In
the book 'The Gurus the Young Man and Elder Paisios', by Dionysios
Farasiotis p.238-242, St Herman Press 2008, we read the most amazing
description of that moment when a searching soul is presented with the
terrifying choice, eternal life or eternal death.
One
afternoon at the beginning of Holy Week, having made a stop in
Thessaloniki, I was by myself in our home there, when, suddenly, my
surroundings vanished. There were no images to be seen, sounds to be
heard, or objects to be touched. My five senses had ceased functioning.
It was as though the light switch had been flicked and the room plunged
into total darkness.
My mind turned its full attention to a spiritual
realm that it found utterly riveting and captivating. In one direction,
I saw a soft but intense light- brilliant yet gentle. In the other
direction, I saw a thick, cavernous darkness. Initially, I turned my
attention towards the awesome, yet fearful, darkness. It made my
flesh crawl, but I was overcome by curiosity, the desire to
understand what it was. My mind advanced towards the darkness, and
I began to sense the magnitude of its negation. The deeper I went, the
greater this negation became, and the thicker the darkness.
It had a vast power and, if I dare put it this way, a certain
grandeur.
It represented a negative perspective on reality, unhesitatingly
extending into reality as depth, even as the light stretched infinitely
into reality as height. On one side, there was immense love; on the
other immense hatred. The light was overflowing with unconditional
altruism, while the darkness pulled away in utter self-centeredness.
Though
I could not see into the darkness, I could feel the presence of souls
in it, leaping about and shrieking with insane, wicked laughter as they
were pulled deeper and deeper into the ocean of darkness , until the
sound of their voices disappeared altogether. Frightened by this savage
madness, I headed towards the light, seeking its protection. Just
reaching its outskirts, I felt the relief of having being rescued from a
grave danger.
Although I didn't advance very far at all into the
darkness, I was able to fill the depths of its evil ocean. I could
understand the very essence of the enticing power of sin to tempt, as
well as its laughable powerlessness, utter dependence,
and shadowy non-existence. The darkness, I saw, is fearsome when it has
won you over, but it is absurd and feeble when you reject it- it can not
defeat even a small child if he does not fall on his own. In the same
way, I did not advance far into the light- only so to speak, skating its
edge -but even there I felt confident and comforted by a fullness of
life, peace, joy, and knowledge. The light loved me greatly in spite of
my unworthiness and granted me its gifts, gifts I never dreamed existed.
At this point, I realized that the light created the world and
every
living being. The existential space in which each person dwells is
itself a creation fashioned by the light, which also fills and permeates
these spaces. One being decided to stay outside of the existential
space created by the light, thus creating a sort of space for itself,
though only by denying the light, turning from it and driving it away.
The darkness has no existence of its own, but only in that it denies the
ever-existing and sovereign light....
Just as the light's love
wishes to unite all things, being the source of existence and creation,
so the hatred of the darkness wants to divide all things, being the
source of non-existence and destruction.
Within a matter of
minutes, I had received a lesson of immeasurable depth. It was not only a
revelation beyond words, of subtle differences of profound meaning and
great importance, but also -and even more- a test and trial of the
deepest inclinations and intentions of my heart, to see whom I
would follow and whom I would leave behind. Fortunately, although my
heart initially moved towards the darkness, it ultimately found repose
in the light, and fortunately, the light still accepted me."
Monday, 17 September 2012
ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ-Περί της κενοδοξίας
ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ
Έβδομος είναι ο αγώνας κατά της κενοδοξίας. Αυτό το πάθος είναι πολύμορφο και πολύ λεπτό και δεν το εννοεί γρήγορα ούτε εκείνος που πειράζεται από αυτό. Επειδή οι προσβολές των άλλων παθών είναι πιο φανερές και ευκολότερα καταπολεμούνται, καθώς η ψυχή αναγνωρίζει τον εχθρό και με την αντίρρηση στις προσβολές του και την προσευχή, αμέσως τον ανατρέπει. Η κενοδοξία όμως, με το να είναι πολύμορφη όπως είπαμε, δύσκολα νικιέται. Γιατί φανερώνεται σε κάθε πράξη και σε φωνή και σε λόγο και σε σιωπή και σε έργο και σε αγρυπνία και σε νηστεία και σε προσευχή και σε πνευματικές αναγνώσεις και σε ησυχία και σε μακροθυμία. Με όλα αυτά προσπαθεί να προσβάλλει το στρατιώτη του Χριστού.
Όποιον δε μπόρεσε να απατήσει στην κενοδοξία με την πολυτέλεια των ρούχων, δοκιμάζει να τον πειράξει με το φτωχικό ρούχο. Όποιον δεν μπόρεσε να πολεμήσει με την τιμή, τον πολεμά με το να νομίζει ότι υπομένει την ατιμία. Και όποιον δε μπόρεσε να καταφέρει στην κενοδοξία με τη γνώση των λόγων, τον δελεάζει με τη σιωπή, να κενοδοξεί δήθεν ως ήσυχος. Και όποιον δε μπόρεσε να φέρει σε χαλαρότητα με την πολυτέλεια των τροφών, τον κάνει να επιζητεί τον έπαινο με τη νηστεία. Και γενικά κάθε έργο, κάθε απασχόληση δίνει αφορμή στον πονηρό αυτό δαίμονα. Ακόμη αυτός υποβάλλει επιθυμία για το αξίωμα της Ιεροσύνης. Θυμάμαι κάποιον γέροντα, όταν ήμουν στη σκήτη, που πήγε στο κελί ενός αδελφού για επίσκεψη, και αφού πλησίασε την πόρτα, τον άκουσε να μιλάει από μέσα. Ο γέροντας νόμισε ότι μελετά κάτι από την Γραφή και στάθηκε για να ακούσει. Κατάλαβε τότε ότι ο αδελφός είχε βγει από τα λογικά του από την κενοδοξία και χειροτονούσε τον εαυτό του διάκονο και έκανε απόλυση των κατηχουμένων. Όταν λοιπόν ο γέροντας τα άκουσε αυτά, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Ο αδελφός αφού τον υποδέχτηκε, τον προσκύνησε κατά τη συνήθεια και τον ερώτησε να μάθει αν στεκόταν πολλή ώρα εμπρός στην πόρτα. Ο γέροντας με χαριτωμένο τρόπο του είπε: «Τώρα ήρθα, όταν έκανες την απόλυση των κατηχουμένων».
Ο αδελφός μόλις το άκουσε, έπεσε στα πόδια του γέροντα και τον παρακαλούσε να προσευχηθεί γι' αυτόν, για να ελευθερωθεί από αυτή την πλάνη. Αυτό το θυμήθηκα για να δείξω σε πόση αναισθησία φέρνει τον άνθρωπο αυτός ο δαίμονας. Εκείνος λοιπόν που θέλει να πολεμήσει τέλεια και να στεφανωθεί με το στεφάνι της δικαιοσύνης, πρέπει με κάθε τρόπο να φροντίσει να νικήσει το πολύμορφο αυτό θηρίο, έχοντας πάντοτε μπροστά στα μάτια του το ρητό του Δαβίδ: «Ο Κύριος διασκόρπισε τα κόκκαλα των ανθρωπαρέσκων». Και να μην κάνει τίποτε επιδιώκοντας τον ανθρώπινο έπαινο, αλλά να επιζητεί την αμοιβή μόνο από το Θεό. Και αποβάλλοντας πάντοτε τους λογισμούς που έρχονται στην καρδιά του και τον επαινούν, να εξουθενώνει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού. Έτσι θα μπορέσει με τη βοήθεια του Θεού να απαλλαγεί από το πνεύμα της κενοδοξίας.
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος Α' ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ περί των οχτώ λογισμών της κακίας
Subscribe to:
Posts (Atom)