Saturday, 8 February 2014

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου. Καλό Τριώδιο!


 Kυριακή Τελώνου και Φαρισαίου.

Τα πρωινά μου βήματα με οδηγούν στον ναό της του Θεου Σοφίας Θεσσαλονίκης. Έχουν το λόγο τους. Μπαίνω στον ιερό ναό στον οποίο έχω χρόνια να λειτουργηθώ μιας και ο Άη Νικόλας ο Ορφανός έχει γίνει τα τελευταία χρόνια για μένα κάτι σαν καταφύγιο που δύσκολα απαρνιέμαι τις Κυριακές.
Ζητιάνοι έξω από την είσοδο. Μια υαλωτή κατασκευή που προστατεύει από το κρύο το εσωτερικό του ναού αφού περάσεις τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του. Μεγάλα κεριά και πλήθος εικόνες στα προσκυνητάρια. Ένας κάμεραμαν στο κεντρικό κλήτος, πίσω πίσω και όσο μπορεί πιο διακριτικά, ανεβασμένος πάνω σε μεγάλα κιβώτια, κάνει λήψη της Θείας λειτουργίας για ζωντανή αναμετάδοση. Χαμογελάω βλέποντάς τον να στέκεται με ορθάνοιχτα στραβά πόδια, σα καουμπόις σε σαλούν, και ακουστικά στ' αφτιά. Αταίριαστη φιγούρα για εκκλησία, όχι όμως και τόσο άκομψη.
Προχωρώ στο αριστερό κλήτος των γυναικών. Είναι ακόμη αρκετά νωρίς. Όρθρος. Πλήθος άδειες αναπαυτικές καρέκλες με βυσσινί μαξιλαράκι. Προχωρώ αρκετά μπροστά τόσο όσο να έχω οπτική επαφή με τον δεξιό χορό των ψαλτών. Ανασαίνω βαθιά κοιτάζοντας τα βαθιά κόκκινα, σχεδόν μουντά, και τα κυπαρισσιά πράσινα των μαρμάρων στις κολώνες. Το διακριτικό διάκοσμο που έχει χωνευτεί τόσο απο το πέρασμα των χρόνων που μοιάζει σαν να είναι ένα σώμα με τα μάρμαρα. Τα υπερμεγέθη παράθυρα με τις γλάστρες ακουμπισμένες πάνω στο φαρδύ τους πεζούλι, φαρδύ όσο και ο τοίχος του ναού, επιτρέπουν την ανελλιπή επικοινωνία με τον έξω κόσμο, έμψυχο και άψυχο: περίβολο, δρόμο, τροχοφόρα, πεζοί, εμπορικά, εποχή, φως, ώρα, λεπτό. Όλα αυτά, στέκουν πολύ ψηλότερα από το ύψος του ματιού, μιας και ο ναός έχει παραμείνει βυθισμένος σ' ένα από τα παλαιότερα επίπεδα διαστρωμάτωσης του εδάφους της παλιάς Θεσσαλονίκης. Ίσως μόνον ο χρόνος να έμεινε ατόφιος στο μπόι μας. Ο ναός που γλύτωσε από την μεγάλη πυρκαγιά της πόλης εξαιτίας του Αγίου Δημητρίου που παρεκάλεσε τον Θεό να μην τον κάψει κι έτσι, καθώς ο Κύριος τον εισάκουσε, η φωτιά έστριψε ακριβώς μπροστά στην είσοδο ερχόμενη από την Ερμού και ανηφόρισε για να φτάσει στον ναό του αγίου.
Καλοχτενισμένες, αρωματισμένες λευκομαλλούσες και άλλες με βαμμένο μαλλί, γηραιές κυρίες τυλιγμένες στα κασκόλ, τα σάλια και τα παλτά τους βασιλευόντως του μαύρου χρώματος της προχωρημένης ηλικίας τους, αλλά και του συσσωρευμένου τους πένθους.
Ο ογδοηκονταπενταετής χοράρχης του δεξιού αναλογίου, ονόματι Χαρίλαος Ταλιαδόρος, καλλιφωνότερος από ποτέ. Έχει υπηρετήσει σ' αυτή τη θέση ίσως περισσότερα από σαράντα χρόνια. Έχει απωλέσει κάτι από τον πρότερο στόμφο των νειάτων του, έχει κερδίσει πρόσθετη γλυκύτητα από την επιήκεια των γηρατιών του. Γι' αυτόν ήρθα σήμερα εδώ. Θα φύγει κι αυτός, σκέφτηκα ψες, κι εγώ δεν θα τον έχω στ' αφτιά μου. Είναι μέρος της ζωντανής ιστορίας του τόπου μου.
Διηγούνται γι' αυτόν πολλά. Η γενναιοψυχία του είναι από τα γνωστά χαρίσματά του. Λένε πως όταν κάποτε ο προηγούμενος μητροπολίτης έβγαλε ένα κήρυγμα και σκανδαλίστηκαν τα μέλη του χορού του αγανακτώντας από τις φωνές και τα μπερδεμένα λόγια που μόνον ένας καλός γνώστης της άρθρωσης του κεκοιμημένου σήμερα σεβασμιωτάτου μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει, ο Ταλιαδόρος απάντησε με μεγαλοθυμία: δε βαριέσαι, πες πως ζεις σε ξένη χώρα... Η φράση αυτή είναι νομίζω αρκούντως ενδεικτική της αρχοντιάς του.
Το δοξάρι του πάθους του συντονίζει τις φωνητικές του χορδές με τρόπο που σε ταξιδεύει σε νερά τρεχούμενα, φτερουγίσματα πουλιών, θρόισμα φύλλων και λεπτότητα χάριτος, θα 'λεγα κυανής. "Εις πολλά έτη Δέσποτα", ψάλλει σήμερα προς τιμήν του Ανθίμου που η ιεροπρέπειά του με ξαφνιάζει ευχάριστα, μιας και έξω από όλα αυτά που ακούγονται για το πρόσωπό του, δεν τον έζησα ποτέ ως προεξάρχοντα σε λειτουργία. Και όμως, αυτή η ελάχιστη φράση, "εις πολλά έτη Δέσποτα", στα ποικίλματα της εκφοράς της, διαπερνά χρόνους, γενεες, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ψάλλοντος, του ψαλλομένου και αυτού του ιεράρχη, σαν γνήσια προσευχή που εκτοξεύεται στην ακοή του Ουρανού ανεμπόδιστα.
Η φωνή του πρωτοψάλτη της αγίας Σοφίας, Χαρίλαου Ταλιαδόρου, σήμερα μοιάζει να διανύει την πλέον νεανική της φάση και αυτό μοιάζει παράδοξο, μα δεν είναι. Το αξιοθαύμαστο με την φωνή σε αντίθεση με όλο το υπόλοιπο σώμα, όπως και με την τέχνη της ψαλτικής ή του τραγουδιού, είναι πως με το πέρασμα των χρόνων, συχνά βελτιώνεται και εξελίσσεται θαυμαστά σαν ο χρόνος αντί να τη φθείρει, να την αναγεννά. Πάντοτε πίστευα πως η φωνή του ανθρώπινου σώματος έχει μια απευθείας σύνδεση με την ψυχή του. Ίσως γι' αυτό παραμένει άφθορη, αν και η ψυχή παραμένει νέα.
Μέχρι να καταλάβω πως η λειτουργία φτάνει πια προς το τέλος της, ο μεγάλος ναός έχει γεμίσει ασφυκτικά, η ψυχή μου έχει γλυκαθεί, το εξωτερικό φως διαχέεται ποικιλοτρόπως, και οπωσδήποτε γλυκασμένο και αυτό, από τα μικρά παράθυρα του τρούλου παιχνιδίζοντας με τις προσευχές των πιστών.
Με το που βγαίνει ένας ιερομόναχος στην Ωραία Πύλη να κηρύξει, βγαίνω κι εγώ από τον ναό. Δεν καταλαβαίνω πια τα κηρύγματα, ούτε τον τρόπο της εκφοράς τους ούτε και το νόημά τους, -όταν έχουν κάποιο νόημα-, τα αποφεύγω προκειμένου να μη στεναχωριέμαι μετά.
Οι ζητιάνοι αυξήθηκαν έξω από την πόρτα, ο ήλιος επισης, κι εγώ προχωρώ προς την Παλαιών Πατρών Γερμανού για το καφέ όπου θα πιούμε το ζεστό κυριακάτικο ρόφημα με την παρέα. Μπήκαμε στο Τριώδιο και το στάδιο των αρετών για μια ακόμη φορά ηνέωκται. Θα καταλύσουμε εις πάντα τη βδομάδα που μας έρχεται, για να μπούμε σιγά σιγά στη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Καλό Τριώδιο!

Metropolitan Anthony Sourozh-THE PUBLICAN AND THE PHARISEE

 
In the Name of the Father, the Son, and the Holy Ghost.

How short, and how well known is today's parable, and yet, how intense its message, how challenging.

Intense it is in its very words. Two men come into the church of God, into a sacred realm which in a world that is lost to God belongs to Him unreservedly, into His Divine Realm. And one of the men walks boldly into it, takes a stand before God. The other one comes, and doesn't even dare cross the threshold: he is a sinner, and the Realm is holy, like the space around the Burning Bush in the desert which Moses could not enter without having unshod his feet, otherwise than in adoration and the fear of God.

And how different the words spoken! Apparently the Pharisee praises God, he gives Him glory - but for what? Because He has made a man like him, a man so holy, so worthy of Him, of God; a man who not only keeps all the commandments of the Law, but goes beyond of what God Himself has commanded and can expect of man. Indeed, he stands before God praising Him, that he, the Pharisee, is so wonderful that he is God's own glory, the shining, the revelation of God’s holiness.

The Publican does not even dare enter into the holy Realm of God.

And the parable is clear: the man who came and stood brokenhearted, ashamed of himself, knowing that he is unworthy of entering this sacred space goes back home forgiven, loved, indeed: accompanied by God Himself Who came into the world to save sinners and Who stands by everyone who needs Him, who recognises his need for salvation.

The Pharisee goes home, but he goes home less forgiven; his relationship with God is not the same; he is at the center, God is peripheric to him; he is at the heart of things, God is subservient to him. It does not mean that what he did was worthless; it simply means that as far as he is concerned, it has born no fruit of holiness in himself. The deeds were good, but they were spoiled, poisoned by pride, by self-assertion; the beauty of what he did was totally marred because it was addressed neither to God nor to his neighbour; it was turned in on himself. And we are told that this pride has despoiled this man, has taken away from him the fruits of his good works, the fruit of his outward faithfulness to the law of God, that only humility could have given him and his action full meaning, that only humility could have made his actions into life, into the waters of life gushing into eternity.

But then, the question stands before us: how can we learn anything about humility if that is the absolute condition to be not like the barren fig tree, but fruitful, to be rich harvest and from whom people can be fed?

I do not think that we can move from pride, vanity into humility in a single unless something so tragic happens to us that we see ourselves, we discover ourselves completely bereft of everything that supported our sinful, destructive, barren condition. But there is one thing which we can do: however much we think that we are possessed of gifts of all sorts of heart and mind, of body and soul, however fruitful our action may be, we can remember the words of Saint Paul: O, man! What have you got which was not given you?!.. And indeed, he echoes at this point what Christ said in the first Beatitude, the Beatitude that opens the door to all other Beatitudes, the Beatitude which is the beginning of understanding: Blessed are the poor in spirit... Blessed are those who know, not only with their intellect - but at least with their intellect! - that they are nothing, and they possess nothing which is not a gift of God.

We were called into being out of naught, without our participation: our very existence is a gift! We were given life which we could not create, call out of ourselves. We have been given the knowledge of the existence of God, and indeed, a deeper, more intimate knowledge of God - all that is gift! And then, all that we are is a gift of God: our body, our heart, our mind, our soul - what power have we got over them when God does no longer sustain them? The greatest intelligence can of a sudden be swallowed into darkness by a stroke; there are moments when we are confronted with a need that requires all our sympathy, all our love - and we discover that our hearts are of stone and of ice... We want to do good - and we cannot; and Saint Paul knew it already when he said: The good which I love, I don't do, and the wrong which I hate I do continuously... And our body depends on so many things!

And what of our relationships, of the friendship which is given us, the love which sustains us, the comradeship - everything that we are and which we possess is a gift: what is the next move: isn't it gratitude? Can’t we turn to God not as a pharisee, priding ourselves of what we are and forgetting that all that is HIS, but turning to God and saying: O, God! All that is a gift from You! all that beauty, intelligence, a sensitive heart, all the circumstances of life are a gift! Indeed, all those circumstances, even those which frighten us are a gift because God says to us: I trust you enough to send you into the darkness to bring light! I send you into corruption to be the salt that stops corruption! I send you where there is no hope to bring hope, where there is no joy to bring joy, no love to bring love... and one could go on, on, on, seeing that when we are send into the darkness it is to be God's presence and God's life, and that means that He trusts us - He trusts us, He believes in us, He hopes for us everything: isn't that enough to be grateful?

But gratitude is not just a cold word of thanks; gratitude means that we wish to make Him see that all that was not given in vain, that He did not become man, lived, died in vain; gratitude means a life that could give joy to God: this is a challenge of this particular parable.

Yes, the ideal would be for us to be humble - but what is humility? Who of us knows, and if someone knows, who can communicate it to everyone who doesn’t know? But gratitude we all know; we know small ways and small aspects of it! Let us reflect on it, and, let us in an act of gratitude recognise that we have no right to be in God’s own realm - and He lets us in! We have no right to commune to Him either in prayer, or in sacrament - and He calls us to commune with Him! We have no right to be His children, to be brothers and sisters of Christ, to be the dwelling place of the Spirit - and He grants it all in an act of love!

Let each of us reflect and ask himself: in what way can he or she be so grateful in such a way that God could rejoice that He has not given in vain, been in vain, lived and died in vain, that we have received the message. And if we grow in a true depth of gratitude, at the depth of gratitude we will knock down, adore the Lord, and learn what humility is not abasement, but adoration, the awareness that He is all we possess, all that we are, and that we are open to Him like the earth, the rich earth is open to the plough, to the sowing, to the seed, to the sunshine, to the rain, to everything in order to bring fruit. Amen!

* All texts are copyright: Estate of Metropolitan Anthony of Sourozh

Πῶς νὰ προσέχει ὅποιος ζεῖ στὸν κόσμο

 Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ

Ψυχὴ ὅλων τῶν ἀσκήσεων, ποὺ γίνονται γιὰ τὸν Κύριο, εἶναι ἡ προσοχή. Δίχως προσοχή, ὅλες αὐτὲς οἱ ἀσκήσεις εἶναι ἄκαρπες, νεκρές. Ὅποιος ποθεῖ τὴ σωτηρία του πρέπει νὰ μάθει νὰ προσέχει ἄγρυπνα τὸν ἑαυτό του, εἴτε ζεῖ στὴ μόνωση εἴτε ζεῖ μέσα στὸν περισπασμό, ὁπότε καμιὰ φορά, καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλει, παρασύρεται ἀπὸ τὶς συνθῆκες.
Ἂν ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ γίνει τὸ ἰσχυρότερο ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς, τότε πιὸ εὔκολα θὰ προσέχουμε τὸν ἑαυτό μας, τόσο στὴν ἡσυχία τοῦ κελιοῦ μας ὅσο καὶ μέσα στὸν θόρυβο ποὺ μᾶς κυκλώνει ἀπὸ παντοῦ.
Στὴ διατήρηση τῆς προσοχῆς πολὺ συμβάλλει ἡ συνετὴ μετρίαση τῆς τροφῆς, ποὺ μειώνει τὴ θέρμη τοῦ αἵματος. Ἡ αὔξηση αὐτῆς τῆς θέρμης ἀπὸ τὰ πολλὰ φαγητά, ἀπὸ τὴν ἔντονη σωματικὴ δραστηριότητα, ἀπὸ τὸ ξέσπασμα τῆς ὀργῆς, ἀπὸ τὸ μεθύσι τῆς κενοδοξίας καὶ ἀπὸ ἄλλες αἰτίες προκαλεῖ πολλοὺς λογισμοὺς καὶ φαντασιώσεις, δηλαδὴ τὸν σκορπισμὸ τοῦ νοῦ. Γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι πατέρες σ’ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ προσέχει τὸν ἑαυτὸ του συστήνουν πρὶν ἀπ’ ὅλα τὴ μετρημένη, διακριτικὴ καὶ διαρκῆ ἐγκράτεια ἀπὸ τὶς τροφὲς (2).
Ὅταν σηκώνεσαι ἀπὸ τὸν ὕπνο πρόκειται γιὰ μιὰ προεικόνιση τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, ποὺ περιμένει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους—, νὰ κατευθύνεις τὶς σκέψεις σου στὸν Θεό. Νὰ προσφέρεις σὰν θυσία σ’ Ἐκεῖνον τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς λειτουργίας τοῦ νοῦ σου, ὅταν αὐτὸς δὲν ἔχει ἀκόμα προσλάβει καμιὰ μάταιη ἐντύπωση.
Ἀφοῦ ἱκανοποιήσεις ὅλες τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος, ὅπως κάθε ἄνθρωπος ποὺ σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνο, διάβασε μὲ ἡσυχία καὶ αὐτοσυγκέντρωση τὸν συνηθισμένο προσευχητικό σου κανόνα. Φρόντισε ὄχι τόσο γιὰ τὴν ποσότητα ὅσο γιὰ τὴν ποιότητα τῆς προσευχῆς. Αὐτὸ σημαίνει νὰ προσεύχεσαι μὲ ἀπόλυτη προσοχή. Ἔτσι θὰ φωτιστεῖ καὶ θὰ ζωογονηθεῖ ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὴν κατάνυξη καὶ τὴ θεία παρηγοριά.
Μετὰ τὸν κανόνα τῆς προσευχῆς, προσπαθώντας πάλι μ’ ὅλες σου τὶς δυνάμεις γιὰ τὴ διατήρηση τῆς προσοχῆς, νὰ διαβάζεις τὴν Καινὴ Διαθήκη, κυρίως τὸ Εὐαγγέλιο. Διαβάζοντας, νὰ σημειώνεις μὲ ἐπιμέλεια τὶς παραγγελίες καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ κατευθύνεις σύμφωνα μ’ αὐτὲς ὅλες σου τὶς πράξεις τῆς ἡμέρας, φανερὲς καὶ κρυφές.
Ἡ ποσότητα τῆς μελέτης ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς δυνάμεις σου καὶ ἀπὸ τὶς περιστάσεις. Δὲν πρέπει νὰ βαραίνεις τὸν νοῦ σου μὲ ὑπέρμετρη ἀνάγνωση προσευχῶν ἤ τῆς Γραφῆς. Δὲν πρέπει, ἐπίσης, νὰ παραμελεῖς τὶς ὑποχρεώσεις σου γιὰ νὰ προσευχηθεῖς ἤ νὰ μελετήσεις περισσότερο. Ὅπως ἡ ἄμετρη χρήση ὑλικῆς τροφῆς προκαλεῖ διαταραχὲς στὸ στομάχι καὶ τὸ ἐξασθενίζει, ἔτσι καὶ ἡ ἄμετρη χρήση πνευματικῆς τροφῆς ἐξασθενίζει τὸν νοῦ, τοῦ προκαλεῖ ἀποστροφὴ πρὸς τὶς εὐσεβεῖς ἀσκήσεις καὶ τοῦ φέρνει ἀθυμία (3).
Στὸν ἀρχάριο οἱ ἅγιοι πατέρες συστήνουν νὰ προσεύχεται συχνὰ ἀλλὰ σύντομα. Ὅταν ὁ νοῦς ὡριμάσει πνευματικὰ καὶ δυναμώσει, τότε θὰ μπορεῖ νὰ προσεύχεται ἀδιάλειπτα. Σὲ τέτοιους χριστιανούς, ποὺ ἔχουν γίνει ὥριμοι, φτάνοντας στὰ μέτρα τῆς τελειότητας τοῦ Χριστοῦ (4), ἀναφέρονται τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Ἐπιθυμῶ νὰ προσεύχονται οἱ ἄνδρες σὲ κάθε τόπο καὶ νὰ σηκώνουν στὸν οὐρανὸ χέρια καθαρὰ (ἀπὸ κάθε μολυσμό), δίχως ὀργὴ καὶ λογισμοὺς» (5), δηλαδὴ δίχως ἐμπάθεια, περισπασμὸ ἤ μετεωρισμό. Γιατί αὐτὸ ποὺ εἶναι φυσικὸ γιὰ ἕναν ἄνδρα, δὲν εἶναι ἀκόμα φυσικὸ γιὰ ἕνα νήπιο.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος φωτιστεῖ ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μέσω τῆς προσευχῆς καὶ τῆς μελέτης, μπορεῖ νὰ ἐπιδοθεῖ στὶς καθημερινές του ἀσχολίες, προσέχοντας ὥστε σ’ ὅλα τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια του, σ’ ὅλη τὴν ὕπαρξή του νὰ κυριαρχεῖ καὶ νὰ ἐνεργεῖ τὸ πανάγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὸ ἀποκαλύφθηκε καὶ ἐξηγήθηκε στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές.
Ἂν στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας ὑπάρχουν ἐλεύθερες στιγμές, χρησιμοποίησέ τες γιὰ νὰ διαβάσεις μὲ προσοχὴ μερικὲς ἐπιλεγμένες προσευχὲς ἤ περικοπὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐνισχύοντας ἔτσι τὶς ψυχικές σου δυνάμεις, ποὺ ἔχουν ἐξασθενήσει ἀπὸ τὶς διάφορες δραστηριότητες μέσα στὸν πρόσκαιρο κόσμο. Ἂν τέτοιες χρυσὲς στιγμὲς δὲν ὑπάρχουν, νὰ λυπᾶσαι γι’ αὐτό, ὅπως ἂν εἶχες χάσει θησαυρό. Ὅ,τι χάθηκε σήμερα δὲν πρέπει νὰ χαθεῖ καὶ αὔριο, γιατί ἡ καρδιὰ μας εὔκολα παραδίνεται στὴ ραθυμία καὶ τὴ λήθη. Ἀπ’ αὐτές, πάλι, γεννιέται ἡ σκοτεινὴ ἄγνοια, ποὺ καταστρέφει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου (6).
Ἂν συμβεῖ νὰ πεῖς ἤ νὰ κάνεις κάτι ποὺ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε χωρὶς καθυστέρηση διόρθωσε τὸ σφάλμα σου μὲ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια. Μὲ τὴ μετάνοια νὰ ἐπιστρέφεις πάντα στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὅταν ξεφεύγεις ἀπ’ αὐτόν, καταφρονώντας τὸ θεῖο θέλημα. Μὴ μένεις γιὰ πολὺ ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ! Στὶς ἁμαρτωλὲς σκέψεις καὶ φαντασιώσεις καὶ στὰ ἐμπαθῆ αἰσθήματα νὰ ἀντιπαραθέτεις μὲ πίστη καὶ ταπείνωση τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές, λέγοντας μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο πατριάρχη Ἰωσήφ: «Πῶς μπορῶ νὰ κάνω αὐτὸ τὸ κακὸ καὶ ν’ ἁμαρτήσω μπροστὰ στὸν Θεό;» (7).
Ὅποιος προσέχει τὸν ἑαυτὸ του πρέπει ν’ ἀπαρνηθεῖ γενικὰ κάθε φαντασίωση, ὅσο ἑλκυστικὴ καὶ εὔσχημη κι ἂν φαίνεται αὐτή. Κάθε φαντασίωση εἶναι περιπλάνηση τοῦ νοῦ ὄχι στὴν περιοχὴ τῆς ἀλήθειας ἀλλὰ στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων, ποὺ δὲν ὑπάρχουν οὔτε πρόκειται νὰ ὑπάρξουν καὶ ποὺ πλανοῦν τὸν νοῦ, ἐμπαίζοντάς τον. Συνέπειες τῶν φαντασιώσεων εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς προσοχῆς, ὁ σκορπισμὸς τοῦ νοῦ καὶ ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ἔτσι ἀρχίζει ἡ διαταραχὴ τῆς ψυχῆς.
Τὸ βράδυ, ὅταν πηγαίνεις γιὰ ὕπνο —πού, μετὰ τὴν ἐγρήγορση τῆς ἡμέρας καὶ σὲ σύγκριση μ’ αὐτήν, προεικονίζει τὸν θάνατο—, νὰ ἐξετάζεις τὶς πράξεις ποὺ ἔκανες ὅσο ἤσουνα ξύπνιος. Ἕνας τέτοιος αὐτοέλεγχος δὲν εἶναι δύσκολος γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ζεῖ προσεκτικά. Γιατί ἡ προσοχὴ ἐξαφανίζει τὴ λήθη, ποὺ εἶναι φαινόμενο τόσο συνηθισμένο σ’ ὅποιον ἔχει περισπασμούς. Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ θυμηθεῖς ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανες στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, εἴτε μὲ πράξεις εἴτε μὲ λόγια εἴτε μὲ σκέψεις, ἐγκάρδια πρόσφερε γι’ αὐτὲς τὴ μετάνοιά σου στὸν Θεό, ἔχοντας τὴ διάθεση τῆς διορθώσεως. Μετὰ διάβασε τὸν κανόνα τῆς προσευχῆς σου. Τέλος, κλεῖσε τὴν ἡμέρα σου ὅπως τὴν ἄρχισες, δηλαδὴ μὲ θεϊκοὺς λογισμούς.
Τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶται ὁ ἄνθρωπος, ποῦ πᾶνε ὅλες οἱ σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματά του; Τί μυστικὴ κατάσταση εἶναι αὐτὴ τοῦ ὕπνου, κατὰ τὴν ὁποία τόσο ἡ ψυχὴ ὅσο καὶ τὸ σῶμα ζοῦν καὶ συνάμα δὲν ζοῦν, ἀποξενωμένα καθὼς εἶναι ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς ζωῆς, σὰν νεκρά; Ἀκατανόητος εἶναι ὁ ὕπνος, ὅπως καὶ ὁ θάνατος. Ὅπως στὴν αἰώνια ἀνάπαυση, ἔτσι καὶ στὴν πρόσκαιρη τοῦ ὕπνου ἡ ψυχὴ ξεχνάει ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ μεγάλες πίκρες, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ φοβερὲς ἐπίγειες συμφορές.
Καὶ τὸ σῶμα;!… Ἀφοῦ σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνο, ὁπωσδήποτε θὰ ἀναστηθεῖ καὶ ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
Ὁ μεγάλος ἀββὰς Ἀγάθων εἶπε: «Εἶναι ἀδύνατο νὰ προκόψουμε στὴν ἀρετή, ἂν δὲν προσέχουμε ἄγρυπνα τὸν ἑαυτὸ μας» (8). Ἀμήν.

1. Συντάχθηκε γιὰ ἕναν εὐσεβῆ λαϊκὸ ποὺ ἤθελε νὰ ζεῖ προσεκτικὰ μέσα στὸν κόσμο.
2. Βλ Ὁσίου Φιλόθεού του Σιναΐτου, Νηπτικὰ κεφάλαια Μ’, γ’. ιε’.
3. Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, ΚΓ’, 16-17.
4. Πρβλ. Ἐφ. 4:13. 
5. Α” Τιμ. 2:8.
6. Πρβλ. Ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ. Ἐπιστολὴ πρὸς Νικόλαον μονάζοντα Ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Βιβλίον Α’, Περὶ ἐμπράκτου γνώσεως.
7. Γεν. 39:9
8. Πρβλ Τὸ Γεροντικόν, Ἀββᾶς Ἀγάθων, ἀπόφθεγμα η’.

Πηγή:agiazoni
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...