του π. Γεωργίου Αλεντά
Ζωή αποξενωμένη και ζωή «εις χώραν μακράν», είναι, αδελφοί μου, τα
μηνύματα που μας υπογραμμίζει η εκκλησία μας τις δυο προηγούμενες, τις
πρώτες Κυριακές του Τριωδίου. Εγωκεντρισμός και απομάκρυνση από την
πατρική αγάπη, είναι οι παράγοντες οι οποίοι μας κατευθύνουν στην
αποδημία. Και οι δυο τύποι ανθρώπων και ο Φαρισαίος και ο Άσωτος
οδηγήθηκαν ηθελημένα στην εξορία. Οδηγήθηκαν μακράν της πατρικής αυλής
και στον οδυνηρό κόσμο της μοναξιάς.
Ο
Φαρισαίος, κραυγαλέο παράδειγμα υπεροπτικής αυτό-αποθέωσης, βιώνει
έντονα αυτή την υπαρξιακής του μοναξιά και για να υπερπηδήσει την
αρρωστημένη του κατάσταση, ρίχνει τις ευθύνες σ’ όλους τους άλλους .»
Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Είμαι υποχρεωμένος να ζω μόνος
γιατί δεν είμαι σαν κανέναν άλλον.
Ο
Άσωτος, της δεύτερης Κυριακής, ζει κι αυτός αρχικά, σ’ ένα κόσμο
εικονικό. Σ’ ένα κόσμο αλλοτριωμένο. Στον απατηλό κόσμο της ψεύτικης και
ζημιογόνου ελευθερίας, όπου κυριαρχεί η ικανοποίηση και μόνο των
αισθήσεων και η αδιαφορία για οτιδήποτε άλλο. Στην ουσία ζει κι αυτός
μόνος. Αποκομμένος από την αγάπη και την ασφάλεια του πατρικού
περιβάλλοντος, αποχαυνωμένος από τα ψεύτικα «ζήτω», τα προσποιητά
χαμόγελα και τα πληρωμένα χειροκροτήματα, βρίσκεται σε κατάσταση εξορίας
και αποκοπής .
Αποξένωση
λοιπόν από την μόνη πηγή ζωής, το Θεό, με Φαρισαϊκό εγωκεντρισμό και
δραστηριότητες που περιορίζονται μόνο μέσα στα όρια της βιολογικής
εμβέλειας, είναι η κύρια αιτία της υλιστικής αντίληψης της ζωής, της
θεώρησης των πάντων με κέντρο τον εαυτό μας. Έλλειψη επικοινωνίας,
έλλειψη διαπροσωπικών σχέσεων, απουσία αγάπης.
Μια
ζωή όμως αμετανόητη, μια αποδημία «εις χώραν εξορίας», χωρίς επαφή με
τον άνθρωπο, χωρίς διαπροσωπική σχέση, χωρίς άγγιγμα ψυχής, χωρίς αγάπη,
είναι ζωή χωρίς επιστροφή, είναι ζωή μακριά «από το πατρικό σπίτι»,
είναι ζωή που αδυνατεί να μας επαναφέρει στην «πατρική αγκαλιά».
Aν
δεν πάρουμε την γενναία απόφαση της επιστροφής, “αναστάς πορεύσομαι
προς τον πατέρα μου”, αν δεν χτυπήσουμε ειλικρινά τα στήθη μας κι αν δεν
μονολογώντας «ο Θεός ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλά», αν δεν κραυγάσουμε “Ω
πόσων αγαθών υστέρημαι ο ταλαίπωρος εγώ… !” δυστυχώς θα συνεχίσουμε να
παραμένουμε ξένοι, σε ξένη χώρα, απόμακροι, δυστυχισμένοι,
λιμοκτονούντες για ζεστασιά και αγάπη, στερημένοι της Θείας παρουσίας.
Τούτο
ακριβώς μας τονίζει η σημερινή, η τρίτη Κυριακή του Τριωδίου, η Κυριακή
“των Απόκρεω”. Εδώ πλέον κυριαρχεί η δικαιοσύνη. Η δίκαια κρίση του
Θεού. Η ανταμοιβή του καθενός μας ανάλογα με την επιλογή που έκανε. “Την
πατρική οικία” ή “τη μακρινή χώρα ”. Την επιστροφή ή την αποδημία. Τη
μετάνοια ή την εγωπαθητική αμετανοησία.
«Όταν
δε έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού, και πάντες οι άγιοι
άγγελοι μετ’ αυτού, τότε θέλει καθίσει επί του θρόνου της δόξης αυτού.
Και συναχθήσονται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη και αφοριεί αυτούς απ’
αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων και στήσει τα
μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων».
Έτσι
λοιπόν μια βδομάδα πριν μπούμε στην Μ. Τεσσαρακοστή, καλούμαστε να
επανεξετάσουμε τον εαυτό μας, τη συνείδηση μας, τις πράξεις μας, τη ζωή
μας ολόκληρη, με γνώμονα την σωτήριο απόφαση για επιστροφή, για άπλωμα
του χεριού μας στο συνάνθρωπό μας, για άνοιγμα της καρδιά μας, για
αγάπη. Να αποτινάξουμε από πάνω μας τον καταστροφικό ζυγό της ραθυμίας.
Να επαναπροσδιορίσουμε τους στόχους μας και να στοχεύσουμε στην ανείπωτη
και ατελεύτητη μακαριότητα που υπάρχει στην «πατρική αγκαλιά», στην
επουράνια Βασιλεία.
Γράφει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος για το σκοπό της Κυριακής αυτής :
«Αυτήν
οι θειότατοι πατέρες μετά από τις δύο παραβολές εθέσπισαν, ώστε
μαθαίνοντας κάποιος την φιλανθρωπίαν του Θεού, να μην ζει με αμέλεια
λέγοντας. Ότι είναι φιλάνθρωπος ο Θεός και όλες μου τις αμαρτίες θα τις
συγχωρήσει. Αυτή λοιπόν την φοβερά ημέρα εδώ κατέταξαν, για να
συνεφέρουν με τη μνήμη του θανάτου και της προσδοκίας των ερχομένων
δεινών, όσους ζουν με αμέλεια, και να μην ελπίζουν μόνο στην φιλανθρωπία
του Θεού αλλά και να μάθουν ότι είναι και δίκαιος κριτής και αποδίδει
στον καθέναν κατά τα έργα αυτού».
Προτροπή
λοιπόν προς μετάνοια και στη σημερινή Κυριακή και μάλιστα πιο έντονη.
Μέσα προτροπής για την αφύπνιση και των πιο ραθύμων, ώστε να
συναισθανθούν την αποστασία τους και να «έλθουν εις εαυτόν», ο ιερός
φόβος που προκαλεί η φοβερά «Μέλλουσα κρίσις». Φόβος και αγωνία για την
επερχόμενο δικαστήριο, για τη φανέρωση και των πιο κρυφών μας πράξεων,
για την αιωνιότητα της καταδίκης και της κολάσεως.
Ζούμε,
αδελφοί μου, στην εποχή της κρίσης. Της οικονομικής κρίσης και αρχίσαμε
σιγά – σιγά να στερούμαστε πολλά από αυτά τα οποία μέχρι πρότινος τα
θεωρούσαμε δεδομένα κι απαραίτητα. Φτάσαμε τώρα στο σημείο να μην
μπορούμε πλέον να τα κατέχουμε και μας φαίνεται πολύ δύσκολη αυτή η
κατάσταση.
Παρ’
όλα αυτά συνεχίζουμε στην αμετανοησία μας. Συνεχίζουμε να παραμένουμε
μόνοι με τον εαυτό μας. Συνεχίζουμε να είμαστε κλεισμένοι στον εαυτό μας
και α μην κοιτάζουμε, να μη μας ενδιαφέρει και πολύ το τι γίνεται γύρω
μας. Έτσι ακόμη κι αυτές τις στιγμές, σταθερή μας φροντίδα, συνεχής και
αδιάκοπη απασχόλησή μας είναι το πως θα πως θα περνάμε καλύτερα, χωρίς
δυσκολίες, μακριά από στενοχώριες και πάντοτε με κέντρο τον εαυτό μας,
αδιαφορία για όλους τους άλλους, σαν να είμαστε εμείς το επίκεντρο του
κόσμου.
Δέστε όμως, είναι πασιφάνερο, τι γίνεται λίγο πιο πέρα από μας. Τι συμβαίνει σε απόσταση αναπνοής από τον εαυτούλη μας.
Υπάρχει
η άλλη πλευρά, η άλλη κατηγορία ανθρώπων. Είναι η κατηγορία των απλών,
αδυνάτων, των «ελαχίστων», της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Είναι,
«οι αδελφοί του Θεού», όπως τους χαρακτηρίζει η παραβολή, αυτοί που
έμειναν μακριά από το ενδιαφέρον μας. Είναι η προς αυτούς συμπεριφορά
μας, που θα αποτελέσει και το κριτήριο κατά την ημέρα της κρίσεως. Είναι
οι άστεγοι, είναι οι άνθρωποι που ψάχνουν στους σκοιπιδοντενεκέδες για
τα δικά μας αποφάγια, είναι οι άρρωστοι, οι φυλακισμένοι, οι
κατατρεγμένοι, είναι αυτοί που δεν έχουν τα φάρμακά τους, είναι τα
παιδιά του δρόμου, είναι…είναι τόσοι και τόσοι και που καθημερινά
αυξάνονται.
Είναι αυτοί που λόγω κρίσεως, η τελική κρίση θα τους δικαιώσει.
Τί γίνεται λοιπόν;
«Στην
πραγματικότητα γράφει ο Μητροπολίτης Ζιμπάμπουε και Αγκόλας Σεραφείμ, η
δικαιοσύνη του Θεού για την κρίση μας συνδέεται με το περιεχόμενο των
επιλογών μας στη ζωή μας. Επιλέγοντας την επιτέλεση του καλού επιλέγουμε
τον Παράδεισον. Επιλέγοντας την αδικία σε βάρος των συνανθρώπων μας και
την ανοχή μας προς ό,τι είναι αμαρτωλό και κακό, επιλέγουμε την Κόλαση.
Για να έχουμε την ελπίδα του Παραδείσου πρέπει οι σκέψεις μας κι οι
πράξεις μας να αποβλέπουν στο κοινόν καλόν. Έτσι, αν στη ζωή μας
επιλέξουμε την αγάπη, έχουμε την ελπίδα του Παραδείσου, αν γίνουμε
φορείς της αδιαφορίας και του μίσους γινόμαστε άξιοι της Κολάσεως.
Η
αγάπη είναι κατάσταση ελευθερίας, υπευθυνότητας και μαρτυρίας της
αλήθειας. Αντίθετα η κάθε είδους αδιαφορία επιτελέσεως του καλού,
αποτελεί μορφή συμμετοχής στην επιτέλεση του κακού και τελικά έκφραση
μίσους. …
Έτσι,
η σημερινή Ευαγγελική Περικοπή έχει ως κεντρικό θέμα τη Μέλλουσα Κρίση.
Κατά τη βεβαίωση λοιπόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κριτήριον της
μεγάλης εκείνης στιγμής θα είναι η άσκηση της αγάπης, η αγάπη του
ανθρώπου προς τους άλλους ανθρώπους. Βλέπουμε δηλαδή το κριτήριο του
Θεού να εξαρτάται βασικά από εμάς, από τη στάση μας έναντι των άλλων
ανθρώπων. Κατά πόσο δηλαδή, αν δώσαμε νερό στο διψασμένο, αν
φιλοξενήσαμε τον ξένο, αν βοηθήσαμε τον φτωχό, αν συμπαρασταθήκαμε
έπρακτα στις ανάγκες του διπλανού μας, του κάθε ανθρώπου που συναντάμε
μπροστά μας και μπορούμε να τον βοηθήσουμε.
Η
φιλεύσπλαχνη και φιλάνθρωπη στάση μας θα σταθεί, σύμφωνα με την
μαρτυρία της σημερινής Ευαγγελικής Περικοπής, το μοναδικό μέτρο για την
κρίση μας. Ο Θεός μας ζητά να κάνουμε ό,τι μπορούμε, μέσα στο μέτρο των
δυνατοτήτων μας. Ζητά πάντοτε το κίνητρο των σκέψεών μας και των πράξεών
μας να είναι η αγάπη μας για τους διπλανούς μας. Κι όταν υπάρχει το
κίνητρο της αγάπης τότε βρίσκονται εύκολα και οι τρόποι δράσεως και
ενεργείας».
Αδελφοί μου.
Σε
καιρούς δύσκολους, σε καιρούς απογνώσεως, σε καιρούς αμφισβήτησης των
πάντων και γενικής αλλοτρίωσης, όπως και οι καιροί μας, το μήνυμα της
σημερινής Κυριακής ίσως είναι το μόνο απαιτούμενο. Παρ’ όλα αυτά ακόμα
και τούτη την ώρα, την ώρα μηδέν αποφεύγουμε και να το σκεπτόμαστε μη
τυχόν και μαυρίσουμε την καρδιά μας με τέτοιες άσκημες σκέψεις. Δεν
θέλουμε ν’ ακούμε τέτοια πράγματα. Δεν έχουμε μάθει να σκύβουμε το
κεφάλι και να παραδεχόμαστε τα σφάλματα μας. Το δίκαιο είναι πάντα με το
μέρος μας και πάντα εμείς, δεν είμαστε «ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων».
Ας
το βάλουμε όμως καλά στο μυαλό μας! Τη ζωή μας την κερδίζουμε όταν
μάθουμε να χαμηλώνουμε το ανάστημα μας. Όταν τα μάτια μας χύσουν τα
δάκρυα της αγάπης και της μετανοίας. Όταν βγούμε απ’ το «καβούκι μας»,
καταπατήσουμε την εγωπάθεια μας και πλησιάσουμε το συνάνθρωπο μας. Τον
παράδεισο τον κερδίζουμε με την αγάπη.