Στην τελετουργία των αγίων και ιερών Μυστηρίων διακρίνουμε, από τη
μια μεριά το έργο της λειτουργίας, που είναι η μεταβολή των τιμίων δώρων
σε θείο σώμα και αίμα, κι από την άλλη το σκοπό, που είναι ο αγιασμός
των πιστών, οι οποίοι, μεταλαμβάνοντας, κατορθώνουν να κερδίσουν την
άφεση των αμαρτιών τους και ν’ αποχτήσουν σαν κληρονομιά τη βασιλεία των
ουρανών, μαζί με όλα τ’ αγαθά που ακολουθούν.
β’. Ως προπαρασκευή δε και τελείωμα, στο έργο και στο σκοπό που
αναφέραμε, πρέπει να δούμε τις ευχές, τις ψαλμωδίες, τις αναγνώσεις των
θείων Γραφών και όλα γενικά, όσα τελούνται ή λέγονται με ιεροπρέπεια
πριν και μετά τον αγιασμό των τιμίων δώρων. Και, αν και ο Θεός μας δίνει
δωρεάν όλα τα άγια και τίποτε απ’ αυτά δεν προσφέρουμε πρώτοι εμείς σαν
δικό μας —γιατί όλα είναι ευεργεσίες του— όμως, μας δεσμεύει με την
απαίτησή του, πως πρέπει πρώτα να γίνουμε ικανοί για να τα δεχτούμε και
έπειτα, κατ’ ανάγκη, να τα διατηρήσουμε. Και σε κανέναν δεν θα μετάδινε
τον αγιασμό του αν δεν πλησίαζε τα άχραντα Μυστήρια μ’ αυτή τη διάθεση.
Έτσι ακριβώς έχουμε τη δυνατότητα να βρούμε τον αγιασμό μας στο
βάπτισμα, στο χρίσμα και στο δείπνο του, την αγία και φρικτή Τράπεζά
του.
γ΄. Κι αυτό ίσα – ίσα μας φανέρωσε με την παραβολή του για το σπορέα,
όπου λέει: βγήκε ο σποριάς, όχι να οργώσει τη γη, μα για να «σπείρει»
(Ματθ. ιγ’ 3)’ γιατί το όργωμα και κάθε άλλη προπαρασκευή πρέπει να
γίνει πριν από μας τους ίδιους.
δ΄. Επειδή, λοιπόν, ήταν υποχρεωτικό στη σειρά των αγίων μυστηρίων να
γίνεται έτσι, δηλ. να είμαστε προετοιμασμένοι κατάλληλα και πλήρως
προπαρασκευασμένοι για να προϋπαντήσουμε τον Κύριο, έπρεπε να υπάρχουν
μέσα στην ιερά ακολουθία της λειτουργίας και αυτά τα κείμενα — όπως
υπάρχουν. Σ’ αυτό ακριβώς μας βοηθούν οι ευχές, οι ψαλμωδίες και ό,τι
άλλο με ιεροπρέπεια γίνεται ή λέγεται κατά τη διάρκεια της θείας
Λειτουργίας. Γιατί, όλα αυτά, μας αγιάζουν και μας προδιαθέτουν με τον
καλύτερο τρόπο, πρώτα να δεχτούμε, όπως πρέπει, τον αγιασμό και μετά να
τον κρατήσουμε σίγουρα μέσα μας, με την πιο δυνατή ασφάλεια.
ε΄. Ο αγιασμός μας από τη θεία Λειτουργία γίνεται με δύο τρόπους.
Στον πρώτο τρόπο, τον βλέπουμε να μπαίνει μέσα μας ως ωφέλεια από τις
ίδιες τις ευχές, τους ψαλμούς και τα αγιογραφικά αναγνώσματα. Οι ευχές,
που σαν προσευχή αναπέμπουμε, επιστρέφουν στο Θεό και προξενούν την
άφεση των αμαρτιών μας· όπως ακριβώς και οι ψαλμωδίες μας, που
εξιλεώνουν τον Κύριο και τον κάνουν να στρέψει γλυκά το βλέμμα του προς
εμάς. «Θύσον γαρ — λέγει ο ψαλμωδός — τω Θεώ θυσίαν αινέσεως, και
εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (Ψαλμ. μθ’, 14-15). Μετά, τα ιερά
αναγνώσματα από την αγία Γραφή μας φανερώνουν καθαρότατα την επιείκεια
και τη φιλανθρωπία του Θεού, καθώς επίσης τη δικαιοσύνη και την
αποφασιστική κρίση του· ακόμα, σταλάζουν επάνω στις ψυχές μας το φόβο
του Θεού, ή ανάβουν μέσα μας την αγάπη για Κείνον, κ’ έτσι σιγά – σιγά
μας βάζουν σε μεγάλη προθυμία να εφαρμόζουμε τις εντολές του. Κι όλα
αυτά βοηθούν και τον ιερέα και το λαό να κάνουν ωραιότερη και θειότερη
την ψυχή τους, ικανώνοντάς τους να δεχτούν μέσα τους και να κρατήσουν
άξια τα τίμια δώρα, πράγμα που είναι ο σκοπός της θείας λειτουργίας·
ιδιαίτερα, όμως, προπαρασκευάζουν τον ιερέα να αξιωθεί να τελέσει την
αναίμακτη θυσία, που είναι το έργο της μυσταγωγίας, όπως είπαμε πιο
πάνω. Αυτό ακριβώς βρίσκουμε πολλές φορές μέσα στις ευχές, όπου ο ιερεύς
προσεύχεται να μη φανεί ανάξιος να κρατήσει τα προκείμενα δώρα, αλλά με
καθαρά χέρια και ψυχή και γλώσσα να διακονήσει τ’ άχραντα Μυστήρια.
Έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο, μπαίνει μέσα μας η ωφέλεια από τη δύναμη των
θείων ρημάτων, που λέγονται και ψάλλονται στην όλη τελετουργία της θείας
λατρείας.
ς΄. Ο άλλος τρόπος με τον οποίον αγιαζόμαστε από αυτά, κι απ’ όλα τ’
άλλα όσα τελούνται στη θεία λειτουργία, είναι αυτός εδώ: σ’ όλα αυτά
βλέπουμε την παρουσία του Χριστού του ίδιου κι όσα Εκείνος έκαμε ή έπαθε
για μας. Γιατί, στις ψαλμωδίες και στ’ αναγνώσματα, καθώς και σ’ όλα
εκείνα που τελεί ο ιερεύς μέσα στη θεία λατρεία, φανερώνεται η θεία
οικονομία του Σωτήρα μας: στην αρχή της λειτουργίας φανερώνονται οι
πρώτες φάσεις του θείου έργου του· στο δεύτερο μέρος, σημαίνεται η
συνέχεια του έργου του· και στο τελευταίο, ό,τι θ’ ακολουθήσει. Και
πρέπει, εκείνοι που παρακολουθούν και βλέπουν όλα αυτά, να φέρνουν πάντα
μπρος στα μάτια τους όλα εκείνα που σημαίνονται μ’ αυτά. Έτσι, ο
καθαγιασμός των τιμίων δώρων, η αναίμακτη θυσία η ίδια, «τον θάνατον
αυτού καταγγέλλει» (Α’ Κορ. ια’ 26) και την Ανάσταση με την Ανάληψή του,
γιατί μεταβάλλει τα τίμια δώρα σε πραγματικό σώμα του Κυρίου, το οποίο
δέχτηκε όλα αυτά, δηλ. που σταυρώθηκε, που αναστήθηκε και που αναλήφθηκε
στους ουρανούς. Ενώ, όσα τελούνται πριν από τη θυσία, σημαίνουν το έργο
του Χριστού πριν απ’ τη σταύρωση, δηλ. την παρουσία του, την δράση του,
την πλήρη φανέρωσή του. Τελευταία, ίσα τελούνται και λέγονται μετά τη
θυσία, σημαίνουν «την επαγγελίαν του Πατρός», όπως ο ίδιος είπε (Λουκ.
κδ’ 49· Πράξ. α’ 4), την κάθοδο του αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους και
την επιστροφή των εθνών —με το αποστολικό κήρυγμα— στο δρόμο του
Χριστού και στην ένωσή τους μ’ Αυτόν.
ζ΄. Η όλη μυσταγωγία παρουσιάζεται ακριβώς σαν μια εικόνα ενιαία του
μοναδικού σώματος της ζωής του Σωτήρος, βάζοντας τάξη σε όλα τα
γεγονότα, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, κ’ εναρμονίζοντάς τα μεταξύ τους.
η΄. Γι’ αυτό και οι ψαλμοί, που σαν προοίμια ψάλλονται, κι ακόμη πιο
πριν απ’ αυτούς, τα όσα γίνονται και λέγονται στην πρόθεση των τιμίων
δώρων, φανερώνουν τον πρώτο καιρό του θείου έργου της οικονομίας του
Χριστού. Ενώ όσα ακολουθούν τους ψαλμούς, δηλ. τα ιερά αναγνώσματα από
τις Γραφές και τ’ άλλα, σημαίνουν την περίοδο του έργου του Χριστού που
ακολούθησε μετά.
θ΄. Αν κ’ έχει λεχθεί, πως γι’ άλλο λόγο έχουν εισαχθεί τα
αναγνώσματα κ’ οι ψαλμωδίες, ότι δηλ. είναι ανάγκη να τα χρησιμοποιούμε
για να μας προδιαθέτουν για τον ενάρετο βίο και να μας βοηθούν στο να
εξιλεώνουμε το Θεό, όμως, τίποτε δεν εμποδίζει να μπορούν και τα δυό να
συμβούν: τα ίδια ιερά άσματα και αναγνώσματα, και τους πιστούς να
οδηγούν στην αρετή, και τη θεία οικονομία του Χριστού να σημαίνουν. Όπως
ακριβώς συμβαίνει με τα ενδύματα: μας εξυπηρετούν στην ανάγκη του
σώματος, για να το ντύνουμε ή να το καλύπτουμε, μ’ αυτά ή μ’ εκείνα τα
ρούχα, ανάλογα με την περίσταση, αλλά κάποτε, όταν βλέπουμε τα ενδύματα,
καταλαβαίνουμε το επάγγελμα, το βίο ή το αξίωμα εκείνου που τα φορεί.
Αυτό συμβαίνει και με το θέμα μας. Διότι, με το να περιέχουν οι άγιες
Γραφές θεόπνευστα λόγια και ύμνους του Θεού, τα οποία συμβάλλουν στην
απόκτηση της αρετής, αγιάζουν εκείνους που τα μελετούν ή τα ψάλλουν.
Όμως, με τον τρόπο που έχουν διαλεχτεί, κι όπως έχουν μπει στη σειρά,
έχουν και την άλλη δυνατότητα, να βοηθούν δηλ. στο άγγελμα της παρουσίας
του Χριστού και της ζωής του. Κι όχι μονάχα τα όσα ψάλλουμε ή όσα
αναγινώσκουμε, μα και όλα όσα τελετουργούνται εκεί έχουν τον ίδιο
χαρακτήρα. Και γίνεται μεν το κάθε τι για την αναγκαίουσα περίπτωση της
στιγμής όπου παρουσιάζεται, αλλά στο βάθος πάντα κρύβει μια σημασία πού
συμβολίζει κάτι από τα έργα, τα θαύματα ή τα πάθη του Χριστού. Όπως π.χ.
είναι η είσοδος του αγίου Ευαγγελίου στο θυσιαστήριο και η είσοδος των
τιμίων δώρων. Το καθένα απ’ αυτά έχει μια χρησιμότητα: η πρώτη είσοδος
είναι για να διαβαστεί το Ευαγγέλιο, η δεύτερη για να τελεστεί η θυσία.
Όμως, σημαίνουν και οι δύο την παρουσία και την πλήρη φανέρωση: η μία,
τήν αρχή της παρουσίας του, με αμυδρή και ατελή ακόμη τη μορφή του· η
άλλη, την τελειότητα και υπέρτατη εικόνα του προσώπου του. Ακόμα,
υπάρχουν μερικά απ’ όσα γίνονται εδώ, που δεν έχουν καμμιά φανερή
χρησιμότητα, μα που γίνονται μονάχα για να δηλώσουν συμβολικά κάτι· όπως
π.χ. όταν ο ιερεύς λογχίζει τον άρτο, ή γράφει επάνω του το σημείο του
σταυρού· ή, ακόμη, το μαχαίρι που κεντά τον άρτο και που φέρει το σχήμα
της λόγχης· και, τελευταία, όταν ο ιερεύς προσθέτει στο άγιο Ποτήριον το
ζεστό νερό.
ι΄. Ανάλογα παραδείγματα θα μπορούσες να βρεις και στ’ άλλα Μυστήρια·
όπως π.χ. στο Βάπτισμα, όπου, υποχρεωτικά, πριν βαπτιστούν έβγαζαν τα
υποδήματα και τα ρούχα τους, άπλωναν τα χέρια τους και φυσούσαν. Αλλά,
βέβαια, εδώ δεν υπάρχει καμμιά χρησιμότητα, παρά ο συμβολισμός των
κινήσεων, που μας διδάσκει το μίσος για το δαίμονα —όσο μίσος πρέπει να
υπάρχει μέσα μας— και ότι είναι ανάγκη να τον διώξει πολύ μακριά του,
όποιος θέλει να γίνει αληθινός χριστιανός μετά το βάπτισμα. Και, φυσικά,
όπου υπάρχουν τέτοιες πράξεις και στ’ άλλα μυστήρια θα έχουν πάντα και
την ανάλογη σημασία τους.
ια΄. Όσα τελούνται την ώρα του καθαγιασμού των τιμίων δώρων, έχουν
όλα σχέση με το έργο της θείας οικονομίας του Σωτήρος· για να την έχουμε
καθαρά εμπρός στα μάτια μας κ’ έτσι ν’ αγιάζει τις ψυχές μας, που θα
γίνονται μ’ αυτό τον τρόπο άξιες να δεχτούν τ’ άχραντα Μυστήρια. Γιατί,
όπως ακριβώς τότε, που για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε το θείο έργο του,
ανάστησε τον πεσμένο κόσμο της οικουμένης, έτσι πάντα κάνει ωραιότερη
και θειότερη την ψυχή όλων εκείνων που το βλέπουν εσωτερικά να
πραγματοποιείται και πάλι. Ας προστεθεί ακόμη, πως δεν θα μπορούσε να
δώσει καμμιάν ωφέλεια αν δεν το ενστερνίζονταν με τη μέσα θεωρία και την
πίστη. Κ’ είναι γι’ αυτό που έχει κηρυχτεί και που, για να το
πιστέψουμε, χρησιμοποίησε χίλιους δυο τρόπους και μέσα ο Θεός. Και τούτο
γιατί, το έργο της θείας οικονομίας δεν θα μπορούσε να καρποφορήσει και
να σώσει τους ανθρώπους, αν η πραγματοποίησή του έμενε άγνωστη στους
ανθρώπους που περίμεναν να σωθούν. Βέβαια, τότε που πρωτοφανερωνόταν με
το κήρυγμα, γεννούσε μέσα στις ψυχές των ανθρώπων το σεβασμό, την πίστη
και την αγάπη για το Χριστό — πράγματα ως τότε άγνωστα γι’ αυτούς·
σήμερα, όμως, όταν θεωρείται εσωτερικά και με θέρμη από τους πιστούς ήδη
χριστιανούς, δεν γεννά βέβαια εκείνα τα ευλογημένα αισθήματα μέσα τους,
αλλά βρίσκοντάς τα μέσα τους τα διατηρεί, τ’ αναγεννά και τα δυναμώνει.
Κ’ έτσι, τους στηρίζει πιο πολύ στην πίστη, και τους κάνει πιο θερμούς
στην ευσέβεια και στην αγάπη. Γιατί, εκείνα που δημιούργησε απ’ την
ανυπαρξία τότε, θα είναι πολύ ευκολότερο να τα διασώσει, να τα
διατηρήσει και να τ’ ανανεώσει σήμερα. Είναι ανάγκη, λοιπόν, πάντα μ’
αυτά τα αισθήματα να πλησιάζουμε τα άγια Μυστήρια· γιατί η ευλάβεια, η
πίστη και η αγάπη προς το Θεό, μας ζεσταίνει εσωτερικά και πολύ μας
ανυψώνει· ενώ, χωρίς όλα αυτά, και απλή ματιά έστω να ρίξουμε στ’ άγια
Μυστήρια, βρισκόμαστε σε μεγάλη ασέβεια.
ιβ΄. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίον έπρεπε να μπει αυτή η
εσωτερική θεωρία μέσα στην τάξη της θείας Λειτουργίας, που μας τοποθετεί
συμβολικά, με την βοήθεια όλων των προηγουμένων, μπροστά στο έργο της
θείας οικονομίας. Κι αυτό, για να μη μένουμε μονάχα με τη σκέψη προς τα
τελούμενα· αλλά για να βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια, κατά κάποιον
τρόπο, τη μεγάλη φτώχεια του Πλουσίου· την ξενιτιά και τον ερχομό σ’
εμάς, Εκείνου, που κατοικούσε δικαιωματικά τον κάθε τόπο· τους
εξευτελισμούς του Ευλογημένου κ’ εγκωμιαζόμενου απ’ όλους· τα πάθη
Εκείνου, που δεν γνώρισε κανένα πάθος· για να βλέπουμε πόσο μισήθηκε και
πόσον αγάπησε· πόσο ψηλά βρισκότανε και πόσο ταπεινώθηκε για χάρη μας·
πόσα χρειάστηκε να κάμει και πόσα να πάθει, για να ετοιμάσει αυτό το
θείο τραπέζι, που έχουμε μπροστά μας. Κ’ έτσι, θαυμάζοντας την ανανέωση
του σωτηρίου έργου του κι αναμετρώντας συγκλονισμένοι το πλήθος των
οικτιρμών του, να δείξουμε την ευλάβειά μας σ’ Εκείνον, που με τόση
φιλανθρωπία μας σπλαχνίστηκε και μας έσωσε: με το να του εμπιστευτούμε
την ψυχή μας, να του παραδώσουμε ολάκερη τη ζωή μας και ν’ ανάψουμε τις
καρδιές μας με τη φωτιά της αγάπης του. Κι όταν πια φτάσουμε σ’ αυτό το
σημείο, τότε θα μπορούμε να πλησιάσουμε τη φωτιά των αγίων Μυστηρίων με
οικειότητα και δίχως κανέναν κίνδυνο.
ιγ΄. Ας προστεθεί ακόμη, πως δεν αρκεί το γεγονός ότι μάθαμε κάποτε
τη διδασκαλία του Χριστού, ή το ότι πια την ξέρουμε, για ν’ αποχτήσουμε
την πνευματική κατάσταση, τήν οποία πριν λίγο αναφέραμε. Αλλά είναι
απόλυτη ανάγκη, εκείνη την ώρα, να έχουμε καρφωμένα τα μάτια του νου μας
εκεί και να θεωρούμε εσωτερικά τα γινόμενα, διώχνοντας αποτελεσματικά
κάθε ξένο λογισμό, αν βέβαια θέλουμε να καλλιεργήσουμε στην ψυχή μας
εκείνες τις διαθέσεις και τα αισθήματα που αναφέραμε, προκειμένου να
δεχτούμε τον άνωθεν αγιασμό. Γιατί, κι αν τύχει και ξέρουμε καλά τους
λόγους της θρησκείας μας, κατά τρόπο που, αν μας ρωτήσει κάποιος κάτι να
του απαντήσουμε σωστά, όμως αυτή η γνώση δεν θα μας ωφελήσει σε τίποτε
απολύτως, αν την ώρα της μυσταγωγίας δεν προσέχουμε με όλη τη δύναμη της
ψυχής μας εκεί, αλλ’ αφήνουμε το νου μας να τρέχει σ’ άλλα πράγματα·
τέτοια ξερή γνώση, δεν μπορεί ν’ αφήσει κανένα από τα πάθη που
προαναφέραμε να εισέλθει μέσα μας. Γιατί, οι διαθέσεις μας
δημιουργούνται από τους λογισμούς και τις σκέψεις εκείνης της ώρας·
επομένως, και τα πάθη κ’ αισθήματα που δοκιμάζουμε είναι αποτέλεσμα,
ποιοτικά, ανάλογο πάντα με τους λογισμούς που τα γέννησαν.
ιδ΄. Οι άγιοι Πατέρες επινόησαν αυτόν το συμβολικό τύπο στη θεία
λειτουργία γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο: γιατί δεν αρκείται στο να μας
μιλήσει με λόγια μόνο, αλλά φέρνει τα πάντα μπρος στα μάτια μας,
φανερώνοντας όλο το έργο της θείας οικονομίας κατά τη διάρκεια τής
λειτουργίας. Κι αυτό, γιατί θέλουν, απ’ τη μια μεριά, να επιδράσει
ευκολότερα πάνω στην ψυχή και να μη μείνει μια απλή θεωρία μονάχα, για
να χαράξει μέσα μας εκείνο το βαθύ πάθος κ’ αίσθημα, έτσι που, αυτά που
φανταζόμαστε, με την πρόσθετη αυτήν αίσθηση της οράσεως, να τυπωθούν και
να μείνουν καθαρότερα μέσα μας. Απ’ την άλλη μεριά, θέλουν ακόμη, αυτός
ο τύπος της λειτουργίας να μην αφήσει την παραμικρή λαβή στη λήθη, μήτε
ν’ αφήσει να στραφεί ο λογισμός προς οτιδήποτε άλλο, ώσπου να
οδηγηθούμε στο ουράνιο τραπέζι. Κ’ έτσι πια, γεμάτοι από τις ιερές αυτές
έννοιες κ’ έχοντας ανθισμένη τη μνήμη από θειες εικόνες, να μεταλάβουμε
τ’ άχραντα Μυστήρια, προσθέτοντας στον αγιασμό μας ένα νέον αγιασμό
—δηλ. στον αγιασμό της εσωτερικής μας θεωρίας προσθέτουμε τον αγιασμό
της τελετουργίας— και «μεταμορφούμενοι από δόξης εις
δόξαν» ( Β’ Κορ. γ’) από την κατώτερη στη μεγαλύτερη και υψηλότερη απ’ όλες τις δόξες.
δόξαν» ( Β’ Κορ. γ’) από την κατώτερη στη μεγαλύτερη και υψηλότερη απ’ όλες τις δόξες.
No comments:
Post a Comment