Thursday, 1 August 2013

Ὀκτώ τρόποι πειρασμῶν


Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας μας πού πάσχουν τά Θεῖα – μᾶς διδάσκουν πώς στό δρόμο τῆς σωτηρίας ὁ ἄνθρωπος πειράζεται ἀπό τό διάβολο μέ ὀκτώ τρόπους: (1) ἐκ τῶν ὄπισθεν, (2) ἐκ τῶν ἔμπροσθεν, (3) ἐξ ἀριστερῶν, (4) ἐκ δεξιῶν, (5) ἐκ τῶν κάτω, (6)ἐκ τῶν ἄνω, (7) ἐκ τῶν ἔσω καί (8) ἐκ τῶν ἔξω.
(1) Ἐκ τῶν ὄπισθεν πειράζει τόν ἄνθρωπο ὁ διάβολος ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνέχεια θυμᾶται τίς προηγούμενες ἁμαρτίες πού ἔχει διαπράξει καί τά κακά του ἔργα καί τά ἀναμασᾶ στή μνήμη του καί ἀσχολεῖται μέ αὐτά εἴτε μέ ἀπόγνωση γι’ αὐτά εἴτε μέ ἐνήδονη ἀναπόληση. Ἔτσι ἡ ἀνάμνηση αὐτῶν πού κάναμε στό παρελθόν γίνεται πειρασμός τοῦ διαβόλου.
(2) Ἐκ τῶν ἔμπροσθεν πειράζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό φόβο στή σκέψη τοῦ μέλλοντος. Διερωτᾶται• Τί θά γίνει μέ τόν ἑαυτό μου; Ἤ μέ τόν κόσμο; Πόσο ἀκόμα θά ζήσω; Θά εἶμαι ὑγιής ἤ θ’ ἀρρωστήσω; Θά ἔχω νά φάω; Ἄρα γε θά γίνει πόλεμος; Ἤ κάποιο σπουδαῖο ἤ φοβερό γεγονός; Γενικά διάφορες εἰκασίες, προοράσεις, προρρήσεις, φαντασίες καί κάθε τί πού γεννᾶ μέσα μας φόβο γιά τό μέλλον. Αὐτός εἶναι ἕνας πονηρός πόλεμος τοῦ διαβόλου, πού φέρνει ταραχή στή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
(3) Ἐξ ἀριστερῶν πειράζεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ὁ διάβολος τόν ἐρεθίζει σέ ἀπ’ εὐθείας ἁμαρτίες. Σ’ αὐτές τίς ἐνέργειες καί τά ἔργα, γιά τά ὁποῖα εἶναι γνωστό ὅτι εἶναι ἁμαρτίες καί κακά, ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά οἱ ἄνθρωποι τά κάνουν. Αὐτός εἶναι ὁ πειρασμός σέ ἀνοιχτή πρόκληση στήν ἁμαρτία. Νά ἁμαρτάνει κανείς κατ’ εὐθείαν ἤ ἀπό προθέση.
(4) Ἐκ δεξιῶν γίνεται ὁ πειρασμός τοῦ διαβόλου κατά δύο τρόπους, α) ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει καλά ἔργα καί καλές πράξεις, ἀλλά τά κάνει μέ κακό σκοπό καί ὄχι μέ ἀγαθή πρόθεση. Π.χ. ὅταν ἐργάζεται τό καλό, ἀλλά ἀπό φιλοδοξία• γιά νά κερδίσει δηλαδή ἐπαίνους, ἤ κάποια θέση, ἤ φήμη, ἤ δόξα γιά τόν ἑαυτό του. Τέλος, ὅταν κάνει τό καλό ἀπό κενοδοξία, φιλοκερδία καί πλεονεξία. Μία τέτοια ἐργασία, καλῶν μέν ἔργων ἀλλά ἀπό κακή πρόθεση, εἶναι ἁμαρτωλή καί ἐπιζήμια. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τήν παρομοιάζουν μέ σῶμα χωρίς ψυχή. Γιατί ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο γίνεται κάποιο ἔργο, εἶναι ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἔργου, ἐνῶ αὐτό τό ἴδιο τό ἔργο εἶναι τό σῶμα. «Ὁ σκοπός ὅμως δέν ἁγιάζει τά μέσα». Γι’ αὐτό καί ἡ ἐργασία καλῶν ἔργων μέ σκοπό πού δέν εἶναι κατά Θεό, στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνας πειρασμός γιά τόν ἄνθρωπο, πού τόν προσβάλλει ἐκ δεξιῶν, δηλ. μέ τή μορφή τοῦ καλοῦ.
β) Ἄλλος πειρασμός ἐκ δεξιῶν γίνεται ἀπό τό διάβολο μέσῳ διαφόρων προοράσεων καί ὁράσεων, ὅταν δηλ. ὁ ἄνθρωπος ἐκλαμβάνει τήν ἐμφάνιση τοῦ διαβόλου γιά ὅραμα τοῦ Θεοῦ ἤ ἀγγέλου φωτός. Τό νά δίνει κανείς ἐμπιστοσύνη στίς ἐμφανίσεις τοῦ διαβόλου ἤ τό νά ἀποδέχεται τά δαιμονικά ὁράματα ὡς ἀγγελικά, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό ὀνομάζουν πλάνη!… Γι’ αὐτό καί ἀπορρίπτουν κάθε ὀπτασία. Αὐτοί πού ἀρχίζουν τήν πνευματική τους ζωή παρασύρονται εὔκολα στίς ἀγκάλες τοῦ δαίμονα. Ἔτσι λοιπόν πιό φρόνιμο εἶναι «ἡ ἄρνηση κάθε φαντασίας».
(5) Ἐκ τῶν κάτω ὁ ἄνθρωπος πειράζεται ἀπό τό διάβολο, ὅταν μπορεῖ νά κάνει καλά ἔργα, νά αὐξάνει σέ ἅγιες ἀρετές, ἀλλά δέν τό κάνει ἀπό τή ραθυμία του δηλ. τήν πνευματική τεμπελιά. Ὅταν γνωρίζει καί μπορεῖ νά ἐντείνει περισσότερο τόν ἀγώνα του, γιά τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ καί τά καλά ἔργα, πρός τόν κάθε μας πλησίον καί ὅμως δέν τό κάνει, γιατί ραθυμεῖ ἤ βρίσκει δικαιολογίες («προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις»). Ἔτσι στήν πραγματικότητα ἀποτυγχάνει πνευματικά. Ἐπιτυγχάνει πολύ λιγότερα πράγματα ἀπό ὅσα πραγματικά θά μποροῦσε νά κάνει. Καθότι μένει «ἀνενέργητος τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ».
(6) Ὁ πειρασμός τοῦ ἀνθρώπου ἐκ τῶν ἄνω.
Αὐτός ὁ πειρασμός συμβαίνει καί πάλι κατά δύο τρόπους. α) Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναλαμβάνει (χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ του) νά κάνει ἀσκήσεις μεγαλύτερες ἀπό τίς ἀτομικές του δυνάμεις, καί ἔτσι χωρίς νόημα παιδεύεται διπλά. Αὐτό συμβαίνει π.χ. ὅταν κάποιος εἶναι ἀσθενής καί παρ’ ὅλα αὐτά ἀναλαμβάνει νηστεία, ἐνῶ αὐτή ἡ νηστεία δέν εἶναι τῶν δυνάμεών του. (ἐδῶ πάλι πρέπει νά ἔχουμε τήν εὐλογία τῶν Πνευματικῶν μας γιά νά καταλύσουμε τή νηστεία ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐντολή τοῦ Χριστοῦ μας). Πολλοί ἄνθρωποι, δυστυχῶς, εἴτε ἀπό ἐπιπολαιότητα καί πολύ ἐλαφρά σκεπτόμενοι ἤ πειραζόμενοι ἀπό τό σατανᾶ, δέχονται καί προβάλλουν διάφορες δικαιολογίες: «Εἴμαστε ἄρρωστοι», «εἴμαστε ἄνθρωποι ἀδύναμοι», «δέν εἴμαστε ἅγιοι», «αὐτά ὅλα εἶναι γιά τούς Μοναχούς, γιά τούς Ἀσκητές», «δέν εἶναι γιά μᾶς πού εἴμαστε στό κόσμο καί ἔχουμε οἰκογένεια καί παιδιά μέ χίλια δυό προβλήματα καί σκοτοῦρες……». Ἔτσι ὅμως ἀρνοῦνται τή θυσία, τήν ἄσκηση, τό Σταυρό καί τή θεώση……
Γενικά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κινεῖται ὑπερήφανα καί ἀλαζονικά, τότε πέφτει σέ ἀκραῖες ὑπερβολές ἤ ἐλλείψεις. Μία τέτοια προσπάθεια στερεῖται ταπείνωσης καί Χάρης, διότι ὁ Θεός ἀποστρέφεται τούς ὑπερήφανους καί δίνει τή χάρη του στούς ταπεινούς σύμφωνα μέ τή Γραφή.
β) Δεύτερος πειρασμός ἐκ τῶν ἄνω συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀσχολεῖται μέ τό νά ἐρευνᾶ τά μυστήρια τῆς Ἁγίας Γραφῆς (καί γενικά τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ) καί τό κάνει ὄχι ἀνάλογα πρός τήν πνευματική του ἀνάπτυξη. Δηλαδή ὅταν θέλει ὁ ἴδιος νά ἐμβαθύνει καί νά ἑρμηνεύει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ στήν Ἁγία Γραφή (ἤ στούς Ἁγίους καί γενικά στόν κόσμο καί τή ζωή), καί ὕστερα μέ αὐτά τά μυστήρια νά διδάσκει τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί νά παριστάνει τόν σοφό καί τόν πολύξερο, ἐνῶ ὁ ἴδιος, δέν ἔχει φθάσει στήν ἀνάλογη πνευματική κατάσταση. Ἡ πείρα ὅμως τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶς λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός θέλει νά «μασᾶ κόκαλα, ἐνῶ τά δόντια του εἶναι βρεφικά ἀκόμη», δηλαδή μόνο γιά γάλα. Γι’ αὐτό τό θέμα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, στό θαυμάσιο ἔργο του «ὁ βίος τοῦ Μωϋσέως» μᾶς λέει ὅτι, «ὁ Θεός ὅρισε στούς Ἰσραηλίτες νά τρώγουν ἀπό τόν πασχάλιο ἀμνό μόνο τό κρέας, ἐπειδή ἦσαν ἀκόμη ἀτελεῖς, καί αὐτό ἀκόμα νά τό τρώγουν μέ πικρά χόρτα. Τά δέ ὀστᾶ τοῦ Ἀμνοῦ νά μήν τά σπάζουν, οὔτε νά τά τρώγουν, ἀλλά νά τά καῖνε στή φωτιά…». Αὐτό σημαίνει ὅτι καί μεῖς πρέπει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή (καί γενικά στήν πρός τό Θεό πίστη μας) νά ἑρμηνεύουμε, ὄχι ὀρθολογιστικά καί μέ μόνο γνώμονα τό μυαλό μας, ἀλλά μέ στάση προσευχομένου – μόνο ἐκεῖνα τά μυστήρια πού εἶναι ἀνάλογα μέ τήν πνευματική μας κατάρτιση καί «αὔξησιν ἐν Χριστῷ» καί αὐτά νά «τά τρώγουμε» (δηλ. νά τά ἀφομοιώνουμε) μέ τά πικρά χόρτα δηλ. τά βάσανα καί τίς πικρίες πού μᾶς κερνᾶ ἡ ζωή. Τά βαθειά μυστήρια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῆς Θεολογίας, τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καί Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα εἶναι σάν σκληρό κόκαλο, δέν τρώγονται μέ βρεφικά δόντια• αὐτά μόνο καίγονται στή φωτιά, γνωρίζονται κοινωνούμενα, γίνονται δηλ. κατανοητά μόνο μέ τή χαρισματική καί πνευματική ὡριμότητα σέ ψυχές «εὐπρεπισμένες καί δοκιμασμένες» στό πῦρ τῆς Θείας Χάριτος.
(7) Ἐκ τῶν ἔσω, πάλι, πειράζεται ὁ ἄνθρωπος μέ ὅσα ἔχει στή καρδιά του καί μέ ὅσα, προερχόμενα ἀπό τήν ἴδια του τήν καρδία, τόν πειράζουν. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μας τό λέει καθαρά, ὅτι «ἐκ τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου ἐξέρχονται διαλογισμοί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι……» (Ματθ.15,19),μέ τά ὁποῖα πειράζει τόν ἄνθρωπο ὁ διάβολος. Ἐντούτοις τόν ἄνθρωπο δέν τόν πειράζει μόνο ὁ σατανᾶς, ἀλλά, καί οἱ δικές του ἀνθρώπινες κακές προθέσεις καί ἁμαρτωλές συνήθειες, πλεονεξίες, κακές ἐπιθυμίες, ἡ ἐσωτερική ἀνθρώπινη φιλαμαρτησία, πού προέρχονται ἀπό τή ἀκάθαρτη καρδιά του.
(8) Τέλος, τό ὄγδοο εἶδος τοῦ πειρασμοῦ πρός τόν ἄνθρωπο ἔρχεται ἐκ τῶν ἔξω, μέσω ἐξωτερικῶν πραγμάτων, ὑποθέσεων, προσβολῶν καί ἐρεθισμάτων. Δηλαδή διαμέσου ὅλων ὅσα συλλαμβάνει, ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ ἔξω, μέ τίς αἰσθήσεις του, οἱ ὁποῖες εἶναι σάν παράθυρα τῆς ψυχῆς. Αὐτά, τά ἐξωτερικά πράγματα, δέν εἶναι κακά καθ’ αὑτά, ἀλλά, μέσω αὐτῶν, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πειρασθεῖ στίς αἰσθήσεις καί νά ὁδηγηθεῖ στήν ἁμαρτία καί στήν ἀποξένωσή του ἀπό τό Θεό.
Αὐτοί εἶναι συνοπτικά, οἱ ὀχτώ τρόποι μέ τούς ὁποίους ὁ ἄνθρωπος πειράζεται, ἀνεξάρτητα ἄν βρίσκεται στόν κόσμο, ἄν εἶναι ἔγγαμος, ἤ στό Μοναστήρι ἀναχωρητής.
Ἐναντίον ὅλων αὐτῶν τῶν πειρασμῶν: ἐκ τῶν ὄπισθεν, ἐκ τῶν ἔμπροσθεν, ἐκ δεξιῶν, ἐξ ἀριστερῶν, ἐκ τῶν κάτω, ἐκ τῶν ἄνω, ἐκ τῶν ἔσω καί ἐκ τῶν ἔξω, πρέπει νά πολεμοῦμε μέ νήψη, δηλ. μέ προσευχή, προσοχή, καθαρότητα, ἑτοιμότητα καί ἐγρήγορση τοῦ πνεύματος, μέ ζωντάνια καί ἀγωνιστικότητα, μέ προσοχή τῶν λογισμῶν, τῶν αἰσθήσεων καί τῶν πράξεων. Μέ μία λέξη μέ διάκριση. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά μέ τακτική καί ἀμετάπτωτη «λειτουργικομυστηριακή» ζωή, μνήμη τοῦ Θεοῦ, μνήμη τοῦ θανάτου, εὐγνώμονα καρδιά γιά τά ὅσα ὁ Κύριος ἔκανε γιά μᾶς• μέ δάκρυα κατανύξεως, ἕνωση καί ἀναδοχή τῆς ὅλης Δημιουργίας• συνεχῆ προσευχητική ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλ. μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί πόθο ἐσχατολογικό: «Ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ…».
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς λέγουν, ὅτι ὁ πόλεμος ἐναντίον ὅλων τῶν πειρασμῶν καί τῶν παθῶν συνίσταται στό ἑξῆς: Στή φυλακή (δηλ. τήν προσοχή) τοῦ νοῦ καί ὁλόκληρης τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας ἀπό τούς πειρασμούς, Χριστοποιώντας τα καί Χαριτώνοντάς τα, μή ἀφήνοντας καθόλου τόπο γιά νά εἰσχωρήσει ὁ Σατανᾶς μέ τά πλοκάμια του. Αὐτή εἶναι ἡ ἐργασία καί ὁ ἰσόβιος ἀγώνας μας, ἀπό τή δική μας, τήν ἀνθρώπινη πλευρά. Καί ἀπ’ τήν ἄλλη, τή Θεία πλευρά, πρέπει ἀδιάλειπτα μέ προσευχή νά ἐπικαλούμαστε μέ Θεῖο ἔρωτα τόν Παντοδύναμο Κύριο καί Νυμφίο τῆς ψυχῆς μας: «Ὦ Κύριε, εὐδόκησον δή! Ὦ Κύριε, ἐλέησον δή! Ὦ Κύριε, ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν!… Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό!».

Χριστοδούλου A.
Πηγή:Απόψεις για τη Μονή Βατοπαιδίου

ST. PETER OF DAMASKOS -ON JOY



"Rejoice in the Lord," said St. Paul (Philemon 3:1). And he was right to say, "in the Lord." For if our joy is not in the Lord, not only do we not rejoice, but in all probability we never shall. Job, as he described the life of men, found it full of every kind of affliction (Job 7:1-21), and so also did St. Basil the Great. St. Gregory of Nyssa said that birds and other animals rejoice because of their lack of awareness, while man, being endowed with intelligence, is never happy because of his grief. For, he says, we have not been found worthy even to have knowledge of the blessings we have lost. For this reason nature teaches us rather to grieve, since life is full of pain and effort, like a state of exile dominated by sin. But if a person is constantly mindful of God, he will rejoice: as the psalmist says, "I remembered God, and I rejoiced" (Psalms 77:3). For when the intellect is gladdened by the remembrance of God, then it forgets the afflictions of this world, places its hope in Him, and is no longer troubled or anxious. Freedom from anxiety makes it rejoice and give thanks; and the grateful offering of thanks augments the gifts of grace it has received. And as the blessings increase, so does the thankfulness, and so does the pure prayer offered with tears of joy.

Slowly the man emerges from the tears of distress and from the passions, and enters fully into the state of spiritual joy. Through the things that bring him pleasure, he is made humble and grateful; through trials and temptations his hope in the world to come is consolidated; in both he rejoices, and naturally and spontaneously he loves God and all men as his benefactors. He finds nothing in the whole of creation that can harm him. Illumined by the knowledge of God he rejoices in the Lord on account of all the things that He has created, marveling at the care He shows for His creatures. The person who has attained spiritual knowledge not only marvels at visible things, but also is astounded by his perception of many essential things invisible to those who lack experience of this knowledge.

Thus he looks with wonder not only on the light of day, but also at the night. For the night is a benediction to all; to those practicing the virtues that pertain to the body it offers stillness and leisure; it encourages the remembrance of death and hell in those who grieve; those engaged in practicing the moral virtues it spurs to study and examine more closely the blessings they have received and the moral state of their soul. In the words of the psalmist, "As you lie in bed, repent of what you say in your heart" (Psalms 4:4), that is, repent in the stillness of the night, remembering the lapses that occurred in the confusion of the day and disciplining yourself in hymns and spiritual songs (Colossians 3:16) -- in other words, teaching yourself to persist in prayer and psalmody through attentive meditation on what you read. For the practice of the moral virtues is effectuated by meditating on what has happened during the day, so that during the stillness of the night we can become aware of the sins we have committed and can grieve over them.

When in this way through God's grace we make some progress, and discover that in truth and not just in fantasy we have realized in either action or thought some moral virtue of soul or body according to Christ's commandment, then we give thanks with fear and humility; and we struggle to preserve that moral virtue by means of prayer and many tears offered to God, disciplining ourselves to remember it lest we lose it again because of forgetfulness. For it takes much time to make a moral virtue effective in ourselves, while what has been achieved with so much time and effort can be lost in a single instant.

All this applies to those practicing the virtues. Where the contemplative life is concerned, the night supplies us with many themes for contemplation, as St. Basil the Great has said. First of all, it reminds us daily of the creation of the world, since all creation becomes invisible because of the darkness, as it was before it came into existence. This in its turn prompts us to reflect how the sky was empty then and without stars, as happens now when they become invisible because of the clouds. When we enter our cell and see only darkness, we are reminded of the darkness that was over the abyss (Genesis 1:2), and when suddenly the sky becomes clear again, and we stand outside our cell, we are struck by wonder at the world above, and offer praise to God, just as the angels are said in the Book of Job to have praised God when they saw the stars (Job 38:7). We see in the mind's eye the earth as it was originally, invisible and without form (Genesis 1:2), and men held fast by sleep as if they did not exist. We feel ourselves alone in the world like Adam and, united with the angels, in full knowledge we praise the Maker and Creator of the universe.

In thunder and lightning we see the day of judgment; in the call of cocks we hear the trumpet that will sound on that day (I Thessalonians 4:16), in the rising of the morning star and the light of dawn we perceive the appearance of the precious and life-giving Cross (Matthew 24:30); in men's rising from sleep we see a sign of the resurrection of the dead, and in the rising of the sun a token of the second advent of Christ. Some, like the saints caught up in clouds on the last day (I Thessalonians 4:17), we see go forth to greet Him with song, while others, like those who will then be judged, are indifferent and remain asleep. Some we see rejoicing throughout the day in the offering of praise, in contemplation and prayer, and in the other virtues, living in the light of spiritual knowledge, as will the righteous at the second coming; while others we see persisting in the passions and in the darkness of ignorance, as will sinners on that day.

In short, the man of spiritual knowledge finds that everything contributes to his soul's salvation and to God's glory: indeed, it was because of this glory that all things were brought into existence by the Lord and God of knowledge, as Hannah the mother of the prophet Samuel calls Him (I Samuel 2:3). "Therefore let the wise man not vaunt himself because of his wisdom," she said, "or the strong man because of his strength, or the rich man because of his wealth; but let him who boasts do so because of his understanding and knowledge of the Lord" (I Samuel 2:10). That is to say, let him boast because he knows the Lord with full understanding from His works, and because he imitates Him, so far as is possible, through the keeping of His divine commandments. For it is through them that he knows God and can "work judgment and righteousness in the midst of the earth" (I Samuel 2:10), as God does. Hannah spoke these words prophetically concerning the crucifixion and resurrection of the Lord. The gnostic's aspiration, too, is to suffer with the Lord through the acquisition of the virtues and to be glorified with Him through dispassion and spiritual knowledge, and to boast because of Him, in that, unworthy though he is, he has been enabled by grace to be a servant of such a master and an imitator of His humility. Then "Praise will come from God" (I Corinthians 4:5). But when will that happen? When He says to those on His right hand, "Come, you blessed, inherit the kingdom" (Matthew 25:34). May we all be found worthy to inherit that kingdom through His grace and love: to Him be gloy and dominion throughout the ages. Amen.

from G.E.H. Palmer, Philip Sherrard, and Kallistos Ware, trans., The Philokalia -- vol. III, (London: Faber and Faber, 1984), pp. 260 - 263.

Νηστεία του Δεκαπενταύγουστου


Νηστεύουμε για τον Χριστό.
Κάνουμε υπακοή στην Εκκλησία Του.
Νηστεύουμε χωρίς να απολογούμαστε.
Δεν το κάνουμε για να χάσουμε κιλά
Δεν το κάνουμε για το "καλό της υγείας μας"
Αλλά για το καλό της ψυχής μας.
Νηστεύουμε γιατί το πρότυπο μας είναι ο Χριστός και οι Άγιοι μας.
Υπήρξε Άγιος που δεν νήστεψε;
Υπήρξε κάποιος που δεν ωφελήθηκε με τη νηστεία;
Η νηστεία δεν είναι μόνο αποχή από την τροφή.
Είναι αποχή από τα πάθη και τις αδυναμίες μας.
Νηστεία είναι ένας συνδυασμός τροφής-ελεημοσύνης-προσευχής.
Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει ότι εκείνο που του γέμιζε την καρδιά ήταν όταν παράλληλα με την νηστεία του έκανε ελεημοσύνες για να γλυκάνει τον πόνο των δυστυχισμένων υπάρξεων της επαρχίας του.
Για σκεφτείτε πόσο όμορφη εικόνα...
Να ένα ωραίο παράδειγμα:
Είναι μέρα νηστείας και πεινάς.
Πόσο κάνει ένα σουβλάκι;
2ευρώ;
Μην το φας και δώσε τα 2ευρώ στον πρώτο που σου ζητάει, στον πρώτο δυστυχισμένο, που θα δεις μπροστά σου.
Χαμογέλασε του και πες του ένα καλό λόγο.
Βάλτον στην προσευχή σου:
"Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς και τον κόσμο σου".
Κάντο με την καρδιά σου και δες τα αποτελέσματα...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...