Saturday 19 July 2014

Η χήρα της Σαρεπτά.

 

Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλη

(1940-2009)

   Στην εποχή των προφητών υπήρχε κοντά στην Σιδώνα την πρω­τεύουσα της  Φοινίκης η Σαρεπτά, μία πόλις γνωστή από τον βίο τού προφήτου Ηλία. Σ”  αυτήν κατοικούσε στα χρόνια αυτού τού προφήτου μία γυναίκα στολισμένη με εξαίρετες αρετές. Ο ίδιος ο Κύριος σε κά­ποια ομιλία του στη Ναζαρέτ  μνημόνευσε την ευλογημένη αυτή ψυχή με τα εξής λόγια: «Πολλές  γυναίκες χήρες υπήρχαν στα χρόνια τού Ηλία στα κράτος τού Ισραήλ, όταν  επί τριάμιση έτη κλείσθηκε ο ουρα­νός και έπεσε μεγάλη πείνα σ” όλη την  γη, αλλά σε καμμία από αυτές δεν εστάλη ο Ηλίας παρά στην Σαρεπτά της  Σιδωνίας σε γυναίκα χήρα».

Μία απλή και άσημη γυναίκα τού λαού μπορεί να κρύβη μέσα της τέτοιο  πνευματικό μεγαλείο που να το θαυμάζουν oι ουρανοί. Εδώ στην προκειμένη  περίπτωσι επρόκειτο και για γυναίκα που δεν άνηκε στον περιούσιο λαό τού Θεού. Καμμία φορά το διαμάντι το βρίσκεις εκεί που δεν το περιμένεις.

Ας παρακολουθήσουμε όμως από κοντά τα πράγματα για να αντικρύσουμε μία – μία τις αρετές της μακαρισμένης αυτής υπάρξεως.

Κατόπιν προσευχής τού προφήτου Ηλία ο ασεβής και ειδωλολά­τρης Ισραηλιτικός  λαός επλήγη με φοβερή ανομβρία. Η επιβίωσις ανθρώπων και ζώων κατάντησε  προβληματική. Τον πρώτο καιρό της ανυδρίας ο Ηλίας βρισκόταν κοντά στην  Ιεριχώ στον χείμαρρο Χορράθ. Σαν στέρεψε το νερό τού χειμάρρου, έλαβε  παραγγελία από τον Ουρανό:

— Σήκω,  άφησε τούτον τον τόπο και κατευθύνσου προς την Σα­ρεπτά της Σιδωνίας.  Εκεί έχω δώσει εντολή σε μια χήρα γυναίκα να σε διαθρέψη.

Στα λόγια τού Κυρίου ο πύρινος προφήτης δεν πρόβαλε καμμία ένστασι. Χωρίς  διόλου να καθυστερήση πήρε τον δρόμο για την Σαρεπτά. Η απόστασις δεν  ήταν ευκαταφρόνητη. Οπωσδήποτε δύο – τρεις ημέρες θα πεζοπορούσε. Και  βέβαια θα λάμβανε και προφυλάξεις να μη τον ιδουν και το αναγγείλουν  στον Αχαάβ, τον ασεβέστατο αυτόν Βασιλέα, που «έπνεε μένεα» εναντίον  του.

Κατάκοπος από την πεζοπορία αντίκρυσε κάποια φορά τα τείχη της Σαρεπτά. (Τότε  βλέπετε κάθε πόλις περιβαλλόταν με τείχη. Επάλ­ξεις, πύργοι, πύλες. Και  oι πύλες της δεν ήταν πάντοτε ανοιχτές. Μόλις έπεφτε η νύχτα  αμπαρώνονταν). Ο άνθρωπος τού Θεού πλησίασε προς την κεντρική πύλη της  πόλεως. Αντίκρυσε εκεί μία γυναίκα που όλο έσκυβε και κάτι περισυνέλεγε.  Μάζευε ξύλα για την φωτιά. Φωτι­σμένος από το Πνεύμα τού Θεού όπως  ήταν, θα κατάλαβε ότι αυτή ή­ταν η χήρα για την οποία τού έκανε λόγο ο  Κύριος. Αν πράγματι είχαν έτσι τα πράγματα, θα έπρεπε να δοξάση τον Θεό,  που πριν ακόμη μπη στην πόλι συνάντησε το επιζητούμενο πρόσωπο.

Ηταν εξαντλημένος. Έπεφτε κάτω από την δίψα και την πείνα· περισσότερο από  την δίψα που επαυξήθηκε από την μεγάλη οδοιπορία. Πριν λοιπόν πλησιάση  την γυναίκα, της φώναξε από πίσω δυνατά:

 Φέρε μου σ’ ένα δοχείο λίγο νερό να πιώ.

Εκείνη γύρισε πίσω προς το μέρος από όπου ακούσθηκε η φωνή και είδε έναν  παράδοξα ντυμένο άνθρωπο, με την μηλωτή και την ζώ­νη, αδύνατο, σαν  άγριο αλλά και σαν άγιο. Ίσως να κατάλαβε ότι ήταν υπηρέτης τού Θεού. Η  Γραφή δεν το διευκρινίζει αυτό. Από μία φράσι όμως της γυναίκας πιο κάτω προς τον Προφήτη «ζη Κύριος ο Θεός σου», φαίνεται ότι είχε καταλάβει τι πρόσωπο είχε απέναντί της. Χωρίς καμμία αντίρρησι, η γυναίκα ξεκίνησε  προς την πόλι, προς το σπίτι της για να τού φέρη νερό. Η ευγένειά της  και η προθυμία της εντυπωσία­σαν τον Ηλία. Αν προηγουμένως είχε  αμφιβολίες, τώρα θα πείσθηκε ότι επρόκειτο για το πρόσωπο που τού μίλησε ο Θεός.

Για να νοιώσουμε τα ευγενικά και φιλάνθρωπο αισθήματα αυτής της γυναίκας πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: Πρώτο, ότι ήταν χήρα. Είχε χάσει τον άνδρα της, και αγωνιζόταν μόνη της σ” αυτή την φοβερή περίοδο της ανομβρίας και ξηρασίας να κρατήση στην ζωή τα παιδιά της. Δεύτερο, ότι τα τρόφιμα που είχε βρίσκονταν στο τέλος. Της απέ­μειναν τόσα, όσα μπορούσαν να τους κρατήσουν στην ζωή μερικές ώ­ρες ακόμη. Και ενώ είχε χάσει τον άνδρα της, θα έχανε σε λίγο από την πείνα και τα παιδιά της καθώς και την δική της την ζωή. Κάτι τέτοιες σκληρές καταστάσεις ζαλίζουν και αγριεύουν τον άνθρωπο, και αν εσύ αυτή την ώρα τού ζήτησης νερό, σου απαντά:

 Δεν με αφήνεις ήσυχο. Εγώ και η οικογένειά μου βαδίζουμε προς τον θάνατο,  πεθαίνουμε. Κι εσύ μου λες να σου κουβαλήσω νερό. Άφησε με ήσυχο στο  δράμα μου.

Καθώς η χήρα ξεκίνησε να φέρη το νερό, σε λίγο ακούγεται δεύ­τερο αίτημα.  Τούτο ήταν βαρύ. Θα το σήκωνε άραγε ο ώμος της γυναί­κας; Φώναξε πάλι  δυνατά:

 Φέρε μου και ψωμί στο χέρι σου.

Τότε εκείνη ταπεινά και ευγενικά τού εξηγεί την αθλία κατάστασή της:

 Είναι ζωντανός ο Κύριος ο Θεός σου. (Αυτό φαίνεται σαν ομολογία τού αληθινού  Θεού και σαν όρκος). Δεν υπάρχει σπίτι μου ψωμί. Μόνο μια χούφτα αλεύρι  στο κιούπι και λιγάκι λάδι στο ελαιοδοχείο. Και μαζεύω δύο ξύλα να  φτιάξω μία λαγάνα για μένα και τα παιδιά μου να φάμε και να πεθάνουμε.

Στην συνέχεια ακούγεται επιβλητική η φωνή τού Προφήτου.

—  Έχε θάρρος! Μην απελπίζεσαι. Πήγαινε σπίτι σου. Κάνε αυτά που είπες.  Αλλά ψήσε πρώτα μία μικρή λαγάνα για μένα και φέρ” την εδώ. Έπειτα  ψήνεις για σένα και τα παιδιά σου. (Και κάνοντας πιο επί­σημο τον τόνο της φωνής του, συνέχισε). Διότι αυτά τα λόγια λέει ο Κύριος:  «Το κιούπι με το αλεύρι δεν θα τελειώση και το ελαιοδοχείο με το λάδι  δεν θα λιγοστέψη, μέχρις ότου ο Κύριος δώση βροχή στην γη».

Απαιτήσεις περίεργες. Λόγια απροσδόκητα και απίθανα. Άραγε θα τα υιοθετούσε η  γυναίκα; Θα συμμορφωνόταν μ’ αυτά; Θα πίστευε στα παράδοξα λόγια τού  Ηλία; Ή θα έλεγε: «Αν είναι άγιος και αγαπη­τός στον Θεό, γιατί  υποφέρει κι αυτός από πείνα και δίψα, και ζητια­νεύει; Και γιατί δεν  παρακαλεί τον Θεό να λύση την ανομβρία; Και γιατί να θέλη να φτιάξω  πρώτα σ” αυτόν λαγάνα; Και που ακούσθηκε να μη στερεύη το λάδι και το  αλεύρι;».

Τίποτε απ” όλα αυτά δεν τάραξαν την σκέψι της. Δεν αμφισβήτησε τον προφητικό  λόγο τού Ηλία, σχετικά με την τύχη τού αλεύρου και τού λαδιού. «Και επορεύθη και εποίησε».  Πήγε στο σπίτι της, άναψε φωτιά, έφτιαξε πρώτα μία λαγάνα για τον  Προφήτη. Κατόπιν έφτιαξε για τον εαυτό της και τα παιδιά της.

Ο Ηλίας ήπιε νερό, έφαγε την λαγάνα και δόξασε τον Θεόν. Είχε τόσο καιρό  να βάλη κάτι στο στόμα του. Οι χαμένες δυνάμεις του ανασυγκροτήθηκαν.

Λένε  oι ερμηνευτές ότι επίτηδες το οικονόμησε έτσι το πράγμα ο Θεός να μείνη για πολύ καιρό νηστικός, για να καταλάβη πόσο φοβερές συνέπειες είχε η  ανομβρία που επιβλήθηκε στο λαό. Και για να σκεφθή πως κάποτε έπρεπε να  παρακαλέση τον Κύριο να λύση αυτό το κακό.

Στην συνέχεια έψησε η γυναίκα λαγάνα για τον εαυτό της και τα παιδιά της.  Έφαγαν κι αυτοί. Αν δεν παρεμβαλλόταν η επίσκεψις τού Προφήτου, αυτή θα  ήταν η τελευταία τροφή τους. Μετά, μητέρα και παιδιά, θα ετοιμάζονταν  για τον τάφο. Να όμως, που στην κρίσιμη ώρα επισκέφθηκε το σπίτι της ο  άνθρωπος τού Θεού. Έγινε φιλοξενούμε­νός της. Και αυτή τού παρεχώρησε το  «υπερώο» για διαμονή, το δώμα, το πιο ψηλό και πιο ζηλευτό δωμάτιο. Και η ευλογία τού Θεού έπεσε ά­φθονη στο δοχείο τού λαδιού και στο αλεύρι,  ώστε να μη λιγοστεύουν. Κατάλαβε η χήρα πως υπάρχει Κάποιος στον ουρανό  που προστατεύει τις χήρες και τα ορφανά που στις κρίσιμες στιγμές  παρεμβαίνει και τους σώζει από τον όλεθρο.

Κατενόησε επίσης πως ο Θεός τού Ηλία ήταν πραγματικός, ενώ οι δικοί τους  ψεύτικοι. Και ένοιωθε πως ο φιλοξενούμενός της ήταν φίλος τού αληθινού  Θεού, Αγιος και θαυματουργός. Ο λόγος του βγήκε αληθινός. Πράγματι το  έβλεπε και δεν το πίστευε: Το κιούπι με το αλεύρι δεν τελείωνε και το  ελαιοδοχείο με το λάδι δεν λιγόστευε!

Και τα παιδιά της που πήραν είδησι την θαυματουργία, αισθάνον­ταν μεγάλη  αγάπη και ευλάβεια στον άνθρωπο που έμενε στο σπίτι τους. Κι όταν  ρωτούσαν την μητέρα τους γιατί μένει τόσες ώρες κλει­σμένος μέσα στο  δωμάτιο, εκείνη τα κατατόπιζε: «Μιλάει συνέχεια με τον Θεό. Προσεύχεται. Είναι άγιος άνθρωπος».

Αλλά ο ουρανός τού σπιτιού δεν θάμεινε πολύ καιρό ξάστερος. Έμελλε να τον  πλακώσουν μαύρα σύννεφα. Ο γυιός (*) της χήρας αρ­ρώστησε. Και αρρώστησε πολύ βαρειά. «Η αρρώστια αυτού κραταιά σφόδρα». Έλυωνε ο οργανισμός του από την μάστιγά της, ώσπου υπέ­κυψε στο μοιραίο. Πέθανε.

Μεγάλη δοκιμασία για τη χήρα. Είχε χάσει τον άνδρα της. Τώρα και τον γυιό της. Οι λογισμοί θα της υπέβαλλαν πολλά. «Να,  νόμιζες πως φιλοξενείς έναν ευλογημένο άνθρωπο, και όμως κακό μεγάλο  και ανεπανόρθωτο χτύπησε το σπίτι σου!». «Τι άνθρωπος τού Θεού είναι  αυτός, αφού η παρουσία του έφερε θάνατο στο σπίτι σου»!

Εδώ θαυμάζουμε πάλι το μεγαλείο της ψυχής της. Όλοι oι σατα­νικοί λογισμοί  αποκρούονταν. Και άλλοι γίνονται δεκτοί. Σκεπτόταν ότι ήταν αμαρτωλή.  Θυμόταν διάφορες αμαρτίες που σαν άνθρωπος είχε διαπράξει. Και συσχέτιζε μ” αυτές την τραγωδία που την βρήκε.

Όσοι στέκουν σε χαμηλά σκαλοπάτια πνευματικής ζωής κοιτάνε πάντα να  δικαιώνουν τον εαυτό τους και να ρίχνουν τις ευθύνες ατούς άλλους. Αυτοί που βρίσκονται σε υψηλή πνευματική στάθμη, αναζητούν μέσα τους το κακό.  Και η γυναίκα αυτή ήταν ψυχικά ανυψωμένη, με όμορφο εσωτερικό κόσμο.  Γι’ αυτό άλλωστε έστειλε σπίτι της ο Θεός τον πιο φλογερό προφήτη του.

Η ευλογημένη αυτή ύπαρξις σκεπτόταν πως η παρουσία ενός αγίου άνθρωπου  στον οίκο της φέρνει στην επιφάνεια παρανομίες, θυμίζει στον Θεό παλαιές αμαρτίες που πρέπει να τιμωρηθούν.

Πλησιάζει με καυτά δάκρυα και σπαραγμό ψυχής τον προφήτη και τού λέει:

—  Πως μπορώ να σταθώ εμπρός σου και να συγκριθώ μαζί σου, άνθρωπε τού  Θεού; Εσύ είσαι άγιος κι εγώ γεμάτη αμαρτίες. Τι ήταν, νάρθης στο σπίτι  μου να θυμίσης τις αμαρτίες μου, ώστε να θανατωθή ο γυιός μου!

Εκείνον λες και τον χτύπησε κεραυνός. Μα πως επέτρεψε ο Κύ­ριος τέτοιο πράγμα; Τι νόημα κρυβόταν πίσω απ’ αυτό το δράμα;

Εδώ παρατηρούν oι ευσεβείς μελετητές της Γραφής, θέλει ο Κύ­ριος να  μαλακώση την ψυχή τού Ηλία με τον ανθρώπινο πόνο. Επιζη­τεί, ο πόνος και τα δάκρυα της χήρας να τού φέρουν στην σκέψι κάποια άλλα δάκρυα ενός  ολόκληρου λαού. Και να πάρη την απόφασι να προσευχηθή για να λήξη η  πληγή της ανομβρίας.

Ο απαράμιλλος μουσικός της Εκκλησίας μας, Ρωμανός ο μελω­δός, κάπως έτσι  φαντάζεται τα πράγματα, όπως φαίνεται στον επόμενο «οίκο» σχετικού  Κοντακίου του:

«Δεν πιστεύω, Σωτήρα, αναβόησε στον παντοδύναμο Θεό ο προφήτης, πως έτσι  φυσικά στο παιδί ήρθε ο θάνατος. Αυτό, αναμάρτητε, τέχνη είναι της  σοφίας σου. Μηχανεύθηκες να με σπρώξης στην ευσπλαχνία. Σαν σου απευθύνω την ικεσία: «Ανάστησε τον νεκρό γυιό της χήρας», θ’ αποκριθής:

«Δείξε έλεος στον γυιό μου τον Ισραήλ, σ” έναν ολόκληρο λαό που υποφέρει».

Αυτό θα μου πης ο μόνος Φιλάνθρωπος» (**).

Ο Ηλίας συντετριμμένος από τον αβάσταχτο πόνο της μητέρας καθώς και από την τόση της ταπείνωσι, ζήτησε το νεκρό παιδί.

 — Δώσ” μου τον γυιό σου.

Τού τον φέρνει στην αγκαλιά της. Τον παραλαμβάνει, τον ανεβά­ζει στο υπερώο και τον αφήνει σαν να κοιμάται στο κρεββάτι του.

Η καρδιά της χαροκαμένης γυναίκας χτυπούσε δυνατά. Και η σκέψις της  συγχυσμένη. «Τι άραγε το ήθελε ο προφήτης το νεκρό παιδί στο δωμάτιό  του; Τι μπορεί να προσφέρη κανείς σ’ έναν που πέθανε; Μήπως υπήρχε  τρόπος να το επαναφέρη στην ζωή; Μα oι εν τω άδη δεν ξαναγυρίζουν πίσω.  Πουθενά δεν ακούσθηκε ότι ξαναζωντάνεψε πεθαμένος.

Ο άγιος τού Θεού δεν άντεχε την ανείπωτη πίκρα της χήρας, που ήταν και  δική του οδύνη. Έπρεπε πάση θυσία, να διωχθούν τα κατά­μαυρα σύννεφα και να ξαναφωτισθή το φτωχό μα τόσο φιλόξενο σπίτι. Αλλά πως θα γινόταν  αυτό; Μέχρι τότε κανένας δεν ανάστησε νεκρό.

Είχαν περάσει από το εβραϊκό έθνος μεγάλοι άγιοι και θαυμα­τουργοί σαν τον  Σαμουήλ, τον Ιησού τού Ναυή, τον μεγάλο Μωυσή κλπ. Επετέλεσαν σημεία και τέρατα. Ακόμα και ποταμούς και θάλασ­σες απεξήραναν για να περάση απ’  εκεί ο λαός. Ακόμα και τροφές από τον ουρανό έβρεχαν στην γη. Αλλά…  Αλλά νεκρόν κανένας, μα κανέ­νας δεν είχε αναστήσει!

Ναι,  ήταν αλήθεια πως κανένας δεν είχε αναστήσει νεκρό. Ούτε ο Μωυσής! Ούτε  ακόμη εκείνος ο αρχαίος προφήτης Ενώχ, που αξιώθη­κε να μετατεθή  ζωντανός (Γεν. 5, 24). Τα ήξερε όλα αυτά ο Ηλίας. Ή­ξερε όμως πως ο  πόνος της χήρας ήταν οδυνηρός και χρειαζόταν θερα­πεία. Ήξερε ακόμη ότι ο Θεός ήταν παντοδύναμος. Μάλιστα παντο­δύναμος. Όλα μπορούσε να τα κάνη.  Κι έναν νεκρό μπορούσε να τον επαναφέρη στην ζωή, άσχετα αν μέχρι τότε  δεν πραγματοποιήθηκε πο­τέ τέτοια φοβερή θαυματουργία.

Ενώ εμπρός στο κρεββάτι εκείτετο το νεκρό παιδί, ο προφήτης προσευχήθηκε γεμάτος πόνο και παράπονο, και κραύγασε δυνατά:

 Θεέ μου, συ που γνωρίζεις την κατάστασι της χήρας που με φι­λοξενεί, τι  ήταν αυτό που έκανες, να επιτρέψης τον θάνατο τού γυιού της;

Κατόπιν προέβη σε μία πράξι που θυμίζει ενέργειες θεϊκές. Φύ­σηξε το παιδί.  Άφησε να βγή από μέσα του αγιασμένη πνοή και να χτυπήση πάνω στο νεκρό  πρόσωπό του. Μας έρχεται στο νου ο Χριστός που μόλις επισκέφθηκε  αναστημένος το εσπέρας τού Πάσχα τους μα­θητές του τους φύσηξε και τους  χορήγησε πνευματική εξουσία. Ακόμη θυμόμαστε την δημιουργία τού Αδάμ.  «Και ενεφύσησεν (ο Θεός) εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής» (Γέν. 2,7).  Το Πνεύμα τού Θεού χο­ρηγεί ζωή. Γι’ αυτό και κάθε φορά που απαγγέλλουμε το «πιστεύω», το αποκαλούμε Άγιον, Κύριον, Ζωοποιόν. Ζωή και ζωοποιόν.

Η Γραφή σημειώνει ότι ο προφήτης φύσηξε τον νεκρό τρεις φο­ρές.  Σαν προφήτης και θεόπτης εγνώριζε ότι ο Θεός ήταν τρία πρόσω­πα. Προς  τιμήν της Αγίας Τριάδος. Κατόπιν με όλη την δύναμι της ψυ­χής του  εζήτησε από τον Θεόν ν” αναστήση το παιδί.

 Κύριε ο Θεός μου, σε παρακαλώ, ας επιστρέψη στο παιδί η ψυχή του.

Και το πρωτάκουστο και απροσδόκητο θαύμα έγινε. Το παιδί ανα­στήθηκε. «Και  ανεβόησε». Έβγαλε φωνές. Αυτό δείχνει ότι όχι απλώς ήρθε στην ζωή, αλλά  ήρθε και δυναμωμένο, αφού μπορούσε να φωνάζη δυνατά.

Για πρώτη φορά στην ιστορία νικήθηκε ο θάνατος.  Βέβαια προσ­ωρινά. Την μόνιμη νίκη κατά τού θανάτου θα την  πραγματοποιούσε στο μέλλον ο Χριστός. Ωστόσο η ανάστασις που επετέλεσε ο προφή­της προεικόνιζε την μελλοντική ανάστασι των νεκρών από τον  Χριστό. Άρχιζε ο λαός τού Θεού να προετοιμάζεται σιγά – σιγά στην έννοια της ήττας τού θανάτου. Ό,τι συμβαίνει στην Παλαιά Διαθήκη προετοιμάζει  το έδαφος για όσα θα επιτελέση στο μέλλον ο Μεσσίας.

Γεμάτος θαυμασμό, χαρά και ενθουσιασμό ο Ηλίας παίρνει το παιδί, το κατεβάζει  κάτω και το δίνει στην μητέρα του. «Βλέπε —της λέει— ζη ο υιός σου».  Ναι, ο γιός της ήταν ζωντανός. Το έβλεπε και δεν το πίστευε. Τέτοια χαρά δεν την άντεχε. Και ο σεβασμός της προς το πρόσωπο τού προφήτου ξεπέρασε κάθε όριο. 

— Να, είπε, το διαπίστωσα καλά ότι εσύ είσαι άγιος, είσαι άνθρω­πος τού Θεού, και με το στόμα σου ομιλεί ο αληθινός Θεός.

Ευνόητο είναι ότι το μεγάλο και πρωτάκουστο θαύμα, αν όχι τώ­ρα, αργότερα  διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, και η φήμη τού Ηλία ανέβηκε στα ύψη.

Δεν είναι χωρίς σημασία ότι η πρώτη ανάστασις νεκρού πραγμα­τοποιήθηκε σε μία οικογένεια μη Ισραηλιτική.  Κανονικά ένα τόσο μεγάλο θαύμα θα έπρεπε να λάβη χώρα εντός των ορίων  τού Ισραήλ και σε Ισραηλίτη. Γιατί άραγε η πρώτη ανάστασις νεκρού να  συμβή εκτός τού περιουσίου λαού;

Μία γυναίκα χήρα κι ένα νεκρό παιδί. Αυτά αντιπροσωπεύουν όλο τον  ειδωλολατρικό κόσμο που τον έδερνε πνευματική χηρεία και πνευματικός  θάνατος. Η εύνοια τού Θεού μέσω τού Ηλία προς αυτά τα πρόσωπα  έχει προφητικό νόημα. Προεικονίζει την μελλοντική ανάστασι τού  ειδωλολατρικού κόσμου, τότε που ο περιούσιος λαός τού Θεού θα αρνηθή και θα σταυρώση τον Μεσσία.

Η πίστις και η ομολογία της χήρας υποδηλώνει την μελλοντική πίστι των  εθνών, τα οποία θα αποτελέσουν τον Χριστιανικό λαό, τον «νέον Ισραήλ».

Ο Μωϋσής όταν νυμφεύθηκε, πήρε γυναίκα Αιθιόπισσα, ενώ κα­νονικά έπρεπε  να πάρη Ισραηλίτισσα. Γιατί το έκανε αυτό; Για να δείξη ότι ο νέος  Μωϋσής, ο Χριστός θα νυμφευόταν την εξ εθνών Εκκλησία, που ήταν  Αιθιόπισσα, δηλαδή μαύρη από την απιστία και την αμαρτία. Και αυτήν θα  την ελεύκαινε, θα την άγιαζε, ακόμα πιο πολύ θα την έκα­νε σώμα του!

Η Π. Διαθήκη είναι γεμάτη αινίγματα και κρυμμένα μυστικά, που για να τα αντιληφθής χρειάζεσαι το κλειδί τού Χριστού.  Οι Εβραίοι που απέρριψαν τον αληθινό Μεσσία, δεν το έχουν αυτό το  κλειδί. Έτσι δια­βάζουν την Π. Διαθήκη, χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτε  από τα υπερφυή μυστήριά της.

Κατά την έκφρασι τού Αποστόλου Παύλου, διαβάζουν την Βίβλο έχοντας στα ψυχικά τους μάτια ένα τυφλοπάνι, ένα κάλυμμα. «Όταν αναγιγνώσκεται ο Μωϋσής, κάλυμμα κείται επί της καρδίας αυτών» (Β” Κορ. 3, 15). Είθε κάποτε να επιστραφούν προς τον Κύριο, και να φωτι­σθούν τα σκότη της ψυχής τους. 

 


(*) Η  Γραφή δεν διασαφηνίζει τον αριθμό των παιδιών της χήρας. Είχε ένα ή  πε­ρισσότερα; Αγνοούμε. Η μετάφρασις των Εβδομήκοντα ομιλεί για «παιδιά»  της γυ­ναίκας. Άλλες μεταφράσεις, όπως αυτές που στηρίζονται στο  μασσωριτικό κείμενο, η Βουλγάτα κλπ. αναφέρουν ότι η χήρα έχει μόνο έναν γυιό, φαίνεται ότι είχε μόνο ένα γυιό, και τα’ άλλα παιδιά της ήταν  κορίτσια.

(**) Και oι εικοσιπέντε «οίκοι» τού Κοντακίου τελειώνουν κατά κανόνα με την φράσι, «ο μόνος φιλάνθρωπος».

 

Από το βιβλίο: ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Ἀντιαιρετικόν Ἐγκόλπιον    www.egolpion.com

Archimandrite George Abbott of St. Gregorios on Mount Athos-ON THE PLACE OF MAN'S DEIFICATION


By Archimandrite George
Abbott of the Holy Monastery of St. Gregorios  Monastery on Mount Athos

 Those who wish to unite with Christ, and, through Jesus Christ, with God the Father, recognise that this union is realized in the body of Christ, which is our Holy Orthodox Church. A union, Of course, not with the Divine essence, but with the deified human nature of Christ. But this union with Christ is not external, nor is it simply moral.

We are not followers of Christ in the way that some perhaps follow a philosopher or a teacher. We are members of Christ's body, the Church. The Church is the body of Christ, the real body, not a moral one, as some theologians have mistakenly written, not having looked deeply into the spirit of the Holy Church. In spite our unworthiness and sinfulness, Christ takes us Christians and incorporates us into His body. He makes us members of Himself. And so we become real members of the body of Christ, not just morally. As the Apostle Paul puts it, ‘We are members of His body, of His flesh, and of His bones’ (Eph. 5:30).

Certainly, depending on the spiritual state of Christians, they are sometimes living members of Christ's body, and at other times dead. Yet, even as dead members, they do not cease to be members of Christ's body. For example, someone who is baptised has become a member of Christ's body. If he does not confess, does not take Communion, does not live a spiritual life, he is a dead member of Christ's body. But when he repents, he immediately receives divine life. This permeates him and he becomes a living member of Christ's body. He does not need to be re-baptised. Someone who has never been baptised, however, is not a member of Christ's body, even if he lives a life which is moral by human standards. He needs to be baptised in order to become a member of Christ's body, to become incorporated into Christ.

So, because we are members of Christ's body, Christ's life is offered to us and it becomes our life. And thus we are enlivened, saved, and deified. We could not be deified, had Christ not made us members of His Holy body.

We could not be saved if the Holy Mysteries of the Church did not exist, which make us one body with Christ, and by which, according to the Church Fathers, we share the same flesh and the same blood as Christ, in other words, to become one body and one blood with Christ.

What a great blessing that we partake of the immaculate Mysteries! Christ becomes ours; Christ's life becomes ours; His blood becomes our blood. This is why St. John Chrysostom says that God has nothing more to give man than what he gives him in Holy Communion. Neither can man ask for anything beyond what he receives from Christ in Holy Communion.

This way then, having been baptised, chrismated, and having confessed, we commune through the Body and Blood of the Lord, and we too become gods by Grace; we unite with God; we are no longer strangers, but His intimates.

Inside the Church in which we unite with God, we live this new reality which Christ brought to the world: the new creation. This is the life of the Church, of Christ, which becomes ours as a gift from the Holy Spirit.

Everything in the Church leads to deification (gr. theosis). The Holy Liturgy, the Mysteries, divine Worship, the Gospel sermon, the fasting; they all lead to this one thing. The Church is the sole place of deification.

The Church is not a social, cultural, or historical institution, and it does not resemble any other institution in the world. It is not like the different establishments of the world. Perhaps the world has fine establishments, fine organisations, fine institutions and other fine things. But our Orthodox Church is the inimitable, the sole place for the communication of God with man; of man's deification. Only within the Church can man become a god, and nowhere else. Neither in universities, nor in social service foundations, nor in any of the fine and good things that the world has. All these, however good they may be, they are not able to offer what the Church offers.

This is why, no matter how much worldly institutions and systems progress, they can never replace the Church.

It is possible that we weak and sinful men go through crises and difficulties from time to time within the Church. It is possible even for scandals to happen in the bosom of the Church. All these happen in the Church because we are as yet on the way to Theosis, and it is very natural that human weaknesses still exist. We are becoming gods, but not yet. So, no matter how often these things occur, we will not leave the Church, because within the Church we have the only possibility to unite with God.

For example, when we go to Church to attend the service, we may meet people there who do not pay attention to the holy service; who hold conversations and distract our attention. Then along comes a seemingly reasonable thought which says: ‘What do you gain by coming to Church? Might it not be better to sit at home in greater peace and comfort?’

We, However, must prudently contradict this evil thought: ‘Yes, perhaps on the one hand I will have more outward peace at home, but I will not have God’s Grace to deify and sanctify me. I will not have Christ, Who is present in His Church. I will not have His Holy Body and His precious Blood, which are on the holy Altar in His holy Church. I will not partake in the Mystical Supper of the Holy Liturgy. I will be cut off from my fellow brethren in Christ, together with whom we form Christ's body.’

So, no matter what happens, we will not leave the Church, because only within it do we find the path to deification (gr. theosis). 

Source- .greekorthodoxchurch.org

Διάλογος μεταξύ γέροντα και αθέου


Ένα πρωινό συζητά ο Γέροντας Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος με δυο-τρεις επισκέπτες στο σπίτι του. Ο ένας είναι ιδεολόγος άθεος και κομμουνιστής. Σε μια στιγμή έρχεται κάποιος απ’ έξω και τους πληροφορεί ότι η Αθήνα έχει γεμίσει από φωτογραφίες του Μαο Τσε Τουγκ με την επιγραφή: "Δόξα στον μεγάλο Μάο". Ήταν η ημέρα κατά την οποία είχε πεθάνει ο Κινέζος δικτάτορας.
Γέροντας:
Έτσι είναι, παιδάκι μου. Δεν υπάρχουν άθεοι. Ειδωλολάτρες υπάρχουν, οι οποίοι βγάζουν τον Χριστό από τον θρόνο Του και στη θέση Του τοποθετούν τα είδωλά τους. Εμείς λέμε: «Δόξα τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι». Αυτοί λένε: «Δόξα στον μεγάλο Μάο». Διαλέγεις και παίρνεις.
Άθεος:
Και σεις, παππούλη, το παίρνετε το ναρκωτικό σας. Μόνο που εσείς το λέτε Χριστό, ο άλλος το λέει Αλλάχ, ο τρίτος Βούδα κ.ο.κ.
Γέροντας:
- Ο Χριστός, παιδί μου, δεν είναι ναρκωτικό. Ο Χριστός είναι ο Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Αυτός που με σοφία κυβερνά τα πάντα: από το πλήθος των απέραντων γαλαξιών μέχρι τα απειροελάχιστα σωματίδια του μικρόκοσμου. Αυτός που δίνει ζωή σε όλους μας. Αυτός που σ’ έφερε στον κόσμο και σου’ χει δώσει τόση ελευθερία, ώστε να μπορείς να Τον αμφισβητείς, αλλά και να Τον αρνείσαι ακόμη.
Άθεος:
- Παππούλη, δικαίωμά σας είναι να τα πιστεύετε όλα αυτά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και αληθινά. Αποδείξεις έχετε;
Γέροντας:
- Εσύ όλα αυτά τα θεωρείς παραμύθια, έτσι δεν είναι;
Άθεος:
- Βεβαίως.
Γέροντας:
- Αποδείξεις έχεις; Μπορείς να μου αποδείξεις ότι όσα πιστεύω εγώ είναι ψεύτικα;
Άθεος:
- …
Γέροντας:
- Δεν απαντάς, διότι και συ δεν έχεις αποδείξεις. Άρα και συ πιστεύεις ότι είναι παραμύθια. Κι εγώ μεν ομιλώ περί πίστεως, όταν αναφέρομαι στον Θεό. Εσύ όμως, ενώ απορρίπτεις τη δική μου πίστη, στην ουσία πιστεύεις στην απιστία σου, αφού δεν μπορείς να την τεκμηριώσεις με αποδείξεις. Πρέπει όμως να σου πω ότι η πίστη η δική μου δεν είναι ξεκάρφωτη. Υπάρχουν κάποια υπερφυσικά γεγονότα, πάνω στα οποία θεμελιώνεται.
Άθεος:
- Μια στιγμή! Μια και μιλάτε για πίστη, τι θα πείτε στους Μωαμεθανούς π.χ. ή στους Βουδιστές; Διότι κι εκείνοι ομιλούν περί πίστεως. Κι εκείνοι διδάσκουν υψηλές ηθικές διδασκαλίες. Γιατί η δική σας πίστη είναι καλύτερη από εκείνων;
Γέροντας:
- Μ’ αυτή την ερώτηση σου τίθεται το κριτήριο της αληθείας? διότι βεβαίως η αλήθεια είναι μία και μόνη. Δεν υπάρχουν πολλές αλήθειες. Ποιος όμως κατέχει την αλήθεια; Ιδού το μεγάλο ερώτημα. Έτσι, δεν πρόκειται γιακαλύτερη ή χειρότερη πίστη! Πρόκειται για τη μόνη αληθινή πίστη!
Δέχομαι ότι ηθικές διδασκαλίες έχουν και τα άλλα πιστεύω. Βεβαίως οι ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού υπερέχουν ασυγκρίτως. Εμείς όμως δεν πιστεύουμε στον Χριστό για τις ηθικές Του διδασκαλίες. Ούτε για το «Αγαπάτε αλλήλους», ούτε για τα κηρύγματά Του περί ειρήνης και δικαιοσύνης, ελευθερίας και ισότητος. Εμείς πιστεύουμε στον Χριστό, διότι η επί γης παρουσία Του συνοδεύθηκε από υπερφυσικά γεγονότα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι Θεός.
Άθεος:
- Κοιτάξτε. Κι εγώ παραδέχομαι ότι ο Χριστός ήταν σπουδαίος φιλόσοφος και μεγάλος επαναστάτης, αλλά μην τον κάνουμε και Θεό τώρα…
Γέροντας:
- Αχ, παιδί μου! Όλοι οι μεγάλοι άπιστοι της ιστορίας εκεί σκάλωσαν. Το ψαροκόκαλο που τους κάθισε στο λαιμό και δεν μπορούσαν να το καταπιούν, αυτό ακριβώς ήταν. Το ότι ο Χριστός είναι και Θεός.
Πολλοί από αυτούς ήσαν διατεθειμένοι να πουν στον Κύριο: Μη λες ότι είσαι Θεός ενανθρωπήσας. Πες ότι είσαι απλός άνθρωπος και μεις είμαστε έτοιμοι να σε θεοποιήσουμε. Γιατί θέλεις να είσαι Θεός ενανθρωπήσας και όχι άνθρωπος αποθεωθείς; Εμείς δεχόμαστε να σε αποθεώσουμε, να σε αποκηρύξουμε τον μέγιστο των ανθρώπων , τον αγιώτατο, τον ηθικώτατο, τον ευγενέστατο, τον ανυπέρβλητο, τον μοναδικό, τον ανεπανάληπτο. Δεν σου αρκούν όλα αυτά;
Ο κορυφαίος του χορού των αρνητών, ο Ερνέστος Ρενάν, βροντοφωνεί περί του Χριστού: «Για δεκάδες χιλιάδες χρόνια ο κόσμος θα ανυψώνεται δια σου», είσαι «ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθρωπότητας ώστε το να αποσπάσει κάποιος το όνομά σου από τον κόσμο τούτο θα ήταν ίσο με τον εκ θεμελίων κλονισμό του», «οι αιώνες θα διακηρύσσουν ότι μεταξύ των υιών των ανθρώπων δεν γεννήθηκε κανένας υπέρτερός» σου. Εδώ όμως σταματούν, και αυτός και οι όμοιοί του. Η επόμενη φράση τους; «Θεός όμως δεν είσαι!»
Και δεν αντιλαμβάνονται οι ταλαίπωροι ότι όλα αυτά συνιστούν για την ψυχή τους μια ανέκφραστη τραγωδία! Το δίλημμα αναπόφευκτα είναι αμείλικτο: Ή είναι Θεός ενανθρωπήσας ο Χριστός, οπότε πράγματι, και μόνον τότε, αποτελεί την ηθικωτέρα, την αγιωτέρα και την ευγενεστέρα μορφή της ανθρωπότητος, ή δεν είναι Θεός ενανθρωπήσας, οπότε όμως δεν είναι δυνατόν να είναι τίποτε απ’ όλα αυτά. Αντιθέτως αν ο Χριστός δεν είναι Θεός, τότε πρόκειται για την απαισιοτέρα, τη φρικτοτέρα και την απεχθεστέρα ύπαρξη της ανθρωπίνης ιστορίας.
Άθεος:
- Τι είπατε;
Γέροντας:
- Αυτό που άκουσες! Βαρύς ο λόγος, απολύτως όμως αληθής. Και ιδού γιατί: Τι είπαν για τον εαυτό τους, ή ποια ιδέα είχαν για τον εαυτό τους όλοι οι πράγματι μεγάλοι άνδρες της ανθρωπότητος;
Ο «ανδρών απάντων σοφώτατος» Σωκράτης διεκήρυσσε το: «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα».
Όλοι οι σπουδαίοι άνδρες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, από τον Αβραάμ και τον Μωϋσή μέχρι τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Παύλο, αυτοχαρακτηρίζονται «γη και σποδός (=στάχτη)», «ταλαίπωροι», «εκτρώματα» κ.τ.τ.[1]
Η συμπεριφορά, αντιθέτως, του Ιησού είναι παραδόξως διαφορετική! Και λέω παραδόξως διαφορετική, διότι το φυσικό και το λογικό θα ήταν να είναι παρόμοια η συμπεριφορά Του. Αυτός μάλιστα, ως ανώτερος και υπέρτερος από όλους του άλλους, θα έπρεπε να έχη ακόμα κατώτερη και ταπεινότερη ιδέα για τον εαυτό Του[2]. Ηθικώς τελειότερος από κάθε άλλον έπρεπε να υπερακοντίζει σε αυτομεμψία και ταπεινό φρόνημα όλους τους παραπάνω και οποιονδήποτε άλλον, από την δημιουργία του κόσμου μέχρι τη συντέλεια των αιώνων.
Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο!
Πρώτα – πρώτα διακηρύσσει ότι είναι αναμάρτητος: «Τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ιωάν. η’ 46). «Έρχεται ο του κόσμου τούτου άρχων, και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιωάν. ιδ’ 30).
Εκφράζει επίσης πολύ υψηλές ιδέες περί Εαυτού: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ιωάν. η’ 12). «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. ιδ’ 6).
Εκτός όμως αυτών, προβάλλει και αξιώσεις απολύτου αφιερώσεως στο Πρόσωπό Του. Εισχωρεί ακόμη και στις ιερώτερες σχέσεις των ανθρώπων και λέει: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος? και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι’ 37). «Ήλθον διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής» (Ματθ. ι’ 35). Απαιτεί ακόμη και μαρτυρική ζωή και θάνατο από τους μαθητές Του: «Παραδώσουσιν υμάς εις συνέδρια και εν ταις συναγωγαίς αυτών μαστιγώσουσιν υμάς? και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού… Παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς και θανατώσουσιν αυτούς? και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου? ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται… Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα… Όστις αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ… Ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν» (Ματθ. ι’ 17 κ.ε.).
Και τώρα σε ρωτώ: Τόλμησε ποτέ κανείς να διεκδικήσει υπέρ αυτού την αγάπη των ανθρώπων πάνω κι απ’ την ίδια τους τη ζωή; Τόλμησε ποτέ κανείς να διακηρύξει την απόλυτη αναμαρτησία του; Τόλμησε ποτέ κανείς να εκστομίσει το: «Εγώ ειμί η αλήθεια»; (Ιωάν. ιδ’ 6). Κανείς και πουθενά! Μόνο ένας Θεός θα μπορούσε να τα κάνη αυτά. Φαντάζεσαι τον δικό σας τον Μαρξ να ‘λεγε κάτι τέτοια; Θα τον περνούσαν για τρελό και δεν θα βρισκόταν κανείς να τον ακολουθήσει.
Για σκέψου, τώρα, πόσα εκατομμύρια άνθρωποι θυσίασαν τα πάντα για χάρη του Χριστού, ακόμα και αυτή τη ζωή τους, πιστεύοντας στην περί εαυτού αλήθεια των λόγων Του! Εάν οι περί εαυτού διακηρύξεις του ήσαν ψευδείς, ο Ιησούς θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας οδηγώντας τόσους πολλούς σε τόσο βαριά θυσία. Ποιος άνθρωπος, όσο μεγάλος, όσο σπουδαίος, όσο σοφός κι αν είναι, θα άξιζε αυτή τη μεγάλη προσφορά και θυσία; Ποιος; Κανένας! Μόνο εάν ήταν Θεός!
Μ’ άλλα λόγια: Όποιος άνθρωπος απαιτούσε αυτή τη θυσία από τους οπαδούς του, θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας. Ο Χριστός όμως και την απαίτησε και την πέτυχε. Παρά ταύτα από τους αρνητές της θεότητός Του αναγορεύθηκε η ευγενεστέρα και αγιωτέρα μορφή της ιστορίας. Οπότε: Ή παραλογίζονται οι αρνητές ονομάζοντας αγιώτερο τον απαισιώτερο, ή, για να μην υπάρχει παραλογισμός, αλλά να έχη λογική η συνύπαρξι απαιτήσεων του Χριστού και αγιότητός Του, θα πρέπει αναγκαστικά να δεχθούν ότι ο Χριστός εξακολουθεί να παραμένει η ευγενεστέρα και αγιωτέρα μορφή της ανθρωπότητος μόνο όμως υπό την προϋπόθεσι ότι είναι και Θεός! Αλλιώς είναι, όπως είπαμε, όχι η αγιωτέρα, αλλά η φρικτοτέρα μορφή της ιστορίας, ως αιτία της μεγαλυτέρας θυσίας των αιώνων, εν ονόματι ενός ψεύδους! Έτσι η θεότητα του Χριστού αποδεικνύεται με βάσι αυτούς τους ίδιους τους περί αυτού χαρακτηρισμούς των αρνητών Του!…
Άθεος:
- Όσα είπατε είναι πράγματι εντυπωσιακά, δεν αποτελούν όμως παρά συλλογισμούς. Ιστορικά στοιχεία, που να θεμελιώνουν την Θεότητά του, έχετε;
Γέροντας:
- Σου είπα και προηγουμένως ότι τα πειστήρια της Θεότητας Του είναι τα υπερφυσικά γεγονότα που συνέβησαν όσο καιρό ήταν εδώ στη γη. Ο Χριστός δεν αρκέσθηκε μόνο να διακηρύσσει τις παραπάνω αλήθειες, αλλά επικύρωνε τους λόγους Του και με πλήθος θαυμάτων. Έκανε τυφλούς να βλέπουν, παράλυτους να περπατούν, έθρεψε με δύο ψάρια και πέντε ψωμιά πέντε χιλιάδες άνδρες και πολλαπλάσιες γυναίκες και παιδιά, διέτασσε τα στοιχεία της φύσεως και αυτά υπάκουαν, ανέστησε νεκρούς μεταξύ των οποίων και τον Λάζαρο τέσσερις μέρες μετά τον θάνατό του. Μεγαλύτερο όμως από όλα τα θαύματα είναι η Ανάσταση Του.
Όλο το οικοδόμημα του Χριστιανισμού στηρίζεται στο γεγονός της Αναστάσεως. Αυτό δεν το λέω εγώ. Το λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» (Α’ Κορ. ιε’ 17). Αν ο Χριστός δεν ανέστη, τότε όλα καταρρέουν. Ο Χριστός όμως ανέστη, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου, άρα Θεός.
Άθεος:
- Εσείς τα είδατε όλα αυτά; Πως τα πιστεύετε;
Γέροντας:
- Όχι, εγώ δεν τα είδα. Τα είδαν όμως άλλοι, οι Απόστολοι. Αυτοί στη συνέχεια τα γνωστοποίησαν και μάλιστα προσυπέγραψαν τη μαρτυρία τους με το αίμα τους. Κι όπως όλοι δέχονται, η μαρτυρία της ζωής είναι η υψίστη μαρτυρία.
Φέρε μου και συ κάποιον να μου πει πως ο Μαρξ απέθανε και ανέστη και να θυσιάσει τη ζωή του για την μαρτυρία αυτή κι εγώ θα τον πιστεύσω ως τίμιος άνθρωπος.
Άθεος:
- Να σας πω. Χιλιάδες κομμουνιστές βασανίσθηκαν και πέθαναν για την ιδεολογία τους. Γιατί δεν ασπάζεστε και τον κομμουνισμό;
Γέροντας:
- Το είπες και μόνος σου. Οι κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Δεν πέθαναν για γεγονότα. Σε μια ιδεολογία όμως είναι πολύ εύκολο να υπεισέλθει πλάνη. Επειδή δε είναι ίδιον της ανθρώπινης ψυχής να θυσιάζεται για κάτι στο οποίο πιστεύει, εξηγείται γιατί πολλοί κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Αυτό όμως δεν μας υποχρεώνει να την δεχθούμε και ως σωστή.
Είναι άλλο πράγμα να πεθαίνεις για ιδέες κι άλλο για γεγονότα. Οι Απόστολοι όμως δεν πέθαναν για ιδέες. Ούτε για το «Αγαπάτε αλλήλους» ούτε για τις άλλες ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Οι Απόστολοι πέθαναν μαρτυρούντες υπερφυσικά γεγονότα. Κι όταν λέμε γεγονός, εννοούμε ό,τι υποπίπτει στις αισθήσεις μας και γίνεται αντιληπτό από αυτές. Οι Απόστολοι εμαρτύρησαν δι’ «ο ακηκόασι, ο εωράκασι τοις οφθαλμοίς αυτών, ο εθεάσαντο και αι χείρες αυτών εψηλάφησαν» (Α’ Ιωάν. α’ 1)[3].
Με βάση έναν πολύ ωραίο συλλογισμό του Πασκάλ λέμε ότι με τους Αποστόλους συνέβη ένα από τα τρία: Ή απατήθηκαν ή μας εξαπάτησαν ή μας είπαν την αλήθεια.
Ας πάρουμε την πρώτη εκδοχή. Δεν είναι δυνατόν να απατήθηκαν οι Απόστολοι, διότι όσα αναφέρουν δεν τα έμαθαν από άλλους. Αυτοί οι ίδιοι ήσαν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες όλων αυτών. Εξ άλλου δεν ήσαν καθόλου φαντασιόπληκτοι ούτε είχαν καμία ψυχολογική προδιάθεση για την αποδοχή του γεγονότος της Αναστάσεως. Αντιθέτως ήσαν τρομερά δύσπιστοι. Τα Ευαγγέλια είναι πλήρως αποκαλυπτικά αυτών των ψυχικών τους διαθέσεων: δυσπιστούσαν στις διαβεβαιώσεις ότι κάποιοι Τον είχαν δει αναστάντα[4].
Και κάτι άλλο. Τι ήσαν οι Απόστολοι πριν τους καλέσει ο Χριστός; Μήπως ήσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ή οραματιστές φιλοσοφικών και κοινωνικών συστημάτων, που περίμεναν να κατακτήσουν την ανθρωπότητα και να ικανοποιήσουν έτσι τις φαντασιώσεις τους; Κάθε άλλο. Αγράμματοι ψαράδες ήσαν. Και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να πιάσουν κανένα ψάρι να θρέψουν τις οικογένειές τους. Γι’ αυτό και μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, παρά τα όσα είχαν ακούσει και δει, επέστρεψαν στα πλοιάρια και στα δίχτυα τους. Δεν υπήρχε δηλ. σ’ αυτούς, όπως αναφέραμε, ούτε ίχνος προδιαθέσεως για όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν. Και μόνο μετά την Πεντηκοστή, «ότε έλαβον δύναμιν εξ ύψους», έγιναν οι διδάσκαλοι της οικουμένης.
Η δεύτερη εκδοχή: Μήπως μας εξαπάτησαν; Μήπως μας είπαν ψέματα; Αλλά γιατί να μας εξαπατήσουν; Τι θα κέρδιζαν με τα ψέματα; Μήπως χρήματα, μήπως αξιώματα, μήπως δόξα; Για να πη κάποιος ένα ψέμα, περιμένει κάποιο όφελος. Οι Απόστολοι όμως, κηρύσσοντες Χριστόν και Τούτον εσταυρωμένον και Αναστάντα εκ νεκρών, τα μόνα τα οποία εξασφάλισαν ήσαν: ταλαιπωρίες, κόποι, μαστιγώσεις, λιθοβολισμοί, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κίνδυνοι από ληστές, ραβδισμοί, φυλακίσεις και τέλος ο θάνατος. Και όλα αυτά για ένα ψέμα; Είναι εντελώς ανόητο και να το σκεφθή κάποιος.
Συνεπώς ούτε εξαπατήθηκαν ούτε μας εξαπάτησαν οι Απόστολοι. Μένει επομένως η Τρίτη εκδοχή? ότι μας είπαν την αλήθεια.
Θα πρέπει μάλιστα να σου τονίσω και το εξής: Οι Ευαγγελιστές είναι οι μόνοι οι οποίοι έγραψαν πραγματική ιστορία. Διηγούνται τα γεγονότα και μόνον αυτά. Δεν προβαίνουν σε καμμία προσωπική κρίσι. Κανένα δεν επαινούν, κανένα δεν κατακρίνουν. Δεν κάνουν καμμία προσπάθεια να διογκώσουν κάποιο γεγονός ή να εξαφανίσουν ή να υποτιμήσουν κάποιο άλλο. Αφήνουν τα γεγονότα να μιλούν μόνα τους.
Άθεος:
- Αποκλείεται να έγινε στην περίπτωση του Χριστού νεκροφάνεια; Τις προάλλες έγραψαν οι εφημερίδες για κάποιον Ινδό, τον οποίο έθαψαν και μετά από τρεις μέρες τον ξέθαψαν και ήταν ζωντανός.
Γέροντας:
- Αχ, παιδάκι μου. Θα θυμηθώ και πάλι το λόγο του ιερού Αυγουστίνου: «Άπιστοι, δεν είσθε δύσπιστοι. Είσθε οι πλέον εύπιστοι. Δέχεσθε τα πιο απίθανα, τα πιο παράλογα, τα πιο αντιφατικά, για να αρνηθείτε το θαύμα!».
Όχι, παιδί μου. Δεν έχουμε νεκροφάνεια στον Χριστό. Πρώτα – πρώτα έχουμε την μαρτυρία του Ρωμαίου κεντυρίωνος, ο οποίος βεβαίωσε τον Πιλάτο ότι ο θάνατος είχε επέλθει.
Έπειτα το Ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι ο Κύριος κατά την ίδια την ημέρα της Αναστάσεώς Του συμπορεύθηκε συζητώντας με δύο μαθητές Του προς Εμμαούς, που απείχε πάνω από δέκα χιλιόμετρα από τα Ιεροσόλυμα.
Φαντάζεσαι κάποιον να έχει υποστεί όσα υπέστη ο Χριστός και τρεις μέρες μετά το «θάνατό» του να του συνέβαινε νεκροφάνεια; Αν μη τι άλλο θα ‘πρεπε για σαράντα μέρες να τον ποτίζουν κοτόζουμο για να μπορεί να ανοίγει τα μάτια του, κι όχι να περπατά και να συζητά σαν να μη συνέβη τίποτα.
Όσο για τον Ινδό, φέρε τον εδώ να τον μαστιγώσουμε με φραγγέλιο – και ξέρεις τι εστί φραγγέλιο; Μαστίγιο στα άκρα του οποίου πρόσθεταν σφαιρίδια μολύβδου ή σπασμένα κόκκαλα ή μυτερά καρφιά -, φέρε τον, λοιπόν, να τον φραγγελώσουμε, να του φορέσουμε ακάνθινο στεφάνι, να τον σταυρώσουμε, να του δώσουμε χολή και ξύδι, να τον λογχίσουμε, να τον βάλουμε στον τάφο, κι αν αναστηθεί, τότε τα λέμε.
Άθεος:
- Παρά ταύτα όλες οι μαρτυρίες, τις οποίες επικαλεσθήκατε, προέρχονται από Μαθητές του Χριστού. Υπάρχει κάποια μαρτυρία περί αυτού, που να μην προέρχεται από τον κύκλο των Μαθητών του; Υπάρχουν δηλ. ιστορικοί, που να πιστοποιούν την Ανάσταση του Χριστού; Αν ναι, τότε θα πιστέψω κι εγώ.
Γέροντας:
- Ταλαίπωρο παιδί! Δεν ξέρεις τι ζητάς! Αν υπήρχαν τέτοιοι ιστορικοί που να είχαν δει τον Χριστό αναστημένο, τότε αναγκαστικά θα πίστευαν στην Ανάσταση Του και θα την ανέφεραν πλέον ως πιστοί, οπότε και πάλι θα αρνιόσουν τη μαρτυρία τους, όπως ακριβώς απορρίπτεις τη μαρτυρία του Πέτρου, του Ιωάννου κ.λ.π. Πως είναι δυνατόν να βεβαιώνει κάποιος την Ανάσταση και ταυτόχρονα να μη γίνεται Χριστιανός; Μας ζητάς «πέρδικα ψητή σε κέρινο σουβλί και να λαλεί»! E, δεν γίνεται!
Σου θυμίζω πάντως, εφ’ όσον ζητάς ιστορικούς, αυτό το οποίο σου ανέφερα και προηγουμένως: ότι δηλ. οι μόνοιπραγματικοί ιστορικοί είναι οι Απόστολοι.
Παρ’ όλα αυτά όμως έχουμε και μαρτυρία τέτοια όπως την θέλεις: από κάποιον δηλ. που δεν ανήκε στον κύκλο των Μαθητών Του. Του Παύλου. Ο Παύλος όχι μόνο δεν ήταν Μαθητής του Χριστού, αλλά και εδίωκε μετά μανίας την Εκκλησία Του.
Άθεος:
- Γι’ αυτόν όμως λένε ότι έπαθε ηλίαση και εξ αιτίας της είχε παραίσθηση.
Γέροντας:
- Βρε παιδάκι μου, αν είχε παραίσθηση ο Παύλος, αυτό που θα ανεδύετο θα ήταν το υποσυνείδητό του. Και στο υποσυνείδητο του Παύλου θέση υψηλή κατείχαν οι Πατριάρχες και οι Προφήτες. Τον Αβραάμ και τον Ιακώβ και τον Μωυσή έπρεπε να δη κι όχι τον Ιησού, τον οποίο θεωρούσε λαοπλάνο και απατεώνα!
Φαντάζεσαι καμία πιστή γριούλα στο όνειρό της ή στο παραλήρημά της να βλέπει τον Βούδα ή τον Δία; Τον Άϊ Νικόλα θα δη και την Αγία Βαρβάρα. Διότι αυτούς πιστεύει.
Και κάτι ακόμη. Στον Παύλο, όπως σημειώνει ο Παπίνι, υπάρχουν και τα εξής θαυμαστά: Πρώτον, το αιφνίδιο της μεταστροφής. Κατ’ ευθείαν από την απιστία στην πίστη. Δεν μεσολάβησε προπαρασκευαστικό στάδιο. Δεύτερον, το ισχυρόν της πίστεως. Χωρίς ταλαντεύσεις και αμφιβολίες. Και τρίτον, πίστι δια βίου. Πιστεύεις ότι αυτά μπορεί να λάβουν χώρα μετά από μια ηλίαση; Δεν εξηγούνται αυτά με τέτοιους τρόπους. Αν μπορείς, εξήγησέ τα. Αν δεν μπορείς, παραδέξου το θαύμα. Και πρέπει να ξέρης ότι ο Παύλος με τα δεδομένα της εποχής του ήταν άνδρας εξόχως πεπαιδευμένος. Δεν ήταν κανένα ανθρωπάκι να μην ξέρη τι του γίνεται.
Θα προσθέσω όμως και κάτι επί πλέον. Εμείς, παιδί μου, ζούμε σήμερα σε εξαιρετική εποχή. Ζούμε το θαύμα της Εκκλησίας του Χριστού.
Όταν ο Χριστός είπε για την Εκκλησία Του ότι «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ις’ 18), οι οπαδοί Του αριθμούσαν μόνο μερικές δεκάδες πρόσωπα. Έκτοτε πέρασαν δυο χιλιάδες περίπου χρόνια. Διαλύθηκαν αυτοκρατορίες, ξεχάσθηκαν φιλοσοφικά συστήματα, κατέρρευσαν κοσμοθεωρίες, η Εκκλησία όμως του Χριστού παραμένει ακλόνητη παρά τους συνεχείς και φοβερούς διωγμούς εναντίον της. Αυτό δεν είναι ένα θαύμα;
Και κάτι τελευταίο. Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο αναφέρεται πως, όταν η Παναγία μετά τον Ευαγγελισμό επισκέφθηκε την Ελισάβετ, τη μητέρα του Προδρόμου, εκείνη την εμακάρισε με τα λόγια: «Ευλογημένη συ εν γυναιξί». Και η Παναγία απάντησε ως εξής: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον.. Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί» (α’ 48).
Τι ήταν τότε η Παναγία; Μια άσημη κόρη της Ναζαρέτ ήταν. Ποιος την ήξερε; Παρά ταύτα από τότε ξεχάσθηκαν αυτοκράτειρες, έσβησαν λαμπρά ονόματα γυναικών, λησμονήθηκαν σύζυγοι και μητέρες στρατηλατών. Ποιος ξέρει ή ποιος θυμάται τη μητέρα του Μεγ. Ναπολέοντος ή τη μητέρα του Μεγ. Αλεξάνδρου; Σχεδόν κανείς. Όμως εκατομμύρια χείλη σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και σ’ όλους τους αιώνες υμνούν την ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ, «την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Ζούμε ή δεν ζούμε εμείς σήμερα, οι άνθρωποι του εικοστού αιώνα, την επαλήθευσι του προφητικού αυτού λόγου της Παναγίας;
Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν όσον αφορά και σε μια «δευτερεύουσα» προφητεία του Χριστού: Όταν στην οικία του Σίμωνος του λεπρού μια γυναίκα περιέχυσε στο κεφάλι Του το πολύτιμο μύρο, είπε ο Κύριος: «Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, λαληθήσεται και ο εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής» (Ματθ. κς’ 13). Πόσος ήταν ο κύκλος των οπαδών Του τότε, για να πη κανείς ότι αυτοί θα έκαναν τα αδύνατα δυνατά ώστε να εκπληρωθεί η προφητεία αυτή του Διδασκάλου τους; Και μάλιστα μια τέτοια προφητεία, η οποία με τα κριτήρια του κόσμου δεν έχει και καμιά σημασία για τους πολλούς;
Είναι ή δεν είναι θαύματα αυτά; Αν μπορείς, εξήγησέ τα. Αν δεν μπορείς όμως, παραδέξου τα ως τέτοια.
Άθεος:
- Ομολογώ ότι τα επιχειρήματα σας είναι ισχυρά. Έχω όμως να σας ρωτήσω κάτι ακόμη: Δεν νομίζετε ότι ο Χριστός άφησε το έργο του ημιτελές; Εκτός κι αν μας εγκατέλειψε. Δεν μπορώ να φαντασθώ έναν Θεό να παραμένει αδιάφορος στο δράμα του ανθρώπου. Εμείς να βολοδέρνουμε εδώ κι εκείνος από ψηλά να στέκεται απαθής.
Γέροντας:
- Όχι, παιδί μου. Δεν έχεις δίκιο. Ο Χριστός δεν άφησε το έργο Του ημιτελές. Αντιθέτως είναι η μοναδική περίπτωση ανθρώπου στην ιστορία, ο οποίος είχε τη βεβαιότητα ότι ολοκλήρωσε την αποστολή Του και δεν είχε τίποτα άλλο να κάνη και να πη.
Ακόμη κι ο μέγιστος των σοφών, ο Σωκράτης, ο οποίος μια ολόκληρη ζωή μιλούσε και δίδασκε, στο τέλος συνέθεσε και μια περίτεχνη απολογία και, αν ζούσε, θα είχε κι άλλα να πει.
Μόνο ο Χριστός σε τρία χρόνια δίδαξε ό,τι είχε να διδάξει, έπραξε ό,τι ήθελε να πράξη και είπε το «τετέλεσται». Δείγμα κι αυτό της θεϊκής Του τελειότητας και αυθεντίας.
Όσο για την εγκατάλειψι, την οποία ανέφερες, σε καταλαβαίνω. Χωρίς Χριστό ο κόσμος είναι θέατρο του παραλόγου. Χωρίς Χριστό δεν μπορείς να εξηγήσης τίποτε. Γιατί οι θλίψεις, γιατί οι αδικίες, γιατί οι αποτυχίες, γιατί οι ασθένειες, γιατί, γιατί, γιατί; Χιλιάδες πελώρια «γιατί».
Κατάλαβέ το! Δεν μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει με την πεπερασμένη λογική του τα «γιατί» αυτά. Μόνο με τον Χριστό εξηγούνται όλα: Μας προετοιμάζουν για την αιωνιότητα. Ίσως εκεί μας αξιώσει ο Κύριος να πάρουμε απάντηση σε μερικά από τα «γιατί» αυτά.
Αξίζει τον κόπο να σου διαβάσω ένα ωραίο ποίημα από τη συλλογή του Κωνσταντίνου Καλλινίκου «Δάφναι και Μυρσίναι» με τον τίτλο «Ερωτηματικά».
Είπα στον γέροντα ασκητή τον εβδομηκοντάρη,
που κυματούσε η κόμη του σαν πασχαλιάς κλωνάρι:
Πες μου, πατέρα μου, γιατί σε τούτη ‘δω τη σφαίρα
αχώριστα περιπατούν η νύχτα και η μέρα;
Γιατί, σαν να ‘σαν δίδυμα, φυτρώνουμε αντάμα
τ’ αγκάθι και το λούλουδο, το γέλιο και το κλάμα;
Γιατί στην πιο ελκυστική του δάσους πρασινάδα
σκορπιοί φωλιάζουν κι όχεντρες και κρύα φαρμακάδα;
Γιατί, προτού το τρυφερό μπουμπούκι ξεπροβάλει
και ξεδιπλώσει μπρος στο φως τ’ αμύριστά του κάλλη,
μαύρο σκουλήκι έρχεται, μια μαχαιριά του δίνει
κι ένα κουρέλι άψυχο στην κούνια του τ’ αφήνει;
Γιατί αλέτρι και σπορά και δουλευτάδες θέλει
το στάχυ, ώσπου να γενή ψωμάκι και καρβέλι
και κάθε τι ωφέλιμο κι ευγενικό και θείο
πληρώνεται με δάκρυα και αίματα στο βίο,
ενώ ο παρασιτισμός αυτόματα θεριεύει
κι η προστυχιά όλη τη γη να καταπιή γυρεύει;
Τέλος, γιατί εις του παντός την τόση αρμονία
να χώνεται η σύγχυσι κι η ακαταστασία;
Απήντησε ο ασκητής με τη βαρειά φωνή του
προς ουρανούς υψώνοντας το χέρι το δεξί του:
Οπίσω από τα χρυσά εκεί επάνω νέφη
κεντά ο Μεγαλόχαρος ατίμητο γκεργκέφι (=κέντημα).
Κι εφόσον εις τα χαμηλά εμείς περιπατούμεν
την όψι την ξανάστροφη, παιδί μου, θεωρούμε.
Και είναι άρα φυσικό λάθη ο νους να βλέπη
εκεί που να ευχαριστή και να δοξάζη πρέπει.
Πρέπει σαν Χριστιανός να έλθη η ημέρα
που η ψυχή σου φτερωτή θα σχίση τον αιθέρα
και του Θεού το κέντημα απ’ την καλή κοιτάξης
και τότε… όλα σύστημα θα σου φανούν και τάξις!

Ο Χριστός, παιδί μου, δεν μας εγκατέλειψε ποτέ. Παραμένει κοντά μας, βοηθός και συμπαραστάτης, μέχρι συντέλειας των αιώνων. Αυτό όμως θα το καταλάβεις, μόνο αν γίνεις συνειδητό μέλος της Εκκλησίας Του και συνδεθείς με τα Μυστήριά της.

[Αναδημοσίευση από το βιβλίο: ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, «ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ»]
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...