Thursday, 8 January 2015

Ιερομονάχου Λουκά Γρηγοριάτη: Τι περιμένει ο Θεός από εμάς;



Οι απαντήσεις, που με τη Χάρη του Θεού και την ευλογία του Γέροντα θα ακολουθήσουν, θα είναι αναπόφευκτα ο καρπός της προσωπικής μας, και βεβαίως μικράς, πείρας. Θεωρώ ότι την καθολική επί του θέματος απάντηση έχει διδάξει το ίδιο το Άγιον Πνεύμα στην Εκκλησία δια των Αγίων μας. Εμείς μπορούμε να αναπτύξουμε μόνο κάποιες πλευρές της καθολικής αυτής εμπειρίας της Εκκλησίας, σύμφωνα με το λόγο του Αποστόλου Παύλου: «εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν» (Α’ Κορ. 13:9).
Η παρουσία κάθε ανθρώπου στον κόσμο είναι μια ευλογία του Θεού.
Ελλόγως και πανσόφως ο Θεός μας φέρει στην ύπαρξη, γιατί αποβλέπει στην ολοκλήρωση του σκοπού της Δημιουργία του κόσμου και της Πλάσεως του ανθρώπου, που είναι η εν Χριστώ μετοχή μας στην Χάρη και την δόξα και το φως της Αγίας Τριάδος.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο, από το να γίνει κοινωνός της θείας Ζωής Του. Αλλά και δεν υπάρχει μεγαλύτερο χρέος για μας, από το να ανταποκριθούμε στην δική του αγάπη και πρόσκληση.
Βασικό ανθρωπολογικό αίτημα είναι η καταξίωση της ανθρώπινης υπάρξεως. Θρησκείες και φιλοσοφίες επεδίωξαν να απαντήσουν στην πανανθρώπινη αυτή αναζήτηση. Αλλά μόνον ο Χριστός προσέφερε στην ανθρώπινη φύση την οντολογική της καταξίωση. Η θέωσις του ανθρώπου δεν είναι κάτι περισσότερο από αυτό που χρειάζεται η ανθρώπινη ύπαρξη για να ολοκληρωθεί, και γι’ αυτό κάτι περιττό και περιφρονητέο.
Ο Θεός περιμένει την εν Χριστώ αποκατάστασή μας στο πρωτόκτιστον κάλλος. Κατ’ εικόνα, καλούμεθα να ξαναγίνουμε σύμμορφοι της εικόνος της δόξης αυτού, όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος (Ρωμ.η’29) και επαναλαμβάνει στην ευχή της Αναφοράς της θείας Λειτουργίας του ο Μέγας Βασίλειος.
Στην προοπτική της εν Χριστώ μεταμορφώσεως και Χριστοειδούς μορφώσεως οι νέοι καλούνται να αναζητήσουν και να ακολουθήσουν τις πνευματικές οδούς που θα τους οδηγήσουν στην τελεία εν Χριστώ ζωή. Αυτή είναι η κλήση του Θεού.
Μέσα σε ένα κόσμο που διαρκώς επιθυμεί να κινείται μακριά από τον Χριστό και να εξαναγκάζει τους πιστούς νέους σε συμβιβασμούς με το κοσμικό φρόνημα, οι δρόμοι που εξασφαλίζουν μια αδιατάρακτη πορεία προς τον Χριστό και με τον Χριστό είναι η μετοχή στην ζωή της Εκκλησίας και η προσωπική πνευματική άσκηση.
Σε μία εποχή που οι νέοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν πολλές και σκληρές προκλήσεις από την εκκοσμικευμένη κοινωνία και γίνονται συχνά θύματά της, οι πιστοί νέοι έχουν την ευλογία να ακουμπούν σταθερά και με εμπιστοσύνη σε ανθρώπους πνευματικούς, που έχουν τη Χάρη του Θεού και είναι ικανοί να τους καθοδηγήσουν, και να αντλούν δύναμη από τα ζωοποιά Μυστήρια της Εκκλησίας.
Η αγάπη που ο Χριστός ζητεί από τους Χριστιανούς είναι μια περιεκτική αρετή, που σημαίνει ολοκληρωμένη απέκδυση του παλαιού ανθρώπου και ολοκληρωμένη ένδυση του Χριστού. Η άσκηση όμως αυτής της αρετής προϋποθέτει αυτοπροαίρετο και αυτεξούσιο προσανατολισμό της ελευθερίας μας στη τήρηση των εντολών του Χριστού.
Πρόκειται για καίριο και γι’ αυτό αξιοπρόσεκτο σημείο. Ιδιαίτερα για την εποχή μας, που η υποκλοπή της ελευθερίας μας μπορεί να γίνεται με πολλούς και θεωρούμενους δυστυχώς φυσιολογικούς τρόπους. Από την πλύση εγκεφάλου που κάνουν τα Μ.Μ.Ε. προωθώντας το American life style μέχρι τις επιδέξιες κινήσεις για να χαρακτηρισθούν αναχρονικοί και φονταμενταλισταί όσοι προσβλέπουν στην μοναδικότητα της εν Χριστώ και τη Εκκλησία σωτηρίας.
Η Ορθόδοξος Πίστις μας, βεβαίως, δεν αποτελεί ιδεολόγημα και πολύ περισσότερο δεν συνιστά μισαλλόδοξο φρόνημα, ούτε η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι χώρος δογματικού απομονωτισμού, όπως τελευταία λέγεται. Αντιθέτως, είναι ο τρόπος και ο χώρος που επιτρέπουν στις δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής να αναπτυχθούν σωστά και σύμφωνα με τις αληθινές προδιαγραφές της ανθρώπινης υπάρξεως, εφ’ όσον ο Χριστός γενόμενος άνθρωπος ανέδειξε την ανθρώπινη φύση καθαρή, όπως πρωτοπλάσθηκε, και κατέδειξε τις οντολογικές της δυνατότητες.
Όταν ολοκληρωτικές τάσεις χειρισμού (manipulation) των ανθρωπίνων συνειδήσεων καταγγέλλονται ως ο μεγαλύτερος σήμερα κίνδυνος για τους νέους, η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ο πιο ασφαλής τόπος και η Ορθόδοξη Πίστις είναι ο πιο ασφαλής δρόμος που θα τους σώσει από κάθε ολοκληρωτισμό.
Η Ορθοδοξία ως Πίστις είναι η αληθινή δόξα (από το δοκέω -ώ), δηλαδή ό,τι πιο αληθινό και ανεπίδεκτο πλάνης μπορεί να σκέπτεται και να θεωρεί ο άνθρωπος περί Θεού και κόσμου. Και ως βίωμα η Ορθοδοξία είναι αυτή που μπορεί να αναπαύσει τις νεανικές ψυχές που αναζητούν το αυθεντικό και γνήσιο, μακριά από εμπαθείς και ιδιοτελείς επιδιώξεις. Η Ορθόδοξος Πίστις είναι ό,τι πολυτιμότερο μπορεί κανείς να κατέχει και ό,τι αποτελεσματικότερο μπορεί να χρησιμοποιήσει, προκειμένου να αγαπά ειλικρινά τον κάθε άνθρωπο, δικό μας και ξένο. Γιατί εν Χριστώ Ιησού «οὐκἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. γ’ 28).
Ο νεανικός κόσμος σήμερα αναζητεί τρόπους διαφυγής από τον κλοιό που του δημιούργησε η νεωτεριστικότητα, όπως την αποκαλούν, δηλαδή η αντίληψη ότι μπορεί να οικοδομηθεί ένας τρόπος ζωής χωρίς Χριστό. Αυτός ο κλοιός συνίσταται από το άγχος, τα προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδα, την αβεβαιότητα. Γι’ αυτό οι νέοι προσφεύγουν σε τρόπους ζωής που δημιουργεί και σερβίρει η μετά -νεωτερικότητα, δηλαδή η αντίληψη ότι την λύση των αδιεξόδων δεν θα προσφέρει ο Χριστός αλλά ο αποκρυφισμός, η Νέα Εποχή, ο νεοπαγανισμός και νεοπολυθεϊσμός ή ολυμπισμός, δηλαδή ο αντίχριστος.
Και τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει σήμερα σημείο επαφής μεταξύ των νέων ανθρώπων και της Εκκλησίας;
Βεβαίως υπάρχει, και είναι επιτακτικότερη η ανάγκη σήμερα παρά άλλοτε να τονισθεί ότι η Ορθόδοξος Πίστις μας και η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι η απάντηση στα υπάρχοντα αδιέξοδα των νέων μας.
Η κλήση και η αποστολή των πιστών νέων είναι να αγωνίζονται να ζουν εν Χριστώ με συνέπεια και αποφασιστικότητα, ώστε να μπορούν να μαρτυρούν ότι υπάρχει ο Χριστός, Σωτήρας, όλων των ανθρώπων όλων των εποχών, και υπάρχει η Ορθόδοξος Εκκλησία, χώρος σωτηρίας για όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών.

diakonima.gr

Monday, 5 January 2015

Η Βάπτιση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού



Οι Χριστιανικές γιορτές είναι γεγονότα, που έχουν σκοπό να καθοδηγήσουν τον άνθρωπο στο μεγάλο μυστήριο της σωτηρίας και για αυτό είναι λυτρωτικές για τον πιστό. Έτσι ο χρόνος για τον άνθρωπο, που συμμετέχει σε όλες τις γιορτές της Εκκλησίας, μεταφέρει το μήνυμα της εν Χριστώ αναγέννησης, την οποία καμία άλλη κοσμική γιορτή δεν μπορεί να προσφέρει ή να αντικαταστήσει.
Τα Θεοφάνεια ή Θεοφάνια ή γιορτή των Επιφανείων ή Αγίων Φώτων είναι μια από τις δεσποτικές γιορτές του Χριστού μας μέσα στο λειτουργικό πλαίσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που γιορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου. Είναι η τρίτη και τελευταία γιορτή του Δωδεκαημέρου (γιορτών των Χριστουγέννων). Η γιορτή αυτή είναι η αρχαιότερη μετά το Πάσχα δεσποτική γιορτή, που άρχισε κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. και συνδέεται με την αποκάλυψη του Θεού, δηλαδή τη φανέρωση του ενός Τριαδικού Θεού στην ενανθρώπηση του Υιού του Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Είναι η αρχή της δημόσιας φανέρωσης της ένσαρκης οικονομίας του Υιού του Θεού, που συνδέεται με τη βάπτιση Tου στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και η οποία τον ανέδειξε Σωτήρα και Λυτρωτή του κάθε πιστού. Η βάπτιση του Χριστού μας κατέστη ο θεμέλιος λίθος της σύνδεσης του κάθε πιστού με το μυστήριο της βάπτισής του, με το οποίο ξαναγεννιέται και εισέρχεται στη νέα εν Χριστώ ζωή.
Στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού η Μητρόπολη των Εορτών, τα Χριστούγεννα, και τα Θεοφάνεια γιορτάζονταν μαζί. Τον 4ο αιώνα μ.Χ., όμως, τα Χριστούγεννα χωρίστηκαν από τα Θεοφάνεια και αποτέλεσαν ιδιαίτερη Δεσποτική γιορτή, που γιορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου.
Η αρχή της γιορτής είναι ανάλογη με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Στις 6 Ιανουαρίου, οι Εθνικοί της Αιγύπτου και Αραβίας γιόρταζαν το χειμερινό ηλιοστάσιο, το οποίο κατά τους αρχαίους υπολογισμούς συνέπιπτε με την 6η Ιανουαρίου. Στους ψεύτικους Θεούς των ειδωλολατρών, η Χριστιανική Εκκλησία πρόβαλε τον αληθινό Θεό, Βασιλέα Χριστό, τα αληθινά Θεοφάνεια. Επίσης, τη λατρεία του ήλιου, που νικά κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο το σκοτάδι της νύχτας, αντικατέστησε με τη λατρεία του αληθινού ήλιου, του Χριστού, μεσσία και λυτρωτή, που κατά τον Ησαΐα ανέτειλε στο εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενο κόσμο. Η φωνή του Πατέρα, που ακούγεται κατά τη βάπτιση του Χριστού υποδηλώνει την ενθρόνισή Του, ως του μόνου και αληθινού Βασιλέως και Κυρίου της ανθρωπότητας. Στον Ιορδάνη ποταμό, ο Χριστός αγίασε τα ύδατα, ώστε να γίνουν, σύμφωνα και με τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο σε ομιλία του για τον Μεγάλο αγιασμό στη γιορτή των Θεοφανείων, κατά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος και τον καθαγιασμό του ύδατος από τον ιερέα ...πηγή αφθαρσίας, αγιασμού δώρον, λυτήριo (συγχωρητικό) αμαρτημάτων, αλεξιτήριο (φάρμακο) νοσημάτων, δαίμοσιν ολέθριον (εξολοθρευτικό δαιμόνων). Στους πρώτους μάλιστα Χριστιανικούς αιώνες, την ημέρα των Θεοφανείων γινόταν και ο φωτισμός, δηλαδή το βάπτισμα των κατηχουμένων, από το οποίο η γιορτή των Θεοφανείων ονομάστηκε και γιορτή των Φώτων.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, στο ευαγγέλιό του, αναφαίρει τη σχέση της Βάπτισης του Χριστού και του μυστηρίου του βαπτίσματος. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος μιλά, για το βάπτισμα του ύδατος, το οποίο εκείνος υπηρετούσε σύμφωνα με τη θεία εντολή, και εξηγεί, ότι ο ερχόμενος Χριστός θα το μετέτρεπε σε βάπτισμα Πνεύματος, με το οποίο θα εισέρχονταν οι άνθρωποι στη βασιλεία του Θεού: Ο Ιωάννης μαρτύρησε και είπε, ότι είδε το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν Περιστερά από τον ουρανό και να μένει πάνω Του. Επίσης, είπε, ότι δεν τον γνώριζε, αλλά Εκείνος, που τον έστειλε του είπε, ότι σε όποιον δεις το Πνεύμα να κατεβαίνει και να μένει επάνω του, αυτός θα είναι Εκείνος, που θα βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο. Είπε, ακόμη, ότι το είδε αυτό και το μαρτύρησε, ότι δηλαδή αυτός είναι ο Υιός του Θεού (Ιωάνν.: Α: 32-34). Αυτό, ακριβώς διαβεβαίωσε, και ο ίδιος ο Κύριος, όταν είπε στον Νικόδημο, Αμήν, αμήν σου λέγω, εάν κάποιος δεν γεννηθεί εξ ύδατος και πνεύματος δεν είναι δυνατόν να εισέλθει εις την βασιλεία του Θεού (Ιωάνν.: Γ: 4-6). Η κάθοδος, λοιπόν, του Αγίου Πνεύματος στη βάπτιση του Χριστού φανέρωσε το μυστήριο του βαπτίσματος, το οποίο επιτελεί ο Χριστός με το Άγιο Πνεύμα. Είναι το βάπτισμα, το οποίο παρέδωσε ο Χριστός στους μαθητές Του σαν βασικό στοιχείο της αποστολικής διακονίας τους στον κόσμο.
Στους δύο συνοπτικούς Ευαγγελιστές, τους Ματθαίο και Μάρκο, τονίζεται η αναγκαιότητα του μυστηρίου του βαπτίσματος, ως μέσο συμμετοχής των ανθρώπων στη σωτηρία, που προσφέρει ο Χριστός. Αυτό φαίνεται, στην εντολή του Αναστημένου Κυρίου στους μαθητές Του να κηρύξουν το Ευαγγέλιο και να βαπτίσουν τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Πορευθείτε λοιπόν, μαθητεύσατε όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα σας παράγγειλα ( Ματθ΄: ΚΗ: 19-20). Το ίδιο ακριβώς αναφέρει και ο Μάρκος με συντομότερο τρόπο. Πορευθείτε σε όλον τον κόσμο και κηρύξτε το Ευαγγέλιο σε ολόκληρη την κτίση. Όποιος πιστέψει και βαπτιστεί θα σωθεί (Μάρκ.: ΙΣΤ: 15-16).
Έτσι, το βάπτισμα του Ιωάννη του Βαπτιστή είναι η αφετηρία της επανασύνδεσής μας με το δημιουργό μας, που είναι και ο αρχηγός και τελειωτής της σωτηρίας μας. Το βάπτισμα του Προδρόμου ήταν βάπτισμα μετανοίας, που υποδήλωνε την επιστροφή του ανθρώπου στον Θεό και την υπακοή του στο θείο θέλημα. Ήταν ένα είδος προπαρασκευής και προετοιμασίας, που απέβλεπε στη μεσολάβηση του Θεού μέσω του Μεσσία, δηλαδή στη δικαίωση των ανθρώπων και στη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα λόγια του Χριστού προς τον Βαπτιστή Ιωάννη (Ματθ. Γ: 14-17). Όταν ο Χριστός προσήλθε στο βάπτισμα του Ιωάννη, σαν άνθρωπος αποδέχτηκε το θείο θέλημα εκ μέρους ολόκληρης της ανθρωπότητας. Και τότε η μαρτυρία του ουράνιου Πατέρα, που τον αναγνώρισε σαν τον Υιό Του τον αγαπητό και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος σωματικά εν είδη περιστεράς σήμανε την αποδοχή του Χριστού από τον Πατέρα ως τον Μεσσία, που θα φέρει τη βασιλεία του Θεού στους ανθρώπους. Στον Εσπερινό της παραμονής των Θεοφανείων, ακούγεται το Λύτρωση έρχεται ο Χριστός να δώσει με τη βάπτιση σε όλους τους πιστούς. Γιατί με αυτήν καθαρίζει τον Αδάμ, υψώνει τον πεσμένο, ντροπιάζει τον τύραννο, που προκάλεσε την πτώση, ανοίγει τους ουρανούς, κατεβάζει το θείο Πνεύμα, και χαρίζει την αφθαρσία (Ωδή 8η). Ακόμη, σήμερα στα ρείθρα του Ιορδάνη ήρθε ο Κύριος, και λέει στον Ιωάννη: Μη δειλιάσεις να με βαπτίσεις, γιατί ήρθα να σώσω τον Αδάμ τον πρωτόπλαστο (Οίκος). Τέλος, ως άνθρωπος ήρθες Χριστέ Βασιλεύ στον ποταμό, και δουλικό βάπτισμα σπεύδεις να λάβεις από τα χέρια του Προδρόμου, για τις δικές μας αμαρτίες, φιλάνθρωπε! (Σωφρονίου Ιεροσολύμων). Ο απόστολος Παύλος αναφαίρεται, επίσης, στην επιφάνεια της δόξης του μεγάλου Θεού (Τίτ.: Β: 13), και τονίζει ότι, διά του Χριστού, επεφάνη η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις (Τίτ.: Β: 11). Δεν παραλείπει, ακόμη, να μιλήσει για τον Θεό, που εφανερώθη εν σαρκί (Α´ Τιμοθ.: Γ: 16). Αναμφίβολα, τόσο οι φράσεις του Αποστόλου των Εθνών, όσο και η εκκλησιαστική υμνωδία εισαγάγουν τους πιστούς στο μυστήριο της σωτηρίας και του αγιασμού. Η γιορτή των Θεοφανείων είναι προσκλητήριο ανανέωσης και επιστροφής στον Κύριο της δόξης, ο οποίος αν και ήταν Θεός ταπείνωσε τον εαυτόν του και έγινε άνθρωπος, αναμάρτητος, συγχωρητικός και ελεήμων, η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Το βαθύτερο νόημα της γιορτής των Θεοφανείων, όμως, φανερώνεται σε εκείνους, που θα καθαρίσουν με τον αγιασμό τις αισθήσεις τους από το σκοτάδι της αμαρτωλής καθημερινότητας, για να ελευθερωθούν και σωθούν.

Κοντάκιο Θεοφανίων:Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη
και το Φως Σου Κύριε εσημειώθη εφ΄ ημάς
εν επιγνώσει υμνούντας Σε
Ήλθες εφάνης το Φως το απρόσιτον.
Μεγαλυνάριο Θεοφανίων:
Σήμερον επέφανεν ο Σωτήρ
εν μορφή ως δούλου βαπτισθήναι
μετά σαρκός υπό Ιωάννου εν Ιορδάνου ρείθροις
ίνα βροτών εκπλύνει τα παραπτώματα.

 
Δρ Ελένη Ρωσσίδου-Κουτσού, Φιλόλογος-Βυζαντινολόγος –Εκκλησία Κύπρου
Αναφορές:
Τρεμπέλα, Π., Μικρόν Ευχολόγιον τ. Β΄ (Αθήνα, 1998)∙ Ιδίου, Δογματική, τ. 3 (Αθήνα, 2003)∙ Φουντούλη, Ι., Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, ττ. Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄ (Αθήνα, 1991, 1994, 1997, 2003)∙ Φουντούλη, Ι., Λογική Λατρεία (Αθήνα, 1997).

Friday, 2 January 2015

Ερμηνεία της εικόνας των Θεοφανείων



Μέχρι τόν Δ° αἰώνα, ἡ Γέννηση καί ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου ἑορτάζονταν τήν ἴδια ἡμέρα. Ἡ ἑνότης τους εἶναι ἀκόμη ὁρατή στήν παρόμοια σύσταση τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν τῶν δύο ἑορτῶν καί δείχνει μιά ὁρισμένη συμπλήρωση τοῦ γεγονότος τῆς Γεννήσεως σ'ἐκεῖνο τῆς Βαπτίσεως.
Στή Γέννησή του, λέγει ὁ ἅγιος Ἰερώνυμος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦλθε στόν κόσμο μέ κρυφό τρόπο, στήν Βάπτισή του ἐμφανίστηκε μέ φανερό τρόπο. Ἐπίσης ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: Τά Θεοφάνεια δέν εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως ἀλλά τῆς Βαπτίσεως. Πρίν ἦταν ἄγνωστη ἀπό τό λαό, μέ τή Βάπτιση, ἀποκαλύπτεται σέ ὅλους. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀναπαύεται αἰώνια ἐπάνω στόν Υἱό ἐκδηλωτική δύναμη ἀποκαλύπτει τόν Υἱό στόν Πατέρα καί τόν Πατέρα στόν Υἱό καί πραγματοποιεῖ ἔτσι τή θεία γενεαλογία, εἶναι ἡ αἰώνια χαρά... ὅπου οἱ τρεῖς χαίρονται μαζί. Ἡ ἐνσάρκωση ριζώνεται στήν ἴδια πράξη γενεαλογίας ἀλλά πού καλύπτει προοδευτικά τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Στή Γέννηση, τό Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει στήν Παρθένο καί τήν κάνει πραγματικά Θεοτόκο, Μητέρα τοῦ Θεοῦ: «τό γενώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱός Θεοῦ» (Λουκ. 1, 35).

«Τό δέ παιδίον ηὔξανε... καί χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ̉ αὐτό» (Λουκ. 2, 40). «Καί Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ καί χάριτι» (Λουκ. 2, 52). Γιά νά εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ περνᾶ ἀπό τή φυσική καί προοδευτική ἀνάπτυξή της· ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος τή συνοδεύει, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη ἡ Ὑπόσταση τοῦ Πνεύματος πού ἀναπαύεται σ ̉ αὐτόν ὅπως αὐτή ἀναπαύεται αἰώνια στή θεότητά του. Λοιπόν, μιλώντας γιά τή Βάπτιση, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός ἀναφέρουν τίς Πράξεις (10, 38): «Ἰησοῦν τόν ἀπό Ναζαρέτ, ὡς ἔχρισεν αὐτόν ὁ Θεός Πνεύματι Ἁγίῳ», καί ὑπογραμμίζουν στό γεγονός τό ὕψιστο σημεῖο τῆς ὡριμότητος, τήν κατακόρυφη ἐκδήλωση τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Κυρίου ἀπό τότε ἐντελῶς θεοποιημένη. Εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κεχρισμένος· τό πνεῦμα ἀποκαλύπτει τήν Ἀνθρωπότητά του στόν Πατέρα, καί ὁ Πατήρ τή δέχεται σάν τόν Υἱό του: «Καί ἰδού φωνή ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα: οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3, 17).
 
Τό πνεῦμα κατεβαίνει στόν σαρκωθέντα Υἱό σάν ἡ πνοή υἱοθεσίας κατά τήν ἴδια στιγμή ὅπου ὁ Πατήρ λέγει: «ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε». Ἡ στοργή μου ἤ ἡ εὔνοιά μου εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ πού ἀπό τότε ἀναπαύεται στό Χριστό στήν ὑποστατική κάθοδο τοῦ Πνεύματος. Ὁ Θεός – Ἄνθρωπος ἀποκαλύπτεται πραγματικά Υἱός στίς δύο φύσεις του καί αὐτό τό πλήρωμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἀληθινοῦ ἀνθρώπου θά διαβεβαιωθεῖ πάλι κατά τό χρόνο τῆς Μεταμορφώσεως σάν ἐνέργεια πιά ἐκδηλωμένη στή Βάπτιση: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Γι ̉ αὐτό ἡ Βάπτιση ὀνομάζεται Θεοφάνεια, Ἐπιφάνεια, ἐκδήλωση τῶν Τριῶν Προσώπων στήν ὁμόφωνη μαρτυρία τους. Ἐάν τό τροπάριο τῆς Μεταμορφώσεως λέγει: Μεταμορφώθηκες γιά νά δείξεις στούς μαθητές σου τή δόξα σου, τό τροπάριο τῆς Βαπτίσεως ἀναγγέλει: Κατά τήν Βάπτισή σου στόν Ἰορδάνη, Χριστέ... ἡ φωνή τοῦ Πατρός σέ μαρτύρησε δίνοντάς σου τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, μέ τή μορφή τοῦ περιστεριοῦ, διαβεβαίωσε τήν ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια αὐτοῦ τοῦ λόγου... Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς αὐξάνει μέχρι τήν ὡριμότητά του «καί αὐτός ἦν ὡσεί ἐτῶν τριάκοντα» (Λουκ. 3, 23) — ὅταν στή συναγωγή τῆς Ναζαρέτ ἀναγγέλει αὐτός ὁ ἴδιος πανηγυρικά. «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ̉ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με» (Λουκ. 4, 18). Εἶναι ἐκεῖ τό ἴδιο τό μυστήριο στήν Ἐνσάρκωση.
 
Ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Χριστοῦ περνᾶ ἀπό τόν ἐλεύθερο προσδιορισμό του. Ὁ Ἰησοῦς ἀφιερώνεται συνειδητά στήν ἐπίγεια ἀποστολή του, ὑποτάσσεται ὁλοκληρωτικά στή θέληση τοῦ Πατρός καί ὁ Πατήρ τοῦ ἀπαντᾶ ἀποστέλλοντας σ ̉ αὐτόν τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅλος, ὁ πυκνός καί συγκεντρωμένος συμβολισμός τῆς Βαπτίσεως πού ἡ εἰκόνα τῆς ἑορτῆς μᾶς δείχνει, κάνει νά κατανοήσουμε τή φοβερή ἔκταση αὐτῆς τῆς πράξεως. Εἶναι πιά ὁ θάνατος ἐπάνω στό Σταυρό· ὁ Χριστός λέγοντας στόν ἅγιο Ἰωάννη: «οὕτω γάρ πρέπον ἐστίν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3, 15) προλαβαίνει τόν τελευταῖο λόγο πού θά ἀντηχήσει στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «Πάτερ, γενηθήτω τό θέλημά σου...». Ἡ λειτουργική ἀνταπόκριση τῶν ἑορτῶν τό ὑπογραμμίζει ρητά: ἔτσι οἱ ψαλμωδίες τῆς ἀκολουθίας τῆς 3ης Ἰανουαρίου παρουσιάζουν μιά ἐκπληκτική ἀναλογία μέ ἐκεῖνες τῆς Μεγάλης Τετάρτης, ἡ ἀκολουθία τῆς 4ης Ἰανουαρίου μέ ἐκείνη τῆς Μεγάλης Πέμπτης καί ἡ ἀκολουθία τῆς 5ης Ἰανουαρίου μέ ἐκείνη τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἔχει χρισθεῖ μέ μιά ὑπηρεσία μαρτυρίας: εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς ὑποταγῆς τοῦ Χριστοῦ, τῆς τελευταίας κένωσεώς του. Ἀλλά στόν Ἰωάννη Βαπτιστή σάν Ἀρχέτυπο, σάν ἀντιπρόσωπο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, εἶναι ὅλη ἡ Ἀνθρωπότης πού εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς θείας Ἀγάπης.
 
Ἡ «Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ» μεσουρανεῖ στήν πράξη τῆς Βαπτίσεως, «ἐκπλήρωση τῆς δικαιοσύνης», μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση στό τέλος ἐκπλήρωση τῆς προαιώνιας ἀποφάσεως πού ἔχουμε παρατηρήσει στήν εἰκόνα τῆς Τριάδος. «Ἐγένετο δέ ἐν τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα τόν λαόν καί Ἰησοῦ βαπτισθέντος» (Λουκ. 3, 21). Ὁ Λόγος ἔρχεται ἐπάνω στή γῆ, πρός τούς ἀνθρώπους, καί ἐμεῖς εἴμαστε παρόντες τῆς πιό συνταρακτικῆς Συναντήσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἀνθρωπότητος «ὅλος ὁ λαός». Μυστικά, στόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀναγνωρίζονται υἱοί μέσα στόν Υἱό, οἱ ἀγαπημένοι υἱοί στόν ἀγαπημένο Υἱό καί ἄρα οἱ φίλοι τοῦ Νυμφίου, οἱ μάρτυρες. Τό γένοιτο τῆς Παρθένου ὑπῆρξε τό ναί ὅλων τῶν ἀνθρώπων στήν Ἐνσάρκωση, στήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ στούς δικούς του. Στόν ἅγιο Ἰωάννη, αὐτόν τόν ἄλλο τῶν «δικῶν του», ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λέγουν «γένοιτο» στήν Συνάντηση, στή θεία Φιλία, στή Φιλανθρωπία τοῦ Πατρός, φίλου τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως ὁ Συμεών ὠθούμενος ἀπό τό Πνεῦμα συναντᾶ καί δέχεται τόν Ἰησοῦ-βρέφος, ἐπίσης ὁ Ἰωάννης συναντᾶ καί δέχεται τόν Ἰησοῦ-Μεσσία: «Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι ̉ αὐτοῦ» (Ἰω. 1, 6 – 7). Μαρτυρεῖ γιά ὅλους, στή θέση ὅλων καί αὐτή ἡ μαρτυρία εἶναι ἕνα γεγονός στό ἐσωτερικό ὁλοκλήρου τῆς Ἀνθρωπότητος καί ἀφορᾶ ὅλο τόν ἄνθρωπο.
 
Τό Δ΄ εὐαγγέλιο μιλᾶ γιά τόν Ἰωάννη στόν πρόλογό του, ἀμέσως μετά τό Λόγο, πού εἶναι στήν ἀρχή, καί ὅταν διαβάζει κανείς ὑπῆρχε ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος ἀπό τό Θεό, αἰσθάνεται ὅτι ἡ ἔλευσή του, σέ μιά ὁρισμένη ἔννοια ἔρχεται ἐπίσης ἀπό τήν ἀρχή, τήν αἰωνιότητα. Ὁ οὐρανός ἀνοίγει μπροστά ἀπό αὐτόν καί μαρτυρεῖ: «ὅτι τεθέαμαι τό Πνεῦμα καταβαῖνον ἐπ ̉ αὐτόν... οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1, 29 -34)· σ ̉ αὐτό τόν σύντομο λόγο εἶναι πιά, μέ μιά μορφή περιορισμένη ὅλο τό Εὐαγγέλιο. Ὁ Ἰωάννης εἶναι αὐτός πού γνωρίζει, προσδιορίζει τόν Ἀμνό γιατί εἶναι μυημένος στό μυστήριο τοῦ «ἐσφαγμένου Ἀρνίου ἀπό καταβολῆς κόσμου...». Ὁ Ἰωάννης δέν ἔχει τίποτε προαγγείλει καί εἶναι ὁ πιό μεγάλος προφήτης, ὅπως ὁ δάκτυλος τοῦ Θεοῦ προσδιορίζει τόν Χριστό. Εἶναι ὁ πιό μεγάλος διότι εἶναι ὁ πιό μικρός, αὐτό πού θέλει νά πεῖ ἀπελεύθερος ἀπό τήν ἴδια του ἐπάρκεια γιά νά μήν εἶναι ἐκεῖνος πού μένει ἐκεῖ, ἐκεῖνος ποῦ τέρπεται ἀκούοντας τή φωνή τοῦ Νυμφίου, καί ἡ χαρά του εἶναι μεγάλη χωρίς μέτρο. Εἶναι ἡ πιό ἐνδόμυχη ἐγγύτης ὅπου ὁ Λόγος ἀντηχεῖ· εἶναι κατ ̉ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ πού δέν εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου παρά ὁ Λόγος τοῦ Πατρός· εἶναι κατ ̉ εἰκόνα τοῦ Πνεύματος γιατί δέν λέγει τίποτε γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά μιλᾶ στό ὄνομα Αὐτοῦ πού ἔχει ἔλθει. Εἶναι αὐτός ὁ ὁρμητικός πού ἁρπάζει τούς οὐρανούς καί τό μαρτύριό του λαμπρύνει θαυμαστά ἕνα ἀρχαῖο μοναστικό λόγιο: Δῶσε τό αἷμα σου καί πάρε τό Πνεῦμα... Μέ τή Θεοτόκο περιβάλλει τό Χριστό Κριτή καί μεσιτεύει γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά τό κάνει γιατί ἡ φιλία του φθάνει τό ἐπίπεδο ἑνός ἄλλου μεγάλου πνευματικοῦ τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορία μᾶς ἔχει ἀναφερθεῖ στά Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων.
 
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Μέγας προσευχόταν γιά τόν μαθητή του πού εἶχε ἀρνηθεῖ τό Χριστό, καί ὅταν προσευχόταν, ὁ Κύριος τοῦ ἐμφανίστηκε καί τοῦ λέγει: «Παΐσιε, γιά ποῖον προσεύχεσαι; Δέν γνωρίζεις ὅτι μέ ἔχει ἀρνηθεῖ;». Ἀλλά ὁ ἅγιος δέν ἔπαυε νά ἔχει ἔλεος καί νά προσεύχεται γιά τόν μαθητή του, καί λοιπόν ὁ Κύριος τοῦ λέγει: Παΐσιε, ἔχεις ἐξομοιωθεῖ μέ ἐμένα μέ τήν ἀγάπη σου... Ἡ λειτουργία ὀνομάζει τόν Ἰωάννη: κήρυκα, ἄγγελο καί ἀπόστολο. Μαρτυρεῖ καί ἡ φωνή τοῦ Νυμφίου προκαλεῖ τήν πρώτη ἀποστολική κλήση: «Ἀνδρέας καί Ἰωάννης ἀκολουθοῦν τόν Ἰησοῦν» (Ἰω. 1, 37). Πιό ἀργά, ἐγκαταλείπει αὐτό τόν κόσμο καί κατεβαίνει στόν Ἅδη σάν Πρόδρομος τῆς Καλῆς Ἀγγελίας. Τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη πρό τῶν Θεοφανείων δέν ἦταν παρά ἕνα «βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λουκ. 3, 3), ἦταν ἡ μεταβολή τῆς τελευταίας ἀναμονῆς. Πηγαίνοντας στόν Ἰορδάνη, ὁ Ἰησοῦς δέν πῆγε νά μετανοήσει ἀφοῦ ἦταν χωρίς ἁμάρτημα· νά ποῦμε ὅτι ἔδωσε τό παράδειγμα τῆς ταπεινότητος δέν ἀπαντᾶ ἀκόμη στό μέγεθος τοῦ γεγονότος. Ἡ βάπτιση τού Ἰησοῦ εἶναι ἡ προσωπική Πεντηκοστή του, ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τά τριαδικά Θεοφάνεια: Κατά τό χρόνο τῆς βαπτίσεώς σου στόν Ἰορδάνη, Κύριε, ἐκδηλώθηκε ἡ προσκύνηση πού χρειαζόταν στήν ἁγία Τριάδα (τροπάριο ἑορτῆς).
Εἶναι ἀπό αὐτό τό πλήρωμα πού ἔρχεται τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, αὐτό τό ὄνομα καθορίζεται, ἄμεσα στόν πλήρη βαπτιστικό τύπο: «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τά λειτουργικά κείμενα ὀνομάζουν τήν ἑορτή τό μεγάλο Νέο Ἔτος γιατί τό συμβάν ἐπανέρχεται στό φῶς τῆς Τριάδος. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ στιγμή πού οἱ Ἐπίσκοποι ἐξέλεγαν γιά νά ἀναγγείλουν στίς ἐκκλησίες τό χρόνο τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς καί τή χρονολογία τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων προσφέρει τήν εὐαγγελική διήγηση ἀλλά προσθέτει μερικές λεπτομέρειες πού ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ στή λειτουργία τῆς ἑορτῆς καί δείχνει αὐτό πού ὁ Ἰωάννης θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ. Ἐπάνω στήν εἰκόνα ἕνα τμῆμα ἑνός κύκλου παριστᾶ τούς οὐρανούς πού ἀνοίγουν, καί κάποτε ἀπό μιά διπλή πτυχή πού ὁμοιάζει μέ κροσσό ἑνός σύννεφου, βγαίνει τό χέρι τοῦ Πατρός πού εὐλογεῖ. Ἀπό αὐτό τόν κύκλο ἀναχωροῦν ἀκτῖνες φωτός, χαρακτηριστικό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί πού φωτίζουν τό περιστέρι. Αὐτόματη ἀνάμνηση τοῦ ἀρχικοῦ λόγου «καί ἐγένετο φῶς», ἡ ἐκδηλωτική ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, ἀποκαλύπτει τόν τριαδικό Θεό: Ἡ Τριάδα, ὁ Θεός μας, μᾶς ἐκδηλώνεται χωρίς διαίρεση.
 
Ὁ Χριστός ἦλθε γιά νά εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου, πού φωτίζει αὐτούς πού κάθονταν στά σκοτάδια (Ματθ. 4, 16) ἀπό ἐκεῖ δέ τό ὄνομα τῆς «Ἑορτῆς τῶν φώτων». Ἐνῶ ὁ Χριστός κατέβαινε στά νερά, ἡ φωτιά ἄναψε μέσα στόν Ἰορδάνη, εἶναι ἡ Πεντηκοστή τοῦ Κυρίου καί ὁ προεικονισμένος Λόγος, μέ στύλο φωτός δείχνει ὅτι τό βάπτισμα εἶναι φωτισμός, γέννηση τῆς ὑπάρξεως στό θεῖο φῶς. Ἄλλοτε τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς γινόταν τό βάπτισμα τῶν κατηχουμένων καί ὁ ναός ἦταν πλημμυρισμένος ἀπό φῶς, σημεῖο μυήσεως στή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ μάρτυρας αὐτοῦ τοῦ φωτός, ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶναι δοσμένος στό γεγονός γιατί αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι «ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καί φαίνων» καί οἱ ἄνθρωποι ἔρχονταν «ἀγαλλιαθῆναι ἐν τῷ φωτί αὐτοῦ» (Ἰω. 5, 35). Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τή μορφή ἑνός περιστεριοῦ ἐκφράζει τήν κίνηση τοῦ Πατρός πού φέρεται πρός τόν Υἱό του. Ἐξ ἄλλου, ἐξηγεῖται, κατά τούς Πατέρες, κατ ̉ ἀναλογία μέ τόν κατακλυσμό καί τό περιστέρι μέ τόν κλάδο ἐλαίας, σημεῖο τῆς εἰρήνης. Τό Ἅγιο Πνεῦμα πού φέρεται ἐπάνω ἀπό τά ἀρχέγονα νερά ἀνέδειξε τή Ζωή, ἐπίσης αὐτό πού αἰωρεῖται ἐπάνω στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, προκαλεῖ τή δεύτερη γέννηση τοῦ νέου δημιουργήματος. Ὁ Χριστός παριστάνεται ὀρθός ἐνάντια πρός τό βυθό τοῦ νεροῦ σκεπασμένος ἀπό τά κύματα τοῦ Ἰορδάνη. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποστολῆς του, ὁ Ἰησοῦς ἀντιμετωπίζει τά κοσμικά στοιχεῖα πού περιέχουν σκοτεινές δυνάμεις: τό νερό, τόν ἀέρα καί τήν ἔρημο.
 
Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης εἶναι ἀπό τίς μορφές τοῦ βαπτίσματος: ἡ νίκη ἀπό τό Θεό τοῦ δράκοντος τῆς θαλάσσης, τοῦ τέρατος Rahab. Ἕνα ἰδιόμελο τῆς ἑορτῆς κάνει νά κατανοήσουμε τόν Κύριο λέγοντας στόν Ἰωάννη Βαπτιστή: Προφήτη, ἔλα νά μέ βαπτίσεις... Βιάζομαι νά χαθεῖ ὁ κρυμμένος στά νερά ἐχθρός, ὁ πρίγκηπας τοῦ σκότους, γιά νά ἀπελευθερώσω τόν κόσμο ἀπό τά δίχτυα του παραχωρώντας του τήν αἰώνια ζωή. Ἔτσι, μπαίνοντας στόν Ἰορδάνη ὁ Κύριος, καθαρίζει τά νερά: Σήμερα τά κύματα τοῦ Ἰορδάνη μεταβάλλονται σέ φάρμακο καί ὅλη ἡ δημιουργία ποτίζεται μέ μυστικά κύματα... (εὐχή ἁγίου Σωφρονίου). Εἶναι ὅλο τό σύμπαν πού δέχεται τήν ἁγιοποίησή του: Ὁ Χριστός βαπτίζεται· βγαίνει ἀπό τό νερό καί μέ αὐτό ἀποκαλύπτει τόν κόσμο (ἰδιόμελο τοῦ Κοσμᾶ). Σπάζει τό κεφάλι τῶν δρακόντων καί ἀναζωογονεῖ τόν Ἀδάμ, εἶναι ἡ ἀνάπλαση τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἡ ἀναγέννησή της στό καθαριστικό λουτρό τοῦ μυστηρίου. Ὁ Δίδυμος Τυφλός καθορίζει: «ὁ δέ Κύριος ἔδωκέ μοι μητέρα τήν κολυμβήθραν (Ἐκκλησία), πατέρα τόν Ὕψιστον, ἀδελφόν τόν δι ̉ ἡμᾶς βαπτισθέντα Σωτῆρα». Στήν εἰκόνα μέ τό δεξιό του χέρι ὁ Χριστός εὐλογεῖ τά νερά καί τά ἑτοιμάζει νά γίνουν τά νερά τῆς βαπτίσεως πού ἁγιάζει μέ τήν ἴδια του κατάδυση. Τό νερό ἀλλάζει σημασία, ἄλλοτε εἰκόνα τοῦ θανάτου (κατακλυσμός), εἶναι τώρα ἡ πηγή τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς (Ἀποκ. 21, 6· Ἰω. 4, 14).
 
Μυσταγωγικά τό νερό τῆς βαπτίσεως δέχεται τήν ἀξία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Στά πόδια τοῦ Κυρίου, στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, ἡ εἰκόνα δείχνει δύο μικρές ἀνθρώπινες μορφές, εἰκονογράφηση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν κειμένων πού ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἀκολουθίας: «τί σοί ἐστι, θάλασσα ὅτι ἔφυγες, καί σύ Ἰορδάνη, ὅτι ἐστράφης εἰς τά ὁπίσω» (Ψαλμ.113, 5). Τό τροπάριο (ἦχος Δ΄) ἐξηγεῖ: «Ἀπεστρέφετο ποτέ, ὁ Ἰορδάνης ποταμός, τῇ μηλωτῇ Ἐλισσαιέ, ἀναληφθέντος Ἠλιού καί διῃρεῖτο τά ὕδατα ἔνθεν καί ἔνθεν· καί γέγονεν αὐτῷ ξηρά ὁδός ἡ ὑγρά εἰς τύπον ἀληθῶς τοῦ Βαπτίσματος, δι ̉ οὗ ἡμεῖς τήν ρέουσαν τοῦ βίου διαπερῶμεν διάβασιν». Εἰκόνα συμβολική πού μιλᾶ γιά τή μετάνοια ἀκόμη ἀόρατη τῆς κοσμικῆς φύσεως, τῆς μεταστροφῆς τῆς ὀντολογίας της. Ἡ εὐλογία τῆς ὑδρόβιας φύσεως ἁγιάζει τήν ἴδια ἀρχή τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Γι ̉ αὐτό, μετά τή θεία λειτουργία γίνεται ὁ μεγάλος ἁγιασμός τῶν ὑδάτων (ἑνός ποταμοῦ, μιᾶς πηγῆς ἤ ἐντελῶς ἁπλά ἑνός δοχείου τοποθετημένου μέσα στήν ἐκκλησία). Μιλώντας γιά τά μή ἁγιασμένα νερά, εἰκόνα τοῦ θανάτου – κατακλυσ-μοῦ ἡ λειτουργία τά ὀνομάζει ὑδατόστρωτο τάφο.
Πραγματικά, ἡ εἰκόνα δείχνει τόν Ἰησοῦ νά εἰσέρχεται στά νερά, στόν ὑγρό τάφο. Αὐτός ἐδῶ ἔχει τή μορφή ἑνός σκοτεινοῦ σπηλαίου (εἰκονογραφική μορφή τοῦ ἅδη) περιέχοντας ὅλο τό σῶμα τοῦ Κυρίου (εἰκόνα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, πού προσφέρεται στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος μέ ὁλική κατάδυση, μορφή τοῦ πασχαλίου τριημέρου), γιά νά ἀποσπάσει τόν ἀρχηγό τῆς φυλῆς μας στή ζοφερή διαμονή. Συνεχίζοντας τόν προκαταβολικό συμβολισμό τῆς Γεννήσεως, ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων δείχνει τήν προκάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη: «καταβάς ἐν τοῖς ὕδασιν ἔδησε τόν ἰσχυρόν». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σχολιάζει: ἡ κατάδυση καί ἡ ἀνάδυση εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου στόν ἅδη καί τῆς ἀναστάσεως.
 
Ὁ Χριστός παριστάνεται γυμνός, εἶναι ντυμένος μέ τήν ἀδαμική γυμνότητα καί ἔτσι ἀποδίδει στήν ἀνθρωπότητα τό ἔνδοξο παραδεισιακό ἔνδυμά της. Γιά νά δείξει τήν ὑπέρτατη πρωτοβουλία του παριστάνεται βαδίζοντας ἤ κάνοντας ἕνα βῆμα πρός τόν ἅγιο Ἰωάννη: ἐλεύθερα ἔρχεται καί κλίνει τό κεφάλι. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ταραγμένος: ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι, καί σύ ἔρχῃ πρός με; »... Ὁ Ἰησοῦς τόν διατάζει: «ἄφες ἄρτι». Ὁ Ἰωάννης τείνει τό δεξιό του χέρι σέ μιά τελετουργική χειρονομία, στό ἀριστερό κρατεῖ ἕνα εἰλητάριο, κείμενο τοῦ κηρύγματός του. Οἱ ἄγγελοι τῆς Ἐνσαρκώσεως εἶναι σέ μιά στάση προσκυνήσεως, τά σκεπασμένα χέρια τους σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ. Συμβολίζουν ἐπίσης καί εἰκονογραφοῦν τό λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Γαλατ. 3, 27) :«Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε...».

Tuesday, 30 December 2014

Το νέο έτος(Αλέξανδρου Σμέμαν)



Είναι παλιό το έθιμο: την παραμονή του Νέου Έτους, όταν το ρολόι κτυπήσει μεσάνυχτα, σκεφτόμαστε τις επιθυμίες μας για το νέο έτος και προσπαθούμε να εισέλθουμε στο άγνωστο μέλλον μ’ ένα όνειρο, προσδοκώντας ταυτόχρονα την εκπλήρωση κάποιας αγαπητής μας επιθυμίας. Σήμερα, για άλλη μια φορά βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα νέο έτος.Τι επιθυμούμε για τους ίδιους, για τους άλλους, για τον καθένα; Ποιο είναι το τέλος όλων μας των ελπίδων; Η απάντηση είναι μονίμως η ίδια αιώνια λέξη: ευτυχία. Ευτυχές το Νέο Έτος! Ευτυχία για το Νέο Έτος! Η ιδιαίτερη ευτυχία που επιθυμούμε είναι φυσικά διαφορετική και προσωπική για τον καθένα, αλλά όλοι μας μετέχουμε στην κοινή πίστη πως αυτό το έτος η ευτυχία θα μάς πλησιάσει, πως μπορούμε να ελπίσουμε σ’ αυτή με προσδοκία.

Πότε όμως είναι κάποιος αληθινά ευτυχισμένος; Μετά από αιώνες εμπειρίας και γνώσης σχετικά με τον άνθρωπο, δεν μπορούμε πλέον να εξισώσουμε την ευτυχία με οποιοδήποτε εξωτερικό γνώρισμα, π.χ. χρήματα, υγεία, επιτυχία κλπ. Γνωρίζουμε πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ανταποκρίνεται πλήρως σ’ αυτή τη μυστηριώδη και πάντοτε φευγαλέα έννοια της ευτυχίας. Είναι σαφές πως η φυσική άνεση φέρνει ευτυχία, αλλά και άγχος. Η επιτυχία φέρνει ευτυχία, αλλά και φόβο. Είναι εκπληκτικό πως όσο περισσότερη εξωτερική ευτυχία διαθέτουμε, τόσο περισσότερο εύθραυστη γίνεται και πιο ατίθασος ο φόβος πως θα τη χάσουμε και θα μείνουμε με άδεια χέρια. Πιθανώς αυτός είναι και ο λόγος που ευχόμαστε ο ένας στον άλλο «μια νέα ευτυχία» για το Νέο Έτος. Η «παλιά» ευτυχία ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, κάτι πάντοτε έλειπε. Τώρα όμως ατενίζουμε ξανά μπροστά μας με μια ευχή, ένα όνειρο, μια ελπίδα...

Χριστέ και Παναγία! Το ευαγγέλιο πριν από πάρα πολύ καιρό είχε καταγράψει την ιστορία ενός ανθρώπου που πλούτισε, έκτισε καινούριες αποθήκες για να αποθηκεύσει τα αγαθά του, και αποφάσισε πως πλέον είχε όλα τα αναγκαία που εγγυώντο την ευτυχία του! Είχε άνεση και μέσα. Εκείνη όμως τη νύχτα άκουσε: «άφρων, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. 12, 20). Η σταδιακή συνειδητοποίηση ότι τίποτε δεν μπορεί να κρατηθεί, πως μπροστά μας βρίσκεται ο αναπόφευκτος θάνατος και η φθορά, είναι το δηλητήριο που δηλητηριάζει τη μικρή και περιορισμένη ευτυχία που διαθέτουμε. Αυτός είναι σίγουρα και ο λόγος για τη συνήθεια που έχουμε να κάνουμε τέτοιο σαματά και θόρυβο, φωνάζοντας και γελώντας, καθώς το ρολόι κτυπάει δώδεκα την παραμονή του Νέου Έτους. Φοβούμαστε να μείνουμε μόνοι και σιωπηλοί, καθώς το ρολόι κτυπάει σαν την ανελέητη φωνή της μοίρας: πρώτο κτύπημα, δεύτερο, τρίτο και συνεχίζει, τόσο αδυσώπητα, ομοιόμορφα, τόσο τρομακτικά μέχρι τέλους. Τίποτε δεν μπορεί να το αλλάξει, τίποτε να το σταματήσει.

Έτσι έχουμε δύο πολύ βαθείς και ακατάλυτους άξονες της ανθρώπινης συνείδησης: φόβος και ευτυχία, εφιάλτης και όνειρο. Η καινούρια ευτυχία που ονειρευόμαστε την παραμονή του Νέου Έτους θα μπορέσει τελικά να ηρεμήσει, να σκορπίσει και να κατανικήσει το φόβο; Ονειρευόμαστε μια ευτυχία στην οποία να μην παραμονεύει ο φόβος βαθιά μέσα της, ένας φόβος από τον οποίο προσπαθούμε πάντοτε να προφυλαχθούμε, πίνοντας, ή με το να είμαστε συνεχώς απασχολημένοι, περιβαλλόμενοι από θόρυβο. Η σιγή όμως αυτού του φόβου είναι ισχυρότερη από κάθε άλλο θόρυβο. «Άφρων»! Μάλιστα, το αθάνατο όνειρο της ευτυχίας είναι εκ φύσεως ανόητο σ’ έναν κόσμο μολυσμένο από φόβο και το θάνατο. Ακόμη και στις ανώτερες στιγμές του ανθρώπινου πολιτισμού, οι άνθρωποι το γνωρίζουν καλά. Μπορούμε να νιώσουμε τη θλίψη και τη θλιβερή αλήθεια πίσω από τα λόγια του μεγάλου ποιητή Αλέξανδρου Πούσκιν, που τόσο πολύ αγαπούσε τη ζωή, όταν έγραφε: «Δεν υπάρχει ευτυχία στον κόσμο». Όντως, μια βαθιά θλίψη διαπερνά κάθε γνήσια τέχνη. Μόνο χαμηλά, στον πάτο του ανθρώπινου πολιτισμού, τα πλήθη ξετρελαίνονται με το θόρυβο και τις φωνές, ως εάν ο θόρυβος και τα θορυβώδη πάρτυ θα μπορούσαν να φέρουν την ευτυχία.

«Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων, και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιωάν. 1,4-5). Αυτό που υπονοεί αυτή η φράση είναι πως το φως δεν μπορεί να καταποθεί από τον φόβο και το άγχος, δεν μπορεί να σκορπισθεί από τη λύπη και την απελπισία. Να μπορούσαν οι άνθρωποι, σ’ αυτή, σ’ αυτή τη μάταιη δίψα για στιγμιαία ευτυχία, να έβρισκαν μέσα τους τη δύναμη να σταματήσουν, να σκεφτούν, να ατενίσουν τα βάθη της ζωής! Να μπορούσαν να ακούσουν τα λόγια, τη φωνή που τους καλεί αιώνια μέσα σ’ αυτά τα βάθη. Ας γνώριζαν μόνο τι είναι αληθινή ευτυχία. «Την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιωάν. 16, 22). Δεν είναι αυτό που ονειρευόμαστε όταν το ρολόι κτυπήσει μεσάνυκτα; Τη χαρά που κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει. Πόσο σπάνια όμως φτάνουμε σε τέτοια βάθη! Πόσο τα φοβόμαστε για κάποιο λόγο και τα παραμερίζουμε: «Όχι σήμερα, αλλά αύριο, ή μεθαύριο, θα στρέψω την προσοχή στα ουσιώδη και αιώνια, μόνο, όχι σήμερα. υπάρχει καιρός».

Ο καιρός όμως στην πραγματικότητα είναι τόσο λίγος. Μόνο στιγμές περνούν πριν το βέλος του χρόνου σφυρίξει πετώντας προς το μοιραίο στόχο. Γιατί καθυστερούμε; Επειδή ακριβώς εδώ, ανάμεσά μας, δίπλα μας, στέκεται Κάποιος: «ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω» (Αποκ. 3, 20). Αν μόνο παραμερίζαμε το φόβο μας και Τον κοιτάζαμε, θα βλέπαμε ένα τέτοιο μια τέτοια χαρά, και μια τέτοια περίσσεια ζωής, που σίγουρα θα καταλαβαίναμε το νόημα αυτής της φευγαλέας και μυστηριώδους λέξης «ευτυχία».
   
Από το βιβλίο:
Εορτολόγιο
Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος
Αλέξανδρος Σμέμαν
Εκδόσεις Ακρίτας

Sunday, 28 December 2014

Curing the Poison of Gossip By Saint Theophan the Recluse.

       
    A fool’s mouth is his destruction, and his lips are the snare of his soul [Prov 18:7]
† †
The Poison
 
Evil speech is worse than all poisons. All other wounds may be healed, but the wound of the tongue has no cure. The tongue of the dragon is less evil than that of the whisperer, which in turn comes from a most evil demon: for it provokes quarrelling and bitter strife between brethren,sows evil and discord among the peaceful, scatters many communities. If you permit the whisperer to approach you,he will strip you of every merit you possess.
 
Whosoever becomes involved with him has already become a confederate in his bloodshed, in his murders, and in his slayings! For a whisperer and a murderer spawn the same whelp: if they do not slay you with the sword, they will bring the same disaster on you with the tongue.
 
Because of these things I charge you severely, that you separate yourself from a whisperer as speedily as you can.
 
Let him be a monk, let him be an anchorite, let him be a champion of virtue or but a novice, whoever he is, as long as he is a whisperer, fly from him. Though he should be your own father, or your brother, if he is a whisperer keep far away from him. For it is better to dwell with a lion or with a lioness than with one who is a whisperer. And do not be ashamed to fly from him; so that he shall not infect you with the poison of his sin.
 
So then, my sons, have no part in murmuring. Do your work earnestly and in silence; for he who is devoted to silence is close to God and His angels and dwells in heaven. For the Lord tells us that: 
 
He that keepeth his mouth keepeth his life: but he that openeth wide his lips shall have destruction.(Prov 13:3).
And then in the day of our visitation He shall say to us:
Blessed art thou, O Israel, because you kept watch on your
tongue;who is like unto thee
. (Deut 33:29).
 
May the Lord preserve you in His grace and peace. Amen. 
 
The Cure Set, O Lord, a watch before my mouth, and a door of enclosure round about my lips. The greatest necessity of all is to control and curb our tongue. The mover of the tongue is the heart: what fills the heart is poured out through the tongue. And conversely, when feeling is poured out of the heart by the tongue, it becomes strengthened and firmly rooted in the heart. Therefore the tongue is one of the chief factors in building up our inner disposition.
Good feelings are silent. The feelings which seek expression in words are mostly egotistical, since they seek to express what flatters our self-love and can show us, as we imagine, in the best light. Loquacity mostly comes from a certain vainglory,which makes us think that we know a great deal and imagine our opinion on the subject of conversation to be the most satisfactory of all. So we experience an irresistible urge to speak out and in a stream of words, with many repetitions, to impress the same opinion in the hearts of others, thus foisting ourselves upon them as unbidden teachers and sometimes even dreaming of making pupils of men, who understand the subject much better than the teacher.
 
When you have to speak, before expressing what has entered your heart and letting it pass to your tongue, examine it carefully; and you will find many things that are better not let past your lips. Know moreover that many things, which it seems to you good to express, are much better left buried in the tomb of silence. Sometimes you will yourself realize this,immediately the conversation is over.Silence is a great power in our unseen warfare and a sure hope of gaining victory. 
 
Silence is much beloved of him,who does not rely on himself but trusts in God alone. It is the guardian of holy prayer and a miraculous helper in the practice of virtues; it is also a sign of spiritual wisdom.
 
 St.Isaac says:
 
Guarding your tongue not only makes your mind rise to God, but also gives great hidden power to perform visible actions, done by the body. If silence is practiced with knowledge,it also brings enlightenment in hidden doing. In another place he praises it thus:
 
If you pile up on one side of the scales all the works demanded by ascetic life, and on the other side—silence,you will find that the latter outweighs the former. Many good counsels have been given us, but if a man embraces silence, to follow them will become superfluous. In yet another place he calls silence the mystery of the life to come; whereas words are the instruments of this world.
 
It can be said in general that:One that keepeth silence is found wise: and another by much babbling becometh hateful.
(Sir 20:5).
 
I shall indicate to you the most direct and simple method to acquire the habit of silence: undertake this practice, and the practice itself will teach you how to do it, and help you.To keep up your zeal in this work, reflect as often as you can on the pernicious results of indiscriminate babbling and on the salutary results of wise silence. When you come to taste the good fruit of silence, you will no longer need lessons about it.
 
 
Source- Orthodox Heritage

Saturday, 27 December 2014

Τό μυστήριο τῆς ἀγάπης. Μακαριστός γέρων Ἀρσένιος Παπατσιώκ


Ο κόσμος αυτός δεν είναι ένοχος. Εμείς είμεθα ένοχοι, διότι δεν ξέρουμε να τον αγαπάμε και να τον εκτιμήσουμε! Τί κάναμε εμείς γι’ αυτό τον κόσμο, εάν γίνεται λόγος να εισέλθουμε λεπτομερώς στον δρόμο της σωτηρίας μας; Τί κάναμε εμείς γι’ αυτό τον κόσμο; Αυτό είναι το ζητούμενο!
Ένα ίδρυμα, όπως και ένα έθνος, ζουν μέσω αυτών τών ανθρώπων πού προέρχονται απ’ αυτά, διότι μένουν επάνω στον σταυρό του καθήκοντος, χωρίς να υποχωρούν ή να κλονίζεται ή αγάπη τους. Μια μεγάλη αγάπη για τον Θεό απαιτεί μια παντοτινή θυσία. Δεν μπορούμε ποτέ να ζήσουμε, χωρίς προβλήματα και χωρίς βέλη κατευθυνόμενα εναντίον μας! Δεν ακούτε τί μάς λέγει η Χριστιανική διδασκαλία; «Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην επί της γης, αλλά μάχαιραν... και εχθροί του άνθρωπον οι οικιακοί αυτού...» (Ματθ. 10, 36). Αλλά όλα αυτά δεν πρέπει να απελπίζουν με κανένα τρόπο τον άνθρωπο. Ακόμη κι όταν ο άνθρωπος προσβάλλεται συχνά απ’ αυτές τις δυστυχίες, αυτό δεν σημαίνει ότι θα απελπισθή στον αγώνα του. Όχι! Ο Θεός γνωρίζει την στενοχώρια σου και μ` αυτές τις συμφορές σέ δοκιμάζει, για να σέ καταστήσει άξιο να στεφανωθείς με την πλούσια και αιώνια Χάρι Του. Αυτό ποθεί ο Θεός να κάνη στην ζωή σου. Να σε στεφανώσει με τά αμάραντα άνθη του παραδείσου απ’ αυτή την ζωή.
Δεν μπορούμε να φαντασθούμε ένα άνθρωπο πού θέλει να σωθεί, αλλ’ όμως χωρίς αρετές. Από πού προέρχονται αυτές οι αρετές; Προέρχονται από την μάχη των δοκιμασιών, διότι χωρίς μάχη δεν μπορεί να υπάρχει θυσία! Ο Σταυρός έσωσε το ανθρώπινο γένος. Όχι η δικαιοσύνη του Θεού, ούτε τα θαύματά Του, αλλά ο Σταυρός! Όταν ο Ιησούς σταυρώθηκε, τότε νίκησε τον διάβολο. Ο Σωτήρ θριάμβευσε επί του Σταυρού, ενώ ο διάβολος νικήθηκε κατά κράτος. Επομένως ουδείς χριστιανός είναι απαλλαγμένος, για οποιοδήποτε λόγο, από τον σταυρό του, διότι η δοκιμασία, αγαπητοί μου, είναι δώρο του Θεού. Δεν είναι οπωσδήποτε μία παίδευσης του Θεού. Αλλά κι αν ακόμη είναι μία παίδευσης καθ’ εαυτή, η σημασία της έγκειται στην δυνατότητα επιστροφής του ανθρώπου προς το καλλίτερο.
Διαπιστώνει ο καθένας μας ότι δεν έρχεται πολύς κόσμος στην εκκλησία. Αλλά ο εκκλησιασμός δεν πρέπει να είναι κάποιο καταναγκαστικό έργο, ούτε να αποτελεί μια ευκαιρία, όπως οι άλλες απασχολήσεις της ζωής μας. Τέτοιος εκκλησιασμός, αντί να ενισχύει, αποδυναμώνει την πίστη και τον ψυχικό δυναμισμό του ανθρώπου και του προκαλεί σύγχυση. Εξ αιτίας πολλών παραπτωμάτων, φθάνει πολλές φορές σέ σημείο ο άνθρωπος να λέγει στον εαυτό του: «Τί; Μόνο εγώ να πηγαίνω στην Εκκλησία; Βλέπω ότι όλοι σχεδόν δεν πηγαίνουν...». Επομένως, το καλλίτερο είναι να προσευχώμεθα για την επίλυση αυτών τών προβλημάτων απ’ αυτούς τούς ανθρώπους. Κι ακόμη, παρακαλώ αγαπητοί μου, να γίνεται αυτή η προσευχή με μια αληθινή και ειλικρινή αγάπη. Όχι με μια υποκριτική και τυπική αγάπη πού υπάρχει σήμερα σέ πολλούς ανθρώπους. Πρέπει να αισθάνεσαι την ανάγκη ν’ αγαπάς.
Κανείς δεν έρχεται δίπλα σου, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Σέ πλησιάζει με την πρόνοια και αγάπη του Θεού, διότι πιστεύει ότι κοντά σου θα βρει κάποια βοήθεια ή εσύ έχεις κάτι να ωφεληθείς απ’ αυτόν. ’Ίσως σέ ωφελήσει, διότι μπορεί να έχει κάποια μεγαλύτερη από σένα πνευματική δύναμη. ’Ή, μπορείς εσύ να τον βοηθήσεις, με την έννοια ότι τον υπομένεις και δέχεσαι να συζητήσης μαζί του. Είναι μεγάλο το σφάλμα μας, όταν παροργίζουμε ή διώχνουμε πότε τον ένα και πότε τον άλλο αδελφό μας! Ο Θεός τον υπομένει και αυτόν και τον έφερε στο δρόμο σου να τον υπομείνεις κι εσύ.

 Έτσι θα λάβεις απ’ αυτόν το στεφάνωμα της αγάπης!

Εάν κάνουμε κάποια καλά έργα, δεν είναι σωστό να τά κάνουμε από υποχρέωση, διότι γινόμεθα σκληροί. Να τά κάνουμε εν ονόματι της αγάπης του Χριστού με τον οποιοδήποτε τρόπο και όσο μπορούμε. Διότι ο Θεός μάς ανέχεται ακόμη σ’ αυτή την ζωή, όχι διότι είμεθα άξιοι, αλλά διότι αυτός είναι πολυέλεος και δι’ Αυτού το έλεός Του έρχεται στην ζωή μας.
Εάν, επί παραδείγματι κάποιος εχθρεύεται τον συνάνθρωπό του και τον κατακρίνει αδίκως για την συμπεριφορά του, τότε γίνεται ενοχλητικός και στους άλλους ανθρώπους. Αλλά αν σταθεί σέ συνομιλία με τον Θεό, Εκείνος θα του ειπεί μυστικά στην καρδιά του: «Αγαπητέ μου, Εγώ τον αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο, έτσι όπως είναι. Έλα με το μέρος μου και αγάπησε τον και εσύ. Γι αυτό και τον κρατάω στην ζωή. Ακολούθησε την δική Μου αγάπη και μή τον μισής εγώ είμαι Θεός και κρατώ κι εσένα σ’ αυτή τη ζωή. Πόσα σφάλματα κάνεις καθημερινά κι όμως Εγώ τά παραβλέπω»;
Αυτός ο εσωτερικός διάλογος, πού γίνεται με ταπείνωση, παρέχει πνευματική ασφάλεια στον αγωνιζόμενο χριστιανό. Ανατέλλει μέσα του με πολλούς τρόπους η αγάπη, χωρίς την όποια δεν μπορεί να γίνει τίποτε, ακόμη και βουνά αν μπορούσε, να μετακινούσε. Ακόμη κι αν έδινε το  σώμα του να καεί και να ξεσχισθεί από τά θηρία για τον Χριστό.
Ελεημοσύνη δεν είναι μόνο να δίνης από το σακουλάκι σου. Ελεημοσύνη είναι να δέχεσαι τον άνθρωπο να καθίσει δίπλα σου, χωρίς να τον απομακρύνεις με τον λογισμό σου. Έχεις κάποιο συνάδελφο, ο οποιος διέρχεται μια συμφορά στην ζωή του. Πρέπει να ξέρης πώς να τον παρηγόρησης, πώς να καταπραΰνεις το πρόσωπό του. Για τούς πτωχούς μπορείς να κάνης μια σύντομη προσευχή: «Κύριε ελέησε τον τάδε», εάν δεν μπορείς κάτι να τού δώσεις, διότι είσαι μέσα στο λεωφορείο κι εκείνος στο πεζοδρόμιο. Το ερώτημα είναι σέ ποιά κατάσταση ευρίσκεται η καρδιά μας όσον αφορά τον πόνο πού επικρατεί γύρω μας; Το μεγαλύτερο έργο για το όποιο θα απολογηθούμε στην Μέλλουσα Κρίσι, θα είναι αυτό: «Γιατί δεν έδωσα περισσότερη προσοχή στους συνανθρώπους μου»;
Υπάρχει εντολή στην χριστιανική διδασκαλία: Να σέβεται ο άνθρωπος όλη την δημιουργία και ακόμη περισσότερο την ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία είναι κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωση. Και η διεστραμμένη φύσις, είναι γεγονός, ότι σέ προτρέπει να ασχολείσαι μόνο με τά δικά σου ζητήματα και πολύ δύσκολα να ενδιαφερθείς για τον άλλο. Και η εντολή τού Θεού είναι ακριβώς αυτή: Να θυσιάζεσαι για τον άλλον. Εγώ σάς είπα κάποτε εάν δεν το είπα το λέγω τώρα: Ευρισκόμουν σέ μία κατάσταση, πού μου φαινόταν σαν όνειρο, αλλά μου ήτο τόσο δυνατή σαν να ήτο αληθινή, έτσι ... είχα πεθάνει και κοιτούσα, όπως λέγεται, το νεκρό σώμα μου διότι ή ψυχή ποτέ δεν πεθαίνει. Κοιτούσα τον εαυτό μου στο φέρετρο και όταν το φέρετρο έφθασε και μπήκε στον τάφο, είπα: «Τί ωραία πού είναι να αφήσεις κάτι από τον εαυτό σου έξω από τον τάφο! Αυτό θα σέ βοηθήσει να ζήσης για πάντα». Η  ελεημοσύνη είναι κάτι δικό σου και ο Αλέξανδρος Βλαχοούτσα (ρουμάνος συγγραφεύς) έλεγε ότι «όλη η ' Αγία Γραφή είναι έλεος».
Με το να ελεήσης τον ένα ή τον άλλο, αυτό φανερώνει ότι στα πρόσωπά τους συναντάς τον Χριστό . Ακόμη, δεν γνωρίζεις, αν αυτόν πού βοηθάς ίσως να είναι ο ίδιος ο Χριστός με τον ένδυμα εκείνου του πτωχού! Αυτός δεν απλώνει το χέρι να του δώσεις, αλλά απλώνει ο χέρι Του να σου δώσει την Βασιλεία τών ουρανών και εσύ δεν το αντιλαμβάνεσαι. Και οι άνθρωποι συνήθως ζητούν ένα μικρό νόμισμα.
Αδελφοί μου, κρατήστε μέσα στο μυαλό σας ότι οι ζητιάνοι είναι βιβλικά πρόσωπα.
Περνάτε δίπλα από την θύρα της σωτηρίας σας και είναι τόσο εύκολο να χτυπήσετε και να μπείτε μέσα... Το φοβερότερο είναι ότι περιφρόνησες τον ζητιάνο. Οι ζητιάνοι ουδέποτε θα εξαφανιστούν, για να σου υπενθυμίζουν το καθήκον σου Αλλά και στην Βασιλεία του Θεού, μέσω αυτών θα περάσεις! Μαζεύονται καθ' ομάδες στην άκρη του δρόμου και  μοιράζουν, όσα χρήματα ή πράγματα συγκέντρωσαν λέγουν: «Αυτό μου το έδωσε ο τάδε... Μνήσθητι αυτού Κύριε, εν τη βασιλεία Σου...». Κι αυτό έχει άξια. Ο Σωτήρ μας για να μάς ενθαρρύνει μάς είπε: Θα λάβεις εκατονταπλάσια.
Θέλεις να πλουτίσεις; Δώσε κάθε τι πού έχεις! Θα λάβεις εκατονταπλασίονα. Αυτό δεν το λέγω έχοντας παράδειγμα τον εαυτό μου, αλλά αν γνωρίσεις τον βίο του άγιου Ιωάννου του Ελεήμονος, θα συγκλονιστείς!
  Ο άγιος Ιωάννης, όταν πήγε στην Αρχιεπισκοπή πού εξελέγη ποιμήν, ρώτησε: «Τί χρήματα σέ χρυσό έχει η Αρχιεπισκοπή;» και του απήντησαν, ότι έχει τόσα λίτρα χρυσού. «Να τά δώσετε στους πτωχούς» τούς είχε. Όταν άκουσαν τον λόγο του οι οικονόμοι ανησύχησαν και του είπαν ότι θα περιπέσουν σέ έσχατη πτώχεια. Και ο Θεός έστειλε εκατονταπλασίονα εν συγκρίσει μ’ αυτά πού έδωσαν. Και όσο έδινε ό Άγιος, τόσο περισσότερα ήρχοντο. Οι οικονόμοι γόγγυζαν πάντοτε. Βλέπεις, ότι ο άνθρωπος δεν παρατηρεί, όταν λαμβάνει, αλλά όταν δίνη. Αλλά ήρχοντο τα αγαθά σέ τακτικά διαστήματα εκατονταπλασίονα.
Είναι λόγια της' Αγίας Γραφής! Εγώ δεν έχω το δικαίωμα να αντιτίθεμαι σ’ αυτά τά λόγια. Με την αυθεντία των θείων αυτών λόγων της Γραφής, συνηθίζουμε να τά εφαρμόζουμε στη ζωή μας χωρίς δυσπιστία. Τά Μυστήρια της Εκκλησίας θεμελιώθηκαν επάνω στα λόγια της Αγίας Γραφής. «Αυτόν πού θα λύσετε εσείς, θα τον λύσω και Εγώ». Με τά λόγια αυτά θεμελιώθηκε το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως.
Ηλθε μια κυρία στην Αρχιεπισκοπή να δώσει μια δωρεά. Ο άγιος Ιωάννης την ρώτησε: Τί επιθυμείτε να δώσετε κυρία: Του απήντησε «τόσα». Ο άγιος Ιωάννης περίμενε να λάβει εκατό φορές περισσότερα και, παρότι του έδωσε εκείνη η κυρία αρκετά, όμως δεν ήταν εκατονταπλάσια, και πάλι την ρώτησε: «Τόσα ήθελες αλήθεια, να μου δώσεις»; Τού απάντησε εκείνη: «Όχι, δεν ήθελα να δώσω τόσα, αλλά ένα αόρατο χέρι έσβησε και έγραψε το ποσό που σου δίνω τώρα».
Τί είχε συμβεί; Οι οικονόμοι δεν έδιναν στους πτωχούς, όσα τους είχε ειπή ό Άγιος. Έδιναν λιγότερα. Κι αυτά αντιστοιχούσαν με όσα τούς έφερε εκείνη ή γυναίκα. Ό άγιος Ιωάννης τούς επέπληξε: «Βλέπετε ποιός πτωχεύει την Αρχιεπισκοπή!»
Επομένως, ας προσπαθούμε να ζούμε όχι μόνοι μας, αλλά μέσα σέ όλους πού είναι μαζί μας.
Υπάρχει η πιο ωραία εντολή του Χριστού στο Ευαγγέλιο πού τόσο επίμονα μάς την υπαγορεύει: «Αγαπάτε αλλήλους». Βλέπετε, ότι με κάθε τρόπο πρέπει να ελέγχουμε τον εαυτό μας, εάν έχουμε το αίσθημα αυτό της αγάπης προς όλους τούς ανθρώπους.
Η πρακτική είναι πιο δύσκολη. Δεν μπορείς να τούς αγαπάς όλους με την ίδια πάντα αγάπη. Καλά, αυτό είναι κατανοητό. ’Αλλά, τουλάχιστον με κανένα τρόπο να μή μισής τούς άλλους. ’Εάν δεν τούς μισής, τότε δεν είσαι μέσα στο νερό, αλλά ανέβηκες στο πρώτο σκαλοπάτι. Ευρίσκεσαι σέ ξηρό μέρος. Και βέβαια τά σκαλιά αυτά φθάνουν μέχρι το τελευταίο πού είναι το σκαλοπάτι της ύψιστης αγάπης. Είσαι ελεύθερος και έχεις την δυνατότητα να ανέβης εάν δεν μισής. Αυτό είναι λοιπόν μια καλή αρχή. Τί είναι μία σκάλα; Δύο επιμήκη χονδρόξυλα πού ενώνονται μεταξύ τους με άλλα μικρότερα. Δηλαδή, εάν πατήσεις στο πρώτο ξύλο, -το πρώτο σκαλί- είσαι σεσωσμένος.
 Υπάρχει κάτι ιερό μέσα μας. Ο Θεός μάς το έδωσε, διότι μάς δημιούργησε με την εντολή και την δυνατότητα να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Και κάποια φωνή μάς λέγει μέσα μας: «Γιατί να στέκεσαι μόνο στο πρώτο σκαλοπάτι της αγάπης; Ανέβα πιο πάνω, στο επόμενο. Και τότε πλημμυρίζεις από μία αγάπη, την όποια μέχρι τότε δεν γνώριζες. Αυτή σέ αναπαύει και σέ συμβουλεύει να ανέβης και στο επόμενο σκαλί. Έτσι σιγά-σιγά μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος μέχρι το τελευταίο σκαλί της θείας αγάπης, η οποία είναι σύνδεσμος τελειότητας».
Ο Σωτήρ δεν μάς λέγει ότι τα σκαλιά της κλίμακος είναι τριάντα, διότι αυτή την διδασκαλία μάς την λέγει ο άγιος Ιωάννης ο λεγόμενος της Κλίμακος. Μάς λέγει μόνο: «Αγαπάτε αλλήλους». Μάς παραγγέλλει κατά τρόπο τέλειο και αποφασιστικό. Αλλά εμείς σήμερα έχοντας τόσες δικές μας αδυναμίες και προστριβές με ανθρώπους, ενίοτε χαμηλής χριστιανικής παιδείας, μεταξύ δύο κακών, επιλέγουμε το μικρότερο.
Δηλαδή αφού δεν μπορώ να αγαπήσω τον πλησίον μου, διότι είμαι είτε εγώ εμπαθής, είτε εκείνος, τουλάχιστον να μην τον μισήσω οπότε στέκομαι στο πρώτο σκαλί και όχι μέσα στο τέλμα της απελπισίας και απώλειας μου. Και αν κρατιέσαι με τά χέρια σου από το παραπάνω σκαλοπάτι, αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατόν να ανέβης σ’ αυτό, διότι το κρατείς με το χέρι σου. Είναι εντολή θεϊκή. Δεν χρειάζεται άλλο πλέον να το σχολιάσουμε κι ας μένουμε τουλάχιστον στην σχέση με τον πλησίον μας λέγοντάς του το «Καλημέρα» και να μην μισούμε κανέναν.
Μάταια κοπιάζουμε να εκτελούμε άλλες χριστιανικές αρετές, εάν δεν έχουμε αδελφικές σχέσεις με τον αδελφό μας. Αδελφοί μου, να γνωρίζετε ότι πρέπει ή καρδιά μας να είναι πάντοτε ελεύθερη προς τον Χριστό. Διότι κι ένας ακόμη μικρός εχθρός, πού τόλμησε να σκαρφαλώσει σέ κάποια περιοχή της καρδιάς μας είναι ικανός να απομακρύνει τον Χριστό από την καρδιά μας, πού είναι η μόνιμη κατοικία Του.
Δηλαδή, δεν θέλει ό Χριστός να κατοικεί μέσα μας ούτε και ο πιο μικρός νοητός εχθρός μας. Δεν υπάρχει σχέσης και κοινωνία μεταξύ τού καλού και τού κακού. Ό Σωτήρ μάς λέγει: «Να μου δώσης όλη την ζωή σου, όλη την ύπαρξη σου!» και ο διάβολος μας λέγει: «Εμένα να μου δώσεις μόνο το δάκτυλό σου». Και μ’ αύτη την παραχώρηση πού κάνουμε στον διάβολο, μάς κυριεύει τελείους. Ιδού, ευρίσκεται δίπλα σου. Δεν είναι πλέον ο Χριστός κοντά σου, εάν εσύ του έδωσες έστω και το νύχι τού δακτύλου σου!
Γι’ αυτό ούτε να συζητής με τον διάβολο. Είναι μεγάλο σφάλμα όταν λέγουν μερικοί: «Τσακώθηκα με τον διάβολο!» Αλλά αρέσει πολύ αυτός ο διάλογος του διαβόλου με τον άνθρωπο. Να προσεύχεσαι, λοιπόν. Αυτός φεύγει μόνο με την προσευχή σου. Εάν αισθάνεσαι ότι σέ βασανίζει σωματικά με κάποιο τρόπο ή κάπως σέ ενοχλεί, προσευχήσου στον Χριστό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν». Αύτη την προσευχή να την έχεις πάντοτε στο στόμα και τον νου σου. Όχι όμως αγωνία και ταραχή, αλλά με πραότητα και αυτοσυγκράτηση. Διότι σας επαναλαμβάνω και τώρα, ότι οποιεσδήποτε και να είναι οι αιτίες μιας δοκιμασίας ή μιας στενοχώριας, προέρχονται από τον διάβολο. Η χάρις του Θεού δεν έρχεται εκεί όπου υπάρχει στενοχώρια, θλίψις και απελπισία, διότι ένας τέτοιος θεϊκός πλούτος δεν μένει σέ άνθρωπο πού δεν γνωρίζει να τον αποθηκεύει μέσα του και τον διασκορπίζει έξω.
Κι αύτη η χάρις δεν έρχεται να κυριαρχήσει επάνω του, αλλά έρχεται όπου υπάρχει πνευματική ησυχία και όταν η ύπαρξής του μεταμορφώνει αύτη την χάρι του Θεού με προσωπικές της πρωτοβουλίες μέχρις ότου φθάσει στο μέτρο του τελείου ανθρώπου και γίνει ο ίδιος θεός κατά χάριν. Αλλά το βάθος μιας χαριτωμένης καταστάσεως στην πνευματική ζωή δεν φαίνεται, αλλά βιούται. Αισθάνεσαι πότε ενοχλείσαι από την υπερηφάνεια. Η ταπείνωσης όμως δεν γίνεται τόσο αισθητή. Ό άνθρωπος ποτέ δεν λέγει: «Είμαι ταπεινός». Παρ’ όλα αυτά όμως αισθάνεται μια εσωτερική χαρά, διότι έχει ένα αίσθημα θερμής αγάπης για τον άνθρωπο και τον κόσμο.
Εάν έχεις ορθολογική σχέση με τον κόσμο, λέγοντας ότι, είμαι ελεύθερος να μη δεχθώ την επίσκεψι του αδελφού μου αυτό δεν σέ καταξιώνει πνευματικά. Είναι ένα μικρό κέρδος, χωρίς κάποιο αληθινό περιεχόμενο. Πρέπει να τον αγαπώσης αληθινά με όλη την καρδιά σου. . Στρατηγικά σάς δίνω μία συμβουλή: Δεν μπορείς ν’ αγαπώσης τον εχθρό σου από την πρώτη στιγμή Όμως μείνε στο σκαλί τουλάχιστον να μην τον μισής. Και εάν σέ εύρη ο θάνατος, χωρίς το μίσος κατά του αδελφού σου, τότε γνώριζε ότι πεθαίνεις ως φίλος του εχθρού σου και η χάρις του Θεού θα σέ συνοδεύει. Να γνωρίζετε ότι το μίσος κατά του αδελφού μας είναι διαβολικό. Έρχεται συχνά ο λογισμός και σου λέγει: «Αχ τί θα του έκανα!» Αγαπητέ, τις δέκα εντολές δεν πρέπει να τις μάθουμε, όπως κάποτε στο σχολείο. Πρέπει με κάθε τρόπο να εφαρμόσουμε αυτές τις εντολές.
Πηγαίνοντας στον Πνευματικό να του λέγεις ότι δεν ξεπλήρωσες την τάδε εντολή, ότι σου συνέβη το τάδε περιστατικό, ή η τάδε κατάστασης πραγμάτων σέ εμπόδισε. Θα το εξήγησης γιατί δεν μπόρεσες, οπότε θα έχεις τά ελαφρυντικά, αλλά με κανένα τρόπο να μή πιστεύσης ότι είσαι απαλλαγμένος τελείως, διότι προέκυψε κάποιο περιστατικό και εσύ δεν εφήρμοσες την εντολή. Εργάστηκες την Κυριακή.
Αλλά η εντολή της Εκκλησίας είναι να μην εργάζεσαι. "Όμως κάποιο γεγονός σέ ανάγκασε να έργασθής. Δεν θα πρέπει να σέ επιπλήξω,  αλλά είναι ανάγκη να το εξομολογηθείς αυτό και ίσως ο Πνευματικός να μή σέ κανονίσει. Δύο άτομα αποφάσισαν να επισκεφτούν τά Ιεροσόλυμα. Πήγαιναν με τά πόδια, με δύσκολες συνθήκες, διότι δεν υπήρχαν τότε μέσα μεταφοράς. Βαδίζοντας για τά Ιεροσόλυμα, μπήκαν να φιλοξενηθούν κάπου όπου εύρηκαν  πολλούς εκεί αρρώστους.
Προσπάθησαν και οι δύο και τούς βοήθησαν, όσο μπορούσαν. Αλλά ένας απ αυτούς είπε:
Εγώ δεν πηγαίνω στα Ιεροσόλυμα, διότι δεν μπορώ να εγκαταλείψω τούς ασθενείς.
Γιατί, αγαπητέ μου, αφού έτσι αποφασίσαμε.
Και αναχώρησε ο άλλος μόνος του και έφθασε στα Ιεροσόλυμα. Εκεί υπήρχε πολύ κόσμος και συνωστισμός, λόγω της Αναστάσεως του Χριστού.
Μπαίνοντας ο προσκυνητής στην εκκλησία με μεγάλη δυσκολία από την κυρία είσοδο, αντίκρισε στο 'Ιερό Βήμα τον συνοδοιπόρο του πού είχε μείνει πίσω για να περιποιηθεί τούς ασθενείς. Ανάμεσα στις δύο καλές πράξεις -το προσκύνημα και τούς αρρώστους- διάλεξε την μεγαλύτερη. Αυτός πού φρόντισε τούς ασθενείς επιθύμησε να φθάσει στην κορυφαία βαθμίδα της Άγιας Γραφής, πού είναι η αγάπη. Η εντολή της αγάπης είναι ύψιστη εντολή, γι’ αυτό και επιμένει πολύ σ’ αυτήν ο Σωτήρ μας. Όποτε προέρχεται δικαιολογημένα η εξής ερώτηση, την όποια πρέπει να θέσουμε όλοι μας, ό καθένας στον εαυτό του: «Αγαπώ ή δεν αγαπώ»; Είναι εντολή του Χριστού, αγαπητέ μου!
 Και μή νομίζετε ότι ο Χριστός μίλησε μόνο για εκείνο τον αιώνα, στην εποχή δηλαδή τών Αποστόλων. ’Όχι. Μίλησε για όλους τούς αιώνες και τις εποχές. Και εμείς έχουμε το πολύτιμο προνόμιο να είμεθα χριστιανοί. Δεν ακολουθούμε όπως άλλοι άνθρωποι, πού ζουν μακράν του Χριστού, τον Βούδα, ή άλλες ειδωλολατρικές θεότητες.
 Ακολουθούμε, με την άπειρη ευσπλαχνία του Θεού, τον Ιησού Χριστό μας.
Βάλετε καλά στο μυαλό σας ότι η αγάπη είναι κριτήριο της μελλούσης Κρίσεως. Το Ευαγγέλιο πού διαβάζουμε την Κυριακή της Μελλούσης Κρίσεως αυτό είναι: «Επείνασα γάρ και έδώκατέ μοι φαγείν, έδίψησα και έποτίσατέ με, ξένος ή μην και συνηγάγετέ με... ήσθένησα και έπεσκέψασθέ με...» (Ματθ. 25, 35-36). Δεν ομιλεί για άλλες υποθέσεις ή δεν ξέρω τί άλλο. Ομιλεί μόνο για την αγάπη.
Γιατί μισείς τον αδελφό σου; Αποδεικνύεις με τη στάσι σου ότι δεν τον αγαπάς, ότι δεν τον σέβεσαι σαν μία ανθρώπινη ύπαρξη. Από την στιγμή πού τον μισείς, δεν τον αναγνωρίζεις, ώς ανθρώπινο πρόσωπο. Κι αυτό αρκεί να μας καταδικάσει.
Κακολογείς με τόση ευκολία και με τον ενδόμυχο λόγο σου. Και αν ακόμη ρωτηθείς απαντάς: «Και τί μόνο εγώ κακολογώ; Στο κάτω-κάτω του αξίζει». Σάς λέγω όμως ότι αυτό είναι μια μεγάλη αμαρτία. Όχι πλέον δεν τον αγαπάς, αλλά και τον εχθρεύεσαι, τον μισείς. Τότε διαπράττεις έγκλημα και όχι αγάπη.
Όταν προσευχώμεθα για κάποιον ο οποίος δεν γνωρίζει ότι εμείς προσευχώμεθα στον Θεό γι αυτόν, τότε ο Θεός χάριν της άγαπητικής προσευχής σου πού κάνεις γι’ αυτόν τον βοηθεί. Εσύ μ’ αυτόν τον τρόπο έκπληρώνεις την εντολή της αγάπης και γίνεσαι σωτήρας κάποτε, κάπου, για κάποιον. Εσύ να συνεχίζεις να τον μνημονεύεις και ο Θεός θα τον βοηθήσει, διότι ακούει την προσευχή σου.
Εάν μνημονεύεις κάποιον, ζεις μαζί με όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα με τούς αδελφούς σου εν τη ιδία πίστη του Χριστού. Και είναι υποχρεωμένοι προς αυτούς πού προ-σεύχονται για την σωτηρία τους, κατά ένα άγνωστο σ’ εμάς τρόπο πού τον ξέρει μόνο ο Θεός.
Εκτός από την προσευχή, κράτησε και καλές σχέσεις με τον άνθρωπο. «Πέταξέ του» ένα χαμόγελο, για να ίδή ότι δεν είσαι εχθρός του. ’Όχι μυκτηρισμό. Αν εκείνος σέ προκαλεί. Εσύ χαμογέλασε του ειρηνικά.
 Αγαπητέ μου’ εγώ ανέφερα μία αλήθεια. Εσύ όμως να μην ευρίσκεσαι έξω από αυτή την αλήθεια. Εάν σέ έβλαψε ή σέ στενοχώρησε αυτή η άποψής μου, για την αλήθεια της αγάπης, δεν φταίω εγώ. Το φταίξιμο είναι δικό σου, διότι δεν είσαι με την αλήθεια.
Δεν μπορούμε να διαμορφώνουμε νόμους δικούς μας για την αγάπη. Η εντολή: «Να αγαπάς» είναι για όλους. Τί να κάνουμε διότι ή απάντησης είναι αυτή: Υπάρχει και παράδεισος και κόλασης. Δόθηκε η δυνατότητα στον καθένα να μή πάει στην κόλαση και παρ’ όλα αυτά εκείνος επήγε στην κόλαση. Τί να κάνουμε; Εμείς κάνουμε το χρέος μας να αγαπάμε, διότι κι αυτούς πού είναι στην κόλαση τούς αγαπά ο Θεός. ’Αλλά η αγάπη του Θεού τώρα τούς μαστιγώνει στην κόλαση. Εκεί τούς κρατεί η δικαιοσύνη τού Θεού.Η κόλασης είναι μεγάλος πόνος για τον Θεό της αγάπης. Αυτοί αντιλαμβάνονται ότι τούς αγαπά ο Θεός και αυτό ακριβώς τούς βασανίζει. Και λένε οι κολασμένοι- «Κοίτα, και τώρα ακόμη μάς αγαπά σκέψου πόσο θα μάς αγαπούσε αν τον ακολουθούσαμε». Και τί δεν έκανε ο Χριστός για να σώση τούς ανθρώπους από την κόλαση;!
Πρόσεχε, αγαπητέ μου! Κάναμε ένα διάλογο, όσον αφορά την σωτηρία. Γιατί βαδίζεις στο οποιοδήποτε μονοπάτι και δεν άκολουθείς την πεπατημένη οδό πού οδηγεί στην άνω 'Ιερουσαλήμ; Σ’ αυτό τον δρόμο τραυματίζεσαι από μερικές αιχμηρές πέτρες, αλλά μην εγκαταλείπεις την πορεία σου εξαιτίας τών ματωμένων πληγών σου. Να τις επιδένεις, αλλά μην παρεκκλίνεις απ’ αυτό τον δρόμο, διότι η Χάρις του Θεού δεν έρχεται από όλους τούς δρόμους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΡΟΥΜΑΝΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΡΣΕΝΙΟ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ.

Thursday, 25 December 2014

A CHRISTMAS GIFT FOR THE CHRIST-CHILD


One of the church hymns that is sung for the feast of the Nativity of Christ contains the following moving words: “What will we give Thee, O Christ, for having appeared on earth as a man for our sake? Each of Thy creations gives Thee thanks: the angels offer their singing; the heavens give the star; the Magi bring gifts; the shepherds bear witness to the miracle; the earth provides the cave; the desert extends the manger. And we – we give Thee the Virgin Mother.”

In that very year, almost 2,000 years ago, when the Lord Jesus Christ was actually born on earth, mankind gave Him the very best and most precious gift it had – the Pure Virgin Mary, the only One Who could become the Mother of God and Who could help Him achieve His incarnation. Since that time, however, within the Church the Lord continues to be born for us every year, and every year He comes down to earth for our salvation. And thus every year, in gratitude, we must offer Him some gift.

What kind of gift, dear brethren, are we able to give each year to the newborn Babe, our Saviour? The Lord Himself provides the answer in the words of the prophet, by saying: “Give me your heart, my son.” And King David entreats the Lord in one of his psalms: “Create in me a pure heart, O God.”


So how are we to obtain this gift for the Lord – a pure heart? A pure heart is acquired by ascending a small kind of ladder. The first step of this ladder is regular church attendance. In church we cleanse our hearts of the wicked influence of the outside world and fill them with the goodness of the word of God.
The second step is the observance of Christmas Lent. But this observance should not be solely in terms of food. The main thing is to keep spiritual lent in terms of the heart, i.e. restrain ourselves from anger, resentment, quarrels, irritation and other passions – from everything that darkens our souls. Through spiritual lent we proceed even further to purify and enlighten our hearts.
The third step is the sacrament of penitence. As we come to confession and repent of our sins before God, we discard this heavy and unnecessary burden, and immediately lighten our hearts.
And then the last and highest step towards acquiring a pure heart is to partake of the Royal Mysteries. In the sacrament of communion we draw into ourselves the Lord God Himself, the Sacred Fire that consumes all of our inner uncleanliness and gives that purity of heart, toward which we are striving. Therefore, it is extremely important in this period of Christmas Lent to come to church and take communion.

In society we have the custom, whenever we go to someone’s birthday party, especially a child’s, to bring nice and valuable gifts. Right now, dear brethren, we are getting ready to participate in the birthday party of the Heavenly Child, the Lord God Himself, the One Who created us to enjoy heavenly bliss, and because of Whom we are able to celebrate our own birthdays. Let us prepare for Him and bring to Him, in the sacred night of His Nativity, the best and most precious gift that we can give – our pure hearts. Amen.

Father Rostislav Sheniloff

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...