Η τέταρτη απάτη µε την οποία µας επιτίθεται ο πονηρός διάβολος, όταν µας δη ότι βαδίζουµε τον ευθύ δρόµο της αρετής, είναι οι διάφορες επιθυµίες, που ξεσηκώνει εναντίον µας, για να µας κάνη να ξεπέσουµε απο την εκγύµνασι των αρετών στίς κακίες. Για παράδειγµα, οταν ένας άρρωστος υποφέρη µε υποµονετική θέλησι την αρρώστία του, ο εχθρός, που γνωρίζει οτι µε τον τρόπο αυτόν µπορεί εκείνος να αποκτήση την συνήθεια της υποµονής, του παρουσιάζει µπροστά του πολλά καλά έργα, που θα µπορούσε να κάνη αν βρισκότανε σε άλλη κατάστασι και φροντίζει να τον πείση ότι αν ήταν υγιής, θα µπορούσε να υπηρετήση καλύτερα τον Θεό και να ωφελήση και τον εαυτό του και τους άλλους.
Αφου του βάλλει αυτές τις επιθυµίες, πηγαίνει σιγά σιγά, αυξάνοντάς τες κατα αυτό τον τρόπο, που τον κάνει να θορυβήται και νά ταράζεται, γιατί δεν µπορεί να τίς τελειώση, σύµφωνα µε το θέληµα του. Και όσο του γίνονται µεγαλύτερες και δυνατώτερες οι παρόµοιες επιθυµίες, τόσο πιό πολύ αυξάνει και η ενόχλησις και η ταραχή της καρδιάς του· και µετά λίγο λίγο, µε ικανότητα τον καταφέρνει ο εχθρός ώστε να µην υποµένη πλέον την αρρώστία του, όχι ως αρρώστια, αλλά ως εµπόδιο εκείνων των αρετών, που µε πολλή όρεξι επιθυµεί να κάνη, για µεγαλύτερη ωφέλεια. Και αφού τον φέρει αυτό το σηµείο, µε πολλή ικανότητα του κλέβει από το νου εκείνο τον σκοπό που είχε για να υπηρετήσει καλύτερα τον Θεό και να αποκτήση περισσότερες αρετές.
Και έτσι, άλλο δεν του αφήνει, παρά γυµνή και µόνη την επιθυµία του να ελευθερωθή από την αρρώστια. Επειδή όµως, σύµφωνα µε την θέλησί του, δεν του περνά, συγχύζεται και ταράσσεται σε τέτοιο σηµείο, πού γίνεται εντελώς ανυπόµονος, και έτσι φθάνει ο άθλιος να πέση στην κακία της ανυποµονησίας, από την αρετή της υποµονής, πού εξασκείτο απο πρίν χωρίς να το καταλαβαίνη καθόλου.
Ο τρόπος λοιπόν, για να αντισταθής σε αυτή την απάτη του διαβόλου, είναι ο εξής: Όταν βρεθής σε αυτή την κατάστασι της αρρώστιας, που να ενοχλήσαι και να ταράσσεσαι, πρόσεχε καλά, να µη δέχεσαι ή να µην υποχωρής καθόλου στις επιθυµίες πού τότε σου έρχονται, όσο καλές κι αν φαίνωνται. Γιατί, µη µπορώντας τότε να τίς κάνης έργο, αναγκαστικά συγχύζεσαι και δεν ειρηνεύεις. Πρέπει λοιπόν, µε κάθε ταπείνωσι, υποµονή και υποταγή να πιστεύης, πως οι επιθυµίες σου αυτές, δεν µπορούν να πάρουν εκείνη την έκβασι και το τέλος που επιθυµείς, όντας εσύ περισσσότερο αδύνατος και στήρικτος από εκείνο πού εσύ λογαριάζεις· ή σκέψου ότι ο Θεός για τίς κρυφές κρίσεις του ή και για τίς αµαρτίες σου, δεν θέλει από σένα εκείνα τα καλά που επιθυµείς, αλλά καλύτερα θέλει να σε εχη ταπεινωµένο µε την υποµονή, κάτω απο το γλυκό και δυνατό χέρι της θελήσεώς του.
Έτσι παρόµοια και αν έχης κάποτε κανόνα απο τον Πνευµατικό σου για κανένα σου αµάρτηµα και γι’ αυτό δεν µπορείς, όπως επιθυµείς, να ακολουθής µε συνέπεια την κάθε ενέργεια που κάνεις για ευλάβεια, και ιδιαιτέρως την θεία Κοινωνία, µη συγχυσθής και ενοχληθής από την επιθυµία τους· αλλά αφού αποβάλης κάθε δικό σου θέληµα, φόρεσε εκείνο που αρέσει στο Θεό µε πόνο καρδιάς, λέγοντας µέσα σου. Αχ, εάν το µάτι της θεϊκής πρόνοιας, δεν έβλεπε σε µένα αχαριστίες και ελαττώµατα, εγώ βέβαια, δεν θα βρισκόµουν τώρα σε τέτοια αθλιότητα, να στερηθώ τη χάρι των αγιωτάτων Μυστηρίων· γι’ αυτό, βλέποντας ότι ο Κύριος µου, µου φανερώνει µε αυτό την αναξιότητά µου, υµνώ και δοξολογώ στους αιώνας το όνοµα του, λέγοντας προς αυτό: «Φιλανθρωπότατε ∆έσποτα· ελπίζοντας καλά στην αγαθότητα σου, αν και είµαι ανάξιος ο άθλιος να σε δεχθώ στην ψυχή µου µε το µέσο των θείων Μυστηρίων, µε όλα αυτά, δεν σταµατώ µε άλλον τρόπο να σου ανοίγω την καρδιά µου, για να µπαίνης πνευµατικά σε αυτή, να την χαροποιής και να την δυναµώνης εναντίον των εχθρών, που θέλουν να την χωρίσουν από σένα· και παραµένω πάντα ευχαριστηµένος για όλα εκείνα, πού αρέσουν στα µάτια σου, ∆ηµιουργέ µου και Σωτήρα µου· αυτό µόνο επιθυµώ, το θέληµά σου να είναι και τώρα και πάντα η τροφή µου και η δύναµίς µου· και αυτή µόνο την χάρι, πολυαγαπητέ µου, σου ζητώ· η ψυχή µου ελευθερωµένη από κάθε τι που δεν σου αρέσει, να µένη πάντα ντυµένη µε την στολή των αγίων σου εντολών και ετοιµασµένη στο νοητό ερχοµό σου και σε ο,τι άλλο επιθυµείς να µου δώσης».
Αν φυλάξης αυτές τίς παραγγελίες, να είσαι σίγουρος, οτι κάθε επιθυµία του καλού, που εσύ δεν µπορείς να ολοκληρώσης, που προέρχεται είτε από την φύσι, είτε από τον διάβολο, που θέλει να σε ενοχλεί πάντα και να σε βγάζη πάντα από τον δρόµο της αρετής· ή και καµιά φορά από τον Θεό, για να δοκιµασθή η υποταγή σου στο θέληµα του· σε κάθε, λέγω, ανεκπλήρωτη επιθυµία σου, θά έχης πάντα αφορµή να ευχαριστής τον Θεό σου, όπως του αρέσει. Γιατί απο αυτό αποτελείται η αληθινή ευλάβεια και η υπηρεσία που ζητάει ο Θεός από εµάς.
Γνώριζε ακόµη και αυτό, οτι για να µην αγανακτής και χάνης την υποµονή στίς θλίψεις και στους πειρασµούς πού έρχονται, από όποιο µέρος και αν είναι, πρέπει να χρησιµοποιής εκείνα τα δίκαια και φρόνιµα µέσα, που συνηθίζουν να χρησιµοποιούν οι υπηρέτες του Θεού, δηλαδή, το να µη δίνης εσύ αφορµή σε αυτές, το να παρακαλής τον Θεό να σε ελευθερώνη από αυτές και άλλα παρόµοια· όχι όµως µε τόση επιθυµία και αφοσιώσι ολοκληρωτική, για να ελευθερωθής από τίς θλίψεις αυτές, αλλά γιατί θέλει ο Θεός να µεταχειριζώµαστε τα παρόµοια µέσα και όργανα 69. Γιατί, εµείς δεν γνωρίζουµε αν θέλη ο Θεός να µας ελευθερώση µε τα µέσα αυτά από την θλίψι εκείνη. Οπότε αν συ κάνης αλλιώς, ζητώντας ολοκληρωτικά να ελευθερωθής από τίς θλίψεις, θά γκρεµισθής σε πολλά κακά, και εύκολα θα πέσης στην ανυποµονησία, µε το να µη γίνεται η ελευθερία αυτή σύµφωνα µε την επιθυµία και την προσπάθειά σου· ή η υποµονή σου θα είναι ελαττωµατική, και δεν θα είναι όλη αρεστή στο Θεό, αλλά θά είναι άξια µικρού µισθού.
Τέλος πάντων, σε πληροφορώ εδώ για µία κρυφή απάτη της φιλαυτίας, η οποία συνηθίζει να σκεπάζη τα ελαττώµατά µας και µε κάποιο τρόπο να τα αποκρούη όπως στο παράδειγµα· βρίσκεται κάποιος άρρωστος, λίγο υποµονητικός στην ασθένειά του, ο οποίος κρύβει την ανυποµονησία του µε σκέπασµα κάποιου ζήλου φαινόµενης αρετής, λέγοντας πως η λύπη του δεν είναι αληθινή ανυποµονησία για το µαρτύριο που υποφέρει από την ασθένεια, αλλά ότι λυπάται εύλογα, ή γιατί αυτός έδωσε την αφορµή γιά την ασθένεια, ή γιατί εκείνοι που τον υπηρετούν, αηδιάζουν από την ασθένειά του και δυσανασχετούν και βλάπτονται. Ετσι µπορεί να πη κανείς ότι και ο φιλόδοξος, που συγχύζεται για την δόξα που δεν πήρε, δεν αποδίδει την αφορµή της αποτυχίας στη δική του υπερηφάνεια και µαταιότητα, αλλά σε άλλες αφορµές και προφάσεις. Οτι δε η ρίζα της µικροψυχίας και συγχύσεως αυτών, δεν είναι γι’ άλλους ή γι’ άλλη αιτία, παρά γιατί αυτοί µισούν και αποστρέφονται εκείνο, που είναι αντίθετο µε την επιθυµία τους, φανερό είναι· επειδή, ούτε ο παραπάνω άρρωστος φροντίζει και συγχύζεται, γιατί οι ίδιοι που τον υπηρετούν, κοπιάζουν το ίδιο ή αηδιάζουν και βλάπτονται για την ασθένεια κάποιου άλλου, παρά για µόνο τη δική του· ούτε ο φιλόδοξος, που αναφέρθηκε, συγχύζεται τόσο για άλλες θλιβερές υποθέσεις, που του τυχαίνουν, όσο γιατί απέτυχε να του δοθεί η θέσις που επιθυµούσε. Οπότε, εσύ, για να µη πέσης σε αυτό το σφάλµα και σε άλλα, υπόφερε πάντα µε υποµονή κάθε κόπο και εκπαίδευσι, που θα σε ακολουθήση, από όποιου είδους αφορµή και αν είναι.
Αφου του βάλλει αυτές τις επιθυµίες, πηγαίνει σιγά σιγά, αυξάνοντάς τες κατα αυτό τον τρόπο, που τον κάνει να θορυβήται και νά ταράζεται, γιατί δεν µπορεί να τίς τελειώση, σύµφωνα µε το θέληµα του. Και όσο του γίνονται µεγαλύτερες και δυνατώτερες οι παρόµοιες επιθυµίες, τόσο πιό πολύ αυξάνει και η ενόχλησις και η ταραχή της καρδιάς του· και µετά λίγο λίγο, µε ικανότητα τον καταφέρνει ο εχθρός ώστε να µην υποµένη πλέον την αρρώστία του, όχι ως αρρώστια, αλλά ως εµπόδιο εκείνων των αρετών, που µε πολλή όρεξι επιθυµεί να κάνη, για µεγαλύτερη ωφέλεια. Και αφού τον φέρει αυτό το σηµείο, µε πολλή ικανότητα του κλέβει από το νου εκείνο τον σκοπό που είχε για να υπηρετήσει καλύτερα τον Θεό και να αποκτήση περισσότερες αρετές.
Και έτσι, άλλο δεν του αφήνει, παρά γυµνή και µόνη την επιθυµία του να ελευθερωθή από την αρρώστια. Επειδή όµως, σύµφωνα µε την θέλησί του, δεν του περνά, συγχύζεται και ταράσσεται σε τέτοιο σηµείο, πού γίνεται εντελώς ανυπόµονος, και έτσι φθάνει ο άθλιος να πέση στην κακία της ανυποµονησίας, από την αρετή της υποµονής, πού εξασκείτο απο πρίν χωρίς να το καταλαβαίνη καθόλου.
Ο τρόπος λοιπόν, για να αντισταθής σε αυτή την απάτη του διαβόλου, είναι ο εξής: Όταν βρεθής σε αυτή την κατάστασι της αρρώστιας, που να ενοχλήσαι και να ταράσσεσαι, πρόσεχε καλά, να µη δέχεσαι ή να µην υποχωρής καθόλου στις επιθυµίες πού τότε σου έρχονται, όσο καλές κι αν φαίνωνται. Γιατί, µη µπορώντας τότε να τίς κάνης έργο, αναγκαστικά συγχύζεσαι και δεν ειρηνεύεις. Πρέπει λοιπόν, µε κάθε ταπείνωσι, υποµονή και υποταγή να πιστεύης, πως οι επιθυµίες σου αυτές, δεν µπορούν να πάρουν εκείνη την έκβασι και το τέλος που επιθυµείς, όντας εσύ περισσσότερο αδύνατος και στήρικτος από εκείνο πού εσύ λογαριάζεις· ή σκέψου ότι ο Θεός για τίς κρυφές κρίσεις του ή και για τίς αµαρτίες σου, δεν θέλει από σένα εκείνα τα καλά που επιθυµείς, αλλά καλύτερα θέλει να σε εχη ταπεινωµένο µε την υποµονή, κάτω απο το γλυκό και δυνατό χέρι της θελήσεώς του.
Έτσι παρόµοια και αν έχης κάποτε κανόνα απο τον Πνευµατικό σου για κανένα σου αµάρτηµα και γι’ αυτό δεν µπορείς, όπως επιθυµείς, να ακολουθής µε συνέπεια την κάθε ενέργεια που κάνεις για ευλάβεια, και ιδιαιτέρως την θεία Κοινωνία, µη συγχυσθής και ενοχληθής από την επιθυµία τους· αλλά αφού αποβάλης κάθε δικό σου θέληµα, φόρεσε εκείνο που αρέσει στο Θεό µε πόνο καρδιάς, λέγοντας µέσα σου. Αχ, εάν το µάτι της θεϊκής πρόνοιας, δεν έβλεπε σε µένα αχαριστίες και ελαττώµατα, εγώ βέβαια, δεν θα βρισκόµουν τώρα σε τέτοια αθλιότητα, να στερηθώ τη χάρι των αγιωτάτων Μυστηρίων· γι’ αυτό, βλέποντας ότι ο Κύριος µου, µου φανερώνει µε αυτό την αναξιότητά µου, υµνώ και δοξολογώ στους αιώνας το όνοµα του, λέγοντας προς αυτό: «Φιλανθρωπότατε ∆έσποτα· ελπίζοντας καλά στην αγαθότητα σου, αν και είµαι ανάξιος ο άθλιος να σε δεχθώ στην ψυχή µου µε το µέσο των θείων Μυστηρίων, µε όλα αυτά, δεν σταµατώ µε άλλον τρόπο να σου ανοίγω την καρδιά µου, για να µπαίνης πνευµατικά σε αυτή, να την χαροποιής και να την δυναµώνης εναντίον των εχθρών, που θέλουν να την χωρίσουν από σένα· και παραµένω πάντα ευχαριστηµένος για όλα εκείνα, πού αρέσουν στα µάτια σου, ∆ηµιουργέ µου και Σωτήρα µου· αυτό µόνο επιθυµώ, το θέληµά σου να είναι και τώρα και πάντα η τροφή µου και η δύναµίς µου· και αυτή µόνο την χάρι, πολυαγαπητέ µου, σου ζητώ· η ψυχή µου ελευθερωµένη από κάθε τι που δεν σου αρέσει, να µένη πάντα ντυµένη µε την στολή των αγίων σου εντολών και ετοιµασµένη στο νοητό ερχοµό σου και σε ο,τι άλλο επιθυµείς να µου δώσης».
Αν φυλάξης αυτές τίς παραγγελίες, να είσαι σίγουρος, οτι κάθε επιθυµία του καλού, που εσύ δεν µπορείς να ολοκληρώσης, που προέρχεται είτε από την φύσι, είτε από τον διάβολο, που θέλει να σε ενοχλεί πάντα και να σε βγάζη πάντα από τον δρόµο της αρετής· ή και καµιά φορά από τον Θεό, για να δοκιµασθή η υποταγή σου στο θέληµα του· σε κάθε, λέγω, ανεκπλήρωτη επιθυµία σου, θά έχης πάντα αφορµή να ευχαριστής τον Θεό σου, όπως του αρέσει. Γιατί απο αυτό αποτελείται η αληθινή ευλάβεια και η υπηρεσία που ζητάει ο Θεός από εµάς.
Γνώριζε ακόµη και αυτό, οτι για να µην αγανακτής και χάνης την υποµονή στίς θλίψεις και στους πειρασµούς πού έρχονται, από όποιο µέρος και αν είναι, πρέπει να χρησιµοποιής εκείνα τα δίκαια και φρόνιµα µέσα, που συνηθίζουν να χρησιµοποιούν οι υπηρέτες του Θεού, δηλαδή, το να µη δίνης εσύ αφορµή σε αυτές, το να παρακαλής τον Θεό να σε ελευθερώνη από αυτές και άλλα παρόµοια· όχι όµως µε τόση επιθυµία και αφοσιώσι ολοκληρωτική, για να ελευθερωθής από τίς θλίψεις αυτές, αλλά γιατί θέλει ο Θεός να µεταχειριζώµαστε τα παρόµοια µέσα και όργανα 69. Γιατί, εµείς δεν γνωρίζουµε αν θέλη ο Θεός να µας ελευθερώση µε τα µέσα αυτά από την θλίψι εκείνη. Οπότε αν συ κάνης αλλιώς, ζητώντας ολοκληρωτικά να ελευθερωθής από τίς θλίψεις, θά γκρεµισθής σε πολλά κακά, και εύκολα θα πέσης στην ανυποµονησία, µε το να µη γίνεται η ελευθερία αυτή σύµφωνα µε την επιθυµία και την προσπάθειά σου· ή η υποµονή σου θα είναι ελαττωµατική, και δεν θα είναι όλη αρεστή στο Θεό, αλλά θά είναι άξια µικρού µισθού.
Τέλος πάντων, σε πληροφορώ εδώ για µία κρυφή απάτη της φιλαυτίας, η οποία συνηθίζει να σκεπάζη τα ελαττώµατά µας και µε κάποιο τρόπο να τα αποκρούη όπως στο παράδειγµα· βρίσκεται κάποιος άρρωστος, λίγο υποµονητικός στην ασθένειά του, ο οποίος κρύβει την ανυποµονησία του µε σκέπασµα κάποιου ζήλου φαινόµενης αρετής, λέγοντας πως η λύπη του δεν είναι αληθινή ανυποµονησία για το µαρτύριο που υποφέρει από την ασθένεια, αλλά ότι λυπάται εύλογα, ή γιατί αυτός έδωσε την αφορµή γιά την ασθένεια, ή γιατί εκείνοι που τον υπηρετούν, αηδιάζουν από την ασθένειά του και δυσανασχετούν και βλάπτονται. Ετσι µπορεί να πη κανείς ότι και ο φιλόδοξος, που συγχύζεται για την δόξα που δεν πήρε, δεν αποδίδει την αφορµή της αποτυχίας στη δική του υπερηφάνεια και µαταιότητα, αλλά σε άλλες αφορµές και προφάσεις. Οτι δε η ρίζα της µικροψυχίας και συγχύσεως αυτών, δεν είναι γι’ άλλους ή γι’ άλλη αιτία, παρά γιατί αυτοί µισούν και αποστρέφονται εκείνο, που είναι αντίθετο µε την επιθυµία τους, φανερό είναι· επειδή, ούτε ο παραπάνω άρρωστος φροντίζει και συγχύζεται, γιατί οι ίδιοι που τον υπηρετούν, κοπιάζουν το ίδιο ή αηδιάζουν και βλάπτονται για την ασθένεια κάποιου άλλου, παρά για µόνο τη δική του· ούτε ο φιλόδοξος, που αναφέρθηκε, συγχύζεται τόσο για άλλες θλιβερές υποθέσεις, που του τυχαίνουν, όσο γιατί απέτυχε να του δοθεί η θέσις που επιθυµούσε. Οπότε, εσύ, για να µη πέσης σε αυτό το σφάλµα και σε άλλα, υπόφερε πάντα µε υποµονή κάθε κόπο και εκπαίδευσι, που θα σε ακολουθήση, από όποιου είδους αφορµή και αν είναι.
Ετσι και εκείνος που προκόβει κάτω από την υποταγή κάποιου Γέροντα, επιθυµώντας να κατορθώση µεγαλύτερες αρετές, απατάται και αφίνει την υπακοή και πηγαίνει στη µοναξιά και άσκησι· και εκεί πέφτοντας στην αµέλεια, χάνει και την λίγη προκοπή που έκαµνε στην υπακοή, όπως λέγει ο Ιωάννης της Κλίµακας· το ίδιο παθαίνει και ο ερηµίτης και αναχωρητής, όταν αφήση την ερηµιά και πηγαίνη σε υπακοή, γιά να αποκτήση τάχα περισσότερες αρετές και ωφέλεια· επειδή στην υποταγή χάνει και τη λίγη ησυχία, που απελάµβανε στην µοναξιά..
∆ηλαδή να παρακαλούµε να µη µπαίνουµε σε πειρασµό, διότι λέγει· «Καί µη είσενέγκης ηµάς είς πειρασµόν» (Ματθ. 6,13). Και πάλι· «Προσεύχεσθε να µη εισέλθετε σε πειρασµό» (Λουκ. 22,40)· αυτό ερµηνεύοντας ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει, ότι είναι δαιµονικό πράγµα και υπερήφανο, το να ρίχνη κάποιος µόνος τον εαυτό του σε πειρασµούς. «∆αιµονιώδες γαρ το έπιρρίπτειν εαυτούς εις πειρασµούς και άλαζονικόν». Πρέπει λοιπόν και πριν από τον πειρασµό, να παρακαλούµε για να µη πέσουµε σ’ αυτόν, και αφού πέσουµε στον πειρασµό πάλι να παρακαλούµε, για να µη νικηθούµε από αυτόν (διότι έτσι ερµηνεύεται το «µη εισελθείν ηµας ες πειρασµόν», κατά τον Θεοφύλακτο)· δεν πρέπει όµως να πέφτουµε τόσο, να γογγύζουµε, να ανησυχούµε και να λυπούµαστε, όταν µας τύχουν πειρασµοί διάφοροι και θλίψεις, αλλά να ευχαριστούµε και να χαιρώµαστε, καθώς µας παραγγέλλει ο Αδελφόθεος· «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί µοι, όταν πειρασµοίς περιπέσητε ποικίλοις» (1,2)· όντας πληροφορηµένοι, ότι ο πειρασµός πού πάσχουµε, κατά το όνοµα πειράζει, δηλαδή δοκιµάζει και λαµπρύνει την πίστι και αγάπη που έχοµε προς τον Θεό, όπως και η φωτιά λαµπρύνει το χρυσάφι στο χωνευτήρι.
∆ηλαδή να παρακαλούµε να µη µπαίνουµε σε πειρασµό, διότι λέγει· «Καί µη είσενέγκης ηµάς είς πειρασµόν» (Ματθ. 6,13). Και πάλι· «Προσεύχεσθε να µη εισέλθετε σε πειρασµό» (Λουκ. 22,40)· αυτό ερµηνεύοντας ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει, ότι είναι δαιµονικό πράγµα και υπερήφανο, το να ρίχνη κάποιος µόνος τον εαυτό του σε πειρασµούς. «∆αιµονιώδες γαρ το έπιρρίπτειν εαυτούς εις πειρασµούς και άλαζονικόν». Πρέπει λοιπόν και πριν από τον πειρασµό, να παρακαλούµε για να µη πέσουµε σ’ αυτόν, και αφού πέσουµε στον πειρασµό πάλι να παρακαλούµε, για να µη νικηθούµε από αυτόν (διότι έτσι ερµηνεύεται το «µη εισελθείν ηµας ες πειρασµόν», κατά τον Θεοφύλακτο)· δεν πρέπει όµως να πέφτουµε τόσο, να γογγύζουµε, να ανησυχούµε και να λυπούµαστε, όταν µας τύχουν πειρασµοί διάφοροι και θλίψεις, αλλά να ευχαριστούµε και να χαιρώµαστε, καθώς µας παραγγέλλει ο Αδελφόθεος· «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί µοι, όταν πειρασµοίς περιπέσητε ποικίλοις» (1,2)· όντας πληροφορηµένοι, ότι ο πειρασµός πού πάσχουµε, κατά το όνοµα πειράζει, δηλαδή δοκιµάζει και λαµπρύνει την πίστι και αγάπη που έχοµε προς τον Θεό, όπως και η φωτιά λαµπρύνει το χρυσάφι στο χωνευτήρι.
Πηγή- Ο Αόρατος Πόλεμος - Όσιος Νικόδημος Αγιορείτης