις αμαρτίες τους και να τις δικαιολογούν.
     Με τη μεσολάβηση του Ιούδα οι αρχιερείς χάρηκαν (Μάρκ. 14,11 και Λουκά 22,5), γιατί θα μπορούσαν να συλλάβουν το Χριστό μακριά από τον όχλο και σε ώρα νυκτερινή, που όλοι κοιμούνται. Ο Ιούδας μάλιστα φανερά τους βεβαίωσε και τους έδωσε την υπόσχεση, ότι θα παραδώσει το Χριστό χωρίς την παρουσία του όχλου (Λουκά 22,6).
     Η αιτία της προδοσίας δεν ήταν τόσο η φιλαργυρία, όσο ο εγωισμός του. Αν ήταν αποκλειστικά φιλάργυρος, θα έφευγε πιο νωρίς από το φτωχό δάσκαλο Χριστό. Αν και στο παρελθόν έκλεβε χρήματα, δεν εγκατέλειψε, όμως, το Χριστό. Τώρα τον εγκαταλείπει, γιατί θίχθηκε ο εγωισμός του. Αν δεν είχε μεγάλο εγωισμό, θα συνέχιζε να κλέβει και δεν θα πρόδιδε το δάσκαλό του. Βέβαια είχε και φιλαργυρία, γιατί πήρε και χρήματα  για να προδώσει το Χριστό.
     Ίσως ο Ιούδας, όταν έχασε την πίστη του στη θεία προέλευση του Χριστού, άρχισε να εξηγεί τα θαύματα του Χριστού, όπως οι Φαρισαίοι, ως δαιμονικές ενέργειες. Ο εγωισμός σκοτίζει τον άνθρωπο, ώστε να μη διακρίνει το σωστό.
     Ο Ιούδας τυφλώθηκε από τη φιλαργυρία, τον εγωισμό και το διάβολο και δεν έβλεπε τι πήγαινε να κάνει.

2. Η προδοσία του Ιούδα ήταν αναπόφευκτη και έπρεπε να γίνει;

Το ότι ένας μαθητής θα γινόταν προδότης, ο Θεός το προγνώριζε. Άλλωστε το προφήτευσε και ο Δαβίδ στην Π.Δ. (Ψαλ. 40,10). Ο Χριστός το προφήτευσε πολλές φορές. Ο Χριστός το προγνώριζε, αλλά δεν το προκαθόρισε. Το προφήτευσε, επειδή θα γινόταν. Ο Θεός είδε την προδοσία και την προείπε. Δεν φταίει η πρόγνωση του Θεού, αλλά  η ελευθερία του Ιούδα.
     Όταν, μετά τον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, πολύ πριν από το πάθος, μιλούσε ο Χριστός για την Θεία Κοινωνία, το σώμα και το αίμα Του, μερικοί μαθητές Του είπαν: «σκληρός είναι ο λόγος αυτός» και έφυγαν από κοντά Του. Ο Χριστός τότε  είπε στους δώδεκα: «Μήπως θέλετε και σεις να φύγετε;». Ο Πέτρος απάντησε: «Πού να πάμε, εσύ μας μιλάς για την αιώνια ζωή και πιστεύσαμε και διαπιστώσαμε ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζωντανού». Αποκρίθηκε ο Χριστός: «Εγώ δε σας διάλεξα εσάς τους δώδεκα; Κι όμως ένας από σας είναι διάβολος (κατήγορός μου)». Εδώ εννοούσε τον Ιούδα (Ιωάν. 6,60-71). Εδώ ο Χριστός λέει το παράδοξο: «αν και σας διάλεξα εγώ, ανάμεσά σας υπάρχει και προδότης».
     Η θυσία του Χριστού στο σταυρό ήταν πιο επώδυνη, αφού προδόθηκε από έναν μαθητή Του. Αυτή η προδοσία μάς διδάσκει πως κινδυνεύουν όλοι όσοι βρίσκονται κοντά στο Χριστό. Ο Ιούδας αποτελεί πρότυπο πολλών μελλοντικών προδοτών. Αν ο μαθητής του Χριστού που έβλεπε τα μεγάλα θαύματα του Χριστού τον πρόδωσε, πόσο κινδυνεύουν οι μεταγενέστεροι που δε βλέπουν άμεσα το Χριστό και τα θαύματά Του;
     Ο Χριστός θα συλλαμβανόταν και θα θυσιαζόταν και χωρίς τη μεσολάβηση του Ιούδα. Δεν είναι δυνατόν ο πανάγαθος Θεός να χρησιμοποιεί έναν άνθρωπο για το σχέδιό Του οδηγώντας τον στην αιώνια απώλεια. Αν έκανε θεάρεστο έργο ο Ιούδας, δε θα τον άφηνε ο Θεός να αυτοκτονήσει. Ο Ιούδας δείχνει τη μεγάλη διαφθορά των ανθρώπων και την ανάγκη της θείας θυσίας.

3. Γιατί ο Χριστός άφησε το μαθητή Του τον Ιούδα να τον προδώσει;

Ο Χριστός πολλές φορές προσπάθησε να τον αποτρέψει από την προδοσία. Αρκετό χρόνο πριν από το πάθος Του ο Χριστός επανειλημμένα (Ματθ. 12,40. 16,21-28. 17,12. 17,22-23. 20,17-19) προετοίμαζε τους μαθητές Του για το πάθος Του. Τους έλεγε πως θα πάθει πολλά, θα αποδοκιμασθεί από τους θρησκευτικούς άρχοντες, θα θανατωθεί και την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.
     Σε μία προαναγγελία του Πάθους Του (Ματθ. 16,21-28), ο Πέτρος αντέδρασε και ζήτησε να μη συμβεί το πάθος. Ο Χριστός είπε στον Πέτρο: «Ύπαγε πίσω μου σατανά …δεν ακολουθείς το θέλημα του Θεού, αλλά σκέφτεσαι ανθρώπινα». Στη συνέχεια ζήτησε από τους μαθητές Του  αυταπάρνηση και είπε: «τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, εάν τον κόσμο όλο κερδίσει, αλλά χάσει την ψυχή του». Αυτά τα λόγια ήταν και μία σκληρή προειδοποίηση στον Ιούδα για το χάσιμο της ψυχής Του για 30 αργύρια.
     Στο Μυστικό Δείπνο μετά το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών Του ο Χριστός είπε: «εσείς είστε καθαροί, αλλ’ όχι όλοι» (Ιωάν. 13,10-11). Γνώριζε αυτόν, που θα Τον παραδώσει. Στη συνέχεια, ενώ διδάσκει την ταπείνωση (γι’ αυτό έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του), προειδοποιεί πάλι τον Ιούδα λέγοντας την προφητεία του Δαβίδ (Ψαλ. 40,10): «Εκείνος που τρώει μαζί μου ψωμί σήκωσε και με χτύπησε με τη φτέρνα του». Στην υποκριτική αταραξία του Ιούδα ο Χριστός ταράχθηκε για την απώλεια της ψυχής του και είπε καθαρά ότι κάποιος θα τον προδώσει (Ιωάν. 13,21). Ο Ιούδας πάλι έκανε τον ανήξερο. Ο Χριστός τον φανερώνει έμμεσα λέγοντας: «εκείνος που βούτηξε μαζί μου στην πιατέλα το ψωμί, αυτός θα με παραδώσει» (Ματθ. 26,23). Κι ενώ ο Ιούδας συνέχιζε να κρύβεται, λέει ο Χριστός απειλητικά: «αλίμονο στον άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου ο υιός του ανθρώπου (ο Μεσσίας) θα παραδοθεί. Καλό θα ήταν γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί (Ματθ. 26,24). Κι ενώ όλοι έλεγαν «μήπως είμαι εγώ», ο Ιούδας, για να μη φανερωθεί με τη σιωπή του, Τον ρώτησε κι αυτός χωρίς ντροπή: «μήπως είμαι εγώ»; Ο Χριστός τού είπε: «Συ το είπες», δηλ., όπως το είπες.
Ο επιστήθιος μαθητής Του αναφέρει πως ο Χριστός στο όρος Γεθσημανή έριξε κάτω προς τα πίσω τον Ιούδα και τους στρατιώτες, όταν τον πλησίασαν (Ιωάν.18,5-6). Ο Ιούδας δε συγκλονίσθηκε, αλλά υποκριτικά χαιρέτησε το Χριστό λέγοντας «χαίρε ραββί» και Τον φίλησε εγκάρδια, «κατεφίλησεν αυτόν» (Ματθ. 26,49). Ο Χριστός δεν του κακομίλησε, αλλά του είπε: «φίλε, γι’ αυτό που ήλθες εδώ, προχώρα» (Ματθ. 26,50). Ο Λουκάς (22,48) συμπληρώνει τα λόγια του Χριστού με την ερώτηση: «με φίλημα παραδίδεις τον Υιό του ανθρώπου;». Σα να του έλεγε: γνωρίζω γιατί ήρθες, είσαι προδότης, δε με ξεγελά το θερμό φιλί σου.
     Ο Χριστός προσπάθησε να τον συνετίσει. Ο Ιούδας, όμως, ήταν αμετάπειστος στην προδοσία.

4. Μήπως ο Ιούδας πρόδωσε το Χριστό, επειδή δεν ήταν ο απελευθερωτής από τους Ρωμαίους;

Ο Χριστός ποτέ δε μίλησε για επανάσταση όπλων. Οι προειδοποιήσεις για το πάθος Του αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο για επανάσταση. Αν ο Ιούδας ήταν ζηλωτής, δηλαδή επαναστάτης, θα έπρεπε να περιμένει μήπως ο Χριστός δείξει αργότερα τις θείες δυνάμεις Του και απελευθέρωνε το λαό. Με την προδοσία του οδηγούσε το Χριστό στην αφάνεια. Με το θάνατο του Χριστού δεν κέρδισε τίποτε η υπόθεση της επανάστασης. Αν ο Χριστός απογοήτευσε τον Ιούδα, ας τον εγκατέλειπε κι ας περίμενε άλλον απελευθερωτή Μεσσία.
     Επίσης ο επαναστάτης Ιούδας δε δικαιολογεί τη μεταμέλεια του προδότη και τον απαγχονισμό. Όταν επέστρεψε τα χρήματα, είπε στους αρχιερείς: «παρέδωσα αίμα αθώο» (Ματθ.27,4). Ο επαναστάτης Ιούδας, επίσης, έπρεπε να κρατήσει τα χρήματα για τις ανάγκες της αναμενόμενης επανάστασης. Με τον απαγχονισμό του δεν άλλαξε η κατάσταση της ρωμαιοκρατίας.
     Όλος ο λαός περίμενε απελευθερωτή Μεσσία. Όταν ο Χριστός πολλαπλασίασε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια και έφαγαν χιλιάδες άνθρωποι, έλεγαν όσοι έφαγαν:  «πραγματικά αυτός είναι ο αναμενόμενος προφήτης. Ο Χριστός αντιλήφθηκε ότι σκοπεύουν να τον κάνουν  βασιλιά, και αναχώρησε στο όρος μόνος Του» (Ιωάν. 6,14-15).
     Και οι μαθητές του Χριστού περίμεναν από το Μεσσία απελευθέρωση. Δύο μάλιστα από τους πιο κοντινούς, τα αδέλφια Ιάκωβος και Ιωάννης, μαζί με τη μητέρα τους ζήτησαν από το Χριστό, όταν σε λίγο θα γινόταν βασιλιάς στα Ιεροσόλυμα, να τους βάλει δίπλα στο θρόνο Του δεξιά και αριστερά. Ο Χριστός τους εξήγησε ότι στα Ιεροσόλυμα τον περιμένει  πικρό ποτήρι, πηγαίνει για πάθος (Ματθ. 20,20-23). Αυτοί όμως δεν πρόδωσαν το δάσκαλό τους.
     Ο Ιούδας δεν ήταν επαναστάτης, αλλά μικρόψυχος, εγωιστής και φιλάργυρος.

5. Ο Ιούδας δε μετανόησε, όταν επέστρεψε τα τριάντα αργύρια και είπε στους αρχιερείς ότι αμάρτησε παραδίδοντας αίμα αθώο;

Άλλο πραγματική μετάνοια κι άλλο απλή μεταμέλεια. Η πραγματική μετάνοια χαρακτηρίζεται από  την προσπάθεια για διόρθωση του κακού, ενώ η απλή μεταμέλεια είναι αλλαγή σκέψης (απλή μεταστροφή) χωρίς καμία προσπάθεια διόρθωσης του κακού. Ο Ιούδας αναγνώρισε το λάθος του, αλλά δεν έκανε κάτι για να το διορθώσει. Αν μετανοούσε πραγματικά, θα πήγαινε να βρει το Χριστό και με δάκρυα θα ζητούσε τη συγχώρηση, όπως έκανε ο Πέτρος.
     Το ότι αυτοκτόνησε δείχνει ότι ο εγωισμός του τώρα λειτούργησε αυτοκαταστροφικά. Προφανώς έβαλε και το χέρι του κι ο διάβολος και τον οδήγησε στην απελπισία.
     Αν ο Ιούδας μετανοούσε πραγματικά, θα σωζόταν.

Πηγή:fdathanasiou.wordpress.com
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...