Sunday, 14 October 2012

ΑΒΒΑΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ- Η πιο εύκολη αμαρτία

  Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Παραγματικά, τι μπορεί να είναι βαρύτερο απ’ αυτό; Τι άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτήν.
 
Και όμως λένε ότι από αυτά τα μικροπράγματα φτάνει κανείς σ’ αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Από το να δεχτεί μιά μικρή υποψία για τον πλησίον, από το να λέει: « Τι σημασία έχει αν ακούσω τι λέει αυτός ο αδελφός; Τι σημασία έχει αν πω και εγώ αυτόν τον λόγο; Τι σημασία έχει αν δω που πάει αυτός ο αδελφός ή τι πάει να κάνει αυτός ο ξένος»; Αρχίζει… ο νους να αφήνει τις δικές του αμαρτίες και ν’ απασχολείται με τη ζωή του πλησίον. Από εκεί φτάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά, στην εξουδένωση. Από εκεί πέφτει σ’ όσα κατακρίνει. 
Επειδή δεν φροντίζει για τις δικές του κακίες, επειδή δεν κλαίει, όπως είπαν οι Πατέρες, τον πεθαμένο εαυτόν του, δεν μπορεί σε τίποτα απολύτως να διορθώσει τον εαυτόν του, αλλά πάντοτε απασχολείται με τον πλησίον. Και τίποτα δεν παροργίζει τόσο το Θεό, τίποτα δεν ξεγυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουδένωση του πλησίον.

Γιατί άλλο πράγμα είναι η καταλαλιά και άλλο η κατάκριση και άλλο η εξουδένωση.
Καταλαλιά είναι το να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον π.χ. ο τάδε είπε ψέματα, οργίστηκε ή πόρνευσε ή κάτι τέτοιο έκαμε. Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς «καταλαλεί», δηλαδή, μιλάει με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητάει με εμπάθεια για το αμάρτημά του.
Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τόν ίδιο τον άνθρωπο, λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύτης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Γιατί έτσι κατέκρινε την ίδια τη διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπέρασμα για όλη τη ζωή του, λέγοντας ότι είναι τέτοια η ζωή του, τέτοιος είναι αυτός και σαν τέτοιο τον κατέκρινε. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Γιατί είναι άλλο να πει κανείς ότι κάποιος οργίστηκε και άλλο να πει ότι κάποιος είναι οργίλος και να βγάλει συμπέρασμα, όπως είπα, για όλη του τη ζωή. Και τόσο πιο βαριά από κάθε άλλη αμαρτία είναι η κατάκριση, ώστε και ο ίδιος ο Χριστός να φτάσει να πεί: « Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε κοίταξε να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου» (Λουκ. 6, 42). Και παρομοίασε τη μεν αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, τη δε κατάκριση με δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση που ξεπερνάει σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία…
Γιατί να μήν κατακρίνουμε καλύτερα τους εαυτούς μας και τα ελαττώματα μας, που τα ξέρουμε πολύ καλά και που γι’ αυτά θα δώσουμε λόγο στο Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από το Θεό; Τι ζητάμε από το πλάσμα Του;…Γιατί θέλουμε να πάρουμε επάνω μας τα βάρη των άλλων; Εμείς έχουμε τι να φροντίσουμε, αδελφοί μου. Καθένας ας έχει το νου του στον εαυτόν του και στις αμαρτίες του. Μόνο ο Θεός μπορεί είτε να δικαιώσει είτε να κατακρίνει τον καθένα, γιατί Αυτός μόνο ξέρει του καθενός την κατάσταση και τη δύναμη και το περιβάλλον και τα χαρίσματα και την ιδιοσυγκρασία και τις ιδιαίτερες ικανότητές του και κρίνει σύμφωνα μ’ όλα αυτά, όπως Αυτός μόνον γνωρίζει. Διαφορετικά, βέβαια, κρίνει ο Θεός τα έργα του επισκόπου και διαφορετικά του άρχοντα, αλλιώς του ηγουμένου και αλλιώς του υποτακτικού, αλλιώς του νέου και αλλιώς του γέρου, αλλιώς του άρρωστου και αλλιώς του γερού. Και ποιός μπορεί να κρίνει σύμφωνα μ’ αυτές τις προϋποθέσεις παρά μόνον Αυτός που δημιούργησε τα πάντα, Αυτός που έπλασε τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα;…
Τίποτα απολύτως δεν μπορεί να ξέρει ο άνθρωπος από τις βουλές του Θεού. Μόνον Αυτός είναι Εκείνος που καταλαβαίνει τα πάντα και είναι σε θέση να κρίνει τον καθένα, όπως μόνος αυτός γνωρίζει.
Πραγματικά, συμβαίνει να κάνει κάποιος αδελφός μερικά πράγματα με απλότητα. Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί στο Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις τη ψυχή σου; Και αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, πως μπορείς να ξέρεις πόσο αγωνίστηκε και πόσο αίμα έσταξε, πρίν κάνει το κακό, ώστε να φτάνει να μοιάζει η αμαρτία του σχεδόν σαν αρετή στα μάτια του Θεού; Γιατί ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πρίν να κάνει το κακό, και τον ελεεί και τον συγχωρεί. Και ο μεν Θεός τον ελεεί, εσύ δε τον κατακρίνεις, και χάνεις τη ψυχή σου; Που ξέρεις ακόμα και πόσα δάκρυα έχυσε γι’ αυτό, ενώπιον του Θεού; Και συ μεν έμαθες την αμαρτία, δεν ξέρεις όμως τη μετάνοια. Μερικές φορές μάλιστα δεν κατακρίνουμε μόνο, αλλά και εξουδενώνουμε.
Εξουδένωση είναι όταν, όχι μόνον κατακρίνει κανείς κάποιον, αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο καο πολύ πιο καταστρεπτικό από την κατάκριση.
Όσοι όμως θέλουν να σωθούν δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του πλησίον, αλλά προσέχουν πάντοτε τις δικές τους αδυναμίες και έτσι προκόβουν. Σαν εκείνον που είδε τον αδελφό του να αμαρτάνει και στενάζοντας βαθιά είπε: « Αλλοίμονο μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτός, οπωσδήποτε αύριο θα πέσω εγώ». Βλέπεις με ποιό τρόπο επιδιώκει τη σωτηρία του, πως προετοιμάζει τη ψυχή του; Πως κατάφερε να ξεφύγει αμέσως από την κατάκριση του αδελφού του; Γιατί λέγοντας ότι: « Οπωσδήποτε θα αμαρτήσω και εγώ αύριο» έδωσε την ευκαιρία στον εαυτόν του ν’ ανησυχήσει και να φροντίσει για τις αμαρτίες που επρόκειτο δήθεν να κάνει. Και μ’ αυτό τον τρόπο ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον. Και δεν αρκέστηκε μέχρις εδώ, αλλά κατέβασε τον εαυτόν του χαμηλότερα απ’ αυτόν που αμάρτησε λέγοντας: « Και αυτός μεν μετανοεί για την αμαρτία του, εγώ όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα μετανοήσω, δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρω, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχω τη δύναμη να μετανοήσω».
Βλέπεις το φωτισμό της θείας αυτής ψυχής; Γιατί όχι μόνον κατάφερε να ξεφύγει από την κατάκριση του πλησίον, αλλά έβαλε τον εαυτό της πιο κάτω απ’ αυτόν.
Και εμείς οι άθλιοι, εντελώς αδιάκριτα, κατακρίνουμε, αποστρεφόμαστε, εξευτελίζουμε, αν δούμε ή αν ακούσουμε ή αν υποψιαστούμε κάτι. Και το χειρότερο είναι ότι δεν σταματάμε μέχρι τη ζημιά που κάνουμε στον εαυτό μας, αλλά συναντάμε και άλλον αδελφό και αμέσως του λέμε: « Αυτό και αυτό έγινε». Και του κάνουμε κακό βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες… Αλλά ενώ κάνουμε διαβολικό έργο δεν ανησυχούμε κιόλας. Γιατί, τι άλλο έχει να κάνει ο διάβολος από το να ταράζει και να βλάπτει; Και γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων και για τη δική μας καταστροφή και για του πλησίον…
Από ποιό άλλο λόγο τα παθαίνουμε αυτά, παρά από το ότι δεν έχουμε αγάπη; Γιατί αν είχαμε αγάπη και συμπαθούσαμε και πονούσαμε τον πλησίον μας, δεν θα είχαμε το νου μας στα ελαττώματα του πλησίον…Αν είχαμε αγάπη, η ίδια η αγάπη θα σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς έκαναν οι άγιοι, όταν έβλεπαν τα ελαττώματα των ανθρώπων. Γιατί μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τα αμαρτήματα; Και ποιός μισεί τόσο πολύ την αμαρτία όσο οι άγιοι; Και όμως δεν μισούν εκείνον που αμαρτάνει, ούτε τον κατακρίνουν, ούτε τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον συμβουλεύουν, τον παρηγορούν, τον γιατρεύουν σαν άρρωστο μέλος του σώματός τους. Κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν…Με την μακροθυμία και την αγάπη τραβούν τον αδελφό και δεν τον απωθούν, ούτε τον σιχαίνονται…
Ας αποκτήσουμε λοιπόν και εμείς αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον. Και έτσι θ’ αποφεύγουμε να καταλαλούμε, να κατακρίνουμε, να εξουδενώνουμε τους άλλους. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος…
Ο Θεός ας μας αξιώσει να προσέχουμε όσα μας συμφέρουν πνευματικά και να τα εφαρμόζουμε. Γιατί όσο φροντίζουμε και ενδιαφερόμαστε να εφαρμόζουμε όσα ακούμε, τόσο περισσότερο μας φωτίζει ο Θεός πάντοτε και μας διδάσκει το θέλημά Του.
 Του Αββά Δωροθέου, Στ΄ Διδασκαλία (αποσπάσματα) σ. 187- 203).Από το βιβλίο Έργα Ασκητικά, Εκδόσεις «Ετοιμασία»,
Ι. Μ. Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καρέα, Αθήναι 1981,

Why Go To Church When I Can Just Pray At Home?

St. John Chrysostom answers this question briefly when he writes:

They say: 'We can pray at home.' Thou art deceiving thyself, O man! Of course, one can pray at home. But it is impossible to pray there as in church, where such a multitude of hearts are uplifted to God, merging into one unanimous cry. Thou wilt not be so quickly heard while praying to the Master by thyself, as when praying together with thy brethren, for here in church there is something greater than in thy room: Agreement, unanimity, the bond of love, and finally here are the prayers of the priests. The priests stand before us, then, so that the prayers of the people, being weak, would be united to their more powerful prayers and together with them ascend to heaven.

The Apostle Peter was freed from prison, thanks to the common prayers offered for him.... If the Church's prayer was so beneficial for the Apostle Peter and delivered such a pillar of the faith from prison, why, tell me, dost thou disdain its power and what kind of justification canst thou have for this. Hearken unto God Himself, Who says that the multitude of people who pray to him with fervor moves Him to have mercy. He says to the Prophet Jonah: 'Shall I not spare Nineveh, that great city, in which dwell more than 120 thousand people.' He did not simply mention the multitude of people but that thou mightest know that prayer together has great power.
St. John of Kronstadt adds:



Here in church is the one thing needful; here is a refuge from vanity and the storms of life; here is the calm harbor for souls seeking salvation; here is incorrupt food and drink for souls; here is the light, which enlightens every man who comes into the world; here is pure spiritual air; here is the well of living water springing up into everlasting life (John 4:14); here the gifts of the Holy Spirit are distributed; here is the cleansing of souls.
The reading and singing in church are performed in a sacred language; all Orthodox Christians must learn it, in order to comprehend the sweet sayings of their mother, who is preparing her children for heaven, for eternal life.... Here in church, a man will come to know the true nobility of his soul, the value of life and its aim or his assigned path; here he dispels the fascination of worldly vanity and worldly passions by acquiring sobriety in his soul; here he comes to know his destiny, both temporal and eternal; here he comes to know his bitter, profound fall and seduction by sin; here the Savior is to be found, ;particularly in His holy and life, creating Mysteries, and His salvation; here a man comes to know his true relationship with God and his neighbor or with his family and the society in which he lives.
The church is an earthly heaven, the place where the closest union with the Divinity occurs; it is a heavenly school which prepares Christians for heavenly citizenship, teaching them about the ways of heaven, about the dwellings of heaven; it is the threshold of heaven; it is the place for common prayer, for thanksgiving, for glorifying the Triune God, Who created and preserves everything; it is unity with the angels. What is more precious and more honorable that the church? Nothing. During the divine service, as on a chart, the whole destiny of the human race is depicted, from beginning to end. The divine service is the alpha and omega of the destiny of the world and of men.

Άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος-ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ

Όγδοος είναι ο αγώνας κατά της υπερηφάνειας. Φοβερότατος αυτός ο αγώνας και από όλους τους προηγούμενους αγριότερος. Αυτός πολεμά προπάντων τους τέλειους και προσπαθεί να καταστρέφει εκείνους που ανέβηκαν σχεδόν στην κορυφή των αρετών. Και όπως μια κολλητική και θανατηφόρα αρρώστια δεν καταστρέφει ένα μέλος του σώματος, αλλά ολόκληρο το σώμα, έτσι και η υπερηφάνεια όχι μόνον ένα μέρος της ψυχής, αλλά ολόκληρη την καταστρέφει. Και το καθένα από τα άλλα πάθη, αν και ταράζει την ψυχή, αλλά με το να πολεμά μια μόνο αρετή, εκείνη που είναι αντίθετή του, και να προσπαθεί αυτή να νικήσει, σκοτίζει και ταράζει την ψυχή εν μέρει. Ενώ το πάθος της υπερηφάνειας σκοτίζει ολόκληρη την ψυχή και την ρίχνει σε τέλεια πτώση.


Για να εννοήσουμε καλύτερα τα λεγόμενα, ας σκεφτούμε ως εξής: Η γαστριμαργία προσπαθεί να διαφθείρει την εγκράτεια. η πορνεία, τη σωφροσύνη. η φιλαργυρία την ακτημοσύνη. ο θυμός, την πραότητα. και όλα τα λοιπά είδη της κακίας, τις αντίθετες αρετές. Η υπερηφάνεια όμως, όταν κυριεύσει την άθλια ψυχή, σαν φοβερότατος τύρρανος που κατέλαβε μια μεγάλη και δοξασμένη πόλη, την καταστρέφει ολόκληρη και την κατεδαφίζει από τα θεμέλια. 
Μάρτυρας γιʼ αυτό είναι ο άγγελος εκείνος που έπεσε από τον ουρανό εξαιτίας της υπερηφάνειάς του, ο οποίος αν και δημιουργήθηκε από τον Θεό και στολίστηκε από Αυτόν με κάθε αρετή και σοφία, δεν θέλησε να τα αποδίδει όλα αυτά στον Κύριο, αλλά στη δική του φύση. Και έτσι νόμιζε ότι είναι ίσος με τον Θεό. Ελέγχοντας αυτήν την σκέψη του, ο προφήτης έλεγε: «Συ είπες με το νου σου. θα καθήσω πάνω σε ψηλό βουνό, θα στήσω το θρόνο μου πάνω στα σύννεφα, θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο. Και όμως εσύ είσαι άνθρωπος και όχι θεός»(62). Και πάλι άλλος προφήτης λέει: «Γιατί καυχιέται μέσα στην κακία του ο δυνατός;»(63) 
Γνωρίζοντας αυτά, ας φοβηθούμε και με κάθε προσοχή ας φυλάξομε την καρδιά μας από το θανατηφόρο πνεύμα της υπερηφάνειας, λέγοντας πάντοτε στον εαυτό μας, όταν κατορθώσομε κάποια αρετή, τον λόγο του Αποστόλου: «Όχι εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου»(64), και τον λόγο του Κυρίου: «Ότι χωρίς τη βοήθειά Μου, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(65). Επίσης, το λόγο του προφήτη: «Αν ένα σπίτι δεν το οικοδομήσει ο Κύριος, μάταια κουράστηκαν οι οικοδόμοι(66), και το: «Δεν εξαρτάται από εκείνον που θέλει, ούτε από εκείνον που τρέχει, αλλά από το Θεό που θα δείξει έλεος»(67). Επειδή και αν ακόμη έχει κανείς ολόθερμη προθυμία και αποφασισμένη προαίρεση, εφόσον είναι δεμένος με σάρκα και αίμα, δεν μπορεί να φτάσει την τελειότητα, παρά μόνο με την χάρη και το έλεος του Χριστού. Και ο Ιάκωβος λέει: «Κάθε ωφέλιμη δωρεά προέρχεται από ψηλά»(68). Και ο απ. Παύλος: «Τι έχεις που δεν το πήρες από το Θεό; Κι αν έχεις πάρει, γιατί καυχιέσαι σαν να μην πήρες(69), αλλά υπερηφανεύεσαι σαν να είναι δικά σου;» Ότι με τη χάρη και το έλεος του Θεού έρχεται η σωτηρία, είναι μάρτυρας αληθινός εκείνος ο ληστής, ο οποίος κέρδισε τη βασιλεία των Ουρανών όχι ως ανταμοιβή της αρετής του, αλλά με τη χάρη και το έλεος του Θεού(70).

 Γνωρίζοντας αυτά οι Πατέρες μας όλοι, με μια γνώμη, μας παρέδωσαν ότι δεν μπορούμε διαφορετικά να φτάσομε στην τελειότητα της αρετής, παρά μόνο με την ταπείνωση, η οποία έρχεται στον άνθρωπο από την πίστη και το φόβο του Θεού, από την πραότητα και την τέλεια ακτημοσύνη. Με τις αρετές αυτές κατορθώνεται και η τέλεια αγάπη, με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Φιλοκαλία – Άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος,περί των οχτώ λογισμών της κακίας.

Elder Paisios-On How To Cultivate Humility

 "In what way, Elder, is humility cultivated?"

"Humility is cultivated through our pursuit of honorable acts and is also cultivated with the manure of our falls. It depends. An honorable person will attribute everything good that he has to God. He sees God's many bounties, he is aware that he has not reciprocated, so he humbles himself and constantly glorifies God. Then, the more he humbles himself and glorifies God, the more he will be bathed in Divine Grace. That is called "voluntary humility". Whereas the humility that is brought on by constant falls is what we call "involuntary humility". Naturally, voluntary humility has a far greater value than the involuntary. It resembles a field that has good soil and the trees on it bring forth fruits - without any fertilizers or manure - and their fruits are delicious. Involuntary humility resembles a field with poor soil; for it to be fruitful, you have to apply both fertilizer and manure, but even so, its fruits will not be as tasty."
***************************

"Elder, when I am demoted in the eyes of others on account of my behaviour and involuntarily humiliate myself, it makes me feel bad."

"With involuntary humility you settle a small portion of your debts of sin. But you need to begin to humble yourself voluntarily."

***************************
"Elder, I am in a very difficult situation. I have carnal thoughts and they cause me sorrow. I am afraid that I shall never escape this predicament."

"Have courage, my good child, and Christ will win in the end. Just chant 'From my youth has the enemy tempted me; he scorches me with pleasures, but with my trust in You, Lord, I drive him away'... In essence, it is not the poor flesh that is to blame, but pride. It is true that you have many capabilities - which of course were given to you by God - but, because you have been a little negligent and are not careful, the enemy grabs the opportunity, he exploits them and thus casts you into pride. And instead of bathing your countenance with tears of joy and gratitude towards God, you bathe it with the bitter tears of pain and worry. We thus extract the following conclusion: If we do not humble ourselves voluntarily, we shall be humbled involuntarily because the Good Lord loves us. So, take courage my child, and Christ will be the victor. 'Even if you prevail, you will again be defeated, for God is with us.' This is just a storm and it will pass and will bring much good. You will get to know yourself much better, you will be humbled necessarily and, according to spiritual laws, the Grace of God will also come to you - which was previously hindered on account of pride.
We have not tried to learn about ourself. If we get to know it, our soul will rejoice and will humbly ask for God's mercy. Knowing ourselves will beget humility. Because the more a person gets to know himself, the more the eyes of his soul will open and he will see his vast weakness all the more clearly. He becomes aware of his own wretchedness and ingratitude, as well as God's infinite nobility and compassion, and he is crushed internally; he is humbled exceedingly and he eventually comes to love the Lord even more. 
 From the book "Passions and Virtues" - Words of the Elder Paisios Vol.5

Ξέχασα την Αγάπη…


Διανύουμε την περίοδο της λεγόμενης ”κρίσης”.Άλλους συνανθρώπους μας η ”κρίση” αυτή τους άγγιξε λίγο,άλλους πάλι πολύ.Ο καθένας από εμάς βιώνει τον προσωπικό του αγώνα και τις δυσκολίες του ανάλογα με τις δυνάμεις και τις αντοχές του.Μπορεί να είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδος,αλλά θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ότι είναι και μια ιδιαίτερη ευκαιρεία μετάβασης.Μετάβασης από τον υλικό κόσμο,που τα τελευταία χρόνια είχαμε επιδωθεί λίγο πολύ όλοι μας στο να τον αποκτήσουμε στο περισσότερο δυνατό από τη μια και από την άλλη στο να τον καταναλώσουμε στο περισσότερο δυνατό,σε έναν άλλο κόσμο που πολύ λιγότερο,έως καθόλου,έχει ανάγκη τα υλικά.Ο κόσμος αυτός είναι ο κόσμος της Αγάπης.
Αν σταθούμε και αφιερώσουμε ένα λεπτό από τη ζωή μας στο να συλλογισθούμε και να αναλογισθούμε τι κάναμε μέχρι τώρα,έναν μικρό και γρήγορο απολογισμό,θα παρατηρήσουμε ότι πολλές φορές δεν χαμογελάσαμε στον διπλανό μας…
Πολλές φορές δεν είπαμε μια κουβέντα,απλή για εμάς,αλλά σωτήρια για τον πλησίον μας…
Πολλές φορές δεν σκεφτήκαμε την κατάσταση του πλησίον μας…
Πολλές φορές δεν νιώσαμε τον πλησίον μας…
Πολλές φορές δεν κοιτάξαμε στα μάτια τον πλησίον μας…
Πολλές φορές δεν είδαμε τον πόνο του πλησίον μας…
Πολλές φορές…
Πολλές φορές δεν σκεφτήκαμε ότι ο πλησίον είναι ο/η συντροφός μας,ο πατέρας μας,η μητέρα μας,ο αδελφός μας,η αδελφή μας,ο φίλος ή φίλη μας…
Μπορεί να έχουμε ανάγκη την ύλη,αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ξεχνούμε την Αγάπη και ότι δεν την έχουμε ανάγκη…
Έχουμε ξεχάσει πως είναι η πηγή της δύναμής μας…
Έχουμε ξεχάσει πως είναι η τροφή της ψυχής μας…
Έχουμε ξεχάσει πως χωρίς αυτήν είμαστε σαν σώματα χωρίς ψυχή…
Έχουμε ξεχάσει…
Έχουμε ξεχάσει πως είναι να αγαπάς…
Δυστυχώς μέσα στην καθημερινότητά μας έχουμε χάσει την πραγματική της έννοια και την έχουμε αντικαταστάσει με κάτι άλλο ξένο και πέρα από αυτό που ουσιαστικά σημαίνει.
Αγάπη είναι σεβασμός…
Αγάπη είναι να βάζω τον διπλανό μου πάνω από τον εαυτό μου…
Αγάπη είναι ζωή…
Αγάπη είναι…
Αγάπη είναι η παρουσία του Θεού στη ζωή μας…
Αγάπη είναι θυσία που δεν την νιώθεις σαν θυσία.Ο Ιερός Αυγουστίνος είχε πει: ”Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις”, και συμπληρώνει πολύ σωστά και εύστοχα η Γερόντισσα Γαβριηλία: ”γιατί αν αγαπάς δεν μπορείς να κάνεις κακό”,
γιατί αν αγαπάς μόνο καλό μπορείς να κάνεις….
γιατί αν αγαπάς ανακουφίζεις τον πονεμένο…
γιατί αν αγαπάς γιατρεύεις τον πάσχοντα…
γιατί αν αγαπάς γίνεσαι σκεύος ζωής…
γιατί αν αγαπάς…
γιατί αν αγαπάς είσαι πραγματικά φύση και θέση ο αληθινός σου εαυτός.

 
Ας προσέξουμε τα λόγια του Αγίου Γέροντος Παϊσίου:

<<”Οι περισσότεροι σήμερα γυρίζουν γύρω από τον εαυτό τους. Μόνον τον εαυτό τους σκέφτονται. Ας υποθέσουμε ότι βρέχει, γίνεται κατακλυσμός. Θα δείτε, οι περισσότερες από σάς θα σκεφθούν μήπως έχουν ρούχα απλωμένα, να πάνε να τα μαζέψουν. Κακό δεν είναι αυτό, άλλα δεν θα πάνε πιο πέρα. Τα ρούχα και να βραχούν, πάλι θα στεγνώσουν. Αυτοί όμως πού αλωνίζουν τι θα γίνουν; Πονάτε γι’ αυτούς, για να κάνετε καμμιά ευχή; Ή πέφτουν κεραυνοί- ζήτημα πέντε-έξι ψυχές να θυμηθούν τους καημένους τους γεωργούς ή αυτούς πού έχουν θερμοκήπια. Δεν σκέφτεται δηλαδή τον άλλον ό άνθρωπος, δεν βγαίνει από τον εαυτό του, άλλα γυρίζει συνέχεια γύρω από τον εαυτό του. Όταν όμως γυρίζει γύρω από τον εαυτό του, κέντρο έχει τον εαυτό του· δεν έχει τον Χριστό. Είναι έξω από τον άξονα πού είναι ό Χριστός. Για να φθάσει να σκέφτεται τον άλλον, πρέπει ό νους του πρώτα να είναι στον Χριστό. Τότε σκέφτεται και τον πλησίον και μετά σκέφτεται και τα ζώα και όλη την φύση. Έχει τον σταθμό του ανοιχτό και, μόλις πάρει το μήνυμα, τρέχει να βοηθήσει. Ά ν ό νους του δεν είναι στον Χριστό, δεν δουλεύει ή καρδιά του, γι’ αυτό δεν αγαπάει ούτε τον Χριστό ούτε τον συνάνθρωπο του, πόσο μάλλον την φύση, τα ζώα, τα δένδρα, τα φυτά. Έτσι όπως κινείσθε, πού να φθάσετε στο σημείο να έχετε επικοινωνία με τα ζώα, με τα πουλιά! Αν πέσει κανένα πουλί από την σκεπή, θα το ταΐσετε. Αν δεν πέσει από την σκεπή, δεν σκέφτεσθε να το ταΐσετε. Εγώ βλέπω τα πουλιά· λέω «θέλουν τάϊσμα, τα καημένα»· ρίχνω ψίχουλα κ.λπ., βάζω και νεράκι να πιούν. Βλέπω άρρωστα κλαδιά στα δένδρα· αμέσως σκέφτομαι να τα κόψω, για να μην κολλήσουν και τα άλλα. Ή χτυπάει μία πόρτα, ένα παράθυρο, πάει εκεί ό νους μου. θα ξεχάσω τον εαυτό μου, αν μού χρειάζεται κάτι, άλλα θα κοιτάξω την πόρτα, το παράθυρο, να μη σπάσει, να μη γίνει καμμιά ζημιά. Παρεμπιπτόντως σκέφτομαι για μένα. Και αν κανείς σκέ[bless and do not curse]φτεται και πονάει για τα δημιουργήματα, πόσο μάλλον θα σκέφτεται τον Δημιουργό τους! Αν δεν κινείται έτσι ό άνθρωπος, πώς να συντονισθεί με τον Θεό;

Έπειτα, και όταν βγαίνετε έξω, ρίξτε καμμιά ματιά γύρω. Μπορεί κάποιος έστω και από απροσεξία ή από κακότητα – εύχομαι κανείς να μην κάνει κακό – κάτι να πετάξει και να βάλει φωτιά· γι’ αυτό ρίξτε μία ματιά. Και αυτό στα πνευματικά ανήκει, γιατί και αυτό το βλέμμα έχει αγάπη. Εγώ βγαίνω έξω από το Καλύβι, ρίχνω μία ματιά προς τα κάτω, μία ματιά προς την σκεπή, να δω μήπως μυρίζει καμένο. Άλλο αν έχεις τέτοια πίστη πώς, αν πιάσει φωτιά και κάνης προσευχή, θα σβήσει ή φωτιά. Διαφορετικά, πρέπει να ενεργήσεις. Ή, όταν ακούω κρότο, προσέχω να δω τι είναι· πυροβόλο; άσκηση κάνουν; φουρνέλλο; Ένα και ένα ό νους μου πηγαίνει εκεί, για να κάνω κομποσχοίνι. Όποιος αδιαφορεί για τον εαυτό του, από αγάπη προς τους άλλους, το μεγάλο ενδιαφέρον του Θεού βρίσκεται μαζί του, και όλοι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται γι’ αυτόν.”>>
Κλείνοντας δεν θα μπορούσαμε να πούμε τίποτε άλλο από το να επαναλάβουμε τα λόγια του Αγίου Γέροντα:”Όποιος αδιαφορεί για τον εαυτό του, από αγάπη προς τους άλλους, το μεγάλο ενδιαφέρον του Θεού βρίσκεται μαζί του, και όλοι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται γι’ αυτόν.”

 Τσαβδαρίδης Χαράλαμπος

St. Basil the Great-A Lament for Sin


Weep over your sin: it is a spiritual ailment; it is death to your immortal soul; it deserves ceaseless, unending weeping and crying; let all tears flow for it, and sighing come forth without ceasing from the depths of your heart.In profound humility I weep for all my sins, voluntary and involuntary, conscious and unconscious, covert and overt, great and little, committed by word and deed, in thought and intention, day and night, at every hour and minute of my life.


I weep over my pride and my ambition, my self love and my boastfulness; I weep over my fits of anger, irritation, excessive shouting, swearing, quarreling and cursing;



I weep for having criticized, censured, gossiped, slandered, and defamed, for my wrath, enmity, hatred, envy, jealousy, vengeance and rancor;



I weep over my indulgences in lust, impure thoughts and evil inclinations; covetousness, gluttony, drunkenness, and sloth;



I weep for having talked idly, used foul language, blasphemed, derided, joked, ridiculed, mocked, enjoyed empty gaiety, singing, dancing and every pleasure to excess;



I weep over my self indulgence, cupidity, love of money and miserliness, unmercifulness and cruelty;



I weep over my laziness, indolence, negligence, love of comfort, weakness, idleness, absent-mindedness, irresponsibility, inattention, love of sleep, for hours spent in idle pursuits, and for my lack of concentration in prayer and in Church, for not observing fasts and not doing charitable works.



I weep over my lack of faith, my doubting, my perplexity, my coldness, my indifference, my weakness and unfeelingness in what concerns the Holy Orthodox Faith, and over all my foul, cunning and reviling thoughts;



I weep over my exaggerated sorrow and grief, depression and despair, and over sins committed willingly.



I weep, but what tears can I find for a worthy and fitting way to weep for all the actions of my ill fated life; for my immeasurable and profound worthlessness? How can I reveal and expose in all its nakedness each one of my sins, great and small, voluntary and involuntary, conscious and unconscious, overt and covert, every hour and minute of sin? When and where shall I begin my penitential lament that will bear fitting fruit? Perhaps soon I may have to face the last hour of my life; my soul will be painfully sundered from my sinful and vile body; I shall have to stand before terrible demons and radiant angels, who will reveal and torment me with my sins; and I, in fear and trembling, will be unprepared and unable to give them an answer; the sight and sound of wailing demons, their violent and bold desire to drag me into the bottomless pit of Hell will fill my soul with confusion and terror. And then the angels of God will lead my poor soul to stand before God 's fearful seat of judgment. How will I answer the Immortal King, or how will I dare, sinner that I am, to look upon My Judge? Woe is me! have no good answer to make, for I have spent all my life in indolence and sin, all my hours and minutes in vain thoughts, desires and yearnings! And how many times have I taken the Name of God in vain!



How often, lightly and freely, at times even boldly, insolently and shamelessly have I slandered others in anger; offended, irritated, mocked them!



How often have I been proud and vainglorious and boasted of good qualities that I do not possess and of deeds that I have not done!



How many times have I lied, deceived, been cunning or flattered, or been insincere and deceptive; how often have I been angry, intolerant and mean!



How many times have I ridiculed the sins of my brother, caused him grief overtly and covertly, mocked or gloated over his misdeeds, his faults or his misfortunes; how many times have I been hostile to him, in anger, hatred or envy!



How often have I laughed stupidly, mocked and derided, spoke without weighing my words, ignorantly and senselessly, and uttered a numberless quantity of cutting, poisonous, insolent, frivolous, vulgar, coarse, brazen words!



How often, affected by beauty, have I fed my mind, my imagination and my heart with voluptuous sensations, and unnaturally satisfied the lusts of the flesh in fantasy!



How often has my tongue uttered shameful, vulgar and blasphemous things about the desires of the flesh!



How often have I yearned for power and been gluttonous, satiating myself on delicacies, on tasty, varied and diverse foods and wines; because of intemperance and lack of self-control how often have I been filled past the point of satiety, lacked sobriety and been drunken, intemperate in food and drink, and broken the Holy Fasts!



How often, through selfishness, pride or false modesty, have I refused help and attention to those in need, been uncharitable, miserly, unsympathetic, mercenary and grasped at attention!



How often have I entered the House of God without fear and trembling, stood there in prayer, frivolous and absent-minded, and left it in the same spirit and disposition! And in prayer at home I have been just as cold and indifferent, praying little, lazily, and indolently, inattentively and impiously, and even completely omitting the appointed prayers!



And in general, how slothful I have been, weakened by indolence and inaction; how many hours of each day have I spent in sleep, how often have I enjoyed voluptuous thoughts in bed and defiled my flesh! How many hours have I spent in empty and futile pastimes and pleasures, in frivolous talk and speech, jokes and laughter, games and fun, and how much time have I wasted conclusively in chatter, and gossip, in criticizing others and reproaching them; how many hours have I spent in time-wasting and emptiness! What shall I answer to the Lord God for every hour and every minute of lost time? In truth, I have wasted my entire life in laziness.



How many times have I lost heart and despaired of my salvation and of God's mercy or through stupid habit, insensitivity, ignorance, insolence, shamelessness, and hardness sinned deliberately, willingly, in my right mind, in full awareness, in all goodwill, in both thought and intention, and in deed, and in this fashion trampled the blood of God 's covenant and crucified anew within myself the Son of God and cursed Him!



O how terrible the punishment that I have drawn upon myself!

How is it that my eyes are not streaming with constant tears?.. If only my tears flowed from the cradle to the grave, at every hour and every minute of my tortured life! Who will now cool my head with water and fill the well of my tears and help me weep over my soul that I have cast into perdition?



My God, my God! Why hast Thou forsaken me? Be it unto me according to Thy will, O Lord! If Thou wouldst grant me light, be Thou blessed; if Thou wouldst grant me darkness, be Thou equally blessed. If Thou wouldst destroy me together with my lawlessness, glory to Thy righteous judgment; and if Thou wouldst not destroy me together with my lawlessness, glory to Thy boundless mercy!

About the misfortune of those who come to Christ and then apostatize from Him

              By Saint Nikolai Velimirovich

"For if after they have escaped the pollution's of the world through the knowledge of the Lord and Savior Jesus Christ, they are again entangled therein, and overcome, the latter end is worse with them then the beginning" (2 Peter 2:20).
Brethren, bright is the sun but brighter still are the words of the apostle. Brethren, the sun illumines bodies but it cannot illumine souls, while the apostolic words illumine the souls. The apostle clearly sees the heights and depths of a soul and he illumines it for us out of fervent love, in order to lead us on the pure path of salvation. In a few words, he gives us two great instructions. The first instruction: one cannot flee from the impurity of this world in any other way except through the knowledge of Our Lord and Savior Jesus Christ.

First of all, without knowledge of the Lord Jesus one is unable to see or to know the impurity of this world, and second, man is unable to be cleansed from this impurity without the knowledge of the Lord Jesus. The second instruction: when man flees from the impurity of this world by knowing the Lord Jesus and, again, becomes entangled in it, then for him "the latter end is worse than the beginning." For knowing the light, he again returns into the darkness and the darkness becomes even darker, and, recognizing justice, he again sinks into injustice and his punishment is more severe; and recognizing holiness he again falls into beastliness and the animal is still more furious. The holy apostle does not hesitate to equate this turning back with a dog who returns to his own vomit and with the sow, who having been washed returns to wallow in the mire.

Whoever recognized the Lord Jesus Christ also recognized all that is needed for his salvation; he received a binocular to see the impurity, lies and injustice and received the power to flee from all of that. Therefore let him not turn back so that eternal death does not swallow him up. Let him not tempt God countless times. For if God was quick to save him the first time He will be slower the second time, and even slower the third time. My brethren, illuminating are the apostolic words.
O Lord Jesus, Savior, Almighty and All-Good, do not depart from us in the hours of our weaknesses and deliver us when the impurities of this world again draw us to themselves.
To You be glory and thanks always. Amen
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...