Πολλοί
είναι εκείνοι που δεν προσεύχονται. Τους φαίνεται, λένε, πως δεν έλαβαν
καμιά δωρεά από το Θεό όταν προσευχήθηκαν. Την προσευχή τη λογαριάζουν
περιττή. Λένε ακόμα πως ο Θεός τα γνωρίζει όλα, δεν έχει ανάγκη να του
θυμίσουμε εμείς τι χρειαζόμαστε. Ξεχνούν όμως ότι ο Κύριος είπε:
«Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε, και ευρήσετε, κρούετε, και
ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ, ζ’ 7). Οι προσευχές μας είναι απαραίτητες για
να μας στερεώσουν στην πίστη. Και χωρίς πίστη δεν μπορούμε να σωθούμε.
«Τη γαρ χάριτι εστέ σεσωσμένοι διά της πίστεως» (Εφεσ. β’ 8), είπε ο
απόστολος Παύλος. Κι ο Κύριος είπε στη Χαναναία: «Ω, γύναι, μεγάλη σου η
πίστις! γενηθήτω σοι ως θέλεις» (Ματθ. ιε’ 28).
Γι’
αυτό το λόγο ο Κύριος άφησε τη Χαναναία να προσευχηθεί επίμονα, για να
ξυπνήσει μέσα της την πίστη, να τη δυναμώσει. Αυτοί που δεν προσεύχονται
δεν βλέπουν κάτι που είναι πολύ απλό· πως τους λείπει η πίστη, που
είναι η πιο ανεκτίμητη κληρονομιά του χριστιανού, απαραίτητη όσο κι η
ίδια η ζωή. Δεν καταλαβαίνουν ότι με την
απιστία τους κατηγορούν ως ψεύτη τον ίδιο το Θεό (πρβλ. Α’ Ιωάν. α’ 10),
ότι έτσι γίνονται τέκνα του διαβόλου, ανάξια να δεχτούν τις δωρεές του
Θεού και οδηγούνται σίγουρα στον όλεθρο. Την ώρα της προσευχής η καρδιά
μας πρέπει να φλέγεται από την επιθυμία των πνευματικών χαρισμάτων κι
από αγάπη για το Θεό. Πρέπει να έχουμε ζωηρά στο νου μας το μέγα Του
έλεος προς το ανθρώπινο γένος, πως ο Θεός είναι πάντα έτοιμος ν’ ακούσει
με πατρική αγάπη όλες τις προσευχές μας. «Ει ουν υμείς, πονηροί όντες,
οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοις τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο πατήρ υμών ο
εν τοις ουρανοίς δώσει αγαθά τοις αιτούσιν αυτόν;» (Ματθ. ζ’ 11). Ο
Θεός είναι η αιώνια Αλήθεια. Δεν ανέχεται από μας ν’ αμφιβάλλουμε στην
αλήθειά Του ούτε για μια στιγμή. Ο Θεός είναι το αιώνιο έλεος, θέλει
«πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμοθ.
β’ 4). Εμείς, τα παιδιά του Φιλεύσπλαχνου Θεού, έχουμε την υποχρέωση να
επιθυμούμε μ’ όλη μας την καρδιά τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, ακόμα και
των εχθρών μας. Και πρέπει να φροντίζουμε και ν’ αγωνιζόμαστε γι’ αυτό.
Όσο ζεις, φρόντιζε να παρακολουθείς την καρδιά σου. Να την ερευνάς, να
την ακούς και να ψάχνεις να βρεις τι είναι αυτό που την εμποδίζει για να
ενωθεί με τον Υπερευλογημένο Κύριο. Αυτό να το λογαριάσεις σαν την
επιστήμη που είναι πάνω από κάθε επιστήμη. Και με τη βοήθεια του Θεού θα
διαπιστώσεις εύκολα τι σε αποξενώνει από το Θεό και τι σε προσεγγίζει
και σε ενώνει μαζί Του. Εκείνο που στέκεται περισσότερο απ’ οτιδήποτε
άλλο ανάμεσα στις καρδιές μας και το Θεό, είναι το πονηρό πνεύμα. Ο
διάβολος μας αποξενώνει από το Θεό με διάφορα πάθη, με τις επιθυμίες της
σάρκας ή των οφθαλμών και με τη ματαιοδοξία του κόσμου.
Είναι
υπέροχο το γεγονός ότι ο ίδιος ο Κύριος, ο δημιουργός όλης της κτίσης,
ορατής και αόρατης, μεταβάλει τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα.
Στο δικό Του πάναγνο Σώμα και το δικό Του πάναγνο Αίμα. Με τον άρτο και
τον οίνο ο Υιός του Θεού δεν ενσαρκώνεται ξανά. Μια φορά ενσαρκώθηκε, κι
αυτή είναι αρκετή για τους αιώνες των αιώνων. Αλλά μετουσιώνεται σ’
αυτό το ίδιο το σώμα, το οποίο έλαβε κατά τη σάρκωσή Του, με τον ίδιο
τρόπο που πολλαπλασίασε τους πέντε άρτους και έθρεψε χιλιάδες ανθρώπους.
Υπάρχουν πάρα πολλά μυστήρια στη φύση τα οποία δεν μπορεί να συλλάβει ο
νους μου. Αν κι έχουν συγκεκριμένη μορφή, όμως υφίστανται μέσα στο
μυστήριο. Το ίδιο γίνεται και με το μυστήριο του ζωοποιού σώματος και
αίματος. Πώς το σώμα και το αίμα μεταμορφώνονται σε Σώμα και Αίμα του
ίδιου του Κυρίου; Αυτό είναι ακατανόητο για μένα, όμως το μυστήριο
υπάρχει. Είμαι σκέτος πηλός. Ο δημιουργός μου έδωσε σάρκα και αίμα,
μορφή και ψυχή. Ο Πάνσοφος και Παντοδύναμος Κύριος έχει απειράριθμα
μυστήρια. Εγώ ο ίδιος είμαι ένα μυστήριο, σαν πλάσμα των χειρών Του. Για
την ψυχή μου υπάρχει το Πνεύμα του Κυρίου- για την ψυχή και το σώμα μου
υπάρχουν το Σώμα και το Αίμα Του. Όπως η ψυχή φέρει το σώμα της, έτσι
κι ο Θεός φέρει το σύμπαν ολόκληρο, όλους τους κόσμους, αφού ο ίδιος
είναι άπειρα πιο αχανής απ’ αυτούς. Η ψυχή γεμίζει όλο το σώμα. Το
Πνεύμα του Κυρίου «πεπλήρωκε την οικουμένην» (Σοφ. Σολ. α’ 7). Μόνο που η
ψυχή περιορίζεται στο σώμα, αν κι αυτό δεν είναι απόλυτο, μιας και
μπορεί να γεννηθεί οπουδήποτε. Το Πνεύμα του Κυρίου δεν περιορίζεται από
το σύμπαν, δεν εμπεριέχεται στον κόσμο, όπως η ψυχή στο σώμα.
Ο
Χριστός οδηγείται στην καρδιά με την πίστη και κατοικεί εκεί με ειρήνη
και χαρά. Δεν ειπώθηκε χωρίς λόγο πως ο Θεός «είναι Άγιος και αναπαύεται
εν τοις αγίοις».
Δεν
πρέπει να προσέχεις το κάλλος του ανθρώπινου προσώπου, αλλά την ψυχή.
Δεν πρέπει ν’ ασχολείσαι με το ένδυμα του ανθρώπου (το σώμα είναι το
προσωρινό ένδυμά του), αλλά με εκείνον που είναι ντυμένος μ’ αυτό. Μη
θαυμάζεις τη μεγαλοπρέπεια του πύργου, αλλά δώσε προσοχή στον ένοικο που
ζει εκεί, τι λογής άνθρωπος είναι. Βλέποντας διαφορετικά τον άνθρωπο,
θα προσβάλλεις την εικόνα του Θεού. Θ’ απαξιώσεις το βασιλιά
προσκυνώντας το δούλο, δε θα του απονείμεις ούτε την ελάχιστη τιμή που
του αξίζει. Μην προσέχεις την εξωτερική ομορφιά του βιβλίου, αλλά το
περιεχόμενό του. Διαφορετικά θα υποτιμήσεις το πνεύμα και θα εκθειάσεις
τη σάρκα. Τα γράμματα κι η εμφάνιση του βιβλίου είναι η σάρκα· το
περιεχόμενό του είναι το πνεύμα. Μη μαγεύεσαι από τους μελωδικούς ήχους
ενός οργάνου ή μιας φωνής, αλλά από την επίδραση που ασκούν στην ψυχή,
από τα λόγια του τραγουδιού. Να εκτιμήσεις το πνεύμα τους. Αν οι ήχοι
προκαλούν στην ψυχή σου ειρήνη, σεμνότητα και αισθήματα ιερά, τότε
άκουσέ τους, τάϊσε την ψυχή σου με τους ήχους αυτούς. Αν όμως διεγείρουν
τα πάθη σου, τότε μην τους ακούς. Να εγκαταλείψεις τόσο τη σάρκα (τη
μελωδία) όσο και το πνεύμα (τα λόγια) τέτοιας μουσικής.
Μέσα
στην εγκόσμια ματαιότητα και το σκοτασμό της σάρκας, ο εσωτερικός
άνθρωπος νιώθει πιο ελεύθερος νωρίς το πρωί. Τότε δεν επηρεάζεται πολύ
από τους πειρασμούς του πονηρού. Με το που ξυπνάει, αισθάνεται σαν το
ψάρι που μερικές φορές πετάγεται παιχνιδιάρικα στην επιφάνεια του νερού.
Την υπόλοιπη μέρα είναι σχεδόν ολόκληρη κλεισμένος σε αδιαπέραστο
σκοτάδι. Τα μάτια του είναι καλυμμένα σαν με επίδεσμο, που τον αποστερεί
από τη δυνατότητα να βλέπει την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων,
φυσικών και πνευματικών. Αυτές τις πρωινές ώρες κοίταξε να τις
επωφεληθείς. Είναι οι ώρες μιας καινούργιας ζωής. Μιας ζωής που
ανανεώθηκε μετά από έναν πρόσκαιρο ύπνο. Οι ώρες αυτές μας προϊδεάζουν
κατά ένα μέρος για την κατάσταση στην οποία θα βρεθούμε όταν αναστηθούμε
αναγεννημένοι το μεγάλο και παγκόσμιο εκείνο πρωινό της ανέσπερης μέρας
της ανάστασης, ή όταν θ’ απαλλαγούμε από το φθαρτό σώμα μας. Ακόμα και
την ώρα της προσευχής ο άνθρωπος κατά κανόνα δεν είναι γιός της
ελευθερίας, αλλά δούλος της ανάγκης και του καθήκοντος. Πρόσεξε κάποιους
ανθρώπους που συμπαθείς, ακόμα και ιερείς. Πόσοι απ’ αυτούς
προσεύχονται με ανοιχτή καρδιά, με ζωντανή πίστη κι αγάπη;
Την
ώρα της προσευχής μερικές φορές υπάρχουν στιγμές που κυριαρχεί
πνευματική αγωνία, μαύρο σκοτάδι νεκρικό, που προέρχεται από την
απιστία. Γιατί η απιστία είναι σκοτάδι. Τέτοιες στιγμές μην αφήσεις την
ψυχή σου σε απόγνωση. Θυμήσου ότι αν έχεις δεχτεί το θείο φώς, αυτό
εξακολουθεί να λάμπει πάντα σαν αστραπή, με όλη τη μεγαλοσύνη του, στην
Εκκλησία του Χριστού, στον ουρανό και τη γη, μα και στον υλικό κόσμο,
όπου «η αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης» (Ρωμ. α’ 20) είναι ορατή. Μη
νομίζεις πως έχασες την αλήθεια, γιατί αλήθεια είναι ο ίδιος ο Θεός. Όλα
όσα υπάρχουν στον κόσμο έχουν αιτία τους τον Κύριο, θεμελιώνονται σ’
Αυτόν. Η δική σου αδύναμη, αμαρτωλή και σκοτισμένη καρδιά είναι που
εκπίπτει από την αλήθεια. Γιατί πολλές φορές δεν μπορεί ν’ αντέξει τη
δύναμη που έχει το φως της αλήθειας, δεν είναι πάντα ικανή να δεχτεί την
καθαρότητά του, παρά μόνο αν έχει καθαριστεί από τις αμαρτίες της. Η
αμαρτία είναι η πρώτη αιτία του πνευματικού σκότους. Κι αυτό μπορείς να
το διαπιστώσεις στον ίδιο σου τον εαυτό. Όταν στην καρδιά σου κατοικεί
το φως της πίστης, η αλήθεια του Θεού, τότε μόνο νιώθει ειρηνική, δυνατή
και ζωντανή. Όταν όμως η πίστη υποχωρήσει, τότε η καρδιά σου γίνεται
ανήσυχη, αδύνατη σαν ένα καλάμι που το φυσάει ο άνεμος, χωρίς ζωή. Μη
δίνεις καμιά σημασία σ’ αυτό το σκότος του σατανά. Διώξε το μακριά από
την καρδιά σου, κάνοντας το σημείο του ζωοποιού σταυρού!
Ακόμα
κι αν όλη τη μέρα την πέρασες με πολλές ασχολίες και σκοτούρες, μη
λυπηθείς τον εαυτό σου και αμελήσεις το ιερό έργο της προσευχής. Να
κάνεις την προσευχή σου στο Θεό ως το τέλος με προθυμία, μ’ όλη σου την
καρδιά, γιατί είναι ένα καθήκον που το οφείλεις στο Θεό. Όταν βάλεις το
χέρι σου στο αλέτρι, μην κοιτάζεις πίσω (πρβλ. Λουκ. θ’ 62). Αν
επιτρέψεις στον εαυτό σου να προσευχηθεί αδιάφορα κι απρόσεκτα κι όχι
από την καρδιά σου, τότε μην κοιμηθείς προτού κλάψεις με δάκρυα μπροστά
στο Θεό, ζητώντας Του να σε συγχωρήσει για την αμαρτία σου. Αυτό βέβαια
δε γίνεται με όλους τους ανθρώπους, αλλά με τους πιο προχωρημένους στην
πνευματική ζωή. Γι’ αυτό να προσέχεις, να μη βάζεις τη σάρκα σου πάνω
από το Θεό. Για χάρη Του να περιφρονείς τη σωματική ξεκούραση.
(Αγ. Ιωάννου της Κρονστάνδης, «Η εν Χριστώ ζωή μου». Αθήνα 2003, σ. 31-36)