1.Η αλήθεια είναι ότι αι ασθένειαι, αι θλίψεις και τα βάσανα των Χριστιανών, δημιουργούν την κάθαρσιν της ψυχής και την συγχώρησιν των αμαρτιών. Ο κάθε χριστιανός έχει καθήκον ιερόν, οποίου είδους σταυρόν τον επιφορτίση ο Θεός, να τον δεχθή με καρδίαν άκακον και απλήν και να τον ανεβάση υψηλά εις τον ένδοξον Γολγοθάν. Συμβαίνει ενίοτε να γονατίση προ του κόπου και του βάρους, αλλά ο Θεός θα στείλη άλλον καλόν Σίμωνα Κυρηναίον, δηλαδή την χάριν της υπομονής, ο οποίος θα ανεβάση τον σταυρόν εις τον Γολγοθάν. Όταν υποφέρωμεν θλίψεις σωματικώς και ψυχικώς, τότε κατέχομεν βεβαίαν την μαρτυρίαν ότι ο Θεός, μας αγαπά και ότι ημείς συγκαταριθμούμεθα μεταξύ των προσφιλών τέκνων, του Θεού. Όταν υπάγωμεν εις το νεκροταφείον, εκεί θα ίδωμεν εις κάθε τάφον και ένα σταυρόν, άλλον ξύλινον, άλλον πέτρινον, άλλον σιδερένιον κ.λ.π. Ούτω και εις κάθε ψυχήν χριστιανικήν δίδει ο Θεός και ένα σταυρόν. Εις άλλον δίδει σιδερένιον, εις άλλον ξύλινον, εις άλλον πέτρινον, εις έκαστον καθώς γνωρίζει η σοφία του Θεού. Ο κύριος σκοπός του Κυρίου είναι το πώς να σώση την πολύτιμον ψυχήν, αδιαφόρως εάν πάσχη. Αυτός ο Ίδιος χορηγεί και την υπομονήν και την φώτισιν εις το να ημπορέση να φέρη εις πέρας τον σταυρόν.
Αι ασθένειαι είναι η εγερτήριος σάλπιγξ της ψυχής, η οποία ενύσταξεν από το ναρκωτικόν ποτόν της αγνοίας, της λήθης, της αμνημοσύνης του Θεού. Αι ασθένειαι βιάζουν την ψυχήν, την οποίαν εξώθησεν η αμέριμνος επιβλαβής υγεία και την ωθούν να την θέσουν εντός του ορθού βίου. «Εν θλίψει εμνήσθην Σου» ( Ησαϊα 26,16 ), «εν θλίψει επλάτυνάς μοι» ( Ψαλμ.4,1 ). «Δια πολλών θλίψεων δει εισελθείν ημάς εις την ζωήν» ( Πράξ. 14,22 ), «εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς ημών»( Λουκ. 21,19 ).
Ποτέ δεν θα μας φανούν ωκεανός αι περιεκτικαί θλίψεις, όταν σκεπτώμεθα ότι όλα διέπονται και επιχορηγούνται εκ της αγίας δεξιάς Εκείνου, ο Οποίος μας αγαπά ως ουδείς των ανθρώπων.
Τα ραπίσματα της αγνής αγάπης ποτέ, ποτέ δεν επιφέρονται χωρίς να προοράται σκοπός άγιος και σωτήριος! Ο Κύριος διαλαμβάνει εις το ιερόν Ευαγγέλιον ότι χωρίς το θέλημα του ουρανίου μας Πατρός δεν πίπτει ούτε στρουθίον νεκρόν και ότι και αι τρίχες της κεφαλής μας, ηριθμημέναι εισίν.
Πόσην διαβεβαίωσιν, μας δίδουν οι λόγοι ούτοι, ότι όλα τα έργα μας, τα λόγια μας και αι ενθυμήσεις μας, είναι γνωστά εις τον Θεόν και ότι αι θλίψεις μας είναι εν γνώσει Του, είναι από την πρόνοιαν Αυτού και επιδιώκουν κάποιον σωτήριον σκοπόν! Τας θλίψεις της ασθενείας, μας τας στέλνει το άγιον χέρι του αγαθού Θεού. Το πλέον ενεργητικώτερον φάρμακον δια την ψυχικήν υγείαν είναι η αρρώστεια του σώματος. Τι μεγάλην διαφθοράν είχεν η ανθρωπότης, και σωματικήν και πνευματικήν, προ της ελεύσεως του Κυρίου! Ποίον φάρμακον επέφερε την πνευματικήν αναγέννησιν εις τας ψυχάς των ανθρώπων; Ουχί ο γιγάντιος Σταυρός του Κυρίου Ιησού; Εάν ο σταυρικός θάνατος του Κυρίου δεν επραγματοποιείτο, εν ουδενί άλλω τρόπω σωθήναι ηδύνατο ο άνθρωπος. Πρότυπον εγένετο ο Ιησούς φέρων τον Σταυρόν Του, έδειξεν ούτω ότι, όστις θέλει να σωθή, πρέπει να Τον ακολουθήση, να υπομείνη τον σταυρόν, που θα του φορτώση ο Κύριος αναλόγως με την δύναμίν του, να ανέλθη εις τον Γολγοθάν, να συσταυρωθή με τον Ιησούν και κατόπιν να συνδοξασθή με τον Κύριον εις την βασιλείαν του Θεού. Όταν θα βλέπη η ψυχή να της δίδεται δόξα και ανάπαυσις εις την ουράνιον ευτυχίαν, αναλόγως με τον σταυρόν που εσήκωσε, θα ταλανίζη εαυτήν, πως δεν εσήκωσε μεγαλύτερον σταυρόν, ίνα λάβη μεγαλυτέραν δόξαν και ανάπαυσιν. Θα λέγη: «ο κόπος τότε ήτο ολιγοχρόνιος, ενώ τώρα υστερούμαι αγαθών αιωνίων!». Και ο πατριάρχης Αβραάμ ακόμη θα μετανοή, όταν θα βλέπη την διανομήν των ευτυχιών, διατί δεν ηγωνίσατο περισσότερον!
Μία νεαρά κόρη ήτο συνεχώς άρρωστη από μίαν κακήν ασθένειαν, τελικώς απέθανε. Φανερώνεται ένα βράδυ εις την αδελφήν της, εκείνη την ερωτά: «Πως έχεις, αδελφή μου, εκεί όπου επήγες;» Και η αποθανούσα της λέγει: «Τι να σου είπω, αδελφή μου, πολλήν δόξαν και ανάπαυσιν μου έδωκεν ο Χριστός δια την ασθένειάν μου, αχ, να ημπορούσα να έλθω πάλιν εις την γην, να υποφέρω μεγαλυτέραν ασθένειαν, δια να λάβω εδώ μεγαλυτέραν δόξαν!».
Εάν ο ίδιος ο Κύριος, ο Παντοδύναμος, ο αναμάρτητος, εσήκωσε Σταυρόν χάριν του ανθρώπου, χάριν της σωτηρίας του, πόσην ανάγκην έχομεν ημείς οι αμαρτωλοί, που κάθε ώραν αμαρτάνομεν, από έναν σταυρόν σωτήριον; «Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην» ( Ψαλμ. 118,60 ), λέγει ο προφήτης Δαυϊδ. Πρέπει να είμεθα πάντοτε έτοιμοι εις το να υπομένωμεν άνευ γογγυσμού κάθε πειρασμόν, τον οποίον θα μας στείλη το άγιον χέρι του Ιατρού, του Θεού. Εφ’ όσον ο τοιούτος πειρασμός θα προέλθη, θα παραχωρηθή απ’ Εκείνον, ο Οποίος, μας αγαπά εις απεριόριστον βαθμόν, ποτέ μα ποτέ δεν θα είναι κακός, διότι μετά τον πειρασμόν θα ίδωμεν το καλόν αποτέλεσμά του, θα ίδωμεν τον κύριον σκοπόν του Θεού. Βλέποντας ο Κύριος Ιησούς τους μέλλοντας πειρασμούς των οπαδών Του, τους εστήριζε λέγοντας: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» ( Λουκ. 21,19 ), «ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» ( Ματθ. 10,22 ). Υποφέροντας και εσύ μεθ’ υπομονής την ασθένειάν σου συγκαταριθμείσαι μετά των πεφιλημένων τέκνων του Θεού. Το βάρος σου θα σου γίνη μίαν ημέραν ανάστασις, αι στενοχωρίαι σου, χαρά, η υπομονή σου, αιώνιος ζωή! Κράζε με ευχαριστίαν προς Τον Κύριον: «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον… ως έδοξε τω Κυρίω ούτω και εγένετο… δόξα… πάντων ένεκεν…» ( Ιώβ 1,21 ). Κράζοντας ούτω, χαράς και ειρήνης θα πληρώνεται η ψυχή σου και συνάμα θα εδράζεσαι εις την υπομονήν. Ο Χριστιανός τι είναι; Τι πρέπει να έχη; Ασφαλώς μεγάλην υπομονήν εις πάντα. Δια τους υποφέροντας διαφόρους θλίψεις είναι η αιώνιος ανάπαυσις. «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» ( Ματθ. 11,28 ), λέγει ο Κύριος.
Η οδός, η οποία οδηγεί τους διαβάτας εις την πόλιν του παραδείσου, είναι εσπαρμένη όλη με ακάνθας και οι οδεύοντες εν αυτή αιμορραγούν από τα κεντήματα των ακανθών, αλλά η ελπίς της απολαύσεως του παραδείσου τα υπερνικά όλα και παρέχει υπομονήν εις τους οδοιπόρους, καθώς έλεγαν και οι τεσσαράκοντα άγιοι μάρτυρες, όταν τους έρριψαν εις την παγωμένην λίμνην: «Δριμύς ο χειμών, γλυκύς ο παράδεισος, αλγεινή η πήξις, γλυκεία η απόλαυσις». Ο Πανάγαθος Θεός ας συναριθμήση και ημάς τους ευτελείς μετά των κοπιώντων και πεφορτισμένων, ίνα μας αναπαύση αιωνίως, αμήν.
2. Από τον καιρόν κατά τον οποίον ο γλυκύς μας Ιησούς εσήκωσε επί των αχράντων Του ώμων το ζωοποιόν ξύλον του Τιμίου Σταυρού και ανηρτήθη εις αυτό, έκτοτε δια των αιώνων συνεχίζεται υπό των οπαδών Αυτού η άρσις του Σταυρού, υπό την έννοιαν των ποικίλων θλίψεων και δοκιμασιών, δια των οποίων θριαμβεύει ο χριστιανός έναντι της πολυμόρφου και καταστρεπτικής φιλαυτίας. Ο Σωτήρ τονίζει εις ημάς δια του Ευαγγελιστού Λουκά «όστις ου βαστάζει τον σταυρόν εαυτού και έρχεται οπίσω μου, ου δύναται είναι μου μαθητής» ( Λουκ. 14,27 ), και πάλιν δια του ιδίου «Ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν και ακολουθείτω μοι» ( Λουκ. 9,23 ). Ο Αββάς Ισαάκ, ο ησυχαστής φιλόσοφος, λέγει ότι: «εις εκάστην στιγμήν χρόνου, αλλοίωσις γίνεται εν τω ανθρώπω». Και όντως αι διαθέσεις τόσον της ψυχής, όσον και του σώματος, δεν παύουν την αλλαγήν των εις εκάστην στιγμήν, δημιουργούσαι ούτω πότε στενοχωρίαν, άλλοτε πόνον, ενίοτε προσδοκίαν θλιβερών ειδήσεων, κάποτε ακαθόριστον ακαταστασίαν και στενοχωρίαν ψυχικήν και σωματικήν, προερχόμεναι είτε εκ σωματικών αιτίων, είτε και το αντίθετον εκ ψυχικών τοιούτων, επιβεβαιούσαι τοιουτοτρόπως την κατάραν του Θεού, που επωμίσθη το ανθρώπινον γένος εκ της παρακοής των πρωτοπλάστων. Ο καλός όμως Ιησούς, το Ξύλον της ζωής, αφ’ ενός δια του αγίου Του παραδείγματος και αφ’ ετέρου δια των θείων Του διδασκαλιών, εις τον σταυρόν των θλίψεων επιχέει βάλσαμον παρηγορίας μετά πολλών ζωοποιών διαβεβαιὠσεων, ότι δια πολλών θλίψεων θα δυνηθώμεν να εισέλθωμεν εις την αιώνιον Αυτού βασιλείαν.
Εις την Παλαιάν Διαθήκην εις το βιβλίον της Εξόδου, μεταξύ των άλλων γεγονότων, εξιστορείται και το κατωτέρω χαρακτηριστικόν: «Όταν οι Ισραηλίται παρήκουσαν του Θεού εις την έρημον και ως κανόνα της παρακοής των εξαπέστειλεν εις αυτούς όφεις, οι οποίοι έδακνον αυτούς και απέθνησκον, τότε ο Θεός εισακούων την προσευχήν του Μωϋσέως, όστις ηύχετο εκτενώς υπέρ κοπάσεως ταύτης της οργής, διετάξατο αυτώ ποιήσαι χαλκούν όφιν και αναρτήσαι επί ξύλου και πας ο δακνόμενος υπό των όφεων και προσβλέπων επί τον χαλκούν όφιν, ευθύς ιατρεύετο» ( Αριθμοί 21,6 ). Και ο Ιησούς μας εν τω ιερώ Ευαγγελίω παρομοιάζων την ύψωσιν του χαλκού όφεως με την ιδικήν Του ζωοποιόν ύψωσιν λέγει: «Και καθώς Μωϋσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου» (Ιωάν. 3,14 ). Η αμαρτία λοιπόν, υπό την έννοιαν φαρμακερού όφεως, δάκνει τον άνθρωπον δηλητηριάζουσα δια μέσου της ενόχου και εμπαθούς ηδονής τον οργανισμόν της ταλαιπώρου ψυχής και επιφέρουσα τον θάνατόν της και τον χωρισμόν της από του Θεού.
Ο Χριστός μας όμως, ο νοητός χαλκούς όφις, αναρτηθείς εν τω ζωοποιώ ξύλω του τιμίου Σταυρού, δια μέσου των υψίστων ευαγγελικών αληθειών ιατρεύει τας δακνομένας από την ποικίλην αμαρτίαν ψυχάς, δίδων ζώσαν ελπίδα ζωής ακαταλήπτου. «Που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, άδη, το νείκος;» Κατελύθησαν, ηφανίσθησαν, ηδράνησαν και ενεκρώθησαν τελείως αι δυνάμεις της απαισίου τυραννίας σου δια του θανάτου και της Αναστάσεως του σώζοντος τας ψυχάς ημών Ιησού, του Θεού ημών.
Δια μέσου της ηδονής και της ηδυπαθείας δηλητηριάζεται και σκοτίζεται η καρδία. Σκοτιζομένη δε πράττει τα έργα του σκότους, λυπούσα το Άγιον Πνεύμα, όπερ εδέξατο δια της αναγεννήσεως εν τη ιερά κολυμβήθρα. Αντιθέτως ο πόνος και η θλίψις εκτοπίζουν την ένοχον ηδυπάθειαν από την καρδίαν. Καθαριζομένη δε αύτη δια του πόνου, καθίσταται δεκτική του παρακλήτου Πνεύματος. Ελθών δε ο αγαθός Παράκλητος, παρηγορεί, ενθαρρύνει, φωτίζει και ως άλλος τροφεύς ζωογονεί ταύτην δια των θεϊκών διδασκαλιών και των αντιλήψεων της χαράς και της ελπίδος. Ιδού λοιπόν ο νοητός χαλκούς όφις, ο Ιησούς, ιατρεύων δια του πόνου τας ψυχάς τας πασχούσας υπό των δηγμάτων της πολυμόρφου φαρμακεράς αμαρτίας. Άρα εκ των αδιασείστων της πείρας αληθειών, ο πόνος και η θλίψις είναι το ουσιωδέστερον φάρμακον της νοσούσης από την αμαρτίαν ψυχής, συγχρόνως και άριστος παιδαγωγός δια την πνευματικήν εξύψωσιν της ψυχής, που εν τη αμαρτία και τω ηθικώ σκότει ημαύρωσε το κάλλος της, αποκτώσα ούτω τας ηθικώς κακάς έξεις. Ο πόνος υπό την ποικίλην έννοιαν καθίσταται ο επιτήδειος καλλιεργητής, που από αγριελαίαν την αμαρτωλήν ψυχήν μετακεντρίζει εις καλλιελαίαν. Η αμαρτία σκληρύνει την καρδίαν του αμαρτωλού, τον καθιστά ανάλγητον, τίποτε δεν τον συγκινεί, διότι λείπει ο Θεός, ο πονών και συμπαθών τους ανθρώπους. Ο φιλάνθρωπος όμως Θεός, «ελθών ζητήσαι και σώσαι το απολωλός» τι εργάζεται; Καταστρώνει το σχέδιον της σωτηρίας της απομεμακρυσμένης ψυχής δια μέσου του πόνου, ιδίως δια της ασθενείας. Και εκεί όπου βλέπεις π.χ. τον ακμαίον νέον να φυσιούται επί ρώμη και να συμπεριφέρεται αγερώχως, χωρίς να ενθυμήται ψυχήν και Θεόν, εξαίφνης κατακλίνεται επί κραββάτου οδύνης. Τότε ως εμπειρότατος και δεξιοτέχνης ιατρός ο πόνος αρχίζει την χειρουργικήν επέμβασιν. Πρώτον ομαλύνει την καρδίαν αποβάλλων ολίγον κατ’ ολίγον την τραχύτητα και ούτω μαλακώνει την ψυχήν. Ο πρώην σκληρός εις την καρδίαν, γίνεται απαλός, ήμερος εις τα συναισθήματα. Συμπονεί τους συναρρώστους του, ομιλεί μετά συμπαθείας ο άλλοτε ασυμπαθής. Και αφού δια τοιούτων και διαφόρων άλλων συναισθημάτων γενωμένων εκ της παιδαγωγικής ράβδου του πόνου, καταστρωθή το έδαφος της καρδίας, τότε ανοίγονται και τα ώτα της πρώην κωφευούσης ψυχής και δέχεται και συγκρατεί και ακούει μετά προσοχής τον λόγον της αληθείας, το ευαγγέλιον της σωτηρίας. Τότε ο αδιάφορος προηγουμένως εις τον Θεόν και την ψυχήν του, γίνεται ζηλωτής εις το να αναγινώσκη διάφορα βιβλία και περιοδικά θρησκευτικού περιεχομένου. Αρχίζει να ενθυμήται με πραγματικήν συντριβήν και συναίσθησιν την αμαρτωλότητά του και μανθάνει ούτω να προσεύχεται μετά κατανύξεως, γινόμενος εντός ολίγου διαπρύσιος κήρυξ της ευεργεσίας του αρίστου ιατρού, του πόνου ότι όντως είναι ο μονοδικός θεραπευτής της μακράν του Θεού αρρωστείας.
Αλλά ο πόνος δεν θεραπεύει μόνον τον μακράν του Θεού άνθρωπον, αλλά και ιατρός ψυχών υγιαινουσών είναι, νοσούντων μερικώς, ασθένειαν μη προς θάνατον, όπως είναι η κατά καιρούς αμέλεια, η κατάκρισις, η φιλαυτία, η δειλία, η αμφιβολία κ.λ.π.
Ο πόνος εξασκεί ακόμη την ενέργειάν του και επί των αγίων, ίνα δια της υπομονής των, πληθύνουν την εν ουρανοίς δίξαν των. Αλλά πολλάκις πάσχουν οι άγιοι και προς παραδειγματισμόν των άλλων ανθρώπων, όπως συνέβη εις τον πολύαθκον Ιώβ, την αγίαν Συγκλητικήν και τόσους άλλους αγίους.
Όταν έχωμεν ένα ωραίον έπιπλον και το αφήσωμεν ανεπιμέλητον δι’εν χρονικόν διάστημα, θα ίδωμεν ότι έχει επικαθήσει στρώμα σκόνης λεπτής, και ναι μεν δεν το έφθειρεν, εμείωσεν όμως την λάμψιν και την ωραιότητα. Ούτω γίνεται και εις την υγιαίνουσαν ψυχήν, όταν λείψουν αι κατά καιρούς θλίψεις, π.χ. η αμέλεια ολίγον κατ’ ολίγον χωρίς να το αισθανθή κανείς, αν δεν το προσέξη εγκαίρως, επικάθηται ως σκόνη εις το έπιπλον και χάνει η ψυχή τον πρώτον ζήλον της προς τον Θεόν. Εύχεται μεν, κάνει τα καθήκοντά της, αλλ’ όχι όπως πρέπει. Εάν όμως έλθη ο πόνος, εάν επισκεφτή η θλίψις, τότε ο αήρ φυσά και ανάπτει πάλιν η φλοξ, δηλαδή ο ζήλος δια την εκτέλεσιν των προς Θεόν καθηκόντων της.
Όπως συμβαίνει εις την αμέλειαν, ούτω και εις κάθε ασθένειαν της ψυχής. Ο πόνος είναι το θεϊκόν φάρμακον της νοσούσης ψυχής, που εφεύρεν η άπειρος σοφία του Θεού και το μεταχειρίζεται μετ’απολύτου κύρους και άνευ επιφυλάξεων, ίνα δια του τοιούτου δραστικού φαρμάκου συνερχόμενοι, γρηγορώμεν και νήφωμεν εις την εκτέλεσιν του αγίου Του θελήματος, λαμβάνοντες ούτω, ως βραβείον της ανυστάκτου ημών προσμονής εις αυτό, εν τω καιρώ της αποδόσεως, την είσοδον εις την αιώνιον τερπνότητα του Κυρίου, συγχαίροντες και αγαλλόμενοι μετά των απ’ αιώνων κεκλημένων εν αυτή, υμνούντες ακαταπαύστοις ευφροσύνοις ύμνοις, μετά της Κυρίας Θεοτόκου, των αγγέλων και πάντων των αγίων, το ευλογητόν όνομα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, τιμή και κράτος εις τους ατελευτήτους αιώνας των αιώνων.
3. Ο Θεός παιδεύει και πάλιν ιάται, ανεβάζει και κατεβάζει. Εις το θέλημα του Κυρίου τις δύναται αντιστήναι; Εάν θέλει ο Θεός να πάσχωμεν, άρα έχει κάποιον σωτήριον σκοπόν, τον οποίον ημείς οι γήϊνοι δεν δυνάμεθα προορατικώς να τον προϊδωμεν, ενώ η υπομονή και η μακροθυμία και το ταπεινόν της παραδοχής του πειρασμού, πάντοτε, ναι, πάντοτε, θα φέρη κατόπιν βεβαίαν ωφέλειαν.
Βάσταζε, παιδί μου, τον σταυρόν σου και γνώριζε ότι εις όσα πάσχομεν είναι γνώστης ο Θεός και ως Πατήρ γνήσιος προσπαθεί με κάθε τρόπον να μας μορφώση εντός μας, τον Ιησούν Χριστόν. Θέλει να πάσχωμεν, διότι οίδεν, τι έχει ετοιμάσει δια τα πάσχοντα παιδιά Του εις τους ουρανούς. Εάν όμως δεν στείλη εις αυτά θλίψεις, θα αδικηθούν, διότι θα υστερηθούν τα ανεκλάλητα αγαθά του ουρανού. Όσον περισσότερον πάσχομεν, τόσον πιο ωραίος στέφανος της δόξης πλέκεται!
Mη πιστεύης ποτέ ότι έχεις δαιμόνιον, μη σε πλανέση ποτέ κανένας τέτοιος λογισμός. Εις πολλούς μοναχούς συμβαίνουν τοιαύτα, όταν αρρωστήσουν, ούτως ο Θεός τα έκανε. Όταν ασθενή το σώμα, να ακολουθή σύμφωνα και η ψυχή, και όταν η ψυχή πάσχη και το σώμα να μαραίνεται και να σκυθρωπάζη. Σε εφθόνησεν ο πειρασμός, παιδί μου, αλλά ας κάμνωμεν υπομονήν, δια να σκάση αυτός και να δοξασθή ο Θεός. Θα παρέλθουν όλα και ο χειμών ομοίως και θα ανατείλη και πάλιν η γλυκεία άνοιξις της υγείας και θα χαίρεσαι και θα λέγης: «Μακάριον, ότι εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου». Ποίος δεν πονεί, όταν εγχειρίζεται και ποίος δεν πονεί, όταν υποχωρήση η χάρις του Θεού και βρίθουν μύριοι λογισμοί διεστραμμένοι; Ούτως ωκονόμησεν η θεία Σοφία, να κατεργάζεται την διόρθωσιν της ψυχής. Όπως οι καιροί της φύσεως, δηλαδή ο Χειμώνας, η Άνοιξις, το Καλοκαίρι, το Φθινόπωρον, ο ένας διαδέχεται τον άλλον, ούτω πως και οι καιροί οι πνευματικοί, φεύγει ο ένας, έρχεται ο άλλος και ούτω συνηθίζει η ψυχή εις όλας τας πνευματικάς αλλοιώσεις και γίνεται σοφή και έμπειρος. Και αυτή η πείρα είναι χάρις, η οποία βαστάζει την ψυχήν εν καιρώ των φοβερών αλλοιώσεων, ώστε να σοφίζεται εκ των προηγουμένων πειρασμών ότι μόνον η υπομονή και η μακροθυμία παρέχουν κατάστασιν ειρηνικήν και σκέψεις ωφελίμους, οπότε εξερχόμεθα εκ των πειρασμών με ωφέλειαν και γινόμεθα περισσότερον σοφοί και έμπειροι.
4 .
Παιδί μου, αν και πολλά της ασθενείας σου είναι από παρακοήν, εν τούτοις όμως διαφαίνεται εν σοι η αγάπη του Θεού. Πολύ σε αγαπά ο Θεός, δια τούτο και σε παιδεύει. Την πολύτιμον σωτηρίαν σου κατεργάζεται ο Θεός δια μέσου των δοκιμασιών σου, θέλοντας να σου ελαφρύνη το φορτίον και να γεμίση το σκεύος της ψυχής σου με το δώρον της μεγάλης ελπίδος, δια την κατάκτησιν του ουρανού και την αιώνιόν σου παραμονήν πλησίον του Χριστού, που αγάπησες φλογερά!
Λοιπόν τι μένει πλέον; Υπομονή εις το έπακρον, θάρρος εις την δοκιμασίαν σου και μία απέραντος ευχαριστία εις τον άριστον Κυβερνήτην των ψυχών μας, την οποίαν ευχαριστίαν θα συνοδεύη και μία χαριτωμένη ταπείνωσις. Βάδιζε, παιδί μου, τον ανηφορικόν δρόμον του ιερού Γολγοθά με τον Σταυρόν, που σου έδωσε το ευεργετικώτατον χέρι Εκείνου, που σε αγαπά και σε παιδεύει, δια να μεταλάβης της αγιότητος Αυτού. Βάρος αιωνίου δόξης κατεργάζεται η θλίψις και η ασθένεια εις την ψυχήν, η οποία υπομένει και ευχαριστεί τον Θεόν.
5 . Εύχομαι, παιδί μου, ο Θεός της υπομονής και της παρακλήσεως να σε ενισχύη εις την ασθένειάν σου, όπου Θεού θελήματι περιέπεσες. Έμαθα ότι αρρώστησες βαρειά, πόνεσα πολύ, και παρεκάλεσα την Παναγίαν μας να σε κάνη καλά, πρώτα ψυχικώς και μετά σωματικώς. Να σκέπτεσαι παιδί μου, τους αγίους μάρτυρας, πόσα και πόσα δεν υπέμειναν δια την αγάπην του Χριστού μας! Να λέγης και συ: «Υπόμεινον, ταπεινέ, της ασθενείας τους πόνους, ίνα φύγης τους αιωνίους πόνους της κολάσεως!». Εκείνοι οι μάρτυρες θεληματικώς εισήλθον εις τα βάσανα του μαρτυρίου, ενώ εσύ ακουσίως πονάς, και αυτό καλόν είναι, θα σε ωφελήση αρκετά. Μόνον μετά χαράς και ευχαριστίας να υπομείνης την παιδείαν του Κυρίου. Ταύτα και άλλα πολλά να μονολογής, ώστε να τονώσης τον εαυτόν σου προς καρτερίαν και παρηγορίαν.
6 .
Την υγείαν σου να την αναθέτης εις τον Θεόν. Εάν κάτι το επιβάλλη η ασθένεια ή ο ιατρός, να το παίρνης με την ελπίδα ότι ο Θεός δι’ αυτών θα συντελέση να γίνη εκείνο, που θέλει Αυτός να γίνη, χωρίς βέβαια η αυταπάρνησις να μας οδηγήση εις την αυτοκτονίαν, ούτε η περιποίησις εις την φιλαυτίαν, αλλά την μέσην οδόν να βαδίσωμεν, δηλαδή να κάμνωμεν το επιβαλλόμενον με πίστιν, δια να μη μας λογισθή αυτοκτονία. Το αν θα γίνω καλά με το μέσον που μεταχειρίσθηκα, αυτό το αφήνω με πίστιν εις τον Θεόν. Έχε, παιδί μου, υπομονήν εις όλα σου τα παθήματα. Η ασθένεια, όταν την υπομένωμεν, έχει πάρα πολύ το κέρδος εις την ψυχήν, αρκεί να κατηγορής τον εαυτόν σου, διότι κυρίως δια τας αμαρτίας μας υποφέρομεν και κατά το πλείστον δια την υπερηφάνειαν της καρδίας μας.
7η Επιστολή .
Εύχομαι πάντα να υγιαίνης, ασθενών δε να υπομένης την παιδείαν του Κυρίου, η οποία αποστέλλεται από καρδίαν στοργικήν, πλατείαν σφόδρα. Και μία τοιαύτη παιδεία, προελθούσα από μίαν τοιαύτην καρδίαν, ποτέ δεν θα είναι αδιάκριτος ή ανωφελής ή βλαβερά, παιδεύουσα προς το συμφέρον, προς συγχώρησιν, προς φυλακήν και σκέπην και αιώνιον σωτηρίαν!
Η καρδιά είναι αυτού του Θεού του ουρανίου ημών Πατρός. Όλα τα βλέπει, ιδίως τον σκοπόν εκάστης πράξεως. Βλέπει πως πάσχεις και θλίβεσαι. Να γνωρίζης ότι δεν θα σε πειράξη περισσότερον από ό,τι δύνασαι. Κατεργάζεται δια της θλίψεως την κάθαρσιν της ψυχής και την αιώνιον σωτηρίαν.
«Καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται» ( Ρωμ. 5,3 ). Ως παιδιά Του ο Θεός μας παιδαγωγεί, ίνα μορφωθή ο χαρακτήρ Αυτού εφ’ ημάς. Τότε φαίνεται η γνησιότης των παιδιών, όταν φέρουν τους χαρακτήρας των γονέων των. Αυτός λοιπόν είναι ο σκοπός της παιδείας του Κυρίου. Αι θλίψεις σου είναι σωτήριαι, πάντα να ελπίζης και ου μη καταισχυνθής.
8η Επιστολή . Η άγνοια, παιδί μου, χαρακτηρίζεται ως θάνατος της ψυχής. Η άγνοια δεν φωτίζει τον ασθενή άνθρωπον, ώστε να του είπη: Η αρρώστειά σου είναι θέλημα Θεού και οφείλεις μεθ’ υπομονής και ευχαριστίας να την διέλθης, ίνα μη γίνης παραβάτης Θεού δια την ανυπομονησίαν σου! Εις τον φωτισμένον χριστιανόν όμως η γνώσις του θείου θελήματος όχι μόνον τον κάνει να υπομένη όλα μετά ευχαριστίας, αλλά τον κάνει να αποκτήση έτι κράσιν ισχυράν πνευματικήν, συνάμα δε και την δρόσον της παρηγορίας. Σκέπτεται: Δια των πόνων και των θλίψεων εκτελώ θείον θέλημα, που θα επιφέρη την συγγνώμην επί των προηγουμένων μου σφαλμάτων. Εκπληρώνοντας δε ενταύθα το χρέος της ποινής μου θα λάβω την ελευθερίαν μου εκεί, εις την μέλλουσαν ζωήν, ένθα θα ζήσω αιωνίως, ενώ εδώ, όσα δεινά και αν υποστώ, πρόσκαιρα εισιή ολιγοχρόνια. Λοιπόν χρειάζεται υπομονή, παιδί μου, ίνα μη συν τω αμετανοήτω κόσμω κατακριθώμεν. Ό,τι και εάν μας συμβή, δια της υπομονής όλα τακτοποιούνται και ειρηνεύει ο έσω άνθρωπος υπομένοντας το επόμενον θέλημα του Θεού. Υπόμενε τον σταυρόν σου και εγώ τον ιδικόν μου, ακολουθούντες τον ουράνιον Νυμφίον Χριστόν, τον δι’ ημάς τους αχαρίστους και αμαρτωλούς υπομείναντα Σταυρόν αισχύνης. Τι υπομένομεν αντάξιον των τηλικούτων αγαθών, που απολαμβάνομεν από τον Θεόν; Εάν εξαριθμήσω τα του Θεού και την αχαριστίαν του ανθρώπου, νομίζω ότι ο νους μου θα σταματήση. Και πως πεπερασμένος νους δύναται να συλλάβη τας απείρους του Θεού ευεργεσίας, τας προς τον άνθρωπον;
9η Επιστολή . Πολλήν ωφέλειαν παρέχει η ασθένεια, συγχώρησιν αμαρτιών και μισθόν υπομονής, είναι πολύ δραστήριον φάρμακον δι’ ανθρώπους που απεμακρύνθησαν από τον Θεόν. Δόξα τω Θεώ, που εν στρυφνοίς πράγμασι κατεργάζεται την σωτηρίαν μας. Σε παρακαλώ μη στενοχωρήσαι, εγώ εύχομαι δια σε, μη φοβήσαι, γίνου εύελπις, ο ουράνιος Πατέρας μας είναι αγαθός, εύσπλαχνος. Τα παιδιά Του τα παιδεύει, τα μαλώνει, δια να γίνουν άξια της αιωνίου ζωής. Αν δεν μας παιδεύση, δεν θα γίνωμεν γνήσια παιδιά Του, αλλά θα ευρεθώμεν νόθοι, ανάξιοι της σωτηρίας. Δεν είναι άξια τα παθήματα, όσα υποφέρομεν, εμπρός εις την αιώνιον ευτυχίαν την οποίαν έχει ητοιμασμένην ο Θεός δια τα παιδιά Του. Ποία παιδιά Του; Τα τυραννισμένα, τα στενοχωρημένα, τα πάσχοντα, τα πεφορτισμένα, όχι δι’ εκείνα τα οποία τρυφούν τώρα προσωρινά και ευτυχούν. Χαίρε λοιπόν, διότι ο Θεός, μας αγαπά και μας παιδεύει, δια να μας αναπαύση αιώνια! Ο Θεός δεν κοιτάζει, αν πάσχωμεν, ο Θεός κοιτάζει να μας σώση από την κόλασιν και να μας χαρίση τον παράδεισον.
10η Επιστολή . Ο Θεός της υπομονής και της παρακλήσεως να σου δώση υπομονήν και θωπείαν παρηγορίας προς τόνωσιν και συνέχισιν του αγώνος. Μη βλέπης, παιδί μου, μόνον τα παρόντα αλγεινά, αλλά «ύψωσον τους οφθαλμούς σου, ως το απογεγαλακτισμένον επί την μητέρα αυτού» και ίδε: «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι ημίν» ( Ρωμ. 8,18 ), τοις ποθούσιν την επιφάνειαν του Χριστού μας. Μη μετράς μόνον τους πόνους, αλλά φιλοσόφησε και την αντιμισθίαν, διότι ουχί δίκαιος ο Θεός; Ο Θεός, σου υστέρησε την ανακούφισιν την εκ της υγείας των ποδών σου, ουχί ίνα σε αξιώση «αγαλλομένω ποδί» να εορτάσης εκεί, εις την άνω Ιερουσαλήμ, την μεγίστην ανάστασιν της ψυχής σου; Ναι, αληθώς, περί τούτου βοά άπασα η Γραφή. Βάδιζε, παιδί μου, εν Χριστώ, κατέναντι της αιωνίου δόξης. Μην αποκάμης πυκτεύων, μη νομίσης ότι αέρα δέρεις, αλλά όντως πάλη γίνεται, καθώς και επί Ιώβ. Εκείνος υπέμεινε μαρτύριον από τους ποικίλους πόνους και η γυνή του τον ωθούσε προς τον αιώνιον θάνατον δια της κακής συμβουλής, σε δε νουθετούν την αιώνιον ζωήν να τύχης. Εκείνος έκειτο εις κοπρίαν με έλκη, περιγέλασμα αμαρτίας εν τοις ανθρώποις, συ δε εις οίκον και κλίνην αναπαύεσαι και ως ενάρετος χριστιανός λογίζεσαι. Βλέπεις πόσον υστερούμεν; Δια τούτο υπόμεινον και ευχαρίστει τον Θεόν, που σου έδωσε τέτοιο δώρον, ίνα, ως ευγνώμονα δούλον, σε καταστήση κληρονόμον της απεράντου Αυτού βασιλείας! Αμήν, γένοιτο.
11η Επιστολή . …Λέγετε ότι ο αδελφός σας εβλασφήμει, επείνα, εδίψα κ.λ.π. κατά την διάρκειαν της ασθενείας του.
Ακούσατέ μου : Ο αδελφός σας είπατε ότι ημάρτανε θανασίμως, ο Θεός που είναι πολυεύσπλαγχνος, θέλοντας να τον φέρη εις συναίσθησιν της ενοχής του και να μετανοήση, του έδωσε την ασθένειαν αυτήν, του έπρεπε να τυραννισθή, δια να εξιλεώση τον Θεόν, που τόσον τον ελύπησε. Εάν τον αδελφόν σας τον περιεθάλπατε και του προσφέρατε πάσαν ανάπαυσιν σωματικήν, ποίον κόπον θα έβλεπε εις αυτόν ο Θεός, δια να τον λυπηθή; Πρέπει να γνωρίζετε ότι όσον περισσότερον εβασανίσθη, τόση ελάφρυνσις ποινής του εδόθη! Ο Θεός του έδωσε την ασθένειαν και την παράλειψιν του καθήκοντος των αδελφών προς αυτόν κ.λ.π., δια να του τύψη το συνειδός προς μετάνοιαν, όπως ο ιατρός δίδει το φάρμακον εις τον ασθενή και εκείνος μη έχοντας την απαιτούμενην υπομονήν γογγύζει και βλασφημεί τον ιατρόν, προς καταστροφήν του.
12η Επιστολή . Έμαθα δια τον πόνον της ασθενείας σου, εύχομαι οι άγιοι Ανάργυροι να σου πάρουν κάθε πόνον και πάθος. Φαίνεται υπό δοκιμασίαν τίθεσαι, παιδί μου, και τώρα χρειάζεται να συγκεντρώσης όλας τας δυνάμεις της ψυχής σου εις υπομονήν! Μη λυπάσαι, μην αποκάμης, μαζί με τον Χριστόν θα τα περάσης όλα. Ο εσταυρωμένος Ιησούς θα είναι ιδιαίτερα μαζί σου, όταν θα πονής, και τότε Τον γνωρίζεις καλύτερα και Τον αγαπάς! Όταν θα περάση η δοκιμασία, θα Τον ευλογής δια τα αγαθά όπου σοι έδωκε. Συγκέντρωσε τας ψυχικάς σου δυνάμεις, όταν πονής, και προσπάθησε να καταλάβης τι θέλει να σου είπη ο Ουρανός εις αυτήν σου την δοκιμασίαν. Αν τυχόν από τον πόνον θα κλαις, τα δάκρυα θα σου καθαρίσουν το βλέμμα σου, όπως συνέβη και εις τον πολύαθλον Ιώβ και τότε και εσύ θα δυνηθής μαζί του να είπης: «Τώρα ο οφθαλμός μου Σε βλέπει». Μη ξεχνάς ότι ο Θεός σε βλέπει, όταν πονής, και σε παρακολουθεί. Αντιλαμβάνεται και τους κτύπους της καρδίας σου, συνεπώς δεν θα σε αφήση χωρίς παρηγορίαν και την πατρικήν προστασίαν Του. Φυσικά οι άγιοι εις την θλίψιν των έχαιρον, ημείς ας κατορθώσωμεν να δεχώμεθα την θλίψιν ή τον πόνον με υπομονήν.
Προσεύχου, παιδί μου, μέσα εις την καρδίαν σου και το όνομα του Χριστού θα σου γίνη βάλσαμον παρηγορίας, όπως υπομείνης ωφέλιμα τον πειρασμόν τούτον της δοκιμασίας σου. Θα προκύψη ωφέλεια ουκ ολίγη από αυτήν σου την δοκιμασίαν, αν τεθής με υπομονήν απέναντι αυτής. Λοιπόν και πάλιν σου λέγω, με της προσευχής τον πανίσχυρον θώρακα πλησίαζε συνεχώς και περισσότερον τον παντοδύναμον Κύριον και θα γνωρίσης πως σηκώνει θαυματουργικώς το φορτίον του πόνου και ξεκουράζει θαυμάσια τον πάσχοντα.
13η Επιστολή . Εύχομαι να γίνης τελείως καλά… Τι να κάνωμεν; Μας παιδεύει ο Κύριος, ίνα έχωμεν μισθόν αιώνιον, διότι εφ’ όσον δεν έχομεν άσκησιν, μας δίδει ο Κύριος ασθενείας και θλίψεις, δια να μας λογισθή ως άσκησις, δια να έχωμεν μικράν παρηγορίαν, όταν θα κρινώμεθα ενώπιόν Του. Τι να κάνωμεν, παιδί μου, έτσι θέλει ο Θεός μας. Να υποφέρωμεν δια να εύρωμεν ανάπαυσιν εις τον μέλλοντα κόσμον. Εδώ προσωρινά όλα, εκεί αιώνια. Δριμύς ο χειμών, γλυκύς ο παράδεισος. Ας παγώσουν οι πόδες, ίνα χορεύσουν αιώνια! Δόξα σοι ο Θεός.
14η Επιστολή . Ευλογημένον μου τέκνον…, ο Θεός της αγάπης να είναι ο σύντροφος της ζωής σου. Αμήν. Παιδί μου, εύχομαι να σου δώση ο Χριστός μας υπομονήν, διότι δια της υπομονής θησαυρίζεις ανεκλάλητα αγαθά, θησαυρόν, που δεν κλέπτεται εν τω ουρανώ. Αγωνίζου με όλην σου την δύναμιν, όλας τας δυνάμεις σου να τας συγκεντρώνης εις το να κάμνης υπομονήν εις τους πόνους, διότι οι πόνοι είναι το εξαγνιστικώτερον φάρμακον, που θεραπεύει την ψυχήν του ανθρώπου και την ανεβάζει εις την αγιότητα. Πρόσκαιροι οι πόνοι, αιωνία η δόξα, δριμύς ο χειμών των δοκιμασιών, γλυκεία η απόλαυσις του παραδείσου. Δια πολλών θλίψεων θα εισέλθωμεν εις το άπλετον φως του Παραδείσου, του ουρανίου κόσμου. Τον δε Χριστόν μας θα τον ίδωμεν ίλεων προς ημάς, όταν τας δοκιμασίας που μας στέλλει από την άπειρον αγάπην προς ημάς, τας υπομένωμεν.
15η επιστολή . Η χάρις του Κυρίου εις την ψυχήν σου. Έλαβον την επιστολήν σου και είδα ότι ουδεμία βελτίωσις εις την υγείαν σου γέγονεν. Βλέπω όμως ότι υγιαίνεις εις την ψυχήν σου, με την δοκιμασίαν όπου υπέστης. Ναι, παιδί μου, όλαι αι δοκιμασίαι, όπου μας στέλλει η αγάπη του Θεού, είναι δια να αποκτήσωμεν την πολύτιμον υπομονήν και να ομοιάσωμεν με τον ουράνιον Πατέρα μας, τον Θεόν, ο Οποίος δοξάζεται και λέγεται: «ο Θεός της υπομονής και της παρακλήσεως» ( Β΄Κορ. 1,3 ). Ο Θεός συν τω πειρασμώ, όχι μόνον δίδει και την ανάλογον υπομονήν, αλλά παρηγορεί και την ψυχήν του υπομένοντος τον πειρασμόν μετά συνέσεως και αγαθότητος και απλότητος. Η αγία Συγκλητική πόσα και πόσα δεινά δεν υπέφερε; Και όμως αυτά την ηγίασαν και την εδόξασαν. Όσοι υποφέρουν πειρασμούς και τους δέχονται μεθ’ υπομονής και τους διέρχονται μετά συνέσεως και διακρίσεως, εις αυτούς κατοικεί το Πνεύμα του Θεού. Εις εκείνους όμως, οι οποίοι ζουν εν ανέσει και ευημερία, χωρίς θλίψεις και δοκιμασίας, κατοικεί το πνεύμα του διαβόλου. Δια τούτο, παιδί μου, χαίρε και ανδρίζου εις την υπομονήν, γενού ανήρ δυνάμεως και κτίζε τον οίκον της ψυχής σου εις το θεμέλιον της υπομονής, και φρόνει ότι ο μέχρι τέλους υπομένων θα αξιωθή της Ουρανίου Βασιλείας του Θεού.
16η επιστολή . Ασθενώ από γρίππην, έχω και έντονον πόνον εις την περιοχήν της σκωληκοειδίτιδος. Δεν ξέρω τι θα βγη, πάντως δόξα σοι ο Θεός. Ο Θεός, μας αγαπά και ζητεί δια των ακουσίων πόνων να μας αξιώση κατά μέθεξιν των τελειοτάτων Του αγαθών. Δυστυχώς ημείς, εγώ, δεν αγαπώμεν κατά πνευματικόν τρόπον την ψυχήν μας. Εάν την αγαπούσαμε, ίνα τύχη των αιωνίων αγαθών, θα υπομέναμε χωρίς παράπονα τόσον τας δοκιμασίας της ψυχής, όσον και του σώματος. Ο πόνος απαλύνει, μαλακώνει την καρδίαν και αποβάλλει την σκληρότητα, ούτως απαλυνομένης της καρδίας, καταστρώνεται το έδαφος δια την σποράν της γνησίας μετανοίας και διορθώσεως. Ημείς δειλοί όντες εις κάθε θλίψιν, αποκρούομεν τρόπον τινά την χάριν του Θεού. Δεν ημπορεί ο άνθρωπος, εφ’ όσον ευτυχεί, να ενθυμήται και τον Θεόν, και αν Τον ενθυμήται, Τον ενθυμείται σκιωδώς. Τότε Τον ενθυμείται ζωηρώς και με θέρμην, όταν προσεγγίση η δοκιμασία, ο πόνος. Όταν τον στενώση η θλίψις, η προσδοκία των δεινών, τότε δέεται θερμότατα. Και αρέσκεται ο άγιος Θεός, όπως αρέσκεται και η μήτηρ, όταν το παιδάκι την ζητεί με πόνον, διότι διαβλέπει εν αυτώ την αγάπην. Από οιανδήποτε πλευράν και αν δοκιμάζεται ο άνθρωπος, όταν συν τη δοκιμασία υπάρχη και η ανάλογος υπομονή και ευχαριστία, πάντοτε ο άνθρωπος κερδίζει. Και τούτο διαφαίνεται εις το τέλος της δοκιμασίας, όταν βλέπη την ελαφρότητα της ψυχής, την διαύγειαν του νοός και την γλυκύτητα που έρχεται εις τον έσω άνθρωπον. Ας ευχώμεθα να μας δοθή γνώσις και υπομονή εν τοις θλιβεροίς του βίου, δια να κερδίσωμεν την σωτηρίαν μας. Αμήν.
17η επιστολή . Υπόμεινον, τέκνον μου, τον σταυρόν σου. Ούτος θα σε οδηγήση εις την αιώνιον ανάστασιν! Διασκέδαζε τον λογισμόν σου, παιδάκι μου, με ό,τι ημπορεί να σου φέρη χαράν, και ολίγην παρηγορίαν. Να αισιοδοξής εις την ασθένειά σου, να ποιής τέχνας προς υπομονήν και πάντως θα έχης ωφέλειαν. Προσεύχου, βιάζοντας τον εαυτόν σου εις αυτό, σκέψου ότι όλα θα παρέλθουν, είτε χαροποιά είτε λυπηρά και ως εκ τούτου τα άνω φρόνει ως σταθερά και αιώνια.
Ευλογημένον εν Χριστώ τέκνον, εύχομαι εις τον μέγαν Ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων να σου δώση πλήρη την υγείαν σου κατά το άγιον θέλημά Του. Υπήρξαν, παιδί μου, άνδρες άγιοι, οι οποίοι ησθένουν βαρέως και όντες εν ασθενεία εθεράπευον άλλους. Μα πόσον τους ηγάπα ο Θεός! Μία εξαιρετική μαρτυρία της αγάπης του Θεού προς μίαν ψυχήν είναι όταν την επιφορτίζει ασθενείας ή θλίψεις. Ο πόνος του σώματος ή της ψυχής εξαγνίζει, καθαρίζει, λαμπρύνει το ένδυμα της ψυχής από κάθε σπίλον αμαρτίας. Ένας όσιος ήτο φιλάσθενος και κατά σύμπτωσιν δεν ησθένησε επί εν διάστημα και έλεγε παραπονετικά: «Αχ, Θεέ μου, διατί με ελησμόνησες και δεν με έκρινες άξιον της Σης επισκέψεως»! Επόθει ο μακάριος την ασθένειαν, διότι εγνώρισεν εκ πείρας πόσον ωφελείται η ψυχή. Ο πόνος τον αμαρτωλόν, τον αμετανόητον, τον φέρει εις μετάνοια, τον δε δίκαιον, του τονώνει τας δυνάμεις της ψυχής και του γίνεται τείχος ισχυρόν, ίνα μη εξοκείλη προς την αμαρτίαν. Η υπομονή των μεγάλων γίνεται και υπόδειγμα προς τους νεωτέρους. Όπως ο ασθενών υποτάσσεται μετ’ ευχαριστήσεως προ της πικράς μεταχειρίσεως του ιατρού, γνωρίζοντας τον σκοπόν του, ούτω πως οφείλομεν και ημείς μετ’ ευχαριστήσεως και γνώσεως να υπομένωμεν όλα τα ακουσίως επερχόμενα, ως από το ευεργετικόν χέρι του Θεού αποστελλόμενα προς σωτηρίαν μας. «Τον αθλητήν το στάδιον, τον κυβερνήτην ο χειμών και η τρικυμία, τον στρατηγόν η παράταξις, τον μεγαλόψυχον η συμφορά, τον δε Χριστιανόν ο πειρασμός δοκιμάζει», λέγει ο Μέγας Βασίλειος. Καθώς η γη γίνεται γονιμωτέρα, όταν το αλέτρι βαθειά την οργώσει, έτσι και η ψυχή τότε γίνεται καρποφόρος εις την αρετήν, όταν ο πόνος, η ασθένεια βαθειά και συχνά την επισκέπτεται! Όσον πονεί κανείς και θλίβεται, τόσον ο στέφανος γίνεται ωραιότερος, και αν οι πόνοι είναι πολλοί και διάφοροι και πιέζουν, τότε στολίζεται ο στέφανος της δόξης με πολλά και διάφορα άνθη και μαργαρίτας. Ο χρυσός πρέπει να περάση από το χωνευτήρι, δια να λάβη το κύρος του, και η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να περάση από το χωνευτήρι των πειρασμών, ίνα λάβη σφραγίδα αιωνίου δόξης εις το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον του Βασιλέως Χριστού. «Το ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν» (Β΄ Κορ. 4,17 ). Λογίζομαι ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι ημίν» ( Ρωμ. 8,18 ). Εάν άγια και ευλογημένα όντα διήλθον το καμίνι του πόνου και τους ωφέλησε, πόσον αρμόζει εις ημάς ο πόνος και πόσην ωφέλειαν θα κομίσωμεν εξ αυτού, όταν μετά γνώσεως και ευχαριστίας τον υπομένωμεν! Τότε να λογιζώμεθα ότι αγαπώμεθα υπό του Θεού και ότι μας έχει εις την μερίδα των εκλεκτών Του, όταν ίδωμεν ότι μας πιέζει ο πόνος, είτε σωματικός είτε πνευματικός. Ω μακαρία παιδεία Κυρίου, σε φιλώ, αλλά εγώ δεν είμαι άξιος της τοιαύτης δωρεάς, διότι ζω εν ανέσει και γενήσομαι παρανάλωμα του αιωνίου πυρός. Λοιπόν, παιδί μου, σε μακαρίζω και σε ζηλεύω, διότι πάσχεις και θα τύχης της αιωνίου αναπαύσεως! Ο στέφανός σου καλλωπίζεται, ωραϊζεται, προς αιωνίαν σου δόξαν! Υπόμεινον τω Κυρίω μέχρι τέλους. Τον σταυρόν βάσταζε καλά μη σου πέση και πάντως θα συνδοξασθής μετά του Χριστού αιωνίως! Εύχου και δι’ εμέ μη κλεισθώ έξω, ως λέγων και μη πράττων.
19η επιστολή .
Παιδί μου, εύχομαι ο Αγαθός Παράκλητος, το Πνεύμα το Αγαθόν και το ευθές, το Άγιον Πνεύμα, να σε επισκιάση και να σε παρηγορήση και του Χριστού την αγάπην να σου ανάψη. Εύχομαι με όλην μου την ψυχήν να σου χαρίση ο Χριστός μας την υγείαν σου. Εγώ βλέπω, παιδί μου, και εκ της πείρας μου γνωρίζω, ότι όσον κανείς υποφέρει θλίψεις διαφόρους, είτε σωματικάς είτε ψυχικάς και τας υπομένει με υπομονήν και εν γνώσει και ευχαριστεί τον Θεόν, χωρίς άλλο υποχρεούται ο Θεός να στείλη θείαν παράκλησιν και να δροσίση την ψυχήν. Εάν όμως δεν υποφέρωμεν κόπους και πόνους, ο Θεός δεν παρηγορεί, δεν δίνει την χάριν Του. Βλέπεις πως μετά τον πόνον που συνέρχεσαι, πόσον ανάπτει η αγάπη του Χριστού μας; Ναι, είναι ο μισθός του κόπου σου, της υπομονής σου, εάν δεν είχες αυτήν την ασθένειαν, δεν θα είχες τόσην αγάπην και τόσην παρηγορίαν. Είδες όταν συνέρχεσαι, βλέπεις τον εαυτόν σου ωσάν ένα παιδάκι, αυτό είναι, ότι ο Θεός συγχωρεί τας αμαρτίας σου και είσαι ελεύθερος από ευθύνην, και όλα αυτά σου τα προξενεί η υπομονή που κάνεις, όταν είσαι άρρωστος. Όταν ο Θεός ευδοκήση και γίνης καλά, τότε θα ίδης με την πράξιν αυτά που σου λέγω. Όσον κανείς υποφέρει, τόσον και πληρώνεται. Ένας αδελφός ήτο άρρωστος, και είχε τοιαύτην ασθένειαν, που οι αδελφοί τον εσιχαίνοντο και τον εδίωκον. Αυτός εμέμφετο τον εαυτόν του, ότι έτσι του πρέπει. Δια την ταπείνωσίν του ο Θεός, τον έκανε καλά. Αυτός δε ο όσιος αδελφός έλεγε: «Αχ! Χριστέ μου, δεν ήμουν άξιος να πάσχω ακόμη δια την αγάπην Σου!». Βλέπεις, παιδί μου, ότι ο αδελφός ηγάπα τον Χριστόν και ήθελε να πάσχη δια την αγάπην Του! Αυτός ήξευρε από την πείραν του, πόσον εκέρδιζε εις την αρρώστιαν του. Δια τούτο μη στενοχωρήσαι καθόλου, μόνον ευχαρίστει τον Χριστόν μας, που σε αγαπά τόσον πολύ, που σου έδωκε εδώ πρόσκαιρα θλίψεις, δια να σου δώση αιωνίαν χαράν. Όταν είσαι άρρωστος και δεν ημπορής να κάνης με ακρίβειαν τα πνευματικά σου καθήκοντα, μη λυπήσαι, διότι δεν έχεις αμαρτίαν, επειδή δεν εξουσιάζει η θέλησίς σου. Πάντως πρέπει ο μοναχός να βιάζεται, εάν όμως ασθενή, δεν έχει αμαρτίαν, ο Θεός δίκαιος είναι.
20η επιστολή .
Εύχομαι, παιδί μου, σταγόνα από την άπειρον υπομονήν του Θεού να στάξη εις την ψυχήν σου, ένθα να δημιουργήση πύργον υπομονής και να εύρης τον ανέκλειπτον θησαυρόν της αιωνίου ζωής. Μου γράφεις ότι, εν καιρώ που η χάρις σε έφλεγε, εζήτησας από τον Χριστόν μας ασθένειαν και κάτι περισσότερον, δια να υποφέρης δια την αγάπην Του! Αυτός που δεν σε παρείδε, σου έστειλε ασθένειαν, όπως εζήτησας. Λοιπόν πρέπει να κάνης υπομονήν τώρα, και θα μάθης με την πείραν την διάκρισιν, δηλαδή να μη ζητώμεν από τον Θεόν πράγματα, που δεν τα εδοκιμάσαμεν με την πείραν. Δια τούτο πρέπει πάντα να ευχώμεθα, το θέλημα του Θεού να γίνη. Τώρα τούτο να εύχεσαι: Θεέ μου, κάνε με καλά, αλλά μη το θέλημά μου γενέσθω, αλλά το σον.
Ημείς ως παιδιά αδοκίμαστα, ζητούμεν πολλάκις πράγματα, που δεν μας ωφελούν, ο δε Θεός ως πατέρας μας, δια να μας διδάξη με την πείραν το πώς πρέπει να Τον ευχώμεθα, μας δίδει τα αιτήματα. Κατόπιν όμως βλέπομεν, ότι δεν ηυχήθημεν καλώς και υποφέρομεν. Πάλιν ο Θεός μακροθυμεί και μας απαλλάσσει, δια να ριζώση μέσα μας η πείρα, το να αφήνωμεν το θέλημά μας. Και εν καιρώ πάλιν που υποφέρομεν από την αδιακρισίαν μας, ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει, αλλά στέλλει την χάριν Του και μας παρηγορεί, δια να βαστάξωμεν το βάρος. Ούτω συμβαίνει και εις εσέ, παιδί μου. Αυτό που είδες και ησθάνθης ήτο της χάριτος του Θεού, που ως άλλη τροφός σε περιθάλπει, έως να μεγαλώσης εν πείρα, διότι από το να σε αφήνη ο Θεός να υποφέρης, φαίνεται ότι έχεις ανάγκην ακόμη της τοιαύτης παιδείας. Άφησέ τα όλα εις τον Θεόν και ειπέ: Θεέ μου, εις τα άγια χέρια Σου αφήνω την ασθένειάν μου, και όποτε Εσύ, που με αγαπάς τόσον πολύ, θελήσης να με θεραπεύσης, τότε θέλω και εγώ. Μόνον παρακαλώ την άπειρον αγαθότητά Σου, να μη με παρίδης, αλλά να μου δίδης πάντοτε υπομονήν, δια να βαστάσω αυτόν τον Σταυρόν μου, έως να γίνη πάλιν το θέλημά Σου.
21η επιστολή .
Παιδί μου, η χάρις του Θεού και η αγάπη Αυτού δια πολλών τρόπων εμφανίζεται εις τους ανθρώπους, με ένα καθολικόν σκοπόν, να σώση τον άνθρωπον. Η αγάπη του Θεού εις εσένα, φαίνεται περισσότερον, όταν ασθενής, σε παιδεύει πατρικώς πρόσκαιρα, ίνα η χάρις που σου δίδει, διατηρηθή μόνιμα εις αυτόν τον πρόσκαιρον βίον μας και μετά θάνατον αιώνια. Μετά χαράς σήκωσε τον Σταυρόν σου και ευχαρίστει αδιαλείπτως τον Θεόν μας, που σε διατηρεί καθαρόν περιεκτικώς. Ταπείνωνε τον λογισμόν σου, διότι άνευ του Θεού ουδέν δυνάμεθα ποιήσαι και υπόμεινον με καρτερίαν και ανδρείαν ψυχής και ειπέ και εσύ με τον Απόστολον Παύλον: «Ουχί δεθήναι μόνον, αλλά και αποθανείν δια τον Χριστόν μου», «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; ούτε θλίψεις ούτε στενοχώριαι, ούτε ασθένειαι, αλλά και τον θάνατον έτοιμοι είμεθα να τον δεχθώμεν δια την αγάπην του Θεού». Λοιπόν ανδρίζου, τέκνον μου, βάδιζε προς τον ιερόν και ένδοξον Γολγοθάν. Εκεί θα συσταυρωθώμεν με τον Χριστόν μας, ίνα οδηγηθώμεν εις τον ζωηφόρον τάφον, όπου θα δεχθώμεν την ανάστασιν της ψυχής μας. Χρέος να διέλθωμεν το καμίνι των πειρασμών, όπως δοκιμασθέντες αξιωθώμεν να αποταμιευθούν αι ψυχαί μας εις το θησαυροφυλάκιον του μεγάλου βασιλέως Χριστού. Μη στενοχωρήσαι, εν τη αφασία δεν λογίζονται αμαρτίαι οι λογισμοί. Δια να λογισθούν χρειάζεται να έχη ο άνθρωπος ελεύθερον τον νουν του, ώστε η ελευθερία του να κριθή. Εφ’όσον εσύ δεν ημπορείς να έχης την τοιαύτην ελευθερίαν, λόγω ασθενείας, πως είναι δυνατόν να λογισθούν οι λογισμοί αμαρτίαι; Ησύχαζε, μόνον υπόμεινον και ευχαρίστει τον Θεόν.
πηγή : «Πατρικαί Νουθεσίαι»
Αι ασθένειαι είναι η εγερτήριος σάλπιγξ της ψυχής, η οποία ενύσταξεν από το ναρκωτικόν ποτόν της αγνοίας, της λήθης, της αμνημοσύνης του Θεού. Αι ασθένειαι βιάζουν την ψυχήν, την οποίαν εξώθησεν η αμέριμνος επιβλαβής υγεία και την ωθούν να την θέσουν εντός του ορθού βίου. «Εν θλίψει εμνήσθην Σου» ( Ησαϊα 26,16 ), «εν θλίψει επλάτυνάς μοι» ( Ψαλμ.4,1 ). «Δια πολλών θλίψεων δει εισελθείν ημάς εις την ζωήν» ( Πράξ. 14,22 ), «εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς ημών»( Λουκ. 21,19 ).
Ποτέ δεν θα μας φανούν ωκεανός αι περιεκτικαί θλίψεις, όταν σκεπτώμεθα ότι όλα διέπονται και επιχορηγούνται εκ της αγίας δεξιάς Εκείνου, ο Οποίος μας αγαπά ως ουδείς των ανθρώπων.
Τα ραπίσματα της αγνής αγάπης ποτέ, ποτέ δεν επιφέρονται χωρίς να προοράται σκοπός άγιος και σωτήριος! Ο Κύριος διαλαμβάνει εις το ιερόν Ευαγγέλιον ότι χωρίς το θέλημα του ουρανίου μας Πατρός δεν πίπτει ούτε στρουθίον νεκρόν και ότι και αι τρίχες της κεφαλής μας, ηριθμημέναι εισίν.
Πόσην διαβεβαίωσιν, μας δίδουν οι λόγοι ούτοι, ότι όλα τα έργα μας, τα λόγια μας και αι ενθυμήσεις μας, είναι γνωστά εις τον Θεόν και ότι αι θλίψεις μας είναι εν γνώσει Του, είναι από την πρόνοιαν Αυτού και επιδιώκουν κάποιον σωτήριον σκοπόν! Τας θλίψεις της ασθενείας, μας τας στέλνει το άγιον χέρι του αγαθού Θεού. Το πλέον ενεργητικώτερον φάρμακον δια την ψυχικήν υγείαν είναι η αρρώστεια του σώματος. Τι μεγάλην διαφθοράν είχεν η ανθρωπότης, και σωματικήν και πνευματικήν, προ της ελεύσεως του Κυρίου! Ποίον φάρμακον επέφερε την πνευματικήν αναγέννησιν εις τας ψυχάς των ανθρώπων; Ουχί ο γιγάντιος Σταυρός του Κυρίου Ιησού; Εάν ο σταυρικός θάνατος του Κυρίου δεν επραγματοποιείτο, εν ουδενί άλλω τρόπω σωθήναι ηδύνατο ο άνθρωπος. Πρότυπον εγένετο ο Ιησούς φέρων τον Σταυρόν Του, έδειξεν ούτω ότι, όστις θέλει να σωθή, πρέπει να Τον ακολουθήση, να υπομείνη τον σταυρόν, που θα του φορτώση ο Κύριος αναλόγως με την δύναμίν του, να ανέλθη εις τον Γολγοθάν, να συσταυρωθή με τον Ιησούν και κατόπιν να συνδοξασθή με τον Κύριον εις την βασιλείαν του Θεού. Όταν θα βλέπη η ψυχή να της δίδεται δόξα και ανάπαυσις εις την ουράνιον ευτυχίαν, αναλόγως με τον σταυρόν που εσήκωσε, θα ταλανίζη εαυτήν, πως δεν εσήκωσε μεγαλύτερον σταυρόν, ίνα λάβη μεγαλυτέραν δόξαν και ανάπαυσιν. Θα λέγη: «ο κόπος τότε ήτο ολιγοχρόνιος, ενώ τώρα υστερούμαι αγαθών αιωνίων!». Και ο πατριάρχης Αβραάμ ακόμη θα μετανοή, όταν θα βλέπη την διανομήν των ευτυχιών, διατί δεν ηγωνίσατο περισσότερον!
Μία νεαρά κόρη ήτο συνεχώς άρρωστη από μίαν κακήν ασθένειαν, τελικώς απέθανε. Φανερώνεται ένα βράδυ εις την αδελφήν της, εκείνη την ερωτά: «Πως έχεις, αδελφή μου, εκεί όπου επήγες;» Και η αποθανούσα της λέγει: «Τι να σου είπω, αδελφή μου, πολλήν δόξαν και ανάπαυσιν μου έδωκεν ο Χριστός δια την ασθένειάν μου, αχ, να ημπορούσα να έλθω πάλιν εις την γην, να υποφέρω μεγαλυτέραν ασθένειαν, δια να λάβω εδώ μεγαλυτέραν δόξαν!».
Εάν ο ίδιος ο Κύριος, ο Παντοδύναμος, ο αναμάρτητος, εσήκωσε Σταυρόν χάριν του ανθρώπου, χάριν της σωτηρίας του, πόσην ανάγκην έχομεν ημείς οι αμαρτωλοί, που κάθε ώραν αμαρτάνομεν, από έναν σταυρόν σωτήριον; «Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην» ( Ψαλμ. 118,60 ), λέγει ο προφήτης Δαυϊδ. Πρέπει να είμεθα πάντοτε έτοιμοι εις το να υπομένωμεν άνευ γογγυσμού κάθε πειρασμόν, τον οποίον θα μας στείλη το άγιον χέρι του Ιατρού, του Θεού. Εφ’ όσον ο τοιούτος πειρασμός θα προέλθη, θα παραχωρηθή απ’ Εκείνον, ο Οποίος, μας αγαπά εις απεριόριστον βαθμόν, ποτέ μα ποτέ δεν θα είναι κακός, διότι μετά τον πειρασμόν θα ίδωμεν το καλόν αποτέλεσμά του, θα ίδωμεν τον κύριον σκοπόν του Θεού. Βλέποντας ο Κύριος Ιησούς τους μέλλοντας πειρασμούς των οπαδών Του, τους εστήριζε λέγοντας: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» ( Λουκ. 21,19 ), «ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» ( Ματθ. 10,22 ). Υποφέροντας και εσύ μεθ’ υπομονής την ασθένειάν σου συγκαταριθμείσαι μετά των πεφιλημένων τέκνων του Θεού. Το βάρος σου θα σου γίνη μίαν ημέραν ανάστασις, αι στενοχωρίαι σου, χαρά, η υπομονή σου, αιώνιος ζωή! Κράζε με ευχαριστίαν προς Τον Κύριον: «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον… ως έδοξε τω Κυρίω ούτω και εγένετο… δόξα… πάντων ένεκεν…» ( Ιώβ 1,21 ). Κράζοντας ούτω, χαράς και ειρήνης θα πληρώνεται η ψυχή σου και συνάμα θα εδράζεσαι εις την υπομονήν. Ο Χριστιανός τι είναι; Τι πρέπει να έχη; Ασφαλώς μεγάλην υπομονήν εις πάντα. Δια τους υποφέροντας διαφόρους θλίψεις είναι η αιώνιος ανάπαυσις. «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» ( Ματθ. 11,28 ), λέγει ο Κύριος.
Η οδός, η οποία οδηγεί τους διαβάτας εις την πόλιν του παραδείσου, είναι εσπαρμένη όλη με ακάνθας και οι οδεύοντες εν αυτή αιμορραγούν από τα κεντήματα των ακανθών, αλλά η ελπίς της απολαύσεως του παραδείσου τα υπερνικά όλα και παρέχει υπομονήν εις τους οδοιπόρους, καθώς έλεγαν και οι τεσσαράκοντα άγιοι μάρτυρες, όταν τους έρριψαν εις την παγωμένην λίμνην: «Δριμύς ο χειμών, γλυκύς ο παράδεισος, αλγεινή η πήξις, γλυκεία η απόλαυσις». Ο Πανάγαθος Θεός ας συναριθμήση και ημάς τους ευτελείς μετά των κοπιώντων και πεφορτισμένων, ίνα μας αναπαύση αιωνίως, αμήν.
2. Από τον καιρόν κατά τον οποίον ο γλυκύς μας Ιησούς εσήκωσε επί των αχράντων Του ώμων το ζωοποιόν ξύλον του Τιμίου Σταυρού και ανηρτήθη εις αυτό, έκτοτε δια των αιώνων συνεχίζεται υπό των οπαδών Αυτού η άρσις του Σταυρού, υπό την έννοιαν των ποικίλων θλίψεων και δοκιμασιών, δια των οποίων θριαμβεύει ο χριστιανός έναντι της πολυμόρφου και καταστρεπτικής φιλαυτίας. Ο Σωτήρ τονίζει εις ημάς δια του Ευαγγελιστού Λουκά «όστις ου βαστάζει τον σταυρόν εαυτού και έρχεται οπίσω μου, ου δύναται είναι μου μαθητής» ( Λουκ. 14,27 ), και πάλιν δια του ιδίου «Ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν και ακολουθείτω μοι» ( Λουκ. 9,23 ). Ο Αββάς Ισαάκ, ο ησυχαστής φιλόσοφος, λέγει ότι: «εις εκάστην στιγμήν χρόνου, αλλοίωσις γίνεται εν τω ανθρώπω». Και όντως αι διαθέσεις τόσον της ψυχής, όσον και του σώματος, δεν παύουν την αλλαγήν των εις εκάστην στιγμήν, δημιουργούσαι ούτω πότε στενοχωρίαν, άλλοτε πόνον, ενίοτε προσδοκίαν θλιβερών ειδήσεων, κάποτε ακαθόριστον ακαταστασίαν και στενοχωρίαν ψυχικήν και σωματικήν, προερχόμεναι είτε εκ σωματικών αιτίων, είτε και το αντίθετον εκ ψυχικών τοιούτων, επιβεβαιούσαι τοιουτοτρόπως την κατάραν του Θεού, που επωμίσθη το ανθρώπινον γένος εκ της παρακοής των πρωτοπλάστων. Ο καλός όμως Ιησούς, το Ξύλον της ζωής, αφ’ ενός δια του αγίου Του παραδείγματος και αφ’ ετέρου δια των θείων Του διδασκαλιών, εις τον σταυρόν των θλίψεων επιχέει βάλσαμον παρηγορίας μετά πολλών ζωοποιών διαβεβαιὠσεων, ότι δια πολλών θλίψεων θα δυνηθώμεν να εισέλθωμεν εις την αιώνιον Αυτού βασιλείαν.
Εις την Παλαιάν Διαθήκην εις το βιβλίον της Εξόδου, μεταξύ των άλλων γεγονότων, εξιστορείται και το κατωτέρω χαρακτηριστικόν: «Όταν οι Ισραηλίται παρήκουσαν του Θεού εις την έρημον και ως κανόνα της παρακοής των εξαπέστειλεν εις αυτούς όφεις, οι οποίοι έδακνον αυτούς και απέθνησκον, τότε ο Θεός εισακούων την προσευχήν του Μωϋσέως, όστις ηύχετο εκτενώς υπέρ κοπάσεως ταύτης της οργής, διετάξατο αυτώ ποιήσαι χαλκούν όφιν και αναρτήσαι επί ξύλου και πας ο δακνόμενος υπό των όφεων και προσβλέπων επί τον χαλκούν όφιν, ευθύς ιατρεύετο» ( Αριθμοί 21,6 ). Και ο Ιησούς μας εν τω ιερώ Ευαγγελίω παρομοιάζων την ύψωσιν του χαλκού όφεως με την ιδικήν Του ζωοποιόν ύψωσιν λέγει: «Και καθώς Μωϋσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου» (Ιωάν. 3,14 ). Η αμαρτία λοιπόν, υπό την έννοιαν φαρμακερού όφεως, δάκνει τον άνθρωπον δηλητηριάζουσα δια μέσου της ενόχου και εμπαθούς ηδονής τον οργανισμόν της ταλαιπώρου ψυχής και επιφέρουσα τον θάνατόν της και τον χωρισμόν της από του Θεού.
Ο Χριστός μας όμως, ο νοητός χαλκούς όφις, αναρτηθείς εν τω ζωοποιώ ξύλω του τιμίου Σταυρού, δια μέσου των υψίστων ευαγγελικών αληθειών ιατρεύει τας δακνομένας από την ποικίλην αμαρτίαν ψυχάς, δίδων ζώσαν ελπίδα ζωής ακαταλήπτου. «Που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, άδη, το νείκος;» Κατελύθησαν, ηφανίσθησαν, ηδράνησαν και ενεκρώθησαν τελείως αι δυνάμεις της απαισίου τυραννίας σου δια του θανάτου και της Αναστάσεως του σώζοντος τας ψυχάς ημών Ιησού, του Θεού ημών.
Δια μέσου της ηδονής και της ηδυπαθείας δηλητηριάζεται και σκοτίζεται η καρδία. Σκοτιζομένη δε πράττει τα έργα του σκότους, λυπούσα το Άγιον Πνεύμα, όπερ εδέξατο δια της αναγεννήσεως εν τη ιερά κολυμβήθρα. Αντιθέτως ο πόνος και η θλίψις εκτοπίζουν την ένοχον ηδυπάθειαν από την καρδίαν. Καθαριζομένη δε αύτη δια του πόνου, καθίσταται δεκτική του παρακλήτου Πνεύματος. Ελθών δε ο αγαθός Παράκλητος, παρηγορεί, ενθαρρύνει, φωτίζει και ως άλλος τροφεύς ζωογονεί ταύτην δια των θεϊκών διδασκαλιών και των αντιλήψεων της χαράς και της ελπίδος. Ιδού λοιπόν ο νοητός χαλκούς όφις, ο Ιησούς, ιατρεύων δια του πόνου τας ψυχάς τας πασχούσας υπό των δηγμάτων της πολυμόρφου φαρμακεράς αμαρτίας. Άρα εκ των αδιασείστων της πείρας αληθειών, ο πόνος και η θλίψις είναι το ουσιωδέστερον φάρμακον της νοσούσης από την αμαρτίαν ψυχής, συγχρόνως και άριστος παιδαγωγός δια την πνευματικήν εξύψωσιν της ψυχής, που εν τη αμαρτία και τω ηθικώ σκότει ημαύρωσε το κάλλος της, αποκτώσα ούτω τας ηθικώς κακάς έξεις. Ο πόνος υπό την ποικίλην έννοιαν καθίσταται ο επιτήδειος καλλιεργητής, που από αγριελαίαν την αμαρτωλήν ψυχήν μετακεντρίζει εις καλλιελαίαν. Η αμαρτία σκληρύνει την καρδίαν του αμαρτωλού, τον καθιστά ανάλγητον, τίποτε δεν τον συγκινεί, διότι λείπει ο Θεός, ο πονών και συμπαθών τους ανθρώπους. Ο φιλάνθρωπος όμως Θεός, «ελθών ζητήσαι και σώσαι το απολωλός» τι εργάζεται; Καταστρώνει το σχέδιον της σωτηρίας της απομεμακρυσμένης ψυχής δια μέσου του πόνου, ιδίως δια της ασθενείας. Και εκεί όπου βλέπεις π.χ. τον ακμαίον νέον να φυσιούται επί ρώμη και να συμπεριφέρεται αγερώχως, χωρίς να ενθυμήται ψυχήν και Θεόν, εξαίφνης κατακλίνεται επί κραββάτου οδύνης. Τότε ως εμπειρότατος και δεξιοτέχνης ιατρός ο πόνος αρχίζει την χειρουργικήν επέμβασιν. Πρώτον ομαλύνει την καρδίαν αποβάλλων ολίγον κατ’ ολίγον την τραχύτητα και ούτω μαλακώνει την ψυχήν. Ο πρώην σκληρός εις την καρδίαν, γίνεται απαλός, ήμερος εις τα συναισθήματα. Συμπονεί τους συναρρώστους του, ομιλεί μετά συμπαθείας ο άλλοτε ασυμπαθής. Και αφού δια τοιούτων και διαφόρων άλλων συναισθημάτων γενωμένων εκ της παιδαγωγικής ράβδου του πόνου, καταστρωθή το έδαφος της καρδίας, τότε ανοίγονται και τα ώτα της πρώην κωφευούσης ψυχής και δέχεται και συγκρατεί και ακούει μετά προσοχής τον λόγον της αληθείας, το ευαγγέλιον της σωτηρίας. Τότε ο αδιάφορος προηγουμένως εις τον Θεόν και την ψυχήν του, γίνεται ζηλωτής εις το να αναγινώσκη διάφορα βιβλία και περιοδικά θρησκευτικού περιεχομένου. Αρχίζει να ενθυμήται με πραγματικήν συντριβήν και συναίσθησιν την αμαρτωλότητά του και μανθάνει ούτω να προσεύχεται μετά κατανύξεως, γινόμενος εντός ολίγου διαπρύσιος κήρυξ της ευεργεσίας του αρίστου ιατρού, του πόνου ότι όντως είναι ο μονοδικός θεραπευτής της μακράν του Θεού αρρωστείας.
Αλλά ο πόνος δεν θεραπεύει μόνον τον μακράν του Θεού άνθρωπον, αλλά και ιατρός ψυχών υγιαινουσών είναι, νοσούντων μερικώς, ασθένειαν μη προς θάνατον, όπως είναι η κατά καιρούς αμέλεια, η κατάκρισις, η φιλαυτία, η δειλία, η αμφιβολία κ.λ.π.
Ο πόνος εξασκεί ακόμη την ενέργειάν του και επί των αγίων, ίνα δια της υπομονής των, πληθύνουν την εν ουρανοίς δίξαν των. Αλλά πολλάκις πάσχουν οι άγιοι και προς παραδειγματισμόν των άλλων ανθρώπων, όπως συνέβη εις τον πολύαθκον Ιώβ, την αγίαν Συγκλητικήν και τόσους άλλους αγίους.
Όταν έχωμεν ένα ωραίον έπιπλον και το αφήσωμεν ανεπιμέλητον δι’εν χρονικόν διάστημα, θα ίδωμεν ότι έχει επικαθήσει στρώμα σκόνης λεπτής, και ναι μεν δεν το έφθειρεν, εμείωσεν όμως την λάμψιν και την ωραιότητα. Ούτω γίνεται και εις την υγιαίνουσαν ψυχήν, όταν λείψουν αι κατά καιρούς θλίψεις, π.χ. η αμέλεια ολίγον κατ’ ολίγον χωρίς να το αισθανθή κανείς, αν δεν το προσέξη εγκαίρως, επικάθηται ως σκόνη εις το έπιπλον και χάνει η ψυχή τον πρώτον ζήλον της προς τον Θεόν. Εύχεται μεν, κάνει τα καθήκοντά της, αλλ’ όχι όπως πρέπει. Εάν όμως έλθη ο πόνος, εάν επισκεφτή η θλίψις, τότε ο αήρ φυσά και ανάπτει πάλιν η φλοξ, δηλαδή ο ζήλος δια την εκτέλεσιν των προς Θεόν καθηκόντων της.
Όπως συμβαίνει εις την αμέλειαν, ούτω και εις κάθε ασθένειαν της ψυχής. Ο πόνος είναι το θεϊκόν φάρμακον της νοσούσης ψυχής, που εφεύρεν η άπειρος σοφία του Θεού και το μεταχειρίζεται μετ’απολύτου κύρους και άνευ επιφυλάξεων, ίνα δια του τοιούτου δραστικού φαρμάκου συνερχόμενοι, γρηγορώμεν και νήφωμεν εις την εκτέλεσιν του αγίου Του θελήματος, λαμβάνοντες ούτω, ως βραβείον της ανυστάκτου ημών προσμονής εις αυτό, εν τω καιρώ της αποδόσεως, την είσοδον εις την αιώνιον τερπνότητα του Κυρίου, συγχαίροντες και αγαλλόμενοι μετά των απ’ αιώνων κεκλημένων εν αυτή, υμνούντες ακαταπαύστοις ευφροσύνοις ύμνοις, μετά της Κυρίας Θεοτόκου, των αγγέλων και πάντων των αγίων, το ευλογητόν όνομα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, τιμή και κράτος εις τους ατελευτήτους αιώνας των αιώνων.
3. Ο Θεός παιδεύει και πάλιν ιάται, ανεβάζει και κατεβάζει. Εις το θέλημα του Κυρίου τις δύναται αντιστήναι; Εάν θέλει ο Θεός να πάσχωμεν, άρα έχει κάποιον σωτήριον σκοπόν, τον οποίον ημείς οι γήϊνοι δεν δυνάμεθα προορατικώς να τον προϊδωμεν, ενώ η υπομονή και η μακροθυμία και το ταπεινόν της παραδοχής του πειρασμού, πάντοτε, ναι, πάντοτε, θα φέρη κατόπιν βεβαίαν ωφέλειαν.
Βάσταζε, παιδί μου, τον σταυρόν σου και γνώριζε ότι εις όσα πάσχομεν είναι γνώστης ο Θεός και ως Πατήρ γνήσιος προσπαθεί με κάθε τρόπον να μας μορφώση εντός μας, τον Ιησούν Χριστόν. Θέλει να πάσχωμεν, διότι οίδεν, τι έχει ετοιμάσει δια τα πάσχοντα παιδιά Του εις τους ουρανούς. Εάν όμως δεν στείλη εις αυτά θλίψεις, θα αδικηθούν, διότι θα υστερηθούν τα ανεκλάλητα αγαθά του ουρανού. Όσον περισσότερον πάσχομεν, τόσον πιο ωραίος στέφανος της δόξης πλέκεται!
Mη πιστεύης ποτέ ότι έχεις δαιμόνιον, μη σε πλανέση ποτέ κανένας τέτοιος λογισμός. Εις πολλούς μοναχούς συμβαίνουν τοιαύτα, όταν αρρωστήσουν, ούτως ο Θεός τα έκανε. Όταν ασθενή το σώμα, να ακολουθή σύμφωνα και η ψυχή, και όταν η ψυχή πάσχη και το σώμα να μαραίνεται και να σκυθρωπάζη. Σε εφθόνησεν ο πειρασμός, παιδί μου, αλλά ας κάμνωμεν υπομονήν, δια να σκάση αυτός και να δοξασθή ο Θεός. Θα παρέλθουν όλα και ο χειμών ομοίως και θα ανατείλη και πάλιν η γλυκεία άνοιξις της υγείας και θα χαίρεσαι και θα λέγης: «Μακάριον, ότι εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου». Ποίος δεν πονεί, όταν εγχειρίζεται και ποίος δεν πονεί, όταν υποχωρήση η χάρις του Θεού και βρίθουν μύριοι λογισμοί διεστραμμένοι; Ούτως ωκονόμησεν η θεία Σοφία, να κατεργάζεται την διόρθωσιν της ψυχής. Όπως οι καιροί της φύσεως, δηλαδή ο Χειμώνας, η Άνοιξις, το Καλοκαίρι, το Φθινόπωρον, ο ένας διαδέχεται τον άλλον, ούτω πως και οι καιροί οι πνευματικοί, φεύγει ο ένας, έρχεται ο άλλος και ούτω συνηθίζει η ψυχή εις όλας τας πνευματικάς αλλοιώσεις και γίνεται σοφή και έμπειρος. Και αυτή η πείρα είναι χάρις, η οποία βαστάζει την ψυχήν εν καιρώ των φοβερών αλλοιώσεων, ώστε να σοφίζεται εκ των προηγουμένων πειρασμών ότι μόνον η υπομονή και η μακροθυμία παρέχουν κατάστασιν ειρηνικήν και σκέψεις ωφελίμους, οπότε εξερχόμεθα εκ των πειρασμών με ωφέλειαν και γινόμεθα περισσότερον σοφοί και έμπειροι.
4 .
Παιδί μου, αν και πολλά της ασθενείας σου είναι από παρακοήν, εν τούτοις όμως διαφαίνεται εν σοι η αγάπη του Θεού. Πολύ σε αγαπά ο Θεός, δια τούτο και σε παιδεύει. Την πολύτιμον σωτηρίαν σου κατεργάζεται ο Θεός δια μέσου των δοκιμασιών σου, θέλοντας να σου ελαφρύνη το φορτίον και να γεμίση το σκεύος της ψυχής σου με το δώρον της μεγάλης ελπίδος, δια την κατάκτησιν του ουρανού και την αιώνιόν σου παραμονήν πλησίον του Χριστού, που αγάπησες φλογερά!
Λοιπόν τι μένει πλέον; Υπομονή εις το έπακρον, θάρρος εις την δοκιμασίαν σου και μία απέραντος ευχαριστία εις τον άριστον Κυβερνήτην των ψυχών μας, την οποίαν ευχαριστίαν θα συνοδεύη και μία χαριτωμένη ταπείνωσις. Βάδιζε, παιδί μου, τον ανηφορικόν δρόμον του ιερού Γολγοθά με τον Σταυρόν, που σου έδωσε το ευεργετικώτατον χέρι Εκείνου, που σε αγαπά και σε παιδεύει, δια να μεταλάβης της αγιότητος Αυτού. Βάρος αιωνίου δόξης κατεργάζεται η θλίψις και η ασθένεια εις την ψυχήν, η οποία υπομένει και ευχαριστεί τον Θεόν.
5 . Εύχομαι, παιδί μου, ο Θεός της υπομονής και της παρακλήσεως να σε ενισχύη εις την ασθένειάν σου, όπου Θεού θελήματι περιέπεσες. Έμαθα ότι αρρώστησες βαρειά, πόνεσα πολύ, και παρεκάλεσα την Παναγίαν μας να σε κάνη καλά, πρώτα ψυχικώς και μετά σωματικώς. Να σκέπτεσαι παιδί μου, τους αγίους μάρτυρας, πόσα και πόσα δεν υπέμειναν δια την αγάπην του Χριστού μας! Να λέγης και συ: «Υπόμεινον, ταπεινέ, της ασθενείας τους πόνους, ίνα φύγης τους αιωνίους πόνους της κολάσεως!». Εκείνοι οι μάρτυρες θεληματικώς εισήλθον εις τα βάσανα του μαρτυρίου, ενώ εσύ ακουσίως πονάς, και αυτό καλόν είναι, θα σε ωφελήση αρκετά. Μόνον μετά χαράς και ευχαριστίας να υπομείνης την παιδείαν του Κυρίου. Ταύτα και άλλα πολλά να μονολογής, ώστε να τονώσης τον εαυτόν σου προς καρτερίαν και παρηγορίαν.
6 .
Την υγείαν σου να την αναθέτης εις τον Θεόν. Εάν κάτι το επιβάλλη η ασθένεια ή ο ιατρός, να το παίρνης με την ελπίδα ότι ο Θεός δι’ αυτών θα συντελέση να γίνη εκείνο, που θέλει Αυτός να γίνη, χωρίς βέβαια η αυταπάρνησις να μας οδηγήση εις την αυτοκτονίαν, ούτε η περιποίησις εις την φιλαυτίαν, αλλά την μέσην οδόν να βαδίσωμεν, δηλαδή να κάμνωμεν το επιβαλλόμενον με πίστιν, δια να μη μας λογισθή αυτοκτονία. Το αν θα γίνω καλά με το μέσον που μεταχειρίσθηκα, αυτό το αφήνω με πίστιν εις τον Θεόν. Έχε, παιδί μου, υπομονήν εις όλα σου τα παθήματα. Η ασθένεια, όταν την υπομένωμεν, έχει πάρα πολύ το κέρδος εις την ψυχήν, αρκεί να κατηγορής τον εαυτόν σου, διότι κυρίως δια τας αμαρτίας μας υποφέρομεν και κατά το πλείστον δια την υπερηφάνειαν της καρδίας μας.
7η Επιστολή .
Εύχομαι πάντα να υγιαίνης, ασθενών δε να υπομένης την παιδείαν του Κυρίου, η οποία αποστέλλεται από καρδίαν στοργικήν, πλατείαν σφόδρα. Και μία τοιαύτη παιδεία, προελθούσα από μίαν τοιαύτην καρδίαν, ποτέ δεν θα είναι αδιάκριτος ή ανωφελής ή βλαβερά, παιδεύουσα προς το συμφέρον, προς συγχώρησιν, προς φυλακήν και σκέπην και αιώνιον σωτηρίαν!
Η καρδιά είναι αυτού του Θεού του ουρανίου ημών Πατρός. Όλα τα βλέπει, ιδίως τον σκοπόν εκάστης πράξεως. Βλέπει πως πάσχεις και θλίβεσαι. Να γνωρίζης ότι δεν θα σε πειράξη περισσότερον από ό,τι δύνασαι. Κατεργάζεται δια της θλίψεως την κάθαρσιν της ψυχής και την αιώνιον σωτηρίαν.
«Καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται» ( Ρωμ. 5,3 ). Ως παιδιά Του ο Θεός μας παιδαγωγεί, ίνα μορφωθή ο χαρακτήρ Αυτού εφ’ ημάς. Τότε φαίνεται η γνησιότης των παιδιών, όταν φέρουν τους χαρακτήρας των γονέων των. Αυτός λοιπόν είναι ο σκοπός της παιδείας του Κυρίου. Αι θλίψεις σου είναι σωτήριαι, πάντα να ελπίζης και ου μη καταισχυνθής.
8η Επιστολή . Η άγνοια, παιδί μου, χαρακτηρίζεται ως θάνατος της ψυχής. Η άγνοια δεν φωτίζει τον ασθενή άνθρωπον, ώστε να του είπη: Η αρρώστειά σου είναι θέλημα Θεού και οφείλεις μεθ’ υπομονής και ευχαριστίας να την διέλθης, ίνα μη γίνης παραβάτης Θεού δια την ανυπομονησίαν σου! Εις τον φωτισμένον χριστιανόν όμως η γνώσις του θείου θελήματος όχι μόνον τον κάνει να υπομένη όλα μετά ευχαριστίας, αλλά τον κάνει να αποκτήση έτι κράσιν ισχυράν πνευματικήν, συνάμα δε και την δρόσον της παρηγορίας. Σκέπτεται: Δια των πόνων και των θλίψεων εκτελώ θείον θέλημα, που θα επιφέρη την συγγνώμην επί των προηγουμένων μου σφαλμάτων. Εκπληρώνοντας δε ενταύθα το χρέος της ποινής μου θα λάβω την ελευθερίαν μου εκεί, εις την μέλλουσαν ζωήν, ένθα θα ζήσω αιωνίως, ενώ εδώ, όσα δεινά και αν υποστώ, πρόσκαιρα εισιή ολιγοχρόνια. Λοιπόν χρειάζεται υπομονή, παιδί μου, ίνα μη συν τω αμετανοήτω κόσμω κατακριθώμεν. Ό,τι και εάν μας συμβή, δια της υπομονής όλα τακτοποιούνται και ειρηνεύει ο έσω άνθρωπος υπομένοντας το επόμενον θέλημα του Θεού. Υπόμενε τον σταυρόν σου και εγώ τον ιδικόν μου, ακολουθούντες τον ουράνιον Νυμφίον Χριστόν, τον δι’ ημάς τους αχαρίστους και αμαρτωλούς υπομείναντα Σταυρόν αισχύνης. Τι υπομένομεν αντάξιον των τηλικούτων αγαθών, που απολαμβάνομεν από τον Θεόν; Εάν εξαριθμήσω τα του Θεού και την αχαριστίαν του ανθρώπου, νομίζω ότι ο νους μου θα σταματήση. Και πως πεπερασμένος νους δύναται να συλλάβη τας απείρους του Θεού ευεργεσίας, τας προς τον άνθρωπον;
9η Επιστολή . Πολλήν ωφέλειαν παρέχει η ασθένεια, συγχώρησιν αμαρτιών και μισθόν υπομονής, είναι πολύ δραστήριον φάρμακον δι’ ανθρώπους που απεμακρύνθησαν από τον Θεόν. Δόξα τω Θεώ, που εν στρυφνοίς πράγμασι κατεργάζεται την σωτηρίαν μας. Σε παρακαλώ μη στενοχωρήσαι, εγώ εύχομαι δια σε, μη φοβήσαι, γίνου εύελπις, ο ουράνιος Πατέρας μας είναι αγαθός, εύσπλαχνος. Τα παιδιά Του τα παιδεύει, τα μαλώνει, δια να γίνουν άξια της αιωνίου ζωής. Αν δεν μας παιδεύση, δεν θα γίνωμεν γνήσια παιδιά Του, αλλά θα ευρεθώμεν νόθοι, ανάξιοι της σωτηρίας. Δεν είναι άξια τα παθήματα, όσα υποφέρομεν, εμπρός εις την αιώνιον ευτυχίαν την οποίαν έχει ητοιμασμένην ο Θεός δια τα παιδιά Του. Ποία παιδιά Του; Τα τυραννισμένα, τα στενοχωρημένα, τα πάσχοντα, τα πεφορτισμένα, όχι δι’ εκείνα τα οποία τρυφούν τώρα προσωρινά και ευτυχούν. Χαίρε λοιπόν, διότι ο Θεός, μας αγαπά και μας παιδεύει, δια να μας αναπαύση αιώνια! Ο Θεός δεν κοιτάζει, αν πάσχωμεν, ο Θεός κοιτάζει να μας σώση από την κόλασιν και να μας χαρίση τον παράδεισον.
10η Επιστολή . Ο Θεός της υπομονής και της παρακλήσεως να σου δώση υπομονήν και θωπείαν παρηγορίας προς τόνωσιν και συνέχισιν του αγώνος. Μη βλέπης, παιδί μου, μόνον τα παρόντα αλγεινά, αλλά «ύψωσον τους οφθαλμούς σου, ως το απογεγαλακτισμένον επί την μητέρα αυτού» και ίδε: «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι ημίν» ( Ρωμ. 8,18 ), τοις ποθούσιν την επιφάνειαν του Χριστού μας. Μη μετράς μόνον τους πόνους, αλλά φιλοσόφησε και την αντιμισθίαν, διότι ουχί δίκαιος ο Θεός; Ο Θεός, σου υστέρησε την ανακούφισιν την εκ της υγείας των ποδών σου, ουχί ίνα σε αξιώση «αγαλλομένω ποδί» να εορτάσης εκεί, εις την άνω Ιερουσαλήμ, την μεγίστην ανάστασιν της ψυχής σου; Ναι, αληθώς, περί τούτου βοά άπασα η Γραφή. Βάδιζε, παιδί μου, εν Χριστώ, κατέναντι της αιωνίου δόξης. Μην αποκάμης πυκτεύων, μη νομίσης ότι αέρα δέρεις, αλλά όντως πάλη γίνεται, καθώς και επί Ιώβ. Εκείνος υπέμεινε μαρτύριον από τους ποικίλους πόνους και η γυνή του τον ωθούσε προς τον αιώνιον θάνατον δια της κακής συμβουλής, σε δε νουθετούν την αιώνιον ζωήν να τύχης. Εκείνος έκειτο εις κοπρίαν με έλκη, περιγέλασμα αμαρτίας εν τοις ανθρώποις, συ δε εις οίκον και κλίνην αναπαύεσαι και ως ενάρετος χριστιανός λογίζεσαι. Βλέπεις πόσον υστερούμεν; Δια τούτο υπόμεινον και ευχαρίστει τον Θεόν, που σου έδωσε τέτοιο δώρον, ίνα, ως ευγνώμονα δούλον, σε καταστήση κληρονόμον της απεράντου Αυτού βασιλείας! Αμήν, γένοιτο.
11η Επιστολή . …Λέγετε ότι ο αδελφός σας εβλασφήμει, επείνα, εδίψα κ.λ.π. κατά την διάρκειαν της ασθενείας του.
Ακούσατέ μου : Ο αδελφός σας είπατε ότι ημάρτανε θανασίμως, ο Θεός που είναι πολυεύσπλαγχνος, θέλοντας να τον φέρη εις συναίσθησιν της ενοχής του και να μετανοήση, του έδωσε την ασθένειαν αυτήν, του έπρεπε να τυραννισθή, δια να εξιλεώση τον Θεόν, που τόσον τον ελύπησε. Εάν τον αδελφόν σας τον περιεθάλπατε και του προσφέρατε πάσαν ανάπαυσιν σωματικήν, ποίον κόπον θα έβλεπε εις αυτόν ο Θεός, δια να τον λυπηθή; Πρέπει να γνωρίζετε ότι όσον περισσότερον εβασανίσθη, τόση ελάφρυνσις ποινής του εδόθη! Ο Θεός του έδωσε την ασθένειαν και την παράλειψιν του καθήκοντος των αδελφών προς αυτόν κ.λ.π., δια να του τύψη το συνειδός προς μετάνοιαν, όπως ο ιατρός δίδει το φάρμακον εις τον ασθενή και εκείνος μη έχοντας την απαιτούμενην υπομονήν γογγύζει και βλασφημεί τον ιατρόν, προς καταστροφήν του.
12η Επιστολή . Έμαθα δια τον πόνον της ασθενείας σου, εύχομαι οι άγιοι Ανάργυροι να σου πάρουν κάθε πόνον και πάθος. Φαίνεται υπό δοκιμασίαν τίθεσαι, παιδί μου, και τώρα χρειάζεται να συγκεντρώσης όλας τας δυνάμεις της ψυχής σου εις υπομονήν! Μη λυπάσαι, μην αποκάμης, μαζί με τον Χριστόν θα τα περάσης όλα. Ο εσταυρωμένος Ιησούς θα είναι ιδιαίτερα μαζί σου, όταν θα πονής, και τότε Τον γνωρίζεις καλύτερα και Τον αγαπάς! Όταν θα περάση η δοκιμασία, θα Τον ευλογής δια τα αγαθά όπου σοι έδωκε. Συγκέντρωσε τας ψυχικάς σου δυνάμεις, όταν πονής, και προσπάθησε να καταλάβης τι θέλει να σου είπη ο Ουρανός εις αυτήν σου την δοκιμασίαν. Αν τυχόν από τον πόνον θα κλαις, τα δάκρυα θα σου καθαρίσουν το βλέμμα σου, όπως συνέβη και εις τον πολύαθλον Ιώβ και τότε και εσύ θα δυνηθής μαζί του να είπης: «Τώρα ο οφθαλμός μου Σε βλέπει». Μη ξεχνάς ότι ο Θεός σε βλέπει, όταν πονής, και σε παρακολουθεί. Αντιλαμβάνεται και τους κτύπους της καρδίας σου, συνεπώς δεν θα σε αφήση χωρίς παρηγορίαν και την πατρικήν προστασίαν Του. Φυσικά οι άγιοι εις την θλίψιν των έχαιρον, ημείς ας κατορθώσωμεν να δεχώμεθα την θλίψιν ή τον πόνον με υπομονήν.
Προσεύχου, παιδί μου, μέσα εις την καρδίαν σου και το όνομα του Χριστού θα σου γίνη βάλσαμον παρηγορίας, όπως υπομείνης ωφέλιμα τον πειρασμόν τούτον της δοκιμασίας σου. Θα προκύψη ωφέλεια ουκ ολίγη από αυτήν σου την δοκιμασίαν, αν τεθής με υπομονήν απέναντι αυτής. Λοιπόν και πάλιν σου λέγω, με της προσευχής τον πανίσχυρον θώρακα πλησίαζε συνεχώς και περισσότερον τον παντοδύναμον Κύριον και θα γνωρίσης πως σηκώνει θαυματουργικώς το φορτίον του πόνου και ξεκουράζει θαυμάσια τον πάσχοντα.
13η Επιστολή . Εύχομαι να γίνης τελείως καλά… Τι να κάνωμεν; Μας παιδεύει ο Κύριος, ίνα έχωμεν μισθόν αιώνιον, διότι εφ’ όσον δεν έχομεν άσκησιν, μας δίδει ο Κύριος ασθενείας και θλίψεις, δια να μας λογισθή ως άσκησις, δια να έχωμεν μικράν παρηγορίαν, όταν θα κρινώμεθα ενώπιόν Του. Τι να κάνωμεν, παιδί μου, έτσι θέλει ο Θεός μας. Να υποφέρωμεν δια να εύρωμεν ανάπαυσιν εις τον μέλλοντα κόσμον. Εδώ προσωρινά όλα, εκεί αιώνια. Δριμύς ο χειμών, γλυκύς ο παράδεισος. Ας παγώσουν οι πόδες, ίνα χορεύσουν αιώνια! Δόξα σοι ο Θεός.
14η Επιστολή . Ευλογημένον μου τέκνον…, ο Θεός της αγάπης να είναι ο σύντροφος της ζωής σου. Αμήν. Παιδί μου, εύχομαι να σου δώση ο Χριστός μας υπομονήν, διότι δια της υπομονής θησαυρίζεις ανεκλάλητα αγαθά, θησαυρόν, που δεν κλέπτεται εν τω ουρανώ. Αγωνίζου με όλην σου την δύναμιν, όλας τας δυνάμεις σου να τας συγκεντρώνης εις το να κάμνης υπομονήν εις τους πόνους, διότι οι πόνοι είναι το εξαγνιστικώτερον φάρμακον, που θεραπεύει την ψυχήν του ανθρώπου και την ανεβάζει εις την αγιότητα. Πρόσκαιροι οι πόνοι, αιωνία η δόξα, δριμύς ο χειμών των δοκιμασιών, γλυκεία η απόλαυσις του παραδείσου. Δια πολλών θλίψεων θα εισέλθωμεν εις το άπλετον φως του Παραδείσου, του ουρανίου κόσμου. Τον δε Χριστόν μας θα τον ίδωμεν ίλεων προς ημάς, όταν τας δοκιμασίας που μας στέλλει από την άπειρον αγάπην προς ημάς, τας υπομένωμεν.
15η επιστολή . Η χάρις του Κυρίου εις την ψυχήν σου. Έλαβον την επιστολήν σου και είδα ότι ουδεμία βελτίωσις εις την υγείαν σου γέγονεν. Βλέπω όμως ότι υγιαίνεις εις την ψυχήν σου, με την δοκιμασίαν όπου υπέστης. Ναι, παιδί μου, όλαι αι δοκιμασίαι, όπου μας στέλλει η αγάπη του Θεού, είναι δια να αποκτήσωμεν την πολύτιμον υπομονήν και να ομοιάσωμεν με τον ουράνιον Πατέρα μας, τον Θεόν, ο Οποίος δοξάζεται και λέγεται: «ο Θεός της υπομονής και της παρακλήσεως» ( Β΄Κορ. 1,3 ). Ο Θεός συν τω πειρασμώ, όχι μόνον δίδει και την ανάλογον υπομονήν, αλλά παρηγορεί και την ψυχήν του υπομένοντος τον πειρασμόν μετά συνέσεως και αγαθότητος και απλότητος. Η αγία Συγκλητική πόσα και πόσα δεινά δεν υπέφερε; Και όμως αυτά την ηγίασαν και την εδόξασαν. Όσοι υποφέρουν πειρασμούς και τους δέχονται μεθ’ υπομονής και τους διέρχονται μετά συνέσεως και διακρίσεως, εις αυτούς κατοικεί το Πνεύμα του Θεού. Εις εκείνους όμως, οι οποίοι ζουν εν ανέσει και ευημερία, χωρίς θλίψεις και δοκιμασίας, κατοικεί το πνεύμα του διαβόλου. Δια τούτο, παιδί μου, χαίρε και ανδρίζου εις την υπομονήν, γενού ανήρ δυνάμεως και κτίζε τον οίκον της ψυχής σου εις το θεμέλιον της υπομονής, και φρόνει ότι ο μέχρι τέλους υπομένων θα αξιωθή της Ουρανίου Βασιλείας του Θεού.
16η επιστολή . Ασθενώ από γρίππην, έχω και έντονον πόνον εις την περιοχήν της σκωληκοειδίτιδος. Δεν ξέρω τι θα βγη, πάντως δόξα σοι ο Θεός. Ο Θεός, μας αγαπά και ζητεί δια των ακουσίων πόνων να μας αξιώση κατά μέθεξιν των τελειοτάτων Του αγαθών. Δυστυχώς ημείς, εγώ, δεν αγαπώμεν κατά πνευματικόν τρόπον την ψυχήν μας. Εάν την αγαπούσαμε, ίνα τύχη των αιωνίων αγαθών, θα υπομέναμε χωρίς παράπονα τόσον τας δοκιμασίας της ψυχής, όσον και του σώματος. Ο πόνος απαλύνει, μαλακώνει την καρδίαν και αποβάλλει την σκληρότητα, ούτως απαλυνομένης της καρδίας, καταστρώνεται το έδαφος δια την σποράν της γνησίας μετανοίας και διορθώσεως. Ημείς δειλοί όντες εις κάθε θλίψιν, αποκρούομεν τρόπον τινά την χάριν του Θεού. Δεν ημπορεί ο άνθρωπος, εφ’ όσον ευτυχεί, να ενθυμήται και τον Θεόν, και αν Τον ενθυμήται, Τον ενθυμείται σκιωδώς. Τότε Τον ενθυμείται ζωηρώς και με θέρμην, όταν προσεγγίση η δοκιμασία, ο πόνος. Όταν τον στενώση η θλίψις, η προσδοκία των δεινών, τότε δέεται θερμότατα. Και αρέσκεται ο άγιος Θεός, όπως αρέσκεται και η μήτηρ, όταν το παιδάκι την ζητεί με πόνον, διότι διαβλέπει εν αυτώ την αγάπην. Από οιανδήποτε πλευράν και αν δοκιμάζεται ο άνθρωπος, όταν συν τη δοκιμασία υπάρχη και η ανάλογος υπομονή και ευχαριστία, πάντοτε ο άνθρωπος κερδίζει. Και τούτο διαφαίνεται εις το τέλος της δοκιμασίας, όταν βλέπη την ελαφρότητα της ψυχής, την διαύγειαν του νοός και την γλυκύτητα που έρχεται εις τον έσω άνθρωπον. Ας ευχώμεθα να μας δοθή γνώσις και υπομονή εν τοις θλιβεροίς του βίου, δια να κερδίσωμεν την σωτηρίαν μας. Αμήν.
17η επιστολή . Υπόμεινον, τέκνον μου, τον σταυρόν σου. Ούτος θα σε οδηγήση εις την αιώνιον ανάστασιν! Διασκέδαζε τον λογισμόν σου, παιδάκι μου, με ό,τι ημπορεί να σου φέρη χαράν, και ολίγην παρηγορίαν. Να αισιοδοξής εις την ασθένειά σου, να ποιής τέχνας προς υπομονήν και πάντως θα έχης ωφέλειαν. Προσεύχου, βιάζοντας τον εαυτόν σου εις αυτό, σκέψου ότι όλα θα παρέλθουν, είτε χαροποιά είτε λυπηρά και ως εκ τούτου τα άνω φρόνει ως σταθερά και αιώνια.
Ευλογημένον εν Χριστώ τέκνον, εύχομαι εις τον μέγαν Ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων να σου δώση πλήρη την υγείαν σου κατά το άγιον θέλημά Του. Υπήρξαν, παιδί μου, άνδρες άγιοι, οι οποίοι ησθένουν βαρέως και όντες εν ασθενεία εθεράπευον άλλους. Μα πόσον τους ηγάπα ο Θεός! Μία εξαιρετική μαρτυρία της αγάπης του Θεού προς μίαν ψυχήν είναι όταν την επιφορτίζει ασθενείας ή θλίψεις. Ο πόνος του σώματος ή της ψυχής εξαγνίζει, καθαρίζει, λαμπρύνει το ένδυμα της ψυχής από κάθε σπίλον αμαρτίας. Ένας όσιος ήτο φιλάσθενος και κατά σύμπτωσιν δεν ησθένησε επί εν διάστημα και έλεγε παραπονετικά: «Αχ, Θεέ μου, διατί με ελησμόνησες και δεν με έκρινες άξιον της Σης επισκέψεως»! Επόθει ο μακάριος την ασθένειαν, διότι εγνώρισεν εκ πείρας πόσον ωφελείται η ψυχή. Ο πόνος τον αμαρτωλόν, τον αμετανόητον, τον φέρει εις μετάνοια, τον δε δίκαιον, του τονώνει τας δυνάμεις της ψυχής και του γίνεται τείχος ισχυρόν, ίνα μη εξοκείλη προς την αμαρτίαν. Η υπομονή των μεγάλων γίνεται και υπόδειγμα προς τους νεωτέρους. Όπως ο ασθενών υποτάσσεται μετ’ ευχαριστήσεως προ της πικράς μεταχειρίσεως του ιατρού, γνωρίζοντας τον σκοπόν του, ούτω πως οφείλομεν και ημείς μετ’ ευχαριστήσεως και γνώσεως να υπομένωμεν όλα τα ακουσίως επερχόμενα, ως από το ευεργετικόν χέρι του Θεού αποστελλόμενα προς σωτηρίαν μας. «Τον αθλητήν το στάδιον, τον κυβερνήτην ο χειμών και η τρικυμία, τον στρατηγόν η παράταξις, τον μεγαλόψυχον η συμφορά, τον δε Χριστιανόν ο πειρασμός δοκιμάζει», λέγει ο Μέγας Βασίλειος. Καθώς η γη γίνεται γονιμωτέρα, όταν το αλέτρι βαθειά την οργώσει, έτσι και η ψυχή τότε γίνεται καρποφόρος εις την αρετήν, όταν ο πόνος, η ασθένεια βαθειά και συχνά την επισκέπτεται! Όσον πονεί κανείς και θλίβεται, τόσον ο στέφανος γίνεται ωραιότερος, και αν οι πόνοι είναι πολλοί και διάφοροι και πιέζουν, τότε στολίζεται ο στέφανος της δόξης με πολλά και διάφορα άνθη και μαργαρίτας. Ο χρυσός πρέπει να περάση από το χωνευτήρι, δια να λάβη το κύρος του, και η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να περάση από το χωνευτήρι των πειρασμών, ίνα λάβη σφραγίδα αιωνίου δόξης εις το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον του Βασιλέως Χριστού. «Το ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν» (Β΄ Κορ. 4,17 ). Λογίζομαι ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι ημίν» ( Ρωμ. 8,18 ). Εάν άγια και ευλογημένα όντα διήλθον το καμίνι του πόνου και τους ωφέλησε, πόσον αρμόζει εις ημάς ο πόνος και πόσην ωφέλειαν θα κομίσωμεν εξ αυτού, όταν μετά γνώσεως και ευχαριστίας τον υπομένωμεν! Τότε να λογιζώμεθα ότι αγαπώμεθα υπό του Θεού και ότι μας έχει εις την μερίδα των εκλεκτών Του, όταν ίδωμεν ότι μας πιέζει ο πόνος, είτε σωματικός είτε πνευματικός. Ω μακαρία παιδεία Κυρίου, σε φιλώ, αλλά εγώ δεν είμαι άξιος της τοιαύτης δωρεάς, διότι ζω εν ανέσει και γενήσομαι παρανάλωμα του αιωνίου πυρός. Λοιπόν, παιδί μου, σε μακαρίζω και σε ζηλεύω, διότι πάσχεις και θα τύχης της αιωνίου αναπαύσεως! Ο στέφανός σου καλλωπίζεται, ωραϊζεται, προς αιωνίαν σου δόξαν! Υπόμεινον τω Κυρίω μέχρι τέλους. Τον σταυρόν βάσταζε καλά μη σου πέση και πάντως θα συνδοξασθής μετά του Χριστού αιωνίως! Εύχου και δι’ εμέ μη κλεισθώ έξω, ως λέγων και μη πράττων.
19η επιστολή .
Παιδί μου, εύχομαι ο Αγαθός Παράκλητος, το Πνεύμα το Αγαθόν και το ευθές, το Άγιον Πνεύμα, να σε επισκιάση και να σε παρηγορήση και του Χριστού την αγάπην να σου ανάψη. Εύχομαι με όλην μου την ψυχήν να σου χαρίση ο Χριστός μας την υγείαν σου. Εγώ βλέπω, παιδί μου, και εκ της πείρας μου γνωρίζω, ότι όσον κανείς υποφέρει θλίψεις διαφόρους, είτε σωματικάς είτε ψυχικάς και τας υπομένει με υπομονήν και εν γνώσει και ευχαριστεί τον Θεόν, χωρίς άλλο υποχρεούται ο Θεός να στείλη θείαν παράκλησιν και να δροσίση την ψυχήν. Εάν όμως δεν υποφέρωμεν κόπους και πόνους, ο Θεός δεν παρηγορεί, δεν δίνει την χάριν Του. Βλέπεις πως μετά τον πόνον που συνέρχεσαι, πόσον ανάπτει η αγάπη του Χριστού μας; Ναι, είναι ο μισθός του κόπου σου, της υπομονής σου, εάν δεν είχες αυτήν την ασθένειαν, δεν θα είχες τόσην αγάπην και τόσην παρηγορίαν. Είδες όταν συνέρχεσαι, βλέπεις τον εαυτόν σου ωσάν ένα παιδάκι, αυτό είναι, ότι ο Θεός συγχωρεί τας αμαρτίας σου και είσαι ελεύθερος από ευθύνην, και όλα αυτά σου τα προξενεί η υπομονή που κάνεις, όταν είσαι άρρωστος. Όταν ο Θεός ευδοκήση και γίνης καλά, τότε θα ίδης με την πράξιν αυτά που σου λέγω. Όσον κανείς υποφέρει, τόσον και πληρώνεται. Ένας αδελφός ήτο άρρωστος, και είχε τοιαύτην ασθένειαν, που οι αδελφοί τον εσιχαίνοντο και τον εδίωκον. Αυτός εμέμφετο τον εαυτόν του, ότι έτσι του πρέπει. Δια την ταπείνωσίν του ο Θεός, τον έκανε καλά. Αυτός δε ο όσιος αδελφός έλεγε: «Αχ! Χριστέ μου, δεν ήμουν άξιος να πάσχω ακόμη δια την αγάπην Σου!». Βλέπεις, παιδί μου, ότι ο αδελφός ηγάπα τον Χριστόν και ήθελε να πάσχη δια την αγάπην Του! Αυτός ήξευρε από την πείραν του, πόσον εκέρδιζε εις την αρρώστιαν του. Δια τούτο μη στενοχωρήσαι καθόλου, μόνον ευχαρίστει τον Χριστόν μας, που σε αγαπά τόσον πολύ, που σου έδωκε εδώ πρόσκαιρα θλίψεις, δια να σου δώση αιωνίαν χαράν. Όταν είσαι άρρωστος και δεν ημπορής να κάνης με ακρίβειαν τα πνευματικά σου καθήκοντα, μη λυπήσαι, διότι δεν έχεις αμαρτίαν, επειδή δεν εξουσιάζει η θέλησίς σου. Πάντως πρέπει ο μοναχός να βιάζεται, εάν όμως ασθενή, δεν έχει αμαρτίαν, ο Θεός δίκαιος είναι.
20η επιστολή .
Εύχομαι, παιδί μου, σταγόνα από την άπειρον υπομονήν του Θεού να στάξη εις την ψυχήν σου, ένθα να δημιουργήση πύργον υπομονής και να εύρης τον ανέκλειπτον θησαυρόν της αιωνίου ζωής. Μου γράφεις ότι, εν καιρώ που η χάρις σε έφλεγε, εζήτησας από τον Χριστόν μας ασθένειαν και κάτι περισσότερον, δια να υποφέρης δια την αγάπην Του! Αυτός που δεν σε παρείδε, σου έστειλε ασθένειαν, όπως εζήτησας. Λοιπόν πρέπει να κάνης υπομονήν τώρα, και θα μάθης με την πείραν την διάκρισιν, δηλαδή να μη ζητώμεν από τον Θεόν πράγματα, που δεν τα εδοκιμάσαμεν με την πείραν. Δια τούτο πρέπει πάντα να ευχώμεθα, το θέλημα του Θεού να γίνη. Τώρα τούτο να εύχεσαι: Θεέ μου, κάνε με καλά, αλλά μη το θέλημά μου γενέσθω, αλλά το σον.
Ημείς ως παιδιά αδοκίμαστα, ζητούμεν πολλάκις πράγματα, που δεν μας ωφελούν, ο δε Θεός ως πατέρας μας, δια να μας διδάξη με την πείραν το πώς πρέπει να Τον ευχώμεθα, μας δίδει τα αιτήματα. Κατόπιν όμως βλέπομεν, ότι δεν ηυχήθημεν καλώς και υποφέρομεν. Πάλιν ο Θεός μακροθυμεί και μας απαλλάσσει, δια να ριζώση μέσα μας η πείρα, το να αφήνωμεν το θέλημά μας. Και εν καιρώ πάλιν που υποφέρομεν από την αδιακρισίαν μας, ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει, αλλά στέλλει την χάριν Του και μας παρηγορεί, δια να βαστάξωμεν το βάρος. Ούτω συμβαίνει και εις εσέ, παιδί μου. Αυτό που είδες και ησθάνθης ήτο της χάριτος του Θεού, που ως άλλη τροφός σε περιθάλπει, έως να μεγαλώσης εν πείρα, διότι από το να σε αφήνη ο Θεός να υποφέρης, φαίνεται ότι έχεις ανάγκην ακόμη της τοιαύτης παιδείας. Άφησέ τα όλα εις τον Θεόν και ειπέ: Θεέ μου, εις τα άγια χέρια Σου αφήνω την ασθένειάν μου, και όποτε Εσύ, που με αγαπάς τόσον πολύ, θελήσης να με θεραπεύσης, τότε θέλω και εγώ. Μόνον παρακαλώ την άπειρον αγαθότητά Σου, να μη με παρίδης, αλλά να μου δίδης πάντοτε υπομονήν, δια να βαστάσω αυτόν τον Σταυρόν μου, έως να γίνη πάλιν το θέλημά Σου.
21η επιστολή .
Παιδί μου, η χάρις του Θεού και η αγάπη Αυτού δια πολλών τρόπων εμφανίζεται εις τους ανθρώπους, με ένα καθολικόν σκοπόν, να σώση τον άνθρωπον. Η αγάπη του Θεού εις εσένα, φαίνεται περισσότερον, όταν ασθενής, σε παιδεύει πατρικώς πρόσκαιρα, ίνα η χάρις που σου δίδει, διατηρηθή μόνιμα εις αυτόν τον πρόσκαιρον βίον μας και μετά θάνατον αιώνια. Μετά χαράς σήκωσε τον Σταυρόν σου και ευχαρίστει αδιαλείπτως τον Θεόν μας, που σε διατηρεί καθαρόν περιεκτικώς. Ταπείνωνε τον λογισμόν σου, διότι άνευ του Θεού ουδέν δυνάμεθα ποιήσαι και υπόμεινον με καρτερίαν και ανδρείαν ψυχής και ειπέ και εσύ με τον Απόστολον Παύλον: «Ουχί δεθήναι μόνον, αλλά και αποθανείν δια τον Χριστόν μου», «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; ούτε θλίψεις ούτε στενοχώριαι, ούτε ασθένειαι, αλλά και τον θάνατον έτοιμοι είμεθα να τον δεχθώμεν δια την αγάπην του Θεού». Λοιπόν ανδρίζου, τέκνον μου, βάδιζε προς τον ιερόν και ένδοξον Γολγοθάν. Εκεί θα συσταυρωθώμεν με τον Χριστόν μας, ίνα οδηγηθώμεν εις τον ζωηφόρον τάφον, όπου θα δεχθώμεν την ανάστασιν της ψυχής μας. Χρέος να διέλθωμεν το καμίνι των πειρασμών, όπως δοκιμασθέντες αξιωθώμεν να αποταμιευθούν αι ψυχαί μας εις το θησαυροφυλάκιον του μεγάλου βασιλέως Χριστού. Μη στενοχωρήσαι, εν τη αφασία δεν λογίζονται αμαρτίαι οι λογισμοί. Δια να λογισθούν χρειάζεται να έχη ο άνθρωπος ελεύθερον τον νουν του, ώστε η ελευθερία του να κριθή. Εφ’όσον εσύ δεν ημπορείς να έχης την τοιαύτην ελευθερίαν, λόγω ασθενείας, πως είναι δυνατόν να λογισθούν οι λογισμοί αμαρτίαι; Ησύχαζε, μόνον υπόμεινον και ευχαρίστει τον Θεόν.
πηγή : «Πατρικαί Νουθεσίαι»