Showing posts with label Ωφέλιμα. Show all posts
Showing posts with label Ωφέλιμα. Show all posts

Wednesday, 14 January 2015

Άνοιξε την καρδιά σου Χριστιανέ μου!


Άνοιξε την καρδιά σου Χριστιανέ μου!
Για τούτο ήρθε ο Χριστός. Να μπεί ολάκερος μέσα στήν καρδιά σου, να την φωτίσει με την θεική του λάμψη, να τις δώσει Ζωή, να την θερμάνει απο την παγωνιά του κόσμου.

”Μου έκανε την καρδιά περιβόλι..” μου είπες τις προάλλες. Σε πίκρανε ο κόσμος, σε βασανίζει καιρό τώρα τούτη η σκληροκαρδία. Γέμισε η καρδιά σου με αγκάθια που ματώνουν και πονάνε..
”Μας πως γείναμε έτσι όλοι μας;” Που πάμε; με ρώτησες με αγωνία…
Άνοιξε την καρδιά σου χριστιανέ μου, να έρθει Εκείνος μέσα στο ”περιβόλι” σου… να το οργώσει με την χάρη Του, να το κάμει κήπο ανθοστόλιστο, να μοσχοβολίζει σαν πρωινής δροσιάς το μύρο…
Έυχου να ΄ρθεί ο Χριστός να κάνει κύκλους…
να κόβει βόλτες μέσα στην καρδιά σου!
Να γιάνουν όλες οι πληγές, να μοσχοβολίσει η καρδιά μας απο αγάπη.

«Eν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού». (Α΄Ιωάν.4:9).
Συγγραφή κειμένου, Δημήτρης Ρόδης για Πνεύματος κοινωνία

Πηγή: pneumatoskoinwnia.blogspot.gr

Saturday, 10 January 2015

«Ἡ ἀρετὴ φαίνεται, ὅταν σὲ ἐλέγχει ὁ ἀδελφὸς κι ἐσὺ ταπεινώνεσαι ἀδιαμαρτύρητα.»


Γέρων ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΚΑΡΟΥΛΙΩΤΗΣ


Ὁ Γ. Δανιὴλ Κατουνακιώτης μιλᾶ γιὰ τὸν μεγάλο ἀσκητὴ Φιλάρετο στὸ φρικαλέο Καρούλι
Μανώλης Μελινὸς
ἐφημ. «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», 15.03.2014

Γέρων Δανιὴλ Κατουνακιώτης: Ἔχω διαβάσει στὸ Λαυσαϊκὸν τοῦ Παλλαδίου τὰ ἑξῆς περὶ τοῦ ἀββᾶ Ὤρ: «Οὗτος ἐν τῇ ἐρήμῳ διάγων, ἤσθιεν μὲν βοτάνας καὶ ρίζας γλυκείας, ἔπινεν δὲ καὶ ὕδωρ ὅτε ηὔρισκεν, ἐν εὐχαῖς καὶ ὕμνοις διατελῶν πάντα τὸν χρόνον». Νομίζω ἀποδίδουν ἄριστα τὰ τῆς ἀσκητικοτάτης βιοτῆς τοῦ πατρὸς Φιλαρέτου. Ἦταν ἓν ἀπὸ τὰ εὔοσμα ἄνθη ποὺ φυτρώνουν στὰ βράχια τῶν Καρουλίων! Φίλος τῆς ἀρετῆς ὄντως. Πάντα κυκλοφοροῦσε ξυπόλυτος. Μία μέρα ὁ Γέροντάς μας, ὁ π. Γερόντιος, θέλοντας νὰ τὸν δοκιμάσει ἂν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ τόση ἀγάπη καὶ ἁπλότητά του ἢ ἀπὸ ἐγωισμό, τοῦ εἶπε:
«Πάτερ Φιλάρετε…»
«Εὐλογεῖτε, Γέροντα».
«Εἶσαι ὑποκριτής! Μᾶς δείχνεις ὅτι περπατᾶς ξυπόλυτος καὶ μὲ κουρελιασμένα ράσα, γιὰ νὰ κάνεις τὸν ταπεινό!
«Γέροντα», ἀπήντησεν ἐκεῖνος κατεβάζοντας ταπεινὰ τὸ κεφάλι, «εἶμαι ὑποκριτής! Ὅμως τί νὰ κάνω γιὰ νά… θεραπευθῶ;» «Νὰ βάλεις παπούτσια καὶ νὰ σουλουπωθεῖς».
«Νά ’ναι εὐλογημένο, Γέροντα· αὐτὸ θὰ κάνω».
Ἔβαλε βαθιὰ μετάνοια κι ἔφυγε. Πῆγε ἀμέσως καὶ βρῆκε κάτι παμπάλαια παπούτσια καὶ τὰ εἶχε κάτω ἀπὸ τὴ μασχάλη του καί, ὅταν ἦλθε στὴν πόρτα τοῦ ἡσυχαστηρίου μας, τὰ ἔβαλε καὶ μπῆκε! Αὐτὸ ἔγινε μὲ πόνο πολύ, διότι, τόσα χρόνια ξυπόλυτος, τὰ πέλματα εἶχαν πρησθεῖ καὶ δὲν χωροῦσαν σὲ παπούτσι γιὰ πολλὴν ὥραν. Ὅμως ἡ ὑπακοή, βλέπετε, καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη κάνουν θαύματα! Ἡ ἀρετὴ φαίνεται ὅταν σὲ ἐλέγχει ὁ ἀδελφὸς κι ἐσὺ ταπεινώνεσαι ἀδιαμαρτύρητα. Ὁ διάβολος καίγεται μὲ τέτοια συμπεριφορά…
«Τώρα, μάλιστα! Τώρα εἶσαι ὄντως ταπεινὸς μοναχός», τοῦ εἶπε ὁ Γέροντάς μας.
«Εὐλόγησον, Γέροντα, εὐλόγησον» εἶπε καί, ἀφοῦ ἔβαλε μετάνοια, ἀπομακρύνθηκε παραπατώντας σὰν παιδί…
Δίπλα στὸ ἀσκητήριό του φύτρωναν ἀγριόχορτα. Τὰ ἔκοβε καί, μολονότι τοῦ ἦσαν ἀπολύτως ἀπαραίτητα, μᾶς τὰ ἔφερνε λέγοντας:
«Φᾶτε, πατέρες. Τοῦ Θεοῦ εἶναι κι αὐτὰ καὶ πρέπει νὰ τὰ τρώγουν αὐτοὶ ποὺ εὐαρεστοῦν εἰς Αὐτὸν καὶ ὄχι οἱ ράθυμοι σὰν ἐμένα!»
.             Κάποια μέρα πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ ἕνας ρασοφόρος, ὁ ὁποῖος εἶπε πὼς ἦτο διάκονος. Βλέποντας τὰ παλαιὰ βιβλία τοῦ ἀσκητοῦ, τὰ ἔβαλε στὸ μάτι καὶ μὲ τρόπο τ’ ἀφήρεσε. Ἔφυγε παίρνοντάς τα μαζί του. Κατευθύνθηκε στὴ Δάφνη, μὴ γνωρίζοντας ὅτι στὸ τελωνεῖο της γίνεται ἔλεγχος στοὺς ἐξερχομένους. Ἐκεῖ λοιπὸν τὸν συνέλαβαν!
«Ποῦ τὰ βρῆκες αὐτά;», τὸν ρώτησαν.
«Μοῦ τά… πούλησε ὁ πατὴρ Φιλάρετος, εἰς τὰ Καρούλια!»
Εἶπε ψέματα γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖ καὶ συνέχισε τὴ φρικτὴ συκοφαντία του:
«Αὐτὸς εἶναι ἀρχαιοκάπηλος! Πουλάει παλαιὰ βιβλία!»
.             Οἱ ἀστυνομικοὶ ἦλθαν ἐδῶ στὴν ἔρημο κι ἔκαναν ἀνακρίσεις. Στὴ συνέχεια, ἔχοντας πεισθεῖ ἀπὸ τὸν πανοῦργο αὐτὸν ἄνθρωπο, μήνυσαν τὸν ἅγιον ἀσκητή! Κάποια μέρα ἔφθασαν σ’ ἐμᾶς οἱ κλήσεις, γιατί ἀπ’ ἐδῶ περνοῦν τὰ πάντα. Οἱ ἀσκηταὶ δὲν γνωρίζουν ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ καὶ γενικότερα δὲν ἀσχολοῦνται μὲ βιοτικὰ πράγματα. Μὲ τὶς κλήσεις ἐκαλεῖτο λοιπὸν νὰ δικασθεῖ! Τὸν ἐνημερώσαμε σχετικὰ κι ἐκεῖνος μᾶς εἶπε: «Ἐγὼ δὲν γνωρίζω ποῦ νὰ πάω. Σᾶς παρακαλῶ σεῖς νὰ μὲ ὁδηγήσετε». Ἔ, ἐμεῖς κάναμε ὅ,τι ἔπρεπε, τοῦ δώσαμε μερικὰ ρουχαλάκια -γιατί τὰ μοναδικὰ δικά του ἦσαν ξεσχισμένα ἀπὸ τὴν τραχείαν ἀσκητικὴ ζωὴ- καὶ εἴπαμε σ’ ἕναν γνωστό μας δικηγόρο νὰ πάει νὰ τὸν βοηθήσει. Τοῦ δώσαμε καὶ λίγα χρήματα γιὰ νὰ πάει στὴ Θεσσαλονίκη νὰ δικασθεῖ. Ποιός; Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον οὔτε ὁ Θεός, νομίζουμε ταπεινά, δὲν θὰ δικάσει «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ». Ἕνας οὐράνιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εὐωδίαζε ἄρωμα ἀσκήσεως! Παρὰ ταῦτα ὁ ἅγιος ἀσκητὴς μᾶς εἶπε: «Ἐγὼ θὰ κάνω ὑπακοὴ στὴν Πολιτεία καὶ θὰ πάω, ὅπως μοῦ λένε, νὰ δικασθῶ». Ἔφυγε γιὰ τὴν Θεσσαλονίκη αὐτὸς ποὺ εἶχε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος πενήντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια! Πενήντα ὀκτὼ χρόνια ἀσκητὴς ἐδῶ, στὸ Καρούλι, τρώγοντας μόνο λίγα χορταράκια καὶ πίνοντας τὸ νεράκι τοῦ Θεοῦ! Ὁ εὐλογημένος αὐτὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε φθάσει σὲ πολὺ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς, πῆγε καὶ κάθισε στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου. Πῶς γίνονται ἐκεῖ οὔτε ποὺ ξέρω. Δὲν πῆγα ποτὲ σ’ αὐτὲς τὶς πόρτες… Ἁπλῶς θυμᾶμαι, ὅπως μᾶς τὰ ἔλεγε ὁ εὐλογημένος αὐτὸς Γέροντας. Τὸν φώναξε λοιπὸν ὁ πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου:
«Ὁ μοναχὸς Φιλάρετος;»
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἐλεεινός», ἀπήντησε ταπεινὰ σκύβοντας τὸ κεφάλι.
«Γιατί πούλησες τὰ βιβλία αὐτά;»
«Δὲν τὰ πούλησα, ἀδελφέ! Νά, πέρασε ὁ ἀδελφὸς καὶ τὰ πῆρε νὰ τὰ διαβάσει καὶ ἀσφαλῶς θὰ τὰ γύριζε. Ἐγὼ αὐτὸ πίστευα…»
«Πρέπει νὰ ὁρκισθεῖς, πάτερ, γιὰ νὰ εἶσαι πιστευτός. Αὐτὴ εἶναι ἡ τάξη τοῦ δικαστηρίου».
«Ἄ, δὲν ὁρκίζομαι γιατί στὸ ἅγιον Εὐαγγέλιο λέει “μὴ ὁμόσαι ὅλως”!»
«Μὰ πρέπει, πάτερ, νὰ ὁρκισθεῖς».
«Πῶς ὁρκίζονται;»
«Βάζοντας τὴν παλάμη πάνω στὸ Εὐαγγέλιο».
Ὁ π. Φιλάρετος τότε… ἔβαλε τρεῖς στρωτὲς μετάνοιες μπροστὰ στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ἀσπάσθηκε μ’ εὐλάβεια, λέγοντάς τους:
«Ἀρκεῖσθε σ’ αὐτό;»
«Ὄχι, πάτερ, πρέπει νὰ βάλεις τὸ χέρι σου στὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ πεῖς “ὁρκίζομαι…” κ.λπ.».
«Δὲν μπορῶ νὰ ὁρκισθῶ».
«Μά, ἂν δὲν ὁρκισθεῖς, θὰ πᾶς ἐννέα μῆνες φυλακή…»
«Νὰ πάω φυλακὴ χίλιες φορές! Ἐγὼ ἀναμένω τὴν αἰωνία καταδίκη ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ θὰ σκεφθῶ τὴ φυλάκιση τῶν ἐννέα μηνῶν;»
Παρὼν ἦτο καὶ ὁ ψευδοδιάκονος -φουσκώνοντας καὶ ξεφουσκώνοντας ἀπὸ μεγαλοπρέπεια καὶ ὕφος- ἀτσαλάκωτος μέσα στὰ γυαλιστερὰ ράσα του. Εἶχε βάλει ἕναν δικηγόρο, ὁ ὁποῖος εἶπε ἕνα σωρὸ ψεύδη. Μεταξὺ ἄλλων ὁ δικηγόρος εἶπε:
«Πῶς εἶναι δυνατόν, κύριοι δικασταί, νὰ κλέψει ὁ ἐκλεκτὸς αὐτὸς κληρικὸς τὰ βιβλία αὐτοῦ τοῦ ρακενδύτου; Εἶναι δυνατόν; Μήπως τὰ εἶχε ἀνάγκη; Ἂν εἶναι δυνατόν…»
.          Ἐν τέλει, μὲ αὐτὲς τὶς ψευδομαρτυρίες καὶ τὴ διαστρέβλωση τῆς ἀληθείας, δικαιώθηκε ὁ ἀπαστράπων κλέπτης καὶ καταδικάσθηκε ὁ ἐνάρετος ἀσκητής, ὁ ὁποῖος παρουσιάσθηκε μὲ φτωχικὰ ράσα, χωρὶς τὴν τέχνη τοῦ ψεύδους καί, φυσικά, δίχως νὰ ὁρκισθεῖ. Βγῆκε λοιπὸν ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφαση καὶ τὸν πῆρε ὁ ἀστυνομικὸς νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ φυλακή! Οἱ ἰθύνοντες δὲν συγκινήθηκαν καὶ συγκινήθηκε τὸ ἀκροατήριον. Ἔκαναν πρόχειρον ἔρανο μεταξύ τους καὶ μάζεψαν τὸ ποσὸ ποὺ χρειαζόταν γιὰ ν’ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἀσκητὴς ἀπὸ τὴ φυλάκιση. Μὲ ἁπλότητα τοὺς εὐχαρίστησε κι ἔφυγε χαρούμενος, ἐπιστρέφοντας ἐδῶ στὰ Καρούλια, χῶρο τῆς μακροχρονίου ἀσκήσεώς του. Εὐχαριστοῦσε κι ἐμᾶς ποὺ τὸν βοηθήσαμε μὲ τὶς πενιχρὲς δυνάμεις μας: «Εὐχαριστῶ, πατέρες», μᾶς ἔλεγε, «εὔχεσθε νὰ λυτρωθῶ καὶ ἀπὸ τὴν αἰωνία φυλακή!» Μεταξὺ ἄλλων ἦταν ἐνθουσιασμένος μὲ τὸν δικηγόρο ποὺ εἴχαμε στείλει γιὰ νὰ τὸν ὑπερασπισθεῖ. Ὁ ἀγαθὸς ἀσκητής, κάνοντας πάντα καλοὺς λογισμούς, τὰ ἔβλεπε ὅλα ὑπέροχα κι ἔλεγε καὶ ξανάλεγε ἐντυπωσιασμένος:
«Αὐτὸς ὁ δικηγόρος ἔχει πνεῦμα Θεοῦ! Ὅπως ἀκριβῶς ἔγιναν τὰ πράγματα, ἔτσι τὰ ἔλεγε».
«Γέροντα», τοῦ εἶπα, «ἡ τέχνη του εἶναι αὐτή…»
«Ὄχι, εὐλόγησον, πνεῦμα Θεοῦ εἶναι», ἐπέμενε ὁ Γέρων!
Τὸν ρώτησα:
«Γέροντα, πῶς εἶδες τὸν κόσμο ὕστερ’ ἀπὸ πενήντα ὀκτὼ χρόνια ποὺ εἶχες νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος»;
.              Ὁ καλὸς ἄνθρωπος ποὺ τὰ βλέπει ὅλα καλὰ ἔχει, ὅπως εἴπαμε, μόνον ἀγαθοὺς λογισμούς. Εἶπε λοιπὸν ὁ Γέρων Φιλάρετος: «Τί νὰ σᾶς πῶ, πατέρες, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔξω εἶναι πολὺ καλοί. Ὅλοι τρέχουν πέρα δῶθε γιὰ τὴ σωτηρία τους, ἐκτὸς ἀπὸ μένα τὸν ράθυμο καὶ ἁμαρτωλὸ ποὺ κάθομαι σ’ αὐτὰ ἐδῶ τὰ βράχια καὶ δὲν ἐργάζομαι ὅπως πρέπει, ὅπως εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ!» Αὐτὰ εἶπε καὶ μπῆκε στὸ ἀσκητήριό του, δοξάζοντας τὸν Θεὸ ποὺ στὰ τέλη τῆς ζωῆς του τοῦ ἔδωσε αὐτὴ τὴ δοκιμασία γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ὅπως ἔλεγε συνεχῶς.
Ὅταν ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας, μᾶς ἐκάλεσε μίαν ἡμέρα στὸ ἀσκηταριό του. Πήγαμε μὲ τὸν π. Ἀκάκιο. Μὲ χαρὰ μᾶς εἶπε: «Καλῶς τὰ παιδιά μου! Καλὰ κάνατε ποὺ ἤλθατε, διότι ἄλλη φορὰ δὲν θὰ σᾶς δῶ! Ἐγὼ ἀπόψε θὰ φύγω… Θέλω ὅμως, πρὶν συμβεῖ αὐτό, νὰ μὲ ἀναπαύσετε».
«Τί θέλεις, Γέροντα;»
«Νὰ μοῦ ψάλετε! Πεῖτε κάτι νὰ εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή μου.
.             Ψάλαμε διάφορα κι ὁ Γέροντας ἔκλαιγε ἀπὸ χαρὰ καὶ σταυροκοπιόταν κατανενυγμένος. Μόλις τελειώσαμε, μᾶς εἶπε: «Τώρα, κάτι τελευταῖο: Θέλω νὰ μοῦ ψάλετε τὸν “ἐθνικὸ ὕμνο” τῆς Παναγίας, τὸ «Ἄξιον ἐστίν»! Αὐτὸ ὅμως θὰ τὸ ψάλουμε ὄρθιοι, ὅπως ψέλνουμε καὶ τὸν ἐθνικὸ ὕμνο τῆς πατρίδος μας!» Σηκώθηκε μὲ κόπο. Ἠτο σκελετωμένος. Τὸ δέρμα του σχεδὸν διάφανο. Ἀφοῦ συμψάλαμε, μὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ συγκινήσεως μᾶς ἀγκάλιασε, μᾶς ἀσπάσθηκε καὶ μᾶς εἶπε: «Παιδιά μου, ἄλλη φορα ἐδῶ δὲν σᾶς βλέπω! Συγχωρήσατέ με, συγχωρήσατέ με!»
.            Δακρύσαμε ὅλοι. Ἐκεῖνος μὲ κόπο μᾶς προέπεμψε. Φύγαμε κατασυγκινημένοι. Τὸ πρωὶ μᾶς εἰδοποίησαν ὅτι ἐκοιμήθη! Ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶχε πεῖ… Ἀνοίξαμε στὰ βράχια μία λακκουβίτσα καὶ τὸν θάψαμε, ἀφοῦ τὸν κηδεύσαμε ὅπως τοῦ ἄξιζε… Ἔσβησε -ἀνθρωπίνως τὸ λέγω- στὸν ἀθωνικὸ οὐρανὸ τὸ ἀστέρι αὐτὸ τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ. Ἄφησε ὅμως μίαν ἀείφωτη τροχιὰ ἀγωνιστικότητος καὶ ἀσκήσεως αὐστηρῆς. Αἰωνία του ἡ μνήμη. Τὴν πολύτιμη εὐχή του νὰ ἔχουμε.
.            Μερικὲς φορὲς ὁ πανάγαθος Θεὸς παραχωρεῖ καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς μία δοκιμασία, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος καλύτερος καὶ νὰ ὠφεληθοῦν καὶ ἄλλοι. Ἔτσι καὶ ὁ π. Φιλάρετος ὑπέμεινε ἀγόγγυστα καὶ βραβεύθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο. Εἴδατε, κ. Μελινέ, πῶς ὁ διάβολος πῆγε νὰ ταλαιπωρήσει τὸν ἄνθρωπο τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἀρετῆς, ἀλλ’ ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸν σκέπασε μὲ τὴν χάρη Του καί, ἀντὶ νὰ πάθει βλάβη ἡ ψυχή του, δέθηκε ἀκόμη περισσότερο μὲ τὸν Θεό; Περισσότερο ἀγάπησε τὸν Θεὸ καὶ μὲ μεγαλύτερη ζέση Τὸν ἐδόξαζε.

Thursday, 8 January 2015

Ιερομονάχου Λουκά Γρηγοριάτη: Τι περιμένει ο Θεός από εμάς;



Οι απαντήσεις, που με τη Χάρη του Θεού και την ευλογία του Γέροντα θα ακολουθήσουν, θα είναι αναπόφευκτα ο καρπός της προσωπικής μας, και βεβαίως μικράς, πείρας. Θεωρώ ότι την καθολική επί του θέματος απάντηση έχει διδάξει το ίδιο το Άγιον Πνεύμα στην Εκκλησία δια των Αγίων μας. Εμείς μπορούμε να αναπτύξουμε μόνο κάποιες πλευρές της καθολικής αυτής εμπειρίας της Εκκλησίας, σύμφωνα με το λόγο του Αποστόλου Παύλου: «εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν» (Α’ Κορ. 13:9).
Η παρουσία κάθε ανθρώπου στον κόσμο είναι μια ευλογία του Θεού.
Ελλόγως και πανσόφως ο Θεός μας φέρει στην ύπαρξη, γιατί αποβλέπει στην ολοκλήρωση του σκοπού της Δημιουργία του κόσμου και της Πλάσεως του ανθρώπου, που είναι η εν Χριστώ μετοχή μας στην Χάρη και την δόξα και το φως της Αγίας Τριάδος.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο, από το να γίνει κοινωνός της θείας Ζωής Του. Αλλά και δεν υπάρχει μεγαλύτερο χρέος για μας, από το να ανταποκριθούμε στην δική του αγάπη και πρόσκληση.
Βασικό ανθρωπολογικό αίτημα είναι η καταξίωση της ανθρώπινης υπάρξεως. Θρησκείες και φιλοσοφίες επεδίωξαν να απαντήσουν στην πανανθρώπινη αυτή αναζήτηση. Αλλά μόνον ο Χριστός προσέφερε στην ανθρώπινη φύση την οντολογική της καταξίωση. Η θέωσις του ανθρώπου δεν είναι κάτι περισσότερο από αυτό που χρειάζεται η ανθρώπινη ύπαρξη για να ολοκληρωθεί, και γι’ αυτό κάτι περιττό και περιφρονητέο.
Ο Θεός περιμένει την εν Χριστώ αποκατάστασή μας στο πρωτόκτιστον κάλλος. Κατ’ εικόνα, καλούμεθα να ξαναγίνουμε σύμμορφοι της εικόνος της δόξης αυτού, όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος (Ρωμ.η’29) και επαναλαμβάνει στην ευχή της Αναφοράς της θείας Λειτουργίας του ο Μέγας Βασίλειος.
Στην προοπτική της εν Χριστώ μεταμορφώσεως και Χριστοειδούς μορφώσεως οι νέοι καλούνται να αναζητήσουν και να ακολουθήσουν τις πνευματικές οδούς που θα τους οδηγήσουν στην τελεία εν Χριστώ ζωή. Αυτή είναι η κλήση του Θεού.
Μέσα σε ένα κόσμο που διαρκώς επιθυμεί να κινείται μακριά από τον Χριστό και να εξαναγκάζει τους πιστούς νέους σε συμβιβασμούς με το κοσμικό φρόνημα, οι δρόμοι που εξασφαλίζουν μια αδιατάρακτη πορεία προς τον Χριστό και με τον Χριστό είναι η μετοχή στην ζωή της Εκκλησίας και η προσωπική πνευματική άσκηση.
Σε μία εποχή που οι νέοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν πολλές και σκληρές προκλήσεις από την εκκοσμικευμένη κοινωνία και γίνονται συχνά θύματά της, οι πιστοί νέοι έχουν την ευλογία να ακουμπούν σταθερά και με εμπιστοσύνη σε ανθρώπους πνευματικούς, που έχουν τη Χάρη του Θεού και είναι ικανοί να τους καθοδηγήσουν, και να αντλούν δύναμη από τα ζωοποιά Μυστήρια της Εκκλησίας.
Η αγάπη που ο Χριστός ζητεί από τους Χριστιανούς είναι μια περιεκτική αρετή, που σημαίνει ολοκληρωμένη απέκδυση του παλαιού ανθρώπου και ολοκληρωμένη ένδυση του Χριστού. Η άσκηση όμως αυτής της αρετής προϋποθέτει αυτοπροαίρετο και αυτεξούσιο προσανατολισμό της ελευθερίας μας στη τήρηση των εντολών του Χριστού.
Πρόκειται για καίριο και γι’ αυτό αξιοπρόσεκτο σημείο. Ιδιαίτερα για την εποχή μας, που η υποκλοπή της ελευθερίας μας μπορεί να γίνεται με πολλούς και θεωρούμενους δυστυχώς φυσιολογικούς τρόπους. Από την πλύση εγκεφάλου που κάνουν τα Μ.Μ.Ε. προωθώντας το American life style μέχρι τις επιδέξιες κινήσεις για να χαρακτηρισθούν αναχρονικοί και φονταμενταλισταί όσοι προσβλέπουν στην μοναδικότητα της εν Χριστώ και τη Εκκλησία σωτηρίας.
Η Ορθόδοξος Πίστις μας, βεβαίως, δεν αποτελεί ιδεολόγημα και πολύ περισσότερο δεν συνιστά μισαλλόδοξο φρόνημα, ούτε η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι χώρος δογματικού απομονωτισμού, όπως τελευταία λέγεται. Αντιθέτως, είναι ο τρόπος και ο χώρος που επιτρέπουν στις δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής να αναπτυχθούν σωστά και σύμφωνα με τις αληθινές προδιαγραφές της ανθρώπινης υπάρξεως, εφ’ όσον ο Χριστός γενόμενος άνθρωπος ανέδειξε την ανθρώπινη φύση καθαρή, όπως πρωτοπλάσθηκε, και κατέδειξε τις οντολογικές της δυνατότητες.
Όταν ολοκληρωτικές τάσεις χειρισμού (manipulation) των ανθρωπίνων συνειδήσεων καταγγέλλονται ως ο μεγαλύτερος σήμερα κίνδυνος για τους νέους, η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ο πιο ασφαλής τόπος και η Ορθόδοξη Πίστις είναι ο πιο ασφαλής δρόμος που θα τους σώσει από κάθε ολοκληρωτισμό.
Η Ορθοδοξία ως Πίστις είναι η αληθινή δόξα (από το δοκέω -ώ), δηλαδή ό,τι πιο αληθινό και ανεπίδεκτο πλάνης μπορεί να σκέπτεται και να θεωρεί ο άνθρωπος περί Θεού και κόσμου. Και ως βίωμα η Ορθοδοξία είναι αυτή που μπορεί να αναπαύσει τις νεανικές ψυχές που αναζητούν το αυθεντικό και γνήσιο, μακριά από εμπαθείς και ιδιοτελείς επιδιώξεις. Η Ορθόδοξος Πίστις είναι ό,τι πολυτιμότερο μπορεί κανείς να κατέχει και ό,τι αποτελεσματικότερο μπορεί να χρησιμοποιήσει, προκειμένου να αγαπά ειλικρινά τον κάθε άνθρωπο, δικό μας και ξένο. Γιατί εν Χριστώ Ιησού «οὐκἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. γ’ 28).
Ο νεανικός κόσμος σήμερα αναζητεί τρόπους διαφυγής από τον κλοιό που του δημιούργησε η νεωτεριστικότητα, όπως την αποκαλούν, δηλαδή η αντίληψη ότι μπορεί να οικοδομηθεί ένας τρόπος ζωής χωρίς Χριστό. Αυτός ο κλοιός συνίσταται από το άγχος, τα προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδα, την αβεβαιότητα. Γι’ αυτό οι νέοι προσφεύγουν σε τρόπους ζωής που δημιουργεί και σερβίρει η μετά -νεωτερικότητα, δηλαδή η αντίληψη ότι την λύση των αδιεξόδων δεν θα προσφέρει ο Χριστός αλλά ο αποκρυφισμός, η Νέα Εποχή, ο νεοπαγανισμός και νεοπολυθεϊσμός ή ολυμπισμός, δηλαδή ο αντίχριστος.
Και τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει σήμερα σημείο επαφής μεταξύ των νέων ανθρώπων και της Εκκλησίας;
Βεβαίως υπάρχει, και είναι επιτακτικότερη η ανάγκη σήμερα παρά άλλοτε να τονισθεί ότι η Ορθόδοξος Πίστις μας και η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι η απάντηση στα υπάρχοντα αδιέξοδα των νέων μας.
Η κλήση και η αποστολή των πιστών νέων είναι να αγωνίζονται να ζουν εν Χριστώ με συνέπεια και αποφασιστικότητα, ώστε να μπορούν να μαρτυρούν ότι υπάρχει ο Χριστός, Σωτήρας, όλων των ανθρώπων όλων των εποχών, και υπάρχει η Ορθόδοξος Εκκλησία, χώρος σωτηρίας για όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών.

diakonima.gr

Saturday, 20 December 2014

Μια υπέροχη, αληθινή Χριστιανική ιστορία


Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε την 21 Σεπτεμβρίου του 1957 στην εφημερίδα της Άρτας «Ελεύθερος Λόγος» από τον Αρτινό Ιατρό Κωνσταντίνο Κοντογιάννη (1912-1979), χειρούργο και γενικό διευθυντή του Νοσοκομείου του Μονάχου την περίοδο 1954-1961.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Άρτα, δίπλα σ” ανθρώπους φτωχούς αλλά έντιμους, που στερήθηκαν πολλά για να μου δώσουν μια καλύτερη ζωή.
Μεγαλώνοντας με ψωμί κι αλάτι, κόπιασαν για να έχει το μοναχοπαίδι τους μόρφωση και αξία στην κοινωνία.
Ο πατέρας μου δούλευε για το μεροκάματο απ” τα χαράματα ως το σούρουπο στον κάμπο της Άρτας, και τον θυμάμαι να γυρίζει στα σκοτάδια, τσακισμένος από την κούραση αλλά πάντα με το χαμόγελο, σαν να ήξερε ότι ο μόχθος ο δικός του ήταν η δικιά μου η λευτεριά.
Πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία, εγώ αυτός και η μάνα μου. Όταν αυτή πέθανε, ο πατέρας μου συνέχισε να με πηγαίνει και να ακούμε την λειτουργία του παπα-Γιάννη, γιατί όπως μου έλεγε πάντα «ο Θεός έχει κοντά του τη μάνα σου, γιατί εμείς προσευχόμαστε κι ανάβουμε ένα κεράκι για την ψυχή της».
Πάντα γελαστός, ακόμα και στα δύσκολα, μου έδινε κουράγιο για να προχωρήσω και να μορφωθώ. Με θυμάμαι πιο μεγάλο να ξενυχτάω στο φως το καντηλιού, ανάμεσα στα βιβλία, και το πρωί να πηγαίνω με τον πατέρα μου για δουλειά στα χωράφια.
Όταν πήγα στην Ιατρική Σχολή, ήξερα ότι τα χρώσταγα όλα στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου δε πρόλαβε να με δει γιατρό, πέθανε ένα χρόνο πριν τελειώσω τις σπουδές μου, αλλά ορκίστηκα να προσεύχομαι στο Θεό κάθε βράδυ, και γι αυτόν και για τη μάνα μου.

Friday, 12 December 2014

Το αγοράκι με τη κούκλα..


Βρέθηκα σε ένα κατάστημα, στο διάδρομο με τα παιχνίδια. Με την άκρη του ματιού μου, παρατήρησα ένα αγοράκι γύρω στα πέντε, το οποίο κρατούσε μια κούκλα. Δε σταματούσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να τη σφίγγει προσεκτικά πάνω του. Αναρωτήθηκα για ποιον προοριζόταν αυτή η κούκλα. Το αγοράκι γύρισε κάποια στιγμή προς την κυρία που βρισκόταν πλάι του: «Θεία μου, είσαι σίγουρη ότι δε μου φτάνουν τα λεφτά;»
Η γυναίκα του απάντησε χάνοντας κάπως την υπομονή της: «Είπαμε ότι δεν έχεις αρκετά λεφτά για να την αγοράσεις.»

Έπειτα, η θεία του του ζήτησε να μείνει εκεί και να τον περιμένει για λίγο, κι εκείνη έφυγε βιαστικά. Το αγοράκι κρατούσε ακόμη στα χέρια του την κούκλα.
Τελικά, κατευθύνθηκα προς το παιδί και το ρώτησα σε ποιον ήθελε να δώσει την κούκλα.
«Αυτή την κούκλα την ήθελε η αδερφή μου περισσότερο από καθετί για τα Χριστούγεννα. Ήταν σίγουρη ότι θα της την έφερνε ο Άι- Βασίλης.»
Του είπα τότε ότι μπορεί και να της την έφερνε, κι εκείνο μου είπε θλιμμένο:
«Όχι, ο Άι-Βασίλης δεν μπορεί να πάει εκεί που είναι τώρα η αδερφή μου… Πρέπει να δώσω την κούκλα στη μαμά μου να της την πάει.»
Τα μάτια του ήταν πολύ θλιμμένα ενώ έλεγε αυτά τα λόγια.
«Πήγε να συναντήσει τον Χριστούλη. Ο μπαμπάς λέει ότι και η μαμά θα πάει να συναντήσει το Χριστούλη σε λιγάκι. Έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να πάρει την κούκλα μαζί της και να την πάει στην αδερφούλα μου.»
Η καρδιά μου πήγε να σταματήσει.
Το αγοράκι σήκωσε το βλέμμα προς εμένα και μου είπε: «Είπα στον μπαμπά να πει στη μαμά να μη φύγει αμέσως. Ζήτησα να περιμένει μέχρι να γυρίσω από το μαγαζί.»
Μετά, μου έδειξε μία φωτογραφία που απεικόνιζε το ίδιο το αγοράκι μέσα στο κατάστημα να κρατάει την κούκλα, και μου είπε: «Θέλω η μαμά να πάρει κι αυτή τη φωτογραφία μαζί της, για να μη με ξεχάσει. Την αγαπάω τη μαμά και δε θέλω να μ’αφήσει, αλλά ο μπαμπάς λέει ότι πρέπει να πάει μαζί με την αδερφούλα μου.»
Ύστερα, χαμήλωσε το κεφάλι του κι έμεινε σιωπηλό.
Έψαξα στην τσάντα μου κι έβγαλα από μέσα ένα μάτσο χαρτονομίσματα και ρώτησα το αγοράκι:
«Τι λες να μετρήσουμε τα λεφτά σου μια τελευταία φορά για να σιγουρευτούμε;»
«Εντάξει, όμως πρέπει να βγουν αρκετά.» Έριξα κρυφά κάποια χρήματα μαζί με τα δικά του και αρχίσαμε το μέτρημα. Έφταναν με το παραπάνω για την κούκλα. Περίσσευαν κιόλας αρκετά.
Το αγοράκι ψιθύρισε:
«Ευχαριστώ Χριστούλη που μου έδωσες αρκετά λεφτά.»
Έπειτα με κοίταξε και είπε:
«Είχα ζητήσει από το Χριστούλη να κάνει να έχω αρκετά λεφτά για ν’αγοράσω την κούκλα και η μαμά μου να μπορεί να την πάει στην αδερφούλα μου. Εκείνος άκουσε την προσευχή μου. Ήθελα να έχω αρκετά λεφτά για ν’αγοράσω και ένα λευκό τριαντάφυλλο για τη μαμά, όμως δεν τόλμησα να του το ζητήσω.
Εκείνος μου έδωσε αρκετά λεφτά για ν’αγοράσω την κούκλα και το λευκό τριαντάφυλλο. Ξέρετε, αρέσουν πολύ τα λευκά τριαντάφυλλα στη μαμά…»
Λίγα λεπτά αργότερα, η θεία του ξαναγύρισε, κι εγώ απομακρύνθηκα σπρώχνοντας το καροτσάκι μου.
Τέλειωνα τα ψώνια μου με ένα συναίσθημα εντελώς διαφορετικό από ότι όταν τα άρχιζα.
Δεν μπορούσα να βγάλω απ’το μυαλό μου το αγοράκι. Μετά θυμήθηκα ένα άρθρο στην εφημερίδα, λίγες μέρες πριν, που μιλούσε για έναν οδηγό σε κατάσταση μέθης που είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε μια νεαρή γυναίκα με την κόρη της. Το κοριτσάκι είχε πεθάνει ακαριαία και η μητέρα ήταν σοβαρά τραυματισμένη. Η οικογένεια έπρεπε να αποφασίσει εάν θα της διέκοπταν την αναπνευστική στήριξη… Να ήταν άραγε η οικογένεια του μικρού αγοριού;
Δυο μέρες μετά, διάβασα στην εφημερίδα ότι η νεαρή γυναίκα ήταν νεκρή.
Δεν μπόρεσα να μην πάω ν’αγοράσω ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα και να βρεθώ στην αίθουσα όπου εκθέταν τη σωρό της. Ήταν εκεί και κρατούσε ένα όμορφο λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι της, μαζί με μία κούκλα και τη φωτογραφία του μικρού αγοριού από στο κατάστημα.
Έφυγα από την αίθουσα κλαίγοντας και με την αίσθηση ότι η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα.
Η αγάπη που είχε αυτό το αγοράκι για τη μαμά του και την αδερφή του ήταν τόσο μεγάλη, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας μεθυσμένος οδηγός του τα πήρε όλα μακριά….


Πηγή:agioritikovima.gr

Thursday, 4 December 2014

Περί λειτουργίας των πνευματικών νόμων. (Ιωσήφ Μοναχού)


«Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον και δόξαν των θαυμάσιων Σου»!

Ο Γέροντας αγαπούσε να εργάζεται και δεν σταματούσε καθόλου στις ώρες πού επέτρεπε το πρόγραμμα.
Το εργόχειρο μας τότε ήταν σταυρουδάκια σκαλιστά, τα οποία σκάλιζε με μεγάλην ευχέρεια και ταχύτητα, αφού εμείς ετοιμάζαμε το ξύλο.
Έμενε μόνος του στο καλυβάκι πού του χτίσαμε μακρύτερα από μας, κι εμείς πηγαίναμε να τον βρούμε το μεσημέρι και μετά φεύγαμε ο καθένας μόνος του.
Το μέρος εκεί ήταν απόμερο και ήσυχο, αλλά ήταν πιο εκτεθειμένο στους καιρούς. Έτσι, το κρύο ήταν περισσότερο, ώσπου τον πείσαμε να του βάλουμε λίγη θέρμανσι με καμμιά σόμπα.
Πήρα, εγώ ο ευτελής, τα μέτρα και ετοίμασα τα υλικά, για να την φτιάξω με λαμαρίνα απ'; έξω και μέσα χτιστή με πηλό. Ετοιμάστηκα για την επομένη, όπως του έταξα αποβραδίς, και το πρωί μάζεψα τα εργαλεία μου και τα υλικά και πήγα κάπου εκεί κοντά να την φτιάξω και να την τοποθετήσω μετά. Έβαλα μετάνοια, όπως πάντα, και άρχισα με καλό καιρό, γιατί δούλευα έξω στο ύπαιθρο.
Μόλις μέτρησα και έκοψα τα εξαρτήματα και άρχισα να δουλεύω, χάλασε απότομα ο καιρός. Μετά, εύρισκα μια παράξενη δυσκολία σε ο,τιδήποτε και αν επιχειρούσα να κάμω. Φυσούσε ένας παράξενος αέρας, πού δεν είχε κατεύθυνσι προς κανένα σημείο, μόνο σήκωνε τα πάντα κατ'; επάνω μου και μου “φερνε στο πρόσωπο ο,τιδήποτε βρισκόταν στον τόπο: λαμαρίνες, σανίδες, παλιόχαρτα και άμμο.
Παραδόξως μου έφευγαν τα εργαλεία και κατρακυλούσαν μακριά χωρίς λόγο, διότι ο τόπος δεν ήταν παντελώς κατωφερής. Τα καρφιά στράβωναν χωρίς λόγο, με την παραμικρή πίεσι, έσπαζαν τα τρυπάνια, άλλαζαν τα σχέδια μου, πού τα είχα μετρημένα και κομμένα με ακρίβεια.
Στην αρχή δεν υπελόγισα τίποτε και βιαζόμουν να επαναφέρω τα πράγματα στην ταξί και να συνεχίσω. Σε λίγο όμως το πράγμα έγινε πολύ αισθητό, ότι κάτι συνέβαινε.
Σταμάτησα λίγο όμως, γιατί είχα κατασυντρίψει κυριολεκτικά και όλα μου τα δάχτυλα, και μια παράξενη ταραχή μέσα μου, μου προκαλούσε οργή, σύγχυσι, ανυπομονησία.
«Περίεργο πράγμα, λέω, κάτι συμβαίνει»! Εν τω μεταξύ και ο καιρός επεδεινώθη, πού με ανάγκασε να διακόψω, και πήγα στον Γέροντα. Αυτή η κατασκευή απαιτούσε δυο με τρεις, το πολύ, ώρες δουλειά και πέρασαν περισσότερο από έξι ώρες, χωρίς να έχω κάνει τίποτα.
Τότε θυμήθηκα κάτι πού μου είχε πη ο Γέροντας το πρωί, όταν ξεκίνησα, και δεν το έλαβα υπ” όψι.
«Άντε να δούμε, μου είχε πη, θα κάμης τίποτε σήμερα;». Εγώ δεν έδωσα σημασία στο νόημα αυτών των λέξεων, αλλά σκέφτηκα πώς το είπε για να με ταπείνωση ίσως, γιατί ήξερα αυτή τη δουλειά. Μάλιστα φιλοδοξούσα να τελειώσω και συντομώτερα καν επιτυχέστερα, για να τον αναπαύσω, και με την κρυφή χαρά πώς μας επέτρεψε να του βάλωμε θέρμανσι και αυτό θα το έκανα μόνος μου εγώ!
Πήγα, λοιπόν, του χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε. Μόλις με είδε ταραγμένο, άρχισε να γελάη.
«Γέροντα, λέω, τι συμβαίνει εδώ; και γιατί μου είπες το πρωί σαν πρόρρησι, αν τελειώσω';; Αφού ξέρεις πώς για μένα τούτο ήταν παιχνίδι». «Εσύ τι συμπέρανες πώς ήταν», μου είπε χαριεντιζόμενος.
«Πειρασμός, του είπα, σατανική ενέργεια». «Αυτό ήταν, μου απάντησε. Και άκουσε να μάθης το φαινόμενο σε σένα μυστήριο. Το βράδυ στην προσευχή μου, όταν τελείωσα και ήθελα να ησυχάσω, είδα τον σατανά και απειλούσε να μου κάμη εμπόδια και πειρασμό στην απόφασί μου, πού είχα προγραμματίσει.
Κι εγώ είπα στον Χριστό μας “Κύριέ μου, μη τον εμπόδισης, για να του δείξω πώς σε αγαπώ και θα υπομείνω το κρύο, όσο επιτρέψης Εσύ”. Και αυτός ήταν ο λόγος, παιδί μου, πού έγιναν όλα αυτά, για να μην έχω σύντομα θέρμανσι, καθώς σεις επιθυμούσατε να μου ετοιμάσετε».
Εγώ, ο μάρτυς αυτού του δράματος, όταν άκουσα αυτή την λεπτομέρεια και τα μυστήρια της κρυπτής προνοίας, με τα οποία λειτουργεί ο πνευματικός νόμος, έμεινα κατάπληκτος και εν σιωπή μονολογούσα· «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον και δόξαν των θαυμάσιων Σου»!
Το γεγονός αυτό με βοήθησε να καταλάβω τη δύναμι του λόγου των Γερόντων, πού κατά τον αββά Ποιμένα και τον αββά Δωρόθεο- κρύβουν μέσα τους δύναμι και ενέργεια της χάριτος, σαν δείγμα της προσωπικής των καταστάσεως και πείρας.


Γέροντας Ιωσήφ Υσηχαστής

Thursday, 4 September 2014

Το χτύπημα της πόρτας...


Μια σκοτεινή νύχτα, έπιασε μια καταιγίδα κάποιον στον δρόμο.
Χτυπάει την πρώτη πόρτα που συναντά.
- Ανοίξτε μου σας παρακαλώ να γλυτώσω από τούτο το κακό.
- Α, δεν μπορώ, λέει μια αυστηρή φωνή από μέσα, εγώ είμαι η «Δικαιοσύνη». Είσαι άξιος της τιμωρίας αυτής. Δικαίως έρχεται στο κεφάλι σου. Εγώ την έστειλα!
Χτυπάει κι άλλη πόρτα παρακεί…
- Άνοιξε μου, λέει, να προφυλαχτώ.
- Εδώ μένει η «Αλήθεια», λέει μια φωνή από μέσα! Ποτέ δεν σου άρεσε η συντροφιά μου. Πώς με θυμήθηκες τώρα;
Κι ο ταλαίπωρος άνθρωπος προχώρησε απελπισμένος.
Χτυπάει τρίτη πόρτα τώρα.
- Άνοιξε μου σε παρακαλώ. Ποιος κάθεται εδώ;
- Το «Έλεος», απαντά μια πρόθυμη φωνή από μέσα και την ίδια στιγμή η πόρτα ανοίγει. Πέρασε μέσα φίλε μου, του λέει, τόσο καιρό σε περίμενα! Φόρεσε αυτά τα καθαρά, καινούργια ρούχα, για σένα τα έχω, ξεκουράσου τώρα!
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟ ΚΑΘΕ ΜΕΤΑΝΟΗΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ!!!
Αλήθεια όμως, εμείς έχουμε μετάνοια, ταπείνωση, εξομολογούμαστε τα λάθη μας, πλησιάζουμε την Θεία Κοινωνία, τον ίδιο τον Θεό για να ζητήσουμε συγχώρεση και προστασία και να ξεκουραστούμε κοντά Του, στην στοργική αγκαλιά Του;
ΠΟΘΟΥΜΕ ΝΑ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΕΝΑ ΜΑΖΙ ΤΟΥ;
Ας ρωτήσουμε τους εαυτούς μας. Εκείνος μας περιμένει…

ΟΜΟΘΥΜΑΔΟΝ

Monday, 25 August 2014

Η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου.


Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου
Είτε το θέλει ο άνθρωπος είτε όχι, όσο περνά ο καιρός και μεγαλώνει σε ηλικία, βλέπει ότι ο χρόνος κυλά και τα χρόνια προστίθενται από την άλλη πλευρά, δηλαδή αυξάνεται το παρελθόν και μειώνεται το μέλλον. Και μόνη της αυτή η γνώση, μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πολλά πράγματα και να τα κρίνουμε σωστά. Να αξιοποιήσουμε πνευματικά τον χρόνο μας. Ένα από τα στοιχεία για το οποίο θα κριθούμε θα είναι το γεγονός του χρόνου. Αυτό το ζει κανείς στους αγίους ανθρώπους. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν μια τεράστια ευαισθησία στο θέμα του χρόνου, στο να μην χαθεί καθόλου χρόνος. Οι μεγάλοι άγιοι είναι αυτοί που μπόρεσαν να αξιοποιήσουν και το τελευταίο δευτερόλεπτο του χρόνου τους.
Πολύ συχνά οι άνθρωποι λένε «να μου δώσει ο Θεός χρόνια να μεγαλώσω τα παιδιά μου, να τα παντρέψω, να τελειώσω τις δουλειές μου, να κάμω καλά έργα, έχω έργα ατέλειωτα»… όμως διερωτάται κανείς αν αυτό το αίτημα είναι δικαιολογημένο, γιατί φαίνεται ότι και χίλια χρόνια να ζήσουμε, πάντοτε θα έχουμε δουλειές ατέλειωτες. Ανοίγουμε συνέχεια θέματα και δεν τα τελειώνουμε, αγχωνόμαστε και δεν ξεκουραζόμαστε.
Τι εννοούμε όμως όταν λέμε ξεκούραση; Πότε ξεκουράζεται αληθινά ο άνθρωπος; Πραγματική ξεκούραση είναι το να αφιερώνει ο άνθρωπος έστω και λίγο χρόνο από τη ζωή του για να προσευχηθεί. Μετά από μια πιεστική μέρα, αν λίγος χρόνος αφιερωθεί και αν ο άνθρωπος αφήσει τον εαυτό του να επικοινωνήσει με τον Θεό, με το Άγιο Πνεύμα που υπάρχει πλούσιο, άφθονο, στην Εκκλησία, πραγματικά λαμβάνει πολλή ξεκούραση διότι ξεκούραση δεν είναι μόνο να κοιμόμαστε πολλές ώρες ή να κάνουμε πολλά ταξίδια. Είναι και αυτό βέβαια ένα είδος σωματικής ξεκούρασης, αλλά η ψυχική ξεκούραση, η πνευματική ξεκούραση είναι πολύ πιο σημαντική και σπουδαία και ο άνθρωπος ξεκουράζεται πραγματικά όταν μάθει να έχει μια ζωντανή σχέση με τον Θεό. Βλέπει κανείς πόσο αναπαύεται το πνεύμα του ανθρώπου μέσα στις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας μας, όπως είναι ο παρακλητικός κανόνας της Παναγίας μας την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου και πόσο αυτά τα ιερά τροπάρια βοηθούν ώστε το πνεύμα του ανθρώπου να ανεβεί προς τον Θεό και να κοινωνήσει με το Πνεύμα το Άγιο το οποίο δίδεται από το Θεό σε αυτούς οι οποίοι θέλουν και το επιζητούν. Τα τροπάρια αυτά γράφτηκαν από τους αγίους οι οποίοι είχαν την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος, την παρουσία του Θεού μέσα στην καρδιά τους και εξέφρασαν ακριβώς αυτή την εμπειρία μέσα από τη μουσική της Εκκλησίας και τους ύμνους.
Έτσι έχουμε τη σωστή αίσθηση της ξεκούρασης, τη σωστή αίσθηση της ψυχαγωγίας, της διασκεδάσης, διότι πιστεύω ότι όσο κανείς ξεκουράζεται με μια προσευχή, μια ακολουθία, μια μυσταγωγία με τη σημασία του όρου στον εκκλησιαστικό χώρο, δεν ξεκουράζεται ούτε στα καλύτερα ξενοδοχεία ή κέντρα ψυχαγωγίας όπου εκεί πάνε οι άνθρωποι και φεύγουν πολλές φορές πιο κουρασμένοι ή πιο αγχωμένοι απ’ ότι πήγαν. Είναι παράδοξο το γεγονός ότι σήμερα που νυχτοξημερωνόμαστε μέσα στα κέντρα ψυχαγωγίας, που γεμίζουμε τα ξενοδοχεία και τις καφετέριες, αντί να είναι όλοι ήρεμοι, χαρούμενοι και χαμογελαστοί κάθε μέρα, τελικά είναι όλοι γεμάτοι νεύρα. Από το πρωί που θα ξυπνήσουν, φωνάζουν, βρίζουν, έτοιμοι να κάνουν καβγά. Στην Εκκλησία δεν συμβαίνει αυτό. Λέγει έναν ωραίο λόγο ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Θέλεις να δεις τι είναι η Εκκλησία και ποιο είναι το θαύμα της Εκκλησίας; Είναι πολύ απλό. Μπες μέσα στην Εκκλησία και θα δεις ότι είναι ένας τόπος όπου μπαίνεις λύκος και βγαίνεις πρόβατο, μπαίνεις ληστής και βγαίνεις όσιος, μπαίνεις θυμώδης και βγαίνεις πράος, μπαίνεις άνθρωπος και βγαίνεις άγγελος». Και συνεχίζει ο άγιος, «Τι λέω άγγελος; Μπαίνεις άνθρωπος και βγαίνεις Θεός κατά χάριν».

Αυτή είναι η Εκκλησία. Είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς, το γεγονός ότι ο άνθρωπος μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο, στην ατμόσφαιρα των ύμνων, των προσευχών, βρίσκει πολλή ηρεμία και γι’ αυτό η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει πολλές ακολουθίες. Είναι μια Εκκλησία κατεξοχήν λειτουργική και όλη η θεραπευτική αγωγή που ασκεί στον άνθρωπο και στη ψυχή του είναι αγωγή λειτουργική.
Είναι ευλογία λοιπόν να αξιοποιεί σωστά ο άνθρωπος το χρόνο του, να βρίσκει λίγο χρόνο να ξεκουράζεται πραγματικά αλλά κυρίως, να αφιερώνει λίγη ώρα στο Θεό και να μάθει να προσεύχεται. Μέσα στην καθημερινή μας ζωή συναντούμε πολλές δυσκολίες κι απογοητεύσεις, πολλά νέα παιδιά βρίσκονται σε αδιέξοδο, πολλά ερωτηματικά και προβλήματα υπάρχουν στις ψυχές των ανθρώπων και πολύ άγχος. Ακόμα και αυτό το σκότος που μπαίνει στη νεανική ψυχή και ο άνθρωπος δεν ξέρει ποιος είναι ο ίδιος, τι κάνει και πού πηγαίνει, δεν ξέρει τι θέλει. Όλα αυτά τα πράγματα θεραπεύονται όταν ο άνθρωπος αρχίσει να αξιοποιεί σωστά το χρόνο του, να προσεύχεται γιατί λαμβάνει δύναμη από την προσευχή και φως, γιατί ο ίδιος ο Θεός είναι φως και το φως του Θεού αρχίζει σιγά σιγά να διαλύει τα πνευματικά σκοτάδια.

Aπομαγνητοφωνημένη ομιλία Ν.Κ.
Πηγή:  isagiastriados.com

Friday, 29 November 2013

Μεγάλη ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὰ Σαρανταλείτουργα,Δανιήλ Κατουνακιώτης (Ἱερομόναχος, (1846-1929)

(Τὸ ἀξιοπρόσεκτο γεγονὸς ποὺ ἀκολουθεῖ σὲ ἐλαφρὰ διασκευὴ τῆς γλώσσης τὸ ἀναφέρει ὁ διακριτικότατος ἀσκητὴς Δανιὴλ Κατουνακιώτης σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον Μωραϊτίδην. Ἔχει δὲ ὡς ἑξῆς:)
  Ἕνας γνωστός του καὶ ἐνάρετος οἰκογενιάρχης ἀπὸ τὴν Σμύρνη, ποὺ τὸν ἔλεγαν Δημήτριο, ἀφοῦ κατάλαβε τὸ τέλος του κάλεσε τὸν υἱόν του Γεώργιο, ὁ μόνος εὐσεβῆς, διότι τὰ ἄλλα τρία του παιδιὰ καὶ ἡ γυναίκα του ζοῦσαν μὲ κοσμικότητα, καὶ τοῦ ἀπεκάλυψε ὅσα ἀκολουθοῦν, καὶ τὰ ὁποῖα ὁ υἱός του ὁ πιστὸς φανέρωσε εἰς τὸν π. Δανιήλ. Ἀφοῦ ὁ πατέρας μου ἔφθασε εἰς τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ ἐγνώρισε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του, ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἐκάλεσε ἕνα σεβάσμιο ἱερέα, ποὺ τὸν ἔλεγαν Δημήτριον, ἄνθρωπον πολὺ ἁπλὸν καὶ ἐνάρετον, εἰς τὸν ὁποῖον μὲ πολλὴ εὐλάβεια εἶπε· «ἐγὼ πνευματικέ μου πάτερ, σήμερα πεθαίνω, καὶ παρακαλῶ ὁδήγησέ με σὲ αὐτὴν τὴν κρίσιμη στιγμὴ τί ὀφείλω νὰ πράξω;» ὁ δὲ ἱερεὺς γνωρίζοντας τὴν θεάρεστον ζωὴν τοῦ πατέρα μου καὶ ὅτι ἦταν σὲ ὅλα ἕτοιμος, διότι εἶχαν προηγηθῆ τὰ πραγματικὰ ἐφόδια, δηλαδὴ ἐξομολόγησις, εὐχέλαιο, συχνὲς ἱερὲς μεταλήψεις, ἐπειδὴ ἕνεκα ποὺ διετέλεσε πολλὲς ἡμέρες ἄρρωστος μεταλάμβανε συνεχῶς ἀπὸ τὰ ἄχραντα μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὑπέδειξε ἕνα ἀκόμη νὰ κάμη· «ἐὰν ἦταν εὔκολο νὰ δώσης ἐντολὴ νὰ σοῦ κάμουν μετὰ τὸν Θάνατό σου ἕνα τακτικὸν 40λείτουργον στὸ ὄνομά σου, τὸ ὁποῖο νὰ ἐκτέλεση κάποιος ἱερεὺς μακρὰν τῆς πόλεως» ἐγὼ δὲ ἂν καὶ ἄπορος ἔδωσα ὕποσχεσι, ὅτι μὲ πολὺ προθυμία θὰ ἐκτελέσω αὐτό, ἀρκεῖ μόνον νὰ λάβω τὴν εὐχή του, τὴν ὁποία καὶ ἐπῆρα. Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε καὶ εὐχαριστηθεὶς ὁ πατέρας μου μὲ προσκάλεσε μὲ πολλὴ συγκίνησι καὶ δάκρυα, καὶ μὲ παρεκάλεσε νὰ τὸν κάμω μετὰ τὸν θάνατό του ἕνα 40λείτουργον. Μετὰ ἀπὸ διάστημα δυὸ ὡρῶν ἀπέθανε ὁ ἀείμνηστος πατέρας μου καὶ ἀμέσως προσκάλεσα τὸν ἱερέα Δημήτριον, χωρὶς νὰ γνωρίζω ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε ὑποβάλλει τὸ ζήτημα τοῦ 40λείτουργου εἰς τὸν πατέρα μου, καὶ λέγω εἰς αὐτόν. Ἐπειδὴ ὁ πατέρας μου μοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κάμω ἕνα τακτικὸ 40λείτουργο ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἐπειδὴ ἡ αἰδεσιμότης σου ἡσυχάζεις εἰς τὸν ἔξω τῆς πόλεως ναΐσκο τῶν Ἅγιων Ἀποστόλων, δι᾿ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ νὰ λάβης τὸν κόπον καὶ νὰ φροντίσης τὴν ἐκτέλεσι αὐτοῦ καὶ ἐγὼ θὰ πληρώσω τὸν κόπον σου καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὰ ἔξοδα τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ. Ὁ ἱερεὺς ὅταν ἄκουσε αὐτὰ μοῦ ἀπάντησε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἐγώ, ἀγαπητέ μου Γεώργιε, ἔχω δώσει σήμερα στὸν πατέρα σου τὴν γνώμη αὐτή, καὶ ὀφείλω ὅσο ζῶ νὰ τὸν μνημονεύω πάντοτε. Ἐγὼ δὲ γνωρίσας τὴν πολλὴ εὐλάβεια τοῦ ἱερέως καὶ τὴν ἐκτίμησι τὴν ὁποίαν εἶχε πρὸς τὸν πατέρα μου ἐπέμενα παρακαλώντας καὶ ἔτσι τὸν ἔπεισα νὰ δεχθῆ τὴν πρότασί μου, καὶ ἐπῆγε στὸ σπίτι του, πρὸς τὴν πρεσβυτέρα καὶ τὶς κόρες του καὶ λέγει πρὸς αὐτὲς «ἐγὼ ἐπειδὴ θὰ κάνω τακτικὸν 40λείτουργον στὸ ὄνομα τοῦ καλοῦ ἐκείνου εὐεργέτου μου Δημητρίου, δι᾿ αὐτὸ ἐπὶ 40 ἡμέρες νὰ μὴ μὲ περιμένετε ἐδῶ, διότι θὰ ἡσυχάζω συνέχεια εἰς τὸν ἱερὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, γιὰ νὰ ἐξακολουθῶ τακτικώτατα τὸ 40λείτουργο», καὶ ἔτσι ἐπῆγε καὶ ἄρχισε μὲ εὐλάβεια καὶ προθυμία τὸ 40λείτουργον. Ἔγιναν 39 Θεῖες Λειτουργίες καλῶς, τὴν παραμονὴ δὲ τῆς τελευταίας, Σάββατο βράδυ, ξαφνικὰ παρουσιάστηκε σφοδρὸς πονόδοντος στὸν ἱερέα καὶ ἀναγκάστηκε τὴν νύκτα νὰ ἔλθη μὲ πόνους στὸ σπίτι του, καὶ προσκάλεσε ἡ πρεσβυτέρα τὸν κουρέα καὶ τοῦ ἔβγαλε τὸ σάπιο δόντι καὶ ἔτσι ἔγλυτωσε ἀπὸ τοὺς πόνους. Λόγω ὅμως ποὺ ἔτρεχε αἷμα ἀπεφάσισε νὰ συμπλήρωση τὴν τελευταία Θεία Λειτουργία τὴν ἑπομένη. Ὁ Γεώργιος ὅμως μὴ γνωρίζοντας τὴν πάθησι τοῦ ἱερέως τὴν παραμονὴν ἐκείνη ἑτοίμασε, μὲ δάνειο, τὸ ὀφειλόμενον ποσόν, γιὰ τὸν κόπον τοῦ ἱερέως μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ἐπιδώση τὴν ἑπομένη. Κατὰ τὰ μεσάνυκτα ὅμως ἐκείνου τοῦ Σαββάτου, ἐσηκώθηκα νὰ προσευχηθῶ. Προσευχόμενος δὲ μὲ πολλὴ κατάνυξι καὶ ἀφοῦ κουράστηκα ἐκάθησα στὸ κρεββάτι καὶ ἄρχισα νὰ ἐνθυμοῦμαι τὶς ἀρετὲς τοῦ πατέρα μου καὶ τὶς παρεκτροπὲς καὶ παιδικές μου παρακοὲς ποὺ εἶχα κάνει κατὰ καιρούς, καὶ συνάμα ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου, ἄραγε ὠφελεῖ τὸ 40λείτουργον τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου ἢ χάριν μικρῆς ἀνακουφίσεως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ αὐτὸ ἔχει συστήσει; Αὐτὰ σκεπτόμενος μὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα, καὶ ἐκζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μοῦ φάνηκε ὅτι κοιμήθηκα λίγο, καὶ ἀμέσως βρέθηκα σὲ μιὰ πεδιάδα ὡραιότατη, τῆς ὁποίας ἡ ὀμορφιὰ ἦταν ἀπερίγραπτος, μὴ ἔχουσα σύγκρισι μὲ τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου. Ἐνῶ εὑρισκόμουν ἐκεῖ μοῦ ἐπῆλθε φόβος πολύς, ποὺ ὑπαγορευόταν ἀπὸ τὴν συνείδησί μου, ἐπειδὴ ἐγνώρισα τὸν ἑαυτό μου ἀκατάλληλον διὰ τὴν ἐκεῖ ἀπόλαυσι. Καὶ ἐνῶ διατελοῦσα κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀμηχανία, μὲ ἦλθε θάρρος καὶ εἶπα εἰς τὸν ἑαυτόν μου, μιὰ καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἠθέλησε νὰ μὲ φέρη ἐδῶ ἴσως ἡ ἀγαθότητά Του μὲ ἐλεήση καὶ στὴν συνέχεια μετανοήσω, διότι ὅπως βλέπω εὑρίσκομαι μαζὶ μὲ τὸ σῶμα μου. Αὐτὰ συζητώντας μὲ τὸν ἑαυτό μου καὶ παρηγορηθείς, εἶδα μικρὸ φῶς διαυγέστατο, καὶ ἀφοῦ ἐπῆγα πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, εἶδα μὲ ἀνέκφραστη ἔκπληξι τὴν ἀπερίγραπτη ἐκείνη ὡραιότητα τοῦ ἀπέραντου δάσους, ποὺ ἀπόπνεε ἄρρητη εὐωδία. Ὢ ποία μακαριότης ἀναμένει ἐκείνους ποῦ ζοῦν ἐνάρετα εἰς τὸν κόσμον; Ἀναθεωρώντας δὲ μὲ μεγάλη ἔκπληξι καὶ χαρὰ τὴν ὑπερκόσμια ἐκείνη ὡραιότητα εἶδα ἕνα ὡραιότατο παλάτι… ὅταν δὲ πλησίασα κοντὰ βλέπω μὲ πολλὴ ἀγαλλίαση τὸν πατέρα μου Δημήτριον, λαμπροφόρο καὶ γεμάτον ὅλο φῶς, ὁ ὁποῖος ἐστέκετο μπροστὰ σὲ ἐκείνη τὴν πόρτα τοῦ παλατιοῦ, καὶ ἀφοῦ μὲ ἀτένισε μὲ πατρικὴ στοργὴ καὶ τὴν γνωστή του ἐπιείκεια καὶ πραότητα, μοῦ εἶπε: «πῶς ἦλθες ἐδῶ παιδί μου;» ἐγὼ δὲ τὸν ἀπήντησα, «καὶ ἐγὼ, πατέρα μου, ἀπορῶ, διότι ὅπως βλέπω δὲν εἶμαι ἄξιος διὰ τὸν τόπο. Ἀλλὰ πές μου, πατέρα μου, πῶς εὑρίσκεσαι ἐδῶ καὶ σὲ ποιὸν ἀνήκει τὸ παλάτι αὐτό;». Ἐκεῖνος δὲ μὲ πολλὴ φαιδρότητα μοῦ εἶπε: «Ἡ ἄκρα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἀγαθότης διὰ πρεσβειῶν τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχα, ὅπως εἶναι γνωστόν, μεγίστην εὐλάβειαν, μὲ ἠξίωσε νὰ καταταχθῶ εἰς τὸ μέρος αὐτό. Εἰς αὐτὸ δὲ τὸ παλάτι ἤθελον εἴσελθη σήμερον, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ οἰκοδόμος αὐτοῦ ἔβγαλε σήμερον τὸ δόντι του καὶ δὲν ἐτελείωσαν αἱ 40ντα ἡμέραι τῆς οἰκοδομῆς αὐτοῦ, δι᾿ αὐτὸ αὔριο θὰ εἰσέλθω». Ὅταν εἶδα καὶ ἄκουσα αὐτὰ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος ἐξύπνησα μὲ ἔκπληξι καὶ γεμάτος δάκρυα ἐθαύμαζα δι᾿ ὅλα ὅσα εἶδα. Ὅλη ἐκείνη τὴν νύκτα ἔμεινα ἄυπνος εὐχαριστῶν καὶ δοξολογῶν τὸν Πανάγαθον Θεόν… Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἐπῆγα εἰς τὸν ἱερέα Δημήτριον καὶ τὸν εὑρῆκα νὰ κάθεται, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ μὲ ἐδέχθηκε μὲ χαρὰ μοῦ εἶπε· «νὰ καὶ ἐγὼ πρὸ ὀλίγου ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν λειτουργία, τελειώσας εὐτυχῶς τὸ 40λείτουργον». Αὐτὸ δὲ εἶπε διὰ νὰ μὴ μὲ λυπήση, διότι ἐμποδίστηκε μία ἡμέρα ἡ λειτουργία, τὴν ὁποίαν βέβαια ἤθελε πρόσθεση τὴν ἑπομένη. Τότε ἐγὼ ἄρχισα νὰ διηγοῦμαι εἰς τὸν ἱερέα τὰ ὅσα εἶδα μὲ λεπτομέρεια καὶ πολλὴ συγκίνησι, καὶ ὅταν ἔφθασα εἰς τὴν ἐξαγωγὴ τοῦ δοντιοῦ καὶ ὅτι τὴν ἑπομένη θὰ τελειωθῆ ἡ οἰκοδομὴ καὶ θὰ εἰσέλθη ὁ πατέρας μου εἰς τὸ παλάτι, τότε ὁ ἱερεὺς κατεληφθεὶς ἀπὸ θαυμασμὸ ἐβόησε· «ἐγώ, ἀγαπητέ μου Γεώργιε, εἶμαι ὁ οἰκοδόμος ἐκεῖνος»… Αὐτὰ ὁ πατὴρ Δανιὴλ τὰ ἐβεβαίωσε καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα Δημήτριον τὸν ὁποῖον ἐπεσκέφθη, ὁ ὁποῖος π. Δημήτριος μὲ παρεκάλεσε ὅπως γράψω ἀκριβῶς τὴν ὠφελιμωτάτην αὐτὴν διήγησιν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔλαβε χῶραν ἀρχὰς τοῦ 20ου αἰῶνος.

agiazoni

Tuesday, 20 August 2013

Παρουσία καὶ Ἀπουσία,Γέρων Θεόφιλος Παραϊάν

Ἕνας ἀπό τούς μεγάλους γεροντάδες τῶν τελευταίων χρόνων εἶναι καί ὁ ρουμάνος ἱερομόναχος Θεόφιλος. Παρ᾿ ὅτι τυφλός, θαυμαστός γιά τίς πολλές καί μεγάλες του ἀρετές.
Ἄς ἀκούσουμε κάτι ἀπό τόν λόγο του.  

“Ἐγώ ἐπιμένω σέ ὅλους, νά πηγαίνουν, ἄν ὄχι σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες, τουλάχιστον στήν θεία λειτουργία. Καί ἄν συμβεῖ κάποιος νά μήν πηγαίνει στή θεία λειτουργία, οὔτε πού κάθομαι νά συνομιλήσω μαζί του! Γιατί δέν ἔχω νά τοῦ πῶ τίποτε!

Γιά παράδειγμα: Κάποιος, ὅταν τόν ρώτησα τί κάνει τήν ὥρα πού θά ἔπρεπε νά βρίσκεται στήν ἐκκλησία, μοῦ ἀπάντησε: «Βλέπω τηλεόραση»! Καί τότε τοῦ εἶπα: «Πρόσεξε, αὐτό σημαίνει ὅτι μπροστά σου ἔχεις τήν τηλεόραση, ἐνῶ στό Θεό ἔχεις γυρίσει τήν πλάτη σου. Ἄλλαξε λοιπόν. Πήγαινε στήν ἐκκλησία, ὥστε νά ἔχεις μπροστά σου τό Θεό, καί πίσω σου τήν τηλεόραση».

Οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές κάνουν ἀπρόσεκτα κάποια πράγματα. Ἄν ρωτήσεις κάποιον, γιατί δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία, σπάνια θά ἀκούσεις ὅτι δέν πιστεύει καί γι᾿ αὐτό δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία. Στήν πραγματικότητα ὅμως, αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία.

Δέν πηγαίνει, γιατί:
• δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση τοῦ χρειάζεται, γιά νά πάει στήν ἐκκλησία· • δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση χρειάζεται, γιά νά παραμείνει στήν ἐκκλησία· • δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση χρειάζεται, γιά νά παρακολουθεῖ τίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας.  

Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει πρόοδος πνευματική χωρίς ἔργα τῆς πίστης. Ἡ πίστη αὐξάνει μέ τά ἔργα τῆς πίστης.
• Ἄν οἱ πιστοί νηστεύουν, τότε καί οἱ λιγότερο πιστοί πρέπει νά νηστεύουν, γιά νά ἔχουν ἔμπρακτη πίστη πού θά τούς ἐνισχύει στήν πίστη. • Ἄν οἱ πιστοί πηγαίνουν στήν ἐκκλησία, πρέπει καί ὁ λιγότερο πιστός νά πάει, γιά νά ἔχει, ἔστω, μία παρουσία στήν ἐκκλησία!

Κάποιος μοῦ εἶπε:
«Πάτερ, μοῦ λέτε νά πηγαίνω στήν ἐκκλησία. Ἀλλά δέν μπορεῖτε νά φανταστεῖτε, πόσες κακές σκέψεις, πόσα μολυσμένα πράγματα κουβαλάω μέσα μου».

Ξέρω ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολύ διαφορετικοί. Ἀλλά ξέρω καί ὅτι, χωρίς νά πηγαίνεις ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ δωρεά καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖς νά δεχτεῖς χάρη Θεοῦ.

Ἑπομένως: Νά πηγαίνεις ὅπως εἶσαι, ὅσο καί ἄν οἱ σκέψεις σου εἶναι μολυσμένες, ὅσο καί ἄν εἶναι κατώτερες! Νά πηγαίνεις. Διότι μόνον ἔτσι μπορεῖ νά ἔλθει ὁ καιρός πού θά καθαρίσει τό μυαλό σου καί δέ θά ἔχεις πιά τίς βρώμικες σκέψεις πού ἔχεις τώρα μέσα σου.  ]
Ἡ συμμετοχή στίς ἱερές ἀκολουθίες εἶναι μία διδασκαλία, εἶδος σχολείου! Μόνο ὅταν φοίτησα στή Θεολογική Σχολή διαπίστωσα, τί θησαυροί ὑπάρχουν στίς ἱερές ἀκολουθίες.

ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ

Thursday, 11 April 2013

Συγκλονιστική διήγησις περὶ κατακρίσεως.

 
Του Γερ. Παναρέτου του Φιλοθεΐτη

Ο μακαρίτης πνευματικός από τή σκήτη τών Καυσοκαλυβίων, παπα-Νικόδημος, μού διηγήθηκε τήν ακόλουθη ιστορία, παρμένη από πατερικά Αγιορείτικα χειρόγραφα.
 
Ένας πιστός χριστιανός, πήγαινε επί δεκαπέντε χρόνια στόν πνευματικό του καί εξομολογούνταν τίς ανθρώπινες αδυναμίες του. Μιά μέρα όμως, όπως συνήθιζε, πήγε στόν πνευματικό του νά εξομολογηθεί καί ανοίγοντας τήν πόρτα τού σπιτιού του βρήκε τόν πνευματικό νά πορνεύει μέ μία γυναίκα. Αμέσως βγήκε έξω καί φεύγοντας είπε στόν εαυτό του: «άχ, τί έπαθα αλοίμονο σέ μένα, εγώ έχω τόσα χρόνια πού εξομολογούμαι σ᾿ αυτόν, καί τώρα τί θά κάνω; Θά κολασθώ; διότι όσα αμαρτήματα καί άν μού συγχώρησε, εφόσον είναι τόσον αμαρτωλός άνθρωπος, είναι, τί είναι; είναι όλα ασυγχώρητα», έλεγε καί χτυπιόταν ο άνθρωπος γιά τό κακό πού τόν βρήκε καί δέν ήξερε τί πρέπει νά κάνει.

Στό δρόμο πού έφευγε, δίψασε. Προχώρησε λίγο καί μπροστά του βρέθηκε ένα μικρό ρεματάκι, στό οποίο έτρεχε γάργαρο καί πεντακάθαρο νερό. Έσκυψε καί ήπιε. Ήπιε τόσο πού χόρτασε καί δέν τού ῾κανε καρδιά νά φύγει, αλλά ήθελε νά πιεί καί άλλο από κείνο τό νεράκι. Σέ μία στιγμή σκέφτηκε μέ τό λογισμό του καί είπε: «άν εδώ χαμηλά στό ρέμα είναι τόσο καλό, τότε όσο πιό κοντά στήν πηγή του, από ῾κεί πού βγαίνει, τόσο καλύτερο θά είναι» καί μέ τή σκέψη αυτή ξεκίνησε νά βρεί τή πηγή τού νερού. Όταν έφτασε όμως εκεί, τί νά δεί;! βλέπει, τί βλέπει;! βλέπει τό νερό νά βγαίνει από ένα ψόφιο καί βρώμικο κουφάρι σκύλου, μέσα από τό στόμα τού σκυλιού νά βγαίνει τό νερό! Τότε βαθιά αναστέναξε καί είπε: «Αλλοίμονο σέ μένα τόν άθλιο, μαγαρίστηκα ο ταλαίπωρος καί ήπια από τό μολυσμένο αυτό νερό, φαίνεται ότι είμαι πολύ αμαρτωλός καί ακάθαρτος γιά νά μού συμβούν αυτά τά πράγματα».

Στήν μεγάλη αυτή στενοχώρια πού βρισκόταν, τού παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου καί τού είπε: «Γιατί άνθρωπέ μου στενοχωριέσαι καί λυπήσαι γιά τά πράγματα πού σού συμβαίνουν; Όταν ήπιες τό νερό από τό ρεματάκι δέν ευχαριστήθηκες πού βρήκες πολύ καθαρό καί δέν τό χόρταινες νά πίνεις καί τώρα, πού είδες τούτο ότι βγαίνει από τό ακάθαρτο στόμα τού σκυλιού, λές ότι μολύνθηκες; Άν αγαπητέ μου, ο σκύλος είναι ψόφιος καί ακάθαρτος, μή λυπήσαι γι᾿ αυτό εσύ, διότι τό νερό πού ήπιες εσύ κι ο κόσμος όλος πού πίνει, μπορεί νά βγαίνει από τό ακάθαρτο στόμα τού σκύλου, αλλά τό νερό πού βγαίνει δέν είναι δικό του, είναι δώρο τού Θεού, είναι τού Θεού τό νερό.

Έτσι καί ο πνευματικός σου πού σέ εξομολογούσε, η συγχώρηση πού σού έδινε δέν ήταν δική του, αλλά η συγχώρηση είναι δωρεά τού Θεού. Εκείνος τήν δίνει, τό Πανάγιο Πνεύμα τήν χορηγεί σ᾿ αυτόν πού καθαρά καί ειλικρινά εξομολογείται τίς αμαρτίες του καί τίς αδυναμίες του. Μέ τή διαφορά ότι, οι δωρεές καί τά χαρίσματα τού Θεού στούς ανθρώπους δίδονται μέσω τής ιεροσύνης από τούς κανονικά χειροτονημένους καί έχοντας τήν άδεια τής εξομολογήσεως καί τής αφέσεως τών αμαρτιών, όπως είπε ο Ίδιος ο Δεσπότης Χριστός στούς αγίους Αποστόλους καί μαθητάς Του: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον.

Άν τινων αφίεντε τάς αμαρτίας αυτών, αφίενται αυτοίς. Άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται». Έτσι λοιπόν οι Άγιοι Απόστολοι έδωκαν τήν εξουσίαν αυτήν στούς επισκόπους καί διαδόχους αυτών καί εκείνοι στούς κανονικά χειροτονηθέντας ιερείς καί πνευματικούς. Εκ τού λόγου τούτου καί διότι τελούν τά άγια Μυστήρια τού Θεού οι ιερείς είναι ανώτεροι κατά τό αξίωμα καί από αυτόν τόν βασιλέα καί ανώτατον άρχοντα τού λαού. Ανώτεροι είναι οι ιερείς από όλους, διότι οτιδήποτε κι άν είναι οι άνθρωποι αυτοί στόν κόσμο, τά κοσμικά αξιώματα, από τόν ιερέα καί τόν πνευματικό θά λάβει τή συγχώρηση τών αμαρτιών του, διότι δέν υπάρχει άλλος δρόμος: αυτή είναι η Ιερά Παράδοσις τής Αγίας Εκκλησίας μας».

Καί τώρα, λέγει ο άγγελος: «Πήγαινε νά βάλεις μετάνοια καί νά ζητήσεις συγχώρηση από τόν πνευματικό σου πού τόν είδες νά αμαρτάνει καί παρακάλεσέ τον νά σέ συγχωρήσει γιά τήν κατάκριση πού σέ βάρος του έκαμες. Όσο δέ γιά τήν αμαρτία πού εκείνος έκανε, ο Θεός θά τόν εξετάσει καί αυτός μόνο θά τόν κρίνει, διότι εσύ είδες αυτόν νά κάνει τήν αμαρτία, δέν μπορείς όμως νά γνωρίζεις άν αυτός μετανόησε, ή τόν τρόπο τής μετανοίας του. Έτσι εσύ δέν έχεις, εσύ μέν έχεις τήν αμαρτία τής κατακρίσεως, εκείνος δέ, άν μετανοήσει θά τρυγήσει τούς καρπούς τής μετανοίας καί τής διορθώσεώς του. Δέν μπορούμε λοιπόν νά κρίνουμε κανέναν άνθρωπο».

Όταν ο άγγελος λοιπόν τά είπε αυτά, στόν πιστό εκείνο χριστιανό, έγινε άφαντος. Ο δέ χριστιανός σύμφωνα μέ τήν εντολή τού αγγέλου, γύρισε πίσω: πήγε στόν πνευματικό του, στόν οποίο διηγήθηκε όλα όσα είδε καί άκουσε από τόν άγγελο Κυρίου καί έβαλε μετάνοια καί όταν είπε τά διατρέξαντα στόν πνευματικό, όπως τού είπε ο άγγελος, ο πνευματικός μέ δάκρυα στά ματιά μετανόησε, έκλαψε πικρά καί ζήτησε συγχώρηση από τόν Πολυέλεο, Πολυεύσπλαχνο καί Πανάγαθο Θεό καί διόρθωσε τά κακώς διαπραττόμενα πρός δόξα Θεού καί ψυχής σωτηρία αυτού.
Όταν μού διηγήθηκε αυτά ο πνευματικός μου, παπα-Νικόδημος, συνέχισε τόν λόγο του καί μέ αγάπη μου είπε: «γι᾿ αυτό αδελφέ μου, Χαράλαμπε, (αυτό έλαβε χώρα τό 1934, πού δέν ήμουνα ακόμη μοναχός, καί μ᾿ έλεγε μέ τό κατά κόσμον όνομά μου), δέν έχουμε δικαίωμα εμείς οι άνθρωποι νά εξετάζουμε τή ζωή τών άλλων ανθρώπων.

Όπως λέει καί ο Απόστολος Παύλος: «Σύ τίς εί ο κρίνων, αλλότριον ικέτην;» (πρός Ρωμαίους αναφέρεται αυτό). Πολύ δέ περισσότερο νά κρίνουμε τούς κληρικούς, τούς ιερωμένους, τούς πνευματικούς, καί γενικά τούς ρασοφόρους, τούς οποίους σκληρότατα δοκιμάζει ο Θεός καί μέ μεγάλη πονηρία καί μαεστρία πολεμεί ο διάβολος, όπως λέει ο ίδιος ο Θεός, μή κρίνετε ίνα μή κριθήτε, καί εν ώ κρίματι κρίνετε κριθήσετε, καί εν ώ μέτρω μετρείτε μετρηθήσετε υμίν! Εμείς οφείλομε νά συγχωρούμε τά σφάλματα τών άλλων καί νά μετανοούμε, νά κρίνουμε καί νά τιμωρούμε τόν εαυτό μας καί μόνον. Άν θέλουμε νά σωθούμε νά συγχωρούμε τούς άλλους καί σύμφωνα μέ τήν εντολή τού ιερού Ευαγγελίου, πού λέει: εάν αφήνετε τοίς ανθρώποις τά παραπτώματα αυτών, αφήσει καί υμίν ο Θεός τά παραπτώματα υμών, κατά τό άφετε καί αφεθήσεται υμίν.

Ναί, αδελφοί μου, η κατάκρισις είναι μεγάλη αμαρτία καί δέν πρέπει ποτέ νά ασχολούμεθα μέ τά ελαττώματα καί μέ τίς παραβάσεις τών άλλων ανθρώπων! Δέν έχουμε καμιά δουλειά εμείς. Ο καθένας ό,τι κάνει τό κάνει γιά τόν εαυτό του. Εμείς οφείλομε μόνο ό,τι βλέπουμε, ό,τι ακούμε νά συγχωρούμε καί νά αγαπούμε καί νά προσπαθούμε νά τούς βοηθούμε όσο είναι δυνατόν, από τή δική μας τήν πλευρά.
 
Πηγή: www.agioritikovima.gr

Sunday, 20 January 2013

Το μυστήριο των δακρύων…


Και τώρα, ω Θεέ μου, όλα αυτά είναι μακριά. Ο χρόνος επούλωσε την πληγή μου. Μπορώ άραγε, τείνοντας το αυτί της καρδιάς μου στο στόμα Σου, να μάθω γιατί τα δάκρυα είναι τόσο γλυκά στους δυστυχείς; 
Μολονότι είσαι πανταχού παρών, θα έριχνες τη δυστυχία μας μακριά Σου; Άραγε συσπειρώνεσαι στον εαυτό Σου, τη στιγμή που εμείς συμπαρασυρόμεθα από τα κύματα των δοκιμασιών της ζωής; Αναστεναγμοί, λυγμοί, δάκρυα, οδυρμοί. Πώς συλλέγουμε γλυκό καρπό απ’ αυτές τις πικρίες;
 
Είναι άραγε γλυκός αυτός ο καρπός, επειδή ελπίζομε ότι θα μας ακούσεις; Αυτό γίνεται όσον αφορά τις προσευχές μας, στο βάθος των οποίων υπάρχει ο πόθος να φθάσομε μέχρι τα κράσπεδα του θρόνου Σου. Αλλά μπορεί να το πει κανείς και για τον πόνο, που προξενεί η απώλεια ενός προσώπου που λατρεύομε, για τον πόνο, ο οποίος τότε με βασάνιζε; Δεν ήλπιζα να τον δω ζωντανό. Δεν ζητούσα λοιπόν με τα δάκρυά μου τη νεκρανάσταση του φίλου μου; Έκλαιγα και αναστέναζα γιατί δεν ήμουν πια ευτυχής , γιατί έχασα τη χαρά μου. Μπορούμε να πούμε, ότι τα δάκρυα είναι αυτά καθεαυτά πικρά, αλλ’ ότι είναι συγχρόνως και γλυκά, λόγω της αηδίας που μας προκαλούν τ’ αντικείμενα των πολλών τέρψεών μας και εφόσον δεν αισθανόμεθα παρά μόνο αποστροφή γι’ αυτά;
Αλλά για ποιο λόγο μιλώ για όλα αυτά; Εδώ δεν πρόκειται για λύση προβλημάτων, αλλά για εξομολόγηση προς Εσένα, ω Θεέ μου. Ήμουν λοιπόν δυστυχής. Κάθε ψυχή είναι δυστυχής όταν δεσμεύεται από την αγάπη με εφήμερα πλάσματα και πάσχει φοβερά όταν τα χάνει. Και τότε αισθάνεται την αθλιότητα που την βασανίζει, προτού τα χάσει.
Τέτοια ήταν εκείνη την εποχή η κατάστασή μου. Έχυνα δάκρυα πικρά και έβρισκα απόλαυση στην πικρία. Μέχρι αυτού του σημείου ήμουν δυστυχής. Και όμως αυτή η ζωή με το δράμα του μυστηρίου μου, μου ήταν προσφιλέστερη παρά ο φίλος μου. Επιθυμούσα να την αλλάξω, αλλ’ όχι και να την χάσω, αμφιβάλλω δε, αν συναινούσα χάρη αυτού να μιμηθώ το παράδειγμα του Ορέστη και του Πυλάδη- αν δεν είναι παραμύθι και αυτό – οι οποίοι ήθελαν μάλλον να πεθάνουν παρά να χωρισθούν ο ένας από τον άλλο, διότι ο χωρισμός τους φαινόταν φρικωδέστερος από το θάνατο. Πιστεύω ότι όσο περισσότερο τον αγαπούσα, τόσο περισσότερο μισούσα και φοβόμουν το θάνατο, που τον είχε θερίσει σαν απαίσιο και άσπονδο εχθρό, πρόθυμο να καταβροχθίσει όλους τους ανθρώπους, όπως καταβρόχθισε και τον φίλο μου. Αυτό το συναίσθημα εξουσίαζε τότε την ψυχή μου.
Ω Θεέ μου, να η καρδιά μου και να το μυστικό της. Δες σ’ αυτήν χαραγμένες τις αναμνήσεις μου, ω ελπίδα μου Εσύ, που αποπλύνεις τις κηλίδες τέτοιων αφοσιώσεων, που προσανατολίζεις προς Εσέ τα βλέμματά μου και απελευθερώνεις από αυτές τις αλυσίδες το σώμα μου.
Απορούσα βλέποντας τους άλλους θνητούς ζωντανούς, αφού είχε πεθάνει εκείνος, σαν να επρόκειτο να μην πεθάνει ποτέ, και απορούσα περισσότερο ακόμη να ζω εγώ, αφού εκείνος δεν βρισκόταν πια στη ζωή. Πόσο ωραία είναι η φράση εκείνη του ποιητή, ο οποίος μιλώντας για το φίλο του, τον ονομάζει «ήμισυ της ψυχής του». Ω ναι, αισθανόμουν ότι η ψυχή του και η ψυχή μου ήσαν μία και μόνη ψυχή σε δύο σώματα. Γι’ αυτό η ζωή μου ήταν φρικαλέα. Δεν ήθελα πια να ζω, αφού το εγώ μου είχε μειωθεί κατά το ήμισυ. Για το λόγο αυτό δεν ήθελα να πεθάνω, για να μην πεθάνει ολοσχερώς εκείνος που τόσο αγάπησα.
Από το βιβλίο: «ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ»
 
Πηγή:askitikon
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...