Thursday 14 March 2013

Η Θεία Κοινωνία τη Μ. Σαρακοστή



Το γνώρισμα της Μεγάλης Σαρακοστής δεν είναι μόνο η νηστεία αλλά και η προσευχή και η συχνότερη συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία. Πώς αλλιώς θα γινόταν άλλωστε, αφού είναι το «στάδιο των αρετών»; Όταν κανείς αγωνίζεται για να πετύχει κάτι μεγάλο, χρειάζεται εφόδια, δυνάμεις. Κι όσο πιο σπουδαίος και σημαντικός είναι ο στόχος, τόσο και οι ενισχύσεις θα πρέπει να είναι σημαντικές.
Την περίοδο της Μ. Σαρακοστής καλούμαστε να πορευτούμε πιο δυναμικά από το θάνατο τής αμαρτίας στη ζωή του Θεού. Αυτή η αλλαγή, η μετάβαση, ονομάζεται, στη γλώσσα της Εκκλησίας, μετάνοια. Άλλο η μεταμέλεια κι άλλο η μετάνοια. Το πρώτο σημαίνει συνειδητοποίηση του λάθους, το δεύτερο αλλαγή νοοτροπίας. Το πρώτο αναγκαίο για το δεύτερο αλλά δεν σημαίνει ότι πάντα οδηγεί στη μετάνοια, που είναι μια συνεχής πορεία προς την ατέλευτη τελειότητα, που είναι το γνώρισμα κάθε χριστιανού για όλη τη ζωή του και κυρίως για την Εκκλησιαστική περίοδο που διανύουμε.

Επειδή στην πορεία της Μ. Σαρακοστής είναι απαραίτητη η συμπόρευση του Θεού μας, η συμμετοχή μας στη Θεία Κοινωνία γίνεται πηγή Ζωής. Γιατί η Θεία Κοινωνία δεν είναι βραβείο για την όποια πιθανή αρετή μας, δεν είναι επιβράβευση του αγώνα μας, αλλά είναι «εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον». Γι’ αυτό, όσο πιο συχνά συμμετέχει κανείς τόσο πιο πολλή αίσθηση έχει της αφέσεως των αμαρτιών του και της αιωνίου ζωής, εφόσον η «αιώνια ζωή» είναι, κατά το λόγο του Κυρίου, η εμπειρική γνώση του Θεού (Ιω. 17,3).
Την περίοδο της Μ. Σαρακοστής τελούνται τρεις λειτουργίες: Του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου και των Προηγιασμένων Δώρων. Η πρώτη, που είναι η πιο γνωστή, τελείται κάθε Σάββατο και την Κυριακή των Βαΐων. Η δεύτερη, τις πέντε Κυριακές της Μ. Σαρακοστής, τη Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο. Των Προηγιασμένων Δώρων, τελείται συνήθως Τετάρτη και Παρασκευή αλλά μπορεί και να τελεστεί από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή μόνο τη Μ. Σαρακοστή.
Ο λόγος που τελείται η λειτουργία των Προηγιασμένων, είναι γιατί η περίοδος αυτή έχει πένθιμο χαρακτήρα – γι’ αυτό και η νηστεία. Η κανονική Λειτουργία, όπως του Χρυσοστόμου και του Βασιλείου, έχει χαρούμενο χαρακτήρα, εφόσον επαναλαμβάνεται η ζωή του Χριστού. Ενώ στην Προηγιασμένη, είναι αγιασμένος ο άρτος και ο οίνος από την προηγούμενη κανονική Λειτουργία, γι’ αυτό και λέγεται των Προηγιασμένων Δώρων.
Έτσι τη Μ. Σαρακοστή, που ’ναι κατεξοχήν περίοδος μετάνοιας, ο Χριστός, με τη συχνή Θεία Κοινωνία, γίνεται συνοδοιπόρος, «βοηθός και σκεπαστής», οικείος και Κύριός μας, ανάλογα με τη δεκτικότητα και τη μετάνοια του καθενός.
Αλήθεια, μέσα στον κυκεώνα που ζούμε, με τις αντιπαλότητες, τα συμφέροντα, τα πάθη και τα μίση του κόσμου, δεν είναι σημαντικό να έχουμε το Χριστό μέσα μας; Δεν είναι ωραίο το Φως Του να γεμίσει την ύπαρξή μας και να γινόμαστε και ’μεις για τους γύρω μας ένα κερί που θα δείχνει την εικόνα Του; Το εύχομαι!
 
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους

Η Επίκληση και ο Καθαγιασμός



«Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον λατρείαν, και παρακαλούμεν σε και δεόμεθα και ικετεύομεν· κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ’ ημάς και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα.»

(Σου προσφέραμε ακόμα αυτή τη λογική και αναίμακτη λατρεία και σε παρακαλούμε και δεόμαστε και ικετεύουμε· στείλε από ψηλά το Άγιο Πνεύμα σου επάνω σ’ εμάς κι επάνω σ’ αυτά εδώ τα δώρα.)


Η Πεντηκοστή είναι μια γενική σύναξη των μαθητών του Ιησού Χριστού «ομοθυμαδόν έπη τω αυτώ». Τότε ήλθε το Άγιο Πνεύμα κι από τότε για πάντα μένει στην Εκκλησία. Είναι ο «άλλος παράκλητος», που συνεχίζει το έργο του Υιού και «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας». Όταν ο Ιησούς Χριστός, ιερέας και θύμα, τέλεσε την πρώτη θεία Λειτουργία, έλεγε στους μαθητές· «τούτό μου εστί το σώμα…τούτο εστί το αίμα μου,..». Τώρα η εκκλησιαστική λειτουργική σύναξη επαναλαμβάνει διηγηματικά τα θεία λόγια κι ύστερα ζητάει από το Θεό Πατέρα να καταπέμψει το Άγιο Πνεύμα, για να καθαγιάσει τα δώρα της θυσίας. Μετά τον μυστικό δείπνο, η πρώτη Λειτουργία της Εκκλησίας έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής, όπου ήλθε το Άγιο Πνεύμα. Από τότε η Λειτουργία του μυστικού δείπνου συνεχίζεται σε κάθε σύναξη των πιστών «ομο­θυμαδόν επί τω αυτώ».
*
Η ευχή της αναφοράς συνεχίζεται. Όλο και πιό πολύ ανεβαίνοντας σαν τον Μωϋσή, κι αφήνοντας τον εαυτό του να σκεπάζεται μέσα στο θείο γνόφο του μυστηρίου, ο λειτουργός ιερέας λέει· «Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής και πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων, τον σταυρόν, του τάφου, της τριημέρου αναστάσεως, της εις ουρανούς αναβάσεως, της εκ δεξιών καθέδρας, της δευτέρας και ενδόξου πάλιν παρουσίας..,». Με την ανάμνηση λοιπόν αυτής της σωτήριας εντολής και όλων όσα έγιναν για μας, που είναι ο σταυρός, ο τάφος, η τριήμερη ανάσταση, η ανάληψη στους ουρανούς, η καθέδρα στα δεξιά του Πατέρα, η δεύτερη και ένδοξη πάλι παρουσία .. Η θεία Λειτουργία είναι η ανάμνηση όλου του μυστηρίου της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του κόσμου, που κορυφώνεται στο θάνατο του Υιού, στην ανάσταση και στην ανάληψη, με την προσδοκία της δεύτερης και ένδοξης παρουσίας του Χριστού.
Αλλά ο λόγος της ευχής, καθώς θα πρέπει να το προσέξαμε, μένει ανανταπόδοτος. Ο λειτουργός λοιπόν συνεχίζει τήν ανάγνωση σε υψηλότερο τώρα τόνο· «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Σε κάθε καιρό και για όλες τις ευεργεσίες, σου προσφέραμε αυτά τα δώρα, που είναι δικά σου από εκείνα που μας δίνεις εσύ. Τα δώρα για τη θεία Λειτουργία είναι αναφορά και προσφορά του ανθρώπου και όλης της κτίσεως προς το Θεό· η κτίση, που είναι δημιουργία του Θεού, προσφέρεται στο δημιουργό της και πάλι δίνεται από το Θεό στον άνθρωπο, θεία χάρη και δωρεά, για την πνευματική του ζωή, Η θεία Λειτουργία είναι η αποκατάσταση του ανθρώπου και της κτίσεως, που έπεσε κι αυτή μαζί με τον άνθρωπο και εξαιτίας του ανθρώπου. Πριν από την πτώση των πρωτοπλάστων, η ζωή του κόσμου, που δημιουργήθηκε από το Θεό, και μάλιστα του ανθρώπου που είναι συγκεφαλαίωση όλης της δημιουργίας, ήταν μια αληθινή και αδιάκοπη λειτουργία· όλα αναφέρονταν και προσφέρονταν στο Θεό, ως λειτουργία και λατρεία, για να δοθούν πάλι και να χαριστούν από το Θεό στον άνθρωπο, ως θεία χάρη, για την αληθινή και αθάνατη ζωή του ανθρώπου.
Η εκφώνηση του λειτουργού είναι πάλι εδώ μια σχισμή και μια θύρα, που ανοίγεται στο λαό, για να δει, να εισέλθει και να λάβει μέρος στην τελετουργία του μυστηρίου. «Τα σα εκ των σων…» εκφωνεί ο λειτουργός, κι ο λαός αποκρίνεται· «Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν, σοι ευχαριστούμεν Κύριε, και δεόμεθά σου, ο Θεός ημών». Τον ιερότατο αυτό ύμνο του λαού στο πιο κεντρικό σημείο της θείας Λειτουργίας, ένας βυζαντινός τον εξηγεί ως ύμνο προς την Αγία Τριάδα· «Σε υμνούμε, τον Θεό και Πατέρα· σε ευλογούμε, τον Υιό και Λόγο, σε ευχαριστούμε, το Άγιο Πνεύμα». Ο Θεός Πατέρας είναι εκείνος, προς τον οποίο γίνεται η αναφορά· ο Υιός και Λόγος είναι εκείνος, που θυσιάζεται «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας»· το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο, που τελετουργεί τη θυσία της Εκκλησίας. Τα πάντα, και τη θεία Λειτουργία, ενεργεί «ο Πατήρ δι’ Υιού εν ΑγΙω Πνεύματι».
*
Ο λαός ψάλλει το «Σε υμνούμεν…», και «ο ιερεύς κλινόμενος επεύχεται» και συνεχίζει την ευχή της αναφοράς· «Και κάμε αυτόν τον άρτο τίμιο σώμα του Χριστού σου· κι αυτόν τον οίνο, που είναι μέσα σε τούτο το ποτήριο, τίμιο αίμα του Χριστού σου· αφού τα μεταβάλεις με το Άγιο Πνεύμα σου.» Σ’ αυτή την υπέρτατη στιγμή ο λαός συμμετέχει με τη σιωπή· ο ίδιος ο λειτουργός απαντά και επισφραγίζει το λόγο με το «Αμήν».

Δεν θέλουμε ούτε και μπορούμε να παραθέσουμε εδώ την διδασκαλία των ιερών Πατέρων σχετικά με τον καθαγιασμό και την μεταβολή των τιμίων δώρων. Ο άγιος Ιουστίνος την βλέπει όπως την επέλευση του Αγίου Πνεύματος στην Παρθένο Μαρία και τη σάρκωση του θείου Λόγου. Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τη σχετίζει με την δημιουργία του κόσμου. Αλλά είναι αρκετό να επαναλάβουμε τα λόγια του Καβάσιλα, που συνοψίζουν την πατερική διδασκαλία και εκφράζουν την πίστη της Εκκλησίας. Ο λειτουργός, «το φρικτόν εκείνο διηγησάμενος δείπνον», έπειτα δέεται και ικετεύει να έλθει το Άγιο Πνεύμα και να μεταβάλει τον άρτο και τον οίνο στο σώμα και το αίμα του Ιησού Χριστού. Μετά από αυτές τις ευχές και τα ιερά λόγια, «το πάν της ιερουργίας ήνυσται και τετέλεσται, και τα δώρα ηγιάσθη και η θυσία απηρτίσθη και το μέγα θύμα και ιερείον, το υπέρ του κόσμου σφαγέν, επί της ιεράς τραπέζης οράται κείμενον». Το «ήνυσται και τετέλεσται» είναι φράση από τη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και θέλει να πει πως, μετά την επίκληση, όλα έγιναν και τελείωσαν. Γιατί, καθώς κατηχεί ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων· «ό,τι αγγίζει το Άγιο  Πνεύμα αγιάζεται  και μεταβάλλεται».
Η ευχαριστιακή μεταβολή πραγματοποιείται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται στον κόσμο από τον Υιό. Έτσι τώρα και στη θεία Λειτουργία, κατά έναν τρόπο, που δεν μπορούμε να τον εκφράσουμε, με την παρουσία και τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται στο σώμα και το αίμα του Χριστού, που έλαβε σύσταση «εκ Πνεύματος Αγίου» και γεννήθηκε από την αγία Παρθένο, που απέθανε κι αναστήθηκε κι αναλήφθηκε στον ουρανό και κάθεται «εν δεξιά του Πατρός». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όσα εμείς τώρα θέλουμε να πούμε, τα συνοψίζει στα εξής· «Ο μετά πίστεως βλέπων την μυστικήν τράπεζαν και τον εν αυτή προτιθέμενον άρτον της ζωής, αυτόν ορά τον ενυπόστατον Λόγον του Θεού, σάρκα δι’ ημάς γενόμενον και σκηνώσαντα εν ημίν».
*
Κλείνοντας, χωρίς βέβαια και να εξαντλήσαμε το θέμα, που δεν εξαντλείται, θέλομε να θίξουμε ένα πρακτικό και τελετουργικό ζήτημα. Πρέπει τάχα να γονατίζει ο λειτουργός κατά την ώρα της επίκλησης και του καθαγιασμού; Παρατηρείται εδώ μια ακαταστασία, ακόμα και μεταξύ του λαού, που πολλοί θαρρούν πως, όταν ακούσουν «Τα σα έκτων σων…», πρέπει να πέσουν στα γόνατα, κι όταν ακόμα είναι Κυριακή. Δεν θέλουμε να επικαλεσθούμε ιερούς κανόνες και κείμενα των ιερών Πατέρων, που ομιλούν ρητά γι’ αυτό το πράγμα, ούτε να στηριχθούμε στη μαρτυρία της εικονογραφίας, γιατί σε καμιά τοιχογραφία δεν βλέπομε να λειτουργούν γονατιστοί οι ιερείς. Αλλά νομίζουμε πως δεν αξίζει να χανόμαστε στα τέτοια. Ως προς τους λειτουργούς η παράδοση είναι «επικεκυφότως ποιείν τον ιερέα την θείαν μυσταγω­γία». Και ως προς το λαό γνωστά είναι τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου, ότι «το όρθιον σχήμα της προσευχής προτιμώντες οι θεσμοί της Εκκλησίας ημάς εξεπαίδευσαν». Ας προσέχουμε λοιπόν σε ό,τι γίνεται εκείνη την υπέρτατη στιγμή κι ας περιορίζουμε όσο πιο πολύ μπορούμε τις κινήσεις μας, που μάλλον μας απασχολούν το πνεύμα και δεν μας αφήνουν απερίσπαστους να δεχθούμε επάνω μας τη θεία χάρη. Γιατί αυτό δέεται και παρακαλεί ο λειτουργός, να έλθει το Άγιο Πνεύμα πρώτα σε όλη τη σύναξη κι ύστερα και στα προκείμενα δώρα· «κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ’ ημάς και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα». Αμήν.

Όλη η Εκκλησία.

«Εξαιρέτως της παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας.»

(Ξεχωριστά για την Παναγία, άχραντη, υπερευλογημένη, ένδοξη κυρία μας Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία.)


Στην αγία Τράπεζα τώρα είναι το σώμα και το αίμα του Κυρίου, και δεν μένει παρά στο τέλος να κοινωνήσουν οι πιστοί, «ώστε γενέσθαι τοις μεταλαμβάνουσιν εις νήψιν ψυχής, εις άφεσιν αμαρτιών, εις κοινώνίαν του Αγίου σου Πνεύματος, εις βασιλείας ουρανών πλήρωμα, εις παρρησίαν την προς σε, μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα». Η ευχή, που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι απευθύνεται προς το Θεό Πατέρα, στο σημείο αυτό εδώ κάνει λόγο για τα αποτελέσματα της θείας Κοινωνίας· το σώμα και το αίμα του Κυρίου να γίνουν σ’ εκείνους που μεταλαβαίνουν για την ειρήνη της ψυχής τους, για την άφεση των αμαρτιών τους, για να λάβουν τις δωρεές του Αγίου σου Πνεύματος, για να πάρουν θέση στη βασιλεία των ουρανών, για να έχουν παρρησία ενώπιον σου κι όχι για να αμαρτήσουν και να κατακριθούν. Δηλαδή το ευχαριστια­κό μυστήριο δεν είναι το ίδιο ένα τέλος, αλλά ένα μέσον για μια πνευματική πραγματικότητα μεγαλύτερη από τα μυστήρια, «ων μετάσχοντες», καθώς γράφει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «την ζωοποιόν και αγιαστικήν δύναμιν του Χριστού εισδεχόμεθα».
*
Η ευχή της αναφοράς συνεχίζεται και μετά την επίκληση και τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων. Αλλά τώρα σε κάποιο άλλο τόνο και, θα λέγαμε, προς άλλη κατεύθυνση. Έως εδώ η ιεροτελεστία είχε μια κίνηση ανοδική· τώρα έχουμε την αίσθηση πως αρχίζουμε σιγά-σιγά να κατεβαίνουμε. «Τελούμε τη θεία Λειτουργία για όλους τους Αγίους της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και για κάθε ψυχή δικαίου ανθρώπου, που πέθανε με πίστη.»
Στο σημείο αυτό η ευχή είναι σαν ένα προσκλητήριο της Εκκλησίας, στο οποίο είναι παρόντες όλοι οι Άγιοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Για να δείξει, γράφει ο Θεόδωρος επίσκοπος Ανδίδων, «ότι ένας είναι ο Θεός, και εκείνων και τούτων, εκείνος που ευαρεστήθηκε προαιώνια να κάνει τούτο το μυστήριο· όλοι, και εκείνοι κι εμείς, με το δικό του τραύμα γιατρευτήκαμε και για όλους μας χύθηκε το αίμα του.» Στις στρατιωτικές τελετές, όταν γίνεται προσκλητήριο των πεσόντων, ένας φωνάζει με τη σειρά τα ονόματα κι ένας άλλος απαντά· «Απών έπεσεν υπέρ πατρί­δος». Αλλά στην Εκκλησία δεν υπάρχουν απόντες, γιατί δεν υπάρχουν νεκροί. Ο ίδιος ό Ιησούς Χριστός το βεβαιώνει ότι «ουκ εστίν ο Θεός, Θεός νεκρών, αλλά ζώντων». Ένας άλλος ερμηνευτής της θείας Λειτουργίας λέει εδώ τα εξής·  η θεία Λειτουργία είναι πρόσκληση και σύναξη όλων των Αγίων στο δείπνο και το τραπέζι του Χριστού.
«Εξαιρέτως της Παναγίας, αχράντου…», ξεχωριστά της άχραντης Παναγίας. Η χαμηλόφωνη ανάγνωση του λειτουργού τώρα γίνεται ηχηρή εκφώνηση, ξεχωρίζοντας την υπεραγία Θεοτόκο και δίνοντας σ’ αυτή την πρώτη θέση μέσα σε όλους τους Αγίους. Η ύπεραγία Θεοτόκος κατά το ανθρώπινο είναι η ρίζα αυτής της θυσίας. Στη θεία Ευχαριστία κοινωνούμε το σώμα και το αίμα, που από αυτήν πήρε ο ενανθρωπήσας θείος Λόγος· η σάρκα του Κυρίου είναι σάρκα της Θεοτόκου, κι ας μη σκανδαλισθεί κανείς μ’ αυτό τον τολμηρό λόγο, γιατί δεν είναι δικός μας, αλλά του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου. Η μητέρα του Χριστού είναι και δική μας μητέρα, αφού εμείς είμαστε αδελφοί του Υιού της, καθώς εκείνος καταδέχεται να μας ονομάζει αδελφούς του. Η παρθένος Μαρία είναι η «κεχαριτωμένη» και η «ευλογημένη εν γυναιξί», καθώς την ονόμασε ο αρχάγγελος Γαβριήλ, και το «Θεοτόκος» είναι η βάση της Ορθοδοξίας. Η τρίτη οικουμενική Σύνοδος εδογμάτισε ότι ομολογούμε πως η αγία Παρθένος είναι Θεοτόκος, γιατί πραγματικά ο θείος Λόγος σαρκώθηκε κι έγινε άνθρωπος, που «εκ πνεύματος Αγίου» κυοφορήθηκε μέσα της και γεννήθηκε απ’ αυτήν.
*
Στο «Εξαιρέτως…» αποκρίνεται ο λαός και συμμετέχει ενεργότερα στην ιεροτελεστία· ο χορός ψάλλει το «Άξιον εστίν…», που είναι ένας από τους επίσημους ύμνους της θείας Λειτουργίας.            Ο χορός ψάλλει τον ύμνο της Θεοτόκου κι λειτουργός συνεχίζει να διαβάζει χαμηλόφωνα την ευχή της αναφοράς. Η Εκκλησία απονέμει, τιμή στους Αγίους και τους έχει πρεσβευτές προς το Θεό και προστάτες της ζωής των πιστών. Αλλά το μνημόσυνο των Αγίων στη θεία Λειτουργία είναι κι αυτό μια έκφραση ευχαριστίας στο Θεό· γιατί, καθώς εξηγεί πάλι ο Καβάσιλας, οι Άγιοι είναι αφορμή στην Εκκλησία για να ευχαριστεί τον Θεό. Γι’ αυτούς λοιπόν ευχαριστεί τώρα στη θεία Λειτουργία…Και δεν εύχεται γι’ αυτούς ο ιερέας, αλλ’ αυτός έχει ανάγκη να στηρίζεται στις δικές τους ευχές.
Η ευχή της αναφοράς και της ευχαριστίας προς τον Θεό Πατέρα συνεχίζεται, κι ο λειτουργός περνάει τώρα στη μνημόνευση όλων των κεκοιμημένων· τους μνημονεύει έναν, έναν με τα ονόματά τους, και τελειώνει· «και ανάπαυσέ τους, Θεέ μας, όπου λάμπει το θείο και ανέσπερο φως σου». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διδάσκει εδώ τα εξής· «Δεν νομοθετήθηκε από τους Αποστόλους στην τύχη, να μνημονεύονται δηλαδή στη θεία Λειτουργία εκείνοι που έφυγαν· ήξεραν ότι γίνεται σ’ αυτούς πολύ κέρδος και πολλή ωφέλεια. Γιατί, όταν στέκεται ολόκληρο εκκλησίασμα και υψώνει τα χέρια του μαζί με όλους τους ιερείς, κι όταν επάνω στην αγία Τράπεζα είναι η φρικτή θυσία, πώς λοιπόν, όταν για όλους αυτούς παρακαλούμε, δεν θα μας ακούσει ο Θεός;». Ύστερα από τους κεκοιμημένους έρχονται οι ζώντες, ο κλήρος και ο λαός, όλη η καθολική Εκκλησία, και τελευταία οι πολιτικοί άρχοντες, στα χέρια των οποίων είναι η ειρήνη και η ασφάλεια του λαού. Η ειρήνη και η πολιτική και κοινωνική ευστάθεια στον κόσμο είναι η παντοτινή προσευχή της Εκκλησίας.
*
Στην ερμηνεία της θείας Λειτουργίας ο Καβάσιλας γράφει· «Διά των μυστηρίων η Εκκλησία σημαίνεται». Ο λόγος του Αποστόλου, ότι η Εκκλησία είμαστε «σώμα Χρίστου και μέλη εκ μέρους», είναι η πραγματικότητα στη θεία Λειτουργία· εκεί φαίνεται τι είναι πραγματικά η Εκκλησία, ως το σώμα του Χριστού, στο οποίο ο καθένας από εμάς είμαστε ένα μέλος. Το μνημόνευμα των Αγίων, των κεκοιμημένων και των ζώντων, αμέσως μετά τον καθαγιασμό είναι ένα γενικό προσκλητήριο της Εκκλησίας. Μέσα στο άγιο δισκοπότηρο είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού και οι μερίδες των Αγγέλων και των Αγίων, των κεκοιμημένων και των ζώντων και όλων όσοι είμαστε στη σύναξη και όλων των πιστών σ’ όλο τον κόσμο. Στη μέση όλων, στα δεξιά του Χριστού η υπεραγία Θεοτόκος, την οποία ξεχωριστά μνημονεύει ο Λειτουργός· «Εξαιρέτως της παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας». Αμήν.

(Επισκ. +Διονυσίου Λ. Ψαριανού, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 3337-352)

Elder Porfyrios-On The Love of Christ

 Elder Porfyrios
 
“There is no fear in love, but perfect love casts out fear. For fear has to do with punishment, and whoever fears has not been perfected in love” (A John, 4, 18)



When you love Jesus, despite your many weaknesses and your awareness of them, you rest assured that you have overcome death because you are in communion with Jesus’ love.

We ought to feel that Jesus is our friend. He is our friend. He confirms it Himself when He says: ‘You are my friends…” (John 15, 14).We ought to look up to Him and approach Him as our friend. If we fall, if we commit an offence, we ought to approach Him with love and courage and be filled with trust bestowed to us by our mutual friendship without fearing His punishment. We ought to tell Him: ‘Yes, Lord I have done this, I have fallen, forgive me”. At the same time we ought to feel that He loves us, that He receives us with tenderness and love and that He forgives us. Let our trespasses not separate us from Jesus. If we believe that He loves us and that we love Him, we will not feel strangers, neither we will feel separated from Him, not even when we commit a sin. We have secured His love and no matter what we do, we know that He loves us.

The Gospel, speaking allegorically, warns that the unjust will be taken to the place where there will be “weeping and gnashing of teeth” (Matthew 25, 30); indeed this is how it is going to be for someone who lives away from the Lord. Several of the Niptic fathers also speak about the fear of death and of Hell. They say: ‘You must always remember death’. Such words, if examined deeply, cause the fear for Hell. Someone who is trying to avoid committing a sin nurtures such thoughts, so that his soul is overcome by the fear of death, of Hell and of the devil.

Everything has its own importance at the appropriate time and the right circumstances. The fear of death is appropriate at the early stages of spiritual struggle. It is right for the novices, for those whose old-self is still active. The novice, who has not yet had the chance to be ‘sensitized’, is kept from sinning by this fear. Fear is necessary since we have a physical nature prone to wickedness. However, this is an elementary stage, an early level of relating to the divine. At this level the relationship with the Lord becomes a transaction: to gain Paradise and to avoid Hell. If we examine this properly we will see that it reeks from some kind of selfishness and self-interest.

I do not like this route. As soon as one progresses and enters the love of the Lord, why does he need fear? Whatever he does, he does it out of love and this is more important. It is not worth that much if someone becomes good because he fears the Lord and not because he loves Him.

Whoever would like to become a Christian ought to become a poet first. Once the soul is knocked about it becomes undeserving of Jesus’ love; Jesus interrupts the relationship since He does not want ‘thick’ souls with Him.

When you are worshiping the divine make sure that no one sees you nor recognizes what you are doing. You ought to do all these in secret, like the ascetics. Remember when I mentioned the nightingale? It sings in the forest, when there is silence, so that no one hears it neither praises it. What a magnificent singing in the desert! Did you notice how its throat swells? The same thing happens to the person who loves the Lord. As soon as he experiences this love, his ‘throat and his tongue swell”. He runs in the wild, in the desert and communicates with the Lord in secret, “with inexpressible sighs”.

You ought to ignore your passions; do not preoccupy yourselves with the devil. Turn towards Jesus instead. Divine grace teaches us our duties. We must employ love and longing in order to draw divine grace. The grace of the Lord needs divine Eros.

Once we have acquired love, then we are ready to pray. The Lord comes to such a soul by Himself as soon as He finds some pleasing things: a good intention, humility and love. Without these we are not able to say: ‘Lord, Jesus Christ, have mercy on me”.

The slightest criticism against someone else, affects our souls and we become unable to pray. The Holy Spirit does not dare approach such a soul.

We ought to let the Lord do what He wants with us; this is more beneficial and more appropriate for ourselves and for those whom we are praying for. Jesus will hand over all things in abundance. However, with the slightest selfishness, nothing can happen. The Lord has His own reasons for not giving us whatever we ask of Him. He has His own ‘secrets’.

Unless you obey your spiritual father and show humility, Jesus’ prayer (Lord, Jesus Christ, have mercy on me) will not work and you risk being deluded as well. Do not recite this prayer as a chore. If you apply pressure you may be harmed. Several people have fallen ill because they were reciting Jesus’ prayer under pressure. It can be done, of course, but it is not a healthy way to pray.

You do not have to concentrate excessively in order to recite Jesus’ prayer. You do not need special effort when you have divine Eros. Any place is appropriate for this prayer: sitting on a low chair, on an armchair, in the car, while on the road, at school, at the office, anywhere. Just say ‘Lord, Jesus Christ, have mercy on me’ gently, without pressure or feeling any tightness.

Intensity and not duration is more important in prayer. Pray even for five minutes, but your prayer ought to be offered to the Lord lovingly and with longing. This five-minute prayer may be more valuable than prayer which lasts all night. This is, certainly a mystery, but it happens.

The end

Source: pentapostagma.gr
Translated into English byOlga Konaris Kokkinos

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...