«Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββά Ποιμένα:
Τί νά κάνω μέ τίς ἁμαρτίες μου;
Τοῦ λέει ὁ Γέροντας:
Τί νά κάνω μέ τίς ἁμαρτίες μου;
Τοῦ λέει ὁ Γέροντας:
Ὅποιος θέλει νά λυτρωθεῖ ἀπό ἁμαρτίες,
μέ τόν κλαυθμό λυτρώνεται ἀπ᾿ αὐτές. Καί ὅποιος θέλει ν᾿ ἀποκτήσει
ἀρετές, μέ τόν κλαυθμό τίς ἀποκτᾶ. Γιατί τό κλάμα εἶναι ὁ δρόμος πού μᾶς
παρέδωσαν ἡ Γραφή καί οἱ Πατέρες μας, λέγοντας: “Κλάψτε! Γιατί ἄλλος
δρόμος, ἐκτός ἀπ᾿ αὐτόν, δέν ὑπάρχει”».
Τά δάκρυα εἶναι φυσικό ἀποτέλεσμα τῆς πεσμένης ἀνθρωπίνης φύσεως. Πρίν ἀπό τήν προπατορική πτώση, ἡ φύση μας δέν γνώριζε τά δάκρυα. Γνώριζε μόνο τήν ὁλοκάθαρη ἀπόλαυση τῆς παραδείσιας μακαριότητας. Ἀλλά τήν ἔχασε αὐτή τή μακαριότητα. Καί τῆς ἔμειναν τά δάκρυα ὡς ἔκφραση τοῦ πόθου της γιά τή μακαριότητα, ὡς μαρτυρία τῆς πτώσεώς της, ὡς ἀπόδειξη τῆς παραδόσεώς της στήν ὀργή τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ὡς ἐλπίδα τῆς μελλοντικῆς ἐπιστροφῆς της στήν μακαριότητα. Ἀξιόπιστη εἶναι αὐτή ἡ ἐλπίδα, ἀφοῦ τό αἴσθημα τῆς συμπάθειας πρός τόν πλησίον δέν χάθηκε ἀπό τή φύση μας.
Ἀξιόπιστη εἶναι αὐτή ἡ ἐλπίδα, ἐπειδή τή θλίψη γιά τήν ἀπώλεια τῆς οὐράνιας μακαριότητας δέν μπορεῖ νά τήν ἀποδιώξει καμιά πρόσκαιρη ἀπόλαυση. Παραμένοντας ἀνικανοποίητη ἡ φύση μας, προσμένει ἱκανοποίηση. Στά δάκρυά της ζεῖ μυστικά ἡ παρηγοριά καί τό πένθος της ἡ χαρά. Ὁ ἄνθρωπος, ὅποιαν ἐπίγεια εὐημερία κι ἄν ἀπολαμβάνει, σ᾿ ὅποια ὕψη δόξας κι ἄν βρίσκεται, σ᾿ ὅποιαν εὐτυχία κι ἄν κολυμπᾶ, συναντᾶ καί βιώνει στιγμές, ὧρες καί μέρες τέτοιες, πού μή βρίσκοντας ἀνακούφιση σέ καμιάν ἄλλη παρηγοριά, καταφεύγει σ᾿ αὐτήν πού τοῦ προσφέρουν τά δάκρυα.