Saturday 23 March 2013

Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης- ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ


«Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;»
 

Εἰσαγωγή, νεοελληνικὴ ἀπόδοσις, σχόλια:
Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Συμεών

Ὁ Μέγας Κανών, ποὺ συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης, ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης κι ἕνας ἀπ᾿ τοὺς πιὸ ἐξέχοντες ἐκπροσώπους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεώς μας, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ὑπέροχους καὶ περισσότερο γνωστοὺς ὕμνους στὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Ψάλλεται τμηματικὰ τὶς τέσσερις πρῶτες ἡμέρες τῆς Καθαρῆς Ἑβδομάδας καὶ ὁλόκληρος τὴν Πέμπτη τῆς ε´ ἑβδομάδας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀποτελεῖ ἕνα ἐγερτήριο σάλπισμα ποὺ ἀποβλέπει στὸ νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει μέσα ἀπὸ τὴ συντριβὴ καὶ τὴ μετάνοια κοντὰ στὸν Θεό.

Ὁ Μέγας Κανὼν εἶναι ὕμνος βαθιᾶς συντριβῆς καὶ συγκλονιστικῆς μετανοίας. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ αἰσθάνεται τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας· ποὺ γεύεται τὴν πικρία τῆς μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ζωῆς· ποὺ κατανοεῖ τὶς τραγικὲς διαστάσεις τῆς ἀλλοτριώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στὴν πτώση καὶ τὴν ἀποστασία της ἀπὸ τὸν Θεό, συντρίβεται. Κατανύσσεται. Ἀναστενάζει βαθιὰ καὶ ξεσπᾶ σὲ θρῆνο γοερό. Ἕναν θρῆνο ὅμως ποὺ σώζει, διότι ἀνοίγει τὸν δρόμο τῆς μετανοίας. Τὸν δρόμο ποὺ ἐπαναφέρει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη κοντὰ στὸν Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ τὸ πλήρωμα τῆς ἄρρητης χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης.
† ὁ Ν. Σ. Σ.

1. Ἡ δομή του

Τὸ πιὸ ἀξιόλογο καὶ περισσότερο γνωστὸ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα εἶναι ἀσφαλῶς ὁ Μέγας Κανών. Ξεχωρίζει ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς Κανόνες του γιὰ τὴν πρωτοτυπία του καὶ τὴν ἔκτασή του. Ἡ ἔκτασή του αὐτὴ εἶναι ᾿κείνη ποὺ τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν ὀνομασία Μέγας. Ὁ Μέγας Κανὼν εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ εὐγενέστερα προϊόντα βαθιᾶς θρησκευτικῆς πείρας. Ἡ ἀξία του ἀπὸ πλευρᾶς θρησκευτικῆς καὶ αἰσθητικῆς εἶναι μεγάλη καὶ κατέχει ἐκλεκτὴ θέση στὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀποτελεῖται ἀπὸ ἐννιὰ Ὠδές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ β´ καὶ ἡ γ´ ἔχουν ἀπὸ δύο Εἱρμοὺς καὶ ἡ Ϛ´ διαιρεῖται σὲ δύο τμήματα. Τὸ δεύτερο τμῆμα της δὲν ἔχει δικό του Εἱρμό. Ἴσως παλαιότερα νὰ εἶχε καὶ στὸν τελικὸ καταρτισμὸ τοῦ Τριωδίου νὰ ἐξέπεσε. Μπροστὰ ἀπὸ κάθε τροπάριό του ἔχει τεθεῖ στίχος ἀπ᾿ τοὺς Μακαρισμούς. Σχετικὰ μὲ τὸν ἀριθμὸ καὶ τὴν τάξη τῶν τροπαρίων πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχει μιὰ ποικιλία στὰ χειρόγραφα κι ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε ἀπόλυτα ποιά εἶναι γνήσια καὶ ποιά παρέμβλητα. Τὰ τροπάρια ποὺ ἀναφέρονται στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν προέρχονται ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ἀλλ᾿ ὅτι εἶναι μεταγενέστερα. (Στὸ συμπέρασμα αὐτὸ καταλήγουν ὅλοι οἱ ἐρευνητές, γι᾿ αὐτὸ κι ἐμεῖς τὰ παραλείψαμε στὴν παρούσα ἐργασία). Σύμφωνα μὲ τὸ Τριώδιο ποὺ βρίσκεται στὴ λειτουργικὴ χρήση τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ὁποῖο κι ἐμεῖς στηριχτήκαμε (ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960)*, ὁ ἀριθμὸς τῶν τροπαρίων ἔχει ὡς ἑξῆς· α´ 25, β´ 41, γ´ 28, δ´ 29, ε´ 23, Ϛ´ 33, ζ´ 22, η´ 22, καὶ θ´ 27. Συνολικὰ δηλαδὴ ὁ Μέγας Κανὼν ἀποτελεῖται ἀπὸ 11 Εἱρμοὺς καὶ 250 τροπάρια. Κατὰ μιὰ ἐκδοχὴ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἔγραψε τόσα τροπάρια, ὅσοι εἶναι καὶ οἱ στίχοι τῶν ἐννιὰ βιβλικῶν ὠδῶν.

2. Τὰ περιστατικὰ τῆς συγγραφῆς

Τὰ περιστατικὰ κάτω ἀπ᾿ τὰ ὁποῖα ὁ ἅγιος Ἀνδρέας συνέθεσε τὸν Κανόνα δὲ μᾶς εἶναι γνωστά. Δὲν ἔχουμε συγκεκριμένες μαρτυρίες, ποὺ νὰ ἀναφέρονται στὸν χρόνο, τὸν τόπο καὶ τὰ πλαίσια τῆς συνθέσεώς του. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ μιὰ κάποια βοήθεια μᾶς δίνουν μερικὰ προσωπικὰ στοιχεῖα καὶ ἐνδείξεις τοῦ ἴδιου τοῦ Κανόνος. Ὁ ποιητὴς μερικὲς φορὲς ἀναφέρεται στὴν ἡλικία του· «Ἐρριμμένον με, Σωτήρ, / πρὸ τῶν πυλῶν σου / κἂν ἐν τῷ γήρει… / ἀλλὰ πρὸ τοῦ τέλους / …» (α´ 13)· «Ἐκ νεότητος, Σωτήρ, / τὰς ἐντολάς σου ἐπαρωσάμην, / ὅλον ἐμπαθῶς, / ἀμελῶν, ραθυμῶν / παρῆλθον τὸν βίον…» (α´ 20)· «Ὁ χρόνος ὁ τῆς ζωῆς μου / ὀλίγος…» (δ´ 23. Βλέπε καὶ δ´ 2, η´ 6 κ.ἄ.). Ἀπὸ τὶς παραπάνω ἐνδείξεις πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ ποιητὴς συνέθεσε τὸν Κανόνα σὲ ἡλικία προχωρημένη.
Τὸ τελευταῖο τροπάριο τοῦ Μεγάλου Κανόνος μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα γιὰ ἕνα ἀκριβέστερο καθορισμὸ τοῦ τόπου συγγραφῆς· «Τὴν πόλιν σου φύλαττε, / Θεογεννῆτορ ἄχραντε· / ἐν σοὶ γὰρ αὕτη / πιστῶς βασιλεύουσα, / ἐν σοὶ καὶ κρατύνεται / καὶ διὰ σοῦ νικῶσα…». Φαίνεται δηλαδὴ ὅτι ὁ ἅγιος Ἀνδρέας συνέγραψε τὸν Κανόνα στὴν Κωνσταντινούπολη εἴτε πρὶν ἐκλεγεῖ ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης εἴτε μετά, σὲ κάποιο ταξίδι του καὶ μάλιστα κοντὰ χρονικὰ σὲ κάποια ἐπιτυχὴ ἀπόκρουση βαρβαρικῆς ἐπιδρομῆς («ἐν σοὶ κρατύνεται», «διὰ σοῦ νικῶσα», «τροποῦται πάντα πειρασμόν», «σκυλεύει πολεμίους»). Ἴσως τῶν Ἀράβων τὸ 717.

3. Τὸ θέμα του

Τὸ Συναξάριο τῆς Πέμπτης τῆς ε´ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν (τῆς ἡμέρας δηλαδὴ ποὺ ψάλλεται ὁ Μέγας Κανὼν) ὡς ἑξῆς ἀναφέρεται στὸ θέμα, τὸ περιεχόμενο καὶ τοὺς σκοποὺς τοῦ ποιήματος· «πᾶσαν γὰρ Παλαιᾶς καὶ Νέας Διαθήκης ἱστορίαν ἐρανισάμενος καὶ ἀθροίσας, τὸ παρὸν ἡρμόσατο μέλος, ἀπὸ Ἀδὰμ δηλαδὴ μέχρι καὶ αὐτῆς τῆς Χριστοῦ Ἀναλήψεως καὶ τοῦ τῶν Ἀποστόλων κηρύγματος. Προτρέπεται γοῦν διὰ τούτου πᾶσαν ψυχήν, ὅσα μὲν ἀγαθὰ τῆς ἱστορίας ζηλοῦν καὶ μιμεῖσθαι πρὸς δύναμιν, ὅσα δὲ τῶν φαύλων ἀποφεύγειν, καὶ ἀεὶ πρὸς Θεὸν ἀνατρέχειν διὰ μετανοίας, διὰ δακρύων καὶ ἐξομολογήσεως, καὶ τῆς ἄλλης δηλονότι εὐαρεστήσεως». Θέμα δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου Κανόνος εἶναι ἡ παρουσίαση τῆς τραγικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ θερμὴ παρακίνησή του νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει κοντὰ στὸν ζώντα καὶ ἀληθινὸ Θεό.
Ἡ διαπραγμάτευση τοῦ θέματος εἶναι πρωτότυπη, ἔντονα δραματικὴ καὶ πλαισιώνεται ἀπὸ τὴ χρήση ἑνὸς πλήθους παραδειγμάτων ἀποβλέπει στὴν παρακίνηση τῆς ψυχῆς νὰ μιμηθεῖ τὶς καλὲς πράξεις τῶν εὐσεβῶν καὶ ν᾿ ἀποφύγει τὶς κακὲς τῶν ἀσεβῶν. Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ βιβλικὰ παραδείγματα εἶναι παρμένα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Αὐτὸ κυρίως γίνεται στὶς πρῶτες ὀκτὼ Ὠδὲς (ὅπου, βέβαια, ἀναφέρονται σποραδικὰ πρόσωπα καὶ γεγονότα καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης). Μᾶς τὸ ὑπογραμμίζει καὶ ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς στὸ τροπάριο θ´ 2· «Μωσέως παρήγαγον, /ψυχή, τὴν κοσμογένεσιν / καὶ ἐξ ἐκείνου / πᾶσαν ἐνδιάθετον / γραφὴν ἱστοροῦσάν σοι / δικαίους καὶ ἀδίκους, / ὧν τοὺς δευτέρους, ὦ ψυχή, / ἐμιμήσω, οὐ τοὺς πρώτους, / εἰς Θεὸν ἐξαμαρτήσασα».
Τὰ βιβλικὰ πρόσωπα, ποὺ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τὸν ποιητή, κρίνονται ἀνάλογα μὲ τὴ συμπεριφορά τους πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν νόμο Του καὶ τὴ διαγωγή τους μὲς στὴν Ἰσραηλιτικὴ κοινωνία. Ἔτσι προβάλλεται ἰδιαίτερα ἡ παιδαγωγική τους ἀξία. Τόσο τῶν θετικῶν παραδειγμάτων, ποὺ θὰ πρέπει νὰ μιμηθεῖ ὁ πιστός, ὅσο καὶ τῶν ἀρνητικῶν, ποὺ ὀφείλει ν᾿ ἀποφύγει.
Ὁ ἱερὸς Ἀνδρέας ἀντλεῖ τὶς ὑποθέσεις του ἀπὸ διάφορα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ περισσότερες εἶναι παρμένες ἀπὸ τὴ Μωσαϊκὴ Πεντάτευχο, δὲν λείπουν ὅμως καὶ ἀπὸ ἄλλα βιβλία, ὅπως τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, τῶν Κριτῶν, τῶν Βασιλειῶν, τῶν Ψαλμῶν, τοῦ Ἰώβ, τοῦ Ἰωνᾶ, τοῦ Ἱερεμία καὶ τοῦ Δανιήλ.
Ἡ θ´ ᾠδὴ εἶναι ἡ μόνη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη (Λουκ. 1,46-55), γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τὰ παραδείγματα τῶν τροπαρίων της τὰ δανείστηκε ἀποκλειστικὰ ἀπ᾿ αὐτήν. Τὸ δηλώνει ἄλλωστε ὁ ἴδιος στὸ τέταρτο τροπάριό της, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ ἀρχίζει τὴ χρήση Καινοδιαθηκικῶν παραδειγμάτων· «Τῆς Νέας παράγω σοι / Γραφῆς τὰ ὑποδείγματα / ἐνάγοντά σε, / ψυχή, πρὸς κατάνυξιν· / δικαίους οὖν ζήλωσον, / ἁμαρτωλοὺς ἐκτρέπου…». Τὰ παραδείγματα αὐτὰ ἀναφέρονται κυρίως στὸν Χριστὸ καὶ τὰ θαύματά Του καὶ εἶναι ὅλα παρμένα ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια.

4. Ἡ χρήση του

Ὁ Μέγας Κανὼν ἀπὸ τὴν ἀρχή, φαίνεται, προορίστηκε γιὰ τὴ λατρεία. Αὐτὸ συμπεραίνουμε ἀπ᾿ τὸ ποιητικὸ εἶδος του, τὴ σύνδεσή του μὲ τὶς Βιβλικὲς ὠδές, ποὺ ἦταν στὴ λειτουργικὴ χρήση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, καὶ τὴν ὅλη διάρθωσή του μὲ τὶς ἱκεσίες, τὶς λατρευτικὲς ἐπικλήσεις καὶ τὰ ἄλλα λειτουργικά του στοιχεῖα. Ποῦ καὶ πότε ἀκριβῶς πρωτομπῆκε στὴ λειτουργικὴ χρήση δὲν μᾶς εἶναι γνωστό. Ἴσως σὲ Ἐκκλησίες τῆς Κρήτης, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε καὶ ἐπισκόπευε ὁ Ἅγιος.
Σήμερα, στὴ λειτουργικὴ πράξη ποὺ ἐπικράτησε, ὁ Μέγας Κανών, ὅπως εἶναι γνωστό, ψάλλεται στὸν Ὄρθρο τῆς Πέμπτης τῆς ε´ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἡμέρα ἐπικράτησε νὰ λέγεται «Πέμπτη τοῦ Μεγάλου Κανόνος». Στὰ μοναστήρια συνεχίζεται ἡ παλαιὰ τάξη νὰ ψάλλεται στὸν Ὄρθρο, ἐνῶ στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς τῶν πόλεων τὸ ἀπόγευμα τῆς Τετάρτης μαζὶ μὲ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο.
Μαζὶ μὲ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Κανόνος διαβάζεται ὁ βίος τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ ψάλλεται καὶ Κανόνας ἀφιερωμένος στὴν Ὁσία μὲ ἀκροστιχίδα· «Σὺ ἡ ὁσία Μαρία βοήθει». Ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας ἑορτάζεται τὴν 1η Ἀπριλίου καὶ τὴν Ε´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Ὁ συσχετισμὸς τοῦ βίου της μὲ τὸν Μεγάλο Κανόνα καὶ ἡ προσθήκη ἀργότερα καὶ ἰδιαίτερου Κανόνα, ποὺ συντάχθηκε κάτω ἀπ᾿ τὴν ἐπίδραση τοῦ πρώτου, ἔγινε προφανῶς διότι ἡ μεγάλη Ὁσία ἀποτελεῖ ἕνα ζωηρὸ ὑπόδειγμα εἰλικρινοῦς μετανοίας, τὸ ὁποῖο ἄριστα συνδυάζεται μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τοὺς σκοποὺς τοῦ Μεγάλου Κανόνος. Ἡ σχετικὴ τυπικὴ διάταξη τοῦ Τριωδίου μᾶς λέγει τὰ ἑξῆς· «Τῇ Τετάρτῃ ἑσπέρας, περὶ ὥραν δ´ τῆς νυκτὸς σημαίνει. Καὶ συναχθέντες ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, εὐλογήσαντος τοῦ ἱερέως, μετὰ τὸν Ἑξάψαλμον, τὸ Ἀλληλούϊα καὶ τὰ Τριαδικά… καὶ ἀναγινώσκομεν τὸν βίον τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας εἰς δόσεις δύο. Εἶτα μετὰ τὸν Ν´ Ψαλμόν, ἀρχόμεθα εὐθὺς ψάλλειν τὸν Κανόνα ἀργῶς καὶ ἐν κατανύξει, ποιοῦντες εἰς καθὲν τροπάριον μετανοίας γ´ καὶ λέγοντες· Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με».
Ἡ σημασία τοῦ Μεγάλου Κανόνος μὲς στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας πιστοποιεῖται κι ἀπὸ δύο ἄλλα δεδομένα ποὺ ἔχουμε· πρῶτον ὅτι ὁρίστηκε νὰ γίνεται τὸ πρωῒ τῆς Πέμπτης ἡ θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, δεῖγμα σεβασμοῦ τῆς λειτουργικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν ἡμέρα ποὺ ψάλλουμε τὸν Μεγάλο Κανόνα, καὶ δεύτερον ὅτι διαιρέθηκε σὲ τέσσερα μέρη καὶ τμηματικὰ ψάλλεται μαζὶ μὲ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου καὶ τὶς πρῶτες τέσσερις ἡμέρες τῆς α´ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν.
Ὁ Μέγας Κανὼν ψάλλεται σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ β´. Εἶναι ἦχος γλυκός, κατανυκτικὸς καὶ ἐκφραστικὸς ἰδιαίτερα τοῦ πένθους καὶ τῆς συντριβῆς τῆς ψυχῆς, γι᾿ αὐτὸ καὶ χρησιμοποιεῖται πολὺ στὴν ὑμνογραφία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Ὁ γοργὸς μάλιστα εἱρμολογικὸς ρυθμός του, στὸν ὁποῖο ψάλλονται τὰ τροπάρια τοῦ Μεγάλου Κανόνος, πέρα ἀπὸ τὴν κατάνυξη καὶ τὴ συντριβὴ ποὺ μεταδίδει, ἐκφράζει καὶ τὴν ἱερὴ ἀνησυχία τῆς ὑπάρξεως νὰ ἐπιτύχει τὴν ἐν Χριστῷ ἀπολύτρωσή της.

5. Τὰ ποιητικὰ στοιχεῖα του

Ὁ Μέγας Κανὼν εἶναι δημιούργημα ἐμπνευσμένου ποιητῆ μὲ πλούσιο λυρισμὸ καὶ ἄφθονα ποιητικὰ στοιχεῖα. Οἱ ζωηρὲς περιγραφές, οἱ χτυπητὲς εἰκόνες, τὸ πλῆθος τῶν παραδειγμάτων, οἱ πετυχημένοι συμβολισμοὶ καὶ ἡ ζωντανὴ καὶ συνάμα ἁπλὴ γλώσσα σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὴν κατανυκτικὴ ψαλμωδία προσδίδουν μιὰ ξεχωριστὴ ὀμορφιὰ καὶ χάρη στὸ ποίημα καὶ αἰχμαλωτίζουν τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀκροατῆ ἢ καὶ τοῦ ἀναγνώστη.
Πιὸ συγκεκριμένα γιὰ τὰ ποιητικὰ στοιχεῖα του παρατηροῦμε·
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τηρεῖ προσεκτικὰ τὴν ἰσοσυλλαβία καὶ τὴν ὁμοτονία μεταξὺ εἱρμῶν καὶ τροπαρίων. Σπάνια πολὺ διασπᾶται ἀπὸ δυσκολία τοῦ ποιητῆ νὰ εὕρει τὴν κατάλληλη λέξη ἢ ἀπὸ σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων. Συχνὰ συναντοῦμε τὴν ὁμοιοκαταληξία, συχνότερα τὴν παρήχηση καὶ ὄχι σπάνια τὴν ἐπωδό. Ἡ χρήση ἐρωτήσεων καὶ ἡ εἰσαγωγὴ διαλόγων, στὴν ὁποία καταφεύγει συχνὰ ὁ ποιητής, προσδίδει στὸν Κανόνα ἔντονη δραματικότητα.
Τὸ ὕφος τοῦ Κανόνος εἶναι ἰδιαίτερα ζωηρὸ καὶ ἐξωραϊσμένο. Τὴ ζωηρότητα δημιουργεῖ ἡ χρήση τοῦ κλιμακωτοῦ καὶ ἀσύνδετου σχήματος καὶ οἱ δυνατὲς ἀντιθέσεις σὲ λέξεις καὶ ἔννοιες. Τὴ χάρη καὶ τὴν ὀμορφιὰ ἐξασφαλίζουν οἱ ποιητικὲς εἰκόνες, οἱ παρομοιώσεις, τὰ ἐντυπωσιακὰ ἐπίθετα ποὺ ἀφθονοῦν καὶ οἱ ὡραῖες σπάνιες λέξεις ποὺ χρησιμοποιεῖ.
Βιβλικὰ πρόσωπα σκιαγραφοῦνται μὲ δύναμη καὶ χάρη καὶ ἱστορικὰ γεγονότα περιγράφονται μὲ θαυμαστὴ παραστατικότητα καὶ ἐξαιρετικὴ πυκνότητα. Δὲν λείπουν βέβαια καὶ οἱ ἐπαναλήψεις, ποὺ σὲ πολλὲς περιπτώσεις εἶναι μονότονες καὶ κουραστικές, ὅπως καὶ μιὰ κάποια στερεοτυπία στὴ δόμηση τοῦ τροπαρίου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ πρῶτο μέρος περιέχει τὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ δεύτερο τὶς ἠθικὲς προεκτάσεις γιὰ μίμηση ἢ ἀποφυγή. Ὅμως παρὰ τὶς ἀτέλειές του αὐτὲς ὁ Μέγας Κανὼν εἶναι ἕνα ἰδιαίτερα κατανυκτικὸ λειτουργικὸ ποίημα, καρπὸς βαθιᾶς πνευματικῆς ἐμπειρίας καὶ δημιούργημα σπάνιας ποιητικῆς τέχνης.
Τελειώνοντας τὴ μικρὴ τούτη Εἰσαγωγή, νομίζουμε πὼς ἐπιβάλλεται νὰ κάνουμε καὶ τὴν ἀκόλουθη διευκρίνιση· Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁμιλεῖ σὲ πρῶτο πρόσωπο. Περιγράφει μὲ τὰ μελανότερα χρώματα τὴν ψυχική του κατάσταση. Ἀποδίδει στὸν ἑαυτό του εἰδεχθῆ ἐγκλήματα καὶ βαρύτατα ἁμαρτήματα. Διερμηνεύει ἄραγε τὴν προσωπική του κατάσταση καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἔζησε ἢ γιὰ λόγους διδακτικοὺς περιγράφει τὴν κατάσταση γενικὰ τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας; Ἀσφαλῶς θὰ πρέπει νὰ δεχτοῦμε τὸ δεύτερο. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ ἀπ᾿ τὰ νεανικά του χρόνια. Ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἀναλώθηκε στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως ἀποκλείεται νὰ ἔζησε μιὰ κάποια περίοδο τῆς ζωῆς του σὲ ἀποστασία ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποταγμένος στὴν ἁμαρτία. Ἁπλῶς μὲ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔχει ὡς ποιητὴς καὶ τὴν ταπείνωση ποὺ τὸν διακρίνει μᾶς παρουσιάζει τὸν ἄνθρωπο τὸν ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία σ᾿ ὅλο τὸ βάθος καὶ τὴν ἔκταση τῆς διαφθορᾶς του καὶ ἀκόμη τὴν ἐναγώνια προσπάθειά του νὰ ἐπιστρέψει μέσα ἀπ᾿ τὸ ἐπίπονο μονοπάτι τῆς μετανοίας κοντὰ στὸν Θεό. Καὶ τὸ κάνει χρησιμοποιώντας στὸν λόγο του πρῶτο πρόσωπο καὶ μιλώντας σὰν νὰ πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.

6. Βιβλιογραφία

Γιὰ τὸν ἀναγνώστη ποὺ θὰ ἤθελε μιὰ κάποια εὐρύτερη ἐνημέρωση γύρω ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα σημειώνουμε ἐδῶ τὶς πιὸ βασικὲς εἰδικὲς μελέτες, ποὺ ὑπάρχουν στὰ ἑλληνικὰ καὶ ποὺ εἴχαμε κι ἐμεῖς ὑπόψη μας.
  1. Οἱ περισσότερες ἐκδεδομένες ὁμιλίες του καὶ ἀρκετοὶ ὕμνοι του βρίσκονται στὴ σειρὰ J.-Ρ. Migne, Patrologia Graeca 97, 805-1444.
  2. «Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀνδρέου τοῦ Ἱεροσολυμίτου, ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, συγγραφεὶς παρὰ Νικήτα τοῦ πανευφήμου πατρικίου καὶ κυέστορος». Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἀθ. Παπαδόπουλο – Κεραμέα στὰ Ἀνάλεκτα Ἱεροσολυμιτικῆς Σταχυολογίας, τόμ. 5ος, Πετρούπολη 1898, σ. 169-179.
  3. Μακαρίου τοῦ Μακρῆ, «Βίος τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, τοῦ Ἱεροσολυμίτου». Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Βασίλειο Λαούρδα στὰ Κρητικὰ Χρονικὰ Ζ´ (1953), σ. 63-74. (Παράφρασή του βλέπε στὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Νέον Ἐκλόγιον, Κωνσταντινούπολις 1863, σ. 151-155).
  4. Εὐστρατιάδου Σωφρονίου, «Ἀνδρέας ὁ Κρήτης ὁ Ἱεροσολυμίτης», Νέα Σιὼν ΚΘ´ (1934), σ. 673-688 καὶ Λ´ (1935) σ. 3-10, 147-153, 209-217, 269-283, 321-342 καὶ 462.
  5. Θέμελη Χρυσοστόμου (Μητροπολίτου Μεσσηνίας), «Ὁ Μέγας Κανὼν» (εἰσαγωγικὰ τινα), Διδαχὴ Α´ (1947), σ. 44-66.
  6. Τοῦ ἴδιου, «Σχόλια εἰς τὸν Μέγαν Κανόνα Ἀνδρέου Κρήτης», Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη ΙΣΤ´ (1951), σ. 46 – ΚΑ´ (1956), σ. 352. (Πολὺ σημαντικὴ καὶ κοπιώδης ἐργασία, ἡ ὁποία μᾶς βοήθησε οὐσιαστικὰ).
  7. Λαούρδα Βασιλείου, «Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ ἐν τῇ Κρίσει καὶ ἡ Κρήτη ἐπὶ εἰκονομαχίας», Κρητικὰ χρονικὰ Ε´ (1951), σ. 41-49.
  8. Νέλλα Παναγιώτου, «Τὰ ἀνθρωπολογικὰ καὶ κοσμολογικὰ πλαίσια τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Κανόνα», Κοινωνικὰ ΚΑ´ (1978), σ. 21-29 καὶ 117-136, καθὼς καὶ στὴ μελέτη του, Ζῶον θεούμενον, Προοπτικὲς γιὰ μιὰ ὀρθόδοξη κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, Ἐποπτεία, Ἀθήνα 1979, σ. 183-224.
  9. Ξύδη Θεοδώρου, «Ἀνδρέας ὁ Κρήτης ὁ πρῶτος Κανονογράφος», Νέα Ἑστία ΜΕ´ (1949), σ. 292-298 καὶ στὸ ἔργο του Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία, Ἀθῆναι 1978, σ. 52-67.
  10. Παπαδοπούλου – Κεραμέως Ἀ., «Ὁ Μέγας Κανὼν Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης», Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος Γ´ (1910), σ. 501-513.
  11. Τωμαδάκη Νικολάου, «Ἀνδρέας ὁ Κρήτης», στὴ Θ.Η.Ε., τόμ. 2 (Ἀθῆναι 1963), στ. 674-693.
  12. Χρήστου Παναγιώτου, «Ὁ Μέγας Κανὼν Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ΛΓ´ (1950), σ. 217-222 καὶ 277-285, ΛΔ´ (1951) σ. 25-33 καὶ ΛΕ´ (1952), σ. 11-21 καὶ 86-96· καὶ Ἀνάτυπο, Θεσ/νίκη 1952 (μελέτη πολὺ ἀξιόλογη).
[Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Μητρ. Νέας Σμύρνης Συμεών, Ἀδαμιαῖος θρῆνος. Ὁ Μέγας Κανὼν Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης. Εἰσαγωγὴ - κείμενο - μετάφραση - σχόλια, 4η ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἀποστολικὴ Διακονία, 2009), 32-40].

The Who’s Who of The Great Canon of St. Andrew of Crete

 Saint Andrew of Crete

As we approach Great Lent, the time given to us specifically for repentance, the Church gives us a whole host of images to help us. St. John of Kronstadt teaches that:
“Imagery or symbols are a necessity of human nature in our presently spiritually sensual condition; they explain [by the vision] many things belonging to the spiritual world which we could not know without images and symbols.”
We need pictures to help us think, to help us digest and understand the truths given to us. What St. Andrew of Crete does in the Great Canon written by him, is to being to remembrance many characters of the Old Testament and a few from the New Testament. In earlier times, people knew the scriptures much more than we do. Mention a name like Korah, Datham, Hophni or Phinehas and many people would be able to tell you all about them. When they heard these names in St. Andrew’s canon, they had the opportunity to be struck in the heart and brought to repentance. Unfortunately we are not that scripturally literate so the names can just fly by and not mean anything to us. We could be virtually untouched by the canon. The reason for this talk is to at least start us on the way to knowing to whom St. Andrew is referring.
However, we need to do more than simply know who all those people are. We need to take the canon personally. Their sins and failings are our sins and failings. That St. Andrew expects us to approach the canon personally is clear from the way he writes it.
Adam and Eve
The first people mentioned are, understandably, Adam and Eve. In Canticle One we read:
 “I have rivaled in transgression Adam the first-formed man, and I have found myself stripped naked of God, of the eternal kingdom and its joy, because of my sins.
And:
“Instead of the visible Eve, I have the Eve of the mind: the passionate thought in my flesh, showing me what seems sweet; yet whenever I taste from it, I find it bitter.”
It is interesting that St. Andrew refers to Eve as the mind. Last week, on March 16/29, in the For Consideration section of the Prologue, there is a quote from St. Hesychius which reads: “If you make yourself fulfill [God's commandments] in thought, you will rarely find it necessary to toil over the fulfilling of them in action.”
So in the beginning of the canon, St. Andrew, through mentioning Adam and Eve tells us of the results of sin (separation from eternal life) and the cause of sin (turning from God in our thinking). St. John of Kronstadt teaches that we do not actually think with our mind. The thoughts we have are generated in our hearts, or are the result of suggestions by the devil. One of the things which the elder Simeon told the Mother of God was that her child “shall be spoken against, that the thoughts of many hearts may be revealed.”
In the prayer read at Midnight office on Sunday morning, there is a phrase which reads something like “I have become a slave to pleasure through slothfulness of mind”. I have even seen a warning on a bumper sticker which read, “Don’t believe everything you think”. If we believe everything we think, and, in our laziness, do not weigh our thoughts against the commandments of Christ, we become enslaved. By being aware of our thoughts, we can come to know what lies in our heart. We may not like what we come to know, but such is the spiritual life.
Perhaps the rest of the Old Testament figures mentioned in the canon could be seen as symbolizing the various ways in which we sin against God, in thought word, and deed.
Cain
Cain was half-hearted in his devotions and sacrifice toward God. He didn’t give his best. He gave lip service, empty words, to God; he did not give his heart. He knew that the sacrifice he was making was only an outward show, but “killed” his conscience by not listening to it.
Next mentioned is Cain, the first son of Adam and Eve.
“By my own free choice I have incurred the guilt of Cain’s murder. I have killed my conscience, bringing the flesh to life and making war upon the soul by my wicked actions.”
However, God was not mocked; He saw the shallowness of Cain’s efforts and therefore did not accept the sacrifice and reward Cain.
Abel
Of course, Cain is mentioned in contrast to his brother Abel, who offered to God an unblemished lamb. St. Andrew writes:
O Jesus, I have not been like Abel in his righteousness. Never have I offered Thee acceptable gifts or godly actions, a pure sacrifice or a life unblemished.”
Some interpreters of the story of Cain and Abel see Cain’s sin as not offering the correct kind of sacrifice; he offered the fruits of his garden, not a lamb as did Abel. This is missing the point. God, of course wants our hearts. Our responsibility is to give our best in all we do.
Cain’s sin could more correctly be seen as jealously which led to murder. Jealousy comes when we are ungrateful and have not given with a sincere and humble heart. When we feel jealous, it is a sign that we got caught in our ingratitude and we don’t like it. We got caught trying to give our second best but still expecting to receive the best reward. We kill our conscience which tries to tell us that our disappointment is our own fault. Of course, our disappointment, our dissatisfaction, must be someone’s fault so we turn on our brother.
We probably do not murder outwardly as did Cain, but we all know the judgments and anger that accompany jealousy. Our Lord tells us in the sermon on the mount that, “Ye have heard that it was said of them of old time ‘Thou shalt not kill’… But I say unto you “Whosoever shall be angry with his brother shall be in danger of the judgment.”
Mention the school children. Cain and Abel mean “I can’t” and “I am able”. When one of them is not putting their heart in their works, we simply need to ask Cain? or Abel?
Canticle Two
Lamech (descendent of Cain)
In Canticle two, we hear of Lamech. There are a few Lamechs in the Old Testament. This one was a descendant of Cain. Cain had a son named Enoch, and, according to Genesis 4:17, built a city and named it after his son. Enoch had a son named Irad, Irad had a son named Mehujael. Mehujael had a son named Methusael (not to be confused with Methuselah). Finally Methusael had a son named Lamech.
Lamech’s sin was, like Cain, murder. Whereas Cain killed one person, Lamech kills two people – an older man and a young man. The canon reads:
“To whom shall I liken thee, O soul of many sins? Alas! to Cain and to Lamech. For thou hast stoned thy body to death with thine evil deeds, and killed thy mind with thy disordered longings.
“Through sin, a man ends up destroying his own soul, (the man) and his mind (the young man).”
St. Andrew then mentions four righteous men.
“Call to mind, my soul, all who lived before the Law. Thou hast not been like Seth, or followed Enos or Enoch, who was translated to heaven, or Noah; but thou art found destitute, without a share in the life of the righteous.”
Seth was a son of Adam and Eve born after Abel had been murdered and Cain had been cast away. Seth had a son named Enos. The last verse of the fourth chapter of Genesis reads:
“And to Seth, to him also there was born a son; and he called his name Enos: then began men to call upon the name of the Lord.”
Enos had a son named Cainan. Cainan had a son named Mahalaleel. Mahalaleel had a son named Jared, in turn had a son named Enoch. This second Enoch did not die as men normally do. When he was three hundred five years old, he was “translated.”
I cannot tell you exactly what “translated” means, but Enoch was true to the meaning of his name “dedicated”. The scriptures say: “Enoch walked with God: and he was not, for God took him” (Genesis 5:24). Enoch had a very famous son, the oldest recorded person in history -Methuselah.
We have now been introduced to two people named Enoch. The first Enoch was Cain’s son. He was dedicated to this world, symbolized by his connection to a worldly city. The second Enoch was the one mentioned by St. Andrew, who was dedicated to God and was found worthy to enter the heavenly city.
Noah
The fourth righteous man mentioned in canticle two is Noah. We all know Noah. He was a righteous man in the midst of a very unrighteous society. Only Noah and his wife, his three sons and their wives survived the Great Flood.
Canticle Three
Lot
Canticle three begins with a reference to Lot, Abraham’s nephew and the son of Abraham’s brother, Haran. Apparently Haran had died and Abraham was looking after Lot in Haran’s place.
The reference to Lot in the canon is:
“O my soul, flee like Lot to the mountains, and take refuge in Zoar before it is too late. Flee from the flames, my soul, flee from the burning heat of Sodom, flee from the destruction by the fire of God.”
This verse of the canon is in reference to the destruction of the cities of Sodom and Gomorrah. Three angels were sent by God to destroy these cities for their extreme wickedness. However before destroying the cities, angels first went to visit Abraham who was living on the Plain of Mamre, not too far from Sodom and Gomorrah. Abraham offered them wonderful hospitality. It was during this visit that the angels told Abraham and Sarah (99 and 89 years old at the time) that Sarah would bear a son who would be called Isaac. This incident is the inspiration behind the icon we know of as “The Hospitality of Abraham.”
When the angels told Abraham that they were on their way to destroy Sodom and Gomorrah, Abraham realized that his nephew lived there and asked the angels if they would destroy the cities if they found fifty good people there. They said, “No.” Abraham kept questioning the angels, lowering the number of righteous people required to warrant a reprieve. The angels finally agreed that if ten righteous people were in the cities they would not destroy them.
As it turned out, only four good people were found – Lot and his wife and two daughters. The angels told them to flee to the mountains and not turn back. This is when Lot’s wife disobeyed and turned back. She turned into a pillar of salt. It is very possible that the site of Sodom and Gomorrah is now covered by the Dead Sea.
Toward the end of Canticle three there are more references to Lot. We are urged:
“Do not look back, my soul, and so be turned into a pillar of salt. Fear the example of the people of Sodom, and take refuge in Zoar. Flee, my soul, like, Lot, from the burning of sin; flee from Sodom and Gomorrah; flee from the flame of every brutish desire.”
Lot escaped destruction because he fled from temptation and did not look back. So often we entertain sinful thoughts, thinking we can then discard them at will. The Fathers of the Church urge us not to attempt to fight temptation by our own strength but to immediately flee to Christ.
The wickedness of Sodom and Gomorrah is generally considered to center around unrestrained sexual desire which leads to depravity. This is clear from the narrative as given in Genesis 19 and also from the reference made in the epistle of St. Jude.
Canticle three also refers to the three sons of Noah: Shem, Ham and Japheth.
“O my soul, thou hast followed Ham, who mocked his father. Thou hast not covered thy neighbor’s shame, walking backwards with averted face. O wretched soul, thou hast not inherited the blessing of Shem, nor hast thou received, like Japheth, a spacious domain in the land of forgiveness.”
These verses refer to an incident that happened some time after the ark had landed and Noah had planted a vineyard. He was affected by the fermented grape juice and was found in an embarrassing position. His son, Ham, saw him and made fun of his father in front of Shem and Japheth. Unlike Ham, Shem and Japheth did their best to shield their father and “cover his sin”. Ham’s sin was mocking the faults and weakness of others. In the Prayer of St. Ephraim the Syrian, which we say many times during Lent, we beg God to prevent us from committing this serious sin.
“Yea, O Lord, King, grant me to see my failing and not condemn my brother, for blessed art Thou unto the ages of ages.”
When Noah realized what had happened, he cursed the descendants of Ham and blessed the descendants of Shem and Japheth.
Abraham
Canticle three also refers to Abraham:
“O my soul, depart from sin, from the land of Haran, and come to the land that Abraham inherited, which flows with incorruption and eternal life.”
Abraham probably does not need too much of an introduction. Abraham was apparently born in Ur, a city in Mesopotamia. After the death of Haran, Abraham’s brother, his father Terah moved his family north to a city known as Haran (perhaps named after Terah’s son). This became their new home. When Abraham was seventy-five, God told him to, “Get thee out of thy country, and from thy kindred, and from thy father’s house, unto a land that I will show thee.”
So far we have been presented with two righteous men who were told to leave the place they were living. This, of course, symbolizes the fact that we have ingrained ways of thinking and perceiving that need to be left behind. Prayer and the examination of our own thoughts and perceptions are required of us in the spiritual life. This is part of leaving the old man and allowing Christ to make us new. We venture beyond our own “self-image” into the spiritual unknown, relying on God.
Ishmael
“Thou hast heard, O my soul, be watchful! How Ishmael was driven out as the child of a bondwoman. Take heed, lest the same thing happen to thee because of thy lust. O my soul, thou hast become like Hagar, the Egyptian; thy free choice has been enslaved, and thou hast borne as thy child a new Ishmael, stubborn willfulness.”
Abraham was married to Sarah who was barren. At Sarah’s suggestion, Abraham had a son by Sarah’s maid, Hagar, and this son is Ishmael. Egypt is usually a symbol of evil, or of the passionate, unregenerate life. Thoughts and actions which arise from the passionate in us enslave us. This is a reoccurring theme in the canon.
Canticle Four
Jacob
“Thou knowest, my soul, the ladder that was shown to Jacob, reaching up from earth to heaven. Why hast thou not provided a firm foundation for it through thy godly actions.”
Leah and Rachel
“By the two wives, understand action and knowledge in contemplation. Leah is action, for she had many children; and Rachel is knowledge, for she endured great toil. And without toil, 0 my soul, neither action nor contemplation will succeed.”
Once again, we are enjoined to be watchful rather than slothful with our thoughts. If you remember, Jacob had to work for his uncle, Laban, for seven years in order to marry Rachel. He was given Leah instead, so he worked another seven years for Rachel.
Esau
“Thou hast rivaled Esau the hated, 0 my soul, and given the birthright of thy first beauty to the supplanter; thou hast lost thy father’s blessing and in thy wretchedness been twice supplanted, in action and in knowledge. Therefore now repent.”
Do you recall how Esau lost his birthright to Jacob? He came home from an unsuccessful hunting trip very hungry and asked Jacob for a bowl of lentil soup. Jacob said he would give Esau the soup if Esau, in turn, would give him the birthright. Esau, so unwilling to suffer a little, traded his birthright in order to appease his appetite. This is a good lesson for lent.
Canticle Five
Reuben
“In my misery I have followed Reuben’s example, and have devised a wicked and unlawful plan against the most high God, defiling my bed as he defiled his father’s.”
Joseph
“I confess to Thee, 0 Christ my King: I have sinned, I have sinned like the brethren of Joseph, who once sold the fruit of purity and chastity. As a figure of the Lord, 0 my soul, the righteous and gentle Joseph was sold into bondage by his brethren; but thou hast sold thyself entirely to sin.”
Moses
“O miserable soul, thou hast not struck and killed the Egyptian mind, as did Moses the great. Tell me, then, how wilt thou go to dwell through repentance in the wilderness empty of passions? Moses the great went to dwell in the desert. Come, seek to follow his way of life, my soul, that in contemplation thou mayest attain the vision of God in the bush.”
These passages, of course, refer to the time when while still a prominent man in Egypt, saw an Egyptian guard beating an Israelite. Moses killed the guard, thinking no one had seen him…. In this passage we see an example of Egypt, and Egyptians, as symbols of the old, unregenerated man.
Korah, Datham, Abiram, Aaron, Hophni and Phinehas
“Aaron offered to God fire that was blameless and undefiled, but Hophni and Phinehas brought to Him, as thou hast done, my soul, strange fire and a polluted life.” (Then in Canticle six) “Like Datham and Abiram, O my soul, thou hast become a stranger to Thy Lord; but with all thy heart cry out ‘spare me,’ that the earth may not open and swallow thee up.”
Korah, Datham and Abiram were the leaders of a revolt against Moses. When the Israelites were but a short distance from the Promised Land, Moses sent six pair of men, one man from each tribe, as “spies” into the Promised Land. They were to get a sense of the people who inhabited the land and of the land itself. Five pair, (ten men) returned with glowing reports of the land, but told Moses that the people were strong and fierce, with many chariots. It would be impossible to defeat them. Only one pair, Joshua and Caleb, said that although it was true that the people were great, the Israelites could conquer them with God’s help. When the Israelites shouted down Joshua and Caleb and despaired of entering into the new land, God told them that they would wander in the desert for 40 years, until they were all dead. Of the 600,000 people who initially left Egypt, only Joshua and Caleb actually entered the Promised Land.
God told Moses to lead the people south, away from the Promised Land. This is when Korah and his friends lead a revolt. God responded to their revolt by
opening the earth which swallowed them. All their families were also killed. When the rest of the Israelites saw what had happened, they blamed Moses and spoke against him, God then sent a plague to kill the people. Aaron, however, took a censer and ran among the people, making atonement for them. The plague then stopped.
The reference to Hophni and Phinehas concerns the two sons of the priest, Eli. As sons of the priest, they had privileges and responsibilities in the temple. The sons greatly misused their position to steal from the people and do all kinds of immoral things. Eli knew what was happening but did nothing but verbally scold his sons. A prophet told Eli that his sons would be killed for their evil. When Eli was told his sons had been killed by the Philistines, he fell backwards and died also.
Although the reference to Eli is in the next canticle we will quote it here.
Eli, the Priest
“Thou hast drawn upon thyself, 0 my soul, the condemnation of Eli, the priest: thoughtlessly thou hast allowed the passions to work evil within thee, just as he permitted his children to commit transgressions.”
Canticle Six
Ephraim (raging as a maddened heifer)?
Joshua, the son of Nun
“Like Joshua, the son of Nun, search and spy out, my soul, the land of thine inheritance and take up thy dwelling within it, through obedience to the law. Rise up and make war against the passions of the flesh, as Joshua against Amalek, ever gaining the victory over the Gibeonites, thy deceitful thoughts.”
This is a reference to Joshua’s work as one of the twelve spies sent into the Promised Land. We are given a foretaste of heaven when we are faithful to God.
Joshua against the Amalekites (descendants of Esau) was the battle shortly before the Israelites reached Mount Sinai where Moses received the Ten Commandments.
The reference to the Gibeonites concerns something that happened after the Israelites had entered the Promised Land under the leadership of Joshua. The Israelites had conquered Jericho and the city of Ai and as a result, the surrounding peoples were very afraid of them. The people of Gibeon devised a plan to join forces with several other kingdoms in order to defeat the Israelites. Some of the men of Gibeon dressed themselves in rags, gathered some old dry bread and dried out wineskins and pretended to be emissaries from a distant country. The told a story about how they had heard of the wonders of the Israelites and were seeking to be their servants. The leaders of Israel, including Joshua, were deceived. The scriptures say that, “And the men took of their victuals (believed in the outer appearance), and asked not counsel at the mouth of the Lord.”
Joshua finally realized the plot, gathered his armies together and did battle with the opposing kingdoms. It was a very long and difficult battle, so long in fact that Joshua had to pray that the sun stop in the sky so he would have enough time to win.
Manoah
“O my soul, thou hast heard how Manoah of old beheld the Lord in a vision, and then received from his barren wife the fruit of God’s promise. Let us imitate him in his devotion.”
Manoah was the father of Samson.
Samson
“Emulating Samson’s slothfulness, O my soul, thou hast been shorn of the glory of thy works, and through love of pleasure thou hast betrayed thy life to the alien Philistines, surrendering thy chastity and blessedness.”
Once again we are given an example of the enslavement which follows slothfulness.
Barak and Jepthah with Deborah
“Barak and Jepthah the captains, with Deborah who had a man’s courage, were chosen as judges of Israel. Learn bravery from their mighty acts, O my soul, and be strong.”
Part of “see-saw days” after the death of Joshua. The Israelites did evil in the sight of the Lord and as a result they were conquered by another nation, this time by Jabin, King of the Canaanites. Deborah, a prophetess was the judge of Israel. She called together two good men Barak and Jepthat and they inspired the people to repent and regain their freedom.
Jael, who pierced Sisera
“O my soul, thou knowest the manly courage of Jael, who of old pierced Sisera through his temple and brought salvation to Israel with the nail of her tent. In this thou mayest see a prefiguring of the Cross.”
Sisera was the captain of the armies of Canaan. When the Israelites routed the armies of Canaan, this Sisera fled on foot. He went to the Kenites with whom the Canaanites were at peace and was invited into the house of a man named Heber. Heber’s wife, Jael, knew the whole situation and as Sisera was resting, she took a nail and hammered it into his head. This made the defeat of the Canaanites complete.
Gideon
“O my soul, consider the fleece of Gideon, and receive the dew from heaven; bend down like a hart and drink the water that flows from the Law, when its letter is wrung out for thee through study.”
Hannah and her son Samuel
“Hannah, who lovest self-restraint and chastity, when speaking to God moved her lips in praise, but her voice was not heard; and he who was barren bore a son worthy of her prayer.”
“Great Samuel, son of Hannah, was born at Ramah and brought up in the house of the Lord; and he was numbered among the judges of Israel. Eagerly follow his example, O my soul, and before thou judgest others, judge thine own works.”
Canticle Seven
Saul
“When Saul once lost his father’s asses, in searching for them he found himself proclaimed as king. But watch, my soul, lest unknown to thyself thou prefer thine animal appetites to the Kingdom of Christ.”
David
“David, the forefather of God, once sinned doubly, pierced with the arrow of adultery and the spear of murder. But thou, my soul, art more gravely sick than he. For worse than any acts are the impulses of thy will, David once joined sin to sin, adding murder to fornication; yet then he showed at once a twofold repentance. But thou, my soul, hast done worse things than he, yet thou hast not repented before God.”
Uzzah
“When the ark was being carried in a cart and the ox stumbled, Uzzah did no more than touch it, but the wrath of God smote him. O my soul, flee from his presumption and respect with reverence the things of God.”
While Saul was king and Eli was high priest, the Ark of the Covenant was stolen by the Philistines, the archenemy of the Israelites. When the Ark was brought into the Philistine’s temple where their idol was kept, the idol fell and was smashed. The Ark caused the Philistines all kinds of difficulties so they put it on a cart drawn by two oxen, and pointed the oxen toward Jerusalem. The oxen did not make it all the way to Jerusalem, but stopped about 7 miles short, at the house of a man named, Abinadab. There it stayed there until David was crowned king.
Shortly after being crowned king, David started making plans to return the Ark of the Covenant to Jerusalem. It was put in a cart drawn by two oxen. At one point the cart seemed to be tipping so Uzzah, one of the sons of Abinadab, stretched out his hand to steady the Ark. He was immediately killed.
Absalom and Ahitophel
“Thou hast heard of Absalom, and how he rebelled against nature; thou knowest of the unholy deeds by which he defiled his father David’s bed. Yet thou hast followed him in his passionate and sensual desires.
“Thy free dignity, O my soul, thou hast subjected to thy body; for thou hast found in the enemy another Ahitophel, and hast agreed to all his counsels. But Christ Himself has brought them to nothing and saved thee from them all.”
Absalom was one of the sons of David and was well respected. The Scriptures say of him: in all Israel there was none to be so much praised as Absalom for his beauty: from the sole of his foot to the crown of his head there was no blemish in him.” However, Absalom’s goodness and beauty were all on the outside. Inside he was full of pride, ambition and deceit. He rebelled and fought against his father.
Ahitophel was one of David’s counselors, and like Absalom, was highly respected. When Absalom decided to turn on his father and take over the throne, Ahitophel joined him. Together they forced David to leave Jerusalem. Ahitophel wanted to immediately pursue David before he (David) had time to gather those faithful to him. Through a series of events, Ahitophel was delayed and David rebuilt his forces. When Ahitophel saw that he was to be defeated, he set his house in order and hung himself.
We see here a foreshadowing of events which were to take place in the life of Christ almost a thousand years later. Judas betrayed Christ, just as Ahitophel betrayed David, the king. Both Judas and Ahitophel hung themselves. Psalm 54, which is read at Sixth Hour refers to these events:
“For if mine enemy had reviled me, I might have endured it. And if he that hateth me had spoken boastful words against me I might have hid myself from him. But thou it was, O man of like soul with me, me guide and my familiar friend, thou who together with me didst sweeten my repasts; in the house of God I walked with thee in oneness of mind.”
Solomon
“Solomon the wonderful, who was full of the grace of wisdom, once did evil in the sight of heaven and turned away from God. Thou hast become like him, my soul, through thy accursed life.”
Rehoboam
“O my soul, thou hast rivaled Rehoboam, who paid no attention to his father’s counselors, and Jeroboam, that evil servant and renegade of old. But flee from their example and cry to God: I have sinned, take pity on me.”
Rehoboam was a son of Solomon who became the King of Judah. Some representatives of the northern tribes came to him asking for lower taxes. Rehoboam told them that he would give his answer in three days. He spoke with his father’s counselor’s who advised him to be merciful. He then spoke with some men his own age who advised him to make the taxes even greater. He listened to the younger men, who suggested that he tell the people. “My father made your yoke heavy, but I will add to your yoke; my father chastised you with whips, but I will chastise you with scorpions”
Jeroboam was the first king of the northern kingdom, of the Kingdom of Israel. He gained his position through treason and encouraged the worship of idols.
Ahab, Jezebel and Eliiah and Zarephath
“Heaven is closed to thy, my soul, and a famine from God has seized thee; for thou hast been disobedient, as Ahab was to the words of Elijah the Tishbite. But imitate the widow Zarepheth and feed the prophet’s soul.”
Ahab was one of the kings of Israel. If you remember, after Solomon’s rule the kingdom was divided into the Kingdom of Israel in the north and the Kingdom of Judah in the south. Ahab and his wife, Jezebel encouraged the worship of many different idols. The prophet Elijah, who is also mentioned in the canon, was constantly in opposition to them. Elijah was so enraged by the blasphemers of Ahab that he prayer to God that it would not rain for three and a half years.
At one point Elijah fled because Ahab was going to kill him. God told Elijah to go to a certain widow, Zarephath. He met the widow gathering sticks in preparation for a last meal for her son and herself.
Christ referred to Elias and Zarephath, as recorded in Luke 4:25-26
Hezekiah and Manasseh (mentioned in other services)
“My days have vanished as the dream of one awaking; and so, like Hezekiah, I weep upon my bed, that years may be added to my life. But what Isaiah will come to thee, my soul, except the God of all?
“By deliberate choice, my soul, thou hast incurred the guilt of Manasseh, setting up the passions as idols and multiplying abominations. But with fervent heart emulate his repentance and acquire compunction.”
Hezekiah was one of the kings of Judah, whose capital was Jerusalem. Hezekiah was one of the good kings. He destroyed the idols that had been erected. However, at one point Jerusalem was being besieged by the Assyrians who were conquering all the surrounding area and Hezekiah was despairing. The servants of Hezekiah sought help from the prophet Isaiah. Isaiah prophesied that Jerusalem would be spared; that God would disburse the Assyrians. Hezekiah begged God for mercy and in the morning the citizens of Jerusalem looked over the city walls and saw 185,000 dead Assyrians.
Later when Hezekiah was very sick, Isaiah came to him and told him that he should set his house in order for he was indeed going to die. Hezekiah wept upon his bed and begged again God for mercy. The Lord heard him and granted him fifteen more years of life.
Manasseh was a son of Hezekiah, and therefore the next king of Judah. However, he restored the idols and was very wicked, building altars for idols in the temple itself. Once again God had to send punishment upon the people; the Assyrians captured Manasseh and took him to Babylon. There Manesseh humbled himself before God and repented. When Manasseh was released from Babylon, he tore down the idols he had previously erected and restored the temple to its proper use.
Canticle Eight
Gehazi
“O wretched soul, always thou hast imitated the polluted thoughts of Gehazi. Cast from thee, at least in thine old age, his love for money. Flee from the fire of hell, turn away from thy wickedness.”
Gehazi was the servant of the prophet Elisha. Elisha had healed a man named Naaman of leprosy. When Naaman wanted to give Elisha some money, the prophet refused. After Naaman left, Gehazi thought of a way to get some money for himself. He ran after Naaman and made up a story about Elisha having a few visitors and needing some money. Naaman gave two talents to Gehazi. Gehazi thought he had made some easy money, but when he returned to Elisha, the prophet knew what he had done and prophesied that the leprosy of Naaman would now come upon Gehazi.
Christ referred to this incident as recorded in Luke 4:27.
Uzziah
“Thou hast followed Uzziah, my soul, and hast his leprosy in double form; for thy thoughts are wicked, and thine acts unlawful. Leave what thou hast done, and hasten to repentance.”
Uzziah was one of the kings of Judah and reigned very well, conquering the pagan nations as God had directed and making many improvements in the kingdom. “But when he was strong, his heart was lifted up to his destruction” He decided one day that he could act as one of the priests and burn incense upon the altar of incense. The priests and several rulers confronted Uzziah but he rebuked them. As Uzziah continued to swing the censer in violation of the Law, his face was covered with leprosy. He died a leper.
Also mentioned are Jonah and the men of Nineveh who repented; Jeremiah, in the muddy pit; and Daniel with the three holy children in the furnace.

«Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου»

 Άγιος Εφραίμ ο Σύρος
 
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Μακαρίου Γρινιεζάκη

Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός μετανοίας
Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, είναι περίοδος μεταμόρφωσης. Ο άνθρωπος αγωνίζεται καθημερινά «τον καλόν αγώνα», που αποβλέπει στην αλλαγή, στην ολοκληρωτική πνευματική αλλοίωση των αισθήσεων, των επιθυμιών των αναγκών και της σάρκας. Μέσα από μια θαυμάσια, άνετη, ειρηνική, μυσταγωγική και προσευχητική διαδικασία όλα μεταμορφώνονται κατά την περιόδο αυτή. Γι᾽ αυτό ο καιρός του κατανυκτικού Τριωδίου, «καιρός ευπρόσδεκτος καιρός μετανοίας», είναι ξεχωριστός, γίνεται για όλους μας «ο ευλογημένος καιρός» μέσα στην τραγικότητα της ιστορίας μας, αφού αναζητούμε το άλλο, το διαφορετικό από αυτό που επαγγέλεται ο κόσμος, αφού καλλούμαστε να χορτάσουμε πνευματικά, ενώ θα πεινούμε σωματικά, αφού αισθανόμαστε το άπειρο έλεος του Θεού, ο οποίος εκουσίως πορεύεται προς τη σταύρωση, αφού τέλος, προσπαθούμε να γίνουμε κοινωνοί της χαράς της Αναστάσεως και της ωραιότητας Χριστού και Εκκλησίας. Μιας ωραιότητας μοναδικής και ανεπανάληπτης που βιώνεται μόνο όταν υπάρχει το πνεύμα και το ήθος της Σαρακοστής, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πόθος ψυχής δρυμίς και αφόρητος» για το Νυμφίο της Εκκλησίας μας Ιησού Χριστό.
Η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου που επανειλημμένα θα ακούγεται την περίοδο αυτή χαρακτηρίζεται ως η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, γιατί ακριβώς συνοψίζει όλο το πνεύμα και το ήθος αυτής της περιόδου, που είναι ασκητικό και προσευχητικό.
Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή καθίσταται στάδιο αγώνα προσωπικού και η ευχή του Οσίου Εφραίμ αποτελεί ένα κανόνα ελέγχου, ένα μέτρο αξιολόγησης του προσωπικού μας αγώνα, ο οποίος αποβλέπει στο να μας απελευθερώσει από κάποιες βασικές πνευματικές ασθένειες, που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους, ενώ προσδοκά να μας οδηγήσει στη μετάνοια, στην ελευθερία, στην εμπειρία των αρετών, που θα μεταμορφώσουν τελικά τη χριστιανική μας ζωή τον ίδιο μας τον εαυτό, αλλά και τον σύμπαντα κόσμο.
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου
Η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου ξεκινά με μια επίκληση στο Θεό, η οποία προέρχεται από τα βάθη της καρδιάς του πονεμένου και ταλαιπωρημένου ανθρώπου: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου». Με αυτή την επίκληση η αν θέλετε με αυτή την εσωτερική κραυγή συντριβής και αγωνίας ο άνθρωπος δηλώνει τη μηδαμηνότητά του, καταθέτει ενώπιον του «Κυρίου και Δεσπότου» της ζωής του ότι αισθάνεται την αμαρτωλότητά του και την αδυναμία του, ενώ εμμέσως πλην σαφώς αναγνωρίζει τον εαυτό του ως δούλο έναντι του Κυρίου του. Έτσι ο Χριστός για τον προσευχόμενο δεν καθίσταται απλά και μόνο ένας Θεός η ένας σπουδαίος άνθρωπος που πέρασε από την ιστορία του κόσμου η ακόμη ένας μεγάλος φιλόσοφος, ο οποίος πραγματοποίησε τεράστιες κοινωνικές τομές και μεταρρυθμίσεις, αλλά ο Χριστός γίνεται ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής του». Από την αρχή, επομένως, της προσευχής αυτής δίδεται το στίγμα του προσευχομένου ανθρώπου, ότι αφενός ανήκει στην Εκκλησία, αφού κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός τον οποίο επικαλείτε, και αφετέρου ότι αποδέχετε την κυριότητα του Χριστού στη ζωή του αποκαλύπτοντας δια της επικλήσεως αυτής την πίστη και την αφοσίωση στη θεότητά Του.
Η αποδοχή του Χριστού ως «Κυρίου και Δεσπότου της ζωής μας» έχει ιδιαίτερη σημασία για όλους μας κυρίως όμως γι᾽ αυτούς οι οποίοι, έχοντας την τάση της αυτονομίας και αυτοειδωλοποιήσεως, πολλές φορές χωρίζουν την ζωή τους από το Θεό, απομονώνονται και απομακρύνονται, γεγονός που δηλώνει ότι κατ᾽ ουσίαν δεν Τον αναγνωρίζουν ως «Κύριο και Δεσπότη της ζωής τους». Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος, έχοντας τη ροπή του προπατορικού αμαρτήματος, τολμά με θράσσος μέσα στην καθημερινότητά του, να αυτοανακηρύσσεται Θεός για να έχει έτσι την δυνατότητα να γνωρίσει τα πάντα και να γευτεί όλους τους καρπούς, δίχως αναστολές και ηθικούς ενδοιασμούς, αφού «χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται».
Δεν χρειάζεται βέβαια πολύς χρόνος για να διαπιστώσει κανείς ότι αυτή η απομάκρυνση από το Θεό και η προσωπική αυτονόμηση όχι μόνο δεν προσφέρει στον άνθρωπο χαρά και εσωτερική πληρότητα αλλά καταθλιπτικά περιορίζει και συνθλίψει τη ζωή του. Γι᾽ αυτό ο αυτονομημένος και εγωιστής άνθρωπος, ο αυτοθεούμενος και αυτολατρευόμενος καταντά να ζει ανελεύθερα. Οι απολαύσεις του γίνονται πόνος. Οι ηδονές του καταλήγουν σε οδύνες. Οι χαρές του είναι άγευστες. Η ζωή του όλη είναι μια κατάθλιψη χωρίς νόημα και ενθουσιασμό.
Με άνεση κατανοούνται οι παραπάνω αλήθειες εάν προχωρήσουμε στα λόγια της ευχής του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, τα οποία μας παρουσιάζουν ένα σύμπλεγμα παθών, αρνητικών στοιχείων της πνευματικής ζωής, που απομακρύνουν τον άνθρωπο από την οδό του Ευαγγελίου και την εργασία των αρετών του Αγίου Πνεύματος. Σημειώνει, επικαλούμενος τον «Κύριο και Δεσπότη της ζωής του», ο όσιος πατήρ: «Πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως», δηλαδή μη μου δώσεις Κύριε πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας.
Όπως εύκολα διαπιστώνουμε τα πάθη αυτά: η αργία, η περιέργεια, η φιλαρχία, και η αργολογία, είναι πάθη της καρδιάς και όχι του σώματος. Κι αυτό πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα, αποδεχόμενοι ότι το κείμενο της Ευχής του Αγίου Εφραίμ του Σύρου, καθώς και ολόκληρη η παράδοση της ορθόδοξης Εκκλησίας μας, δεν δίνει πρωτεύουσα σημασία στα αμαρτήματα της σάρκας, όπως λανθασμένα νομίζουμε, αλλά στα αμαρτήματα της ανθρώπινης καρδιάς. Εκεί δίδονται οι λεπτές πνευματικές μάχες και από τη διάκριση αυτή εξαρτάται το δράμα της απώλειάς μας η η ομορφιά της σωτηρίας μας.
Πνεύμα αργίας
Η πρώτη προς αποφυγή πνευματική ασθένεια που παρουσιάζεται είναι η αργία, η οποία όπως μας διδάσκουν οι πατέρες της Εκκλησίας μας είναι η πηγή κάθε κακίας και η θύρα από την οποία μπαίνουν οι δαίμονες στην καρδιά του ανθρώπου. Γι᾽ αυτό εν επιγνώσει παρακαλούμε τον Θεό να μην μας δώσει πνεύμα αργίας, που αυτόματα σημαίνει ότι δεν επιθυμούμε να γίνομε άπρακτοι, οκνηροί, νωθροί, αδρανείς η αδιάφοροι.
Η αργία, όπως και κάθε πνευματικό παράπτωμα, μας απομακρύνει από το Θεό, κυρίως όμως συνιστά μια βασική άρνηση της κλήσεώς μας και απόρριψη της ευθύνης μας να διακονήσουμε ως συνδημιουργοί του Θεού. Γνωρίζουμε ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσίν Του. Επομένως, ο άνθρωπος, επί τη βάσει των προδιαγραφών του, δημιουργεί και εργάζεται όπως τον Δημιουργό Θεό. Ο χριστιανός δεν ζει απλά μέσα στη δημιουργία, αλλά εργάζεται γι᾽ αυτήν, τη φροντίζει και έχει αναλάβει την διαχείρησή της, μια ευθύνη αρκετά υψηλή και επίπονη, παράλληλα όμως και τιμητική εφόσον κανένα άλλο δημιούργημα δεν έχει αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα.
Με αυτά τα δεδομένα αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε παθητικότητα και αδράνεια, κάθε μορφής αργία και αδιαφορία είναι φαινόμενα ξένα προς το πνεύμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αλλά και προς το ήθος της ορθόδοξης πνευματικότητας. Ο χριστιανός οφείλει να καταθέτει καθημερινά την μαρτυρία του, που πρέπει να είναι μαρτυρία δυναμική, έμπρακτη, δημιουργική, συμμετοχική στο δημιουργικό έργο του Θεού. Πόσο δυσάρεστο είναι το γεγονός να επιτρέπουμε η να αποδεχόμαστε ως πρόσωπα αλλά και ως κοινωνία η αργία να γίνεται τρόπος ζωής. Ως πρόσωπα, δυστυχώς, δεν επιθυμούμε να εργαζόμαστε, δεν χαιρόμαστε τη δουλειά, δεν έχουμε τον πόθο να μετέχουμε στην δημιουργία του κόσμου και στην ζωή του πλησίον. Κι αυτό συμβαίνει σε τέτοια βαθμό ώστε το μεγάλο αστικό πρόβλημα που παρουσιάζεται σήμερα είναι το τι θα κάνουμε τις ελεύθερες ώρες μας, γεγονός που δηλώνει ότι ταυτίζουμε τη ζωή μας με την ξεκούραση, την αργία και την απόλαυση.
Από την άλλη πλευρά η καταναλωτική κοινωνία μας έχει την τάση να μειώνει την εργασία, να αυξάνει την απόλαυση, να εξαφανίζει σχεδόν την δημιουργηκότητα του ανθρώπου και το χειρότερο να μεταποιεί τις εορτές της Εκκλησίας μας σε αργίες, που λειτουργούν ως ευκαιρίες ξεκούρασης, εκτόνοσης, διασκέδασης και απόλαυσης. Έτσι με πολλή λύπη διαπιστώνουμε ότι η Κυριακή και σχεδόν όλες οι εκκλησιαστικές εορτές για πολλούς από τους συνανθρώπους μας έχουν χάσει το σκοπό και το νοημά τους, αφού αργούμε αλλά δεν εορτάζουμε, ξεκουραζόμαστε σωματικά αλλά ασθενούμε πνευματικά. Και βέβαια ο άνθρωπος του Θεού εορτάζει αλλά δεν αργεί γιατί η αργία είναι σημείο απομόνωσης, εγωισμού και εσωστρέφειας ενώ η εορτή είναι κοινωνία με τη χαρά του Θεού, τη χαρά των Αγίων και της Εκκλησίας.
Πνεύμα περιεργείας
Η αργία ως απραξία αναπόφευκτα οδηγεί στην περιέργεια. Ήδη από τα αποστολικά χρόνια ο Απόστολος Παύλος καυτηριάζει την περίπτωση των γυναικών εκείνων που είχαν περιέργεια σημειώνοντας ότι «και αργαί.... ου μόνον δε αργαί, αλλά και φλύαροι και περίεργοι, λαλούσαι τα μη δέοντα». Είναι σαφές και μόνο από τους λόγους του Αποστόλου ότι η περιέργεια είναι ένα πάθος που εκφράζει την εσωτερική ακαταστασία και αταξία αυτού που το έχει. Γιατί ο περίεργος είναι συνεχώς συγχυσμένος, ανήσυχος και ταραγμένος. Διακατέχεται από επιπολαιότητα, αταξία, ανευθυνότητα, παραμονή στην επιφάνεια των πραγμάτων και των καταστάσεων. Ο περίεργος χάνει την προσοχή του, διασπά και εκδαπανά το νου και την καρδιά του σε αλλότρια και μη σπουδαία πράγματα, με αποτέλεσμα να χάνει την πορεία του προς τον ουρανό, να εκτροχιάζεται από το δρόμο του Ευαγγελίου, να ματαιοπονεί, και να εγκλωβίζει την καρδιά του σε ανούσια και ανώφελα θέματα.
Πέραν τούτων όμως η περιέργεια δηλώνει ότι ως άνθρωποι δεν έχουμε γνώση του εαυτού μας, γι᾽ αυτό με άνεση εγκαταλείπουμε τα δικά μας θέματα, τα προβλήματά μας, τα πάθη μας και τις αμαρτίες μας, τις υποχρεώσεις μας και τις εργασίες μας και με τρόπο αυθάδη και κυνικό εισερχόμαστε στη ζωή των άλλων. Έτσι, το πάθος αυτό της ψυχής μας αιχμαλωτίζει στον πειρασμό της κρίσεως και της κατακρίσεως, του χλευασμού και της γελειοποιήσεως των άλλων, αφού δεν εργαζόμαστε για τους άλλους, αλλά περιεργαζόμαστε τους άλλους.
Πνεύμα φιλαρχίας
Το να εγκαταλείπει κανείς τον εαυτό του και να ασχολείται με αλλοτρια πράγματα είναι καθαρά δείγμα εγωισμού. Για το λόγο αυτό το επόμενο πάθος που παρακαλούμε τον «Κύριο και Δεσπότη της ζωής μας» να απαλλαγούμε είναι η φιλαρχία. «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας μη μοι δως».
Η φιλαρχία είναι η οίηση, η υπερηφάνεια, η φιλοδοξία για αρχηγία, η δίψα για εξουσία και η αγωνία για καταδυνάστευση. Πρόκειται για ένα πάθος που κυριεύει τον άνθρωπο όταν αυτός χάσει την αυτογνωσία του και την κυριαρχία πάνω στον εαυτό του. Μάλιστα η φιλαρχία συνιστά το αποτέλεσμα των δύο παθών που αναφέρθηκαν προηγουμένως: της αργίας και της περιεργείας, γιατί οι αργοί και οι περίεργοι επιθυμούν να καλύψουν την ένδειά τους και τα εσωτερικά τους κενά με το να θέλουν να γίνουν φίλαρχοι. Αιχμαλωτίζονται σε μια ζωή που φθείρεται στην αργία και την οκνηρία, ενώ παράλληλα εγκλωβίζονται στην περιέργειά τους για τα θέματα των άλλων κι αυτή η νοσηρή κατάσταση αναπόφευκτα οδηγεί στην απομόνωση, στην ευτέλεια, στην υπερηφάνεια, στον εγωισμό, στην φιλαυτία και στην φιλαρχία.
Η αργία, η περιέργεια και η φιλαρχία κλονίζουν τη σχέση μας με το Θεό και τον πλησίον. Κι όταν αυτή η σχέση διαστρέφεται «τότε αναγκαστικά ωθούμαστε να αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα πρόσωπα των άλλων και στο πρόσωπο του Θεού. Η ζωή μας χωρίς Θεό η δίχως άφθαρτα αγαθά, εκ των πραγμάτων θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική και αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι θα πρέπει να γίνονται τα μέσα για τη δική μας αυτοϊκανοποίηση η φιλοδοξία. Αν ο Θεός δεν είναι ο Κύριος και Δεσπότης της ζωής μας, τότε το εγώ μας είναι αυτό που θα γίνει ο Κύριος και Δεσπότης της ζωής μας, το απόλυτο κέντρο του κόσμου μας, το μοναδικό μέτρο όλων των πραγμάτων, με βάση τις δικές μας ανάγκες, ιδέες, επιθυμίες και κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μας αμαρτία στις σχέσεις μας με τους άλλους, αφού συνήθως απαιτούμε την υποταγή των άλλων σε μας».
Ωστόσο, η φιλαρχία συνιστά τελείως διαφορετική έννοια από αυτήν της αρχής. Η φιλαρχία είναι η νοθευμένη και διεστραμμένη μορφή της αρχής. Γιατί η αρχή είναι χάρισμα που προέρχεται από την κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν δημιουργία του ανθρώπου. Κατά την Ορθόδοξη Θεολογία το να άρχουμε είναι διακονία, είναι θυσία είναι προσφορά και ευλογία. Ο άρχων χαίρεται τους καρπούς του πόνου και της θυσίας και όχι τη δόξα του αξιώματός του, ενώ επιδιώκει τη φροντίδα και τη μέριμνα για όλους τους άλλους αγνοώντας την δική του απόλαυση, άνεση και ξεκούραση. Γι᾽ αυτό πολύ σοφά θα σημειώσει ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: «Ουκ έστι κακόν το άρχειν, αλλ᾽ η φιλαρχία, ουδέ η δόξα αλλ᾽ η φιλοδοξία και χείρων ταύτης κενοδοξία».
Πνεύμα αργολογίας
Το τελευταίο πνευματικό εμπόδιο που αναφέρεται στην ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου είναι η αργολογία. Και αναφέρεται στο τέλος των προς αποφυγήν παθών όχι διότι είναι υποδεέστερο των άλλων αλλά ακριβώς διότι η αργολογία είναι το πιο διαδεδομένο πνευματικό νόσημα των ανρθώπων, ακόμη και των ανθρώπων της Εκκλησίας.
«Αργολογία σημαίνει να φλυαρούμε υπέρμετρα η απεριόριστα, να εκστομίζουμε λέξεις που δεν είναι λόγοι καρδιάς, να λέμε λόγους κενούς, μάταιους, μωρούς, ευτράπελους, κατακριτικούς, άσαρκους και ανεύθυνους, χωρίς επίγνωση και σεβασμό στον άνθρωπο και τη ζωή του. Ο λόγος ασφαλώς είναι από τα πιο χαρακτηριστικά θεία χαρίσματα του ανθρώπου, που μπορεί όμως να διαστραφεί και να μεταστραφεί σε τρομακτικό κίνδυνο, σε όπλο καταστροφικό, αφού μπορεί να γίνει συκοφαντία, κατάκριση, ύβρη, βλασφημία, αίρεση κι έτσι να οδηγήσει στην πτώση και την καταδίκη τον άνθρωπο. Ο λόγος όταν δεν χωρίζεται από την θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του είναι λόγος παρακλήσεως, επικλήσεως, ικεσίας, δοξολογίας και ευχαριστίας, όταν όμως χωριστεί από το Θεό τότε μπορεί να καταντήσει λόγος αργός και να γίνει ακριβώς αργολογία».
Οι πατέρες της Εκλκησίας μας και κυρίως οι πατέρες της ασκήσεως όχι μόνο δεν αγαπούσαν την αργολογία αλλά αντιθέτως χρησιμοποιούσαν τον λόγο όταν αυτό που επρόκειτο να πουν ήταν πιο πολύτιμο από τη σιωπή. Γι᾽ αυτό εκείνο που εκφράζει την ορθόδοξη παράδοση δεν είναι η διδασκαλία των λόγων αλλά η διδασκαλία των έργων, δηλαδή η μαρτυρία της ζωής μας την οποία τόσο έχει ανάγκη η σημερινή κοινωνία μας.
Η παράκληση που απευθύνουμε στο Θεό: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως» προσβλέπει στο να μας εισαγάγει στην εμπειρία και στο βίωμα της Εκκλησίας και όχι στη θεωρία και στο στεγνό συναίσθημα, που δεν αναζωογονούν την ψυχή και δεν μεταμορφώνούν τον άνθρωπο. Γι᾽ αυτό στη συνέχεια της ευχής παρακαλούμε το Θεό, τον «Κύριο και Δεσπότης και Βασιλέα της ζωής μας», να μας χαρίζει «πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης», στοιχεία απαραίτητα για την εν Χριστώ μεταμόρφωση του ανθρώπου.
Πνεύμα σωφροσύνης
Η πρώτη από αυτές τις αρετές που προτείνεται είναι η σωφροσύνη που σημαίνει «να έχει κανείς σώο φρόνημα, σεμνότητα, κοσμιότητα, νηφαλιότητα, σοφία, εγκράτεια, ακεραιότητα, αγνότητα ψυχής και σώματος. Η σωφροσύνη είναι το αντίδοτο της αλογίας, της παραφροσύνης, της αθεΐας, της ακολασίας, της ρυπαρότητας και της αθλιότητας, με τα οποία είναι πλήρης ο οίκος του άφρονος ανθρώπου και δι᾽ αυτού πλήρης ο οίκος της αλόγου κοινωνίας μας».
Ο σημερινός κόσμος φαίνεται να απεχθάνεται την σωφροσύνη, γι᾽ αυτό επιδιώκει μόνο την άνεση, επικροτεί τον πολιτισμό των απολαύσεων, της ευμάρειας και της ευημερίας, επιδιώκει σκανδαλωδώς τις ηδονές της σάρκας και ανέχεται την διαστροφή του καταναλωτισμού. Λείπει παντελώς από τον κόσμο μας η εγκράτεια, η νηστεία, το μέτρο, δηλαδή η σωφροσύνη. Γι᾽ αυτό ο άνθρωπος καλείται δια της επικλήσεως: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου χάρισαί μοι τω δούλω πνεύμα σωφροσύνης», που σημαίνει ότι «καλείται να απαλλαγεί από ακάθαρτους και αισχρούς λογισμούς, από σαρκικές επιθυμίες και ηδονές, από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος, από κάθε απρεπές βλέμμα και άτακτο γέλιο, από κάθε ακολασία και αφροσύνη καρδιακή». Και τονίζεται ιδιαίτερα η αποχή από κάθε ακολασία και αφροσύνη καρδιακή διότι όπως προαναφέρθηκε η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου έχει να κάνει με την καλλιέργεια του έσω ανθρώπου. Εξάλλου, σωφροσύνη δεν είναι μόνο η αποχή από την πορνεία και τα σαρκικά αμαρτήματα, αλλά η αποχή όλων των κακών επιθυμιών και παθών, όπως είναι η φιλοχρηματία, η φιλαργυρία, η πλεονεξία, η εσωστρέφεια και γενικά όλα τα πάθη που μας απομακρύνουν από το Θεό και μειώνουν την αγάπη μας για τον πλησίον.
Πνεύμα ταπεινοφροσύνης
Για να υπάρξει σωσφροσύνη πρέπει απαραίτητα να υπάρχει ως βάση η ταπεινοφροσύνη και αντίθετα δεν μπορεί να υπάρξει ταπεινοφροσύνη δίχως την προϋπόθεση της σωφροσύνης. Είναι δύο αρετές αλληλένδετες και άμεσα συνδεδεμένες όπως το φως με τη θερμότητα. Όπου υπάρχει φως υπάρχει και θερμότητα και όπου υπάρχει θερμότητα υπάρχει και φως.
Η ταπεινοφροσύνη είναι η δεύτερη στη σειρά των αρετών που επικαλούμαστε δια της ευχής του Οσίου Εφραίμ: «Πνεύμα δε σωφροσύνης και ταπεινοφροσύνης χάρισαί μοι τω σω δούλω». Πρόκειται για το αντίθετο της υπερηφανείας, της αλαζονείας, της επάρσεως, της οιήσεως, της κενοδοξίας, της αυτοδικαιώσεως, του εωσφορικού εγωισμού. Η ταπεινοφροσύνη ταυτίζεται με την επίγνωση του εαυτού μας, με το αίσθημα της αμαρτωλότητάς μας, με το ταπεινό φρόνημα, που εκφράζεται και συνοδεύεται από συντριβή και μετάνοια για τα λάθη και τις αμαρτίες μας.
Η ταπεινοφροσύνη είναι η αρετή που προσελκύει τη χάρη του Θεού αφού «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Οι πατέρες της Εκκλησίας μας με σαφήνεια μας διδάσκουν ότι ταπεινοφροσύνη δεν είναι απλώς και μόνο η κακουχία του σώματος, την οποία μπορεί να έχουν κάποιοι αλλά παράλληλα να μην είναι ταπεινοί.
Ταπεινοφροσύνη δεν έχει κάποιος όταν από ανάγκη η από συμφέρον ταπεινώνεται, ακόμη δεν είναι ταπεινοφροσύνη το να μεμψημιρεί κανείς με τον εαυτό του νομίζοντας ότι είναι αμαρτωλός, ενώ την ίδια στιγμή επιμένει να είναι αμετανόητος για τις αμαρτίες του και τα λάθη του. Και βέβαια ταπεινοφροσύνη δεν είναι η ταπεινοσχημία, δηλαδή το να υποδύεται κανείς την ταπείνωση. Η ταπεινοφροσύνη είναι φρόνημα καρδιακό, που σημαίνει ότι ο ταπεινός άνθρωπος αναγνωρίζει τις αρετές του και τα χαρίσματά του και τα ανάγει στο Θεό παράλληλα όμως αντιλαβμάνεται τις αδυναμίες του και τα λάθη του τα οποία δίχως καμιά δυσκολία αποδίδει στον εαυτό του.
Πνεύμα υπομονής
Καρπός της ταπεινοφροσύνης είναι η υπομονή γιατί αν δεν έχεις ταπεινοφροσύνη δεν μπορείς να υπομείνεις, να μείνεις ατάραχος και σταθερός, να ελέγχξεις τις δυνάμεις σου αλλά και τις αδυναμίες σου. Ο υπομένων είναι αυτός που καρτερικά αφήνεται στο Θεό και αναμένει να έρθει η ώρα του Θεού για να εκπληρωθεί το θέλημά Του, που είναι προς το συμφέρον της ψυχής του. Κι η ώρα αυτή του Θεού μπορεί να καθυστερήσει και να χρειαστεί πολλή υπομονή.
Με άνεση κατανοείται αυτή η μεγάλη αλήθεια αν μάλιστα θυμηθούμε την περίπτωση του παραλύτου της Βηθεσδά, ο οποίος για τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια υπέμεινε το σταυρό της δοκιμασίας του. Όμως μετά από τόσα χρόνια υπομονής έφτασε η ώρα του Θεού. Η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου παρακαλεί τον «Κύριο και Δεσπότη της ζωής μας» να μας χαρίσει, μετά από την σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, την υπομονή. Γιατί η υπομονή είναι η δύναμη που θα βοηθήσει τον καθένα από μας να αναμένει καρτερικά την ώρα του Θεού η οποία μπορεί να είναι μετά από τριανταοκτώ χρόνια όπως συναίβει στον Παράλυτο, μπορεί να είναι αύριο, μπορεί να είναι τώρα, αλλά μπορεί να είναι και πέντα λεπτά πριν σφραγίσουμε τα μάτια μας σ᾽ αυτόν τον κόσμο.
Εξάλλου όλοι γνωρίζουν από προσωπική εμπερία ότι η υπομονή δοκιμάζεται στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής, στις ασθένειες, στον καρκίνο, στις θλίψεις και τις δοκιμασίες, σε κάθε στιγμή που καλούμαστε να σηκώσουμε το σταυρό μας και να ακολουθήσουμε το δρόμο του Θεού που είναι σταυρικός, στενός, ενδεχομένως τεθλιμένος και σίγουρα όχι άνετος.
Πνεύμα αγάπης
Η υπομονή οικοδομεί. Είναι στοιχείο καλής επικοινωνίας, συμβάλει στην προαγωγή των ανθρωπίνων σχέσεων κυρίως όμως ενισχύει το σύνδεσμο της αγάπης. Οι αρετές για τις οποίες ήδη αναφερθήκαμε κορυφώνονται και τελειώνονται με την αγάπη που είναι η τελευταία στην επίκληση του Οσίου Εφραίμ. «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τω σω δούλω». Η αγάπη είναι η αρχή και το τέλος της πνευματικής ζωής. Χωρίς αυτήν ο αγώνας μας είναι ατελής, δεν επιφέρει καρπούς πνευματικούς.
Η αγάπη είναι το τελευταίο χάρισμα που ζητά ο πιστός αλλά ουσιαστικά επειδή αυτή αποτελεί το επιστέγασμα των αρετών έρχεται στο τέλος για να κατανοήσουμε προσευχητικά ότι όλες οι αρετές είναι χριστιανικές και καρποφόρες ανάλογα με το βαθμό που μετέχουν και εκφράζουν την αγάπη.
Κύριο γνώρισμά της είναι η άνευ όρων θυσία του ενός για τον άλλο. Θυσία σε τέτοιο βαθμό που μόνο ο θάνατος μπορεί να περιορίσει. Ακόμη και το πρόσωπο του εχθρού πρέπει να αγαπήσουμε, αφού ο αγαπών άνθρωπος παραιτήται από κάθε δικαίωμα και κάθε διεκδίκηση και αξίωση για τον εαυτό του. Στην ασκητική φιλοσοφία η διεκδίκηση του δικαιώματος μας χωρίζει από το Θεό και μας εγκλωβίζει στον εαυτό μας γιατί αποτελεί έκφραση εγωισμού. Και βέβαια εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι ο κόσμος που διεκδικεί μετά μανίας τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα, στο βάθος αγωνίζεται για την ανισότητα. Έτσι παρατηρούμε ότι οι ισχυροί της Γης σήμερα μιλούν για ισότητα, ευημερία και ειρήνη αλλά από την άλλη ανέχονται η στη χειρότερη περίπτωση οι ίδιοι δημιουργούν την ένδοια, την φτώχεια, την πείνα, το ρατσισμό, την σπατάλη, τον πόλεμο, τον καπιταλισμό και τον πλουτισμό. Μιλούν για ανθρώπινα δικαιώματα αλλά προσπαθούν να επιβάλλουν τη δικαιοσύνη με τη θυσία των άλλων αλλά όχι τη δική τους.
Τίποτε δεν υπάρχει στην Εκκλησία και στη Θεολογία που να μην πηγάζει από την αγάπη. Ο Θεός κυρίως και πρωτίστως είναι αγάπη. Η ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού δηλώνει την κενωτική Του αγάπη για τον άνθρωπο. Ο σταυρός είναι δείγμα θυσιαστικής αγάπης. Η ύπαρξη και η σύσταση της Εκκλησίας μας είναι δείγμα προνοητικής αγάπης. Η κάθοδος του Παναγίου Πνεύματος δηλώνει την χαρισματική αγάπη του Θεού στον κόσμο και στον άνθρωπο.
Εμείς αγιαζόμαστε και σωζόμαστε κατά χάριν μόνο όταν μετέχουμε στην αγάπη του Θεού, η οποία πρέπει να τονίσουμε δεν συνιστά ένα ιδίωμα η μια ενέργεια του Θεού αλλά το Είναι Του. Γι᾽ αυτό η Ευαγγελική αγάπη συνίσταται στο να δίνεις κυρίως τον εαυτό σου στον άλλο. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και προσθέτει παρακάτω ότι «μείζονα ταύτης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Η αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει στην απομόνωση αλλά προϋποθέτει τον άλλο, τον πλησίον. Κι όποιος αγαπά προσλαμβάνει τον πλησίον, ενστερνίζεται τη ζωή του και δίνει αυτό που είναι και όχι αυτό που έχει.
Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου
Για να αποκτήσει κάποιος την αγάπη πρέπει να αρχίσει να βλέπει τον εαυτό του εις βάθος και να σταματήσει να ασχολείται με τους άλλους. «Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου» είναι το τελευταίο μέρος των ικεσιών προς το Θεό της προσευχής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η αναφορά αυτή είναι μία έμεση νύξη για μετάνοια και συγχώρηση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η ευχή του Αγίου Εφραίμ, ακούγεται για πρώτη φορά στον Κατανυκτικό Εσπερινό, την Κυριακή της Τυρινής, που είναι γνωστή σε όλους τους χριστιανιούς ως η Κυριακή της συγχώρησης.
Είναι σαφές ότι η στροφή στον εαυτό μας η οποία πραγματοποιείται με την όραση των εμών πταισμάτων, αποτελεί την αρχή της σωτηρίας, γιατί βλέποντας τον πραγματικό μας εαυτό που είναι αμαρτωλός, γεμάτος πάθη και αδυναμίες, συνειδητοποιούμε ότι το μόνο που μπορεί να μας σώσει είναι το έλεος και η φιλανθρωπία του Θεού. Όποιος αγνοεί τα δικά του σφάλματα είναι τυφλός πνευματικά. Οποιος κατακρίνει τον αδελφό του σημαίνει πως βλέπει μόνο τα σφάλματα του πλησίον και όχι τα δικά του και επομένως έχει φρόνημα φαρισαϊκό. Ακόμη κι αν διαπιστώνουμε λάθη και αδυναμίες στον άλλο, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο πλησίον δεν είναι ο άγνωστος, ο ξένος, ο εχθρός, ο αντίδικος αλλά ο αδελφός μας, ο φίλος μας. Είναι η χαρά μας. Ο πλησίον είναι το μέσο για να δούμε το Θεό και να γευτούμε την τρυφή του Παραδείσου. Η κρίση και η κατάκριση εκφράζουν εωσφορικό εγωισμό και εσωτερική ακαταστασία. Είναι δείγμα αυθάδειας και ελειψης σεβασμού προς το Δημιουργό, αφού εμείς επιχειρούμε να οικειοποιηθούμε το έργο της κρίσεως που ανήκει στο Θεό, ένα έργο το οποίο γίνεται εγκληματικό όταν περιορίζεται στα όρια της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Γιατί ο Θεός είναι μεν κριτής, αλλα στην κρίση Του υπερισχύει η αγαθότητα και όχι η δικαιοσύνη.
Κατά συνέπεια το βάρος σύμφωνα με τον συγγραφέα της ευχής πέφτει στο να βλέπουμε τα δικά μας πταίσματα και όχι του πλησίον που είναι ο αδελφός μας. Πρωταρχικό και επείγον είναι να αποκτήσουμε επίγνωση και αυτομεμψία, να αποκτήσουμε την ευλογημένη αρετή του αυτοελέγχου των αδυναμιών και αμαρτιών μας. Είναι σωτήριο να μην κατακρίνουμε. Ακόμη και αν με τα ίδια μας τα μάτια δούμε κάποιον να αμαρτάνει ας μην τον καταδικάσουμε αλλά ας καλύψουμε στοργικά και σιωπηλά το σφάλμα του αδελφού μας. Είναι χαρακτηριστική εν προκειμένω η αναφορά του Γεροντικού: «Έλεγον περί του Αββά Μακαρίου ότι γέγονε θεός επίγειος, ότι ώσπερ εστίν ο Θεός σκεπάζειν τον κόσμον, ούτω γέγονεν ο Αββάς Μακάριος, σκεπάζειν τα ελαττώματα, α έβλεπεν ως μη βλέπων και α ήκουεν ως μη ακούων».
Ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων
Η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής θα ακούγεται καθημερινά στους Ορθόδοξους ναούς μας πολλοί δε από μας θα την ψελλίζουν με το στόμα και θα την αισθάνονται με την καρδιά τους. Η ευχή αυτή εκφράζει το ασκητικό φρόνημα που πρέπει να έχουμε αυτή την περίοδο και περικλείει το ορθόδοξο ήθος της Εκκλησίας μας. Θα πορευθούμε μέχρι τη Ανάσταση έχοντας συντροφιά αυτή την ευχή και καθημερινά θα παρακαλούμε το Θεό να μας ελεήσει με την απαλλαγή των παθών και να μας ευλογήσει με τη δωρεά των αρετών.
Η ευχή ολοκληρώνεται με την προσφορά της ευχαριστίας προς τον Θεό: «ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων». Και είναι σα να λέει ο Όσιος Εφραίμ: μετά την ικεσία μου να απαλλαγώ από τα πάθη της αργίας, της περιεργείας, της φιλαρχίας και της αργολογίας, μετά από τη θερμή μου παράκληση να βιώσω το υπόλοιπο της ζωής μου με σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, υπομονή και αγάπη, και όταν τελικά καταφέρω να έλθω εις εαυτόν και αρχίσω να βλέπω τα εμά πταίσματα δίχως να κατακρίνω τον αδελφό μου, τότε θα είμαι έτοιμος εν ευγνωμοσύνη πολλή να ευχαριστήσω και να δοξολογήσω το Θεό λέγοντας «ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων».
Ο Χριστός είναι ο Κύριος και Δεσπότης και Βασιλεύς της ζωής μας, είναι όμως και «ο ευλογητός των αιώνων». Κι αυτό είναι σημαντικό διότι για να φτάσει κάποιος να χαρακτηρίζει έτσι το Θεό σημαίνει ότι έχει αρχίσει την πνευματική του εργασία και πορεύεται σταυρωαναστάσιμα, μετανοόντας για τα πλήθη των πεπραγμένων του δεινών. Αντιλαμβανόμαστε ότι η ευχή αρχίζει αλλά και τελειώνει με το όνομα του Θεού. Έτσι και ο κάθε πιστός αρχίζει την εν επιγνώσει πορεία του προς το Θεό, με το Θεό, ο οποίος αποτελεί έκφραση της βεβαιότητας και ελπίδα για τη σωτηρία του.
Τον Θεό φωνάζουμε, Αυτόν ποθούμε, επιθυμούμε να μας αποκαλυφθεί, προσβλέπουμε να γίνει ο ελευθερωτής μας, παρακαλούμε να πλουτίσει τη φτώχεια μας και να μας γεμίσει με χαρά ανεξάντλητη, όπως είναι η χαρά της Αναστάσεως, γιατί Αυτός είναι «ο ευλογητός εις τους αιώνας των αιώνων».
Αμήν.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...