Friday, 19 December 2014

Οἱ τρεῖς μάγοι...

 Φώτης Κόντογλου

Πῶς τοὺς ἐπροφήτευσε ὁ μάντης Βαλαὰμ 1300 χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴ Γέννηση

Κατὰ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἑνωθήκανε τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια. Ὁ οὐρανὸς ἔδωσε τὸν Ἀστέρα καὶ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ δοξολογούσανε ψέλνοντας, καὶ ἡ γῆ ἔδωσε τὴν Παναγία, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς τσομπάνηδες καὶ τοὺς μάγους. Αὐτοὶ οἱ μάγοι εἶναι μυστήριο πὼς βρεθήκανε σὲ κεῖνο τὸ ἔρημο μέρος, ξεκινημένοι ἀπὸ τὴ μακρινὴ Χαλδαία. «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.» Αὐτὰ λέγει τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. Καὶ πὼς σὰν ἄκουσε ὁ Ἡρώδης πὼς γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὁ βασιλέας τῶν Ἰουδαίων, νόμισε πὼς εἶναι ἐπίγειος βασιλιὰς κι ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως τοῦ πάρει τὴν βασιλεία, σύναξε ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ τοὺς ρωτοῦσε ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καὶ ἐκεῖνοι τοῦ εἴπανε: Στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, γιατὶ ἔτσι εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν προφήτη Ἡσαΐα, ποὺ εἶπε: «Καὶ ἐσύ, Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, δὲν εἶσαι καθόλου μικρὴ ἀνάμεσα στοὺς ἡγεμόνες τοῦ Ἰούδα. Γιατὶ ἀπὸ σένα θὰ βγεῖ ἕνας ἄρχοντας, ποὺ θὰ κυβερνήσει τὸν λαό μου τὸν Ἰσραήλ». Καὶ παρακάτω γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Τότε ὁ Ἡρώδης φώναξε κρυφὰ τοὺς μάγους καὶ πληροφορήθηκε ἀπὸ πότε φανερώθηκε τὸ ἄστρο, καὶ τοὺς ἔστειλε στὴ Βηθλεέμ, λέγοντάς τους: ῾Πηγαίνετε καὶ ἐξετάσετε καλὰ γιὰ τὸ παιδί, καὶ σὰν τὸ βρεῖτε, εἰδοποιῆστε με γιὰ νὰ ἔρθω κι ἐγὼ νὰ τὸ προσκυνήσω᾿. Καὶ ἐκεῖνοι τὸν ἀκούσανε καὶ τραβήξανε. Καὶ νά, τὸ ἄστρο ποὺ εἴδανε στὴν Ἀνατολὴ τοὺς ὁδηγοῦσε, πηγαίνοντας μπροστά τους, ὡς ποὺ πῆγε καὶ στάθηκε ἀπάνω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἤτανε τὸ παιδί. Καὶ σὰν εἴδανε τὸ ἄστρο, πήρανε πολὺ μεγάλη χαρά, καὶ πηγαίνοντας στὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε, εἴδανε τὸ παιδὶ μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του τὴ Μαρία, καὶ πέσανε καὶ τὸ προσκυνήσανε, κι ἀνοίξανε τὰ θησαυροφυλάκια τους καὶ τοῦ προσφέρανε γιὰ δῶρα, χρυσάφι καὶ λιβάνι καὶ σμύρνα. Κι ἐπειδὴ εἴδανε κάποιο σημεῖο στὸ ὄνειρό τους νὰ μὴν ξαναγυρίσουνε στὸν Ἡρώδη, ἀπὸ ἄλλον δρόμο μισέψανε στὴ χώρα τους».

Thursday, 18 December 2014

"The Word became flesh", by St. John of Kronstadt

 

A Sermon by St John of Kronstadt on the Nativity of Christ

The Word became flesh; that is, the Son of God, co-eternal with God the Father and with the Holy Spirit, became human – having become incarnate of the Holy Spirit and the Virgin Mary. O, wondrous, awesome and salvific mystery! The One Who had no beginning took on a beginning according to humanity; the One without flesh assumed flesh. God became man – without ceasing to be God. The Unapproachable One became approachable to all, in the aspect of an humble servant. Why, and for what reason, was there such condescension [shown] on the part of the Creator toward His transgressing creatures – toward humanity which, through an act of its own will had fallen away from God, its Creator?

It was by reason of a supreme, inexpressible mercy toward His creation on the part of the Master, Who could not bear to see the entire race of mankind – which, He, in creating, had endowed with wondrous gifts – enslaved by the devil and thus destined for eternal suffering and torment.

And the Word became flesh!...in order to make us earthly beings into heavenly ones, in order to make sinners into saints; in order to raise us up from corruption into incorruption, from earth to heaven; from enslavement to sin and the devil – into the glorious freedom of children of God; from death – into immortality, in order to make us sons of God and to seat us together with Him upon the Throne as His royal children.

O, boundless compassion of God! O, inexpressible wisdom of God! O, great wonder, astounding not only the human mind, but the angelic [mind] as well!

Let us glorify God! With the coming of the Son of God in the flesh upon the earth, with His offering Himself up as a sacrifice for the sinful human race, there is given to those who believe the blessing of the Heavenly Father, replacing that curse which had been uttered by God in the beginning; they are adopted and receive the promise of an eternal inheritance of life. To a humanity orphaned by reason of sin, the Heavenly Father returns anew through the mystery of re-birth, that is, through baptism and repentance. People are freed of the tormenting, death-bearing authority of the devil, of the afflictions of sin and of various passions.

Human nature is deified for the sake of the boundless compassion of the Son of God; and its sins are purified; the defiled are sanctified. The ailing are healed. Upon those in dishonour are boundless honour and glory bestowed.

Those in darkness are enlightened by the Divine light of grace and reason.

The human mind is given the rational power of God – we have the mind of Christ (Cor. 2, 16), says the Holy apostle Paul. To the human heart, the heart of Christ is given. The perishable is made immortal. Those naked and wounded by sin and by passions are adorned in Divine glory. Those who hunger and thirst are sated and assuaged by the nourishing and soul-strengthening Word of God and by the most pure Body and Divine Blood of Christ. The inconsolable are consoled. Those ravaged by the devil have been – and continue to be – delivered.

What, then, O, brethren, is required of us in order that we might avail ourselves of all the grace brought unto us from on high by the coming to earth of the Son of God? What is necessary, first of all, is faith in the Son of God, in the Gospel as the salvation-bestowing heavenly teaching; a true repentance of sins and the correction of life and of heart; communion in prayer and in the mysteries [sacraments]; the knowledge and fulfillment of Christ’s commandments. Also necessary are the virtues: Christian humility, alms-giving, continence, purity and chastity, simplicity and goodness of heart.

Let us, then, O brothers and sisters, bring these virtues as a gift to the One Who was born for the sake of our salvation – let us bring them in place of the gold, frankincense and myrrh which the Magi brought Him, as to One Who is King, God, and Man, come to die for us. This, from us, shall be the most-pleasing form of sacrifice to God and to the Infant Jesus Christ.
Amen.

(Translated into English by G. Spruksts, from the Russian text appearing in Chapter 2 of "Solntse Pravdy: O Zhizni i Uchenii Gospoda Nashego, Iisusa Khrista" ["The Sun of Righteousness: On the Life and Teaching of Our Lord, Jesus Christ"], by Protopriest [Saint] Ioann [John] (Sergiev) of Kronstadt, pp. 4-6. English-language translation copyright © 1983, 1996 by The Saint Stefan of Perm' Guild, The Russian Cultural Heritage Society, and the Translator. All rights reserved. Reprinted by permission from "KITEZH: The Journal of the Russian Cultural Heritage Society," Vol. 12, No. 4 (48). http://www.orthodox.net/nativity/nativity-sjok-2.html)

Το καλό που σου έκανα… συνέχισέ το!


Θα ‘θελα να σας μεταφέρω μια ιστορία κάπως διαφορετική, ίσως ουτοπική μα δυνατή και με νόημα μεγάλο. Κάτι που έχουμε ανάγκη πια, σε ότι συμβαίνει δίπλα μας τούτες τις μέρες…
Πριν από χρόνια ένας σπουδαίος γιατρός ταξίδευε με την οικογένειά του στην έρημο με ένα τροχόσπιτο. Ξαφνικά, μετά από ένα απότομο τράνταγμα, το αυτοκίνητο στρίβει δεξιά στο πλάι του δρόμου.
Λάστιχο στον μπροστινό δεξί τροχό. Τα δίδυμα έχουν τρομάξει, η γυναίκα του προσπαθεί να τα ηρεμήσει. «Μην ανησυχείτε», τους λέει, «θα βάλω τη ρεζέρβα και θα συνεχίσουμε». Πράγματι, αλλάζει το λάστιχο με μεγάλο κόπο.
Είχε 40 βαθμούς θερμοκρασία. Μπαίνει στο αυτοκίνητο και διαπιστώνει πως τα δίδυμα συνεχίζουν να κλαίνε. Η γυναίκα του έχει απελπιστεί. Ο γιατρός της λέει: «Κάνε υπομονή, σε 50 χιλιόμετρα έχει βενζινάδικο και θα σταματήσουμε». Ξαναβγαίνει στο δρόμο, δεν προλαβαίνει όμως να κάνει πάνω από 50 μέτρα και ένας θόρυβος, ίδιος με πριν, τον αναγκάζει να φρενάρει απότομα.
Βγαίνει και τι να δει; Και το άλλο λάστιχο σκασμένο.
Τα δίδυμα έχουν τρομάξει πολύ και κλαίνε πια με λυγμούς. Ο γιατρός είναι απελπισμένος και η γυναίκα του από τον πανικό της βρίσκεται σε κατάσταση υστερίας. Εν τω μεταξύ, αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι και ούτε ένα αυτοκίνητο δε φαίνεται στον ορίζοντα. Ο γιατρός όσο περνά η ώρα καταλαμβάνεται από έναν απίστευτο φόβο, όχι τόσο για τον ίδιο όσο για την οικογένειά του.
Έχουν περάσει δύο ώρες, όταν στο βάθος φαίνονται τα φώτα ενός αυτοκινήτου. Ο γιατρός σαν τρελός με τα χέρια ψηλά τρέχει στη μέση του δρόμου να σταματήσει τον περαστικό για να ζητήσει βοήθεια. Το αυτοκίνητο πλησιάζει και φρενάρει. Είναι ένα μεγάλο αγροτικό που στην καρότσα του έχει ένα λυκόσκυλο. Φαίνεται καλό σκυλί. Ο γιατρός πάει στο τζάμι του οδηγού και αντικρίζει ένα μεγαλόσωμο άνδρα με απεριποίητο μούσι. Στο δεξί κάθισμα βλέπει ένα ζευγάρι δεκανίκια.
«Σε παρακαλώ, έχω δύο μικρά παιδιά, έπαθα δύο φορές λάστιχο, βοήθησέ μας», λέει στον άγνωστο οδηγό. «Και τι θες να κάνω;», του απαντάει εκείνος. «Είδα στο χάρτη ότι σε 50 χιλιόμετρα έχει ένα βενζινάδικο. Θα με πας να φτιάξω το λάστιχο;», του λέει ο γιατρός. «Θες να σου δώσω το αυτοκίνητο να πας εσύ, να μείνω εγώ με την οικογένειά σου, να μη μείνουν μόνοι τους στην ερημιά;», ψιθυρίζει ήρεμα ο άγνωστος. Ο γιατρός κοιτάζει άφωνος τον ξένο για τη διάθεσή του να του δώσει το αυτοκίνητο, αλλά και ανήσυχος να τον αφήσει μόνο με την οικογένειά του. Ο ξένος καταλαβαίνει τον προβληματισμό του και του λέει: «Μην ανησυχείς, είμαι καλή παρέα για τα παιδιά. Εσύ να προσέξεις το σκύλο μου που είναι στην καρότσα. Είναι καλό σκυλί αλλά άγριο και έχει μάθει να με προστατεύει.»
Ο γιατρός από το φόβο του, μήπως ο άγνωστος αλλάξει γνώμη, του λέει: «Σύμφωνοι». Εξηγεί την κατάσταση στη γυναίκα του, ενώ ο άγνωστος πηγαίνει στο τροχόσπιτο με τις πατερίτσες. Έχει δύο ξύλινα πόδια. Ο γιατρός δεν περιμένει την αντίδραση της γυναίκας του. Είναι φοβισμένος και απελπισμένος. Φεύγει με το αγροτικό γεμάτος αγωνία και ενοχές.
Πηγαίνει στο βενζινάδικο, φτιάχνει το λάστιχο και παίρνει το δρόμο της επιστροφής με τον ιδρώτα να στάζει από την αγωνία για την οικογένειά του. Μετά από μιάμιση ώρα από τη στιγμή που έφυγε, φρενάρει απότομα δίπλα στο τροχόσπιτο. Πλησιάζει και αντί για κλάματα, ακούει γέλια.
Ανοίγει την πόρτα και βρίσκεται μπροστά στο εξής θέαμα. Ο άγνωστος κάνει γκριμάτσες στα δίδυμα, τα οποία έχουν ξεκαρδιστεί στα γέλια και η γυναίκα του φτιάχνει κάτι να φάνε σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Γυρνάει, τον κοιτάζει και του λέει: «Γεια σου αγάπη μου» Ο γιατρός τους κοιτάζει άφωνος. Ο άλλος δεν περιμένει την απάντησή του, πιάνει τις πατερίτσες του και σηκώνεται μονολογώντας: «Να πηγαίνω κι εγώ.» Ο γιατρός τον συνοδεύει έξω και φτάνοντας στο αυτοκίνητό του, λέει: «Σε ευχαριστώ πολύ, με έσωσες. Πώς μπορώ να σου ξεπληρώσω το καλό που μου έκανες;»
Ο άγνωστος με τα ξύλινα πόδια τον κοιτάζει στα μάτια και του λέει: «Θα σου πω μια μικρή ιστορία. Ήμουν στρατιώτης στο Βιετνάμ, όταν έπεσε δίπλα μου μια χειροβομβίδα. Ένας άνδρας, με κουβάλησε στην πλάτη του 5 χιλιόμετρα . Νιώθω πολύ ευτυχισμένος που μου λείπουν μόνο δύο πόδια. Μόνο μια χάρη θέλω να μου κάνεις. Συνέχισέ το.»
«Ποιο;», τον ρωτάει ο γιατρός. «Το καλό που σου έκανα», του απαντά εκείνος.
Ο γιατρός είναι σήμερα διάσημος για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι οι μοναδικές ικανότητές του ως χειρουργού και ο δεύτερος η φράση «Συνέχισέ το», που έλεγε κάθε φορά που κάποιος χωρίς οικονομική δυνατότητα τον ρωτούσε: «Γιατρέ, τι σου χρωστάω;»
Να ‘ναι άραγε τόσο δύσκολο ή βαρύ για τον καθένα μας να συνεχίσουμε αυτό που μόλις διαβάσαμε;
Ναι έχει σίγουρα κάποιο κόστος, μα εκεί δεν είναι και το δυνατό του σημείο;
Να μπορεί ο κάτοχος ενός τέτοιου φρονήματος να υποτάξει το Εγώ του…

iliaxtida.

Wednesday, 17 December 2014

Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης: Για το μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως

 Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας(Φιλοθεΐτης)

Ο Θεός με το στόμα του Προφήτου Ησαΐα μάς παραγγέλλει λέγων: «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηριών υμών. Μάθετε καλόν ποιείν» (Ησ. α' 16).

Η μετάνοια προϋποθέτει αμαρτία. Όποιος δεν έχει αμαρτία, αυτός δεν έχει ανάγκη μετανοίας. Όλοι, και πρώτος εγώ, αισθανόμεθα αμαρτωλοί.

Η αμαρτία είναι τραύμα στην ψυχή, πληγή στην συνείδησι που μας πονάει, τραύμα στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία, της οποίας είμαστε μέλη. Η αμαρτία είναι κάρφωμα και ξανακάρφωμα στο Χριστό. Ποιος δεν έχει τραυματισθεί από την αμαρτία; ποιος δεν έχει αμαρτήσει με τα λόγια, με τις πράξεις του, με τους λογισμούς; ποιος δεν κτυπήθηκε κατάστηθα από τις τύψεις της συνειδήσεως; Όποιος θα πη πως δεν έχει αμαρτήσει, αυτός θα έχει πει το μεγαλύτερο ψέμα....

Αλλ' εάν η αμαρτία είναι το τραύμα, η μετάνοια είναι το φάρμακο· είναι το ευλογημένο δώρο του Θεού στον άνθρωπο....


Πολλοί χριστιανοί, με ευλαβή πόθο, αναζητούν να βαπτιστούν στον Ιορδάνη ποταμό, αλλ' όσες φορές και αν μπούνε στον Ιορδάνη ποταμό και όσα μπουκάλια αγιασμό και αν πιούμε, αν δεν μετανοήσουμε δεν σωζόμεθα. Κοντά μας, δίπλα μας, είναι ο Ιορδάνης ποταμός. Κυλάει μέσα στην Εκκλησία, είναι η γλυκεία μετάνοια και εξομολόγησις. Ας λου¬σθούμε μέσα στην μετάνοια, διότι με αυτήν σβήνουν όλα τα αμαρτήματα. Και το λουτρό της μετανοίας εί¬ναι το δεύτερο βάπτισμα. Αυτό δε το λουτρό του θεϊκού βαπτίσματος, που λέγεται μετάνοια, γίνεται συνειδητά και αποφασιστικά. Πλένομαι, για να μη ξαναλερωθώ, ασχέτως αν δεν τα καταφέρω. Πλην πλένομαι με την απόφασι να μη ξαναλερώσω τον χιτώνα της ψυχής μου.

Το έλεος του Θεού είναι ανταπόκρισις στη μετάνοια του ανθρώπου. Με τον ερχομό του Χριστού, η μετάνοια δεν είναι απλώς μεταμέλεια και εξομολόγησις αμαρτιών, αλλ' είναι άφεσις, συγχώρησις, εξάλειψις τελεία των αμαρτιών. Η μετάνοια είναι ένας θρήνος που οδηγεί στην χαρά. Είναι το χαροποιό πένθος. Η μετάνοια είναι η σπορά των δακρύων, που φέρνει το θερισμό της λυτρώσεως... Με την αμαρτία χάνουμε την ηρεμία της συνειδήσεως. Με το κλάμα της μετα¬νοίας παίρνουμε πίσω αυτό που χάσαμε. Με την αμαρτία χάνουμε το πολυτιμώτερο αγαθό, την ψυχή μας. Πεθαίνει η ψυχή μας. Και αν κλάψουμε για τις αμαρτίες μας, θ' αναστηθή η ψυχή μας....

Να κλάψουμε για τα αμαρτήματα μας, όπως έκλαψε ο Δαβίδ, που έβρεχε το προσκέφαλό του με τα δάκρυα του. Να κλάψουμε όπως η πόρνη, που τα δάκρυα της μοσχοβόλησαν περισσότερο από τα μύρα της, με τα όποια έβρεξε τα πόδια του Χριστού. Να κλάψουμε όπως έκλαψε ο Απόστολος Πέτρος μετά την άρνησι του Διδασκάλου. Να κλάψουμε όπως έκλαψε ο Απόστολος Παύλος όταν θυμόταν ότι δίωξε την Εκκλησία του Χριστού. Να κλάψουμε όπως έκλαψαν οι μεγάλοι αμαρτωλοί που έγιναν άγιοι. Να κλάψουμε για τα δικά μας αμαρτήματα, αλλά να κλάψουμε και για τα αμαρτήματα των άλλων. Αμάρτησε ο άλλος; μη τον κατακρίνης. Κλάψε για την πτώσι του, δέστην σαν δική σου πτώσι. Είμεθα «αλλήλων μέλη». Ο άλλος είναι μέλος του ιδίου με σένα σώματος· μέλος του σώματος του Χριστού. Κλάψε εσύ για τον άλλον, όπως έκλαιγε ο Παύλος και έλεγε: «Ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον». Κλάψε εσύ για το παιδί σου που παρανόμησε, για το Χριστιανό που γλύστρισε και έπεσε.


Η αμαρτία είναι φωτιά. Και οι κρουνοί που σβύνουν αυτή την φωτιά, είναι οι κρουνοί της μετανοίας. Αν πιάση φωτιά το διπλανό σπίτι, δεν θα τρέξης και εσύ για να σβύση η φωτιά;  Αν αδιαφορήσης, η φωτιά θα επεκταθή και στο δικό σου σπίτι. Έτσι δεν μπορείς ν' αδιαφορήσης όταν ο άλλος καίγεται από τη φωτιά της αμαρτίας. Ρίξε τα δάκρυά σου για να σβεσθή η φωτιά. Αν αδιαφορήσης, θάχης και συ κρίμα, αμαρτία. Κι αν όχι μόνο αδιαφορήσης αλλά γελάς κι όλας και σχολιάζης την αμαρτία του άλλου και την διαπομπεύης, τότε πια θα επιτρέψη ο Θεός να πέσης και εσύ, και η φωτιά της δικής σου αμαρτίας, μπορεί να είναι ο προθάλαμος της κολάσεως, κατά τον ιερό Χρυσόστομο.


Επιμένει ο ιερός Χρυσόστομος, ότι πρέπει να θρηνούμε για τα αμαρτήματα των άλλων, αν αληθινά τους αγαπάμε. Αν ο άλλος βρίσκεται στο στόμα του λύκου, θα τον αφήσουμε να κατασπαραχθή; Αν ο άλλος κινδυνεύη να πνιγή, θα τον αφήσουμε να καταποντισθή;

Η μετάνοια, εξαλείφει όλα τα αμαρτήματα. Έχουμε δύο πραγματικότητες: η μία είναι η φιλανθρωπία του Θεού, η άλλη είναι η αμαρτωλότητα του ανθρώπου. Σας ερωτώ: Ποια από τις δύο είναι μεγαλύτερη; Τα αμαρτήματά μας, όσα κι αν είναι, είναι ωρισμένα και συγκεκριμένα. Η Φιλανθρωπία του Θεού είναι άπειρη, αμέτρητη. Ο ιερός Χρυσόστομος για να παρηγορήση τους αμαρτωλούς, παρουσιάζει το παράδειγμα με το κάρβουνο. Έχεις ένα αναμμένο κάρβουνο. Σε καίει. Αν όμως ρίξης το κάρβουνο αυτό μέσα στο πέλαγος, ποιος θα νικήση· το πέλαγος ή το κάρβουνο; Ασφαλώς το πέλαγος. Ένα τσαφ θ' ακουσθή και θα εξαφανισθή το αναμμένο κάρβουνο.


Κάρβουνο, που κατακαίει τα σωθηκά μας, είναι η αμαρτία. Τι πόνος! Μη το αφήνης. Πάρτο την ώρα της σωστικής εξομολογήσεως και ρίξε το στο Πέλαγος της Φιλανθρωπίας του Θεού. Αμέσως το κάρβουνο της αμαρτίας σου θα σβύση και θα εξαφανισθή. Και αν μου πης πως δεν έχεις ένα κάρβουνο, αλλ' έχεις πολλά αμαρτήματα που σε καίνε, θα σου πω και εγώ, ότι το έλεος του Θεού δεν είναι απλώς πέλαγος· είναι Ωκεανός· είναι κάτι απείρως μεγαλύτερο. Το πέλαγος και ο Ωκεανός έχουν κάποιο μέτρο, κάποια όρια, κάποιο τέλος. Η Φιλανθρωπία όμως του Θεού είναι απροσμέτρητη, απεριόριστη, ατέλειωτη.


Συνεχίζει ο ιερός Χρυσόστομος. Όταν με δάκρυα μετανοούμε, να είσθε βέβαιοι ότι το σφουγγάρι της αγάπης του Θεού σβύνει όλα τα αμαρτήματα. «Το αίμα Ιησού Χριστού του υιού αυτού, καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α' Ιωάν. 1, 7). Και η αγάπη του Θεού σβύνει όλα τα αμαρτήματα, ώστε ούτε ίχνος δεν αφήνει.

Αν εχης ένα τραύμα, γιατρεύεται, αλλά παραμένει το σημάδι, η ουλή. Αν έχης μία αμαρτία, με την μετάνοια συγχωρείται και εξαφανίζεται και ούτε ουλή μένει.

Η μετάνοια οδηγεί σ' ένα καταπληκτικό θαύμα, στη λήθη του Θεού. Ο Θεός, καρδιογνώστης και παντογνώστης, που μέσα στη μνήμη Του είμεθα όλοι οι άνθρωποι, και είναι όλες οι πράξεις μας, αυτός ο Θεός φθάνει στην αμνησία! Λησμονεί τα αμαρτήματα των ανθρώπων που ειλικρινά μετανοούν.


Ω! πόσο θάρρος και παρηγοριά μας δίνει ο ιερός Χρυσόστομος! Ο χρυσός στην γλώσσα και στην καρδιά, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κυρίου, μισεί την αμαρτία, αγαπά τον αμαρτωλό· καυτηριάζει τα αμαρτωλά πάθη, αγκαλιάζει τους αμαρτωλούς. Ο Χρυσόστομος φοβάται να μη πέση ο αμαρτωλός σ' ένα από τα δύο άκρα. Το ένα άκρο είναι η απόγνωσις και η απελπισία. Το άλλο είναι η ραθυμία και η επανάστασις. Ο διάβολος έχει δύο όπλα, με τα οποία δίνει τη χαριστική βολή στον αμαρτωλό. Το ένα όπλο είναι για τους ευαίσθητους, το άλλο για τους αναίσθητους.

Για τους ευαίσθητους διαθέτει το όπλο της απογνώσεως, της απελπισίας. Προσπαθεί ν' απελπίση τον αμαρτωλό.


Πω πω! τι είναι αυτό που έκανες; τώρα για σένα δεν υπάρχει σωτηρία. Ποιος θα σε σώση; - όχι άπαντα ο Χριστιανός. Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά της απογνώσεως. Φύγε, αλητήριε, γιατί με τη σκιά σου κρύβεις τον σταυρό του Χριστού, την μεγάλη μου ελπίδα. Αμαρτάνω, ναι, το ξέρω, αλλά πιστεύω στο έλεος του Θεού.

Για τους αναίσθητους έχει το όπλο της ραθυμίας και επαναστάσεως.

Έλα, καϋμένε, καλός είσαι. Και τι έκανες στο κάτω κάτω για να μετανοήσης; Εγκληματίας είσαι; δεν σκότωσες και κανένα; Μακάρι νάσαν όλοι σαν και σένα.

Όχι άπαντα ο Χριστιανός.

Ύπαγε πίσω μου, Σατανά της ραθυμίας και της ψευδαισθήσεως. Φύγε, γιατί η μορφή σου μού κρύβει τον πνευματικό καθρέπτη, για να καθρεπτιστώ και να ιδώ, με συναίσθησι, ότι είμαι γεμάτος πληγές και έχω ανάγκη θεραπείας.


Η μετάνοια έχει μεγάλη δύναμι. Παίρνει το κάρβουνο και το κάνει διαμάντι. Παίρνει τον λύκο και τον κάνει αρνί. Παίρνει τον άγριο και τον κάνει άγιο. Παίρνει τον αιματοβαμμένο ληστή και τον κάνει πρώτο κάτοικο του Παραδείσου. Ακριβώς, επειδή έχει τέτοια δύναμι η μετάνοια, γι' αυτό ο Διάβολος αγωνίζεται ν' αποτρέψη τον άνθρωπο από την μετάνοια. Έτσι εξηγούνται οι αντιρρήσεις πολλών ανθρώπων ως προς την μετάνοια και την εξομολόγησι.

Λέει κάποιος «Αφού θα ξαναπέσω, γιατί να πάω να εξομολογηθώ; Ξέρω ότι θα ξανακάνω τα ίδια...». Αδελφέ μου. Η αμαρτία είναι σαν την αρρώστια. Δεν αρρωσταίνεις μια φορά. Πολλές φορές αρρωσταίνεις από την ίδια αρρώστια. Και κάθε φορά που αρρωσταίνεις πηγαίνεις στο γιατρό και παίρνεις φάρμακα που σου δίνει. Το ίδιο κάνε και για την ψυχή σου. Κάθε φορά που πληγώνεσαι, έστω και αν πληγώνεσαι στο ίδιο μέρος, μετανόησε και εξομολογήσου. Κάποτε το φάρμακο της χάριτος θα γιατρέψη ολότελα την συγκεκριμένη πληγή.


Το αμαρτωλό πάθος μοιάζει πολλές φορές με δένδρο, που ρίζωσε βαθειά και φαίνεται δύσκολο να ξερριζωθή. Είδες τι έκαμναν οι υλοτόμοι στην παλαιά εποχή; Με τσεκούρι έκοβαν το δένδρο. Φαντάσου δένδρο ριζωμένο, με μεγάλο κορμό. Ο υλοτόμος το κτυπά με μια τσεκουριά. Δεν πέφτει ασφαλώς με την πρώτη τσεκουριά. Το κτυπά με δεύτερη, με τρίτη, με δέκα... Κάποτε το δένδρο λυγίζει και πέφτει. Έτσι είναι και το αμαρτωλό πάθος. Μπορεί με την πρώτη τσεκουριά να μην πέση. Συνέχισε με την διαρκή μετάνοια να κτυπάς το πάθος. Να είσαι σίγουρος, πως κάποια μέρα, θα πέση το πάθος, θ' απαλλαγής από την αμαρτία που χρόνια σε βασάνιζε. Έτσι λέει ο Ιερός Χρυσόστομος.


«Μετανοώ, αλλά ντρέπομαι να ομολογήσω τ' αμαρτήματά μου. Είναι τόσα πολλά, ώστε ντρέπομαι να τα παρουσιάσω στον εξομολόγο κληρικό». Η ντροπή πρέπει να υπάρχη, αλλά προ, όχι μετά την αμαρτία. Να ντρεπώμεθα να διαπράξωμε το κακό, να μη ντρεπώμεθα να ομολογήσουμε το κακό.

Η μετάνοια εκφράζεται σαν ομολογία των αμαρτημάτων, σαν εξαγόρευσις. Μη ντρέπεσαι να πης τις αμαρτίες σου. Κάποτε θα γίνη η αποκάλυψις των αμαρτημάτων μας. Ή θα τις αποκαλύψουμε εμείς, μόνοι μας, μπροστά σ' ένα πρόσωπο, στον πνευματικό, ή θα τις αποκάλυψη ο Θεός την ήμερα εκείνη μπροστά σ' όλους τους αγγέλους και τους ανθρώπους. Αν προλάβουμε πρώτοι να κατηγορήσουμε τον εαυτόν μας με την μετάνοια, εξαλείφονται όλες οι αμαρτίες μας και αθωωνόμαστε.


«Είμαι τόσο πολύ αμαρτωλός, που αμφιβάλλω για την σωτηρία μου...». Αδελφέ μου συναμαρτωλέ! Ο Παράδεισος δεν είναι για τους αναμάρτητους. Είναι για τους αμαρτωλούς. Ο Παράδεισος είναι γεμάτος από αμαρτωλούς που μετανόησαν. Είναι και για μας ανοικτός ο Παράδεισος. Αρκεί να κάνουμε το πρώτο βήμα εμείς· το βήμα της μετάνοιας. Τότε σπεύδει ο Θεάνθρωπος Κύριος να κάνη δέκα βήματα για να μας αγκαλιάση· είναι τα βήματα του ελέους και της συγγνώμης.

Με πόνο θερμής προσευχής ας πούμε:

Κύριε Ιησού Χριστέ, δώρησέ μας αληθινή, δακρύβρεκτη μετάνοια. Εσύ μάς έμεινες μοναδική Ελπίδα σωτηρίας. Είσαι η Αλήθεια μέσα σε τόσα ψέματα. Είσαι η Χαρά μας μέσα σε τόσες θλίψεις. Είσαι η Λύτρωσίς μας μέσα σε τόση αμαρτία. Είσαι η Ειρήνη μέσα σ' ένα κόσμο τόσο ταραγμένο.

Δόξα τη μακροθυμία και τη Ανοχή σου Κύριε. Αμήν.


Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ
ΜΕ ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Tuesday, 16 December 2014

Τα Θαύματα του Άγιου Διονύσιου του εν Ζακύνθω


ΑΝΕΥΡΕΣΗ ΠΗΓΗΣ ΣΤΑ ΣΤΡΟΦΑΔΙΑ
Ο Άγιος Διονύσιος (κατά κόσμον Δραγανιγός Σιγούρος) γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1547 και έκάρη μοναχός της Μονής Στροφάδων το 1547. Αφού έλαβε τους δύο πρώτους βαθμούς της ίεροσύνης,χειροτονήθηκε επίσκοπος Αίγίνης και Πόρου το 1577. Το έπόμενο έτος παραιτήθηκε από το αξίωμα του έπισκόπου και έγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο ώς ήγούμενος της Ιεράς Μονής Άναφωνητρίας μέχρι την κοίμησή του το 1622. Όταν ο άγιος άσκήτευε στις Στροφάδες, κατέβηκε μια ημέρα μαζί με τον ύποτακτικό του στην παραλία για ψάρεμα.Ο ύποτακτικός του δίψασε όμως, και ήθελε να γυρίσει πίσω στο Μοναστήρι για να πιεί νερό, αφού εκεί κοντά δεν υπήρχε πόσιμο νερό. Τότε ο Άγιος του υπέδειξε ένα κοντινό στην παραλία τόπο όπου πραγματικά ο Μοναχός βρήκε νερό και ξεδίψασε. Η πηγή αυτή ονομάζεται και σήμερα <<βρύση του Άγίου>>.
 
 


Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΩΝ ΔΥΣΠΙΣΤΩΝ ΑΛΙΕΩΝ
Ο Άγιος Διονύσιος κάποτε πήγαινε με άλλους κληρικούς ως προσκεκλημένος στην Μονή Άγιου Γεωργίου στο νησάκι Βόϊδι. Οι ψαράδες όμως οι οποίοι τους μετέφεραν με το πλοίο τους ήταν προληπτικοί κατά των ρασοφόρων,και απέδωσαν στην παρουσία των κληρικών την αποτυχία τους στο ψάρεμα. Ο Άγιος, θέλοντας να τους συνετίσει τους υπέδειξε που να ρίξουν τα δίχτυα τους,και παρότι το μέρος εκείνο δεν είχε ποτέ ψάρια, οι ψαράδες έπιασαν τόσα πολλά,ώστε δεν μπορούσαν να σηκώσουν τα δίχτυα τους. Τότε προσκύνησαν τον Άγιο και του ζήτησαν συγχώρεση.
 
 
Η ΔΙΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ
Όταν ο Άγιος μόναζε στην Μονή της Άναφωνητρίας, χρειάστηκε να κατέβει στην πόλη συνοδευόμενος από τον διάκονο Δανιήλ. Στο δρόμο έπεσε ραγδαία βροχή αλλά κατά τρόπο θαυμαστό δεν βράχηκε ούτε ο Άγιος ούτε ο συνοδός του. Λίγο αργότερα συνάντησαν έναν χείμαρρο που ήταν αδύνατο να περάσουν. Τότε ο Άγιος ευλόγησε τον χείμαρρο ο οποίος σταμάτησε αφήνοντας τον Άγιο και τον συνοδό του να περάσουν.
 
 
Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΑΦΟΡΙΣΜΟΥ
Στον Ναό του Άγιου Νικολάου των Ξένων βρέθηκε αδιάλυτο το σώμα αφορισμένης γυναίκας νεκρής από πολύ καιρό. Ο Άγιος παρακλήθηκε από τους συγγενείς της γυναικός να λύσει το επιτίμιο.Τότε διέταξε να βάλουν το πτώμα σε ένα στασίδι.Κατόπιν προσευχήθηκε γονατιστός και με δάκρυα για την λύση του αφορισμού. Μόλις τελείωσε την συγχωρητική ευχή ο Άγιος, το πτώμα έκλινε το κεφάλι σαν να προσκυνούσε τον Άγιο και κατόπιν διαλύθηκε σε οστά και χώμα.
 

Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ 
Κάποτε, κάποιος πληρωμένος φονιάς, σκότωσε τον αδελφό του Άγιου Διονυσίου, λόγω κάποιων οικογενειακών εχθροπραξιών. Ο δολοφόνος μετά τον φόνο κατέφυγε στα βουνά, για να αποφύγει την οργή των συγγενών του θύματος, ενώ ένα απόσπασμα στρατού τον κυνηγούσε. Μετά από λίγο έφτασε και στο Μοναστήρι όπου βρισκόταν ο Άγιος. Ο δολοφόνος, χωρίς να ξέρει την συγγένεια του Άγιου με το θύμα του φόνου, του ζήτησε να τον κρύψει. Ο Άγιος με ηρεμία ζήτησε να μάθει τον λόγο για τον οποίο τον καταδιώκαν, και τότε έμαθε πως που είχε μπροστά του και ζητούσε την προστασία του είχε σκοτώσει τον αδελφό του. Συγκλονισμένος από τον θάνατο του αδελφού του συλλογίστηκε τα λόγια της συγχώρησης του Κυρίου επάνω στον Σταυρό προς τους σταυρωτές του.
Έπειτα άπλωσε το χέρι του προς τον δολοφόνο και τον ευλόγησε συγχωρώντας τον. Μετά από λίγο έφτασε στο Μοναστήρι και το στρατιωτικό απόσπασμα. Ο Άγιος τότε είπε στο απόσπασμα πως δεν είχε δει τον δολοφόνο σε εκείνα τα μέρη. Αφού έφυγε το απόσπασμα ο Άγιος οδήγησε τον δολοφόνο στην πίσω εξώπορτα του Μοναστηριού, από όπου τον βοήθησε να διαφύγει με μια βάρκα.



ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΔΑΝΙΗΛ
Όταν μετά την κοίμηση του Άγιου Διονυσίου, και την ανακομιδή των Λειψάνων του, το Σκήνωμα του βρέθηκε άθικτο, τοποθετήθηκε από τους Μοναχούς της Μονής Στροφάδων σε ειδική Λάρνακα μέσα στο Καθολικό της Μονής, μέχρι την επίσημη ανακήρυξη του ως Άγίου το 1703. Πρίν από αυτήν ο ιερομόναχος Δανιήλ, που ήταν και ηγούμενος της Μονής Στροφάδων, αμφέβαλλε για την αγιότητα του Ιεράρχου. Μια νύχτα όμως νόμισε πως είδε τον Εκκλησιάρχη να του ζητάει την ευχή για να σημάνει τον Όρθρο. Ο Ηγούμενος τότε κατευθύνθηκε πρός τον Ναό και μπαίνοντας τον είδε φωταγωγημένο, και τον Άγιο να στέκεται όρθιος έξω από τη Λάρνακα και να Ιερουργεί υπηρετούμενος από Ιερείς και Διακόνους. Τότε ένας από τους Ιερείς λέει στο ηγούμενο Δανιήλ <<πληροφορήθηκες τώρα, η αμφιβάλλεις;>>. Τρομαγμένος ο ηγούμενος, έφυγε από τον Ναό και όταν γύρισε για να επιβεβαιώσει το προηγούμενο όραμα του είδε τον Άγιο να αποσύρεται στην Λάρνακα του, τα φώτα του Ναού να σβήνουν και τους Ιερομένους να χάνονται.



ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΕΥΣΕΒΟΥΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ
Μια ευσεβής γυναίκα της Ζακύνθου, είχε πολλή θλίψη επειδή είχε τέσσερα κορίτσια και κανένα αγόρι. Από συγγενείς της άκουγε για τον Άγιο Διονύσιο και για τα θαύματα του που έκανε σε πιστούς που ζητούσαν την βοήθειά Του, γι΄ αυτό και εκείνη με πίστη τον παρακάλεσε όπως με τη μεσιτεία Του,να αποκτήσει αρσενικό παιδί. Έπειτα από πολλές προσευχές, ένα βράδυ βλέπει στον ύπνο της ένα Αρχιερέα να της λέει << Τι ζητάς από εμένα και με παρακαλάς; Εάν θέλεις να πετύχεις αυτό που ζητάς πήγαινε στις Στροφάδες να πάρεις από το φυτό (αμάρακος) και από ένα άλλο που βρισκόταν πίσω από το Άγιο Βήμα του Καθολικού. Έπειτα πιές από αυτά και θα αποκτήσεις αρσενικό παιδί όπως θέλεις>>.
Έπειτα την ευλόγησε στο πρόσωπο και εξαφανίστηκε. Η γυναίκα ξύπνησε και σκεπτόμενη το όραμα, πίστεψε πώς αυτός που εμφανίστηκε στον ύπνο της ήταν ο Άγιος Διονύσιος, που άκουσε τις παρακλήσεις της και μάλιστα της θύμισε τις Στροφάδες όπου ήταν ο και το Ιερό του Λείψανο. Αμέσως έστειλε έναν αδελφό της εκεί, για να της φέρει με πολλή προσοχή τα βότανα που της είχε πει ο Άγιος και τα οποία με ευλάβεια και πίστη ήπιε όπως της είχε παραγγείλει. Πράγματι μετά από λίγο καιρό έμεινε έγκυος και γέννησε αγόρι δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό και τον Άγιο Διονύσιο.
 
 
 
ΕΚΔΙΩΞΗ ΤΩΝ ΑΚΡΙΔΩΝ
Στο λειβάδι που καλλιεργούσαν για τις ανάγκες τους οι Μοναχοί των Στροφάδων, συχνά οι σοδειές απειλούνταν από χιλιάδες ακρίδες που κατέτρωγαν τα σπαρτά. Σαν σωτήριο μέσο στην απειλή αυτή οι Μοναχοί είχαν βρεί την Λιτάνευση του Ιερού Λειψάνου του Άγιου στα χωράφια του Μοναστηριού, πράγμα που έκανε τις ακρίδες να φεύγουν διωγμένες προς τη θάλασσα.


 
ΤΟ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ο Μοναχός Ματθαίος της Μονής των Στροφάδων, που υπήρξε και υποτακτικός του Αγίου Διονυσίου, είδε κάποτε στον ύπνο του τον Άγιο να του προλέγει ότι σε οκτώ ημέρες θα γίνει σεισμός καταστρεπτικός που θα προκαλέσει ζημιές στο Μοναστήρι γι΄ αυτό και του συνέστησε να ειδοποιήσει τον Ηγούμενο. Όμως ο μοναχός δεν έδωσε σημασία στο όραμα, θεωρώντας το υπνοφαντασία. Την όγδοη ακριβώς ημέρα έγινε καταστρεπτικότατος σεισμός που γκρέμισε το μεγαλύτερο μέρος του οικοδομήματος της Μονής. Ανάμεσα σε αυτά που έπεσαν ήταν ένας πύργος που πέφτοντας παρέσυρε και έναν μοναχό που βρισκόταν επάνω του, ο οποίος με μόνη την επίκληση του Αγίου σώθηκε αν και γκρεμίστηκε από μεγάλο ύψος.
 
 
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΜΟΝΑΧΟΥ
Κάποτε, στη Μονή των Στροφάδων, άσκήτευε ο μοναχός Καλλιόπιος από την Κεφαλλονιά, ο οποίος ήθελε να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του και να εγκαταλείψει τη Μονή. Μιά νύχτα στον ύπνο του εμφανίστηκε ο Άγιος, νουθετώντας τον να μην εγκαταλείψει τη μοναχική του ζωή. Αυτό έκανε και ο μοναχός και παρέμεινε στη Μονή ως το τέλος της ζωής του.
 
 
Πηγή: ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ

Monday, 15 December 2014

Elder Ephraim of Arizona- A Letter Towards Brethren..

 Elder Ephraim with Elder Paisios
 
My children, fight the good fight (1 Tim. 6:12 ); let brotherly love continue (Heb. 13:1 ); may love be the center of all actions within the synodia — may egotism be far from your thoughts and words. “Whoever wants to be first must be the slave of all” (Mk. 10:44 ), says the Lord. And if we do not become like little children in terms of innocence and simplicity, we shall by no means enter the kingdom of heaven (cf. Mt. 18:3 ). When love governs a synodia, Christ invisibly blesses everything; joy, peace, and self-sacrifice for the brethren are afire in the hearts of every brother—but also prayer intensifies then. The more love abounds, the more love in Christ and self-sacrifice enriches their souls, and then Christ is glorified and worshipped, and we become humble instruments for the glorification of the holy name of God. Genuine love does not envy the good gifts of one’s brother; it does not rejoice when it hears humiliating words or criticism of a brother; it does not restrain itself from constantly commending a brother’s progress. Love does not envy; love does not parade itself, does not behave rudely, does not seek its own, but its brother’s interests; it is not provoked; it thinks no evil; it bears all things, endures all things (cf. 1 Cor. 13:4-7 ).
Whoever has genuine love never falls by sinning against his brother. So my children, pray that Love itself — our God — will grant you the gift of love in Christ. When this love comes to reign in our hearts, words, and deeds, then we should hope for prospects of forming a synodia in Christ with a Christian spirit, with spiritual radiance and an unshakeable foundation — a synodia closely united with one mind and one soul in many bodies.


 
My beloved children, I pray that the God of love will strengthen you in mutual love and give you the love that does not act wickedly, that does not create scandals, but rather averts them with the wisdom it engenders. I pray that the Lord will give you pure love—love which guards the mouth of him who possesses it and does not let him fall into the pit of criticism, malicious gossip, lying, hypocrisy, and the countless other evils which the lack of this true, godly love begets through the tongue. “He who has love abides in God, and God in him” (cf. 1 Jn. 4:16 ), The evidence that we are of God and that we love Him is when we have true and unadulterated love for one another. “Whoever hates his brother is a murderer” (1 Jn. 3:15 ) and is in spiritual darkness and does not know where he is going (cf. Jn. 12:35 ). We have received a very important commandment from our Lord Jesus: to love one another. Likewise, the devil has given a commandment to those who obey him, that they hate one another. Therefore, we are disciples and subjects of him whose commandment we keep. My children, let us fear coldness and enmity towards our brethren, as well as the various thoughts that accompany these attitudes, which little by little lead the soul to demonic hatred. For in this manner we subject ourselves to the devil—the enemy of our salvation—as to a master, and then innumerable evils will accumulate in our poor souls!
Love is the base, the foundation, and the roof of the soul that possesses it . When such a soul has the God of love dwelling within it, it rejoices splendidly at every moment. In a monastery, mutual love among its members is extremely necessary for its establishment and preservation, because love is the golden link that unites the brethren in every way in a closely knit body, which will withstand the temptations that the lord of enmity and hatred—the devil—will always create. Love is that invincible power that holds the members together in one body, with the abbot as the head. And every time it is necessary, this power will fight against the other completely opposite power of evil, which will endeavor to break off members from their unity. When we are lax and slack in love, the opposing power of the devil will have victories for its side corresponding to the laxity that our previously fervent and powerful love has suffered. What are the victories of the opposing power? Troubles within the brotherhood, such as back talk, disobedience, quarrels, pride, bragging, envy, hatred, and finally, deserting the monastery! Let us reflect, my children: do the angels in heaven perhaps talk back, disobey, do their own will, bear malice, hate, or desert the place where they serve before the throne of God? Of course not. This is what Lucifer did, who was once a rising star, and was cast down and became Satan!
Therefore, since we have worn the angelic schema, aren’t we also obliged to live in an angelic manner? How can you be considered to be living an angelic life when I see amongst you back talk, complaining, self-will, enmity, and worst of all, disobedience? By doing so, wouldn’t you be doing the opposite of what you have been counseled to do by my lowliness? Won’t you receive a greater condemnation by doing the opposite, according to the scriptural saying that “he who knows and does not do shall be beaten with many blows” (cf. Lk. 12:47 ). That is, he will be strictly chastised with many terrible blows and punishments. Let us fear disobedience to counsels, my children, because every transgression and disobedience inevitably receives a punishment (cf. Heb. 2:2 ). On the contrary, let us struggle to apply them. Be obedient to what you have been advised to do, so that you may receive the unfading crown of love and obedience when the trophies and crowns are given by the Judge of the contest, Jesus Christ. I pray that the Christians’ Champion Lady of the world will count you worthy, through her prayers and those of all the saints, to receive this unfading crown of eternal glory!
My child, see to it that you drive away the evil thoughts which the devil urges you to consent* to—especially thoughts of hatred towards the brethren you should pay no attention to, because he aims to steal from you the greatest virtue: love. And if he achieves this, he has completely won your soul. Once we have lost love—God, that is, for God is love and he who abides in love abides in God and God in him (1 Jn. 4:16 )—then what is there left to save us? My child, do not listen at all to these thoughts of hatred towards the brethren, but drive them away immediately, and start saying the prayer, or tell Satan, “The more you bring me thoughts of hatred, devil, the more I will love my brethren. For I have an order from my Christ not only to love them, but even to sacrifice myself for them, just as Christ sacrificed Himself for me, the wretch”. And at once embrace the things about them that annoy you, and say, “Just look how much I love them, O envious Satan! I will die for them!” By doing this, God sees your good intentions and the method you are using to conquer the devil, and He will come at once to your aid to deliver you.

Source-Pemptousia.com

Ένας γάιδαρος φορτωμένος αλάτι!

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρέμπορος που είχε έναν γάιδαρο να τον βοηθάει για να μεταφέρει τα εμπορεύματά του. Μια μέρα λοιπόν ο έμπορός μας βρήκε φτηνό αλάτι και τ΄ αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας, γι΄ αυτό και αγόρασε μπόλικο.

-Θα το μοσχοπουλήσω, γαϊδαράκο μου, και τότε θ΄ ανοίξουν οι δουλειές μας.

-Εμένα δε με σκέφτεται, μουρμούρισε ο γάιδαρος, που μ΄ έχει φορτώσει σαν γαϊδούρι!



Έτσι πως ήταν παραφορτωμένο το ζώο, γλιστρά χωρίς να το θέλει, στο ποτάμι που περνούσαν στο δρόμο τους και τότε λιώνει το αλάτι μέσα στο νερό κι ο γαϊδαράκος μας μια χαρά ελάφρυνε και σηκώθηκε και περπατούσε εύκολα.Ο έμπορος όμως, στεναχωρημένος για την ατυχία του, επέστρεψε στην πόλη κι αγόρασε κι άλλα σακιά αλάτι και φόρτωσε τον γάιδαρο περισσότερο από προηγουμένως.

-Άντε, γαϊδαράκο μου, κουράγιο και θα τα καταφέρουμε τώρα.

Αλλά ο γάιδαρος ο πονηρός, όταν περνούσαν το ποτάμι, πάλι γλίστρησε, επίτηδες τώρα, στο νερό και φυσικά ελάφρυνε το βάρος του, αφού έλιωσε πάλι το αλάτι στο νερό.

-Όχι θα κάτσω να σκάσω, σιγομουρμούρισε γκαρίζοντας με ικανοποίηση.

Ο έμπορος όμως βαστώντας το κεφάλι του μ΄ απελπισία, αποφάσισε να μη ξαναγοράσει αλάτι αλλά πηγαίνοντας στην πόλη, αγόρασε σφουγγάρια και φόρτωσε το ζώο.

-Ε, αυτή τη φορά δε θα γλιστρήσει το καημένο το  γαϊδούρι μου από το βάρος, σκέφτηκε.

Έλα όμως που ο πονηρός ο γάιδαρος ξανάπεσε στο νερό για να ελαφρύνει… Όμως αυτή τη φορά γελάστηκε πανηγυρικά! Τα σφουγγάρια μόλις βράχηκαν, γίναν διπλάσια σε βάρος κι ο γαϊδαράκος μας  αγκομαχούσε  σ΄ όλο το δρόμο.



Έτσι είναι: πολλές φορές οι πονηροί σ΄ αυτό που βρήκαν την ευτυχία, κοροϊδεύοντας τους άλλους, σ΄ αυτό έρχεται ώρα που δυστυχούν.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...