Tuesday, 20 August 2013

St. Basil the Great-On the Value of the Psalms

                    Page from a greek psalter
From St. Basil’s homily on Psalm 1


When, indeed, the Holy Spirit saw that the human race was guided only with difficulty toward virtue, and that, because of our inclination toward pleasure, we were neglectful of an upright life, what did He do? The delight of melody He mingled with the doctrines so that by the pleasantness and softness of the sound heard we might receive without perceiving it the benefit of the words, just as wise physicians who, when giving the fastidious rather bitter drugs to drink, frequently smear the cup with honey.
Therefore, He devised for us these harmonious melodies of the psalms, that they who are children in age, or even those who are youthful in disposition, might to all appearances chant, but in reality, become trained in soul. For, never has any one of the many indifferent persons gone away easily holding in mind either an apostolic or prophetic message, but they do chant the words of the psalms, even in the home, and they spread them around in the market place, and, if perchance, someone becomes exceedingly wrathful, when he begins to be soothed by the psalm, he departs with the wrath immediately lulled to sleep by means of the melody.
A psalm implies serenity of Soul; it is the author of peace, which calms bewildering and seething thoughts. For, it softens the wrath of the soul, and what is unbridled it chastens. A psalm forms friendships, unites those separated, conciliates those at enmity. Who, indeed, can still consider as an enemy him with whom he has uttered the same prayer to God? So that psalmody, bringing about choral singing, a bond, as it were, toward unity, and joining people into a harmonious union of one choir, produces also the greatest of blessings, love.
A psalm is a city of refuge from the demons; a means of inducing help from the angels, a weapon in fears by night, a rest from the toils of the day, a safeguard for infants, an adornment for those at the height of their vigour, a consolation for the elders, a most fitting ornament for women. It peoples the solitudes; it rids the market places of excesses; it is the elementary exposition of beginners, the improvement of those advancing, the solid support of the perfect, the voice of the Church. It brightens feast days; it creates a sorrow which is in accordance with God. For, a psalm calls forth a tear even from a heart of stone.
A psalm is the work of angels, a heavenly institution, the spiritual incense.

Ἡ φοβερή πλάνη τοῦ ἱδίου θελήματος


Στα ησυχαστήρια των Κατουνακίων, προς τη θάλασσα έμενε ενάρετος Γέροντας, με έναν επίσης ευλαβέστατο υποτακτικό, ό όποιος στην αρχή έκανε υπακοή, άλλα με μια μικρή δώσει υποκρισίας. Ή υποκρισία του έφερε ψευτοταπείνωσι, και ενώ στην αρχή, όπως είπαμε, πράγματι υποτάζονταν στο θέλημα του Γέροντα του και του Πνευματικού του και ήταν πράος και ήσυχος, με τον καιρό όμως, επειδή δεν είχε ειλικρίνεια, άρχισε να κάνει κρυφά το θέλημα του.
Όπως μου διηγήθηκαν Πατέρες της ερήμου αυτής, το όνομα του Γέροντα του δεν ενθυμούνται, άλλα πολύ καλά ενθυμούνται, πώς ό Μοναχός αυτός, πνευματικό είχε τον ξακουστό και ενάρετο Παπα – Γρηγόρη, ό όποιος ησύχαζε στη Μικρή Άγιάννα, στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου», πού είναι στο ψηλότερο μέρος.
Στους δοκίμους και αρχαρίους Μοναχούς, από τον Πνευματικό έξομολόγο, σύμφωνα με τη δύναμη του καθενός, δίδεται ανάλογος Κανόνας προσευχής και νηστείας.Συνήθως στην αρχή ορίζονται 50 γονυκλισίες—Μετάνοιες— και έξι κομβοσχοίνια. Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή μονοφαγία, δηλαδή μια φορά την ήμερα φαγητό χωρίς λάδι ή τίποτε το λιπαρό. Αν ό οργανισμός αντέχει, με την πάροδο του χρόνου, αυξάνει ό Κανόνας της προσευχής και της νηστείας. Οι Μετάνοιες γίνονται 100 και 10 κομβοσχοίνια την ήμερα και δυο φορές την εβδομάδα απόλυτη ξηροφαγία ή τέλεια νηστεία.
Όταν γίνει Μοναχός μεγαλόσχημος, οι μετάνοιες γίνονται 300 και τα κομβοσχοίνια 15 την ήμερα, ανάλογα γίνεται και με την νηστεία. Αυτή ή προσευχή πού κάνει ό κάθε αδελφός μόνος του είναι ό καθορισμένος Κανόνας, ό όποιος θα πρέπει να γίνεται, εκτός από τις καθιερωμένες κοινές προσευχές με όλους τους αδελφούς, δηλαδή την προσευχή του Εσπερινού, του Μεσονυκτικού, του Όρθρου, των Ωρών, της θείας Λειτουργίας, των Τυπικών και του Απόδειπνου, ή οποία είναι κοινή για όλους τους αδελφούς και υποχρεωτική, εκτός ασθενείας ή αναγκαιας υπηρεσίας —διακονήματος— το όποιο θα διακρίνει και θα καθορίζει ό Γέροντας ή ό ηγούμενος και ό Πνευματικός.
Έκτος, λοιπόν, άπ' αυτά, που είναι καθορισμένα και συνεχίζονται από την ιερή Παράδοση, ότι άλλο κάνει ιδιαίτερο ό Μοναχός, χωρίς την άδεια ή ευλογία από το Γέροντα του ή τον Πνευματικό του, αυτό λογίζεται θέλημα κι όταν μάλιστα γίνεται κρυφά είναι αμαρτία μεγάλη. Ό υποτακτικός αυτός, πού το όνομά του, καθώς με βεβαίωσαν ήταν «Σπυρίδων» είχε πολλά χρόνια στην Καλογερική και στην υπακοή, πού στην αρχή ακολουθούσε τη σειρά των Πατέρων, αλλά σιγά ,σιγά τον πλάνεψε ό διάβολος κι άρχισε να κάνει κρυφά νηστείες και προσευχές περισσότερες άπ' εκείνες πού του είχαν ορίσει.
Από το θέλημα αυτό, αισθάνονταν μέσα του ικανοποίηση και άρχισε να πιστεύει, πώς αυτός έβαλε κάποια καλύτερη σειρά, άπ' εκείνη πού είχανε οι άλλοι Πατέρες. Νήστευε πιο πολύ και έτσι λίγο – λίγο χωρίς να το καταλάβει έπεσε σε υπερηφάνεια κι είχε τον εαυτό του σε υπόληψη και τους άλλους θεωρούσε κατώτερους του, στην αρετή και σ' όλα τ' άλλα, πώς δεν τον έφτανε στην αρετή, ούτε αυτός ό Γέροντας του. Τον δε Πνευματικό του θεωρούσε στενοκέφαλο, όπως και ό ίδιος διηγόταν αργότερα, στους Πατέρες, μετά το πάθημα του.
Πνευματικός του ήταν ό Παπα – Γρηγόρης, πού με τα καλογέρια του, Κοσμά και Δαμιανό τους Μοναχούς, έμενε στην «Κοίμηση της Θεοτόκου», όπως είπαμε, στη Μικρή Άγιάννα.
ΚΑΛΟΣΤΗΜΕΝΗ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
Μια νύχτα του Γενάρη, τα μεσάνυχτα χτύπησαν την πόρτα του δωματίου του, αφού είπαν δυο λέξεις μόνον από το «Δι' ευχών».
Ό Μοναχός Σπυρίδων άνοιξε την πόρτα και βλέπει μπροστά του έναν Άγγελο. Μόλις τον είδε ταράχτηκε τόσο πού δεν ήξερε τι να ειπεί, μόνον έτριβε τα μάτια του και του φάνηκε ο Άγγελος πολύ κόκκινος.
Ό φαινόμενος Άγγελος, δεν του έδωκε καιρό να σκεφθεί, άρχισε να του λέει επαίνους και κολακείες: «— Αδελφέ, ό Θεός δέχτηκε τις προσευχές σου και τις νηστείες σου, σα θυμίαμα και επειδή ευχαριστήθηκε πολύ από αυτά πού κάνεις, από τον εαυτό σου και την προαίρεση σου, με έστειλε να σε πάρω νάρθεις ν' ανέβουμε μαζί στην κορυφή του Άθωνα, και κείνος θα κατέβει με όλους τους αγίους, για να τον προσκυνήσεις, να πάρεις θάρρος και δύναμη, για να κάνεις μεγαλύτερες και περισσότερες αρετές. Εμπρός να φύγουμε, έχω εντολή να σε πάρω αμέσως, γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεση μας, ό Δεσπότης Χριστός θα είναι στο θρόνο να τον προσκυνήσεις και θα σου δώσει πολλά χαρίσματα». Ό Μοναχός Σπυρίδων, από τη φαντασία και την υπερηφάνεια σκοτισμένος, δε σκέφτηκε ούτε μια φορά να ειπεί την προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» ή καν να κάνει έστω και μια φορά το σταυρό του, χωρίς να σκεφθεί τίποτε το πονηρό, ακολούθησε τον φαινόμενο Άγγελο και πήραν τον ανήφορο να πάνε στην κορυφή του Άθωνα από τα Κατουνάκια, μες την καρδιά του χειμώνα. Ό δρόμος ήταν καλυμμένος με πολλά χιόνια, πολλές φορές ό Μοναχός βούλιαζε μέχρι τη μέση στα χιόνια, παραπονιόταν πώς κουράστηκε, κι έλεγε να καθίσουν λίγο, αλλά ό φαινόμενος Άγγελος του απαντούσε: «Κάνε κουράγιο, αδελφέ, δεν είδες ότι τα καλά έργα «κόποις κτώνται και μόχθοις κατωρθούνται λίγο ακόμη φθάνουμε».
Ό Μοναχός άλλου έπεφτε κι άλλου σηκωνότανε, με πολλή ταλαιπωρία και κόπο, σε τρεις ώρες φτάσανε επί τέλους στην κορυφή !
Ό φαινόμενος Άγγελος όλος χαρά, λέγει στο Μοναχό Σπυρίδωνα: Κοίταξε άββά προς τα εκεί. Ό Μοναχός σαστισμένος από την πολλή κούραση, γύρισε προς τα δυτικά της Κορυφής και είδε μέσα σε ένα μεγάλο στρογγυλό δίσκο πού είχε πολύ φως κόκκινο σα φωτιά, στη μέση φαινότανε σαν το Δεσπότη Χριστό φορεμένο αρχιερατικά άμφια, να κάθεται σε θρόνο, γύρω – γύρω να είναι Άγγελοι. Μετά βλέπει να έρχονται κύματα – κύματα οι άγιοι σε Τάγματα. Τότε άρχισε να διακρίνει, πώς ερχόντουσαν τα διάφορα Τάγματα των Αγγέλων, των Αποστόλων, των Όσίων, των Ιεραρχών και των Δικαιων ανδρών και γυναικών, ακριβώς όπως παριστάνονται στην εικόνα των Αγίων Πάντων.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
Από τους ιεράρχες, μπροστά – μπροστά φαινόταν να έρχεται ό Άγιος Σπυρίδων, τότε ό φαινόμενος Άγγελος προστακτικά είπε στο μοναχό Σπυρίδωνα: «τι κάθεσαι και βλέπεις σα χαζός και κοιτάς έτσι περίεργα; Δε βλέπεις το Δεσπότη Χριστό πού σε περιμένει; Πήγαινε σύντομα να τον προσκυνήσεις».
Ό Μοναχός Σπυρίδων, επηρεασμένος από τη φαντασία της υπερηφάνειας, φούσκωνε πιο πολύ σαν το Παγώνι και προχώρησε λίγο, αλλά σιγά – σιγά πήγαινε με δισταγμό κάπως, σαν να του έλεγε κάτι από μέσα του, μην προχωρείς άλλο! τι να ήταν άραγε ; Να ήταν ή φωνή της συνειδήσεως ή ό φύλακας Άγγελος του; Σε μια στιγμή, ό πάτερ Σπυρίδων, πρόσεξε τον Άγιο Σπυρίδωνα, πού ερχότανε μπροστά, πώς στο κεφάλι του φορούσε ένα μεγάλο σκούφο, πού, το ύψος του έφτανε το ένα μέτρο. Τον άγιο Σπυρίδωνα, επειδή έφερε το όνομά του, σαν προστάτη του, τον είχε περισσότερη ευλάβεια και σεβασμό και επειδή συνήθως οι αγιογράφοι στις εικόνες, τον Άγιο Σπυρίδωνα, τον παριστάνουν αντίθετα από εκείνο πού αυτός έβλεπε, με πολύ μικρή σκούφια, ό πάτερ Σπυρίδων, παραξενεύτηκε βλέποντας τόσο μεγάλη και ψηλή σκούφια να φορεί ό άγιος του και κάνοντας το σταυρό του είπε φωναχτά: «Κύριε ελέησον, ό άγιος μου Σπυρίδωνας να έχει τόσο μεγάλη σκούφια, πολύ περίεργο πράγμα! !»
Μόλις έκαμε το σημείο του σταυρού, χάθηκαν όλα τα φαινόμενα και οι απάτες του Σατανά έγιναν άφαντες, αλλά ό ίδιος, είδε πώς βρισκότανε στο χείλος του γκρεμού, ευτυχώς το ένα πόδι ήταν βουλιαγμένο στο χιόνι και το άλλο πού είχε σηκωμένο, γιο: να προχωρήσει, βρίσκονταν στο κενό, δηλαδή δεν είχε μέρος να το πατήσει, γιατί αν έκανε μισό βήμα ακόμη, θα έπεφτε στο κενό πού είναι περισσότερο από χίλια μέτρα βάθος. Τον λυπήθηκε όμως ό Θεός, γιατί αντί να πέσει μπροστά, έγειρε προς τα πίσω και έμεινε εκεί από το φόβο και τη φρίκη πού δοκίμασε περισσότερο από τρεις ώρες λιπόθυμος και συνήλθε σαν πήρε για καλά ή ήμερα και, τον ζέστανε ό ήλιος.
Ο ΘΕΟΣ ΑΓΑΠΑΕΙ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΧΑΡΙΖΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Πήρε το δρόμο του γυρισμού, άλλα τα πόδια κι όλο το σώμα πονούσαν φρικτά και έτρεμαν από το φόβο και την υπερβολική νηστεία. Ταλαιπωρημένος όπως ήταν, έκαμε 12 ολόκληρες ώρες να κατέβει από τον Άθωνα και με πολύ κόπο πήγε στο ησυχαστήριο, κτύπησε την πόρτα του Γέροντα του, άνοιξε και τον βρήκε να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια και να παρακαλεί το Θεό.
στην ερώτηση τι του συνέβη, ό Πάτερ Σπυρίδων, αντί απαντήσεως έπεσε στα πόδια του Γέροντα του, και διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια το φρικτό πάθημα του και την απάτη πού του έκαναν οι Δαίμονες.
Ό Γέροντας του, απλός και ενάρετος άνθρωπος, ζήτησε να μάθει την αίτια και αφού έμαθε τα κρυφά θελήματα, τις επί πλέον προσευχές, νηστείες και γονυκλισίες, του έδωκε επιτίμιο και αυστηρό κανόνα και εν συνεχεία τον έστειλε στον Πνευματικό του Παπα – Γρηγόρη, ό όποιος με τη σειρά του, επειδή ό πάτερ Σπυρίδων, πίστεψε στις φαντασίες του Σατανά και τον ακολούθησε, χωρίς να ρωτήσει το Γέροντα του ή καν να κάνει το σταυρό του, κίνησε και πήγε στο άγνωστο, τον έπετίμησε και τον τιμώρησε επί τρία χρόνια να μη κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Του επέβαλε αποκλεισμό από την κοινή προσευχή και υποχρεωτικά, για τις κρυφές νηστείες πού έκανε με το θέλημα του, θα κατέλυε κάθε μέρα αρτύσιμοι τροφή και για να του ταπεινώσει το φρόνημα, τον έστειλε στο ιερό Κοινόβιο της Μονής του αγίου Διονυσίου, πού ήταν ένα από τα αυστηρότερα Μοναστήρια, να πλένει υποχρεωτικά τα πιάτα στο μαγειρείο του Κοινοβίου και να λέγει αύτη την προσευχή συνέχεια: «ελέησον με ό Θεός το βδέλυγμα».
Τρία χρόνια έμεινε στον κανόνα αυτό στο Μοναστήρι του Διονυσίου και μετά γύρισε και πάλι στο Γέροντα του, ό όποιος με χαρά τον δέχτηκε μετανοημένο και διορθωμένο.
Ό αδελφός Σπυρίδων, έλεγε το πάθημα του αυτό, σ' όλους τους Πατέρες, τους οποίους παρακαλούσε να προσεύχονται και γι' αυτόν. Σ' όλη δε τη ζωή του, δεν έλειψαν ποτέ τα δάκρυα από τα μάτια του. Για την υπακοή του δε αυτή, πού ακολούθησε κατά γράμμα τον κανόνα του Γέροντα και του Πνευματικού -του, τον αξίωσε ό Θεός να αποκτήσει ταπείνωση πλέον αληθινή και όχι ψεύτικη και να τελειωθεί με μετάνοια και καθαρή εξομολόγηση, γενόμενος υπόδειγμα κάλου υποτακτικού και τέλειου Μονάχου.
Ο ΘΕΟΣ ΔΕ ΔΕΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΑΡΕΤΕΣ ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΘΕΛΗΜΑΤΑ
Λίγα χρόνια μετά από το συμβάν αυτό, σε μια από τις ησυχαστικές Καλύβες στα Κατουνάκια, ασκήτευε ένας Ιερομόναχος σαν υποτακτικός σε έναν ευλαβέστατο και διακριτικό Γέροντα Σεραφείμ.
Ό υποτακτικός νέος Ιερεύς τότε, με πολλή προθυμία και ευλάβεια στα πνευματικά καθήκοντα, από τον μισόκαλο διάβολο παρακινούμενος, έκανε κρυφά προσευχές και νηστείες, χωρίς να έχει τη γνώμη και συγκατάθεση του Γέροντα του.
Πέρασαν αρκετά χρόνια, με τη νοθευμένη, από το θέλημα του, αύτη ευλάβεια, πού του έδωσε και μια ψευτοταπείνωσι στα μάτια των άλλων αδελφών να φαίνεται αγαθός και άκακος.
Μια βραδιά τα μεσάνυχτα, όπως έκανε την κρυφή προσευχή του αυτή, βλέπει στη γωνιά της οροφής του Κελιού του, να κατεβαίνει από το ταβάνι ένας κατακόκκινος άγγελος πού έμοιαζε σαν φωτιά (παίρνει ό Σατανάς το σχήμα του αγγέλου, αλλά το διακριτικό πού τον ξεχωρίζει από τον πραγματικό άγγελο είναι πώς φαίνεται κατακόκκινος σα φωτιά και φέρνει ταραχή και φρίκη στην ψυχή εκείνου πού τον βλέπει), ό όποιος αφού κατέβηκε δήθεν από τον ουρανό χωρίς να πιάνεται από πουθενά, για να κατέβει στο δωμάτιο του αδελφού, πιανότανε από τα ξυλοπάταρα του ταβανιού, όπως έχουν εκεί τα παλιά σπίτια και Καλύβια, πιανότανε λοιπόν ό φαινόμενος άγγελος για να μην πέσει στο κενό.
Ό Ιερομόναχος όταν τον είδε τρόμαξε και άρχισε με το δεξί του χέρι να σταυρώνει τον αέρα και να φωνάζει: «Κύριος επιτίμησε σε διάβολε, φύγε από το δωμάτιο μου καταραμένε» και συνέχιζε να σταυρώνει.
Ό φαινόμενος άγγελος όμως δεν έφευγε, άλλα με κολακευτικό τρόπο, του έλεγε: «Αδελφέ, μην ενοχλείσαι από την παρουσία μου, γιατί μ' έστειλε ό Θεός να σου ειπώ, πώς δέχτηκε τις προσευχές σου και τις νηστείες σου, ευχαριστήθηκε πολύ άπ' αυτές και θα σου δώσει πολλά χαρίσματα».
Ό Ιερομόναχος υστέρα άπ' αυτά άρχισε να υποχωρεί και να παίρνει θάρρος, άλλ' ό φανείς άγγελος έγινε άφαντος, αφού συνέχιζε να σταυρώνει τον αέρα και επειδή έδωκε βάση κάπως σ' αυτά πού άκουσε, φαίνεται πίστεψε στα κολακευτικά λόγια του Σατανά, διότι άρχισε από μέσα του να φουσκώνει από εγωισμό και δεν είπε σε κανέναν τίποτε.
Δεν πέρασαν όμως ούτε 15 ήμερες και επειδή δεν φανέρωσε σε κανέναν τη σατανική παγίδα, ό δαίμονας πείραξε τον Ιερομόναχο με πολύ σκληρό σαρκικό πόλεμο, τόσο πού δεν έβρισκε ησυχία μέρα – νύχτα επί σαράντα ή μερόνυχτα. Τότε εξαναγκάστηκε να το εξομολογηθεί στο Γέροντα του και στο πνευματικό του, Παπα – Συμεών, ό όποιος ήταν καλός και διακριτικός, τον κανόνισε περισσότερο για την απόκρυψη των κρυφών αυτών ενεργειών του και του επέβαλε αυστηρή τιμωρία.
Στην αρχή του επέβαλε, να εξευτελίζει τον εαυτό του ενώπιον όλων των Πατέρων και να λογαριάζει πώς είναι ό αμαρτωλότερος άνθρωπος της γης. Σε συνέχεια του λοιπού δε θα κάνει τίποτε χωρίς τη γνώμη και γνώση του Γέροντα και του Πνευματικού, δε θα κάνει ούτε προσευχή πέραν της κεκανονισμένης ούτε θα λειτουργήσει επί αρκετό χρονικό διάστημα.
Έτσι αφού εξομολογηθεί και ταπεινώθηκε ζητώντας συγχώρεση από το Θεό και τους ανθρώπους, άρχισε να υποχωρεί ό σαρκικός πόλεμος, ό οποίος κυρίως τρέφεται με τον εγωισμό, την πολυφαγία και τη φαντασία των αισχρών λογισμών και πραγμάτων, και ανάλογα ό άνθρωπος γίνεται θύμα του πολέμου ή νικητής και στεφανώνεται από τον αγωνοθέτη Δεσπότη Χριστό, πού βραβεύει τις καλές μας πράξεις και τιμωρεί τίς κακές και κρυφές ενέργειες μας.
Εις δε τους ανθρώπους που επιμένουν να κάνουν το θέλημα τους αυτά και χειρότερα παραχωρεί ό Πανάγαθος θεός, πού θέλει με κάθε τρόπο να μας σώσει και να μας παραλάβει καθαρούς και αγνούς στη βασιλεία των ουρανών, όπως έγινε με τον εν λόγω ιερομόναχο, πού για παραδειγματισμό όλων ημών παραχώρησε να πάθει αυτά για να προσέχομε εμείς.

Παρουσία καὶ Ἀπουσία,Γέρων Θεόφιλος Παραϊάν

Ἕνας ἀπό τούς μεγάλους γεροντάδες τῶν τελευταίων χρόνων εἶναι καί ὁ ρουμάνος ἱερομόναχος Θεόφιλος. Παρ᾿ ὅτι τυφλός, θαυμαστός γιά τίς πολλές καί μεγάλες του ἀρετές.
Ἄς ἀκούσουμε κάτι ἀπό τόν λόγο του.  

“Ἐγώ ἐπιμένω σέ ὅλους, νά πηγαίνουν, ἄν ὄχι σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες, τουλάχιστον στήν θεία λειτουργία. Καί ἄν συμβεῖ κάποιος νά μήν πηγαίνει στή θεία λειτουργία, οὔτε πού κάθομαι νά συνομιλήσω μαζί του! Γιατί δέν ἔχω νά τοῦ πῶ τίποτε!

Γιά παράδειγμα: Κάποιος, ὅταν τόν ρώτησα τί κάνει τήν ὥρα πού θά ἔπρεπε νά βρίσκεται στήν ἐκκλησία, μοῦ ἀπάντησε: «Βλέπω τηλεόραση»! Καί τότε τοῦ εἶπα: «Πρόσεξε, αὐτό σημαίνει ὅτι μπροστά σου ἔχεις τήν τηλεόραση, ἐνῶ στό Θεό ἔχεις γυρίσει τήν πλάτη σου. Ἄλλαξε λοιπόν. Πήγαινε στήν ἐκκλησία, ὥστε νά ἔχεις μπροστά σου τό Θεό, καί πίσω σου τήν τηλεόραση».

Οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές κάνουν ἀπρόσεκτα κάποια πράγματα. Ἄν ρωτήσεις κάποιον, γιατί δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία, σπάνια θά ἀκούσεις ὅτι δέν πιστεύει καί γι᾿ αὐτό δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία. Στήν πραγματικότητα ὅμως, αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία.

Δέν πηγαίνει, γιατί:
• δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση τοῦ χρειάζεται, γιά νά πάει στήν ἐκκλησία· • δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση χρειάζεται, γιά νά παραμείνει στήν ἐκκλησία· • δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση χρειάζεται, γιά νά παρακολουθεῖ τίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας.  

Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει πρόοδος πνευματική χωρίς ἔργα τῆς πίστης. Ἡ πίστη αὐξάνει μέ τά ἔργα τῆς πίστης.
• Ἄν οἱ πιστοί νηστεύουν, τότε καί οἱ λιγότερο πιστοί πρέπει νά νηστεύουν, γιά νά ἔχουν ἔμπρακτη πίστη πού θά τούς ἐνισχύει στήν πίστη. • Ἄν οἱ πιστοί πηγαίνουν στήν ἐκκλησία, πρέπει καί ὁ λιγότερο πιστός νά πάει, γιά νά ἔχει, ἔστω, μία παρουσία στήν ἐκκλησία!

Κάποιος μοῦ εἶπε:
«Πάτερ, μοῦ λέτε νά πηγαίνω στήν ἐκκλησία. Ἀλλά δέν μπορεῖτε νά φανταστεῖτε, πόσες κακές σκέψεις, πόσα μολυσμένα πράγματα κουβαλάω μέσα μου».

Ξέρω ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολύ διαφορετικοί. Ἀλλά ξέρω καί ὅτι, χωρίς νά πηγαίνεις ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ δωρεά καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖς νά δεχτεῖς χάρη Θεοῦ.

Ἑπομένως: Νά πηγαίνεις ὅπως εἶσαι, ὅσο καί ἄν οἱ σκέψεις σου εἶναι μολυσμένες, ὅσο καί ἄν εἶναι κατώτερες! Νά πηγαίνεις. Διότι μόνον ἔτσι μπορεῖ νά ἔλθει ὁ καιρός πού θά καθαρίσει τό μυαλό σου καί δέ θά ἔχεις πιά τίς βρώμικες σκέψεις πού ἔχεις τώρα μέσα σου.  ]
Ἡ συμμετοχή στίς ἱερές ἀκολουθίες εἶναι μία διδασκαλία, εἶδος σχολείου! Μόνο ὅταν φοίτησα στή Θεολογική Σχολή διαπίστωσα, τί θησαυροί ὑπάρχουν στίς ἱερές ἀκολουθίες.

ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ

Monday, 19 August 2013

ST. GREGORY OF SINAI On How to Partake of Food


HOW TO PARTAKE OF FOOD
 
-- What shall I say about the belly, the queen of the passions? If you can deaden or half-deaden it, do not relent. It has mastered me, beloved, and I worship it as a slave and vassal, this abettor of the demons and dwelling-place of the passions. Through it we fall and through it -- when it is well-disciplined -- we rise again. Through it we have lost both our original divine status and also our second divine status, that which was bestowed on us when after our initial corruption we are renewed in Christ through baptism, and from which we have lapsed once more, separating ourselves from God through out neglect of the commandments, even though in our ignorance we exalt ourselves. We think that we are with God, but it is only by keeping the commandments that we advance, guarding and increasing the grace bestowed upon us.
-- As the fathers have pointed out, bodies vary greatly in their need for food. One person needs little, another much to sustain his physical strength, each according to his capacity and habit. A hesychast, however, should always eat too little, never too much. For when the stomach is heavy the intellect is clouded, and you cannot pray resolutely and with purity. On the contrary, made drowsy by the effects of too much food you are soon induced to sleep; and as you sleep the food produces countless fantasies in your mind. Thus in my opinion if you want to attain salvation and strive for the Lord's sake to lead a life of stillness, you should be satisfied with a pound of bread and three or four cups of water or wine daily, taking at appropriate times a little from whatever victuals happen to be at hand, but never eating to satiety. In this way you will avoid growing conceited, and by thanking God for everything you will show no disdain for the excellent things He has made. This is the counsel of those who are wise in such matters. For those weak in faith and soul, abstinence from specific types of food is most beneficial; St. Paul exhorts them to eat herbs (Romans 14:2), for they do not believe that God will preserve them.
-- What shall I say? You are old, yet have asked for a rule, and an extremely severe one at that. Younger people cannot keep to a strict rule by weight and measure, so how will you keep to it? Because you are ill, you should be entirely free in partaking of food. If you eat too much, repent and try again. Always act like this -- lapsing and recovering again, and always blaming yourself and no one else -- and you will be at peace, wisely converting such lapses into victories, as Scripture says. But do not exceed the limit I set down above, and this will be enough, for no other food strengthens the body as much as bread and water. That is why the prophet disregarded everything else and simply said, "Son of man, by weight you will eat your bread and by measure you will drink water" (Ezekiel 4:16).
-- There are three degrees of eating: self-control, sufficiency and satiety. Self-control is to be hungry after having eaten. Sufficiency is to be neither hungry nor weighed down. Satiety is to be slightly weighed down. To eat again after reaching the point of satiety is to open the door of gluttony, through which unchastity comes in. Attentive to these distinctions, choose what is best for you according to your powers, not overstepping the limits. For according to St. Paul only the perfect can be both hungry and full, and at the same time be strong in all things (Philippians 4:12).


from The Philokalia: Volume IV, edited and translated by G. E. H. Palmer, Philip Sherrard, and Bishop Kallistos Ware, (London: Faber and Faber, 1995), pp. 280 - 281.

Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, αρχιμ.: Συνοπτική ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας


Την χαρήκαμε, αγαπητά μου παιδιά, πραγματικά την λειτουργία μας σήμερα. Ακόμη δεν έχει φέξει και τελειώσαμε. Είναι ευκαιρία τώρα να πούμε δυο σκέψεις, διότι πολλές φορές παραπονείσθε ότι δεν μπορείτε να χαρήτε την λειτουργία, δεν την ευχαριστιέστε, δεν την καταλαβαίνετε, δεν μπορείτε να προσευχηθήτε. Άλλες όμως φορές χαρούμενες μου λέτε: Σήμερα λειτουργήθηκα πολύ καλά· την έζησα την λειτουργία.


Άραγε πότε μπορούμε να πούμε ότι την ζήσαμε και πότε το λέμε χωρίς να είναι αλήθεια; Προσευχόμεθα εις την λειτουργίαν, αλλά τι πρέπει να ζητούμε; Ή μάλλον τι μας παρέχει η θεία λειτουργία, για να το ζητήσωμε και, όταν το λάβωμε, να έχωμε την βεβαιότητα ότι εισακούσθηκε η προσευχή μας;

Αναμφιβόλως ο τελικός σκοπός της θείας λειτουργίας είναι η συμμετοχή μας εις την θείαν ζωήν, είναι η δόσις και η αντίδοσις, να δώσωμε και να πάρωμε. Τι να δώσωμε; Τα δώρα, «τα σα εκ των σων». Είναι δώρα του Θεού και τα δίνομε εις αυτόν. Είναι δικά του και του τα προσφέρομε. Του προσφέρομε άρτον και οίνον.

Γιατί άραγε; Με τας θυσίας που προσέφερον οι «παλαιοί», οι Ιουδαίοι, προσέφερον πάντοτε και δώρα, όπως χρυσά και αργυρά σκεύη, απαρχάς, δηλαδή τους πρώτους καρπούς της γης, ή «ζώα των εδωδίμων», από αυτά που τρώει ο άνθρωπος.

Εμείς δεν κάνομε τοιαύτας προσφοράς· προσφέρομε άρτον και οίνον, τα οποία έχει εις την διάθεσίν του αποκλειστικώς ο άνθρωπος και είναι κύρια διατροφή του. Είναι εκείνα τα οποία του εξασφαλίζουν την επίγειον ζωή. Προσφέροντας λοιπόν άρτον και οίνον, αυτά που κατ' εξοχήν αρμόζουν εις την ζωή του ανθρώπου, είναι σαν να προσφέρωμε την ίδια μας την ζωή, την επίκηρον, την επίγειον, την προσωρινήν. Προσφέρομε κάτι το πρόσκαιρο, για να πάρωμε κάτι το αιώνιο, την αιώνιον ζωήν. Εις την δόσιν την ιδικήν μας έρχεται η αντίδοσις του Χριστού· μας παρέχει την ιδικήν του ζωήν, το σώμα του και το αίμα του.

Τι ωραία το λέγει ο Καβάσιλας»· «προίκα δίδωσιν ημίν ο Θεός πάντα τα άγια, και ουδέν αυτών προεισφέρομεν, αλλ' ατεχνώς εισι χάριτες». Ο,τιδήποτε μας χαρίζει ο Θεός, και οι επιτυχίες εις τον αγώνα μας και οι αρετές και οι ευσεβείς σκέψεις και τα πάντα, όλα τα άγια, «παν δώρημα τέλειον», είναι «προίκα», δωρεά, και «ατεχνώς χάριτες του Θεού», αποκλειστικώς και μόνον δώρα χαρισμένα από τον Θεόν. Εμείς δεν έχομε τίποτε να προσφέρωμε, τίποτε ενώπιον αυτού να συνεισφέρωμεν· τα πάντα προέρχονται εξ αυτού.

Για να μπορέσει όμως να γίνει αυτή η αντίδοσις που είναι ο τελικός σκοπός της θείας λειτουργίας, για να γίνει και σε μας αυτό που έγινε εν τω προσώπω του Χριστού εις το οποίον δια μιας τοιαύτης περιχωρήσεως και αντιδόσεως ηνώθη η θεία και η ανθρώπινή φύσις, πρέπει να προπαρασκευασθώμεν. Χωρίς προπαρασκευήν, μπορούμε να πούμε ότι ματαίως γίνεται η λειτουργία. «Αλλά το γε επιτηδείους γενέσθαι προς τό δέξασθαι αυτά και φυλάξαι εξ ανάγκης απαιτεί παρ' ημών και ούκ άν μεταδοίη του αγιασμού μη ούτω διατεθείσιν», λέγει πάλι ο Καβάσιλας· ναι, όλα μας τα δίνει ο Θεός, αλλά θέλει να γίνωμε ικανοί, ώστε να δεχθούμε τον αγιασμόν του και τα δώρα του, και άξιοι να τα φυλάξωμε. Αναγκαστικώς λοιπόν, για να μας τα μεταδώσει, πρέπει να διατεθούμε και ημείς καταλλήλως. Επειδή «ούτως αναγκαίον ην προς την τεύξιν των μυστηρίων το ευ έχοντας απαντήσαι και παρεσκευασμένους», δια τούτο ο ιερός συγγραφεύς, ο ερμηνευτής της θείας λειτουργίας, μας λέγει ότι η προετοιμασία ουσιαστικώς και μυστικώς γίνεται εις την θείαν λειτουργίαν. Πώς επιτυγχάνεται αυτό; Με τις ευχές, με τους ψαλμούς, με τα αγιογραφικά αναγνώσματα, με όλα τα λεγόμενα και τα τελούμενα εν αυτή.

Εις τι συνίσταται η προπαρασκευή; Εις την προετοιμασίαν της καρδίας μας, ώστε να γίνει χωρητική της θεότητος. Πώς μας προετοιμάζει, τι προσφέρει η λειτουργία; Τι πρέπει να ζητούμε από τον Θεόν και, όταν το λάβωμε, τότε είμεθα παρεσκευασμένοι, έτοιμοι, να δεχθούμε το σώμα και το αίμα του Χριστού;

Αυτό το θέμα θα μας απασχολήσει σήμερα, παιδιά μου. Και για να εκφράσωμε μερικές σκέψεις, θα μας βοηθήσουν ο συγγραφεύς τον οποίον αναφέραμε προηγουμένως, ο ιερός Καβάσιλας, το αποστολικό και ευαγγελικό ανάγνωσμα και η σημερινή ακολουθία.

Το πρώτον, το οποίο επιτυγχάνομεν εις την θείαν λειτουρ-γίαν, είναι η άφεσις των αμαρτιών μας. Πραγματικά την κερδίζο-με. Πώς; Κατ' αρχάς, με τις ευχές οι οποίες αναφέρονται προς τον Θεόν εκ μέρους μας δια των χειλέων του ιερέως και έχουν μιαν δύναμη. Τα ωραιότατα νοήματά τους συντρίβουν την καρδιά μας, και αν ακόμη αυτή είναι πέτρινη. Μας κάνουν να νοιώσωμε την αμαρτωλότητά μας. Αναπεμπόμενες δε και ανερχόμενες οι ευχές εις τον Θεόν τον καθιστούν ίλεων. Δέχεται την παράκλησή μας, διότι έχει υποσχεθεί ότι θα ακούει την προσευχή μας. Εις όλες τις ευχές παρακαλούμε να μας συγχωρήσει ο Θεός. Επομένως, είναι δυνατόν να μη μας ακούσει, την ώρα μάλιστα εκείνην την φρικτήν του μυστηρίου; Μας ακούει και δι' αυτό ακριβώς μας παρέχει την άφεσιν των αμαρτιών. Να σκεπτώμεθα λοιπόν την αμαρτωλότητά μας και να αγωνιζώμεθα να συντριβεί η σκληρότης της καρδίας μας, ούτως ώστε να επέλθει η άφεσις.

Το δεύτερον, το οποίο κερδίζομε, είναι μία μετάθεσις του νου και της καρδίας εις τον ουρανόν· δεν ζούμε πλέον εις την γην την ώρα της λειτουργίας. Προσέξατε τι έλεγε ένα τροπάριο των αίνων, που ψάλαμε; «Δια του σταυρού σου Χριστέ, μία ποίμνη γέγονεν, αγγέλων και ανθρώπων, και μία Εκκλησία· ουρανός και η γη αγάλλεται· Κύριε δόξα σοι». «Δια του σταυρού σου Χριστέ» — ο σταυρός υψώνεται χωρίς χύσιμο αίματος εις την θείαν λειτουργίαν, η οποία είναι μία αναπαράστασις ακριβώς της ζωής του Χριστού, του σταυρικού του θανάτου — «διά του σταυρού σου» και δια της λειτουργίας σου επομένως, όλα γίνονται «μία ποίμνη και μια Εκκλησία». Άγγελοι, αρχάγγελοι και άνθρωποι, ουρανός και γη συμμετέχουν. Όλα γίνονται ένας ουρανός. Οι πάντες και τα πάντα συγχωνεύονται και όλοι και όλα μαζί δοξάζουν τον επί του θρόνου του καθήμενον Χριστόν.

Η λειτουργία μας λοιπόν είναι μία σύναξις των ποιημάτων, των δημιουργημάτων του Θεού και μάλιστα του αγγελικού, του πνευματικού και του ανθρωπίνου κόσμου. Είναι δημιουργία ενός πνευματικού ουρανού, μπροστά στην ομορφιά του οποίου ο επίγειος κόσμος, οι ορατοί ουρανοί ωχριούν.

Όταν ζει κανείς αυτήν την αλήθεια εις την λειτουργίαν, αυτόν τον πνευματικόν ουρανόν, αυτήν την παράστασι του σώματος του Χριστού, τότε πλέον δεν νοιώθει άνετα εις τον κόσμο αυτόν. Όποιος μπορεί να χωρέσει και εις την ζωή αυτήν και εις τον κόσμο αυτόν, όποιος μπορεί να βολευτεί, αυτός δεν είναι «εύθετος εις την βασιλείαν του Θεού». Όταν είσαι εις την λειτουργίαν, νοιώθεις ότι είσαι ξένος πλέον για τον κόσμο. Χαίρεσαι, διότι είσαι γεγραμμένος εις την βασιλείαν των ουρανών. Ανάβει η επιθυμία στην καρδιά σου να γίνεις και συ πολίτης της βασιλείας του Θεού. Είναι δύσκολο; Είναι υπόθεσις του Θεού.

Όταν οι μαθηταί του Χριστού έτρεξαν, όπως αναφέρεται εις το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, χαρούμενοι εις τον Κύριον διότι έκαναν θαύματα, ευηγγελίζοντο, εκέρδιζαν ψυχές, έβγαζαν δαιμόνια και του είπαν «και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν, Κύριε», τι απήντησεν εκείνος; Μη χαίρετε δι' όλα αυτά, αλλά να χαίρετε διότι τα ονόματά σας εγράφησαν εν ουρανοίς· «ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς». Αυτό είναι το δύσκολο να επιτύχει κανείς· είναι το πραγματικό κέρδος που θα μπορούσε να έχει.

Η λειτουργία είναι σαν να μας λέγη: Γίνε και συ εκλεκτός, που θα συγκαταριθμηθείς εις αυτήν την πολιτείαν του Θεού. Να νοσταλγείς πάνω από όλα την βασιλείαν των ουρανών, την κοινωνίαν των αγγέλων και των ανθρώπων, εκεί όπου όλα αγάλλονται, όλα δοξολογούν τον Θεόν.

Το τρίτον, το οποίο κερδίζομε ως αποτέλεσμα του προηγουμένου, είναι ο αγιασμός μας. Μόνον σε αγίους μπορεί να επαναπαυθεί ο Θεός και μόνον με αυτούς μπορεί να επικοινωνεί· «Ότι άγιος ει, ο Θεός ημών, και εν αγίοις επαναπαύη». Γι' αυτό και του ζητούμε συνεχώς να μας αγιάση. Τι είναι λοιπόν ο αγιασμός και πώς επιτυγχάνεται; Είναι ακριβώς η αποκοπή μας από τον κόσμο και τα του κόσμου. Άγιος είναι ο ξεχωρισμένος, ο αφωρισμένος, ο δοσμένος εις τον Θεόν. Επομένως, γινόμεθα ξένοι δια τον κόσμο και επιθυμούμεν πλέον να ανήκωμεν ολοκληρωτικά εις τον Θεόν. Αυτή μας η επιθυμία μας αγιάζει. Γίνεται μία προϋπόθεσις, για να μπορέσωμε να αποκτήσωμε και κάθε άλλην αρετή, απαραίτητη για τον αγιασμόν μας.

Η λειτουργία μας λοιπόν είναι ένα δόσιμο, μία προσφορά του εαυτού μας εις τον Κύριον ή καλύτερα μία επανάληψις της προσφοράς μας, μία ανανέωσις της συνθήκης που έχομε υπογράψει μαζί του, τότε που εβαπτιζόμεθα και εχριόμεθα. Κάθε φορά που πηγαίνομε εις την λειτουργίαν υποσχόμεθα και πάλι: Κύριε, σου ξαναδίνω τον εαυτόν μου.

Ο αγιασμός μας αυτός όμως γίνεται και με την συμμετοχήν μας εις το σώμα του και εις την ζωήν του. Εν τη λειτουργία γίνεται η σύναξις του λαού του Θεού. Συμμετέχομεν και ημείς. Επομένως, επικοινωνούμεν άμεσα με τον Θεόν. Αυτό σημαίνει ότι οι χυμοί του Θεού, η αγιότης του ρέουν μέσα μας, γινόμεθα μέλη Χριστού, γινόμεθα Χριστός. Εκείνος η κεφαλή και εμείς τα μέλη. Αφού η κεφαλή είναι αγία και εμείς γινόμεθα άγιοι ως «μέλη εκ μέρους», ως «σαρξ εκ της σαρκός του και οστά eκ των οστέων του».

Συμμετέχομεν εις την ζωήν του. Τι σημαίνει αυτό; Η λειτουργία ουσιαστικώς δεν είναι προσευχή· είναι δόσις και αντίδοσις. Είναι όμως και μία ανάμνησις και μία επανάληψις, μία δράσις. Ο Χριστός ζει τώρα μπροστά μας. Δι' όλων «ορώμεν τον Χριστόν τυπούμενον και τα υπέρ ημών αυτού έργα και πάθη· και γαρ εν τοις ψαλμοίς και ταις αναγνώσεσι και πάσι τοις υπό του ιερέως δια πάσης της τελετής πραττομένοις, η οικονομία του Σωτήρος σημαίνεται».

Επομένως, ολόκληρη η θεία μυσταγωγία είναι εικόνα του ιδίου του σώματος του Χριστού. Ολόκληρη η θεία λειτουργία είναι μία εν χρόνω και εν χώρω επανάληψις της ζωής του Χριστού· σαν να ζει τώρα μπροστά μας ο Χριστός. Διότι αυτά που γίνονται εις την θείαν λειτουργίαν, «εις την του Σωτήρος οικονομίαν αναφέρεται πάντα, ίνα ημίν η αυτής θεωρία προ των οφθαλμών ούσα τας ψυχάς αγιάζη και ούτως επιτήδειοι γινώμεθα προς την υποδοχήν των ιερών δώρων». Κατά την επίγειον ζωή του ο Χριστός εχάρισε την ανάστασίν του εις όλον τον κόσμο. Τώρα «φιλοπόνως θεωρούμενη» η ζωή του Χριστού καθιστά και ημάς ικανούς να ανιστάμεθα εις την ιδικήν του ζωή.

Όλα, όσα λέγονται και πράττονται εις την θείαν λειτουργίαν, αρχικώς είχον ένα πρακτικόν σκοπόν άλλα και ένα δεύτερον: να τυπούν τον Χριστόν· δύο έργα δηλαδή μπορούν να επιτελούν. Η περιφορά, παραδείγματος χάριν, του Ευαγγελίου είχε ένα πρακτικόν σκοπόν. Ταυτοχρόνως όμως είναι και μία τύπωσις και μία δήλωσις και μία φανέρωσις του ιδίου του Χριστού. Επίσης, όπως τα ενδύματα μας καλύπτουν μίαν πρακτικήν ανάγκην, καλύπτουν την γυμνότητα μας και προφυλασσόμεθα από την θερμότητα ή από το κρύο, αλλά συγχρόνως αποκαλύπτουν την ηλικίαν μας, το αξίωμά μας, τον χαρακτήρα μας, υποδηλώνουν τον άνθρωπον, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα άμφια της θείας λειτουργίας. Υπάρχουν τέλος πράξεις και λόγοι, που έχουν αποκλειστικώς και μόνον συμβολικόν χαρακτήρα, δηλωτικόν της ζωής του Χριστού.

Δι' αυτό εις την λειτουργίαν πρέπει οι οφθαλμοί της διανοίας μας να είναι συνεχώς εις τα νοούμενα και εις τα τελούμενα, ούτως ώστε, συμμετέχοντες μυστικώς εις την ζωήν του Κυρίου, να γινώμεθα ικανοί να συμμετέχωμεν και μυστηριακώς εις αυτήν. Δι' όλων λοιπόν των μέσων «καλλίω... και θειοτέραν εργάζεται την ψυχήν» ή θεία λειτουργία και μας καθιστά αξίους προς υποδοχήν του σώματος και του αίματος του Χριστού.

Ένα τέταρτον, το οποίον προσφέρει η θεία λειτουργία, είναι η άνευ ορίων αγάπη προς τους άλλους, προς τους αδελφούς μας. Το αποστολικό ανάγνωσμα έλεγε· «Ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγάπης». Ένα τέτοιο φίλημα έκαναν οι αρχαίοι χριστιανοί. Σε μας κατηργήθη. Μπορεί όμως να είναι εσωτερικό· με ένα βλέμμα της καρδίας να αγκαλιάζει τρόπον τινά ο ένας όλους τους άλλους. Εν πάση αγάπη και εν πλήρει ενότητι μετά των άλλων πρέπει κανείς να έρχεται εις την λειτουργίαν και ταυτοχρόνως να το ζητεί, για να γίνει μία αύξησις. Πώς μπορεί κανείς να ενωθεί με τον Χριστόν, εάν δεν είναι ενωμένος με το κάθε μέλος του σώματος αυτού;

Τέλος, η θεία λειτουργία με την προετοιμασία που κάνει μέσα μας δημιουργεί πίστιν και εναπόθεσιν των ελπίδων, των δυσκολιών, των προβλημάτων μας εις Εκείνον. Εις την λειτουργίαν δεν πηγαίνομε για να ζητήσωμε αυτό ή το άλλο, δηλαδή να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Πηγαίνομε να ζητήσωμε αποκλειστικώς και μόνον Εκείνον. Αφήνομε εις τον Θεόν τα υπόλοιπα, «πάσαν την μέριμναν υμών επιρρίψαντες επ' αυτόν», κατά το σημερινόν αποστολικόν ανάγνωσμα, όπως εκείνος που ρίχνεται στην θάλασσα και αφήνεται να άγεται και να φέρεται από τα κύματά της. Αποκτούμε τότε θάρρος, δικαιώματα· κατακτούμε την ελευθερίαν εις την θείαν λειτουργίαν να μπορούμε να αφηνώμεθα εις τον Θεόν. Διότι, έφ' όσον αφηνόμεθα εις αυτόν και έχομε το δικαίωμα να γίνωμε κάτι το θεϊκό, είναι φυσικό, αφού Εκείνος έχει αρχίσει την ζωή μέσα μας, Αυτός να την φέρη και εις πέρας, να τακτοποιήσει κάθε πρόβλημα εξωτερικό αλλά και πνευματικό. «Ο δε Θεός πάσης χάριτος, ο καλέσας υμάς εις την αιώνιον αυτού δόξαν εν Χριστώ Ιησού ολίγον παθόντας, αυτός καταρτίσει υμάς, στηρίξει, σθενώσει, θεμελιώσει». Ο Χριστός αναλαμβάνει πλέον αυτός ο ίδιος την ζωή μας, να μας δώση σθένος, να μας στηρίξει, να μας καταρτίσει και να μας τελειοποιήσει. Τα πάντα αναλαμβάνει Εκείνος.

Είδαμε λοιπόν ότι εις την λειτουργίαν κερδίζομε την άφεσιν των αμαρτιών, γίνεται μία μετάθεσις του νου και της καρδίας μας εις τον ουρανόν, επιτυγχάνομεν τον αγιασμόν, ενούμεθα εν απολύτω, εν πλήρει αγάπη με όλους τους άλλους, η πίστις ενισχύεται και τα πάντα εναποτίθενται εις τον Θεόν.

Όλα αυτά τα επιτυγχάνομεν με τις ευχές, όπως λέγαμε στην αρχή. Δεν βοηθούν όμως μόνον οι ευχές. Βοηθούν και οι ψαλμοί — ιδίως οι ψαλμοί των αντιφώνων, των οποίων όμως σήμερα δεν διαβάζονται παρά μόνον ωρισμένοι στίχοι — και οι ψαλμωδίες, διότι και αυτά ομιλούν περί του Χριστού. Οι μακαρισμοί εν συνεχεία και τα αναγνώσματα που ομιλούν για την αγάπη του Θεού και το έργο του, μας ανάβουν τον πόθο και την επιθυμία να τηρούμε τις εντολές του.

Τοιουτοτρόπως, δι' όλων των δρωμένων και των τελουμένων εν τη λειτουργία, επιτυγχάνομεν να κάνωμε την ψυχήν μας καλυτέραν, ωραιοτέραν. Δι' αυτόν τον λόγον ο ιερός συγγραφεύς της ερμηνείας της λειτουργίας μας προτρέπει- «Ούτω... αιδεσθώμεν τον ούτως ελεήσαντα, τον ούτω σώσαντα και πιστεύσωμεν αυτώ τας ψυχάς», ας του εμπιστευθώμεν τις ψυχές μας, «και παραθώμεθα την ζωήν, και φλέξωμεν τας καρδίας τω πυρί της αγάπης αυτού· και τοιούτοι γενόμενοι, τω πυρί των μυστηρίων ομιλήσωμεν ασφαλώς και οικείως». Όταν του εμπιστευθώμεν τας ψυχάς μας, όταν του παραθέσωμεν την ζωήν μας, όταν φλέξωμεν τας καρδίας μας με το πυρ της αγάπης του, τότε πλέον είμεθα έτοιμοι και μπορούμε να «ομιλήσωμεν τω πυρί των μυστηρίων ασφαλώς και οικείως», να έλθωμεν εις επαφήν, να αποκτήσωμεν πλέον εμπειρικήν συνάφειαν με το πυρ των μυστηρίων του. Τότε μόνον η εν τη πράξει, η εμπειρική αυτή αίσθησις, η πραγματική αυτή εκζήτησις της ζωής τού Χριστού γίνεται βίωμά μας. Και η μετάληψις των τιμίων δώρων, η μετάληψις της θεότητος και η θέωσίς μας, έρχεται ως απόρροια όσων μας χαρίζει η θεία λειτουργία.

Το τεμάχιο του άρτου, το οποίο πρόκειται να γίνει σώμα Χριστού, το βγάζομε από το πρόσφορο. Δεν προσφέρομε ολόκληρο το πρόσφορο εις τον Κύριον, αλλά ένα τεμάχιό του. Το πρόσφορο εικονίζει την ανθρωπίνην φύσιν, το ημέτερον φύραμα, το ανθρώπινο γένος. Εξήλθε ο Χριστός εκ του ημετέρου φυράματος δια να θεώσει αυτό. Ας εξέλθωμεν και ημείς εκ μέσου των ανθρώπων, δια να θεωθώμεν, δια να προσφερθώμεν εις τον Θεόν. Διότι, προσφέροντας αυτό το αντίτυπον, προσφέρομεν τον εαυτόν μας. Τα αντίτυπα του τιμίου σώματος και του αίματος του Χριστού πρώτα τα εναποθέτομεν ως δώρα εις τον Κύριον επί της αγίας Προσκομιδής και εν συνεχεία τα προσφέρομεν ως θυσίαν επί του αγίου θυσιαστηρίου.

Ας καταστήσωμεν τον εαυτόν μας δώρο διαλεγμένο, δώρο ξεχωρισμένο, δώρο που θα το αφήσωμε μια για πάντα στα χέρια Εκείνου και δεν θα θελήσωμε ποτέ να το πάρωμε πίσω. Όταν προσφερθούμε εις Αυτόν ως δώρο, τότε μόνον θα μπορούμε, πλησιάζοντες και κυκλούντες καθ' εκάστην το θυσιαστήριόν του και προσεδρεύοντες εις αυτό, να προσενέγκωμεν ολόκληρο το είναι μας, τον εαυτόν μας — νουν, ψυχήν και καρδίαν— θυσίαν ζώσαν και ευάρεστον. Το είναι μας μας το εχάρισε Εκείνος· το οφείλομεν εις Εκείνον, ο οποίος δεν θα παύση να είναι το κέντρο και το τέλος, ο σκοπός της ζωής μας.

πηγή: αρχιμ. Αιμιλιανού (Σιμωνοπετρίτου), Κατηχήσεις και λόγοι (4) - Θεία Λατρεία, Προσδοκία και όρασις Θεού, εκδ. Ορμύλια 2001

Sunday, 18 August 2013

Metropolitan Anthony of Sourozh-ON THE EUCHARIST


Every time we approach the holy chalice to receive Communion to the Body and Blood of Christ we say a prayer that contains words that must become true on our lips, otherwise they are a lie before God. We say to God that we are the worst sinner, we are the chief sinner that there is.

And isn't it natural that so often we say these words thinking, 'This was true of the saints, who could feel that way, but I can't feel that I am the worst of sinners'. When we look around, when we look at the state of the world in which we live, we can see a number of people who in our eyes are worse than we are. And regarding this I would like to remind you of a passage in the diary of Saint John of Kronstadt, who also asked himself the same question, and in the end answered it in the affirmative: 'Yes, I am the worst of all the sinners I know'.

And the reason he gave for this judgement of his was that he was aware of how much God had given him, and how little he had given to God in response.

I think we must all of us begin in this frame of mind, ask ourselves: What are the gifts which God has bestowed upon us? What is it that makes us so happy in ourselves, or makes others so happy in us, rightly or wrongly? And when we have come to understand how much we have received, then we can ask ourselves: what are the fruits which we have borne of these gifts?

And we will see that, according to the first Beatitude, there is nothing in us, in our life, which is our own, of our own making. God gave us life. He gave us a body, a soul, a mind. He gave us all that fills our lives with richness. All that we are and all that we possess are gifts of his. Do we give Him gratitude for it, or do we appropriate these gifts, thinking no, they are our own really? And even when we are aware of the fact that they are not of our making, that it is God who has given us all that we are and all that we have, do we know how to be grateful and also to ask ourselves the question which I have already mentioned: what have I done with all the gifts of God? And if we go ever more deeply within ourselves and in our lives, can we begin to be able to say: yes, I really am the worst of all the sinners around me because I am so richly endowed by God and look how little, how very little, I have brought to God and to my neighbour as a result of it?

Let us all reflect on this. And when we come next time to Communion and we think or say these words, let us say them with at least a beginning of understanding that yes, it is true, and I know why. But come with an incipient understanding, because it takes a very long time for us to see how richly God has endowed us and how poorly we have responded to Him. But gradually, step by step, these words will become true and we will receive Communion with a new depth of broken-heartedness and with gratitude. Amen.


Source:mitras.ru

Πώς να (μην) εκκλησιάζεσαι...


Κυριακή σήμερα και πολλοί από τους συνταξιδιώτες μας, το έχουν ανάγκη να εκκλησιάζονται.
Υπάρχει ένας οδηγός παρακάτω, που καθοδηγεί πως να γίνεται η να μην γίνεται.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον από πολλές απόψεις:
Φαίνεσθαι: Στην Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία να ντύνεσαι με κυριλέ-φαρισέ ρούχα για να ανεβάζεις το image σου.
Δωδεκάτη: Τηλεφώνησε το προηγούμενο απόγευμα στο Ναό και ρώτησε – «Τι ώρα βγαίνετε»; Αν πάς πέντε λεπτά πριν από το τέλος θα γλιτώσεις το λούκι της Ακολουθίας χωρίς να νιώθεις ενοχές που δεν εκκλησιάστηκες.
Δίλεπτο: Όταν ρίχνεις τα χρήματα στο παγκάρι νιώσε ελεήμων. Αν ο επίτροπος που βρίσκεται πίσω από το παγκάρι σε κοιτάζει, νιώσε ντροπή και ρίξε κάτι περισσότερο για να μην φανείς φτωχός στα μάτια του. Αν κάνει πως δεν σε προσέχει, ρίξε ένα βαρύ κέρμα για να ακούσει πλούσιο θόρυβο. Αν νιώθεις ένοχος-η για κάτι κακό που έκανες ρίξε ένα ευρώ παραπάνω για εξιλέωση.
Δεκακέρι: Άναψε πολλά κεριά για να ελεηθείς περισσότερο εσύ και οι συγγενείς σου.
Αξιολόγηση: Παρατήρησε προσεκτικά τους πιστούς γύρω σου χωρίς να σε πάρουν χαμπάρι. Αν είσαι άντρας και δεις μια κομψή κοπέλα προκλητικά ντυμένη αφού την κοιτάξεις με λαγνεία, κρίνε μέσα σου το παρουσιαστικό της, αναλογιζόμενος: «πως δεν ντρέπεται να κυκλοφορεί έτσι μέσα στο Ναό!». Αν είσαι γυναίκα αφού ζηλέψεις έλεγξέ την με μια βλοσυρή ματιά για να βγάλεις το άχτι σου. Μετά αντί να παραδεχτείς ότι έπεσες σε κατάκριση αναλογίσου: «σα δε ντρέπεται» και νιώσε πιο ευσεβής από αυτήν.
Κοσμικίλα: Φόρεσε ένα άρωμα πιο δυνατό από το θυμίαμα ώστε να πλημμυρίζει με κατάνυξη όσους είχαν την τύχη να σταθούν πλάι σου.
Μουρμούρα: Να επαναλαμβάνεις κοντά στο αυτί του μπροστινού σου όσα ακούς. Αυτό θα σε βοηθήσει να συμμετέχεις ενεργά στην Ακολουθία. Να μουρμουράς σε διαφορετικό τόνο από τους ψάλτες για να του προσφέρεις πολυφωνικό άκουσμα.
Δικαίωμα: Πίστεψε ότι με το να εκκλησιάζεσαι εξευμενίζεις το Θεό και τον υποχρεώνεις να σε προστατεύει και να συμπαραστέκεται στις δυσκολίες σου.
Θεαθήναι: Αν κάνεις κάποια δωρεά απαίτησε να αναγραφεί το όνομά σου στο αντικείμενο που δώρισες με μεγάλα γράμματα. Αν πρόκειται για εικόνα φρόντισε το όνομά σου να ξεπερνάει σε μέγεθος το όνομα του αγιογράφου αλλά και του αγίου που εικονίζεται. Αφού την πλήρωσες καλό να μείνει αιωνία η μνήμη σου.
Καρέκλες: Αν δωρίσεις κάποιο κάθισμα απαίτησε να σκαλιστεί το όνομά σου με μεγάλα γράμματα ώστε όλοι να ξέρουν πόσο αναπαυτική είναι η γενναιοδωρία σου. Δεν χρειάζεται να κάθεσαι εσύ στη δική σου καρέκλα για να μη σε παρεξηγήσουν αλλά όποτε πηγαίνεις στο Ναό να περνάς από κοντά για να διαβάζεις το όνομά σου και να καμαρώνεις. Αν το όνομα του δωρητή ανήκει σε κάποιον κεκοιμημένο της φαμίλιας σου …; νιώσε περήφανος για το σόι σου.
Μπλα-Μπλα: Αν συναντήσεις τυχαία κάποιον φίλο ή γνωστό πιάσε την κουβέντα και μην σταματήσεις πριν τελειώσει η Ακολουθία. Η κουβεντούλα στο Ναό ευαρεστεί το Θεό και αναπαύει τους γύρω σου.
Νταβαντούρι: Φρόντισε να εκκλησιάζεσαι μόνο σε κεντρικούς Ναούς τις μεγάλες εορτές ώστε να ενοχλείσαι από τον θόρυβο και την υποκρισία.
Παιδιά: Αν ντρέπεσαι να ξαμολήσεις τα παιδιά σου ανεξέλεγκτα μέσα στο Ναό να παίζουν και να φωνάζουν, ανάγκασέ τα να στέκονται ακίνητα δίπλα σου με ευλάβεια. Αν νιώσουν από νωρίς την καταπίεση όταν μεγαλώσουν θα γίνουν οπωσδήποτε υποταγμένοι, καθωσπρεπικοί ρομπότ-χριστιανοί ή αντιδραστικοί και περιθωριακοί αρνησίθεοι.
Σπάσιμο νεύρων: Αν σχηματίζεται ουρά για το προσκύνημα κάποιων ιερών λειψάνων ή θαυματουργής εικόνας πήγαινε να στηθείς και εσύ εκεί. Αν αγανακτήσεις από το συνωστισμό στο Ναό κράτησε την ψυχραιμία σου. Ξέσπασε αργότερα τα νεύρα σου στην οικογένειά σου.
Ταχύτητα: Όταν έλθει η ώρα να μεταλάβεις παραμέρισε τους άλλους για να κοινωνήσεις πρώτος. Έτσι δεν θα χρειαστεί να περιμένεις στην ουρά και θα μειωθούν οι πιθανότητες να κοινωνήσεις μετά από μια γιαγιά που σιχαίνεσαι.
Μόνωση: Αν καθίσει κάποιος δίπλα σου, μην γυρίσεις να τον κοιτάξεις, μην του χαμογελάσεις και μην του πεις καλημέρα. Τράβηξε λίγο την καρέκλα σου παραπέρα και στρέψε τα μάτια σου αλλού για να καταλάβει ότι ενοχλήθηκες.
Κατάληψη: Επειδή κουράζεσαι εύκολα, αν πετύχεις άδειο κάθισμα, πρόλαβε να καθίσεις και κράτησέ το μέχρι το τέλος για πάρτι σου. Αν τα άδεια καθίσματα είναι δύο «πιάσε» το άλλο με το μπουφάν σου για να βάλεις εκεί ένα «πλησίον» της αρεσκείας σου.
Καφενείο: Λίγο πριν τελειώσει η Ακολουθία φύγε ψύχραιμα από το Ναό μη τυχόν και γνωρίσεις κάποιον από την ενορία σου. Αν έχεις δει κάποιο γνωστό σου, περίμενε μέχρι το «δι ευχών» και μετά πλησίασε και πες του με δυνατή φωνή όσα θα του έλεγες αν τον συναντούσες στη Λαϊκή ή στο καφενείο.

ΠΗΓΗ-

Δημήτρης Καραβασίλης

Συγγραφέας
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...