Showing posts with label θαύματα. Show all posts
Showing posts with label θαύματα. Show all posts

Tuesday, 24 May 2016

Το εξιτήριο το υπογράφει όχι γιατρός αλλά ένας Άγιος! Αγιος Ιωάννης ο Ρώσσος



Δύο ώρες περίπου προσευχόταν κλαίγοντας ο κ. Κωνσταντίνος Πολυχρονίου, ανώτερος κρατικός υπάλληλος μπροστά στη Λάρνακα του Οσίου Ρώσου.
 
Φορούσε πιζάμες και ένα ταξί τον περίμενε στην Βορεινή πύλη της Εκκλησίας. Όταν τελείωσε τη μυστική του συνομιλία με τον Όσιο, ξεκίνησε με αργά βήματα, σέρνοντας τις παντόφλες στο δάπεδο και προχωρούσε προς την έξοδο.
Τον σταμάτησε ένας ιερέας της μονής και τον ρώτησε γιατί έκλαιγε τόση ώρα, γιατί δεν ήταν ντυμένος κανονικά και ήρθε στην εκκλησία με πιζάμες και αν...
επιθυμούσε νατου έδινε δωμάτιο στον ξενώνα να αναπαυθεί για λίγο αν το είχε ανάγκη.
- Όχι πάτερ, απάντησε και συνέχισε, με ξεκούρασε για πολλά χρόνια ο Άγιος, αυτός, ο μεγάλος και θαυματουργός γιατρός που υπηρετείτε. Σήμερα το πρωί στον «Ευαγγελισμό», στο Νοσοκομείο, ήρθε η γυναίκα μου να με δει.
Έχει περάσει δεκαετία και πλέον να σταθώ όρθιος όπως με βλέπετε τώρα. Μία χρόνια πάθηση του νευρικού συστήματος και μία αρρώστια που είχα περάσει μου έφεραν αναπηρία τόση που έχασα τη θέση μου, πήρα πρόωρα σύνταξη και οδηγήθηκα στα Νοσοκομεία γιατί μετά το δεύτερο χρόνο είχα πάνω από 80% παράλυση των κάτω άκρων.
Ή παράλυση, η κακή ψυχολογική κατάσταση, η πρόωρη έξοδος μου από τη δραστηριότητα της ζωής με οδηγούσαν σε μαρασμό, σχεδόν στο θάνατο.
Σήμερα, λοιπόν, το πρωί η γυναίκα μου ήρθε στο Νοσοκομείο, με βρήκε να κοιμάμαι, δεν με ξύπνησε, παρά κάθισε δίπλα στο κρεβάτι μου σε μια καρέκλα. Για λίγα δευτερόλεπτα την πήρε ο ύπνος.
Βλέπει στο όνειρο της ότι, στο διπλανό θάλαμο γινόταν επισκεπτήριο γιατρών. Ανάμεσα τους ήταν ένας άγνωστος ξένος γιατρός.
Τον πλησιάζει η γυναίκα μου και του λέει: Γιατρέ μου, είστε ξένος; Σας βλέπω για πρώτη φορά στο Νοσοκομείο. Σας παρακαλώ στο διπλανό θάλαμο έχω τον άνδρα μου πάνω από δέκα χρόνια παράλυτο. Οι γιατροί μου έχουν πει την αλήθεια, ότι χάνω το σύντροφο μου. Χάνω το στήριγμα μου. Θα πεθάνει ο σύζυγος μου. Ελάτε, γιατρέ μου, να τον δείτε, να του δώσετε κουράγιο, να μας πείτε κάτι και σεις
- Πήγαινε, κυρία μου, περίμενε και θα δω και το σύζυγο σου.
Ναι, γιατρέ μου, πέστε μου το όνομα σας, να σας περιμένω ...
- Ιωάννης Ρώσος, της απαντά.
Ξυπνάει, πετιέται από το κάθισμα της.
Με βλέπει που προσπαθώ μόνος μου, στηριγμένος στους αγκώνες μου, να σηκωθώ.
Βοήθησε με, γυναίκα, της λέγω, κάποιος με κρατάει άπ' τις μασχάλες και με σηκώνει, βοήθησε και συ ...
Σηκώθηκα, πάτησα στο έδαφος, όταν τα κλάματα της γυναίκας μου είχαν φέρει γύρω μας γιατρούς και βοηθητικό προσωπικό.
Ό υπεύθυνος γιατρός του τμήματος, ένας πιστός χριστιανός, συγκλονίζεται από τη διήγηση της συζύγου μου και προτρέπει: Κύριε Πολυχρονίου όπως είσαι, μη ζητάς, να αλλάξεις τις πιζάμες σου, φύγετε, πάρτε ταξί στην είσοδο του Νοσοκομείου και πηγαίνετε στο Πνευματικό θεραπευτήριο, στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου, που είναι στην καταπράσινη κοιλάδα του Προκοπίου της Ευβοίας, όπου και ολόκληρο το ιερό του Λείψανο. Πηγαίνετε, πέστε το μεγάλο σας ευχαριστώ και γυρίστε για το εξιτήριο που αυτή τη φορά -σπάνια βέβαια- το υπογράφει όχι γιατρός αλλά ένας "Άγιος!
Και σαν χριστιανός και σαν επιστήμονας ό,τι είπα το πιστεύω. Πάνω από την επιστήμη μας είναι η παντοδυναμία του Θεού και των Αγίων του.
Αυτά μας είπε, Πάτερ. Αυτά ... Δώστε μας και σεις την ευλογία σας.
Αυτά είπε, αυτά είδαμε από τον ευλογημένο αυτό άνθρωπο που με τα κλάματα του (οι άνδρες για να κλάψουν πρέπει κάτι το πολύ σοβαρό να συμβαίνει) έλεγε στον Άγιο εκείνο το «ευχαριστώ» που είναι πρόθυμοι να το πουν όσοι άρρωστοι στα Νοσοκομεία, στα παντός είδους Νοσηλευτικά Ιδρύματα και Άσυλα ανιάτων περιμένουν κάποιον Άγγελο, κάποιον Άγιο, τον Ίδιο τον Κύριο να ταράξει τα νερά για να μπουν σ' αυτό το μυστήριο που λέγεται θαυματουργική θεραπεία, που όντως γίνεται κατά καιρούς σε ασθενείς που ο Θεός επιλέγει με τα δικά του κριτήρια, σχεδόν άγνωστα σε μάς.

Tuesday, 6 May 2014

Tο άφθαρτο χέρι της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής


Στην ιερά μονή της Σιμωνόπετρας φυλάσσεται και το λείψανο του αριστερού χεριού της Αγίας Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής. Την εποχή που πρωτοπροσκύνησα το αδιάφθορο χέρι, αυτό παρουσιαζόταν γυμνό πάνω σε ένα κόκκινο βελούδο, όχι δηλαδή μέσα σε μια θήκη, όπως αφήνει να εννοηθεί η φωτογραφία.
Απόγευμα στο αρχονταρίκι της μονής Σιμωνόπετρας, ο αρχοντάρης διηγείται περί του αγίου λειψάνου σε ομάδα προσκυνητών.
- Το χέρι είναι άφθαρτο, με όλο του το δέρμα και τους τένοντες. Διατηρείται σε φυσική θερμοκρασία ζωντανού σώματος και... ευωδιάζει. Μάλιστα εξαιτίας των θαυμάτων της, η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή θεωρείται και δεύτερος κτήτορας της Σιμωνόπετρας.
- Λένε, πάτερ, πως όσοι το ασπάζονται διαπιστώνουν ότι είναι θερμό.
- Ναι, είναι αλήθεια. Όσοι το ασπάζονται με ευλάβεια και πίστη διαπιστώνουν τη φυσική θερμότητα ζωντανού σώματος.
Χαμογελούμε λίγο αμήχανοι. «Και τι γίνεται, πάτερ, αν το ασπαστείς και δεν είναι θερμό», ρωτά κάποιος.
- Να σας πω... Κάποιος προσκυνητής το ασπάστηκε, αλλά δεν το ένοιωσε θερμό, ενώ όλοι οι φίλοι του το ένοιωθαν θερμό. Τότε αυτός έπεσε σε κατάθλιψη, ήταν σκεφτικός όλη την ώρα, και τελικά μάς το αποκάλυψε και ζήτησε τη βοήθειά μας. Ο γέροντας τού συνέστησε να εξομολογηθεί, να προσευχηθεί στην Αγία Μαρία τη Μαγδαληνή, και να ξαναπροσκυνήσει το ιερό της λείψανο την άλλη μέρα. Πράγμα που έγινε. Την άλλη μέρα, ο προσκυνητής, αφού εξομολογήθηκε, ασπάστηκε το χέρι της και ένοιωσε μεγάλη θερμότητα και ευωδία να εξέρχεται του λειψάνου. Ευχαριστούσε δε μετά δακρύων. Μετά δακρύων!


 
- Ποιά λέτε να ήταν η αιτία, πάτερ;

- Τι να σας πω! Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή απωθείται από τις σαρκικές αμαρτίες. Σαρκικοί άνθρωποι με πορνείες, μοιχείες και τα τέτοια, αναδίδουν πνευματική δυσωδία που η Αγία την αποστρέφεται. Ίσως ήθελε να δείξει τη δυσαρέσκειά της και την αποστροφή της.
«Πω, πω, πάτερ, να σ' αποστρέφεται ακόμα και το λείψανο για τις σαρκικές σου αμαρτίες!» λέει κάποιος.
- Αύριο που θα προσκυνήσετε μετά τη θεία λειτουργία, παρατηρήστε μία μικρή πληγή στην πάνω πλευρά του χεριού. Σα να λείπει ένα μικρό κομμάτι. Οι ρώσοι μοναχοί στις αρχές του εικοστού αιώνα, που είχε πολλούς τότε το Άγιον Όρος, το είχαν σε μεγάλη ευλάβεια. Κάποιοι από αυτούς, όπως το ασπάζονταν, το δάγκαναν κρυφά και έκοβαν ένα μικρό κομματάκι, μια ακίδα, για ευλογία. Το έκρυβαν στο στόμα τους. Μέχρι να τους πάρουν είδηση οι μοναχοί τότε της μονής, είχε γίνει μια μικρή πληγή.
Την άλλη μέρα το πρωί τα ιερά λείψανα της μονής εκτίθενται προς προσκύνηση.
Ο φίλος μου που συνταξιδεύουμε είναι πρώτος. Το ασπάζεται και τινάζεται. Έρχομαι δεύτερος. Προσκυνώ. Ο φίλος μου με κοιτάζει με μεγάλα εκστατικά λαμπερά μάτια.
«Πω, πω, τι κάψιμο ήταν αυτό! Μ' έκαψε τα χείλη! Τό' νοιωσες; Καίει τα χείλη! Τό' νοιωσες;» μού λέει με έξαψη.

Friday, 7 February 2014

Η αγιότητα κρύβεται...


Μαρτυρία του Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου για την Μαρία την Ψηλή
 
Αυτή η κοπέλα, μια αγία ψυχή, ήταν πανύψηλη, ήταν γίγαντας. Βέβαια στο τέλος καμπούριασε, περπατούσε με σίδερα, μετά με καροτσάκι. Εγώ την πρόλαβα πού περπατούσε ίσια. Είχε γιγαντισμό, ήταν παραμορφωμένη. Τα παπούτσια της, έχω ένα παπούτσι της στο μοναστήρι, ήταν 57 νούμερο, τόσο πράγμα σαν βάρκα, η παλάμη της ήταν 3 φορές μεγαλύτερη από την δική μου.
Να σας πω πώς την γνωρίσαμε. Είχαμε έναν δικό μας μοναχό τον π. Νήφωνα, ο οποίος πουλούσε μήλα σε σακούλια όταν ήταν πρώτη Λυκείου και πήγε να πουλήσει μήλα. Χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε η Μαρία, μόλις την είδε από τον φόβο το πολύ, της πέταξε τα μήλα κι όπου φύγει φύγει. Ήταν όμως η αιτία να γνωριστούν και να συνδεθούν πνευματικά και αργότερα μέσω αυτού να γνωρίσομεν και εμείς την μακαριστή Μαρία.
Αυτή η κοπέλα, ήταν μια αγία ψυχή, πραγματικά μια αγία, παρ΄όλο που ήταν ένα τέρας εξωτερικά, και το πρόσωπο της ήταν αλλοιωμένο ακόμη και τα μικρά παιδιά δεν την φοβόντουσαν. Ανέπαυε πολύ κόσμο. Ήταν δηλαδή... μια πνευματική μητέρα με όλη την σημασία της λέξεως.



 
Αυτή η κοπέλα ήταν μία τυπικά χριστιανή στα πρώτα χρόνια και η μητέρα της καλή χριστιανή. Όταν μεγάλωσε και μεγάλωνε και έγινε δυσθεώρητη, έγινε 2.30 μ., αφού στο Νοσοκομείο έβαλαν δύο κρεββάτια τα ένωσαν για να την χωρέσει, όταν πέθανε το φέρετρό της ήταν από εδώ μέχρι εκεί πού είναι η καρέκλα.
Την ζήτησαν στην Αμερική και πήγε, με έξοδα της Κυβερνήσεως, για εξετάσεις. Για να ερευνήσουν το φαινόμενο.
Συνήλθαν εκεί οι μεγάλοι γιατροί κ.τ.λ. κι άλλος έλεγε γιγαντισμό κι άλλος διάφορες θεωρίες. Δεν μπορούσαν όμως επακριβώς να δουν τί έπαθε η Μαρία κι έγινε τόσο μεγάλο πράγμα, τόσο μεγάλος άνθρωπος. Και βέβαια της είπαν τότε πώς είχε ένα πρόβλημα. Όλο το κεφάλι της μέσα είχε όγκο, ο οποίος πίεζε τα μάτια και θα έχανε το φως της, θα τυφλωνόταν.
Οι Αμερικάνοι προσφέρθηκαν να αγοράσουν τον σκελετό της και αυτή λυπήθηκε πάρα πολύ, όταν το άκουσε, γιατί ήταν ένα φαινόμενο γι΄ αυτούς έτσι να την διατηρήσουνε για λόγους επιστημονικούς.
Σ΄ αυτήν την κατάσταση επέστρεψε στην Αθήνα μετά από την Αμερική, και μια κοπέλα της λέει εκεί, δεν πάμε να δούμε το γέρο Πορφύριο στην Πεντέλη; Η Μαρία δεν είχε ιδέα από γέροντες κι απ΄ αυτά τα πράγματα, και της λέει: τί να μου πει κι αυτός ο γέρος! Με πήγαν στην Αμερική και με είδαν τόσοι επιστήμονες, τί να μου πει κι αυτός ο γέρος! Έλα πάμε, είναι και τυφλός και δεν μιλάει και καλά. Η Μαρία είπε, είναι και τυφλός και δεν ακούει και καλά... Η Μαρία, ήταν σε μια κατάσταση απελπισίας, τέλος πάντων από δώ από κει την έπεισαν να πάει.
Πήγε λοιπόν, και μαζί της πήγε η μητέρα της πού ζει ακόμα (σημείωση VatopaidiFriend: πλέον έχει κοιμηθεί), η κ. Κωνσταντία, μια μοναχή κι η κοπέλα εκείνη πού πήγε κι άλλοι δύο άνθρωποι.
Πήγαν στο κελί του γέροντα, ήταν τυφλός ο γέροντας Πορφύριος κι όταν μπήκαν μέσα της λέει: γιατί σου έλεγε η φίλη σου να έρθεις και δεν ερχόσουν και της είπε ακριβώς τί έλεγε η Μαρία. Αύτη ντράπηκε και της λέει τί έπαθες; Λέει, γέροντα θα χάσω το φως μου κι έκλαιγε. Της λέει, όχι παιδί μου το φως σου, τα κόκκαλά σου θα σπάζουν... Του λέει, όχι γέροντα, τα κόκκαλά μου είναι γερά, δεν έχουν τίποτα τα οστά μου, το φως μου θα χάσω. Της άπαντα όχι το φως σου, τα οστά σου. Αυτή το επαναλαμβάνει τρίτη φορά, γέροντα το φως μου.
- Όχι το φως σου, τα οστά σου θα συντρίβουν. Αυτή δεν καταλάβαινε.
Της λέει ο γέροντας, γονάτισε. Γονάτισε όπως μπόρεσε κι ο γέροντας έβαλε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι της κι άρχισε να προσεύχεται. Και μου έλεγε η Μαρία, αισθανόταν μέσα το κεφάλι της να βράζει ολόκληρο, οπότε της λέει ο γέροντας: δεν θα χάσεις το φως σου, τα οστά σου θα βγουν, θα τρίβονται τα οστά σου. Αύτη δεν πίστεψε. Λέει ο π. Πορφύριος, από που το έπαθες αυτό, σου είπαν οι γιατροί; Του απάντησε: γέροντα οι γιατροί δεν βρήκαν την αιτία, είπαν γιγαντισμός είναι, δεν βρήκαν την αιτία.
Λέει στην μητέρα της: εσύ θυμάσαι πού ήσουν έγκυος στην Μαρία; Η Μαρία ήταν 43 ετών τότε, λέει η μητέρα της ε! θυμούμαι. Της λέει θυμάσαι, όταν ήσουν δύο μηνών πού έκανες πολλούς εμετούς; Θυμάμαι αμυδρά γέροντα. Θυμάσαι πού σε πήγε ο άντρας σου σε έναν γιατρό; πού να θυμάμαι τώρα τον γιατρό; και αρχίζει ο γέροντας να της περιγράφει: θυμήσου πού κατεβαίνατε με λεωφορείο από το χωριό σας, κατεβαίνατε σε μια πλατεία και της περιγράφει την πλατεία πριν από 42 χρόνια, σε πήρε ο άντρας σου και σε πήγε στον τάδε δρόμο κι άρχισε να της διηγείται τον δρόμο κι η Κωνσταντία άρχισε να θυμάται τον δρόμο εκείνο, σε πήγε σ΄ έναν τόπο πού η πόρτα ήταν πράσινη, στο ιατρείο του ανθρώπου εκείνου. Μπήκες μέσα και του είπες ότι κάνεις πολλούς εμετούς από την εγκυμοσύνη και σου έδωσε ένα φακελάκι με χάπια, με 15 χάπια μέσα, τα θυμάσαι; λέει θυμάμαι γέροντα. Λέει ο Γέροντας τα χάπια εκείνα ήταν χάπια επιληψίας, έκανε λάθος ο γιατρός, τα ήπιες και παραμορφώθηκε το έμβρυο γι΄ αυτό κι έγινε έτσι η κόρη σου. Και πραγματικά, το έστειλαν το μήνυμα αυτό στην Αμερική, κι ήταν πραγματικώς επιστημονικά. Αυτή όμως μετά τελικά τί έγινε; Σταμάτησε να χάνει το φως της κι άρχισε να τρίβονται τα κόκκαλά της. Μια φορά ήμουν παρών εγώ, πού ένα κόκκαλο από την πλάτη της τρύπησε το δέρμα της και βγήκε έξω, συντρίβονταν τα κόκκαλά, διαλύονταν τα κόκκαλά, όπως ακριβώς της είχε πει ο π. Πορφύριος. Ο γέροντας, όταν βγήκε η Μαρία έξω, είπε: αυτή είναι μια αγία, και περιέγραψε την Μαρία.

Wednesday, 8 January 2014

Όταν οι μέλισσες σέβονται τις άγιες εικόνες!

alt

του Μοναχού Συμεών

Στην περιοχή του Καπανδριτίου κοντά στην Αθήνα, συμβαίνει ένα εκπληκτικό γεγονός.


Δέκα χρόνια πριν, ο πιστός μελισσοκόμος Ισίδωρος Τιμίνης, σκέφτηκε να τοποθετήσει σε ένα από τα μελίσσια του την Εικόνα της Σταύρωσης του Κυρίου.


Λίγο μόλις μετά, όταν άνοιξε την κυψέλη, βρέθηκε προς μεγάλης εκπλήξεως: οι μέλισσες έδειξαν σεβασμό και ευλάβεια προς την Εικόνα, έχοντάς την «περιβάλλει» με κερί, αλλά αφήνοντας ακάλυπτο το πρόσωπο και το σώμα του Κυρίου.

  




alt
Από τότε, και κάθε άνοιξη, τοποθετεί στις κυψέλες των μελισσών τις Εικόνες του Σωτήρα Ιησού Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων με την ίδια εντυπωσιακή κατάληξη.Ισίδωρος Τιμίνης: Μία φορά έφερα στο σπίτι ένα χειροποίητο εικόνισμα από το μοναστήρι, που αναπαριστούσε τον Γολγοθά και τους τρεις Σταυρούς.Οι μέλισσες είχαν «κεντήσει» με κερί ολόκληρη την επιφάνεια της σύνθεσης, αφήνοντας όμως ακάλυπτη την εικόνα του Εσταυρωμένου και του Ληστή που βρισκόταν επί Δεξιάς, ενώ παράλληλα ο ληστής στον αριστερό Σταυρό ήταν καλυμμένος καθ’ολοκληρίαν με ένα πυκνό στρώμα κεριού.

Τις προάλλες, τοποθετήσαμε μία εικόνα του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρα, όνομα που φέρει ταπεινά η μικρή μας επιχείρηση.

alt

Όπως μπορείτε να δείτε από την ανωτέρω εικόνα, ολόκληρη η εικόνα είναι καλυμμένη με κερί μέλισσας, αφήνοντας όμως ακάλυπτο το πρόσωπο και το σώμα του Αγίου Στεφάνου.


alt
alt

Πηγή: kaiomenivatos.blogspot.gr-Άγιος Δημήτριος Πειραιώς

Saturday, 28 December 2013

“ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ”. Χριστουγεννιάτικη ιστορία


Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.
Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;
Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους.
Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
- Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;
Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς …
το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:
- Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
- Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
- Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;
Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
- Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.
- Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.
Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
- Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.
- Μα τι έγινε;
- Θαύμα!
- Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…
Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού».
 
Της Ελένης Χουκ – Αποστολοπούλου
Από το βιβλίο «Να τα πούμε; Να τα πείτε!»
πηγή  http://paramithi-paramithi.blogspot.gr/2011/12/blog-post_25.html

Saturday, 9 November 2013

Δυο χρόνια δεν έκλαψε - Αληθινή ιστορία

 
Η Ελένη ζούσε στο Καρπενήσι και είχε παντρευτεί έναν πολύ σκληρό ανδρα, ο οποίος την χτυπούσε για το παραμικρό, όπως χτυπούν τα παιδιά την μπάλα στο γήπεδο. Τα βάσανα της ζωής την έκαναν να υπηρετεί στη Μονή της Παναγίας της Προυσιώτισσας κάθε Δεκαπενταύγουστο.

Διηγείτο η ίδια: Μία περίοδο δούλευα παραδουλεύτρα σε ένα γιατρό, που ήταν καλοπληρωτής αλλά και πολύ σκληρός σαν τον άνδρα μου. Μία μέρα πήρα τον κάδο των σκουπιδιών για να πάω να τα πετάξω και ξαφνικά άκουσα ενα κλαυθμύρισμα. Φθάνοντας στο σκουπιδότοπο άνοιξα το καπάκι και βλέπω ένα, μωρό μέσα στα αίματα. «Παναγιά μου τι να κάνω; Να γυρίσω στο γιατρό δε γίνεται γιατί αυτός το πέταξε, όμως αν το πάρω στο σπίτι ο άντρας μου θα με σφάξει σαν λαμπριάτικο αρνί».

Το πήρα, το φίλησα σκουπίζοντας τα αίματα και το έσφιξα στην αγκαλιά μου, γιατί ήταν ο χειμώνας πολύ παγερός. Όταν έφθασα στο σπίτι δεν ήταν κανείς. Είπα μέσα μου, «Ο Θεός είναι μαζί μου» και αφού το έπλυνα το τύλιξα σε μία παλιά μου πουκαμίσα και το σταύρωσα προσευχόμενη, «Παναγία μου Προυσιώτισσα, χαρίτωσε το να μην κλάψει». Και το θαύμα έγινε. Το μωρό για δυο χρόνια δεν έκλαψε! Το τάϊζα κρυφά και το κοίμιζα κάτω από το κρεβάτι μας. Όταν ερχόταν ο ανδρας μου η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.

Πέρασε ο καιρός και το παιδί άρχισε να μπουσουλά. Οπότε ενα μεσημέρι εκεί που τρώγαμε ξετρύπωσε το μωρό και ήρθε κάτω από το τραπέζι. Μόλις το είδε ο άνδρας μου τα μάτια του γυάλισαν σαν του λιονταριού. «Τι είναι αυτό;», μου λέει. Τότε έκαμα τον σταυρό μου και του είπα το μυστικό. Συγκινήθηκε και το δέχθηκε σαν να ήταν δικό του. Το παιδί αυτό τώρα έχει παντρευτεί και εργάζεται στο Καρπενήσι. Από το παιδί αυτό έχω ένα ποτήρι νερό, ενώ από τα δικά μου τίποτα.

Πηγή: Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου, Ηγουμένου Ι.Μ. Δοχειαρίου, Μορφές πού γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας.

Περιοδικό «Παρά την Λίμνην», Μηνιαία έκδοση Εκκλησίας Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου, περίοδος γ΄, έτος κβ΄, αρ. 10, Παραλίμνι – Κύπρος, Οκτώβριος 2012. 


Friday, 9 August 2013

Ιερόθεος Βλάχος, αρχιμ.: Τα θαύματα

 
Πολλοί άγιοι έχουν το θαυματουργικό χάρισμα. Και σήμερα ακόμη γίνονται θαύματα. Θεραπεύονται άνθρωποι από σωματικές ασθένειες με τις πρεσβείες διαφόρων αγίων. Σύγχρονος άγιος πού επιτελεί πολλά θαύματα είναι ο άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός όπως λέγεται.

Πολλοί Χριστιανοί επισκέπτονται τέτοιους αγίους για να θεραπευθούν από τις βασανιστικές ασθένειες που έχουν. Επειδή πολλοί αναζητούν την πραγματοποίηση των θαυμάτων, γι' αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να χαράξω τις ακόλουθες γραμμές. Πρώτα-πρώτα τα θαύματα δεν είναι η άρση των φυσικών νόμων, όπως λέμε συνήθως, αλλά είναι η ενέργεια του Θεού που θέλει εκείνη την ώρα έτσι να ενεργεί.


Είναι σαφής διδασκαλία της Εκκλησίας ότι στην φύση δεν υπάρχουν οι λεγόμενοι φυσικοί νόμοι, αλλά οι άκτιστοι λόγοι. Ο Θεός, όπως δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός, έτσι τον διευθύνει χωρίς κτιστούς νόμους. Με την δημιουργία του κόσμου ο Θεός δεν έθεσε μερικούς νόμους, εγκαταλείποντας τον κόσμο, αλλά τον διευθύνει προσωπικά με την κυβερνητική και προνοητική Του ενέργεια.

Όπου παρατηρείται μια σταθερότητα ενεργειών, δεν οφείλεται στο ότι υπάρχουν διάφοροι νόμοι, αλλά στην πιστότητα της θείας ενέργειας. Ο Θεός έτσι θέλει να ενεργεί πάντοτε. Γι' αυτό το θαύμα δεν είναι η άρση των λεγομένων φυσικών νόμων, αλλά αποτέλεσμα της ακτίστου Χάριτος του Θεού. Έπειτα, το βασικότερο έργο του Χριστού στον κόσμο δεν ήταν τα θαύματα.

Ο Χριστός δεν ήρθε για να κάνει θαύματα, αλλά έκανε θαύματα για να δείξει στους ανθρώπους ότι ήλθε ο Μεσσίας. Γι' αυτόν τον λόγο τα θαύματα λέγονται σημεία. Είναι, δηλαδή, σημεία της ελεύσεως του Χριστού. και μάλιστα, όπως λέγουν οι άγιοι Πατέρες, τα θαύματα δεν είναι για τους πιστούς, αλλά για τους απίστους. Οι πιστοί δεν χρειάζονται σημεία για να πιστεύσουν στον Θεό. Η πίστη τους στον Θεό είναι εκ θεωρίας, δηλαδή είναι καρπός του φωτισμού του νου και της θέας του Θεού.

Οι άπιστοι, μερικές φορές και οι δύσπιστοι, χρειάζονται θαύματα για να μπορέσουν να αισθανθούν την παρουσία του Θεού. Το ότι τα θαύματα είναι τα δευτερεύοντα στην αποστολή και στην ενανθρώπηση του Χριστού φαίνεται από την θεία Ευχαριστία. Ο Νικόλαος Καβάσιλας λέγει ότι στην θεία Ευχαριστία δεν ενθυμούμαστε τα θαύματα που έκανε ο Χριστός, αλλά αναμιμνησκόμεθα «του σταυρού, του τάφου, της τριημέρου αναστάσεως, της εις ουρανούς αναβάσεως».

Ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο ενθυμούμαστε τα Πάθη του Χριστού και όχι τα θαύματά Του; Ακριβώς γιατί τα Πάθη είναι αναγκαιότερα από τα θαύματα του Χριστού. Τα Πάθη του Χριστού είναι «ποιητικά της σωτηρίας ημών», γιατί χωρίς αυτά δεν θα υπήρχε η ανάσταση, ενώ τα θαύματα είναι «αποδεικτικά μόνον». Οι άγιοι που κάνουν θαύματα έχουν ειδικό χάρισμα από τον Θεό, το λεγόμενο θαυματουργικό χάρισμα.

Δεν είναι, δηλαδή, απλώς ενέργεια ανθρώπινη, αλλά ενέργεια του Θεού. Και ο Θεός δεν δίνει στον κάθε άνθρωπο και στον κάθε άγιο το χάρισμα της θαυματουργίας, αλλά σε εκείνον που διαθέτει την κατά φύσιν φιλανθρωπία. Το ίδιο γίνεται για όλα τα χαρίσματα. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διδάσκει ότι ο Θεός δίνει τα χαρίσματα ανάλογα με την κατάσταση του ανθρώπου. Για να δώσει ένα χάρισμα ο Θεός πρέπει να υπάρχει δεκτικό όργανο.

Για το χάρισμα της σοφίας απαιτείται η δεκτικότητα του νοός. Για το χάρισμα της γνώσεως χρειάζεται να υπάρχει η δεκτικότητα του λόγου. Για το χάρισμα τών ιαμάτων είναι αναγκαία η κατά φύσιν φιλανθρωπία. Όποιος αποκτά την ανιδιοτελή αγάπη και με αυτόν τον τρόπο αγαπά πολύ τον Θεό και τον άνθρωπο και συμπάσχει για όλη την κτίση, λαμβάνει από τον Θεό το χάρισμα των ιαμάτων. Αυτή η τοποθέτηση μας φανερώνει ότι υπάρχουν πολλά χαρίσματα.

Το ιαματικό χάρισμα δεν είναι το μοναδικό. Εμείς, βέβαια, δίνουμε μεγάλη σημασία σ' αυτό. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος διδάσκει ότι μερικοί μακαρίζουν περισσότερο από όλα το θαυματουργικό χάρισμα που μπορεί κανείς να το εξακριβώσει εύκολα. Οι άνθρωποι όμως αυτοί αγνοούν «ότι πολλά εισίν υπέρτερα τούτου και απόκρυφα». Υπάρχουν και μεγαλύτερα χαρίσματα από αυτό. Θα αναφέρω τρία τέτοια χαρίσματα που είναι μεγαλύτερα από το θαυματουργικό χάρισμα.

Το πρώτο είναι το χάρισμα της μετανοίας, όταν, δηλαδή, κανείς με την Χάρη του Θεού και την δική του προσπάθεια μπορέσει να δει την εσωτερική του κατάσταση και να αποκτήσει αυτογνωσία. Λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι εκείνος που αξιώθηκε να δει τον εαυτό του και να εννοήσει την πνευματική του φτώχεια είναι μεγαλύτερος από εκείνον που αξιώθηκε να αναστήσει νεκρούς ή να δει τους αγγέλους.

Το δεύτερο μεγάλο χάρισμα είναι το χάρισμα της ανιδιοτελούς αγάπης. Υπάρχει ιδιοτελής και υπάρχει ανιδιοτελής αγάπη. Αυτό μπορούμε να το δούμε στην προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Στην Εκκλησία της Κορίνθου υπήρχε διαμάχη σχετικά με το ποιος έχει το μεγαλύτερο χάρισμα. Υπήρχε μια τάση να εξυμνείται και να επαινείται το χάρισμα της γλωσσολαλιάς. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείττονα» (Α' Κορ. ιβ', 31).

Και στην συνέχεια ομιλεί για την αγάπη, γιατί εκείνος που ομιλεί τις γλώσσες των αγγέλων και των ανθρώπων ή γνωρίζει όλα τα μυστήρια τα πνευματικά, αλλά δεν έχει αγάπη δεν αξίζει τίποτε, είναι «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» (Α' Κορ. ιγ', 1). Το τρίτο μεγάλο χάρισμα είναι το χάρισμα της θεολογίας. Ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής διδάσκει ότι τίποτε δεν κινεί την ψυχή του ανθρώπου τόσο πολύ προς τον Θεό και τίποτε δεν φλέγει την καρδιά του ανθρώπου προς τον Θεό, όπως το χάρισμα της θεολογίας.

Φυσικά, όταν μιλάει για χάρισμα θεολογικό, δεν εννοεί την ανθρώπινη γνώση της θεολογίας, δεν εννοεί το πτυχίο μιας θεολογικής σχολής, αλλά την θεωρία του Θεού. Θεολόγος είναι εκείνος που είδε τον Θεό και, επομένως, μπορεί να μιλήσει γι' Αυτόν. Και αφού είδε τον Θεό γνωρίζει σαφώς την διαφορά μεταξύ κτιστών και ακτίστων ενεργειών και, άρα, μπορεί αποτελεσματικά να καθοδηγήσει άλλους ανθρώπους.

Έτσι υπάρχουν μερικοί που δεν έχουν το χάρισμα των ιαμάτων, αλλά, επειδή έχουν το χάρισμα της θεολογίας, με έναν θεολογικό λόγο θεραπεύουν την ψυχή του ανθρώπου. Και όταν η ψυχή θεραπευθεί, τότε θεραπεύονται και πολλές σωματικές ασθένειες. Αυτός, λοιπόν, που έχει το χάρισμα της θεολογίας και είναι ορθόδοξος πνευματικός πατέρας, χωρίς να γίνεται αντιληπτό, επιτελεί και σωματικά θαύματα. Η ψυχή θεραπευομένη βοηθά και το σώμα. 

Το θέμα των θαυμάτων δεν εξαντλείται με τις σκέψεις αυτές. Απλώς τονίσθηκαν μερικές πλευρές που πρέπει να έχουμε υπ' όψη μας. Γι' αυτό εμείς από τους αγίους και τον Χριστό πρέπει να ζητούμε να μας δώσουν τα μεγαλύτερα χαρίσματα, δηλαδή το χάρισμα της μετανοίας, το χάρισμα της αγάπης και το χάρισμα τής θεολογίας. Με αυτόν τον τρόπο θα αλλάξει η ζωή μας και θα γίνουμε ένα θαύμα. Δεν θα δούμε θαύματα, αλλά θα γίνουμε θαύμα. Υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα από το να γίνει ο άνθρωπος κατά Χάριν Θεός; Υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη υπάρξεως του Θεού από το να αναγεννηθούμε και από ακάθαρτοι να γίνουμε φωτισμένοι, δηλαδή, να αποκτήσουμε τον φωτισμό του νου; 

Δεκέμβριος 1987
 
πηγή: αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου, Το πολίτευμα του Σταυρού, εκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), 1992
 

Monday, 17 June 2013

Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος -Τα θαύματα άλλοτε και σήμερα.

Τι λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
«Γιατί λένε μερικοί, δεν γίνονται σήμερα θαύματα; (την απάντηση μου να την ακούσετε με πολλή προσοχή. Γιατί το ερώτημα αυτό το ακούω από πολλούς. Και τακτικά. Αδιάκοπα. Πάντοτε).
Γιατί τότε, όσοι ελάμβαναν το βάπτισμα, άρχιζαν και μιλούσαν ξένες γλώσσες, και τώρα αυτό δεν γίνεται πια;
Γιατί σήμερα ο Θεός πήρε την χάρη των θαυμάτων; Το κάνει, όχι για να μας ατιμάση, αλλά για να μας δώση πιο πολλή τιμή.
Πως; Σας το εξηγώ.
Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης ήσαν πιο σκοτισμένοι από μας, αφού μόλις είχαν ξεφύγει από την ειδωλολατρεία. Το μυαλό τους ήταν χοντρό, δεν έκοβε. Ήσαν βουτηγμένοι και κολλημένοι στην ύλη. Δεν μπορούσαν να φαντασθούν, ότι υπήρχαν και αγαθά μη υλικά, πνευματικά. Και φυσικά δεν ήξεραν τίποτε για τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Γιατί όλα αυτά τα δεχόμαστε μόνον, όταν έχωμε πίστη. Για αυτό ήταν ανάγκη να γίνωνται θαύματα.
Από τα δώρα του Αγίου Πνεύματος μερικά είναι αόρατα και τα δεχόμαστε μόνο με πίστη. Άλλα όμως ενώνονται με ύλη και γίνονται σημεία, που πέφτουν στην αντίληψη των αισθήσεών μας.
Αυτά ξυπνούν στους άπιστους την πίστη.
Π.χ. η άφεση των αμαρτιών μας είναι πνευματικό, αόρατο. Με τα σωματικά μάτια μας δεν βλέπομε να καθαρίζωνται οι αμαρτίες μας. Καθαρίζεται η ψυχή. Μα η ψυχή είναι και αυτή αόρατη με τα μάτια τα σωματικά.
Η άφεση των αμαρτιών είναι δώρο πνευματικό. Δεν μπορούμε να το ιδούμε με τα μάτια του σώματος. Και για αυτό δεν το δέχονται, δεν το πιστεύουν, όσοι έχουν φρόνημα σαρκικό, υλιστικό. Αντίθετα το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, το χάρισμα να μιλούν ξένες γλώσσες, άγνωστες, παρ’ ότι είναι μια ενέργεια και δωρεά του Αγίου Πνεύματος, είναι ένα σημείο που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις μας και μπορούν εύκολα να το παρατηρήσουν και οι άπιστοι. Γιατί γίνεται τότε φανερό, πως η αόρατη ενέργεια του Πνεύματος που λαμβάνει χώρα μέσα στην ψυχή, εξωτερικεύεται και επισημαίνεται αδιάψευστα από την άγνωστη και παράξενη γλώσσα που ακούμε.
Και ακριβώς για αυτό ο Παύλος λέγει: «Εκάστω δε δίδοται η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον», δηλ. για ωφέλεια πνευματική[59].
Αυτό όμως σημαίνει, πως εμένα δεν μου χρειάζονται τα θαύματα. Γιατί; Γιατί έχω μάθει να πιστεύω στη χάρη του Θεού και χωρίς να βλέπω θαύματα! Ανάγκη από αποδείξεις έχει ο άπιστος.
Εγώ, ο πιστός, δεν έχω καθόλου ανάγκη τις αποδείξεις και τα θαύματα. Γιατί, παρ’ ότι δεν μιλάω ξένες γλώσσες, το ξέρω ότι έχω καθαρισθή από την αμαρτία. Οι παλαιότεροι όμως, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν αυτό, χωρίς να ιδούν θαύματα. Και για αυτό, τα θαύματα τα έδινε ο Θεός για πιστοποίηση της αλήθειας της πίστης, που τους εκήρυτταν.
Έτσι λοιπόν, κατά κανόνα, τα θαύματα εγίνοντο προς χάριν, όχι των πιστών, αλλά χάριν των απίστων. Για να μπορέσουν να ενωθούν με τους πιστούς. Το λέγει ο άγιος Απόστολος Παύλος τα θαύματα είναι σημεία «ου τοις πιστεύουσι, αλλά τοις απίστοις»[60].

Βιβλιογραφία
[59] Α’ Κορινθ. 12, 7. [60] Α’ Κορ. 14, 22, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία Α’ εις την Πεντηκοστήν.

ΠΗΓΗ-Orthodox Fathers

Tuesday, 21 May 2013

ΤΟ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ


Παραμονὴ ἐκλογῶν, βρίσκομαι στὸ Ἀεροδρόμιο- ἡ ὥρα τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυχτα.
Στὶς τρεῖς καὶ μισὴ πάω γιὰ ἐπιβίβαση. Κόσμος πολύς. Στὸ ταξὶ μπῆκε ἕνα παλικάρι.
-Καλημέρα! Πειραιά, παρακαλῶ.
-Λεβέντη μου, στὸν οὐρανὸ σὲ γύρευα, στὴ γῆ βρέθηκες!
-Γιατί τὸ λέτε αὐτό;
-Καλύτερη διαδρομὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ τύχει! Στὸν Πειραιὰ μένω καὶ ἐγώ!
-Ά, ὡραία! Σὲ πάω στὸ σπίτι σου, ἐ;
-Ἀκριβῶς. Εἶμαι ἄυπνη δεκαπέντε ὧρες νομίζω πὼς ἔχω κι ἐγὼ δικαίωμα ξεκούρασης καὶ ὕπνου.
-Δεκαπέντε ὧρες ὁδηγεῖτε;
-Ὄχι, δεκαπέντε ὧρες εἶμαι μέσα στὸ ταξί.
-Πῶς ἀντέχεις τόσες ὧρες; Καὶ δὲν φοβᾶσαι τὴ νύχτα;
-Ὅταν ἔχεις δυνατὴ πίστη στὸν Θεό, δὲν φοβᾶσαι τίποτε, νιώθεις ἀσφαλής.
-Ἔχεις δίκιο, βλέπω καὶ τὶς εἰκόνες σου, ἀκοῦς καὶ τὸν σταθμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ λόγια σου ἐκπέμπουν σιγουριά. Πράγματι, ἔχεις τὸν Θεὸ δίπλα σου! Χαίρομαι,ὅταν ἀκούω καὶ βλέπω ἀνθρώπους, ποὺ πιστεύουν δυνατά, ὅπως καὶ ἐσύ. Δὲν ἦταν τυχαῖο ποὺ μπῆκα στὸ ταξί σου, ἦταν θέλημα Θεοῦ. Πιστεύεις στὰ θαύματα;
-Καὶ βέβαια πιστεύω.
-Θέλεις νὰ σοὺ πῶ ἕνα θαῦμα, ποῦ ἔγινε στὴν...οἰκογένειά μου;
-Μὲ μεγάλη μου χαρά!
-Ἐργάζομαι στὸ Ἰσραήλ, στὴν Ἑλληνικὴ Πρεσβεία Εἶμαι κοντὰ στὸν Πανάγιο Τάφο τοῦ Χριστοῦ καὶ τώρα ἦρθα, γιὰ νὰ ψηφίσω.
-Θὰ μοῦ πεῖς πῶς σὲ λένε;
-Νίκο.
-Ὡραία! Ἐμένα Ράνια.
-Χαίρω πολύ.
-Λοιπόν, Ράνια, ἡ κουνιάδα μου δὲν μποροῦσε νὰ κάνει παιδί. Πῆγε σὲ πολλοὺς γιατροὺς στὴν Κύπρο, ἦρθε στὴν Ἑλλάδα, πῆγε Λονδίνο, Ἀγγλία- ὅμως ὅλοι της εἶπαν ἕνα μεγάλο ὄχι δὲν μπορεῖς νὰ γεννήσεις παιδί. Ὡστόσο εἶχε φτάσει σαράντα ἐτῶν. Οἱ προσευχὲς καὶ τὰ τάματα ἀμέτρητα. Ὥσπου ὁ καλὸς Θεὸς τὴλυπήθηκε. Στὰ σαράντα της ἔμεινε ἔγκυος. Καταλαβαίνεις τὴ χαρά μας. Τὴν προσέχαμε ὅλοι σὰν νὰ ἦταν κάτι πολύτιμο. Μὴ βήξει, μὴ φτερνιστεῖ, μὴν κατέβει μόνη της σκαλιά, τί θὰ φάει- τὴν εἴχαμε μὴ στάξει καὶ μὴ βρέξει! Ὥσπου ἦρθε ἡ ὥρα νὰ γεννήσει καὶ ἤμασταν ὅλοι κοντά της.
Στὸ σαλόνι ποὺ περιμέναμε ἔρχεται μία νοσοκόμα μὲ ἕναν ἄγγελο στὰ χέρια. Ἦταν τόσο ὄμορφο μωρό, ποὺ ὀμορφότερο δὲν εἶχα ξαναδεῖ. Ὁ γιός μου δὲν ἦταν τόσο ὡραῖος, ὅταν μου τὸν ἔφεραν νὰ τὸν δῶ. Τὴν ἑπομένη ἡμέρα ὅμως μᾶς ἦρθε ἡ δυσάρεστη εἴδηση. Ὁ γιατρὸς κάλεσε τὸν μπατζανάκη μου στὸ γραφεῖο τὸκαὶ τοῦ εἶπε πὼς τὸ παιδὶ γεννήθηκε μὲ ἕνα νεφρὸ καὶ ἀπ' αὐτὸ τὸ μισὸ ἦταν χαλασμένο. Ἔπρεπε νὰ ἀρχίσει αἱμοκάθαρση. Ἡ εἴδηση μᾶς ἦρθε κεραυνὸς στὸκεφάλι!
Τὸ τρέξαμε ὅπου μπορεῖς νὰ φανταστεῖς, σ' ὅποιον γιατρὸ μᾶς ἔλεγαν, ἐμεῖς τρέχαμε. Πήγαμε στὸ ἐξωτερικό, πήγαμε παντοῦ, δὲν μποροῦσε νὰ γίνει τίποτε. Οἱπροσευχὲς νύχτα-μέρα δὲν σταματοῦσαν. Ὅταν τὸ παιδὶ ἔφτασε δύο ἐτῶν, ἡ κουνιάδα μου εἶδε ἕνα ὄνειρο. Μὴ μὲ ρωτήσεις τί. Δὲν ἔχω καταλάβει καλά. Μοῦζήτησε νὰ ἔρθει στοὺς Ἁγίους Τόπους, νὰ προσκυνήσει.
Πράγματι ἦρθε μαζὶ μὲ τὸ παιδί. Τὴν ἔστειλα μὲ μία ξεναγὸ νὰ προσκυνήσει στὸν Πανάγιο Τάφο. Τί ἔγινε ἐκεῖ; Ἄκου τί μου εἶπαν. Ὅταν μπῆκαν μέσα στὴνἘκκλησία, τὸ μωρὸ ἔκλαιγε συνέχεια. Τῆς λέει μία κυρία: «Γιατί κλαίει ἔτσι τὸ παιδί σας;» -«Εἶναι ἄρρωστο», τῆς ἀπάντησε ἡ κουνιάδα μου. Καὶ τότε ἡ κυρία τῆς εἶπε: «-Βάλτε τὸ παιδὶ σᾶς πάνω στὸν Πανάγιο Τάφο καὶ θὰ σταματήσει τὸ κλάμα!»
Ἡ κουνιάδα μου τὸ ξάπλωσε πάνω στὸν Πανάγιο Τάφο. Ὅμως τὸ παιδὶ σφάδαζε στὸ κλάμα. Ἐκείνη στεκόταν σὰ μαρμαρωμένη, δὲν μποροῦσε νὰ κάνει οὔτε μπρὸς οὔτε πίσω. Τὸ παιδὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ μελανιάζει! κάποια στιγμὴ κατάφερε καὶ τὸ πῆρε στὴν ἀγκαλιά της. Ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἀναπνεύσει καὶ τὸ πῆγανἐσπευσμένα στὸ νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ του ἔβαλαν ὀξυγόνο. Τὴν ἴδια μέρα ἔφυγε γιὰ τὴν Κύπρο.
Τὴν ἑπομένη τὸ παιδὶ ἔπρεπε νὰ πάει γιὰ αἱμοκάθαρση. Ἐκεῖ, στὰ Ἱεροσόλυμα, ἔχω γνωριστεῖ μὲ ἕναν καλόγερο ἀσκητή, ποὺ ὅλο μου μιλάει γιὰ θαύματα. Ὅτανἔφυγε ἡ κουνιάδα μου, πῆγα καὶ τὸν συνάντησα καὶ ἄρχισε πάλι νὰ μοῦ μιλάει γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὰ θαύματα, ὥσπου ξαφνικὰ τὸν ἀκούω νὰ λέει: «Πῶ, πῶ! Τί χειρουργεῖο ἦταν αὐτό! Τὸ παιδὶ σφάδαζε στὸ κλάμα ἀπὸ τοὺς πόνους!» «-Ποιὸ παιδί, γέροντα;» «-Τὸ ἀνιψάκι σου, βρέ! μοῦ ἀπάντησε. Ἄγγελοι τὸχειρούργησαν καὶ τοῦ ἔβαλαν δύο γερὰ νεφρά!!!» «Ἅ, ὁ γέροντας τρελάθηκε», εἶπα μέσα μου, «καὶ ὅλα τὰ θαύματα πού μου λέει φαντασίες τοῦ εἶναι». Ὅταν σηκώθηκα νὰ φύγω, μὲ χτύπησε στὴν πλάτη καὶ μοῦ εἶπε: «-Ἄντε, θὰ κάνεις καὶ κόρη!»
Ἔφυγα λυπημένος, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ γέροντας εἶχε χάσει τὰ μυαλὰ τοῦ ἐκεῖ στὴν ἐρημιὰ καὶ στὴ μοναξιά του. Μπῆκα στὸ αὐτοκίνητό μου νὰ πάω στὴν Πρεσβεία, ὅταν χτύπησε τὸ κινητό μου. Ἦταν ἡ γυναίκα μου. Μοῦ μιλοῦσε καὶ ἔκλαιγε- δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τί ἔλεγε, μόνο μία φράση ξεχώρισα: «-Νίκο, τὸ παιδὶ μᾶς εἶναι καλά!» Προσπάθησα νὰ τὴν ἠρεμήσω, γιὰ νὰ καταλάβω τί μου λέει. Καὶ μοῦ εἶπε τὰ ἴδια λόγια του γέροντα: «-Τὸ παιδὶ μᾶς ἔχει δύο γερὰνεφρά!»
Ἔπαθα σόκ! Γύρισα πίσω καὶ πῆγα στὸν γέροντα. Τὸ μυαλό μου μπερδεμένο, οἱ σκέψεις μου ἄτακτες, πετοῦσαν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Ἔφτασα στὸν γέροντα καὶ γιὰπρώτη φορὰ γονάτισα μπροστά του καὶ τοῦ φιλοῦσα τὰ χέρια. «-Εἶσαι ἅγιος!» ψιθύρισα «-Παιδί μου, μὴν τὸ ξαναπεῖς αὐτό. Ἅγιος εἶναι μόνο ὁ Θεός!»
Σὲ μία ἑβδομάδα μου ἦρθε ἡ ἑπόμενη εὐχάριστη εἴδηση. Ἡ γυναίκα μου ἦταν ἔγκυος. Μὲ τό: «Νίκο, ἀγάπη μου», πού μου εἶπε, θυμήθηκα τὰ λόγια του γέροντα. «- Μὴ πεῖς τίποτα ἄλλο. Εἶσαι ἔγκυος!» «-Ναί, ποῦ τὸ ξέρεις;» «-Μοῦ τὸ εἶπε ὁ καλόγερος, ὁ φίλος μου, καὶ εἶναι κοριτσάκι!»
Ἀπὸ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε στὸ ἀνιψάκι μου πίστεψα πολὺ βαθιὰ στὸν Θεό. Κανεὶς καὶ γιὰ τίποτε αὐτὴ τὴν πίστη δὲ θὰ τὴν κλονίσει. Ἂν κάποτε ἀποφασίσεις νὰἔρθεις στὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ χαρῶ νὰ ἔρθεις νὰ μὲ βρεῖς, θὰ μὲ ζητήσεις στὴν Πρεσβεία. Θὰ πεῖς θέλω τὸ Νίκο τὸν Πειραιώτη.
Ὡστόσο ἔχουμε φτάσει στὸν Πειραιὰ- ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ ἀρθρώσω λέξη, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ κατέβω νὰ βγάλω τὴ βαλίτσα τοῦ Νίκου ἀπὸ τὸ πὸρτ-μπαγκὰζ.


Monday, 13 May 2013

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΚΑ-Ο ΜΕΘΥΣΟΣ ΙΕΡΕΑΣ


Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία

 Όταν ο π. Βενέδικτος Πετράκης (1961)
ήταν ιεροκήρυκας στα Γιάννενα,
πήγε ένα κυριακάτικο πρωινό
να λειτουργήσει και να κηρύξει
σε κάποια εκκλησία της πόλης.
Έξω από το ναό είδε έναν
άνθρωπο, που πουλούσε με το καροτσάκι του σύκα.
- Σκέπασέ το, ευλογημένε, του λέει, κι έλα μέσα στην εκκλησία να
λειτουργηθείς. Μετά τη λειτουργία θα τα πουλήσεις όλα.
- Παπούλη μου, αποκρίθηκε εκείνος με ύφος θρασύ, εσύ στη δουλειά
σου κι εγώ στη δουλειά μου! - Ε, καλά... Τότε να ξέρεις πως,
μέχρι να τελειώσει η λειτουργία, όλα θα σκουληκιάσουν,
του λέει προφητικά ο γέροντας.
Και πράγματι, όλα σκουλήκιασαν και τα πέταξε!
όταν μετά τη λειτουργία ο π. Βενέδικτος έβγαινε από την εκκλησία,
έτρεξε μετανοημένος και του ζήτησε συγχώρηση.
Ο μέθυσος Ιερέας
Ζει ακόμα ο επίσκοπος που διηγήθηκε τούτη την ιστορία.
Είναι αληθινή ιστορία κι έχει βαθύ νόημα, γιατί αναφέρεται στην προσευχή
των ζώντων για τους τεθνεώτες. Οι προσευχές αυτές πάντοτε εισακούονται,
μα πιο πολύ την ώρα της θείας λειτουργίας.
Ο επίσκοπος που αναφέραμε είχε στην περιοχή του έναν ιερέα,
τον παπα-Γιάννη, ευλαβικό και σ' όλους αγαπητό. Μάλιστα στην
αγία πρόθεση αργούσε λίγο, γιατί διάβαζε πολλά ονόματα.
Είχε όμως ένα φοβερό ελάττωμα˙ του άρεσε το κρασί.
Όσο καλός ήταν στα καθήκοντά του, τόση αδυναμία είχε στο πιοτό.
Πολλοί του έλεγαν να κόψει αυτό το πάθος, το τόσο αταίριαστο
σε λειτουργό του Θεού. Το καταλάβαινε κι ο ίδιος, έκλαιγε με
παράπονο, έκανε μερικές προσπάθειες, αλλά σε λίγες
μέρες άρχιζε πάλι τα ίδια.
Μια μέρα που είχε υποκύψει πάλι στο πάθος του, πήγε στην
εκκλησία και, όπως ήταν μισοζαλισμένος, έβαλε "Ευλογητός"
κι άρχισε τη θεία λειτουργία. Παραχώρησε όμως ο Θεός και
κάποια στιγμή παραπάτησε μέσα στο ιερό, οπότε του έπεσαν
από τα χέρια τα τίμια Δώρα.
Πάγωσε απ' το φόβο του. Έπεσε κάτω κλαίγοντας κι άρχισε να
μαζεύει με τη γλώσσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Ένιωθε την ενοχή να τον πνίγει, γιατί το έπαθε επειδή ήταν
ζαλισμένος από το κρασί.
Πήγε στο επίσκοπο κι εξομολογήθηκε το φρικτό του αμάρτημα.
Κι εκείνος την άλλη μέρα, ύστερα από πολλή περίσκεψη,
κάθησε στο γραφείο του και πήρε την πένα στο χέρι. Έπρεπε
να κινήσει τη διαδικασία για την καθαίρεση του παπα-Γιάννη, αλλά...
Εκεί που το χέρι του επισκόπου στεκόταν διστακτικό, βλέπει ξαφνικά
σαν σε όραμα να βγαίνουν μέσ' από τον τοίχο του δωματίου χιλιάδες
άνθρωποι. Είχαν μάτια πονεμένα και περνούσαν μπροστά του λέγοντας:
- Όχι, Δέσποτα, μην τιμωρείς τον παπά, μην τον καθαιρέσεις,
συγχώρεσέ τον!
Περνούσαν αμέτρητες στρατιές ανθρώπων, άνδρες, γυναίκες,
παιδιά, καλοντυμένοι ή φτωχοντυμένοι, αληθινό συλλαλητήριο ψυχών.
Κι όλοι χειρονομούσαν προς το μέρος του, φώναζαν και παρακαλούσαν
επίμονα:
- Όχι, Σεβασμιότατε, μην το κάνεις αυτό, μη διώξεις τον παπά μας!
Αυτός μας θυμάται και μας βοηθάει σε κάθε λειτουργία, μας λυπάται
αληθινά, είναι φίλος μας! Μην τον καθαιρέσεις! Μη! Μη! Μη!...
Κράτησε αρκετή ώρα αυτή η οπτασία. Ο επίσκοπος, έκπληκτος,
παρακολουθούσε αυτή την ανθρωποθάλασσα να φωνάζει και να ικετεύει
για τον μέθυσο ιερέα. Κατάλαβε πως ήταν οι ψυχές των νεκρών
που μνημόνευε ο παπα-Γιάννης όταν λειτουργούσε.
Κι αυτή η μνημόνευση τους ανακούφιζε πολύ, όσο το νερό τον
διψασμένο στην καλοκαιριάτικη ζέστη. "Να η χειροπιαστή απόδειξη",
σκέφτηκε, "πως οι προσευχές μας αναπαύουν τις ψυχές των νεκρών".
Ύστερα έστειλε και κάλεσε τον ιερέα.
- Δε μου λες, παπα-Γιάννη, μνημονεύεις πολλά ονόματα στην
αγία πρόθεση όταν λειτουργείς;
- Εκατοντάδες, Σεβασμιότατε. Δεν τα έχω μετρήσει.
- Γιατί το κάνεις αυτό και καθυστερείς τη λειτουργία;
τον μάλωσε τάχα ο επίσκοπος.
- Λυπάμαι πολύ τους πεθαμένους, γιατί δεν έχουν από αλλού βοήθεια,
παρά μόνο απ' τις ευχές της Εκκλησίας. Γι' αυτό παρακαλώ τον Ύψιστο
να τους αναπαύσει. Έχω ένα βιβλίο και γράφω μέσα όλα τα ονόματα
που μου δίνουν για μνημόνευση. Αυτή την τάξη παρέλαβα από τον πατέρα μου,
που ήταν επίσης παπάς.
- Καλά κάνεις, συμφώνησε ο επίσκοπος, έχουν ανάγκη οι ψυχές.
Συνέχισε να κρατάς την τάξη αυτή. Πρόσεξε μόνο να μην ξαναμεθύσεις.
Από σήμερα δε θα ξαναβάλεις κρασί στο στόμα σου. Αυτός είναι
ο κανόνας που σου δίνω. Είσαι συγχωρημένος.
Πραγματικά, ο παπα-Γιάννης ελευθερώθηκε οριστικά από το πάθος
του πιοτού. Μόνο που στέκει στην προσκομιδή περισσότερο τώρα,
μνημονεύοντας τα ονόματα των "τεθνεώτων".
 Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία
Εκδόσεις Ι.Μ. Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής
σελ. 35-38

Wednesday, 9 January 2013

ΗΜΟΥΝ ΑΘΕΗ – ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ


Ήμουν άθεη
(παρμένο από τη Ρωσία)
Επιστροφή από την άλλη ζωή

Ήμουν άθεη και έβριζα πολύ και φοβερά το Θεό. Ζούσα μέσα στη ντροπή και την πορνεία και ήμουν νεκρή στη γη. Όμως ο ελεήμων Θεός δεν άφησε να χαθώ, αλλά με οδήγησε στη μετάνοια.Στα1961 αρρώστησα από καρκίνο και ήμουν άρρωστη τρία χρόνια. Δεν έμενα ξαπλωμένη, παρά εργαζόμουνα και έκανα θεραπεία σε γιατρούς, ελπίζοντας να βρω θεραπεία. Τους τελευταίους έξη μήνες είχα τελείως αδυνατίσει, τόσο που ούτε νερό δεν μπορούσα να πιω. Μόλις το έπινα, αμέσως το έκανα εμετό. Τότε με πήγαν στο νοσοκομείο και επειδή ήμουν πολύ ενεργητική κάλεσαν ένα καθηγητή από τη Μόσχα και αποφάσισαν να με χειρουργήσουν. Μόλις μου άνοιξαν την κοιλιά, αμέσως πέθανα. Η ψυχή μου βγήκε από το σώμα και στέκονταν ανάμεσα σε δύο γιατρούς και εγώ με μεγάλο φόβο και τρόμο κοίταζα την αρρώστια μου. Ολόκληρο το στομάχι μου και τα έντερα μου ήταν προσβεβλημένα από καρκίνο. Στεκόμουνα και σκεπτόμουνα γιατί είμαστε δύο; Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει ψυχή. Οι κομμουνιστές μας φούσκωναν και μας δίδασκαν ότι η ψυχή και ο Θεός δεν υπάρχουν, ότι αυτό είναι μόνο επινόηση των παπάδων για να ξεγελάσουν το λαό και να τον κρατούν σε φόβο για κάτι που δεν υπάρχει. Βλέπω τον εαυτό μου που στέκεται και τον βλέπω πάλι πάνω στο χειρουργείο. Μου έβγαλαν έξω όλα τα εντόσθια και αναζητούσαν τονδωδεκαδάκτυλο. Αλλά εκεί υπήρχε μόνον πύον, τα πάντα ήταν κατεστραμμένα και χαλασμένα, τίποτε δεν ήταν υγιές. Οι γιατροί τότε είπαν: «αυτή δεν έχει με τι να ζήσει». Όλα τα έβλεπα με μεγάλο φόβο και τρόμο και πάλι σκεπτόμουνα: «Πώς και από πού είμαστε δύο;. Στέκομαι και ταυτόχρονα είμαι ξαπλωμένη; “Οι γιατροί τότε επέστρεψαν τα εντόσθιά μου όπως-όπως και είπαν ότι το σώμα μου πρέπει να δοθεί στους νέους ειδικευόμενους γιατρούς για διδασκαλία και το μετέφεραν στο νεκροστάσιο και εγώ πήγαινα κοντά τους και όλο και παραξενευόμουνα και σκεφτόμουνα πως και από πού είμαστε δύο. Εκεί με άφησαν ξαπλωμένη γυμνή, καλυμμένη ως το ύψος του στήθους με ένα σεντόνι. Μετά απ αυτό βλέπω ότι ήλθε ο αδελφός μου και έφερε το μικρό μου γιο. Ήταν έξι χρονών και ονομάζονταν Αντρούσκα (Αντρέι). Ο γιός μου πλησίασε το σώμα μου και με φίλησε στο κεφάλι .
 Άρχισε να κλαίει και να λέει: «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Είμαι ακόμη μικρός, πως θα ζήσω χωρίς εσένα; Πατέρα δεν έχω και συ πέθανες! Εγώ τότε τον αγκάλιασα και τον φίλησα, αλλά αυτό δεν το αισθάνθηκε ούτε το είδε ούτε με πρόσεξε, αλλά κοίταγε το νεκρό μου σώμα. Έβλεπα επίσης πως έκλεγε ο αδελφός μου. Μετά απ αυτό, εγώ με μιας βρέθηκα στο σπίτι μου. Ήλθε η πεθερά μου από τον πρώτο μου γάμο, η μητέρα μου και η αδελφή μου. Τον πρώτο μου σύζυγο τον εγκατέλειψα γιατί πίστευε στο Θεό. Τότε άρχισε η διανομή των πραγμάτων μου. Εγώ ζούσα πλούσια και με πολυτέλεια και όλα αυτά τα απόκτησα με αδικία και με πορνεία. 

Η αδελφή μου άρχισε να αφαιρεί τα πιο ωραία από τα πράγματά μου, ενώ η πεθερά ζητούσε να αφήσει και κάτι στο γιό μου. Η αδελφή μου δεν άφηνε τίποτε, αλλά επιπλέον άρχισε να εμπαίζει την πεθερά λέγοντας: «αυτό το παιδί δεν είναι από τον γιό σου και συ δεν του είσαι τίποτε». Μετά απ αυτό αυτές βγήκαν και έκλεισαν το σπίτι. Η αδελφή μου πήρε μαζί της και ένα μεγάλο μπόγο με πράγματα. Ενώ αυτές μάλωναν για τα πράγματά μου είδα γύρω μας να χορεύουν και να χαίρονται διάβολοι.
  Ξαφνικά βρέθηκα στον αέρα και βλέπω σαν να πετώ με αεροπλάνο. Αισθάνομαι ότι κάποιος με συγκρατεί και ότι υψώνομαι όλο και πιο πολύ. Βρέθηκα πάνω από την πόλη ΜΠΑΡΝΑΟΥΛ. Μετά βλέπω ότι η πόλη χάθηκε . Έγινε σκοτάδι. Μετά απ αυτό άρχισε πάλι να έρχεται φως και στο τέλος φώτισε τελείως και το φως ήταν πάρα πολύ ισχυρό που δεν μπορούσα να το κοιτάξω. Με τοποθέτησαν σε μαύρη πλάκα ενάμιση μέτρου. Έβλεπα δένδρα με πολύ χοντρούς κορμούς και πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ανάμεσα στα δένδρα υπήρχαν σπίτια και μάλιστα όλα καινούργια, αλλά δεν είδα ποιοι ζούσαν σ αυτά. Στην κοιλάδα αυτή είδα πλούσιο πράσινο χορτάρι και σκέφτηκα: που βρίσκομαι εγώ τώρα; Αν βρίσκομαι στη γη τότε γιατί δεν υπάρχουν εδώ επιχειρήσεις, εργοστάσια ούτε άλλα κτίρια, γιατί δεν υπάρχουν δρόμοι ούτε συγκοινωνία; Τι μέρος είναι ετούτο εδώ χωρίς ανθρώπους και ποιος τέλος πάντων ζει εδώ; Λίγο πιο πέρα είδα να περπατάει μια ωραία υψηλή γυναίκα με βασιλικά φορέματα κάτω από τα οποία φαίνονταν τα δάκτυλα των ποδιών.
 Περπατούσε τόσο ανάλαφρα που από τα πόδια δεν λύγιζε ούτε το χορτάρι. Κοντά της πήγαινε ένας νεαρός που είχε ύψος ως τους ώμους της. Είχε κρυμμένο το πρόσωπο του με τα χέρια του και για κάτι έκλεγε πολύ και πικρά και παρακαλούσε, αλλά για ποιο λόγο δεν μπορούσα να ακούσω. Σκέφτηκα ότι είναι ο γιος της και μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν τον λυπάται και δεν του εκπληρώνει το αίτημα. Αυτός έκλεγε και θρηνούσε και εκείνη δεν του εκπλήρωνε την αίτηση. (Σημείωση: Από όλα φαίνεται ότι αυτός ο νεαρός ήταν άγγελος φύλακας αυτής της νεκρής γυναίκας. Φαίνεται επίσης πόσο ενδιαφέρονται οι άγιοι άγγελοι για μας και τις ψυχές μας, αλλά εμείς δεν το βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται και αυτών το αίτημα είναι ανεκπλήρωτο, αν ο θάνατος μας βρει αμαρτωλούς και αμετανόητους). Όταν αυτοί με πλησίασαν, ο νεαρός έπεσε μπροστά στα πόδια της και άρχισε να την παρακαλεί εντονότερα και να οδύρεται και να της ζητεί κάτι. Εκείνη κάτι του απάντησε, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι. (Σημείωση: Είχα την ευκαιρία και από άλλες πηγές να γνωρίσω πως και πόσο πικρά κλαίει ο άγ. Άγγελος φύλακας όταν αυτός που του δόθηκε για φύλαξη δεν υπακούει στην αγία Εκκλησία και στην αγία πίστη, χάνοντας την ψυχή του για πάντα). Όταν αυτοί με πλησίασαν ήθελα να τη ρωτήσω: «που βρίσκομαι;» Τη στιγμή εκείνη η γυναίκα αυτή σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, ύψωσε τα μάτια προς τον ουρανό και είπε : «Κύριε, που θα πάει αυτή έτσι;». Εγώ τότε έτρεμα και μόλις τώρα κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, ότι η ψυχή μου βρίσκονταν στον ουρανό και το σώμα έμεινε στη γη. Τότε άρχισα να κλαίω και να οδύρομαι και ακούω φωνή που λέει: «επιστρέψτε την στη γη για τις αγαθοεργίες του πατέρα της». Άλλη φωνή απάντησε: «βαρέθηκα την αμαρτωλή και διεφθαρμένη ζωή της. Εγώ ήθελα να την εξαφανίσω από προσώπου γης χωρίς μετάνοια, αλλά με παρακάλεσε γι αυτήν ο πατέρας της. Δείξε της το μέρος για το οποίο άξιζε». Αμέσως βρέθηκα στον Άδη. Τότε άρχισαν να έρπουν μέχρις εμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια με μακριές γλώσσες που ξερνούσαν φωτιά και άλλες αποκρουστικές βρωμιές. Η βρώμα ήταν αβάσταχτη. Αυτά τα φίδια τυλίχθηκαν γύρω μου και ταυτόχρονα από κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ίσαμε το δάκτυλο με ουρές που κατέληγαν σε βελόνες και άγκιστρα. Αυτά έμπαιναν σε όλα τα ανοικτά μου μέρη, στα αυτιά, στα μάτια, στη μύτη, κ.λ.π. και έτσι με βασάνιζαν και εγώ κραύγαζα όχι με την φωνή μου. Αλλά εκεί δεν υπήρχε από πουθενά ούτε βοήθεια ούτε έλεος από κανένα. Εκεί είδα πως παρουσιάστηκε η γυναίκα που πέθανε από άμβλωση και άρχισε να παρακαλεί τον Κύριο για έλεος. ΑΥΤΟΣ της απάντησε: «εσύ στην γη δεν με αναγνώριζες, σκότωνες τα παιδιά στην κοιλιά σου και επί πλέον έλεγες στους ανθρώπους: δεν πρέπει να γεννάτε παιδιά, τα παιδιά είναι περιττά». Σε μένα δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν περιττά. Σε μένα υπάρχουν τα πάντα και για όλους αρκετά. Σε μένα ο Κύριος είπε: «Εγώ σου έδωσα την αρρώστια για να μετανοήσεις, αλλά εσύ με έβριζες ως το τέλος της ζωής και δεν Με αναγνώριζες και για τον λόγο αυτό και εγώ δεν σε αναγνωρίζω! Πως στη γη έζησες χωρίς τον Κύριο Θεό, έτσι και εδώ θα ζήσεις!».
  Ξαφνικά όλα μεταστράφηκαν και εγώ κάπου πέταξα. Η βρώμα χάθηκε, χάθηκε και ο δυνατός οδυρμός και εγώ ξαφνικά είδα την εκκλησία μου που ενέπαιζα. Άνοιξε η πύλη και από αυτή βγήκε ιερέας ντυμένος στα άσπρα. Αυτός στέκονταν με σκυμμένο το κεφάλι και κάποια φωνή με ρωτάει: «ποιος είναι αυτός;». Εγώ απάντησα: «ο ιερέας μας». «Εσύ έλεγες ότι είναι χαραμοφάης, αυτός δεν είναι χαραμοφάης, αλλά πραγματικός ποιμένας, δεν είναι μισθοφόρος. Γνώριζε πως αν και είναι κατά το βαθμό μικρός, συνηθισμένος ιερέας, υπηρετεί Εμένα, μάθε ακόμη και τούτο: αν δεν σου διαβάσει αυτός την ευχή της εξομολόγησης, εγώ δεν θα σε συγχωρήσω»! Τότε άρχισα να παρακαλώ: «Κύριε, γύρισέ με στη γη, έχω ένα μικρό γιο». Ο Κύριος είπε: «ξέρω ότι έχεις μικρό γιο, είναι κρίμα γι αυτόν». «Κρίμα», απάντησα εγώ. Τότε Εκείνος αποκρίθηκε: «Εγώ σας λυπούμαι όλους και τρεις φορές σας λυπούμαι. Όλους σας περιμένω πότε θα ξυπνήσετε από το αμαρτωλό όνειρο, να μετανοήσετε και να έλθετε στον εαυτό σας;». Εδώ τώρα εμφανίστηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού, που νωρίτερα την αποκαλούσα γυναίκα και πήρα το θάρρος να τη ρωτήσω: «Υπάρχει εδώ σε σας παράδεισος;». Αντί για απάντηση μετά απ αυτές τις λέξεις, ξαναβρέθηκα στην κόλαση στον Άδη. Τώρα ήταν χειρότερα από ότι την προηγούμενη φορά. Έτρεξαν ολόγυρά μου οι δαίμονες με καταλόγους και μου έδειχναν τα αμαρτήματά μου και φώναζαν: «εσύ μας υπηρέτησες όταν ήσουν στη γη»! Άρχισα να διαβάζω τα αμαρτήματά μου, όλα μου τα έργα μου που ήταν γραμμένα με μεγάλα γράμματα και ένοιωσα φοβερό φόβο. Από τα στόματά τους έβγαινε φωτιά. Οι δαίμονες με κτυπούσαν στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες από φωτιά και με έκαιγαν. Γύρω μου ακούονταν φοβερός θρήνος και κοπετός πολλών ανθρώπων. Όταν το πυρ δυνάμωνε έβλεπα τα πάντα γύρω μου. Οι ψυχές είχαν φοβερή όψη, ήταν σακατεμένες με τεντωμένους λαιμούς και πρησμένα μάτια. Μου έλεγαν ότι είσαι συντρόφισσα (φαίνεται ότι ήταν κομουνίστριες) και είσαι υποχρεωμένη να ζήσεις μαζί μας. Όπως εσύ έτσι και εμείς όταν είμαστε στη γη δεν αναγνωρίζαμε το Θεό, τον βρίζαμε και κάναμε κάθε κακό, την πορνεία, την υπερηφάνεια και άλλα και ποτέ δεν μετανοήσαμε. Όσοι αμάρτησαν, αλλά μετάνιωσαν, πήγαιναν στη εκκλησία, προσεύχονταν στο Θεό, ελεούσαν τους φτωχούς και βοηθούσαν όσους βρίσκονταν σε ανάγκη και κακοτυχία, αυτοί είναι εκεί πάνω. (Σημείωση: δηλαδή στο παράδεισο, τον οποίο αυτοί εδώ δεν ήθελαν ούτε να μνημονεύσουν). Εγώ φοβήθηκα φοβερά από αυτά τα λόγια, μου φαίνονταν ότι ήδη βρισκόμουνα εδώ στον Άδη ολόκληρη ζωή και αυτοί μου λένε ότι θα ζήσω μαζί τους αιώνια. Μετά από αυτό εμφανίστηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού και έγινε φως, οι δαίμονες τράπηκαν σε φυγή και οι ψυχές που βασανίζονται στην κόλαση άρχισαν να φωνάζουν και να την ικετεύουν για έλεος: «Ουράνια βασίλισσα, μη μας αφήνεις εδώ» φώναζαν. «Καιγόμαστε Μητέρα του Θεού και δεν υπάρχει ούτε σταγόνα νερό»! Εκείνη έκλαιγε και μέσα από το κλάμα έλεγε: «Όσο ζούσατε στη γη δε με αναγνωρίζατε και δε μετανοούσατε για τις αμαρτίες σας στον Γιο Μου και Θεό σας και Εγώ τώρα δεν μπορώ να σας βοηθήσω, δεν μπορώ να παραβώ την επιθυμία του Γιου μου και Εκείνος δεν μπορεί την επιθυμία του Πατέρα του! Βοηθώ μόνο αυτούς για τους οποίους παρακαλούν οι συγγενείς και για τους οποίους προσεύχεται η αγία εκκλησία». Μετά απ αυτό εμείς αρχίσαμε να υψωνόμαστε και από κάτω αναδίδονταν δυνατή κραυγή φωνών: «Μητέρα του Θεού μη μας αφήνεις».
  Ξανά υπήρχε σκοτάδι και εγώ βρέθηκα στην ίδια πλάκα. Σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος η Μητέρα του Θεού ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται λέγοντας: «τι να κάνω μ αυτήν, που να την βάλω; Μια φωνή απάντησε : «αφήστε την από τα μαλλιά στη γη». «Μα αυτή είναι κουρεμένη;». Η φωνή είπε πάλι: «Πιάστε την από τα μαλλιά». Τότε η Μητέρα του Θεού έφυγε ήσυχα, η πόρτα της μισάνοιξε έτσι που πίσω απ’ αυτήν δεν έβλεπα τίποτε. Κατόπιν επέστρεψε κρατώντας τα μαλλιά μου στα χέρια της και από κάπου εμφανίστηκαν 12 άμαξες χωρίς τροχούς, κινούνταν σιγά και εγώ τις ακολουθούσα. Η Μητέρα του Θεού μου έδωσε τα μαλλιά, αλλά εγώ δεν αντιλήφθηκα ότι με άγγιξε. Άκουσα μόνο όταν είπε ότι η δωδέκατη άμαξα δεν έχει πάτο. Φοβόμουν να καθίσω σ’ αυτήν, αλλά η Μητέρα του Θεού με έσπρωξε στη γη απ’ αυτή. Μετά απ αυτό εγώ συνήλθα και ενσυνείδητα στεκόμουν και κοίταζα. Ήταν μιάμιση η ώρα το απόγευμα. Μετά από κείνο το φως που είδα εκεί όλα στη γη μου φαίνονταν άσχημα και δεν μου άρεσε που ήμουν στη γη, αλλά τι να κάνω. Τώρα είπα μόνη μου στην ψυχή μου: «πήγαινε στο σώμα»! Τότε βρέθηκα πάλι στο νοσοκομείο και πήγαμε στο ψυγείο που φύλαγαν τα πτώματα. Αυτό ήταν κλειστό, αλλά εγώ μπήκα μέσα χωρίς κώλυμα και είδα το νεκρό μου σώμα: Το κεφάλι μου ήταν γυρισμένο λίγο προς τα πλάγια, ενώ η μέση μου πιέζονταν από νεκρούς. Μόλις η ψυχή μου μπήκε στο σώμα, αμέσως αισθάνθηκα ισχυρό ψύχος. Κάπως απελευθέρωσα την πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα και έσφιξα τα γόνατα με τα χέρια.
 Τη στιγμή εκείνη έβαλαν μέσα το νεκρό σώμα κάποιου ανθρώπου και όταν άναψαν το φως με είδαν σκυμμένη, ενώ εκείνοι συνήθως βάζουν όλους τους νεκρούς με το πρόσωπο προς τα πάνω. Βλέποντάς με έτσι οι νοσοκόμοι φοβήθηκαν και από το φόβο διασκορπίστηκαν. Επέστρεψαν με δύο γιατρούς, που αμέσως διέταξαν να ζεσταθεί το μυαλό μου με λάμπες. Στο σώμα μου υπήρχαν οκτώ τομές (μάθαιναν πάνω σ αυτό): τρεις στο στήθος και οι υπόλοιπες στην κοιλιά. Δύο ώρες μετά το ζέσταμα του κεφαλιού άνοιξα τα μάτια και μόλις μετά από 12 μέρες μίλησα. Το πρωί μου έφεραν πρωινό τηγανίτες με βούτυρο και καφέ (ήταν μέρα νηστείας), αλλά δεν ήθελα να φάω και τους είπα ότι δε θα φάω. Οι νοσοκόμοι έφυγαν πάλι και όλοι στο νοσοκομείο άρχισαν να με προσέχουν. Ήλθαν οι γιατροί και με ρώτησαν γιατί δεν θέλω να φάω. Τους απάντησα: «καθίστε και θα σας διηγηθώ τι είδε η ψυχή μου. Όποιος δεν νηστεύει τις μέρες της νηστείας, αυτός θα φάει βρωμερά και σιχαμερά πράγματα. Γι αυτό σήμερα δε θα φάω όπως και σ όλες τις νηστείες δε θα αρτυθώ». Οι γιατροί από την έκπληξη, τη μια κοκκίνιζαν την άλλη κιτρίνιζαν και οι ασθενείς με άκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί και εγώ τους είπα ότι τίποτε πλέον δεν με πονάει. Τότε άρχισε να έρχεται σε μένα κόσμος και μάλιστα πολύς και εγώ σε όλους διηγιόμουνα και έδειχνα τις πληγές. Η αστυνομία άρχισε να διώχνει τον κόσμο και μένα με μετέφεραν σε άλλο νοσοκομείο. Εκεί ανάρρωσα τελείως και παρακάλεσα τους γιατρούς να με γιατρέψουν όσο το δυνατό νωρίτερα τις τομές που μου έκαναν μαθαίνοντας πάνω μου. Τότε με έβαλαν πάλι στο χειρουργικό τραπέζι και όταν οι γιατροί άνοιξαν την κοιλιά μου είπαν : «Γιατί χειρουργήσανε τελείως υγιή άνθρωπο;». Εγώ τότε τους ρώτησα: «Ποια είναι η αρρώστια μου;» Αυτοί μου απάντησαν : «Τα εντόσθιά σας είναι υγιή και καθαρά όπως του παιδιού». Τους είπα ότι τα μάτια μου ήταν δεμένα κατά τη διάρκεια της εγχείρησης, αλλ ότι, παρ όλα αυτά, είδα το εσωτερικό μου στον καθρέπτη του ταβανιού. Ήλθαν και οι γιατροί που έκαναν την εγχείρηση και όταν πλησίασαν είπαν: «Που είναι η αρρώστια της; τα εντόσθιά της ήταν όλα διαλυμένα και προσβεβλημένα από τον καρκίνο και τώρα είναι τελείως υγιή». Τους απάντησα: ο ΚΥΡΙΟΣ ο ΘΕΟΣ φανέρωσε το έλεός του πάνω σε μένα την αμαρτωλή, για να ζήσω ακόμη και μαρτυρήσω στους άλλους ό,τι είδα και ό,τι μου συνέβη. ΕΚΕΙΝΟΣ, ο ΚΥΡΙΟΣ ο ΘΕΟΣ πήρε ότι κατεστραμμένο ήταν μέσα μου και μου έδωσε υγιή, σε όλους θα το διηγούμαι, ώσπου να πεθάνω. Κατόπιν είπα στο γιατρό: «Βλέπεις πως γελαστήκατε;» και εκείνος απάντησε ότι «τίποτε δεν ήταν υγιές μέσα σου». «Τι νομίζετε τώρα;» τον ρώτησα εγώ. Απάντησε: «σε αναγέννησε ο ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ!» Τότε του απάντησα: «Αν πιστεύετε σ’ αυτόν κάντο τον σταυρό σας και παντρευτείτε στην εκκλησία». Ο γιατρός κοκκίνισε γιατί ήταν Εβραίος. Πρόσθεσα ακόμη: γίνου αρεστός στον Κύριο το ΘΕΟ. Κατόπιν άφησα το νοσοκομείο, κάλεσα τον ιερέα που νωρίτερα ενέπαιζα και του έκανα επιθέσεις, αποκαλώντας τον χαραμοφάη. Του διηγήθηκα όλα όσα μου συνέβησαν, εξομολογήθηκα και μετάλαβα των αγίων του Χριστού μυστηρίων. Τον κάλεσα και ευλόγησε το σπίτι μου, γιατί ως τώρα σ αυτό βασίλευε η αμαρτία, η μικρότητα, το μεθύσι, ο εμπαιγμός και η μάχη.
  Τώρα εγώ η αμαρτωλή ΚΛΑΥΔΙΑ που είμαι 40 χρονών με την βοήθεια του Θεού και της Ουράνιας Βασίλισσας, ζω χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στη εκκλησία, στο ναό του Θεού και ο Κύριος με βοηθάει. Από όλες τις μεριές του κόσμου με επισκέπτονται άνθρωποι και εγώ διηγούμαι σε όλους όσα μου συνέβησαν, είδα και άκουσα. Με τη βοήθεια του Θεού τους δέχομαι όλους, διηγούμαι σε όλους τι ήμουν πριν, τι μου συνέβη τώρα και για ποιο λόγο είμαι τώρα πιστή. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος ο Θεός! Όλους τους συμβουλεύω να προσέχουν πως ζουν, γιατί πράγματι υπάρχει άλλος κόσμος και άλλη ζωή και ότι ο καθένας θα δώσει λόγο για τα γήινα έργα του και ότι ανάλογα μ’ αυτά θα έχει πλήρως δίκαια ανταμοιβή ή τιμωρία και μάλιστα αιώνια. Να ζήτε όλοι χριστιανικά και κατά ΘΕΟΝ. ΑΜΗΝ.

Ουστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ” ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

Πηγή: Ορθοδοξία Παράδεισος
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...