Saturday 31 August 2013

Ο Χριστός και το κοινωνικό πρόβλημα


Αρχιμ. Γεώργιου Καψάνη
Καθηγουμένου Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους


Όσο καθαρίζεται ο άνθρωπος από τα πάθη, τόσο αποκτά τη δυνατότητα της αληθινής κοινωνίας με το Θεό και τα άλλα ανθρώπινα πρόσωπα.

Όσοι βλέπουν τον άνθρωπο ρομαντικά και εξωτερικά μεταθέτουν το κακό από τα πρόσωπα στην κοινωνία, γι’ αυτό και πρεσβεύουν ότι η βελτίωση της κοινωνίας θα φέρει και βελτίωση των προσώπων. Αλλά οι Ορθόδοξοι χωρίς να αρνούμεθα τη σημασία της κοινωνικής επιδράσεως στα πρόσωπα, δίνουμε την προτεραιότητα στη μεταμόρφωση του προσώπου δια της μετανοίας και της Θ. Χάριτος.

Είναι μεγάλη πλάνη να θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να αγωνισθούμε, να αλλάξουμε τον εαυτό μας. Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύουμε ότι η αλλαγή μερικών κοινωνικών θεσμών θα φέρει και την αλλαγή των ανθρώπων χωρίς μετάνοια.

Ο άρρωστος άνθρωπος κάνει άρρωστες κοινωνίες και οι άρρωστες κοινωνίες αρρωσταίνουν χειρότερα τους ανθρώπους. Το να θεραπεύουμε τις κοινωνικές αρρώστιες χωρίς να θεραπεύσουμε την προσωπική αρρώστια, αποτελεί μετάθεση του προβλήματος, άρνηση της αποδοχής της προσωπικής μας ευθύνης, υπεκφυγή από τη μετάνοια, κατάφαση στον εγωισμό μας, απροθυμία να δούμε τον πραγματικό μας εαυτό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κύριος έθεσε την προσωπική μετάνοια σαν προϋπόθεση για τη συμμετοχή στη Βασιλεία Του.

Δεν πρέπει επίσης να παραγνωρίζεται το έργο του διαβόλου στη διάλυση των προσώπων και των κοινωνιών και στην επικράτηση του κάκου. Η ανθρωπιστική απλούστευση των κοινωνικών προβλημάτων αρνείται την ύπαρξη του διαβόλου. Αντίθετα, στο Ευαγγέλιο και στη χριστιανική εμπειρία φανερώνεται η έκταση των διαβολικών ενεργειών σε πρόσωπα και κοινωνικές καταστάσεις και η ανάγκη αγώνος κατά του διαβόλου, αποταγής και εξορκισμού των πονηρών πνευμάτων. Έργο των χαρισματούχων ιερωμένων μοναχών και λαϊκών είναι η διάκριση των πνευμάτων, για να μη πέφτει ο Χριστιανός στις παγίδες που του στήνει ο πονηρός, όταν εμφανίζεται με το προσωπείο του καλού.

Τονίσαμε τη δύναμη των αντιθέτων αντιευχαριστιακών και αντικοινωνικών δυνάμεων όχι για να δείξουμε την αδυναμία υπερνικήσεώς τους, αλλά την ανάγκη να λαμβάνονται υπ’ όψιν από τον αγωνιζόμενο Χριστιανό. Ο Χριστός ενίκησε τις δυνάμεις αυτές και ο Χριστιανός μπορεί με τη δύναμη του Χριστού και τη συνεργασία της Θείας Χάριτος να συμμετάσχει στη νίκη αυτή του Χριστού.

* * *

Στο σημείο αυτό διαφοροποιείται ριζικά ο χριστιανικός κοινωνικός αγώνας από κάθε άλλο αγώνα. Η κοινωνία που θέλουν να δημιουργήσουν τα ουμανιστικά συστήματα (ιδεαλιστικά και υλιστικά) είναι ανθρωποκεντρική. Η κοινωνία των χριστιανών είναι Θεανθρωποκεντρική. Αλλά και τα μέσα των ουμανιστών είναι ανθρώπινα. Των χριστιανών Θεανθρώπινα. Στη βάση δηλαδή του χριστιανικού κοινωνισμού βρίσκεται η ταπείνωση. Ενώ στην βάση του ουμανιστικού κοινωνισμού η υπερηφάνεια, η αυτάρκεια, το κλείσιμο από το Θεό. Πρόκειται για την επανάληψη της ίδιας της αμαρτίας του Αδάμ: Η επιδίωξη της θεώσεως χωρίς το Θεό.

Ίσως να μην είναι τυχαίο ότι και τα δύο αυτά ουμανιστικά συστήματα με τις εφαρμογές τους στην οικονομία (καπιταλισμός, κομμουνισμός) γεννήθηκαν στην αιρετική δύση, στην οποία προηγήθηκε ο θρησκευτικός ανθρωποκεντρισμός του «αλάθητου» Πάπα και του Filioque. Ας σκεφθούν στο θέμα αυτό οι Ορθόδοξοι η πρώην Ορθόδοξοι που αβασάνιστα αρνούνται την ορθόδοξη παράδοσή μας, συνήθως από άγνοια, για να προσκολληθούν στα δυτικά συστήματα.

Ο ανθρώπινος μόνο χαρακτήρας του μη χριστιανικού κοινωνισμού, του αφαιρεί τη δυνατότητα να δώσει ειρήνη στην ψυχή του ανθρώπου, γιατί τον αφήνει ασυμφιλίωτο με τον Ουράνιο Πατέρα του, και γι’ αυτό ανέστιο. Ας θυμηθούμε το λόγο του Αγίου Αυγουστίνου, που εκφράζει ανθρωπολογική εμπειρία: «Μας έπλασες Κύριε για Σένα και η καρδιά μας είναι ανήσυχη ωσότου αναπαυθεί κοντά Σου».

Τα άθεα κοινωνικά συστήματα βοηθούν να λύσουμε μερικά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, αλλά όχι να συναντήσουμε αληθινά και ουσιαστικά το Θεό και τον άνθρωπο. Δεν απαντούν ικανοποιητικά στα υπαρξιακά μας ερωτήματα και ιδίως στο κεντρικό πρόβλημα του θανάτου. Ο κόσμος τακτοποιείται ωραία για να πεθάνει. Αν και τα συστήματα αυτά, και ιδίως ο μαρξισμός, χαρακτηρίζονται από ένα έντονο εγκόσμιο μεσσιανισμό, στην πραγματικότητα δεν «μετάγουν εκ του θανάτου εις την ζωήν», και γι’ αυτό δημιουργούν ανθρώπους τραγικούς, χωρίς ελπίδα. Η έντονη μάλιστα ανθρωπιστική η και επιχειρηματική δράση κάποτε είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας να ξεχάσουμε το βασικό μας πρόβλημα, το πρόβλημα του θανάτου, και να λυτρωθούμε από το άγχος, το κενό και την πλήξη που σημαδεύει τη ζωή τη χωρισμένη από την πηγή της, τον Τριαδικό Θεό.

Γι’ αυτό και τα συστήματα αυτά, παρά τις καλές και αγνές προθέσεις πολλών ευγενών ανθρώπων που αγωνίζονται και θυσιάζονται για τα ιδεώδη τους, στο βάθος είναι κατά του ανθρώπου. Εν ονόματι μιας καλύτερης και δικαιότερης κοινωνίας εμποδίζουν τον άνθρωπο από την πλήρη θεανθρωπινη κοινωνία, που μόνη τελικά αναπαύει και ολοκληρώνει τη φύση του, τον εγκλωβίζουν στις περιορισμένες διαστάσεις ενός κλειστού μηχανοκρατουμένου απρόσωπου υλιστικού σύμπαντος, του στερούν τη θέα του Ουρανού. Τι νόημα μπορεί αλήθεια να έχει η ζωή μας, αν είμαστε εξελιγμένα ζώα και όχι εικόνες του Θεού; Αν είμαστε καταδικασμένοι μελλοθάνατοι, χωρίς δυνατότητα μεθέξεως στην αιώνια ζωή του Θεού;


(έκδοση Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους)


πηγή: http://www.alopsis.gr/alopsis/koinonia.htm

ANONYMOUS DESERT FATHER - Satan's Worst Enemy


One of the old men of the Thebaid used to tell the following story: "I was the son of a pagan priest. When I was small I would sit and watch my father who often went to sacrifice to the idol. Once, going in behind him in secret, I saw Satan and all his army standing beside him; and behold one of the chief devils came to bow before him. Satan said, 'Where have you come from?' He answered, 'I was in a certain place and made much blood flow, and I have come to tell you about it.' Satan asked, 'How long did it take you to do this?' He replied, 'Thirty days.' Then Satan commanded him to be flogged, saying, 'In so long a time have you done only that?'
And behold, another demon came to bow before him. Satan asked him, 'And you, where have you come from?' The demon replied, 'I was on the sea, and I made the waves rise, and small craft foundered, and I have killed many people, and I have come to inform you of it.' He said to him, 'How long did it take you to do this?' and the demon said, 'Twenty days.' Satan commanded that he also should be flogged, saying, 'That is because in such a long time you have only done this.'

Now, a third demon came to bow before him. he asked, 'And where have you come from?' The demon replied, 'There was a marriage in a certain village, and I stirred up a riot, and I have made much blood flow, killing the4 bride and bridegroom, and I have come to inform you.' He asked him, 'How long have you taken to do this?' and he replied, 'Ten days.' Satan commanded that he also should be flogged because he had taken too long.

After this, another demon came to bow before him. He asked, 'And where have you come from?' He said, 'I was in the desert forty years fighting against a monk, and this night I made him fall into fornication.' When he heard this, Satan arose, embraced him, and put the crown he was wearing on his head and made him sit on his throne, saying, 'You have been able to do a very great deed!'

The old man said, 'Seeing this, I said to myself, "Truly it is a great contest, this contest of the monks," and with God assisting me for my salvation, I went away and became a monk.'"


from "The Wisdom of the Desert Fathers," by Benedicta Ward, (Oxford: SLG Press, 1986)

Άρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου: "Η Πορεία της Ψυχής" (1ο μέρος)

  Άρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου
Το θέμα αυτό είναι πολύ μεγάλο και δεν μπορεί να πεις κανείς ότι θα το αναλύσει. 






Τα θέματα περί πνευματικής ζωής δεν έχουν απλώς ως εναρκτήριο στοιχείο τη λογική, δεν αρχίζουν από τη λογική. Γι' αυτό ακριβώς, ως επί το πλείστον, όταν γίνεται συζήτησις για ένα πνευματικό θέμα το οποίο αναλύεται, καταστρέφεται, διότι δεν μπορεί να το συλλάβει η λογική.



Το θέμα μας είναι η πορεία της ψυχής. Όχι από τότε που αποφασίζει να ζήσει χριστιανικά, αλλά από τότε που αρχίζει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της πνευματικής πορείας. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η ψυχή βιούσα.



Επομένως το θέμα μας δεν είναι ούτε θεολογικό ούτε επιστημονικό ούτε δογματικό κτλ. Είναι καθαρώς πρακτικό, όπως αντιλαμβάνεσθε, και το συναντάμε μέσα στην καθημερινή μας πράξη. Όπως όταν ξέρεις ότι βαδίζοντας από εδώ για να πας στην Ομόνοια, θα περάσεις από εκεί, θα κάνεις τούτο, θα κάνεις το άλλο, έτσι ακριβώς και αυτό είναι απόρροια μιας πρακτικής ζωής και όχι μιας θεωρητικής ενατενίσεως των πραγμάτων. Γι' αυτό μερικά πράγματα θα σας φανούν ίσως διαφορετικά, βεβαίως, σχετικά.



Λοιπόν, πότε μια ψυχή μπορεί να αρχίσει να σκέπτεται μια πνευματική ζωή; Πότε αρχίζει να σκέπτεται, προκειμένου να κάνει κάτι άλλο, ο,τιδήποτε; Τότε έχουμε την αφετηρία. Προσέξτε όμως αυτό που λέμε ότι σκέπτεται η ψυχή. Δανειζόμεθα το ρήμα σκέπτομαι εκ των κοινώς λεγομένων, διότι δεν σκέπτεται η ψυχή για την πορεία της. Βιοί μόνον κάτι. Και επομένως όταν λέμε πότε η ψυχή σκέπεται να αρχίσει κάτι, σημαίνει πότε δονείται η ψυχή από μια διάθεση να εγκαταλείψει τον τόπο εις τον οποίο είναι και να βρεθεί κάπου αλλού ή να ζήσει κάπως διαφορετικά.



Βλέπετε, οι όροι που χρησιμοποιούμε είναι όλοι εμφανείς. Όταν ομιλούμε περί οράσεως ή περί σκέψεως, περί αποφάσεως ή περί γνώσεως, απλώς χρησιμοποιούμε παρεμφερείς εκφράσεις του εξωτερικού μας κόσμου, οι οποίες όμως δεν αντιστοιχούν όντως με την πραγματική μας ύπαρξη και τα πνευματικά νοήματα.



Πότε μία ψυχή λέγει "πρέπει να ζήσω μία χριστιανική ζωή, πρέπει να ζήσω κάτι το διαφορετικό"; Όταν ήδη θα έχει αποκτήσει την αίσθηση ότι είναι μία εξωσμένη ψυχή, ότι είναι κάτι που εκτινάχθηκε και βρέθηκε έξω από τον τόπο της, έξω από τον παράδεισο, εις μίας υπερορίαν, εκτός των ορίων, τα οποία ήταν φτιαγμένα γι' αυτήν την ίδια. Αυτό σημαίνει εξόριστος. Και όταν συνειδητοποιήσει αυτό και θυμηθεί την πατρίδα, τότε μπορεί να πει: "Πρέπει να πάω στην πατρίδα".





Αυτή είναι η σκέψις: η ψυχή να ζήσει ζωή χριστιανική. Από εδώ αρχίζει. Όταν, δηλαδή θα νοιώσει αυτό που λέγει το Ευαγγέλιο "το μεσότοιχον του φραγμού" (Εφ. 2, 14), το μεσότοιχον το οποίο υψώθηκε ανάμεσα σε μας και στον Θεό και μας τον εχώρισε.



Επομένως όταν η ψυχή θα νοιώσει, θα αντιληφθεί ότι δεν έχει Θεόν, διότι εξορίσθηκε, δεν έχει πατρίδα, δεν έχει πατέρα, είναι μακράν του Δημιουργού, κάτι το εκτετιναγμένον μακράν, όπως είπα προηγουμένως, οπότε δεν έχει ουσιαστική επαφή με τον Θεόν, τότε μπορεί να πει μέσα στην εξορία: "Τρέφομαι μαζί με τους χοίρους εγώ και τρώγω βελανίδια . Θα γυρίσω στον πατέρα μου".





Αλλά, ενόσω δεν νοιώθουμε έναν μεσότοιχο ανάμεσάς μας και στον Θεό, δεν νοιώθουμε ότι είμαστε εξόριστοι, δεν υπάρχει καν έναρξις σκέψεως για πνευματική ζωή.





Βλέπετε, από μια εποπτεία, όχι από μια ανάλυση, παράσταση αρχίζει η πνευματική ζωή. Αισθάνομαι τούτο εδώ, το νοιώθω ότι είναι τοίχος και δεν ξέρω τι γίνεται από πίσω.





Όταν λοιπόν η ψυχή θα αντιληφθεί την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα σ' αυτήν και στον Θεό - μία απόσταση που όσο κι αν φωνάξει δεν πρόκειται να ακουσθεί από τον Θεό - τότε θα αναλογισθεί ότι είναι πολύ αφελές να μην μπορεί αυτή να μιλήσει στον Θεό. Και θα ζητήσει να τον πλησιάσει, να τον φέρει κοντά της ή να πάει εκείνη κοντά στον Θεό.



Όταν η ψυχή θα νοιώσει αυτό που λέμε "απερριμένη", ότι είναι κάτι το πεταγμένο - όταν θα δεις κάτι το πεταγμένο, θέλεις να το βάλεις στη θέση του-, όταν θα αισθανθεί η ψυχή, αυτή η ψυχή που μπορεί να την κατακλύζουν οι έπαινοι, οι καλακείες, οι αρετές πιθανόν, η αγνότης, η καθαρότης, πνευματικά ιδιώματα, οραματισμοί μεγάλοι, εφέσεις θεϊκές , αυτή η ψυχή, παρ' όλα ταύτα, αν καταλάβει τελικά ότι είναι κάτι το πεταγμένο και που θα πρέπει να βρει τη θέση του μέσα στην ιστορία και μέσα στο κοινό σώμα της εκκλησίας, στο οποίο ανήκει, τότε μπορεί να πει: "Θα αναζητήσω τον τόπο μου".



Επομένως η πνευματική ζωή αρχίζει από την αίσθηση της εξώσεως, της υπερορίας, του υψώματος το οποίο έχει ενώπιόν της, και από την διάθεση να πάψει να είναι κάτι το πεταγμένο. Εφ' όσον δεν έχει αυτήν την αίσθηση, δεν αρχίζει ποτέ τίποτε. Μπορεί να ζει χριστιανική ζωή, αλλά κατά το λεγόμενον, κατά το δοκούν, κατά τον λόγον, κατά την αντίληψη του νοός μπορεί να ζει χριστιανική ζωή. Εφ' όσον όμως δεν υπάρχει αυτή η δυνατή αίσθησις, δεν βάλαμε ακόμη καμία αρχή. "Ευλογητός ο Θεός" δεν βάλαμε στη ζωή μας. Είμεθα ακόμη πολύ μακριά, για να φθάσομε στο σημείο να βάλομε το "Ευλογητός" του Μεσονυκτικού - όχι του όρθρου-, για να πάμε εν συνεχεία στη θεία Λειτουργία, που θα μας ενώσει με τον Θεό κατ' εικόνα.



Το πρώτο λοιπόν, στοιχείο που χρειάζεται ως εναρκτήριο είναι αυτή η αίσθησις.



Έχομε τώρα την τιναγμένη ψυχή, την πεταγμένη ψυχή που είναι εγκλωβισμένη μέσα σε τέσσερις τοίχους και δεν βλέπει τίποτε. Αυτή η ψυχή σκέπτεται να σπάσει τον φραγμό αυτό, να σπάσει τους τοίχους στους οποίους ζει και να ενωθεί με τον Θεό. Πώς θα πρέπει να προχωρήσει;



Δεν υπάρχει πρέπει. Δεν υπάρχουν πρέπει στην χριστιανική ζωή. Το πρέπει είναι απόρροια του νοός. Το πρέπει το βγάζω ως λογικό συμπέρασμα εγώ, ότι εφ' όσον το Ευαγγέλιο λέγει έτσι και αφού ο Χριστός είπε εκείνη την παραβολή και έκανε εκείνο το θαύμα και είπε "μακάριοι" οι τάδε, άρα πρέπει εγώ αυτό να κάνω ακριβώς.



Το πρέπει δεν συγκινεί. Το πρέπει σου δίνει την αίσθηση της σκλαβιάς, σε κάνει να μην θέλεις να προχωρήσεις. Το πρέπει δεν υποκινεί τον Θεόν ούτε την καρδιά ούτε τίποτε. Το πρέπει αναφέρεται μόνο στην ανθρώπινη βούληση, στην ανθρώπινη ένταση, η οποία πάντοτε ξέρομε ότι είναι κάτι το οποίο σπάει πάρα πολύ εύκολα.



Το πιο εύθραυστο πράγμα είναι η ανθρώπινη καρδιά με όλες της τις βουλήσεις και με όλες της τις εντάσεις. Εκεί που σε αγαπώ, μπορεί να σε μισήσω. Εκεί που σε μισώ, μπορεί να σε ερωτευτώ. Εκεί που σε κατηγορώ, μπορεί να καταλάβω ότι είσαι ο υπ' αριθμόν άλφα άνθρωπος του κόσμου. Εκεί που σε ανυψώνω, σε στέλνω μέσα στην κόλαση . Εκεί που λέγω θα γίνω "άγιος", εκεί μπορεί αμέσως να γίνω ένας σατανάς.



Πρέπει δεν υπάρχει. Δεν μπορώ να πω: "Τι πρέπει να κάνω τώρα;". Θα πρέπει η ψυχή μόνη της να προχωρήσει στην εποπτεία της, στην αίσθησή της.



Προχωρούμε από την εικόνα την οποία έχομε μπροστά μας. Ο άνθρωπος είναι πλέον διωγμένος από τον παράδεισο , η ψυχή είναι εξωσμένη. Αυτό που καταλαβαίνει, όταν είναι έξω, είναι ο πόνος τον οποίον έχει. Με πόνο θα γεννήσεις, με πόνο θα τρυγήσεις τους καρπούς της γης, με πόνο θα σπείρεις, ο,τιδήποτε θα κάνεις θα είναι με πόνο.



Ο πόνος όμως αυτός αρχίζει από πότε; Από την ώρα της ηδονής. Η οδύνη αρχίζει από την ηδονή. Η ηδονή αρχίζει από πότε; Από την στιγμή που βρέθηκε ο άνθρωπος γυμνός. Θυμηθείτε τον Αδάμ μέσα στον παράδεισο. Έφαγε τον καρπό. Την ώρα που ήδη σκέφθηκε να δοκιμάσει τον καρπό, είχε γυμνωθεί. Η Εύα ήταν ήδη γυμνή, αλλά δεν είδε την γύμνωσή της και την γύμνωση του Αδάμ παρά μόνο όταν είχε φάει τον καρπό. Αλλά ήδη η γύμνωση είχε γίνει. Αλλοιώς δεν θα μπορούσε να φάει τον καρπό. Η τροφή αυτή και η αίσθηση της ηδονής της απεκάλυψαν την γύμνωση την δική της και την γύμνωση του Αδάμ.



Προσέξτε, διότι έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία η πορεία της ψυχής.



Επομένως αρχίζομε από τον πόνο, ο πόνος έχει άμεση σχέση, όπως είπαμε, με την γύμνωση. Θα πρέπει να καταλάβει η ψυχή ότι είναι μία γυμνή ψυχή, ότι δεν είναι απλώς κάτι το πεταγμένο αλλά είναι κάτι το γυμνό. Να καταλάβει πλέον ότι δεν είναι τίποτε. Τι ήταν ο Αδάμ και η Εύα; Ήταν ας το πούμε έτσι, οι συμπεριπατούντες με τον Θεόν, ήταν ομόσκηνοι του Θεού, ήσαν σύντροφοι του Θεού, συνοδοιπόροι , συνέκδημοι του Θεού.



Και μέσα σε μια στιγμή ο Αδάμ και η Εύα γίνονται ένα τίποτε, ένα εξουθένωμα, τέτοιοι που ένα φίδι να μπορεί να τους περιγελά και η φύσις η φθαρτή, στην οποία είχε δώσει ονόματα και την εξουσίαζε ο Αδάμ και η Εύα, να μπορεί να επανίσταται εναντίον τους. Και το πιο τρεμουλιάρικο πλάσμα μέσα στην ιστορία γίνεται ο άνθρωπος.



Είναι, λοιπόν, ο άνθρωπος ο γυμνός κάτι το ανύπαρκτο. Είναι ένας ουδείς και έχει την αίσθηση της γυμνότητας. Θα λέγαμε την αίσθηση της αμαρτίας του, του ότι είναι αμαρτωλός. Όχι να πει ότι είμαι αμαρτωλός, όχι ότι πρέπει να εξομολογηθώ, πρέπει να ομολογήσω την αμαρτία μου, αλλά η ψυχή να ζήσει την αμαρτία της.



Είδατε, ο Αδάμ και η Εύα ήσαν γυμνοί προηγουμένως. Δεν είχαν αισθανθεί όμως ποτέ την γύμνωσή τους. Όταν αμάρτησαν, είδαν ότι είναι γυμνοί και ντύθηκαν. Το ένοιωσαν ότι ήσαν γυμνοί. Έτσι και η ψυχή να νοιώσει ότι είναι γυμνή από αρετή, από αγιότητα, από θεότητα. Ότι είναι μέσα στην αμαρτία ριγμένη, είναι ντυμένη με τα φύλλα τα δικά της, με τα φύλα της αμαρτίας.



Λοιπόν; Θα μπορέσει η ψυχή να νοιώσει αυτή την αμαρτία; Δεν μπορώ να σου πω: "Νοιώσε την αμαρτία!". Δεν μπορώ να σου το επιτάξω. Είναι μία ενέργεια, ένα διάβημα της ίδιας της ψυχής. Αν η ψυχή δεν καταλάβει, αν η ψυχή δεν το χωρέσει, αν η ψυχή δεν θελήσει να το καταλάβει, ουδεμία δύναμις υπάρχει, ούτε και ο Θεός ακόμη, που να μπορεί να την κάνει να το νοιώσει. Μπορεί να εξομολογείται, μπορεί να διαβάζει, μπορεί να προσεύχεται, μπορεί να χύνει δάκρυα, είναι δυνατόν όμως όλα αυτά να γίνονται χωρίς καμία αίσθηση της αμαρτίας.



Όταν θα αποκτήσει η ψυχή την αίσθηση αυτήν της γυμνότητος και θα πει: "Γυμνός είμαι, πρέπει να ντυθώ", τότε έρχεται μέσα η ανάγκη της μετάνοιας, δηλαδή του ντυσίματος. Αλλά, για να φθάσομε στην μετάνοια, είναι ένα πρόβλημα άλλο. Άλλο είμαι γυμνός και άλλο ετοιμάζω φόρεμα να φορέσω. Πόρρω απέχουν το ένα από το άλλο.



Η ώρα που θα αισθανθώ - η ώρα αυτή μπορεί να είναι χρόνια, μπορεί να είναι στιγμή - ότι είμαι γυμνός, είναι η πιο κρίσιμη καμπή της ζωής μου, διότι ένα από τα δύο θα γίνει: ή θα σηκωθώ και θα ντυθώ, ή θα μείνω γυμνός. Δηλαδή, ή θα συνεχίσω και θα παρουσιασθώ ενώπιον του Θεού γυμνός και θα πω "ήμαρτον", ή θα κάνω ό,τι έκανε ο Αδάμ και η Εύα: θα κρυφθώ. Και όταν θα πει ο Θεός: "Αδάμ που εί;", θα πω: "Κρύφθηκα, γιατί ήμουν γυμνός". Και όταν θα παρουσιασθώ ενώπιόν του, θα δει τα φύλλα της συκής.



Πώς μπορεί να γίνει αυτό το κρύψιμο; Αυτό το κρύψιμο μπορεί να γίνει με χίλιους δυο τρόπους. π.χ. μία στάσις μειονεκτική. Είναι φοβερό όταν ανακαλύψω ότι είμαι ένα τίποτε. Ξέρεις, από εκεί που νόμιζες ότι είσαι σπουδαίος και μεγάλος, από εκεί που σε προσκυνούσαν οι άνθρωποι, από εκεί που νόμιζες ότι φθάνεις τα ουράνια, από εκεί που ήσουν ο ταλαντούχος, ο υπέροχος, ο όμορφος, ο χαριτωμένος, δεν ξέρω τι, να αναγνωρίσεις ότι είσαι γυμνός, ότι είσαι ένα τίποτε. Θέλει δύναμη για να το παραδεχθείς αυτό. Θέλει πολλή δύναμη. Μα δεν μπορούμε να παραδεχθούμε ούτε μιαν ασχήμια που έχομε, δεν παραδεχόμεθα ένα ελάττωμα, μίαν αποτυχία μας, ένα σφάλμα μας, ένα συγκεκριμένο αμάρτημα το οποίο κάνομε και το καλύπτομε με ένα ψέμα, εν συνεχεία το ψέμα με ένα δεύτερο ψέμα, με ένα τρίτο ψέμα. Μπορεί λοιπόν, να είναι μία μειονεκτική στάσις και αντιμετώπισις, μία αδυναμία να ομολογήσω την γυμνότητά μου, μπορεί να είναι μία δικαιολόγησις, μπορεί να είναι μία επικάλυψις με κάτι άλλο. Να πω ένα παράδειγμα το οποίο θα είναι εξωτερικό. Δεν μπορώ να πω κάτι το εσωτερικό, διότι αυτό είναι κάτι το πολύ βαθύ.



Σε σηκώνει η καθηγήτριά σου για μάθημα και σε γιουχαΐζουν οι συμμαθήτριες, διότι δεν λες τίποτε. Σηκώνεσαι από το μάθημα, φεύγεις αμέσως, πηγαίνεις στο σπίτι σου, στέκεσαι ενώπιον του καθρέπτου, ετοιμάζεσαι, μακιγιαρίζεσαι... Μα δεν είναι κανείς, δεν σε βλέπει κανείς! Ναι, μα την ώρα εκείνη μπροστά στον καθρέπτη που είσαι μόνη σου, ο εαυτός σου που είναι το παν για σένα πληροφορείται ότι "εγώ, που με γιουχάισαν, εγώ είμαι τόσο όμορφη!".



Μπήκε αμέσως το αντιστάθμισμα στην αδυναμία μου, την οποίαν μου απεκάλυψαν η καθηγήτριά μου και οι συμμαθήτριές μου. Την ώρα εκείνη που στέκομαι στον καθρέπτη, δεν στέκομαι στην γυμνότητά μου, στην αδυναμία μου να πω μάθημα, αλλά στέκομαι στο προσόν μου, στην ομορφιά μου την τεχνητή, την μακιγιαρισμένη ή την αληθινή εξωτερική. Μπορεί να είναι ομορφιά και ψυχική, μπορεί να είναι διανοητική, πνευματική, όπως λέμε σήμερα εμείς, δεν παίζει ρόλο. Πάντως είναι ένα υποκατάστατο αυτής μου της γυμνότητος.



Μπορεί ακόμη να είναι ένα κρύψιμο από εμένα τον ίδιο. Δηλαδή, ενώ είμαι γυμνός, να ζω σαν να μην είμαι γυμνός και να έχω μία διπλή ζωή. Ή μπορεί να αρνούμαι να προχωρήσω ωσάν να μην ήμουν γυμνός. Αυτό είναι πολύ φοβερότερο. Αυτό είναι μία απώθησις, μία απώθησις μιας τραγικής πραγματικότητος, που θα με οδηγήσει κάποτε σε ένα τραγικό αποτέλεσμα.



Γεμάτη η ζωή από τέτοιους ανθρώπους, οι οποίοι το ξέρουν ότι είναι αμαρτωλοί, ότι είναι γυμνοί και βαδίζουν πολλάκις διαπράττοντας εκείνα τα οποία μισούν και τα οποία σιχαίνονται και τα οποία ξέρουν πως είναι κατώτερα, και οι οποίοι γνωρίζουν πώς πρέπει να ξεπεράσουν αυτήν την κραυγή της συνειδήσεώς τους, που τους είναι κάτι το φοβερό.



Το άλλο που θα μπορεί να κάνει η ψυχή είναι να παραδεχθεί και να πει: "Εγώ θα μεριμνήσω για την γυμνότητά μου. Εγώ θα αναγγείλω την αμαρτία μου, θα ομολογήσω την αμαρτία μου, την γυμνότητά μου. Και όπως είμαι γυμνός, έτσι θα παρουσιασθώ ενώπιον του Θεού. Θα του πω: "Ντύσε με Συ". Αυτό χρειάζεται, καταλαβαίνετε, πάρα πολύ μεγάλη δύναμη. Χρειάζεται μίαν αυθεντικότητα εσωτερική, για να μπορέσω να βγω ενώπιον του Θεού σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο. Ποιο θα είναι το μέτρο το οποίο θα με πάει από εδώ ή από εκεί; Αυτό που το ονομάζουμε εγωισμός. Όχι εγωισμός με την έννοια της αμαρτίας αλλά με την έννοια της πλάστιγγος, αυτής της ζυγαριάς που είναι μέσα μας και που λέγεται εγώ.



Θυμηθείτε τον άγιο της Ιππώνος, τον ιερό Αυγουστίνο. Πόσα χρόνια υπέφερε και ήθελε να μετανοήσει! Γιατί; Ερχόταν σε σύγκρουση με το εγώ του. Πότε έβαζε το εγώ μπροστά στη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία του έκλεινε το δρόμο. Πότε έμπαινε μπροστά η αίρεσις, όπως ο Μανιχαϊσμός, σαν γνώσις. Η γνώσις έμπαινε μπροστά, γινόταν ένα κάλλυμα που του σκέπαζε την γυμνότητα. Όταν έσκυψε, όταν ταπεινώθηκε, τότε βαπτίσθηκε μαζί με το νέο παιδί του. Τότε απεκάλυψε την γυμνότητά του και τότε ενεδύθη το ένδυμα της δικαιοσύνης, πουτου εφόρεσε ο ίδιος ο Θεός. Κατόπιν, βλέπετε, έγινε και επίσκοπος!



Είναι, λοιπόν, αυτή η πλάστιγγα αυτό το οποίο εμείς το λέγομε εσωτερική διάθεσις. Η διάθεσις, το υπομόχλιο αυτό, είναι το εγώ μου. Πάνω σε αυτό στηρίζομαι. Τι θα θελήσει το εγώ; Να στηρίξει τον εαυτό μου ή να αρνηθεί τον εαυτό του, το "απαρνησάσθω", που λέγει ο Χριστός; Είναι η στιγμή που θα απαρνηθώ ή θα δεχθώ τον εαυτό μου, τον κατώτερο εαυτό μου.



Λοιπόν, ή γυμνός ή θα ράψω φύλλα συκής. Εάν θα μείνω γυμνός - προσέξτε να δείτε -, όταν θα παρουσιασθώ γυμνός ενώπιον του Θεού, τότε αρχίζει ένα τρίτο στάδιο της πορείας της ψυχής.



Ακόμη δεν μπήκαμε στην πορεία της. Ακόμη έχομε τις προϋποθέσεις, έχομε τις προετοιμασίες, για ν' αποφασίσει η ψυχή να ζήσει μία ζωή χριστιανική. Έχομε τώρα την έναρξη αυτής της πορείας. Αυτή η πορεία είναι μία ανωστική, είναι μία άνω ωθούσα δύναμις, ή καλύτερα, είναι μία επιστροφική κίνησις, είναι πλέον μία εκτίναξις της ψυχής, την οποία την κάνει μόνη της. Πώς, όταν μου πεις κάτι που θα με θίξει, αμέσως τινάζομαι και αντιδρώ χωρίς να το σκεφθώ; Έτσι και εδώ, είναι μία εκτίναξις του είναι μου. Μια στιγμιαία, μια πηγαία, μία εσωτερική αντίδρασις.



Η ψυχή, επομένως, πρέπει να κάνει μίαν τοιαύτη εκτίναξη του είναι της. Είναι επιστροφική θα πει: να επιστρέψει εκεί απ' όπου εξήλθε, να επιστρέψει εις τας χείρας του Θεού, να επιστρέψει μέσα στην πτωχεία της. Θα μου πείτε: "Πτωχός ήταν ο άνθρωπος στον παράδεισο;".



Θυμηθείτε τον πρωτόπλαστο. Ήταν πλούσιος, είχε τα σύμπαντα δικά του. Του λέγει ο όφις: "Τι σου είπε ο Θεός; Να κάνεις έτσι και έτσι, να μη φας από το καρπό για να γίνεις θεός; Αν θες να γίνει θεός, αν θες να κατακτήσεις τον ορίζοντα, να φας από τον καρπό αυτόν".



Του δεικνύει έναν άλλο δρόμο. Αναγκάζεται τώρα η ψυχή να αναγνωρίσει ότι είναι πολύ πτωχή μπροστά στη σοφία ενός όφεως και τρώγει, για να γίνει πλουσία, για να γίνει θεός! Εις την θέση αυτήν βρίσκεται τώρα και η δική μας ψυχή, μόλις έφαγε τον καρπό, μόλις κατάλαβε ότι έτρωγε τον καρπό. Θα πρέπει, λοιπόν, τώρα η ψυχή να επιστρέψει εις την προτέρα πτωχεία της. Δηλαδή εκεί που ενόμιζε ότι ήταν πτωχεία, να καταλάβει ότι η πτωχεία της ήταν η ομορφιά της, ήταν η θεότητά της, ήταν ο προθάλαμος για τον ουρανό. Θα κάνει επιστροφική κίνηση. Ας το πω διαφορετικά: θα κάνει μίαν κυκλική κίνηση.



Τι σημαίνει κυκλική; Γιατί λέγω κυκλική; Μία κίνησις μπορεί να είναι ευθεία. Μία ευθεία όμως είναι μεν ταχυτέρα πάσης οδού, αλλά σε απομακρύνει. Μπορεί επίσης να είναι μία τεθλασμένη κίνησις. Μπορεί να είναι μία κυκλική, που σε φέρνει πάλι στον εαυτό σου. Σε κυκλώνει. Οπότε η κίνησις αυτή η κυκλική, αφ' ενός μεν έχει την τάση της ψυχής προς τα έξω, αφ' ετέρου όμως σε επαναφέρει πάλι σε σένα.



Επομένως, έχομε την κίνηση της επιστροφής, της απωθήσεώς μας, για να ξαναπάμε εκεί απ' όπου είχαμε εκτιναχθεί, και γι' αυτό είμεθα πάλι μέσα στον εαυτόν μας. Δεν ξεφεύγομε από τον εαυτόν μας. Όπως είναι η απώθησις, που λέγαμε προηγουμένως, όπως είναι υποκατάστασις όλα εκείνα τα μέσα που χρησιμοποιούμε, όπως είναι η ένδυσις δι' άλλων πραγμάτων: της σοφίας, της δυνάμεως, της γνώσεως, των σχεδίων μας, της αρετής μας. Όλα αυτά είναι επικαλύμματα, είναι φυγή από τον εαυτόν μας.



Η κυκλικότης μάς κρατάει μέσα στο πλαίσιο του Θεού και ταυτόχρονα είμεθα πάλι μέσα στην δική μας την ζωή. Γι' αυτό την ονόμασα επιστρεπτική, διότι μας επιστρέφει. Και κυκλική, διότι μένομε στον πραγματικό εαυτόν μας, μένομε στο δικό μας το είναι.



Αρχίζομε από εκεί που μας ενδιαφέρει. Η ψυχή μένει καθ' εαυτήν. Μένει - προσέξτε - μόνη της, χωρίς τον Θεόν. Όταν κάνει κυκλική στροφή, έχεις την τάση να φύγεις προς τα έξω - φυγόκεντρος κίνησις -, από εκεί απ' όπου είχες εκτιναχθεί. Τελικώς, όμως επειδή είσαι γερά δεμένος, παραμένεις εκεί πάλι , γύρω από τον εαυτόν σου. Αυτό μας ενδιαφέρει: μακριά από τον Θεόν, να μείνω με τον εαυτόν μου, για να ιδώ την γύμνωσίν μου, την οποίαν, όπως λέγαμε, πρέπει να κατανοήσω προηγουμένως.



Αυτή τώρα η τάσις της επαναστροφής στον εαυτόν μου, αυτή η επιστρεπτική κίνησις, αυτή η κυκλική κίνησις, αυτή η πορεία της αναγνωρίσεως της γυμνότητός μου, ας το πούμε έτσι, μου δημιουργεί μίαν άλλη τάση: την τάση της φυγής. Δηλαδή όταν στέκομαι στον εαυτόν μου, θέλω να τον περιποιηθώ πλέον, να απασχοληθώ μαζί του. Πού απασχολείσαι καλύτερα, μέσα στον θόρυβο ή μέσα στην ησυχία; Όταν σε κοιτάζουν όλα τα μάτια ή όταν είσαι μόνος σου; Προφανώς μέσα στην απομόνωση.



Η ψυχή, λοιπόν, η οποία φθάνει στο στάδιο αυτό και επιθυμεί την επιστροφή δια μιας φυγής, έχει μίαν ισχυρά τάση προς την φυγή. Έχει μίαν ισχυρά έλξη από έναν άλλον πόλο.



Η φυγή αυτή μας πάει στο χαρακτηριστικό της ξενιτείας. Για να φύγω από εδω μέσα, πρέπει να σας ξεχάσω, να γίνω ξένος από εσάς. Οπότε το αίσθημα, η έλξις, η διάθεσις, η ροπή, η τάσις της φυγής μάς φέρνουν στην ανάγκη της ξενιτείας, διότι δεν γίνεται άνευ ξενιτείας, όπως αντιλαμβάνεσθε καμία φυγή. Η αίσθησις, η ανάγκη, η τάσις πάλι της ξενιτείας θα με οδηγήσει στην αίσθηση της μονώσεως. Της μονώσεως όχι της ψυχικής αλλά της πραγματικής, της πνευματικής. Διότι η ψυχική απομόνωσις είναι πλασματική απομονώσις.



Όταν είμαι στην ψυχική απομόνωση, λέγω ότι κανείς δεν με αγαπά, κανείς δεν με σκέπτεται, κανείς δεν με προσέχει κτλ. Είμαστε όλοι μαζί και εσύ σκέπτεσαι: "Είδες; Καθόλου δεν κοίταξε εμένα. Ενώ κοιτούσε συνεχώς τις άλλες". Ψυχική απομόνωσις. Είναι μία κατάστασις, είναι μία ψευτιά, είναι μία ψευδαίσθησις. Με ψευδαισθήσεις δεν μπορεί να τραφεί η ψυχή. Διότι η ψευτιά είναι πάλι μία απόκρυψις του πραγματικού μας εαυτού. Είναι ένα φύλλον συκής.



Η πραγματική απομόνωσις είναι η πνευματική, μόνος εγώ με μόνον τον Θεόν. Παύεις να έχεις για μένα εσύ σημασία. Μα δεν με ενδιαφέρει αν δεν με σκέπτεσαι, αν με αγαπάς. Δεν με ενδιαφέρει καν αν υπάρχεις πλάι μου εσύ. Με ενδιαφέρει μόνον ο εαυτός μου, όχι με την έννοια που λέγαμε στην αρχή, αλλά με την έννοια την πραγματική: για να ανακαλύψω την γυμνότητά μου.



Εγώ ενώπιον του Θεού. Εγώ και συ, Θεέ μου. Αλλά για να επιτύχω αυτήν την πραγματική απομόνωση, που είναι βασικό στοιχείο πνευματικής ζωής - δεν μπορώ να γίνω άγιος, άμα δεν γίνω μόνος, απομονωμένος - , πρέπει να κάνω μίαν φυγή, πρέπει να πετύχω την αποξένωση, όπως λέγαμε προηγουμένως, την ξενιτεία. Ο σκοπός μας είναι να γνωρίσω τον Θεόν και να μείνω μόνο μόνω τω Θεώ. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι το εύκολο, διότι έχομε μάθει να ζώμεν με αισθήσεις σωματικές και πρέπει τώρα να ζώμεν και να νοιώθωμε με αισθήσεις νοερές, πνευματικές. Αυτό για να γίνει, για να γίνει δηλαδή μία μετάνοια, μία ανακαίνισις, ένα ξανακαινούργωμα, μία πέρα για πέρα αλλαγή μέσα στην ψυχή μου, εγώ ο ίδιος να γίνω κάτι το άλλο, ένα καινόν πράγμα, πρέπει να νοιώσω τον Θεόν.



Όταν λέμε τώρα - προσέξτε - φυγή, είπαμε ότι η φυγή αυτή είναι κάτι το ουσιαστικό, δεν είναι κάτι το τοπικό. Αλλά ο άνθρωπος επειδή είναι αισθητός, έχει και την τάση της αισθητής φυγής, διότι νοιώθει ότι, όταν τον βλέπουν, όταν γίνεται θόρυβος, όταν είναι με άλλους, είναι πιο δύσκολο να νοιώσει μόνος. Οπότε, αφού είναι αυτό πιο εύκολο στην απομόνωση την τοπική, μέσα στην ερημία, θα πει: "Διατί ουχί μάλλον αναχωρώ δια την ερημίαν και ησυχίαν; Διατί, λοιπόν, αφού είναι πιο εύκολο εκεί, να μην πάω εις την ησυχίαν;". Εντεύθεν η τάσις της μοναστικής ζωής, που έρχεται τόσο αυθόρμητα σε μίαν ψυχή, όταν σκεφθεί τον Θεόν.



Συνήθως την τάση προς την ερημία την θεωρούν οι άνθρωποι σαν κάτι το επικίνδυνο, διότι μπορεί να παραπλανηθεί ο άνθρωπος και να θρέψει μέσα του ιδέες φανταστικές και πράγματα που δεν μπορεί να τα κάνει. Τίποτε. Ο άνθρωπος που δεν θα σκεφθεί την φυγή κάποτε, ακόμη και με την ειδική έννοια του μοναχισμού, σημαίνει ή ότι είναι άρρωστος ή ότι ουδέποτε ουσιαστικά απησχολήθη με την ψυχή του. Κάποιος που θα απασχοληθεί έστω και επί πέντε λεπτά με τον Θεόν, να είσθε βέβαιες ότι το πιο πολύ διάστημα των πέντε λεπτών θα είναι σκέψεις να πάει στο μοναστήρι. Έτσι είναι. Είναι η ψυχή που σκέπτεται, είπαμε, τον εαυτόν της, αγαπά την άνεσή της και εκεί ευρίσκει την άνεσή της να επικοινωνήσει με Αυτόν τον οποίον ζητεί, που θέλει να τον ανακαλύψει, τον Θεόν δηλαδή.



Τελικώς, μπορεί να αρνηθεί αυτήν την φυγή την τοπική. Δεν θα αρνηθεί όμως, εφ' όσον θα συνεχίσει να ζει ζωή ανάγουσα εαυτήν, δεν θα αποφύγει την φυγή την ουσιαστική , την φυγή την τροπική, την φυγή την βιοτική.



Μπορεί να ζήσει, λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός με μίαν τροπική φυγή; Μπορώ να ζήσω μέσα στον κόσμο αυτόν, να ζήσω μία ζωή σαν αυτή που λέμε τώρα; Οπωσδήποτε μπορώ, μονάχα, όπως λέγει ένας Πατήρ πολύ ωραία, "δυνατόν μεν ουν αλλά μετά πλείστης όσης δυσκολίας". Το λέγει για κάτι το παρεμφερές. Οπωσδήποτε, "αλλά μετά πλείστης όσης δυσκολίας".



Επομένως, όπως βλέπετε, η απομόνωσις, η ερημία δεν είναι κάτι που γίνεται δια τον Θεόν. Δεν έχει αξία το θέμα, αν θα είμαι στο μοναστήρι ή θα είμαι στον κόσμο. Έχει αξία για μένα. Εξυπηρετεί το εγώ μου, την τάση της ιδικής μου ευκολίας, της ανέτου δρομής μου, του τρεξίματός μου προς τον Θεόν. Εφ' όσον έχω μίαν κάποιαν οιασδήποτε μορφής ξενιτεία - ουσιαστική ή μερική - , αποξενούμαι από τους ανθρώπους νοιώθοντας κάπως τον Θεόν.



Αυτή η ανάγκη της αποξενώσεώς μου, η αρχική αποξένωσις, η αρχική ξενιτεία, η αρχική απομόνωσις από τους ανθρώπους με κάνει να νοιώσω ότι δεν μπορώ να στηριχθώ έτσι. Χρειάζομαι τον Θεόν. Τον Θεόν δεν τον έχω ακόμη. Οπότε οδηγούμαι στην ανάγκη της ζητήσεως του Θεού. Θυμάσθε το προηγούμενο στάδιο: η αίσθησις της γυμνότητος με οδηγεί στην μετάνοια. Με κάνει νά θελήσω την μετάνοια. Ακόμη όμως ούπω μετάνοια. Προχωρώ στην επιστρεπτική και κυκλική τάση. Αυτή η τάση με οδηγεί στην ανάγκη της ζητήσεως του Θεού. Αλλά ακόμη ούπω ζήτησις Θεού. Ακόμη δεν μετενόησα. Πώς θα ζητήσω τον Θεόν; Είναι, βλέπετε, ο αγώνας της ψυχής, είναι το τιτάνιο αυτό πάλαισμα, το οποίο έχει αρχίσει να κάνει, για να ξαναμπεί πάλι στον παράδεισο. Το επιποθώ, προχωρώ, νίκησα την δυσκολία εκείνη αν θα ντυθώ με φύλλα συκής και θα κρυφθώ ή θα πω: "Θεέ μου, γυμνός είμαι. Ήμαρτον σε σένα. Σε θέλω". Το ξεπέρασα, προχωρώ. Συλλαμβάνω τώρα πλέον, κυοφορώ την έννοια πλέον της ζητήσεως του Θεού. Τι θα κάνω;



Είμαστε τώρα δύο: εγώ και ο Θεός. Εγώ και ο Θεός είμεθα μακριά ακόμη. Έχω αμαρτήσει, έχω χωρισθεί από τον Θεόν, αλλά εγώ ζητώ τον Θεόν. Ο Θεός με αγαπά και ζητεί εμένα. Έχομε, λοιπόν, μίαν - από διαφορετικό πόλο - ροπή του Θεού προς εμένα και εμού προς τον Θεόν.



Εγώ τι μπορώ να κάνω για τον Θεόν; Δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Ακόμη ούτε να τον ζητήσω μπορώ, ακόμη ούτε να μετανοήσω μπορώ. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι αυτό που το λέμε σήμερα εμείς αγώνα. Αλλά, αν το αγώνας δεν σημαίνει τίποτε, ας το ονομάσουμε πιο σωστά άσκησις. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι η άσκησις, ανάλογα με τον τόπο μου, με τον τρόπο της ζωής μου, με την ψυχοσύνθεσή μου, με τις δυνάμεις μου, με την χωρητικότητά μου, ανάλογα με τις προϋποθέσεις της ψυχής μου και τις προδιαθέσεις της. Ανάλογα με την ιστορία μου, με την κληρονομικότητά μου, ανάλογα με τις δωρεές τις οποίες έχω. Πάντως οπωσδήποτε η άσκησις.



Θυμάσθε ότι από την ηδονή άρχισε η οδύνη. Εκείνη η οδύνη όμως ήταν χωρίς την θέληση. Αυτήν την οδύνη πρέπει να την ασπασθώ τώρα εγώ, για να φθάσω πάλι στην ηδονή. Διότι ο άνθρωπος πλάσθηκε για την ηδονή. Μπήκε ο άνθρωπος μέσα σ' έναν παράδεισο τρυφής. Ζητώντας την ηδονή ζήτησε αυτό που του είχε πει ο Θεός να ζητάει και να ζει. Το κακό είναι ότι το ζήτησε στραβά. Αντί για την ηδονή βρέθηκε μέσα στην οδύνη. Και δίδεται ένα κακέκτυπο της ηδονής που είχε, το οποίο ονομάζεται γάμος.



Το θέμα τώρα είναι από την οδύνη στην οποία περιέπεσα, να ρθω σε κείνο που ζητούσα, να φθάσω στην ηδονή, να φθάσω πάλι στην εντρύφηση, να φθάσω στην τρυφή. Αυτό στο οποίο ακουσίως περιέπεσα, θα το κάνω τώρα δικό μου, διότι είναι αυτό που είχα στο χέρι μου. Ούτε Θεόν έχω ούτε δύναμη έχω ούτε τίποτε. Είμαι ένα σπασμένο πράγμα. Μπορώ να πονέσω μόνον. Θα κάνω, λοιπόν, την άσκηση.



Τι είναι αυτή η άσκησις; Είναι ο τρόπος με τον οποίο πηγαίνω εγώ ο άνθρωπος να εφελκύσω την προσοχή του Θεού, όπως όταν φωνάζεις: "Γέροντα, Γέροντα!" ή κτυπάς την πόρτα, κάνεις ένα θόρυβο, θέλεις να σε προσέξω, και ντύσεσαι κάπως διαφορετικά, πας να κάνεις κάτι να μου ελκύσεις την προσοχή. Είναι ο τρόπος ελκύσεως της προσοχής της Θεού. Δηλαδή, έχει ανάγκη από αυτά ο Θεός; Όχι βέβαια. Αλλά είναι αυτό που μπορώ να κάνω σήμερα εγώ. Και ο Θεός θέλει να κάνω αυτό που μπορώ.



Είναι ο ευτρεπισμός μου, λοιπόν, είναι η προετοιμασία μου, για να μπορέσω να ζητήσω, να θελήσω, να επιποθήσω, να αγαπήσω και να δεχθώ τελικώς τον Θεόν. Είμαστε δηλαδή πολύ μακριά. Κάνομε τώρα την προετοιμασία, όπως κάνομε το σκούπισμα, διότι θα ρθει ο γέροντας.



Κάνομε τα προοίμια της προετοιμασίας. Εκφράζω έτσι την διάθεσή μου με την ψυχρότητα που υπομένω, με την γυμνότητά μου, με τον βούρκο μου, ομολογώντας όμως την γυμνότητά μου. Αλλοιώς - γυρίζω πάλι πίσω - θα χανόμουν. Εκφράζω τον πόθο μου προς τον Θεόν. Είναι η κραυγή μου, η άσκησις.



Έχομε τώρα και τη θεία χάρη. Η θεία χάρις τι είναι; Είναι η ενέργεια του Θεού. Η θεία χάρις δεν είναι η φύσις του Θεού.



Παρακαλώ, προσέξτε, γιατί δεν κάνομε τώρα ούτε δογματική ούτε θεολογία. Κάνομε μόνον, είπαμε, μία πορεία. Εκφράζομε τώρα μία ιστορία της ψυχής μας, εκφράζομε τον αγώνα μας τον πρακτικό. Έχει σημασία αυτό που λέμε.



Η θεία χάρις δεν είναι ουσία, διότι ο Θεός είναι αμέθεκτος ως ουσία, είναι απρόσιτος ο Θεός, είναι υπερβατικός ο Θεός. Δεν είναι τίποτε απολύτως ο Θεός από ο,τιδήποτε θα μπορούσα εγώ να σκεφθώ, να θελήσω, να κατανοήσω κτλ. Ο,τιδήποτε και αν ψηλαφήσω και πω "Ο Θεός μου", δεν θα είναι ο Θεός μου. Θα πρέπει εγώ να νοιώσω τον Θεόν.



Θυμάσθε τον Θωμά; "Φέρε τον δάκτυλόν σου και βάλε τον εις την πλευράν μου", του είπε ο Κύριος. "Ο Κύριός μου και ο Θεός μου", είπε εκείνος. Η ψυχή του το ένοιωσε πλέον. Η ψυχή του έλαβε την απόδειξη της παρουσίας του Θεού. Είναι κάτι το εμπειρικό. Αλλά αυτό που ωράτο τι ήταν; Ήταν μία ενέργεια.



Είδατε, αυτό το "σώμα" έμπαινε μέσα από που; Από την κλειδαρότρυπα; Από που; Από καμία τρύπα δεν έμπαινε μέσα. Ήταν κάτι που ήταν πλεόν σώμα αλλά που δεν ήταν ύλη. Δεν ήταν αυτό που καταλαβαίνω ή αυτό που βλέπω ή αυτό που νοώ. Ό,τι και αν σκεφθώ, δεν θα είναι αυτό το σώμα, το οποίο είχε την ώρα εκείνη ο Χριστός. Ήταν σώμα.



Λοιπόν, η θεία χάρις, αυτό που τρέχει σε μένα, δεν είναι η ουσία. Δεν είναι ο Θεός καθ' εαυτόν. Είναι ο Θεός όμως, είναι ενέργεια του Θεού, είναι το τρέξιμο του Θεού, η έξοδος του Θεού προς εμένα. Είναι - εδώ προσέξτε - αυτό το τρέξιμο, αυτή η θεία χάρις είναι μία ένωσις, όχι η τελική ένωσις αλλά μία προοιμιακή ένωσις. Εγώ δίδω στον Θεό κάτι που δεν έχει καμίαν αξία δια τον Θεόν, την άσκησή μου, τον πόνο μου, διότι δεν έχω τίποτε να του δώσω. Ο Θεός τώρα μου δίδει ό,τι μπορώ να δεχθώ, να χωρέσω μέσα μου. Μου δίδει μίαν αρχική έλλαμψη. Αυτή η έλλαμψις είναι μετοχή θείας χάριτος, είναι μετοχή Θεού επομένως. Αλλ' ακόμη δεν είναι μία ένωσις Θεού, είναι μία κοινωνία Θεού, ήτοι επικοινωνώ με τον Θεόν. Είναι μία έλλαμψις.



Εκεί που κάθομαι "α! λέγω, και το κατάλαβα". Σε έχω έξι μήνες πλάι μου και ξαφνικά λέγω "α!, η τάδε". Τώρα την αγάπησα αυτήν. Μα πώς έγινε; Είναι μία έλλαμψις, ένας φωτισμός εσωτερικός, ένα άνοιγμα της καρδιάς μου, της διανοίας μου, δεν ξέρω τι, χίλια δυο πράγματα μπορεί να είναι. Λοιπόν, κάνω "α!", αλλά μέχρι να πω "α!", που είναι ο Θεός; Δεν υπάρχει Θεός ακόμη. Ακόμη δεν έχει γίνει ένωσις. Χάθηκε ο Θεός, αλλά επικοινωνώ με τον Θεόν.



Βλέπετε, είναι σαν να παίζομε το κρυφτούλι ακόμη εμείς. Εκείνος τρέχει προς εμένα, εγώ τρέχω προς Εκείνον. Ο Θεός είναι παρών. Αν παίζω το κρυφτούλι, αν δεν τον βλέπω, είναι διότι δεν έχω μάτια, όχι διότι δεν είναι παρών ο Θεός.



Έχω αυτήν την έλλαμψη. Είναι μία έλλαμψις γνωστική. Τι σημαίνει γνωστική; Νους, κάτι σαν το νου, ας το πω έτσι, πνευματική νόησις. Δεν είναι νόησις. Είναι κάτι σαν τη νόηση. Είναι μία γνώρισις, είναι μία αναγνώρισις. π.χ. όταν διαισθάνομαι τον Γέροντά μου, "ο Γέροντάς μου είναι" λέγω και τρέχω. Τον γνώρισα, τα βήματά του..., τον ακούω τώρα, ανεβαίνει, το βαρύ του το βήμα.



Είναι μία γνώσις, είναι μία αναγνώρισις. Η αναγνώρισις ήδη είναι ένα δικό μου έγγισμα. Όταν καταλάβω ότι είναι απ' έξω ο Γέροντάς μου που κτυπάει τώρα και που περπατάει εν συνεχεία, ήδη εγώ τον έχω αγγίξει, ήδη εγώ τον έχω πλησιάσει, ήδη εγώ του μιλάω, την καρδιά μου του την ανοίγω, τον αγκαλιάζω κτλ. Είναι το δικό μου το τρέξιμο αυτό, το εσωτερικό της ψυχής μου τρέξιμο. Είναι η ενέργεια της ψυχής μου. Δεν είναι η ψυχή μου, είναι η ενέργεια της ψυχής μου.



Λοιπόν, έχομε την έλλαμψη, έχομε την κοινωνία μετά του Χρστού. Επομένως, κοινωνία είναι η πορεία προς τον Θεόν. Αρχίζω και μπαίνω μέσα του, ας πούμε, δουλεύω τα δάκτυλά μου, τα ενώνω μαζί με τον Θεόν, οπότε γίνεται μία αναγνώρισις. Και τυφλός να είμαι, άμα μου κάνεις έτσι, "α! αυτή είναι η τάδε" λέγω. Αμέσως την εγνώρισα.



Τώρα, τι αναγνωρίζω; Δυο πράγματα. Αυτή η αναγνώρισις των δύο πραγμάτων θα γίνει συν τω χρόνω. Από εδώ αρχίζομε.



Έχομε την αναγνώριση της δόξης του Θεού, της αγιότητος, κατ' αντίθεσιν προς την δικήν μας γυμνότητα, αμαρτωλότητα. Εγώ γυμνός, Εκείνος ενδεδυμένος. Αγιότητα ενδύεται ο Θεός. Εγώ είμαι ένας ουδείς, μία ουδενότητα. Έχω εκ της ουδενίας μου αμέσως σημείο επαφής, αρχίζω και κατανοώ την δόξα του Θεού. Πρέπει να γίνει τώρα και αντίθετος φορά, καταλαβαίνετε. Αλλά, λέγω τώρα, έχομε την αγιότητα και την γνώση του Θεού. Τι σημαίνει αγιότης του Θεού; Είναι η υπερβατικότης του Θεού. Η υπερβατικότης όμως είναι δοσμένη δια πάντας. Τι σημαίνει άγιον; Κάτι που είναι ξεχωρισμένο και ανήκει στον Θεόν.



Επομένως, η αγιότης του Θεού είναι ό,τι ανήκει στον εαυτόν Του. Είναι ό,τι είναι πέραν παντός ετέρου. Είναι κάτι το οποίο δεν επιδέχεται τίποτε άλλο, είναι ένα αμόλυντο, ας το πούμε έτσι στοιχείο.



Η αγιότης είναι χαρακτηριστικό της ουσίας του Θεού. Άγιος είναι ο Θεός. Και η ενέργεια του Θεού έχει αγιότητα αλλά είναι κάτι άλλο. Αυτό είναι επίλαμψις εκ της ουσίας του Θεού. Επομένως, η δόξα είναι ενέργεια. Η αγιότης είναι καθ' εαυτόν. Εγώ δεν την γνωρίζω, δεν την βλέπω την αγιότητα του Θεού, την ψηλαφίζω κατ' αντίθεσιν προς την δική μου γυμνότητα, και όπως αυτή εκδηλούται μέσα στις ενέργειες του Θεού.



Ακόμη, η δόξα του Θεού πάλι είναι απαύγασμα της ουσίας του, είναι κάτι το άκτιστον, αλλά είναι κάτι το αληθινό. Όταν, λοιπόν, εγώ θα έχω μίαν αίσθηση της αγιότητος του Θεού και της δόξης, αυτό που έχω είναι όντως ον. Ιδιαίτερα αυτό είναι απαραίτητο, για να μπορέσω να λειτουργήσω.



Να λειτουργήσω σημαίνει ότι είμαι είτε ιερεύς είτε λαϊκός. Πάντες πηγαίνομε, για να λειτουργήσομε στην λειτουργία. Αν δεν έχω την αίσθηση της δόξης και της αγιότητος του Θεού, αν δεν ξέρω να βλέπω την δόξα και την έννοια του Θεού, δεν μπορώ στην ουσία να λειτουργήσω συνειδητά. Θα είμαι ένα παθητικό πράγμα. Γι' αυτό διαρκώς μέσα στην λειτουργία - προσέξτε - μας βάζει ενώπιον της αγιότητος και της δόξης του Θεού: "ότι άγιος ει ο Θεός ημών, και εν αγίοις επαναπαύη, και σοι την δόξαν και τον τρισάγίον ύμνον", όπως είναι κανονικά η πλήρης εκφώνησις, "αναπέμπομεν...".



Παντού θα δείτε πάλι στην θεία λειτουργία ότι συνεχώς για την δόξα και την αγιότητα γίνεται λόγος. Στον τρισάγιο ύμνο αυτό κάνει ο ιερεύς ενώπιον του τρισάγιου Θεού. Στον χερουβικό ύμνο ομοίως για το ίδιο γίνεται λόγος: "Ο Θεός ο επί των χερουβείμ καθεζόμενος, ο επί των σεραφείμ, ο βασιλεύς του Ισραήλ, ο μόνος άγιος και εν αγίοις αναπαυόμενος... Σε τοίνυν δυσωπώτον μόνον αγαθόν κτλ...". Έτσι καταλαβαίνω την αγιότητά του. Έτσι πάω να τον αντλήσω. Αυτό μου φαίνεται πολύ μακριά από εμένα.



Βλέποντας τώρα και νοιώθοντας την αγιότητα και την δόξα του Θεού, αρχίζω να πληροφορούμαι για το τι είναι η δική μου η γυμνότης και η δική μου ουδενία. Τότε καταλαβαίνω ότι εγώ είμαι αμαρτωλός. Τότε θα καταλάβω ότι είμαι ουδείς, τίποτε, "γη και σποδός", για να πέσω στα πόδια του Χριστού, και αυτό το πέσιμό μου να είναι η έκφρασις και η ομολογία της ουδενίας μου.



Αλλ' όμως ακόμη δεν το κατάλαβα ότι είμαι ουδείς και αμαρτωλός. Διότι, αν το καταλάβω, αρχίζω ήδη να μπαίνω στην εξώπορτα της αυλής. Και εφ' όσον μπήκα στην εξώπορτα, θα προχωρήσω και μέσα. Πάντως, νοιώθω, βλέποντας τώρα, αισθανόμενος, αντιλαμβανόμενος την δόξα και την αγιότητά του, ότι αρχίζω τώρα να έχω μίαν εμπειρική γνώση του εαυτού μου και αναγνώριση του εαυτού μου.

Όταν δω πόσο θα χαρείς εσύ και πόσο με συγχώρησες και δεν έδωσες καμία σημασία που εγώ σε έθιξα, λέγω: "Τι βρωμιάρης που είμαι!...". Όταν δω ότι μου χαρίζεις εσύ μύρια τάλαντα, θα πω: "Τι είμαι εγώ που δεν δίνω πέντε δηνάρια στον άλλον;".



Έχω εμπειρική τώρα γνώση του εαυτού μου. Θυμάσθε, λέγαμε, για την επιστρεπτική, κυκλική κίνηση γύρω από τον εαυτόν μας. Διότι εντός ημών θα μπει ή δεν θα μπει η βασιλεία των ουρανών. όχι κάπου αλλού. Κάπου αλλού ό,τι υπάρχει, είναι έτερος λόγος. Δεν είναι για μένα.



Αυτή η εμπειρική γνώσις μου είναι πλέον εποπτική. Ψηλάφησις του εαυτού μου μπροστά στον Θεόν, και βλέπω τι είμαι εγώ. Είναι μία ψαχούλευσις των κρυφίων μου, είναι μία γνώσις των κρυφίων μου. Ανακαλύπτω τα πάθη μου, ανακαλύπτω τις αδυναμίες μου, ανακαλύπτω την δυσοσμία μου, την βρωμιά μου, που κρύβεται μέσα μου και που ούτε καν την ήξερα. Είναι η αναγνώρισις, ας πούμε του υποσυνειδήτου μου, που αρχίζει από το σημείο αυτό.



Λοιπόν, είναι η αναγνώρισις τώρα των κρυφίων μου. Είναι η αίσθησις του υποσυνειδήτου μου. Είναι η αίσθησις της εμής φθοράς και φθίσεως, το ένα με την αγιότητα, το άλλο με τη δόξα του Θεού. Αναγνωρίζω, επαναλαμβάνω τα κρύφιά μου. Εδώ έχω την αποκάλυψη του υποσυνειδήτου μου και αναγνωρίζω ότι είμαι εφθαρμένος άνθρωπος, ότι είμαι κάτι το λειωμένο, κάτι το οποίο έχει πέρα για πέρα τακεί.



Εδώ έχω πλέον την έναρξη του βουλητικού μου, δηλαδή αρχίζω να αναγνωρίζω το υποσυνείδητό μου. Μία άλλη πολύ πολύ επικίνδυνη καμπή της ζωής μας, διότι τώρα είναι απτότερη, αντικειμενικότερη επαφή με τον εαυτό μου. Και γι' αυτό έχουμε το πρόβλημα αν θα αποδεχθώ αυτό που ανακάλυψα τώρα ότι είμαι ή αν θα πάω να κρυφθώ.



Τώρα ευρισκόμεθα εκεί που το μαχαίρι κόβει πιο πολύ. Ευρισκόμεθα πάνω ακριβώς στο κανταράκι, και εάν θα πέσομε, το πέσιμό μας θα είναι πολύ μεγάλο. Είναι το σημείο της αποδοχής, αν θα μετανοήσω ή δεν θα μετανοήσω. Είναι η έναρξις της ζωής μας. Εδώ παίζω τον κύβο.



Είναι η πιο κρίσιμη, λοιπόν, καμπή της ζωής μας. Αν θα το αρνηθώ, θα το αρνηθώ από μια προσπάθεια να ξεπεράσω αυτή την φθορά, αυτό το βούρκο, αυτό το πάθος - περιεκτική έννοια τα πάθη - που ανεκάλυψα μέσα στο υποσυνείδητό μου και θα πάω να στηριχθώ. θα στηρίξω τον εαυτό μου. Αυτό σημαίνει πλέον προσπάθεια να σταματήσω το δράμα μου, που θα με φέρει στην έναρξη μιας τραγωδίας του ανθρώπου που επαναστάτησε εναντίον του εαυτού του, αρνήθηκε τον εαυτόν του.



Αν θα επαναστατήσω εναντίον σου, οι σχέσεις μας θα είναι πάντοτε δύσκολες και θα είναι ανυπόφορες, δεν θα μπορώ ποτέ να ησυχάσω. Πρέπει ή να χωρίσουμε ή να αγαπηθούμε. Δεν μπορώ να μην το παραδεχθώ. Σκέψου να γίνω αντάρτης κατά του εαυτού μου. Αυτό πλέον είναι ένα σχίσιμο του είναι μου και επομένως σημαίνει ότι εμερίσθη η βασιλεία μου, ο εαυτός μου κατά του εαυτού μου. Ήλθε η στιγμή η πλέον ουσιαστική. Από την ώρα εκείνη αρχίζει πλέον το κατακόρυφο πάθος μου. Ένα πάθος που θα οδηγήσει σε ένα είδος κρεμάλας. Αλλά πώς θα είναι; Είναι ένα άλλο θέμα.



Αν θα δεχθώ τον εαυτό μου, δεν θα πάω να τον κρύψω, να τον καλύψω, αλλά θα θελήσω να προχωρήσω, να δεχθώ τη θεία χάρη. Είπαμε ότι αυτά τώρα που λέμε είναι καρποί της θείας χάριτος. Βλέπετε ότι στο σημείο αυτό συνάπτεται η θεία χάρις με την θέληση του ανθρώπου.



Προηγουμένως είχαμε την άσκηση. Είχαμε πει ότι ήταν προσφορά εκείνου το οποίο είχαμε την ώρα εκείνη. Ελκύω τη θεία χάρη, έρχεται η θεία χάρις. Έρχεται τώρα η στιγμή που η θεία χάρις πρέπει να ενωθεί με την δική μου θέληση. Όταν ενωθεί, τότε αυτή η ένωσις της θελήσεώς μου και της θείας χάριτος εκφράζεται με έναν εσωτερικό πόνο.



Προσέξτε: δεν είναι ο πόνος που λέγαμε προηγουμένως, η άσκησις. Αυτός είναι κάτι άλλο. Ο προηγούμενος ήταν πόνος δικός μου. Τώρα είναι πλέον πόνος για τη θεία χάρη, για τον Θεόν. Είναι αυτό που λέμε: να το νοιώσει κανένας, "εδίψησεν η ψυχή μου τον Θεόν τον ζώντα...". Είναι αυτό που εξηγήσαμε. Έλειωσε, λειώνει η ψυχή μου. Πώς λειώνεις από αγάπη; Ό,τι και να σου πω για το λειώσιμο της αγαπης, δεν θα το καταλάβεις αν δεν το ζήσεις. Το αίσθημα της αγάπης, της έντονης εκείνης αγάπης, που σε κάνει να θέλεις να αρνηθείς τον εαυτό σου και να γίνεις ένα τίποτε μέσα στα χέρια, στην αγκαλιά του άλλου. Να δοθείς πέρα για πέρα. Να εναποθέσεις τον εαυτόν σου - και το σώμα σου και την ψυχή σου -, να μη σου ανήκει, να ανήκει πλέον σ' Εκείνον. Να εξουσιάζει το σώμα σου, να εξουσιάζει και την ψυχή σου. Αυτό είναι πλέον ο πόνος της αγάπης: ένα φθίσιμο, ένα λειώσιμο το οποίο υφίσταμαι, αλλά που δεν έχει όμως εδώ το στοιχείο της θλίψεως, αυτό που λέμε εμείς η στενοχώρια μας.



Προσέξτε: η στενοχώρια, η θλίψις - θλίψις εσωτερική, όχι εξωτερική, διότι καθ' αυτό θλίψις σημαίνει κάτι το εξωτερικό, ενώ στενοχώρια κάτι δικό μου - , η στενοχώρια είναι εκδήλωσις απωθήσεως, είναι εκδήλωσις αρνήσεως αποκαλύψεως του εαυτού μου.



Όπου υπάρχει στενοχώρια, εκεί υπάρχει "Όχι, Θεέ, στάσου εκεί, μην προχωράς". Όπου υπάρχει θλίψις, στενοχώρια και - δεύτερο στοιχείο - ψυχική απομόνωσις, εκεί υπάρχει άρνησις. Εκεί πλέον σηκώνω τον καινούργιο τοίχο, που θα με χωρίσει οριστικά πιθανόν από τον Θεόν.



Γι' αυτό τεθλιμμένες ψυχές και απομονωμένες ψυχές δεν μπορούν να ευφρανθούν Θεόν. Θα σωθούν; "Ως δια πυρός". Δεν ξέρομε. Είναι άλλη υπόθεσις εκείνη. Αναλόγως ίσως και με άλλα πράγματα που έχουν σχέση με την ψυχή. Πάντως δεν ομιλούμε περί τοιούτου πόνου. Πρέπει οπωσδήποτε τα δύο στοιχεία αυτά να μην υπάρχουν. Όταν θα υπάρξουν τα δύο στοιχεία αυτά, η απομόνωσις, η μόνωσις η ψυχική και η στενοχώρια, σημαίνει ότι γύρισα τα νώτα μου προς τον Θεόν.



Εφ' όσον δεν υπάρχουν, υπάρχει αυτό το λειώσιμο, που είναι μία δίψα, που είναι μία εσωτερική πλέον κραυγή. Προηγουμένως η άσκησις - προσέξτε ήταν πιο πολύ σωματική, οπωσδήποτε ήταν και αυτή κάτι. Ήταν η συμμετοχή κατ' αρχάς του σώματός μου για την ψυχή μου, με την γονυκλισία μου, με την μετάνοιά μου, με ο,τιδήποτε. Ήταν η συμμετοχή του σώματός μου αλλά και της ψυχής μου, του όλου ανθρώπου. Εδώ τώρα έχω μίαν κραυγή του πνεύματος μου.



ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Friday 30 August 2013

Saint Nikodemos the Hagiorite-Concerning the Mind

Saint Nikodemos the Hagiorite

 

Why the Mind Is Enslaved to Physical Pleasures 


There are two reasons why the mind was enslaved to physical pleasures. The first and main reason is the fact that after the disobedience of Adam, his body received the whole of its existence and constitution from physical pleasure that is impassionate and irrational. Henceforth, man is sown with physical pleasure; he is conceived with physical pleasure and he grows and matures in the womb until the time of birth with physical pleasure. This is what the Prophet David was referring to when he wrote: “For behold, I was conceived in iniquities, and in sins did my mother bear me.” (Ps 50:5). The second reason, which follows the first, is the fact that even after birth man is nurtured with physical pleasure. Throughout the early years of childhood (and to a greater degree even during the nine months of pregnancy), the power to reason is not developed and the mind is unable to utilize the senses of the body in order to activate its own energy and be preoccupied with its own rationality and spiritual delight. Consequently, only the body utilizes these senses, and not merely for its necessary nourishment, but also for its impassionate pleasure. And to make things worse, the body even draws the mind itself, being still imperfect and indiscreet, to the same physical pleasure, thereby enslaving the mind to physical plea­sure. The saintly Theodore of Jerusalem spoke to this point in his most philosophical treatise: 
Because the mind is prepossessed by sense perception, we have the duality of desire and anger. These are irrational tendencies and under the influence of nature and not of rea­son, becoming a habit in the soul that penetrates all the parts of our being and is difficult to uproot. Thus the order is reversed. In other words, the physical senses are complete and strong while the mind is not yet active. In fact the mind is observed to be imperfect although it is actually powerful. Consequently, the mind can be charmed to consider these physical things as good, in the very same way that they are considered by the bodily senses. Thus the faculty of reason, which is intended to rule, is made subservient to the senses and we have the better being enslaved by the worse. This is why evil is older than virtue.[i] 
St. Gregory of Nyssa seems to be in agreement with Theodore of Jerusalem: “The faculty of bodily sense comes into active being simulta­neously with the first birth, while the mind must await until the appropriate age to start up. . . . Because of this the senses rule over the mind even when it is somewhat developed. . . . This is why it is so difficult for us to acquire the understanding of what is truly good, for we first receive the experience of the criteria of the physical senses and thus perceive good on the basis of what is easy and pleasing.”[ii]
How bitter, tiresome, and painful this early use of the senses be­comes later for the unfortunate mind! During the childhood period of about fifteen years, when the mind is in a sort of stupor and led by the senses, the irrational and instinctive senses receive their fill of physical pleasure, as they are indulged without the restraints of reason. During this early stage the mind is unable to activate its own powers through the bodily organs that are not yet appropriately developed to receive it. Moreover, the senses have already become accustomed to the habit of physical pleasures by the time the faculty of reason has matured. If the passions deprived of reasonable controls direct the senses toward sin, who will then be able, tell me, to easily restrain them?
For example, once the eyes become accustomed to looking passion­ately upon the mature beauty of living bodies; once the eardrums are accustomed to the pleasing sounds of certain songs; once the sense of smell is delighted by the fragrances of myrrh and aromatic things; once the tongue and the mouth taste or rather become accustomed to the rich and tasty foods; and finally, once the sense of touch is accustomed to fine and soft clothing -who will be able after that, even if one is most eloquent and persuasive, to convince people that what they have up to now enjoyed is not a true and rational pleasure, but on the contrary an irrational and temporal one? Who will put a muzzle on the senses that silently contradict, disagree, and assert that the only plea­sure that is to be recognized is the one they have experienced and not any other that is immaterial and spiritual? Will the mind do that? Unfortunately, while the mind knows that such pleasures are appropri­ate to irrational animals and not to itself, it cannot bring about this change. Remember that the mind too, together with the senses, en­joyed during those early years the same pleasures, and because of its simplicity and immaturity was attracted by these pleasures and consid­ered them to be good. Thus the mind appears to be in a state of narcosis or rather bound by the five senses as by five steel cables. In this condition the mind suffers and is troubled because it sees that while it is really the ruler of the body, it has become its slave. And yet, whether it wants to or not, the mind tends to join the senses in enjoy­ing physical pleasures. Who then will be able to convince these physi­cal senses to change this situation? Can the constitution of our imagina­tion and inner understanding do this? But even this faculty of ours is painted over and filled with passionate images and idols which have over the years been impressed upon it. Thus it rather serves to excite through the memory both the mind and the senses to enjoy the same pleasures. Who then can help? Can the heart help? Unfortunately, even the heart is filled with desires and drives that have been accumu­lated there over many years. This causes the heart to force the mind, the imagination, and the senses and the entire body to enjoy the same physical pleasures. Not only this, but the devil himself, who rules over the carnal pleasures, in turn excites the mind and the heart and the senses even more. The holy Fathers have said that the devil, though bodiless, finds his pleasure in enjoying the bodily pleasures of men. And, metaphorically speaking, these are but the dirt and dust that he was condemned to eat through the serpent: “And dust you shall eat all the days of your life” (Gen 3:14). St. Gregory the Sinaite wrote on this point: “Humanly speaking, because the devils lost their angelic joy and were deprived of divine pleasure, they have acquired a sort of material­istic nature through their physical passions and suffer to eat, as we do, the dust of the earth.”[iii] 

How the Mind Is Freed from Physical Pleasure 


After this period of childhood and the full development of reason, the mind may learn on its own or may learn by hearing Holy Scripture and the holy Fathers that its natural and appropriate pleasure is some­thing altogether different. What happens then? The mind, being by nature rational and prudent and loving whatever is good, cannot suffer to see the senses of its body so enslaved to their pleasurable objects. The mind cannot continue to be a co-prisoner with the senses and a contradiction: the king becoming a slave; the ruler becoming the ruled; he who by nature is self-ruled and in authority becoming the obedient subject. The mind, finally, cannot bear to receive such harm that will gradually bring it to annihilation and to hell.
It is to this end then that the mind undertakes its entire struggle. At first it seeks to show that it was created by God to be the ruler and the king of the body. That is to say, it seeks through the assistance of divine grace and all of its courage, all of its will, and all of its knowl­edge to uproot out of the senses of its body those long standing and entrenched habits which they have acquired among physical things. And it does this in order to free them from the bitter tyranny of the death-bearing pleasures they have experienced. Moreover, the mind seeks to subdue with ease the physical things to its own will. This struggle is truly a mighty one because the mind comes to the knowl­edge of truth at a late point in life. For if the soul had not been overcome by anyone, our task would have been simply to keep it pure. But because it has now forged itself into a strong link with passions and tendencies, we all know how very difficult this struggle is to break this bond, to liberate the soul from the worship of matter and to have it acquire the habit of virtue. And how is this done? How indeed are the senses liberated from physical passions and in turn placed under the obedience of the mind?
When a certain king plans to subdue easily an enemy city that is fortified by strong walls, he cuts off the food supplies to those people in the city and thus causes them such hardship that they in time decide to surrender themselves. The mind uses the same strategy in subduing the senses. Little by little the mind deprives every sensory faculty of its customary bodily and pleasurable passions. It no longer permits them to indulge themselves and thus easily and in a short period of time brings them under its control. All the time that this method is being utilized to control the passions, the mind does not stand idle. Not at all. By receiving a certain ease and freedom from bodily concerns, the mind turns to its own natural and spiritual nourishment which is the reading of Sacred Scripture, the acquirement of virtues, the doing of the commandments of the Lord, the practice of prayer, the understand­ing of the purposes of the physical and spiritual creations, and all the other spiritual and divine thoughts and deeds which are to be found in the writings of the holy Fathers, especially those who are called the neptic Fathers in the anthologies of Philokalia and Evergetinos, and St. John Climacus and St. Symeon the New Theologian and others.[iv] 

As the Senses Attracted Originally the Mind to Physical Pleasures, the Mind Now Attempts to Bring the Senses Back to the Spiritual Pleasures 


In addition to its own efforts to nourish itself spiritually, the mind also attempts as much as possible to bring back the senses toward the mind so that they too may enjoy with it spiritual pleasures and thus become accustomed gradually to prefer them. This is how it happened before with the mind when it became accustomed through the senses to prefer physical pleasures. At first, generally speaking, the body attempted through the senses and the physical pleasures to make the mind and the spirit of man into flesh. On the contrary now, the mind seeks pur­posely through the enjoyment of the immaterial and spiritual realities to uplift the body also from its physical heaviness, and in a sense to make it into spirit, as St. Maximos has witnessed in many of his writings. Here is one example: 
When desire is added to the sense perception, it becomes a passion of pleasure procuring for itself a specific image. When the sense is moved by desire it ag,ain makes the percep­tion it receives into a passion of pleasure. When the soul is attracted against its very nature toward matter through the body, it insinuates upon itself the earthly form. Knowing this, the saints seek to move toward God through the natural tendency of the soul, while at the same time they try appro­priately to familiarize the body with God through the prac­tice of the virtues, hoping thus to beautify the body with divine outward appearances.[v] 
St. Gregory the Theologian too spoke about this important point, saying that this is the reason why the soul was joined to the body: to be for the body what God is for the soul, that is, to instruct and guide the body and to bring it home to God. 
The soul was joined to the body perhaps for other reasons which only God who joined them knows and anyone who has through God understood these mysteries. As far as I am able to know together with those who are with me, there are two reasons why the soul was joined to the body. One reason is that by struggling against the lower things, the soul may inherit the heavenly glory. . . . The other reason is so that by drawing the lesser unto itself and to a degree releasing it from its material thickness, the soul may draw the body upward toward God. Thus, that which God is to the soul, the soul becomes to the body, instructing and guiding through itself its fellow servant, the material body, to become familiar with God.[vi] 
There is an interaction and mutual influence of the soul toward the body and vice versa the body toward the soul, according to the meta­physicians. The attributes of each communicate with each other be­cause of the ineffable and natural bond which unites the soul and the body, even though the exact reason for this union remains essentially unknown to all philosophers and theologians. 

The Fall of Adam. The Reason for the Lord’s Coming. The Ascetics 


This then is the nature of that most renowned fall of our forefather Adam. He rejected the spiritual nourishment and pleasure and low­ered himself to the pleasures of the bodily senses, according to virtu­ally the entire tradition of the holy Fathers. From this original fall of Adam, we too have inherited that primordial drive toward the mate­rial. This is why Theodore of Jerusalem wrote: “Adam, by using the senses wrongly, marvelled at the physical beauty and considered the fruit to be beautiful to the sight and good for eating. By tasting of this fruit, he gave up the enjoyment of spiritual things.”[vii] “When the woman saw that the fruit of the tree was good for food and pleasing to the eye, and also desirable for gaining wisdom, she took some and ate it. She also gave some to her husband, who was with her, and he ate it” (Gen 3:6). According to St. Maximos, that tree of the knowledge of good and evil is the passionate perception of the visible creation. “The tree of the knowledge of good and evil is the visible creation, for participation in it produces naturally both pleasure and suffering. . . . The tree of the knowledge of good and evil is also the sense of the body, in which the activity of irrationality clearly abides, and which man has experienced. Although man received the divine command­ment, he was in practice unable to keep it.”[viii] This is also confirmed by Niketas Stethatos and others. St. John Damascene especially wrote: 
The tree of the knowledge of good and evil can be understood as the visible and pleasurable food which appears to be sweet but which in reality brings the partaker to a union with evil. For God said, ‘You must not eat from the tree of the knowl­edge of good and evil, for when you eat of it you will surely die.’ Naturally, physical food requires continual replenish­ment for it is subject to corruption. He then who partakes of physical food finds it problematic to attain incorruptibility.[ix] 
For as soon as the senses know and experience the good, that is, sensible pleasure, they also necessarily experience evil, for the sister of pleasure is suffering. This is why in general all the sensible pleasures are customarily called painful pleasures.[x]
In connection with this subject St. John Chrysostom wrote: “What is easier than eating? And yet I hear many saying that even eating is a wearisome toil.”[xi] In agreement with the above St. Gregory of Nyssa also wrote: “In the fruit of the forbidden tree there are two opposite elements comingled. God said that those who partake of it will die, just as one does who suffers the evil effects of poison that has been mixed with honey. By the same token, as far as the pleasing of senses is concerned, it seems good, but as far as the destruction of the partaker is concerned, it is the ultimate evil.[xii] For this same reason, we have read in the history of the Romans that they worshiped two deities -joy and sorrow- at one and the same time. Even though they had dedicated to each a separate temple, they used to offer sacrifice simultaneously to both. This way they indicated enigmatically how very close joy and sorrow are united, just as pleasure and suffering are. When one deity gives joy the other creates fear, and when one harms and grieves us, the other gives us hope.
     From this point of view the reason for the coming of the New Adam, Jesus Christ, can be said to be our liberation from seeking and loving only the visible things, and at the same time our exaltation to love and enjoy the spiritual realities, thus indicating our true transfer­ence to what is indeed better. Those who wanted to achieve this very goal with ease, that is, the cutting off of worldly pleasures and the enjoyment of the spiritual ones, were the true philosophers and ascet­ics who abandoned the inhabited places where there are always so many causes for sinful attacks and went to live in deserts and caves. Not finding there the usual causes of worldly pleasures, they were more readily able to subdue the senses and in relatively short periods of time were able to rise up to the sweetest enjoyment of the spiritual and divine realities. 

The Natural and Unnatural Pleasure of the Mind 


I beseech you to do this, this very same thing. You have come to know precisely on your own, being prudent, and through Holy Scripture, being a lover of learning, that the natural pleasure of the mind is to always be preoccupied with and nourished by the beauty of spiritual realities. St. Maximos wrote: “Intelligible things are food for the mind.” You have also come to know that the tendency of the mind toward the pleasures of sensible things is contrary to the nature of the mind; it is a tendency that is forced, passionate, corruptive, and en­tirely foreign to the mind. St. Isaac wrote that “when the mind is attracted by the physical things, it partakes of the nourishment of the beasts and becomes, so to speak, beastly.” According to St. Kallistos, only the spiritual pleasure can be properly called pleasure and be primarily pleasure because during the course of enjoying it and after the enjoyment, it still brings us joy. On the contrary the sensible pleasure according to the flesh cannot be properly called nor in fact be a pleasure. Physical pleasure uses the name of pleasure falsely, for in the enjoyment of it and afterwards it brings sorrow to the heart. Again, St. Kallistos wrote: 
This is what should properly be called pleasure, namely that which by nature and reason cannot be condemned and which lasts and is ever more active, bringing joy and gladness to the heart even after it is fulfilled. Anyone therefore who would desire, let him seek the pure pleasure that is not mixed with sorrow, the intelligible and spiritual pleasure. For this is in­deed the true and main pleasure of the heart. . . . Carnal pleasure that is not of the mind and the spirit is even wrongly called a pleasure, for it is induced and as soon as it is done it creates a bitter regret. It is clearly a lie to call it a pleasure, for it is a spurious and counterfeit pleasure.[xiii] 
St. John Chrysostom wrote: “The pleasures are harsh execution­ers of the body, in fact they are worse than that, for they strain and force the body with bonds not made by hand.”[xiv] It seems to me too that pleasure is like a rough file smeared with oil, which when the cat licks it up, it also licks with it the blood of its own tongue. Or it is like a fly in the honey that tastes a certain sweetness but is at the same time entrapped in the honey and dies. Pleasure is also a bait that is superfi­cially sweet, but when swallowed brings about a painful death. This is why the wise Solomon wrote: “The lips of an adulteress drip honey, and her speech is smoother than oil, but in the end she is bitter as gall” (Prov 5: 3).
For a long period of time now your senses have become accustomed to charge after physical pleasure. They have been drawing with them your mind, not permitting it to be nourished by thoughts that are natu­ral, proper, and related to it. You have not been able to enjoy the appropriate spiritual growth in life and pleasure. What must you do? I have reminded you by what I have so far written that it is necessary to seek as much as possible to govern with great prudence your five senses. To those which are essential, that is those which sustain the body, give them what they need. Those which are not essential but only create pleasure must be cut off. In this will you prove yourself to be lord of your passions: when you will be able through your entire courage to liberate your senses from the corruptive, painful, and false pleasures, and when at the same time you will liberate your hegemonious mind from their distracting attempts, leaving it thus free to return to the desirable beauty of intelligible things which are really and truly good.
According to St. Basil the Great, it is truly inappropriate for man to allow the senses to be filled with sensible things and at the same time to block the mind from its own proper activity among the intelligible things. He wrote: “I consider it inappropriate to allow the senses unhin­dered to be filled with their own matter, while the mind alone is shut out of its own proper activity. For as the sense is to physical things so is the mind to intelligible things.[xv] Our senses then have in a way be­come hooked to the physical pleasures, not only during the early years of our youthful life, as we have indicated thus far, but also during the later years. Our own mind and that of the entire human race has also been hooked upon the bait of the same physical pleasures. Conse­quently, we have been shamefully deprived and have all lost that blessed and true pleasure of ours. By the same token, if these senses of ours are not freed from the physical pleasures, the mind itself will not be able to be freed from them and to return to its natural pleasure. It is impossible for this to happen in any other way. It is indeed impossible. 

St. Nicodemos of the Holy Mountain - A Handbook of Spiritual Council – Chapter 2; Concerning the Mind pp. 76-85 (“The Classics of Western Spirituality” series.)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...