Monday 11 March 2013

Πορεία προς το Πάσχα του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν


από το βιβλίο του «Μεγάλη Σαρακοστή-Πορεία προς το Πάσχα» Εκδ. Ακρίτας

Όταν κάποιος ξεκινάει για ένα ταξίδι θα πρέπει να ξέρει που πηγαίνει. Αυτό συμβαίνει και με τη Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω απ’ όλα η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ένα πνευματικό ταξίδι που προορισμός του είναι το Πάσχα, «η Εορτή Εορτών». Είναι η προετοιμασία για την «πλήρωση του Πάσχα, που είναι η πραγματική Αποκάλυψη».Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αρχίσουμε με την προσπάθεια να καταλάβουμε αυτή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη Σαρακοστή και το Πάσχα, γιατί αυτή αποκαλύπτει κάτι πολύ ουσιαστικό και πολύ σημαντικό για τη Χριστιανική πίστη και ζωή μας.
Άραγε είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε ότι το Πάσχα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια γιορτή, πολύ πέρα από μια ετήσια ανάμνηση ενός γεγονότος που πέρασε; Ο καθένας που, έστω και μια μόνο φορά, έζησε αυτή τη νύχτα «τη σωτήριο, τη φωταυγή και λαμπροφόρο», που γεύτηκε εκείνη τη μοναδική χαρά, το ξέρει αυτό.
Αλλά τι είναι αυτή η χαρά; Γιατί ψέλνουμε στην αναστάσιμη λειτουργία: «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια»; Με ποια έννοια «εορτάζομεν» - καθώς ισχυριζόμαστε ότι το κάνουμε – «θανάτου την νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν...»;
Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις η απάντηση είναι: η νέα ζωή η οποία πριν από δυο χιλιάδες περίπου χρόνια «ανέτειλεν εκ του τάφου», προσφέρθηκε σε μας, σε όλους εκείνους που πιστεύουν στο Χριστό. Μάς δόθηκε τη μέρα που βαπτιστήκαμε, τη μέρα δηλαδή που όπως λέει ο Απ. Παύλος: «...συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6,4).[...]
Μήπως όμως δε χάνουμε πολύ συχνά και δεν προδίνουμε αυτή τη «νέα ζωή» που λάβαμε σαν δώρο, και στην πραγματικότητα ζούμε σαν να μην αναστήθηκε ο Χριστός και σαν να μην έχει νόημα για μάς αυτό το μοναδικό γεγονός; Και όλα αυτά εξαιτίας της αδυναμίας μας, της ανικανότητάς μας, και ζούμε σταθερά με «πίστη ελπίδα και αγάπη» στο επίπεδο εκείνο που μάς ανέβασε ο Χριστός όταν είπε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού». Απλούστατα εμείς ξεχνάμε όλα αυτά γιατί είμαστε τόσο απασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στις καθημερινές έγνοιες μας και ακριβώς επειδή ξεχνάμε, αποτυχαίνουμε. Μέσα σ’ αυτή τη λησμοσύνη, την αποτυχία και την αμαρτία η ζωή μας γίνεται ξανά «παλαιά», ευτελής, σκοτεινή και τελικά χωρίς σημασία, γίνεται ένα χωρίς νόημα ταξίδι για ένα χωρίς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε να ξεχνάμε ακόμα και το θάνατο και τελικά, εντελώς αιφνιδιαστικά, μέσα στις «απολαύσεις της ζωής» μάς έρχεται τρομακτικός, αναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεί κατά καιρούς να παραδεχόμαστε τις ποικίλες «αμαρτίες» μας και να τις εξομολογούμαστε, όμως εξακολουθούμε να μην αναφέρουμε τη ζωή μας σ’ εκείνη τη νέα ζωή που ο Χριστός αποκάλυψε και μάς έδωσε. Πραγματικά ζούμε σαν να μην ήρθε ποτέ Εκείνος. Αυτή είναι η μόνη πραγματική αμαρτία, η αμαρτία όλων των αμαρτιών, η απύθμενη θλίψη και τραγωδία όλων των κατ’ όνομα χριστιανών.
Αν το αναγνωρίζουμε αυτό, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι το Πάσχα και γιατί χρειάζεται και προϋποθέτει τη Μεγάλη Σαρακοστή. Γιατί τότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας και όλος ο κύκλος των ακολουθιών της υπάρχουν, πρώτα απ’ όλα, για να μάς βοηθήσουν να ξαναβρούμε το όραμα και την γεύση αυτής της νέας ζωής, που τόσο εύκολα χάνουμε και προδίνουμε, και ύστερα να μπορέσουμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην Εκκλησία. Πώς είναι δυνατόν να αγαπάμε και να επιθυμούμε κάτι που δεν το ξέρουμε; Πώς μπορούμε να βάλουμε πάνω από καθετί άλλο στη ζωή μας κάτι που ποτέ δεν έχουμε δει και δεν έχουμε χαρεί; Με άλλα λόγια: πώς μπορούμε, πώς είναι δυνατόν να αναζητήσουμε μια Βασιλεία για την οποία δεν έχουμε ιδέα; Η λατρεία της Εκκλησίας ήταν από την αρχή και είναι ακόμα και τώρα η είσοδος και η επικοινωνία μας με τη νέα ζωή της Βασιλείας. Και στο κέντρο της λειτουργικής ζωής, σαν καρδιά της και μεσουράνημά της – σαν ήλιος που οι ακτίνες του διαπερνούν καθετί - είναι το Πάσχα. Το Πάσχα είναι η πόρτα, ανοιχτή κάθε χρόνο, που οδηγεί στην υπέρλαμπρη Βασιλεία του Χριστού, είναι η πρόγευση της αιώνιας χαράς που μάς περιμένει, είναι η δόξα της νίκης η οποία από τώρα, αν και αόρατη, πλημμυρίζει όλη την κτίση: «νικήθηκε ο θάνατος».
Ολόκληρη η λατρεία της Εκκλησίας είναι οργανωμένη γύρω από το Πάσχα, γι’ αυτό και ο λειτουργικός χρόνος, δηλαδή η διαδοχή των εποχών και των εορτών, γίνεται ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα στο Πάσχα, που είναι το Τέλος και που ταυτόχρονα είναι η Αρχή. Είναι το τέλος όλων αυτών που αποτελούν τα «παλαιά» και η αρχή της «νέας ζωής», μια συνεχής «διάβαση» από τον «κόσμο τούτο» στην Βασιλεία που έχει αποκαλυφτεί «εν Χριστώ».
Παρ’ όλα αυτά η «παλαιά» ζωή, η ζωή της αμαρτίας και της μικρότητας, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί και ν’ αλλάξει. Το Ευαγγέλιο περιμένει και ζητάει από τον άνθρωπο να κάνει μια προσπάθεια η οποία, στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα ο άνθρωπος, είναι ουσιαστικά απραγματοποίητη. Αντιμετωπίζουμε μια πρόκληση. Το όραμα, ο στόχος, ο τρόπος της νέας ζωής είναι για μάς μια πρόκληση που βρίσκεται τόσο πολύ πάνω από τις δυνατότητές μας!
Γι’ αυτό, ακόμα και οι Απόστολοι, όταν άκουσαν τη διδασκαλία του Κυρίου Τον ρώτησαν απελπισμένα: «τις άρα δύναται σωθήναι;» (Ματθ. 19,26). Στ’ αλήθεια δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ απαρνηθείς ένα ασήμαντο ιδανικό ζωής καμωμένο με τις καθημερινές φροντίδες, με την αναζήτηση των υλικών αγαθών, με την ασφάλεια και την απόλαυση και να δεχτείς ένα άλλο ιδανικό ζωής το οποίο βέβαια δεν στερείται καθόλου τελειότητας στο σκοπό του: «Γίνεσθε τέλειοι ως ο Πατήρ ημών εν ουρανοίς τέλειος εστίν». Αυτός ο κόσμος με όλα του τα «μέσα» μάς λέει: να είσαι χαρούμενος, μην ανησυχείς, ακολούθα τον «ευρύ» δρόμο. Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λέει: διάλεξε το στενό δρόμο, αγωνίσου και υπόφερε, γιατί αυτός είναι ο δρόμος για τη μόνη (genuine) αληθινή ευτυχία. Και αν η Εκκλησία δεν βοηθήσει πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτή τη φοβερή εκλογή; Πώς μπορούμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην υπέροχη υπόσχεση που μας δίνεται κάθε χρόνο το Πάσχα; Ακριβώς αυτή είναι η στιγμή που εμφανίζεται η Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτή είναι η «χείρα βοηθείας» που απλώνει σε μάς η Εκκλησία. Είναι το σχολείο της μετάνοιας που θα μάς δώσει δύναμη να δεχτούμε το Πάσχα όχι σαν μια απλή ευκαιρία να φάμε, να πιούμε, ν’ αναπαυτούμε, αλλά, βασικά, σαν το τέλος των «παλαιών» που είναι μέσα μας και σαν είσοδό μας στο «νέο».
Στην αρχαία Εκκλησία ο βασικός σκοπός της Σαρακοστής ήταν να προετοιμαστούν οι «Κατηχούμενοι», δηλαδή οι νέοι υποψήφιοι χριστιανοί, για το βάπτισμα που, εκείνο τον καιρό, γίνονταν στη διάρκεια της αναστάσιμης θείας Λειτουργίας. Αλλά ακόμα και τώρα που η Εκκλησία δεν βαφτίζει πια τους χριστιανούς σε μεγάλη ηλικία και ο θεσμός της κατήχησης δεν υπάρχει πια, το βασικό νόημα της Σαρακοστής παραμένει το ίδιο. Γιατί, αν και είμαστε βαφτισμένοι, εκείνο που συνεχώς χάνουμε και προδίνουμε είναι ακριβώς αυτό που λάβαμε στο Βάπτισμα. Έτσι το Πάσχα για μάς είναι η επιστροφή, που κάθε χρόνο κάνουμε, στο βάπτισμά μας και επομένως η Σαρακοστή είναι η προετοιμασία μας γι’ αυτή την επιστροφή – η αργή αλλά επίμονη προσπάθεια να πραγματοποιήσουμε τελικά τη δική μας «διάβαση», το «Πάσχα» μας στη νέα εν Χριστώ ζωή. Το ότι, καθώς θα δούμε, οι ακολουθίες στη σαρακοστιανή λατρεία διατηρούν ακόμα και σήμερα τον κατηχητικό και βαπτιστικό χαρακτήρα, δεν είναι γιατί διατηρούνται «αρχαιολογικά» απομεινάρια, αλλά είναι κάτι ζωντανό και ουσιαστικό για μας. Γι’ αυτό κάθε χρόνο η Μεγάλη Σαρακοστή και το Πάσχα είναι, μια ακόμη φορά, η ανακάλυψη και η συνειδητοποίηση του τι γίναμε με τον «δια βαπτίσματος» μας θάνατο και την ανάσταση.
Ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα! Καθώς το αρχίζουμε, καθώς κάνουμε το πρώτο βήμα στη «χαρμολύπη» της Μεγάλης Σαρακοστής βλέπουμε – μακριά, πολύ μακριά - τον προορισμό. Είναι η χαρά της Λαμπρής, είναι η είσοδος στη δόξα της Βασιλείας. Είναι αυτό το όραμα, η πρόγευση του Πάσχα, που κάνει τη λύπη της Μεγάλης Σαρακοστής χαρά, Φως, και τη δική μας προσπάθεια μια «πνευματική άνοιξη». Η νύχτα μπορεί να είναι σκοτεινή και μεγάλη, αλλά σε όλο το μήκος του δρόμου μια μυστική και ακτινοβόλα αυγή φαίνεται να λάμπει στο ορίζοντα. «Μη καταισχύνης ημάς από της προσδοκίας ημών, Φιλάνθρωπε!»

Met.Anthony (Khrapotvitsky) of Kiev-Why do we fear the dread judgment?



Metropolitan Anthony (Khrapotvitsky) of Kiev and Galicia (+1936)

When the Son of man shall come in His glory, and all the holy angels with Him, then shall He sit upon the throne of His glory: and before Him shall be gathered all nations, and He shall separate them one from another, as a shepherd divideth his sheep from the goats. And He shall set the sheep on His right hand, but the goats on the left. Then shall the King say unto them on His right hand, Come, ye blessed of My Father, inherit the kingdom prepared for you from the foundation of the world. For I was a-hungered, and ye gave Me meat: I was thirsty, and ye gave Me drink: I was a stranger, and ye took Me in: naked, and ye clothed Me:
I was sick, and ye visited Me: I was in prison, and ye came unto Me. Then shall the righteous answer Him, saying, Lord, when saw we Thee a-hungered, and fed Thee? or thirsty, and gave Thee drink? When saw we Thee a stranger, and took Thee in? or naked, and clothed Thee? Or when saw we Thee sick, or in prison, and came unto Thee? And the King shall answer and say unto them, Verily I say unto you, inasmuch as ye have done it unto one of the least of these My brethren, ye have done it unto Me. Then shall He say also unto them on the left hand, Depart from Me, ye cursed, into everlasting fire, prepared for the devil and his angels. For I was a-hungered, and ye gave Me no meat: I was thirsty, and ye gave Me no drink. I was a stranger, and ye took Me not in: naked, and ye clothed Me not: sick, and in prison, and ye visited Me not. Then shall they also answer Him, saying, Lord when saw we Thee a-hungered, or athirst, or a stranger, or sick, or in prison, and did not minister unto Thee? Then shall He answer them, saying, Verily I say unto you, inasmuch as ye did it not to one of the least of these, ye did it not to Me. And these shall go away into everlasting punishment: but the righteous into life eternal (Matthew 25:31-46).

Thought of the Dread Judgment produces a dispiriting impression on most people, even on those who both pray to God and reflect on the salvation of their souls. It seems to them all that the words greeting the righteous bear little relation to their souls, which are more subject to the punishment pronounced to the sinful.

This was not the case with ancient Christians, who awaited the Second Coming with luminous joy; they replied to the Lord’s words Surely I come quickly, with the words Even so, come, Lord Jesus (Revelation 22:20).

Did ancient Christians not consider themselves to be sinners? Yes, of course they did; but their confidence in Divine mercy and in the ultimate victory of Christ over the world was so powerful that they did not, as it were, turn their eyes from the contemplation of His future victory. Therefore, they conceived of this very future as something bright and joyful, when Christ the Savior will wipe away every tear from the face of man.

Victory was not alien to the Old Testament. Here are the words of the Righteous Tobit: And all the streets of Jerusalem shall say, Alleluia, and they shall praise him, saying, Blessed be God Which hath extolled Jerusalem for ever! (Tobit 13:18).

Thus, if even in the Old Testament – when people had not yet received the full revelation of God; when the mystical veil of the future had been opened only slightly to the righteous; and when sin, grief, and unrighteousness reigned supreme for the majority of people – expectation of the ultimate fate of the world and man inspired in these ancient righteous ones good hopes and joyful feelings, then why now, when the Holy Gospel has been revealed to us, does the picture of the future fate of the world and man seem more sorrowful than joyful to us?

Of course, Christian humility should indicate to us our constant deviation from God’s Commandments and awaken the pangs of conscience in us. However, why does the lot of condemned sinners seem to overshadow the picture of Divine Mercy from us, while the radiant paradise promised to the righteous seems less like our inheritance than something alien?

This, of course, is because in our hearts we feel ourselves to be more on the left-hand side of the coming judgment of the human race than on the right. We do not doubt the truthfulness of the Divine words that will be addressed to the righteous, but somehow this bright hope for Christ’s mercy to our souls is less clearly imprinted on them than the rebuke of the Eternal Judge directed to condemned sinners.

This is why people, even believers, try to avoid talk of God’s Judgment and even of the end of our mortal lives.

Alas! Humble-mindedness is not the cause, but rather a sort of desolate detachment of our hearts and our entire lives from the Mercy of Christ and His Providence.

We picture Christ in times long past and rarely take to heart His constant battle with our unseen enemy, that battle to which Scripture constantly calls us, reproaching us for our lazy part in the battle, while the Apostles called everyone to struggle against sin: Ye have not yet resisted unto blood, striving against sin (Hebrews 12:4).

If we did strive, at least gradually, to make the constant struggle against sin the main task of our lives, then our picture of the Dread Judgment of Christ would not lead us to despondency; but, on the contrary, it would infuse our souls with the good cheer experienced by the soul of a young warrior preparing for battle or awaiting decision from his commander regarding promotions for his regiment.

Alongside this, the lure of the world would also not seem as enticing and beautiful to us; but, on the contrary, such thoughts would provoke disgust in us, so that we could cry out to God with heartfelt zeal: Turn Thy face away from my sins, and blot out all mine iniquities; and, further, Create in me a clean heart, O God, and renew a right spirit with me (Psalm 50:9-10).

This prayerful entreaty passes by people’s ears and eyes, as well as by their conscience, which gradually hardens, finally reaching a total incapacity for repentance and contrition, thereby depriving them of hope for salvation.

In this sense, it is said that there is no repentance in Hades. This is not because the Righteous Judge does not want to hear the repentant cry of sinners, but because the souls of sinners that have been hardened to the end have lost the feeling of repentance.

May the Lord save us from such a condition!

Of course, the latter condition does not overtake the soul immediately, but gradually, increasingly tying it into moral loops and knots until it ties the so-called dead [i.e., vertical] loop, which cannot be untied, since the soul bound by it no longer wishes to free itself; its suffering from the sins it has committed only multiply its frustration, anger, and murmuring.

Thus, while it is not too late, while the soul feels contrition at least some of the time, may God save us from ill-tempered stubbornness and false shame, which the mindless use to reject the Lord’s call to repentance, for this call will sound ever more weakly in our hearts until it goes completely silent! May the Lord keep us from such hardheartedness, as the Church sings during the services of the Lord’s Passion, horrified at a similar manifestation among Christ’s enemies during His Most-Pure Passion!

Translated from the Russian.

Ὁ Γάμος ὡς Μυστήριον..


Γεώργιος Καψάνης (Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους)

Εἶναι κοινὴ διαπίστωσις ὅτι σήμερον ὁ γάμος περνᾶ κρίσιν. Αὐτὸ μαρτυρεῖ τὸ πλῆθος τῶν διαζυγίων. Αὐτὸ μαρτυροῦν τὰ τόσα ζεύγη ποὺ χωρὶς νὰ φθάσουν εἰς τὸ διαζύγιον ζοῦν κατὰ συνθήκην καὶ κατ᾿ ἀνοχὴν συζυγικὴν ζωὴν καὶ δὲν εὑρίσκουν καμμίαν εὐτυχίαν καὶ καμμίαν χαρὰν εἰς τὸν δεσμόν των.
Ἓν σοβαρὸν αἴτιον τῆς κρίσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι οἱ ἐρχόμενοι εἰς γάμου κοινωνίαν Χριστιανοὶ δὲν ζοῦν τὸν γάμον των, ὡς Μυστήριον.

Πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸ κοσμικὸν καὶ ἄθεον κλίμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ εἶναι σήμερα διάχυτον (ἐφημερίδες, τραγούδια, περιοδικά, θεάματα, διαφημίσεις) ἀντιλαμβάνονται τὸν γάμον ὡς ἓν φυσικόν, βιολογικὸν ἢ κοινωνικοοικονομικὸν μόνον γεγονός. Ὁ πανσεξουαλισμὸς ἔχει ἐπηρεάσει βαθύτατα τὴν σκέψιν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποθέτῃ τὴν εὐτυχίαν του ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον εἰς τὸ σέξ. Ἔτσι ὁ γάμος θεωρεῖται ὡς ἐν νόμιμον καὶ ἐγκεκριμένον ἀπὸ τὴν κοινωνίαν ἐρωτικὸν παιχνίδι, χωρὶς καμμίαν συνείδησιν εὐθύνης καὶ ἀποστολῆς. Ὅταν παρέλθῃ ἡ ἐρωτικὴ εὐχαρίστησις τότε καὶ ὁ γάμος δὲν ἔχει νόημα. Οἱ σύζυγοι χωρίζουν διὰ νὰ εὕρουν νέον σύντροφον καὶ νέαν περιπέτειαν.

Ὅταν ὅμως ὁ γάμος μένει ἓν φυσικὸν καὶ κοινωνικὸν γεγονὸς χωρὶς νὰ γίνη «μυστήριον», χωρίς, δηλαδή, νὰ περάσῃ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, τὴν Βασιλείαν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μεταμορφωθῇ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῇ καὶ νὰ σώσῃ.

Ὁ γάμος ὡς φυσικὸν καὶ κοινωνικὸν γεγονὸς ἀνήκει εἰς τὸν κόσμον ποὺ ὑπάρχει ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ ἔξω τῆς Ἐκκλησίας κόσμος, ζωή, ἄνθρωπος, φύσις, κοινωνία, εἶναι ἀλύτρωτα. Εἶναι ὄψεις τοῦ πεσόντος κόσμου, ποὺ λόγω τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔχει δηλητηριασθῆ, ἔχει ἀρρωστήσει θανάσιμα. Ἔτσι καὶ ὁ γάμος ὡς γεγονὸς φυσικὸν ἢ κοινωνικὸν εἶναι ἄρρωστος καὶ ἀδύνατος ἀπὸ τὴν ἰδίαν του τὴν φύσιν νὰ λυτρώσῃ τὸν ἄνθρωπον καὶ νὰ τοῦ χαρίσῃ ἀκεραίαν καὶ ὠλοκληρωμένην ζωήν.

Ὅταν ὁ γάμος γίνῃ «Μυστήριον» μεταθέτει τοὺς συζύγους καὶ τὸν φυσικόν των γάμον ἀπὸ τὸν παλαιόν, ἀλύτρωτον καὶ χωρὶς Θεὸν κόσμον τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, εἰς τὸν καινόν, θεανθρώπινον κόσμον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης, τῆς Ἐκκλησίας.

Κάθε Μυστήριον, ἄλλως τέ, εἶναι μία μετάβασις καὶ μία μεταμόρφωσις τοῦ παλαιοῦ κόσμου καὶ τῆς παλαιᾶς ζωῆς εἰς καινὸν κόσμον καὶ καινὴν ἐν Χριστῷ ζωήν, ποὺ προσφέρεται ὡς δῶρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἰδιαιτέρως μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος ἀφήνει τὸν παλαιὸν κόσμον διὰ νὰ εἰσέλθῃ ὁριστικῶς εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν θείαν Εὐχαριστίαν ἑνοῦται διὰ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἁγίαν Τριάδα καὶ ὅλους τοὺς λελυτρωμένους πιστούς. Χωρὶς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἡ Ἐκκλησία, διότι οἱ πιστοὶ δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Θεὸν καὶ νὰ γίνουν ἓν νέον θεανθρώπινον σῶμα.

Αὐτὸ ποὺ γίνεται εἰς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν γίνεται καὶ εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου. Οἱ σύζυγοι ἑνοῦνται μὲ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ μεταξύ των εἰς μίαν αἰωνίαν καὶ θεανθρωπίνην ἕνωσιν. Ἀπὸ μίαν ἕνωσιν τοῦ παλαιοῦ, ἀρρωστημένου κόσμου μεταμορφοῦται εἰς μίαν ὑγιᾶ ἐν Χριστῷ ἕνωσιν μέσα εἰς τὴν καινὴν κτίσιν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἁπλούστερον: Μὲ τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου δὲν ἐνοῦται μόνον ὁ γαμβρὸς καὶ ἡ νύμφη, ἀλλ᾿ ἐνοῦται μαζύ των καὶ ὁ Χριστὸς ἢ μᾶλλον ἀμφότεροι ἑνοῦνται ἐν τῷ Χριστῷ, ὁ ὁποῖος καθιστᾶ ἔτσι τὴν ἕνωσίν των ἁγίαν, τελείαν, ὑγιᾶ, θεανθρωπίνην. Ἐννοεῖται ὅτι διὰ νὰ εἶναι ὁ γάμος ἓν γεγονὸς μεταμορφώσεως εἰς τᾶς διαστάσεις τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀρκεῖ ἐκ μέρους τῶν μελλονύμφων τυπικὴ παρακολούθησις τῆς ἱερολογίας τοῦ Γάμου χωρὶς καμμίαν συνειδητὴν συμμετοχὴν εἰς τὸ τελούμενον Μυστήριον.

Μετὰ ἀπὸ μίαν συνειδητὴν μετοχὴν εἰς τὸ Μυστήριον ἱδρύεται ἓν νέον «σπίτι», μία μικρὰ Ἐκκλησία, ἓν μικρὸν Βασίλειον τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸν ὅτι τὸ Μυστήριον ἀρχίζει, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα Μυστήρια, μὲ τὴν εὐλογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...». Ὅ,τι ἑνώνει τοὺς συζύγους δὲν εἶναι μόνον ἡ φυσικὴ ἕλξις τῶν δυὸ φύλων, ἡ κοινωνικὴ σκοπιμότης κ.τ.λ. ἀλλὰ πρώτιστα ὅλων ὁ Χριστός. Εἰς τὸ νέον σπίτι δὲν βασιλεύει αὐταρχικῶς ὁ ἀνὴρ ἢ ἡ γυνή, ἀλλὰ ὁ Χριστός, διότι ἀμφότεροι θέλουν νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τὸ ἰδικόν των θέλημα. Μὲ τὴν ἵδρυσιν τῆς Χριστιανικῆς οἰκογενείας ἱδρύεται ἓν μικρὸν Βασίλειον τοῦ Θεοῦ. Οἱ σύζυγοι κατὰ τὴν ἱεροτελεστίαν στεφανοῦνται ὡς βασιλεῖς, ἐνῶ ψάλλεται τὸ «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξῃ καὶ τιμῇ στεφάνωσον αὐτούς».

Εἶναι τόσον ἁγία ἡ θεανθρωπίνη ἕνωσις τοῦ κατὰ Θεὸν Γάμου, ὥστε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, παρομοιάζει τὴν σχέσιν τῶν συζύγων μὲ τὴν σχέσιν τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν. «Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστὶν ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν» (Ἐφεσ. Ε´ 32).

Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι διὰ νὰ εἶναι ὁ γάμος μία φανέρωσις καὶ μία ἀποκάλυψις τοῦ γάμου τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησίαν, πρέπει οἱ σύζυγοι συνεχῶς νὰ ξεπερνοῦν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ποὺ κρύβουν μέσα των, νὰ σταυρώνουν τὸν ἐγωϊσμὸν καὶ τὰ πάθη των καὶ νὰ ἀποκτοῦν εἰς βάθος τὴν ἁγίαν ἀρετὴν τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἀπὸ τὴν ἄποψιν αὐτὴν ὁ Γάμος εἶναι μία συμμετοχὴ εἰς τὸν θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ.

Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ζήσῃ τὴν καινὴν ἀναστημένην ζωὴν τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν δὲν σταυρωθῇ πρῶτα μαζύ του καὶ δὲν θάψῃ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον. Οἱ δυὸ σύζυγοι βοηθοῦνται ἀμοιβαίως νὰ σταυρώσουν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον. Αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολον. Εἶναι ἓν εἶδος μαρτυρίου. Δὲν εἶναι τυχαῖον ὅτι εἰς τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Γάμου ψάλλεται τὸ «Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καὶ στεφανωθέντες...», ἐνῶ γίνεται μία λιτανεία προηγουμένου τοῦ ἱερέως φέροντος τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον. Ἡ λιτανεία αὐτὴ μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ Γάμος εἶναι μία συνεχὴς πορεία τῶν συζύγων πρὸς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, εἰς συνεχὴς ἀγὼν διὰ τὴν κατάκτησιν τῆς ἁγιότητος. Ἡ πορεία αὐτὴ τῶν συζύγων θὰ γίνῃ προηγουμένου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου διὰ τῆς μαρτυρικῆς ὁδοῦ τοῦ καθημερινοῦ ἀγῶνος τῶν συζύγων νὰ ἀπαρνοῦνται τὸν κακὸν ἑαυτόν των καὶ νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, προσφερόμενοι εἰς τὸν σύντροφον τῆς ζωῆς των. Ἐὰν οἱ Χριστιανοὶ σύζυγοι δὲν ἀποδεχθοῦν τὸν Γάμον των ὡς ἀγώνα καὶ θυσίαν, πῶς θὰ ἐπιζήσῃ ἡ σχέσις των ὅταν ἐμφανισθοῦν αἱ πρῶται δυσκολίαι;

Τὰ ἀνωτέρω δὲν ἐξαντλοῦν τὴν Ὀρθόδοξον θεολογία τοῦ Γάμου. Ἀποτελοῦν ἁπλῶς ὡρισμένας εἰσαγωγικὰς σκέψεις.

Πρέπει πάντως νὰ κατανοηθῇ ὅτι ὁ Γάμος καὶ ἡ Οἰκογένεια δὲν ἠμποροῦν νὰ σωθοῦν, ἐὰν οἱ χριστιανοὶ σύζυγοι δὲν κατηχηθοῦν καὶ δὲν ἀποκτήσουν συνείδησιν τῆς οὐσίας τοῦ γάμου, ὡς Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Πολλὰ ἔχομεν νὰ πράξωμεν πρὸς τὴν κατεύθυνσιν αὐτὴν οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ ἔργον μας δὲν εἶναι ἔργον ληξιάρχου - εὐλογίας καὶ καταγραφῆς ἑνὸς κοινωνικοῦ γεγονότος - ἀλλὰ ἔργον ποιμένος καὶ χειραγωγοῦ ἐν Χριστῷ.

Οἱ μελλόνυμφοι, οἱ νεόνυμφοι καὶ οἱ ἔγγαμοι Χριστιανοὶ πρέπει νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τοὺς ποιμένας των ποίαν σημασίαν ἔχει ὁ γάμος των, διατί εἶναι «μυστήριον» καὶ πῶς δύνανται ἀξίως νὰ διάγουν τὸν ἔγγαμον βίον των. Εἰς τὸ δύσκολον αὐτὸ ἔργον μας -ἔργον πράγματι ποιμαντικόν- πρέπει νὰ βοηθηθῶμεν καὶ ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς ἀδελφούς, ποὺ εἶναι αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κληρικῶν.

Ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ σωτηρία τοῦ Γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας δὲν εἶναι ἔργον μόνον τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τῶν Πρεσβυτέρων, ἀλλ᾿ ὁλοκλήρου της κοινότητος, τῆς ἐνορίας καὶ δι᾿ αὐτὸ ὅλοι καλοῦνται νὰ συμπαρασταθοῦν εἰς τοὺς ποιμένας ἕκαστος κατὰ τὴν κλῆσιν του καὶ τὸ δοθὲν εἰς αὐτὸν χάρισμα.


Περίληψις μαθήματος διδαχθέντος εἰς τὸ Κέντρον Συμπαραστάσεως Οἰκογενείας τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.

Περιοδικὸ «Ἐφημέριος» Ἀπρίλιος 2003
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...