Friday, 28 February 2014

Κυριακή της Τυροφάγου. Ο θησαυρός των αρετών.


«Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σής και βρώσις αφανίζει».
Ματθ. στ΄14-21. Ρωμ. Ιγ΄11-ιδ΄4.

Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή που είναι η κατανυκτικότερη περίοδος του εκκλησιαστικού έτους και της οποίας το κατώφλι δρασκελίζουμε, συνιστά μοναδική ευκαιρία την οποία καλείται ο κάθε πιστός να αδράξει σε μια πρόκληση πνευματικών αναβάσεων. Στο αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας ο Παύλος κάνει λόγο για «καιρό ευπρόσδεκτο, καιρό μετανοίας», στον οποίο μας προτρέπει: «αποθώμεθα τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός...». Ευπρόσδεκτος καιρός σημαίνει τον καιρό της χάριτος. Είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί ν' αποκτήσει αντοχές για να διεξάγει τον αγώνα τον καλό. Αν ολόκληρο το χρόνο οι πιστοί προσβλέπουν στον αγώνα της πίστεως, πολύ περισσότερο οφείλουν να εντείνουν την προσπάθεια τους αυτή την ευλογημένη περίοδο. Αν πάντοτε έχουν χρέος να εργάζονται τη σωτηρία τους, ακόμη περισσότερο και με πολύ μεγαλύτερο ζήλο επιβάλλεται να το πράττουν τώρα κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, στην οποία εισερχόμαστε. Αυτό ακριβώς μάς συμβουλεύει και η μητέρα μας Εκκλησία, όταν μας λέει: «Το στάδιον των αρετών ηνέωκται, οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε, αναζωσάμενοι τον καλόν της νηστείας αγώνα. Οι γαρ νομίμως αθλούντες, δικαίως στεφανούνται...».
Η πραγματική νηστεία
Η Εκκλησία μάς προσκαλεί να εισέλθουμε στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και με την ευαγγελική περικοπή που ξεδιπλώνει ενώπιον μας την Κυριακή της Τυρινής.
Μάς προσκαλεί με αυτή να εγκολπωθούμε το πνεύμα της αληθινής νηστείας και να επιδιώξουμε όλες εκείνες τις αρετές που συνιστούν πραγματικό θησαυρό για την ύπαρξή μας. Μάς θυμίζει την ανταρσία του Αδάμ που επενήργησε διαβρωτικά σ' ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Η παράβαση της εντολής του Θεού που στο βάθος της ήταν εντολή νηστείας, δείχνει πόσο ο άνθρωπος περιφρόνησε την αγάπη του Δημιουργού του μέσα από την επιθυμία του γι' αυτοθεοποίηση. Είναι αυτή ακριβώς η επιθυμία που τον απομάκρυνε από την πηγή της ζωής και τον παρέδωσε στην τραγικότητα του θανάτου. Η Εκκλησία με τη συγκεκριμένη περικοπή δίνει το υπόβαθρο της αληθινής νηστείας, η οποία αποτελεί την αντίστροφη κίνηση από εκείνη που ακολούθησε ο Αδάμ. Προϋποθέτει όμως ν' αποβάλουμε όλα εκείνα τα πάθη που ριζοβολούν στην ψυχή μας και δεν μάς επιτρέπουν να βιώνουμε την ελευθερία στην αυθεντική της μορφή και να δεχόμαστε την αγάπη του Θεού και να την αντιπροσφέρουμε στους συνανθρώπους μας.
Η αληθινή νηστεία, λοιπόν, είναι μια πνευματική άσκηση που καταξιώνει τον άνθρωπο και τον αναδεικνύει εικόνα του Θεού, με όλη την ομορφιά και την αρχοντιά της. Έχει τόσο βάθος η νηστεία ώστε στην αυθεντική της μορφή φέρνει τον άνθρωπο σε μια αδιάκοπη κοινωνία με τον Θεό αλλά και με τους συνανθρώπους του. Ο νηστεύων πραγματικά ατενίζει ακριβώς την κοινωνία εκείνη που δεν μπορεί να στηθεί με ανθρώπινα σχήματα και ιδεολογίες. Γιατί έχει ουράνιες και αιώνιες αντοχές, αφού με τη δύναμη της αγάπης καταργεί ακόμα και τον θάνατο και απαλλάσσει τον άνθρωπο από την τραγικότητά του. Νηστεία, σύμφωνα με την Πατερική σκέψη, είναι η εκούσια στέρηση που οδηγεί τον άνθρωπο στο χώρο της αληθινής ελευθερίας. Εκεί όπου παραδίδεται ολοκληρωτικά στην αγάπη του Θεού. Με τη δυναμική της απελευθερώνεται ο άνθρωπος από όλα εκείνα που τον κρατούν δέσμιο στη γη και τον αφήνουν προσκολλημένο σε επίγειους θησαυρούς «όπου σής και βρώσις τους αφανίζει».
Αγαπητοί αδελφοί, «έφθασε καιρός, η των πνευματικών αγώνων αρχή...». Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ο ευπρόσδεκτος καιρός που μάς χαρίζει η αγάπη του Θεού για να μας προσκαλέσει στο στάδιο των πνευματικών αγώνων, με τους οποίους καταξιωνόμαστε σε ουράνιες κατακτήσεις. Ας αδράξουμε, λοιπόν, την ευκαιρία «τον αγώνα τον καλόν αγωνίσασθαι, τον δρόμο της νηστείας εκτελέσαι, την πίστιν αδιαίρετον τηρήσαι και ακατακρίτως φθάσαι προσκυνήσαι και την αγίαν Ανάστασιν».

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.

Thursday, 27 February 2014

Ποιες είναι οι δυνατές προσευχές;


«Κύριε, Κύριε άκουσε τη φωνή μου» ( Ψαλμ. 129, 1 ) . Τι σημαίνει «από τα βάθη»;


Όχι απλώς με το στόμα ούτε απλώς με τη γλώσσα μου, διότι τα λόγια ξεχύνονται και όταν ακόμη η σκέψη μας πλανιέται, αλλά από τα βάθη της καρδιάς, με πολλή φροντίδα και προθυμία, από αυτά τα θεμέλια της διάνοιάς μου.

Διότι τέτοιες είναι οι ψυχές εκείνων που ζουν μέσα στις θλίψεις συγκινούν ολόκληρη την καρδιά, καλώντας τον Θεό με πολλή κατάνυξι και γι’ αυτό βέβαια εισακούονται.

Οι προσευχές αυτού του είδους έχουν μεγάλη δύναμι, δεν ανατρέπονται, ούτε κλονίζονται, και αν ακόμη επιτεθή με μεγάλη ορμή ο διάβολος.

Και όπως ακριβώς ένα ισχυρό δένδρο, που έχει απλωμένη τη ρίζα του βαθειά μέσα στη γη και σφίγγει το χώμα της, αντιστέκεται σε κάθε ορμή των ανέμων, ενώ εκείνο που έχει τις ρίζες του στην επιφάνεια της γης, μόλις φυσήξει ένα μικρό αεράκι κλονίζεται και σωριάζεται στη γη. Το ίδιο συμβαίνει και με την προσευχή: εκείνη που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής και ανεβαίνει από τα κάτω προς τα επάνω, και αν ακόμη εμφανισθούν αμέτρητες σκέψεις, και αν ακόμη ορμήξη ολόκληρη η παράταξι του διαβόλου, παραμένει ακατάπαυστη και αμετάτρεπτη, χωρίς να υποχωρή, ενώ εκείνη που βγαίνει από το στόμα και τα χείλη και δεν ανεβαίνει μέσα από τα βάθη της καρδιάς, ούτε στον Θεό μπορεί να ανεβή από την αδιαφορία εκείνου που προσεύχεται.

Διότι αυτόν που προσεύχεται με τον τρόπο αυτόν, μόλις συμβή κάποιος χτύπος, τον απέσπασε... μόλις γίνη κάποιος θόρυβος, τον απομάκρυνε από την προσευχή και το στόμα ομιλεί, ενώ η καρδιά είναι άδεια και η διάνοια έρημη.

Ο Χριστός είναι «πολύ μπροστά» για την εποχή μας...και όχι το αντίθετο!


αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος
Η πίστη μας είναι σαν το μάτι. Δέχεται το μάτι μας μία τρίχα μέσα του; Όχι! Όσο μικρή κι αν είναι το ενοχλεί, το μολύνει. Έτσι λοιπόν είναι και η πίστη μας. Δεν μπορεί να δεχτεί έστω και μία μικρή αλλοίωση, διότι αργά ή γρήγορα θα μολυνθεί και από τη μικρή αυτή αλλαγή, από τη μικρή αυτή "τριχούλα" μπορεί να χάσουμε ολόκληρο το μάτι, να αλλοιωθεί δηλαδή σιγά σιγά τόσο πολύ η Ορθόδοξη πίστη, η οποία πλέον να γίνει αιρετική.
Η Εκκλησία βεβαίως «προσαρμόζεται» στους καιρούς όμως δεν αλλοιώνεται ουσιαστικά. Μπορεί π.χ. να χρησιμοποιεί την τεχνολογία, τα τηλέφωνα, τηλεόραση, ραδιόφωνο, διαδίκτυο όμως αυτό δεν την επηρεάζει. Δεν χάνει την ορθότητα του δόγματος, την παράδοση των Θεοφόρων Πατέρων.
Λένε κάποιοι: «Η Εκκλησία πρέπει να εκσυγχρονιστεί». Το θέμα όμως είναι τι εννοούν οι άνθρωποι όταν μιλούν για εκσυγχρονισμό. Μήπως εννοούν να καταργηθούν οι νηστείες; Να καταργηθεί η λατρευτική ζωή; Οι ιερείς να βγάλουν τα ράσα; Να ευλογήσει η Εκκλησία την ακολασία; Να ευλογήσει η Εκκλησία την ανωμαλία; Να ευλογήσει η Εκκλησία την εγωπάθεια; Διότι εάν εννοούν σαν εκσυγχρονισμό όλα τα παραπάνω ή παρόμοια, μάλλον έχουν χάσει την αίσθηση της ορθότητας της πίστεως, έχουν εδώ και καιρό αποκοιμίσει τα πνευματικά τους αισθητήρια.
Η Εκκλησία δεν αλλάζει, διότι η Εκκλησία είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας. Η Εκκλησία απλά για ποιμαντικούς λόγους  χρησιμοποιεί κάποια μέσα του κόσμου προς ωφέλεια του κόσμου, χωρίς όμως να δεσμεύεται από αυτά. Η Εκκλησία δεν χρειάζεται να αλλάξει. Οι σύγχρονοι άνθρωποι θα πρέπει να ταπεινωθούν ώστε να αποδεχτούν τον δρόμο προς την τελείωση που προτείνει η Εκκλησία, δηλαδή ο Χριστός.
«Η γλώσσα μέσα στην λατρεία είναι ακατανόητη» υποστηρίζουν κάποιοι. «Η ώρα που τελείται ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία δεν μας βολεύει» λένε κάποιοι άλλοι.  «Είναι δυνατόν να θεωρείται αμαρτία το τάδε ή το τάδε; Που ζούμε;» λένε με αγανάκτηση μερικοί.
Η Εκκλησία αγαπητοί μου, δηλαδή ο Χριστός είπε: «Όστις θέλει…». Όποιος θέλει ας με ακολουθήσει, ας εφαρμόσει αυτά που λέγω ώστε να γίνει και αυτός κατά χάριν θεάνθρωπος.
Είναι όμως παράλογο οι άνθρωποι επειδή δεν θέλουν να μετανοήσουν, δεν θέλουν να βγουν από το βόλεμά τους, να χρησιμοποιούν διάφορα επιχειρήματα ώστε να βγάλουν -τρόπον τινα- άχρηστο ή και ατελή τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός μας προτείνει να ζήσουμε.
Ο άνθρωπος που δεν θέλει να αλλάξει, δεν θέλει να ταπεινωθεί, να κάνει δηλαδή υπακοή στον Χριστό, θα βρίσκει πάντοτε δικαιολογίες ώστε να αυτοδικαιώνει τις λάθος επιλογές του και να βγάζει τον Χριστό λάθος.
Η Ορθόδοξη πίστη μας, η Ορθόδοξη Εκκλησία μας με το στόμα και την γραφίδα των Θεοφόρων Πατέρων της ,μας δείχνει τον τρόπο και τα κριτήρια της ζωής που θα πρέπει να ακολουθήσουμε εάν και εφόσον θέλουμε να προκόψουμε πνευματικά. Ας μην προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε λοιπόν την αμαρτία μας, πέφτοντας στην βλασφημία. Διότι είναι μεγαλύτερη αμαρτία να κατηγορούμε τον ίδιο τον Χριστό ότι δεν τα είπε "καλά", από το ίδιο μας το πάθος που ίσως θέλουμε να δικαιολογήσουμε δι' αυτού του τρόπου.
Μπορεί βεβαίως κάποιος να υποστηρίξει ότι αυτά τα οποία λέγει η Εκκλησία δεν τα είπε ο Χριστός, όμως δι' αυτου του τρόπου πέφτει στο μεγάλο αμάρτημα της βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος, μιας και με το συγκεκριμένο σκεπτικού υποστηριζεί ότι δεν υπάρχει το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία.
Κοντολογίς. Η Εκκλησία όχι απλά είναι εκσυγχρονισμένη, αλλά για σωτηριολογικούς λόγους μένει (αν μου επιτρέπεται να πω ) και πίσω από την «εποχή» της. Ο κόσμος πρέπει να εκσυγχρονιστεί και όχι η Εκκλησία. Διότι η Εκκλησία ήδη κινείται στους χώρους της Ζωής μετά την ζωή, μέσα στην Καινή Δημιουργία, στην «εποχή» κατά την οποία τα πάντα υπάρχουν εν Χριστώ… ενώ ο κόσμος σέρνεται ακόμα μέσα στην φθαρτότητα ενός πεπτωκότος παρόντος, τυφλωμένος να δει όχι μόνο το επίγειο μέλλον του αλλά ακόμα και να υποψιαστεί την αποτυχία των επιλογών του και να μετανοήσει.
Ο Χριστός έκανε "καινά τα πάντα" , γιατί επιμένουμε λοιπόν στα "παλαιά" τα οποία παρήλθαν;
Ο Χριστός είναι "πολύ μπροστά" για την εποχή μας...και όχι το αντίθετο!

Wednesday, 26 February 2014

Saint Luke the Surgeon -On the Slaves of Sin and the Servants of Virtue

 Saint Mary Of Egypt
“Do you not know that if you present yourselves to anyone as obedient servants, you are slaves of the one whom you obey, either of sin, which leads to death, or of obedience, which leads to righteousness? But thanks be to God, that you who were once slaves of sin have become obedient from the heart to the standard of teaching to which you were committed, and, having been set free from sin, have become servants of righteousness. I am speaking in human terms, because of your natural limitations. For just as you once presented your members as slaves to impurity and to lawlessness leading to more lawlessness, so now present your members as servants to righteousness leading to sanctification.

For when you were slaves of sin, you were free in regard to righteousness. But what fruit were you getting at that time from the things of which you are now ashamed? For the end of those things is death. But now that you have been set free from sin and have become servants of God, the fruit you get leads to sanctification and its end, eternal life. For the wages of sin is death, but the free gift of God is eternal life in Christ Jesus our Lord” (Rom. 6, 16-23).

             I shall try, as far as I can, to explain to you these words of the great Apostle. The essence of the matter, here, lies in his view on enslavement to sin and service to righteousness. Let us look at these words carefully. “Just as, formerly, you had subjected your whole being to the passions and actions contrary to the divine will, with the result that you lived in opposition to God’s commandments, so, now, you have to subject your whole being to the divine will, in order to be closer to God”.

            The mind which governs us and which is what distinguishes us from dumb beasts can be made into a slave of sin, if we use it not to learn the will of God and His law, but to think of ways of committing injustice, duplicity and hostility towards our neighbour. If we focus on hedonistic pleasures, if we behave with hatred and conceit towards our neighbour, then our eyes will certainly become organs of sin. If we direct our hearing towards gossip, passing judgment on others, idle chatter, vain words and flattery, then they, too, will become organs of sin.

            And what can we say about our hands? How often do we extend them in order to swindle someone else, to steal something or, much as I hate to say so, to murder someone. And our legs? The legs of so many unfortunate people often lead them into robbery, or they make all haste to get to the “assemblies of the impious”. Bare legs provoke bodily desire. And as for the main organ of sin and impurity, I’m ashamed even to talk about it.

            We make even our hair, our teeth and our nails into organs of sin. Women use complicated coiffures and hair ornaments in order to interest men and attract them. When people quarrel, they can scratch each other, or even bite with their teeth. So all the parts of our body can become organs of sin and we devastate our souls if we misuse them.

            It’s possible, though, to use the parts of our body for good rather than evil. Let’s turn our attention to learning the will of God and the law of Christ, studying the works of the blessed fathers and great hierarchs and learning from them the ways of the righteous. May our eyes be forever turned, in the mind, to the most venerable cross of Christ, to the contemplation of divine beauty in the created world and may our hearts be moved by observing our good and striving brothers and sisters who are following the path of kindness and mercy.

            If we use our hands to distribute alms abundantly to the poor and weak among us, will they not then become a natural organ of righteousness? Our feet and legs can also become beautiful in accordance with the words of Saint Paul: “How beautiful are the feet of those who preach the good news” (Rom. 10, 15).

            All our works, our words and our thoughts, good and bad, inevitably leave traces deep in our souls. And, in fact, when they’re repeated regularly, they gradually alter our spiritual and also our corporeal nature. Those unfortunate people who have made their bodily parts the organs of sin really do become slaves to sin. Since they don’t try to resist their impure impulses, they give in to them and satisfy them. In this way they destroy their own will and become slaves to sin. Slaves don’t have a will of their own, but follow the will of their owners.

            On the other hand, blessed are those people who use their members to perform works that are righteous, good and pure; they receive the aid and grace of God, and, slowly but surely, become servants of righteousness, servants of God.

            These powerful words were addressed by Saint Paul to the Christians of Rome, who believed in God and changed their way of life, abandoning the manner in which they’d lived formerly, which had been sinful and prodigal. In the first chapter of his epistle, he reminds them that, until they came to know Christ, “they were filled with all manner of unrighteousness, evil, covetousness, malice. They are full of envy, murder, strife, deceit, maliciousness. They are gossips, slanderers, haters of God, insolent, haughty, boastful, inventors of evil, disobedient to parents, foolish, faithless, heartless, and ruthless”. (Rom. 1, 29-31).

            These words of Saint Paul are not concerned only with the idolaters of Rome, but with all impious people, in every age and every nation, who don’t think about truth and goodness. But if only they turn to God and make the parts of their body organs of righteousness, then the fruit of this change will be sanctity and, in the end, eternal life, of which Christ, our most merciful and most compassionate God, will make us worthy- all of us who repent. Amen.

Saint Luke The Surgeon

Source-Pemptousia.com

Η ΦΟΒΕΡΗ ΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ...


Το αληθινό γεγονός πού καταγράφουμε έγινε γύρω στο 1940, πριν από την έναρξη του πολέμου.

Ένας ιερεύς ο παπά-Θεόδωρος κλήθηκε για να κοινωνήσει δύο χριστιανούς ετοιμοθάνατους. Έναν πλούσιο, σκληρό και φιλάργυρο και μια ενάρετη χήρα, πού μεγάλωσε μόνη της, με τιμιότητα και σωφροσύνη, σκληρό αγώνα και φτώχεια πολλή, εκείνα τα χρόνια, οκτώ παιδιά!!!
Ο παπά-Θεόδωρος πήρε μαζί τον διάκονο του, τον πατέρα Λαυρέντιο. Μπροστά ο νεωκόρος, στο πλάι ο διάκονος και ο ιερεύς με το άγιο Ποτήριο, ασκεπής και με τον Αέρα στους ώμους, (όπως εσυνηθίζετο τότε), πήγαν πρώτα στο σπίτι του πλούσιου, αλλά αυτός ούτε καν ήθελε να ακούσει για Θεία Κοινωνία! Μόνο φώναζε:

-Δεν είμαι εγώ για θάνατο!
Έγινε ένας διάλογος, όσο ήταν δυνατόν, μεταξύ του ιερέως και του άρρωστου, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος, δεν ήθελε να κοινωνήσει.

Λέγει τότε ο διάκονος, ο πατήρ Λαυρέντιος:

-Πάτερ Θεόδωρε, μου δίνετε, σας παρακαλώ το άγιο Ποτήριο, να πάω να κοινωνήσω την ετοιμοθάνατη κυρία Μαρία και εσείς να συζητήσετε με τον ασθενή μέχρι να γυρίσω! και, εάν έχει πεισθεί, να τον κοινωνήσομε μετά;

-Να πας παιδί μου, με τις ευχές μου.

Ο νεωκόρος μπροστά με το λαδοφάναρο και πίσω ο διάκονος με την Θεία Κοινωνία έφθασαν σε ένα φτωχικό σπιτάκι. Μπήκαν μέσα και είδαν γύρω από το κρεβάτι της κυρα-Μαρίας να παρευρίσκονται τα παιδιά, τα εγγόνια, οι λοιποί συγγενείς της και όλοι να κλαίνε για την υπέροχη αυτή μητέρα, γιαγιά και συγγενή.

Μόλις προχώρησε λίγο ο διάκονος, έμεινε ακίνητος! Τι είδε; Ανείπωτο θέαμα! Περικυκλωμένη δεν ήταν μόνο από ανθρώπους ή αγιασμένη αυτή ψυχούλα, αλλά και από δεκάδες Αγγέλους και Αρχαγγέλους, πού συνωστίζονταν μέσα στο δωμάτιο ποιος θα πρώτο-χαϊδέψει και ποιος θα πρώτο-απαλύνει και θα πρώτο-σφουγγίσει τον ίδρωτα αυτής της υπερευλογημένης μάνας!

Και δεν ήταν μόνο αυτό!!! Ακριβώς πάνω από το κεφαλάκι της, στο προσκεφάλι της δηλαδή, ήταν ή Υπεραγία Θεοτόκος, η οποία με ένα θεοΰφαντο μαντήλι της σκούπιζε τον ίδρωτα του πυρετού από το μέτωπο της. Τα δε χείλη της ετοιμοθάνατης ψιθύριζαν: «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε».

Και-ω του θαύματος- όλοι οι Άγγελοι έπεσαν «μπρούμυτα» και προσκύνησαν το εισερχόμενο πανάγιο Ποτήριο πού είχε μέσα το τίμιο Σώμα και το Αίμα του υρίου! Όλες οι Αγγελικές Δυνάμεις!

Και η Υπεραγία Θεοτόκος, κατά έναν ακατάληπτο τρόπο, ασπάσθηκε το άγιο Ποτήριο και οδήγησε τον διάκονο να κοινωνήσει την ετοιμοθάνατη.

Μετά τη Θεία Κοινωνία οι Άγγελοι πήραν, την ψυχή αυτής της ευλογημένης μάνας, την παρέδωσαν στα χέρια της Παναγίας και όλοι μαζί ανήλθαν στον Ουρανό.

Άστραψε ο τόπος, μοσχοβόλησε το δωμάτιο και ο διάκονος με φόβο και χαρά απερίγραπτη και αγαλλίαση έφυγε ...;και επέστρεψε στο σπίτι του πλουσίου ...; Μπήκε μέσα και τον κατέλαβε ρίγος! γιατί γύρω από το κρεβάτι, του φιλάργυρου αυτού ανθρώπου, βρίσκον­ταν εκατοντάδες δαίμονες, οι όποιοι με τρίαινες φοβερές κατατρυπούσαν το σώμα του σε διάφορα σημεία: στα γόνατα, στα πόδια, στα χέρια, στις παλάμες, στην κοιλιά, στο λάρυγγα, στα μάτια, στο κεφάλι ...; Με όσα μέλη αμάρτησε, πάνω σ' αυτά τρυπούσαν οι δαίμο­νες. Ούρλιαζε, φώναζε ο ταλαίπωρος πλούσιος.

Παρέδωσε το άγιο Ποτήριο τρέμοντας, στα χέρια του ιερέως, ο διάκονος, και από τον τρόμο του λιποθύμησε ...;

O ιερεύς εις μάτην προσπαθούσε να πείσει τον πλούσιο να «ετοιμαστεί» για το τέλος! Αυτός τίποτα! Πέθανε τελικά χωρίς Θεία Κοινωνία και χωρίς Εξομολόγηση.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ. ΠΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Tuesday, 25 February 2014

The Woman who Dwelt in a Cave...


A saintly hermit told the brothers the following story:

One day, as I was sitting in the desert, I began to feel worried and sad. A thought came to me: “Get up and go for a walk in the desert”. So I walked and came to a water-course and gazing into the distance in the moonlight- night had fallen already- I saw something hirsute sitting on a rock. At first I thought it was a lion and stopped walking in that direction. But then I thought it over and realized that, even if it were a lion, I shouldn’t be afraid, but rather should take courage and believe in the grace of Christ. So I started off again, heading towards the rock. Near the rock there was a small hole. No sooner did the figure see me approaching in the distance than it sprang up and disappeared into the cave.

When I got to the rock, I found a basket with some beans and a pitcher full of water, so I realized that the figure must have been a person, rather than a lion. So I went up to the opening of the cave and shouted: “Servant of God, please, do me a favour and come out and bless me”. No answer. I insisted that whoever it was should come out and give me a blessing, but the reply came: “Forgive me, Elder, but I can’t come out”. When I asked why, I received the answer: “Forgive me, but I’m a woman and quite naked”. When I heard this, I immediately took off the cloak I was wearing, wrapped it up and threw it into the cave. “Take this clothing, put it on and come out, please”. She did so. As soon as she came out, we said the usual prayer and sat down. Then I implored her: “Do me the favour, mother Elder, of telling me how you came to this place, how you spend your time here and how you found this cave”.

            Then she began to tell me her life story:

            “I was a ‘canonical’, she said [that is a woman dedicated to the Church but not tonsured as a nun], ‘and had dedicated my life to the church of the Resurrection of Christ. But where I used to perform this duty, there was a monk, who had his cell near the gate. This monk started to become familiar and seemed very pleased to be in my company or to speak with me. On one occasion I overheard him weeping and confessing this sinful inclination to God. I knocked on the door, and, when he realized it was me, he didn’t open it. Instead, he continued weeping and confessing to God. When I saw this, I said to myself: ‘Here’s this man repenting his own sin, but I’m unrepentant. He’s repenting and bewailing his transgression, so how can I remain like this, without the attire of mourning within me’.

So I immediately took the decision. I went back to my cell, put on an old and worn piece of clothing, filled my basket with beans and my jar with water. I went into the church of the Resurrection and made a prayer: ‘You, Lord, Who are our great and wonderful God, you Who came to earth to save the lost and raise the fallen, You who hearken to all those who sincerely ask Your assistance, show Your compassion and mercy to me, too, sinner that I am. And if it’s your good pleasure to accept my return and the repentance of my soul, bless these beans and this water, so that they’ll suffice for all the years of my life, so that I won’t be distracted- with the excuse of seeing to the needs of the flesh and the body- from continuous worship’.

Then I went to Golgotha and made the same prayer. I embraced the holy rock and the sacred vessels and again called upon the holy name of God. Then, in total secrecy, I left and, with complete confidence, gave myself into the hands of God. I went down to Jerusalem, crossed the Jordan and took the road that led to the bank of the Dead Sea. I’d never seen the sea-level so high. So I went up into the mountains and wandered in the desert until I came to this water-course. I climbed up onto the rock and found this cave. Since then I’ve come to love this place very much. I like to think that God gave it to me so that I could truly repent. I’ve lived here for thirty years and have never set eyes on another person, apart from you today.

And the beans in my basket and the water in my jar have never run out to this day, even though I’ve eaten and drunk as much as necessary. Of course, as time passed, my first clothes wore out and fell to pieces, but as my hair grew and got longer, I covered myself with it as if it were clothing. And so, by the grace of Christ, neither the cold nor the heat, even the furnace of the summer, do me any harm’.

She finished her story here and invited to me to eat some of the beans she had in her basket, because she’d been told “from the outside”, that I was very hungry. We ate and drank until I was full. But I saw that both the basket and the pitcher were still full, so I gave glory to God.

When it was time for me to go, I wanted to leave her my outer raso [habit], but she wouldn’t take it and said: “Bring me new clothes when you next come”.

I was filled with joy when she said this and begged her to wait for me and to welcome me again. We prayed again, I bade her farewell and left, imprinting the location on my mind so that I’d be sure to find it next time I came. I left and went to the church in the neighbouring village and told the priest what I’d seen and heard. He gathered the faithful and in a speech he made to them said: “Not far from our church, there are some saintly hermits whose clothes have fallen apart and they’re going about the desert completely naked. Anyone who’s got clothes to spare, bring them here and we’ll hand them out”.

Immediately, the Christians brought in a good many clothes. I took what I needed and, full of joy, started out again, hoping to see once more the blessed face of this spiritual mother, in the cave. I went back to the place, and tired myself out looking, but I couldn’t find the cave. When eventually I did find it, the God-bearing woman wasn’t there any more, and that upset me.

I went away, saddened. A few days later, some hermits came to visit me and two of them said: “We two were wandering around the desert on the other side of the sea when we suddenly saw, at night, sitting on a rock, a hermit with long hair. When we quickened our steps to meet up with him and take his blessing, he avoided us and went into the entrance of a nearby cave. We wanted to go in ourselves, but as we approached the doorway, a voice came from out of the depths of the cave, saying: ‘Servants of God, please don’t disturb me. On the rock next to you there’s a basket of beans and a pitcher of water. If you want, you can eat and drink’.

The voice gave us its blessing and we went to the rock as we’d been told to do. There on the rock were the basket of beans and the jar of water. We ate and drank and rested for the remainder of the night.

When we woke up in the morning we went to get the blessing of the cave-dwelling hermit, but saw that the person had already fallen asleep in the Lord. We wanted to prepare him for burial, but realized that it was a woman, covered with her own very long hair. We blessed ourselves with her holy relics and rolled a large rock across the entrance to the cave. Once we’d prayed, we started out on the road back”.

I then realized that it was the same ‘canonical’ who had lived as a hermit and had become a holy mother. So I told them what I had heard from her mouth and, all together we glorified God, to Whom, indeed, glory is due unto the ages of ages. Amen.

P.V. Paskhos, Αγγελοτόκος έρημος, Armos Publications, pp. 137-42.

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής – Ολοι μας μπορούμε να γίνουμε άγιοι



Το πρώτο, πού κάνει κάθε άνθρωπος, όταν τον καλέση ο Θεός στην επίγνωσί Του, είναι να ερευνήση με ακρίβεια τον εαυτό του για να ιδή, ότι πράγματι στην ζωή του πολλές ενέργειες του ήσαν έξω από το θέλημα του Θεού. Και από αυτή την στιγμή αρχίζει το έργο της μετανοίας. Η μετάνοια αρχίζει από την κατάπαυσι της αμαρτωλής ζωής και φθάνει μέχρι αυτής της θεώσεως, η οποία δεν έχει τέλος.



Ο Θεός δεν έχει περιγραφή και τέρμα· ούτε και οι ιδιότητές Του είναι δυνατό να έχουν. Μπαίνοντας ο άνθρωπος, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μέσα στους κόλπους της θεώσεως, πάσχει όλες αυτές τις ιδιότητες τις ατέρμονες, τις αψηλάφητες, τις ανεξιχνίαστες, τις απέραντες. Γι’ αυτό είπα ότι η μετάνοια δεν έχει τέρμα.

Θέλω να σχολιάσω το θέμα της μετανοίας, παίρνοντας αφορμή από μερικά πράγματα πού με προεκάλεσαν και από τον προσωπικό μου βίο, αλλά και γενικώτερα.



Βλέπω ότι μοναχοί στις ημέρες αυτές της περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής, ευρίσκουν καιρό και ασχολούνται με θέματα επουσιώδη και λόγω της απειρίας τους όταν τους ερωτήσης γιατί ασχολούνται με αυτά, απαντούν. «Επειδή είχα καιρό και δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω». Αυτό είναι ένα είδος μικροψυχίας, να μην πω ολιγοπιστίας. Δεν έχεις τι να κάνης; Ίσως να ετελείωσες το διακόνημά σου και έχεις ένα περιθώριο χρόνου. Τότε πήγαινε στο κελλί σου. Το κελλί είναι το εργαστήριο της μεταβολής του χαρακτήρας σου. Δεν πηγαίνεις ναγονατίσης εκεί μέσα; να κτυπήσης το μέτωπο σου κάτω, να κτυπήσης το στήθος, την «ενθήκη» των κακών, αλλά και την «ενθήκη» των καλών; Και να κτυπήσεις εκεί του Ιησού την πόρτα; Να ζήτησης, να αιτήσης, να επιμένης, ούτως ώστε να σου άνοίξη;



Έπειτα κάθεσαι και δεν μελετάς; Μα, οι μοναχοί είναι θεολόγοι. Επί Βυζαντίου, στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, υπήρχαν όλοι οι επιστημονικοί κλάδοι. Όλες οι γνώσεις των ανθρώπων. Μόνο η θεολογία απαγορευόταν. Η θεολογία ήταν στις ιερές Μονές. Δεν εθεωρείτο ανθρώπινη γνώσι. Στους μοναχούς ανήκει η θεολογία, διότι ερχόμενοι σε επαφή με τον Θεό προσωπικά, δέχονται τις ελλάμψεις και αποκαλύψεις και γίνονται θεολόγοι. Γιατί λοιπόν, να μην ανοίξωμε το Πανεπιστήμιο μας εδώ, ημέρα και νύκτα και να γίνωμε πραγματικοί θεολόγοι; Είδα και επιμένω και δεν υποχωρώ, ότι τόση Χάρι παίρνει ο μοναχός από την μελέτη στο κελλί του, μέσα στο πνεύμα της απολύτου ησυχίας, σχεδόν ίση με αυτή πού δίνει η προσευχή.Εις αυτό επιμένω, διότι χάριτι Χριστού, το εγεύθηκα όχι μια, αλλά πολλές φορές στην ζωή μου.



Και θέλω να τονίσω και κάτι ακόμα. Ο νόμος της επιρροής, ο κανόνας της επιδράσεως, εφαρμόζεται απόλυτα. Τα συγγράμματα των Πατέρων πού μελετά ο μοναχός με πίστι και πόθο και επικαλείται την ευχή τους είναι αδύνατο να μην επιδράσουν επάνω του. Διότι οι Πατέρες ήσαν και εξακολουθούν να είναι Πατέρες, και ζητούν αφορμή και αυτοί, όπως ο ίδιος ο Θεός, του οποίου είναι «εικών και ομοίωσις», να μεταδώσουν σε μας τις Χάριτες τις οποίες αυτοί ευρήκαν δια του αγώνος των. Με την ανάγνωσι και την μελέτη τους να είσθε βέβαιοι, ότι η πατρική τους στοργή θα επιδράση επάνω σας.



Ας επανέλθωμε όμως στο θέμα της μετανοίας.



Πολλές φορές συμβαίνει στον αγωνιζόμενο, να μην ημπορή να νικήση τον παλαιό άνθρωπο, διότι είναι τόσο πολύ αιχμαλωτισμένος από τα πάθη του, παρ’ όλο πού αυτός τα μισεί, τα αποστρέφεται, δεν τα θέλει· και αυτή η κατάστασι θεωρείται κατά την παράδοσι της Εκκλησίας, ζωή μετανοίας.

Τότε μόνο δεν θεωρείται μετάνοια, όταν παύση ο άνθρωπος να αγωνίζεται και λέγει: «Δεν ημπορώ πλέον. Δεν υπάρχει για μένα τίποτε». Αυτό λέγεται απόγνωσι και το καταδικάζει η Εκκλησία ως βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος· περικόπτει και απορρίπτει αυτό το μέλος ως σάπιο, ως βλάσφημο, στρεφόμενο κατά της αγαθότητας του Θεού.



Δεν πρέπει λοιπόν, σε καμμιά περίπτωσι να συστέλλωμε την πίστι μας. Ουδέποτε να σκεφθή κανείς, ότι είναι αδύνατο να φθάσουμε στην ολοκληρωτική μετάνοια στην οποία μας εκάλεσε ο Χριστός μας. Θα φθάσωμε χάριτι Χριστού. Ουδέποτε είναι ικανή μόνη η ανθρώπινη ενέργεια και προσπάθεια να φθάση εκεί. Αυτό είναι εγωιστικότατο και οι Πατέρες το κατεδίκασαν. Ο Μέγας Μακάριος λέγει ότι τόση είναι η δύναμι της προθέσεως του ανθρώπου, τόσο μόνο ημπορεί ο άνθρωπος, μέχρι πού να αντιδράση προς τον διάβολο. Προκαλούμενος υπό του σατανά, υπό μορφή προσβολής «κάνε αυτό», τόσο μόνο ημπορεί να πή ο άνθρωπος· «όχι δεν το κάνω». Μέχρι εκεί ημπορεί να πάη ο άνθρωπος. Από εκεί και πέρα είναι έργο της Χάριτος. Γι’ αυτό ο Ιησούς μας, ετόνιζε με έμφασι ότι, «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».



Άρα ποτέ να μην συσταλήτε, ποτέ να μην κατεβαίνετε στην μικροψυχία, εφ’ όσο «δια πίστεως βαδίζομεν». Ποτέ να μην λέγετε: «Δεν θα φθάσωμε εμείς στην απάθεια, δεν θα φθάσωμε στον αγιασμό, δεν θα μιμηθούμε τους Πατέρες μας». Αυτό είναι βλάσφημο. Θα τους φθάσωμε επειδή το θέλομε και εφ’ όσο το θέλομε θα μας το δώση ο Χριστός μας.



Μένοντας πιστοί και μη υποχωρούντες κατά πρόθεσι, οπωσδήποτε θα το επιτύχωμε. Αυτή είναι η πραγματικότης. Έξω από αυτή την γραμμή οι Πατέρες δεν παραδέχονται άλλη. Έξω από αυτή, θεωρείται πλέον απόγνωσι. Δεν υπάρχει το «δεν μπορώ πλέον». Πώς δεν μπορείς; Δια του Χριστού ισχύομε. «Πάντα ισχύομεν εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ». «Πάντα»,είπε ο Παύλος, για να μην αφήση κανένα περιθώριο, μήπως πή κάποιος «εγώ δεν ημπορώ». Αφού είναι «μεθ’ ημών ο Θεός, τις καθ’ ημών; Ει Θεός ο δικαιών, τις ο κατακρίνων;»



Κοιτάξετε το όριο της μετανοίας πως αποκαλύπτεται μέσα στην Γραφή. Ο Πέτρος, ερώτησε τον Ιησού μας. «Κύριε, καλά είναι έως επτά φορές να συγχωρώ αυτόν που μου φταίει;» Ο Πέτρος τότε ατελής όντας, μη δεχθείς την έλλαμψι της Χάριτος, εσκέπτετο ανθρωπίνως. Ενόμιζε με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με την αυστηρότητα του Μωσαϊκού Νόμου, ότι έκανε μεγάλη οικονομία. Έφθασε, όχι μια αλλά επτά φορές να συγχωρή. Και ο Ιησούς μας, ερμηνεύοντας του το πνεύμα της Εκκλησίας, του λέγει: «όχι επτά αλλά εβδομηκοντάκις επτά», για να τονίση έτσι το απεριόριστο της μετανοίας.



Η ζωή μας εδώ είναι ένα εικοσιτετράωρο επαναλαμβανόμενο. Αν και εις όλες τις στιγμές είμεθα πάντοτε έτοιμοι, με νέες αποφάσεις, η πρόθεσί μας είναι σωστή, το πνεύμα πρόθυμο, η σαρξ όμως είναι ασθενής. Και δεν είναι μόνο η σαρξ. Μαζί με την σάρκα, με την φύσι, υπάρχουν οι έξεις, οι συνήθειες, οι τόποι, τα περιβάλλοντα, τα πρόσωπα, τα πράγματα και ο ίδιος ο διάβολος. Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν την αντίθεσι, και μένει σε μας μόνο η πρόθεσι η ιδική μας και η ενεργούσα μυστηριωδώς θεία Χάρις, πού είναι παντοδύναμη.



Θεωρητικά όλα αυτά είναι εύκολα, πρακτικά όμως είναι δύσκολα, όπως από την πείρα ο καθένας γνωρίζει. Αποφασίζομε κάθε πρωί, κάθε στιγμή, ότι από τώρα και στο εξής δεν θα υποδουλωθούμε στα πάθη. Ναι, αλλά τα πάθη δεν αφορίζονται, δεν εξορκίζονται, για να τους πούμε «φύγετε» και δεν σας θέλομε και να φύγουν, θέλουν τιτανική μάχη και αντίδρασι για να φύγουν. Και αυτό γίνεται όταν νικήση η Χάρις, όχι ο άνθρωπος. Διότι τα πάθη και οι αρετές είναι υπεράνω της φύσεως μας. Δεν τα πιάνομε, δεν τα ελέγχομε. Αυτά μόνο η θεία Χάρις θα τα διώξη, θα απελάση τα πάθη και θα ελκύση τις αρετές. Πότε όμως; Όταν εμείς επιμένωμε.



Γι’ αυτό ο Ιησούς μας ετόνισε την υπομονή και την επιμονή. «Εν τη υπομονή ημών κτήσασθε…». Και στις προσευχές ακόμα, λέγει: «κρούετε, ζητείτε, μη εκκακήτε εν ταις προσευχαίς». Και αναφέρει τα παραδείγματα εκείνα, με τα οποία μας ντροπιάζει. Εάν σας ζητήση το παιδί σας ψωμί, θα του δώσετε πέτρα; Και αν σας ζητήση να του δώσετε ψάρι, θα του δώσετε φίδι; Εάν εσείς πού είστε πονηροί, δίδετε αγαθά δόματα στα παιδιά σας, ο Ουράνιος Πατήρ δεν θα δώση Πνεύμα Άγιο εις εκείνους πού το ζητούν; Και «υπέρ εκ περισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» θα δώση. Είναι αδύνατο να καταργηθούν οι θείες αυτές υποσχέσεις. Ο Ιησούς μας λέγει ότι, «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι». Γι’ αυτό τον σκοπό ήλθε ο Υιός του Θεού στην γη. Δεν είχε ανάγκη ο Θεός Λόγος να υποστή την «κένωσι» ει μη μόνο για την επιστροφή του ανθρώπου στους κόλπους της θείας αγάπης. Αυτή είναι η «καινή κτίσις» πού είναι ανωτέρα της προηγουμένης.



Υπάρχει και ένα άλλο μυστήριο ακόμα πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας, το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να ξέρετε. Το μυστήριο είναι τούτο. Πολλές φορές, ενώ τα πράγματα πάνε καλά, η ίδια η Χάρις αφήνει τον πειρασμό· και διευκρινίζω καλύτερα. Η Χάρις δεν δημιουργεί ποτέ πειρασμό. Αλλοίμονο, είναι βλάσφημο να το πή κανείς. Δεν πηγάζει από το φως σκότος, ποτέ.



Και εξηγούμαι σαφέστερα. Εγώ επιμένω αγωνιζόμενος εναντίον ενός πάθους πού με ενοχλεί· κατά της κακής έξεως πού με πιέζει· θέλω να φύγη· παρακαλώ τον Θεό να μου δώση εκείνο πού μου χρειάζεται. Ο Θεός μέσα στην πανσωστική του πρόνοια, πού περικλείει τα πάντα, βλέπει ότι δεν είναι ώρα να το δώση. Η ίδια η Χάρις, ενώ έπρεπε να λειτουργήση και να κάνη αυτό το πράγμα, δεν το κάνει. Δεν το κάνει για τον λόγο πού ξέρει, επειδή ο Θεός είναι ανενδεής και οι τρόποι πού επεμβαίνει είναι Θεοπρεπείς, και ότι κάνει ο Θεός είναι παντέλειο. Ότι κάνει ο Θεός δεν είναι μερικό, είναι γενικό.



Επομένως στην γενικότητα αυτή χρειάζεται ο χρόνος. Διότι μαζί με την περίστασι, ο Θεός περικλείει πολλά μαζί. Χρειάζεται υπομονή, ούτως ώστε να ετοιμασθούν και τα πρόσωπα και οι παράγοντες και οι τόποι και ο χρόνος και ακόμα και αυτή η ιδιοσυγκρασία. Και τότε έρχεται και το τελειώνει, το φέρει εις πέρας.



Υπάρχουν και άλλες πτυχές πάνω στο ίδιο θέμα πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες. Πολλές φορές προλαμβάνει η Χάρις και δίδει ένα κανόνα και αφήνειτον άνθρωπο αβοήθητο σε μια περίστασι, για να τον σώση από ένα επερχόμενο πειρασμό τον οποίο ξέρει ο Θεός ότι θα επάθαινε μέσα στην απειρία και στην ατέλεια του.

Είναι τόσα τα μυστήρια, πού δεν ημπορή να τα γνωρίζη κανείς.



Άλλες φορές η Χάρις προορίζει ένα άνθρωπο για να γίνη οδηγός άλλων και τον πειράζει ιδιαίτερα αυτόν για να τον ετοιμάση, ούτως ώστε στην κατάλληλη στιγμή να είναι από όλες τις απόψεις πεπειραμένος και να δυνηθή να σταθή μέσα στην Εκκλησία και να γίνη φωστήρας, οδηγός και καθοδηγητής των άλλων. Τον δοκιμάζει με ένα άλλο τρόπο μυστηριώδη και ασυνήθιστο. Είδες τι λέει; «Μήπως δεν έχει εξουσία ο κεραμεύς του πηλού; Να κάνη από τον ίδιο πηλό ότι θέλει;» Έτσι και η Χάρις. Όλα αυτά μας πείθουν ότι χρειάζεται υπομονή και καρτερία· ουδέποτε μικροψυχία.



Εφ’ όσον ο Ιησούς μας λέγει ότι «οι λόγοι μου, ου μη παρέλθωσι», να είστε βέβαιοι ότι κανενός η ελπίδα δεν θα διαψευσθή. Μόνο οι άνθρωποι ημπορούν να απατήσουν τους άλλους, διότι είναι πεπερασμένοι και έχουν τις γνώσεις τους περιορισμένες. Στον Θεό δεν συμβαίνει το ίδιο. Οτιδήποτε του ζητήσομε και αφορά την σωτηρία μας θα το πάρωμε.



Μου είπε ένας αληθινά πνευματικός άνθρωπος, ότι από την αρχή πού εξεκίνησε, του έδειξε ο Θεός την Χάρι Του και τον έβαλε στον σωστό δρόμο. Μέσα στον αγώνα του τότε, παρεκάλεσε τον Θεό να τον απαλλάξη από μια κατάστασι πού του φαινόταν πολύ δύσκολη και ήταν αδύνατο να αντέξη. Παρ’ όλο πού προσευχήθηκε πολύ δεν είδε καμμιά λύσι στο πρόβλημά του. Επέρασαν σαράντα δύο χρόνια· και τότε του είπε καθαρά η Χάρις: «θυμάσαι, πού με παρεκάλεσες να σου αποκαλύψω το θέλημα μου για εκείνο το πράγμα; Αυτό είναι πού έκανες τώρα». Και αυτός απάντησε: «Και εάν δεν έκανα έτσι τόσα χρόνια και έκανα αλλοιώς;» Και απεκρίθη η Χάρις: «θα εχάνεσο». Έτσι είναι τα μυστήρια, γι’ αυτό χρειάζεται να κάνωμε υπομονή.



Στο βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, κάποιος Ρώσσος ωνόματι Μοτοβίλοφ είχε απορία, τι σημαίνει Χάρις. Και ενώ είχε αυτή την απορία και προσευχόταν, ο Θεός δεν του έδειξε τίποτε. Τελικά αυτός το εξέχασε. Όταν επέρασαν είκοσι πέντε χρόνια, τον εφώναξε ο Άγιος Σεραφείμ και του λέγει: «Έλα εδώ τώρα να ιδής αυτό πού εζήτησες πριν τόσα χρόνια. Ο Θεός αργεί αλλά δεν ξεχνά».



Όταν θέλωμε να σωθούμε αγωνιζόμεθα να αποβάλωμε τα πάθη μας και επιθυμούμε διακαώς να κατοικήση μέσα μας η Χάρις του Αγίου Πνεύματος και να μας δείξη αυτή τι θέλει να κάνωμε. Είναι αυτό πού μας είπε ο Ιησούς μας; «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν των ουρανών» και τα υπόλοιπα «προστεθήσεται υμίν».



Όταν εμείς ορθοποδούμε, θα επιτύχωμε περισσότερο από ότι υπολογίσαμε. Επομένως να μένετε πιστοί στις καλές σας αποφάσεις έστω και αν χιλιάκις επιχειρήσετε και δεν επιτύχετε. Μη νομίζετε ότι άλλαξε κάτι. Ούτε εμείς αλλάξαμε, ούτε ο Θεός, ούτε φυσικά και ο διάβολος. Το «αιτείτε και λήψεσθε» είναι πραγματικότης. Εφ’ όσον αιτήσαμε θα λάβωμε, εφ’ όσον εζητήσαμε θα μας δώσουν, εφ’ όσον εκρούσαμε θα μας ανοίξουν. Ο ήλιος είναι δυνατό να μην ανατείλη, αλλά εμείς δεν είναι δυνατό να αποτύχωμε.

Δεν είναι τυχαίο, το ότι μας εκάλεσε ο Θεός να τον ακολουθήσωμε. Ποιος μας έφερε εδώ;



Ποιος μας ενίσχυσε να αρνηθούμε την φύσι και να γίνωμε περίγελως του κόσμου και να είμεθα αυτοεξόριστοι; Και όχι μόνο τούτο, αλλά να στενάζωμε μήπως γλυστρίσωμε και ξεφύγωμε λίγο από την εγκράτεια· μήπως κοιμηθήκαμε λίγο περισσότερο· μήπως αποφύγαμε τον κόπο· μήπως εξεφύγαμε λίγο από την υπακοή. Γι’ αυτά στενάζομε. Αυτά είναι η ενεργός Χάρις του Αγίου ΙΙνεύματος πού ευρίσκεται μαζί μας και μας πείθει και μας πληροφορεί. Αυτά είναι πραγματικότης όχι λόγια λαλούμενα, λόγια αφηρημένα. Κρατούμε στα χέρια μας τις αποδείξεις της ελεημοσύνης του Χριστού.



«Το μείζον» το έδωσε. Δεν θα δώσει το ελάχιστον; «Έτι αμαρτωλών όντων ημών, υπέρ ημών απέθανε». Εάν αυτός εσταυρώθη και δια του Σταυρού κατήργησε την αμαρτία και εσφράγισε το διαβατήριο της εισόδου μας στην ζωή παρέχοντας και την άφεσι των αμαρτιών μας, τώρα απομένει σε μας να κάνωμε λίγη υπομονή. Να μην γυρίσουμε πίσω, αλλά να αναμένωμε ως δούλοι τον Κύριο μας «πότε αναλύσει εκ των γάμων». Και θα αναλύση και θα φωνάξη τον καθένα· και θα απαντήσωμε και εμείς με καύχημα. «Παρόντες, Κύριε, εδώ είμεθα. Αφ’ ης στιγμής μας εκάλεσες, αναμέναμε πότε θα έλθης να μας δώσης την επαγγελία». Οπόταν θα ακούσωμε το: «Ευ, δούλοι αγαθοί και πιστοί».



Αυτές είναι πραγματικότητες. Αυτά τα ζήτε και θα τα ζήσετε ακόμη περισσότερο, εάν δώσετε περισσότερη σπουδή στην μελέτη και γενικά στην πνευματική εργασία. Να κάνετε την διακονία σας με λεπτομέρεια και υπακοή. Να βλέπετε στο πρόσωπο του Γέροντα την πραγματική παρουσία του θείου θελήματος. Ο καθένας να σκέπτεται ότι ζή ο εαυτός του, και ο Χριστός.

Μόλις τελειώσετε την διακονία σας να είστε χαρούμενοι· μεταξύ σας όχι σκυθρωποί και να μην αποφεύγετε ο ένας τον άλλο. Να είσθε ευγενικοί και πρόθυμοι. Μην ομίλητε όμως άσκοπα. Από την πολυλογία «ουκ εκφεύξεταί τις αμαρτίαν». Λέγει ο σοφός Σειράχ: «Μεταξύ αρμών λίθων πύγνηται πάσσαλος και μεταξύ πράσεως και αγορασμού εμφωλεύει αμαρτία».



Πράσις και αγορασμός κατά τους Πατέρας είναι το «δούναι και λαβείν». Να ακούσω και να ακούσης. Μα αυτά είναι για μας; Αυτά είναι για τους αργόσχολους του κόσμου τούτου, πού ομιλούν περί ανέμων και υδάτων. Εμείς ποια σχέσι έχομε με τον κόσμο τούτο; Για μας είναι τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού. Εκείνα μας απασχολούν. Εμάς μας απασχολεί ο ουρανός.



Άνω σχώμεν τάς καρδίας. Πού; Εκεί «όπου, υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς, εις τα Άγια αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος»

Εκεί, στο ουράνιο καταπέτασμα, εκεί να αποβλέπωμε, εκεί είναι η πατρίδα μας. «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Είμαστε Ουρανοπολίται. «Μνήσθητι της βασιλείας των ουρανών ίνα η επιθυμία αυτής κατά μικρόν – μικρόν ελκύση σε», λέγει ο Αββάς Ησαΐας. Και αυτή η μνήμη αυξάνει μέσα μας τον ζήλο.



Αυτά ήθελα να σας υπενθυμίσω την περίοδο αυτή της περιεκτικής μετανοίας. Έτσι προχωρούμε «αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν», το κέντρο της αγάπης μας, πού μας εκάλεσε και μας έδωσε την οσμή της ευωδιάς της κλήσεως Του και μας έβαλε στον δρόμο των Αγίων.

Πηγή
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...