Wednesday, 17 October 2012

Noetic Prayer Is Incompatible with Concealment of Thoughts

          Elder Joseph the Hesychast. "Monastic    Wisdom".

Heart prayer is not susceptible to delusion, unless one is passionate and already deluded.  With heart prayer, as soon as the nous enters the heart, immediately its darkness is cleared and straightaway it becomes peaceful and calm.  It rejoices, is sweetened, rests, and is cleansed.  It rejoices and becomes like a small child free from passions.  Bodily members which used to tempt him become peaceful and humble, just like the hand, the nose, and the rest of the members of the body.

Therefore, whoever wants to, let him taste this honey, and it will become a fountain of joy and happiness within him, unless one is cunning, hypocritical, envious, miserly, sensual, vainglorious, or in general passionate; if one wants to say the prayer while voluntarily remaining with his passions, unrepentant, incorrigible.  Such a person obviously disdains the action of the prayer and the mercy of the Lord.  The prayer helps everyone, but each person must struggle in accordance with his own strength.  God gives His grace according to one’s intention.  If anyone says the prayer without repenting, either the prayer will cease, or he will fall into delusion.
Women in particular make progress in the prayer more easily because of the self-denial and obedience they have to their spiritual guide.  However, the faster they make progress, the more easily they fall into delusion, if they proceed thoughtlessly without caution.
It is not just a matter of saying the prayer, but it is also a matter of being attentive.  You must be vigilant with your thoughts, masterfully controlling them.  Otherwise, they will take control of you and in the end you will become the laughing-stock of the demons.  I have never seen a soul make progress in the prayer without frankly confessing secret thoughts.
My child, do you want to crush the head of the serpent?  Openly reveal your thoughts in confession.  The strength of the Devil lies in cunning thoughts.  Do you hold on to them?  He remains hidden.  Do you bring them to the light?  He disappears.  And then Christ rejoices, the prayer progresses, and the light of grace heals and brings peace to your nous and heart.

Why Do We Feel So Empty At Times?

The excerpt below is from a homily of Archimandrite Athanasios Mitilinaios which has been translated and narrated in English by Constantine Zalalas.

The Thoughts of Angels Compared With the Thoughts of Men


"The angelic hosts are not enslaved by their thoughts, or by the things of this world. They gaze upon created things, but their thoughts do not become enslaved by them; for the center of their thoughts is in servitude only to the power of God, through which they love all creation. As for us, when we see an object that attracts us, we immediately become attached to it. This is terrible and it is also deadly. If this lasts for a length of time, then this object becomes our idol. An object takes the place in our heart that belongs to God - no matter whether it is an inanimate object, a living thing, or a person."

- Elder Thaddeus of Serbia (+2002)

Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΕΝΟΣ ΔΙΑΣΗΜΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΙΒΑΝΟΒΙΤΣ Ο ΌΠΟΙΟΣ ΜΕΤΑΝΟΗΣΕ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΩΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΤΟΥ

Θα αναφερθώ κατόπιν στη συγκλονιστική εξομολόγηση ενός διάσημου, λαϊκού καλλιτέχνη της ΕΣΣΔ, του Αριστοκλή Ιβάνοβιτς,ο οποίος μετανόησε, πριν το θάνατο του, δημοσίως για τις αμαρτίες του. «Λέγει ο Αριστοκλής:

- Εγώ.πάτερ Φλαβιανέ, εδώ και τρεις μήνες έχω ενημερωθεί για την κατάσταση της υγείας μου από τον παλιό μου φίλο και χειρουργό . Ηδη έχω προετοιμαστεί για το τέλος της ζωής μου. Η διαθήκη μου έχει συνταχθεί και έχουν δοθεί οι απαραίτητες οδηγίες στο δικηγόρο. Απέμεινε να τακτοποιήσω μόνο την ψυχή μου, να συμφιλιωθώ με το Θεό, αν φυσικά η Χάρη Του κατέβει σε μένα, τον αδιόρθωτο αμαρτωλό!

- Ήδη κατέβηκε, είπε ο πατήρ Φλαβιανός, κάνοντας το σταυρό του και ακουμπώντας το αρτοφόριο στο στήθος. 0 Κύριος, Αριστοκλή Ιβάνοβιτς, σας έστειλε τον υπηρέτη Του και ο Ίδιος εμφανίστηκε μέσω των αχράντων Μυστηρίων!

- Το βλέπω, παππούλη μου, και πιστέψτε με τρέμω από δέος.

Το τελευταίο διάστημα διάβασα μερικά,θρησκευτικά βιβλία, είπε, δείχνοντας με νεύμα της ωραίας, ασπρομάλλης κεφαλής του προς το σκαλιστό τραπεζάκι, στο προσκέφαλο του καναπέ, όπου βρισκόταν μία ντουζίνα βιβλίων.
Ανάμεσα σε αυτά (αναφέρει ο συγγραφεύς της ιστορίας) αμέσως αναγνώρισα το Ευαγγέλιο, τα «Θρησκευτικά» του πρωθιερέως Σλομπόντσκι, το βιβλίο «Η εν Χριστώ ζωή μου» του αγίου πατρός Ιωάννη της Κρονστάνδης και την «Κλίμακα» του οσίου Ιωάννου του Σιναίτου. Μου φαίνεται,επίσης, ότι υπήρχε και «Ο βίος του οσίου Σεραφείμ της Βίριτσα», καθώς και άλλες εκκλησιαστικές εκδόσεις.

- Διάβασα,συνέχισε ο Αριστοκλής και για πρώτη φορά στη ζωή μου ανακάλυψα και κατανόησα πολλά, καινούργια πράγματα. Το κυριότερο όμως είναι ότι κατανόησα. Κατανόησα και τρόμαξα... Αργότερα συγκινήθηκα με την αγάπη του Θεού και με κατέλαβε η ελπίδα της πλήρους συγχώρεσης των αμαρτιών μου από Αυτόν. Για το λόγο αυτό σας κάλεσα,πάτερ Φλαβιανέ. Θέλω να εξομολογηθώ ενώπιον σας όλη μου τη ζωή.
Σηκώθηκα να φύγω (λέγει ο συγγραφεύς), όμως ο Αριστοκλής Ιβάνοβιτς μας σταμάτησε:
- Παραμείνετε,νεαρέ κι εσύ, Αννούλα, μείνε (λέγει προς τη γυναίκα του). Πρωτίστως θα ήθελα να εξομολογηθώ ενώπιον όλων σας. Κάποτε υπήρχε, παππούλη μου, μία τέτοια παράδοση δημόσιας εξομολόγησης. Μου φαίνεται ότι αναφέρεται στην «Κλίμακα».
Ο Φλαβιανός με νεύμα του το επιβεβαίωσε.
- Όλη μου τη ζωή αμάρτησα ενώπιον του κοινού. Ενώπιον του κοινού, μου φαίνεται, είναι σωστό να μετανοήσω.
Σιώπησε, συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του και, με βαθιά ανάσα, προσπάθησε να επικεντρωθεί σε κάτι πολύ βασικό.

- Η κυριότερη αμαρτία μου, πατέρα Φλαβιανέ, δεν είναι το κρασί και οι γυναίκες, αν και σ' αυτά αμέτρητες φορές αμάρτησα. Η βασικότερη αμαρτία μου βρίσκεται στη φύση του επαγγέλματος μου και είναι η ματαιοδοξία! Αγαπούσα τη δόξα, όπως ο Σατανάς. Αναζητούσα την αθάνατη δόξα, την αδιάλειπτη και σε όλα τα επίπεδα δόξα. Στα χειροκροτήματα,στις επιβραβεύσεις, στις αφίσες, στα άρθρα, στα πορτραίτα, στις εκστατικές γυναικείες ματιές... Να!

Ένα μεγάλο τάχα «εικονοστάσι» ομορφαίνει τους τοίχους του σπιτιού μου... Τρία συρτάρια με βιβλία, άρθρα, άλμπουμ και ντοσιέ με αποκόμματα από εφημερίδες που συγκέντρωνα. Όλα τα αγαπημένα μου. Ξαπλωμένος τώρα σε αυτήν τη νεκρική κλίνη, κατάλαβα ότι σε όλη τη ζωή μου δεν αγάπησα κανέναν εκτός από τον εαυτό μου. Ούτε τις γυναίκες. Συγχώρεσε με, Αννούλα. Ούτε τα παιδιά, ούτε τους μακαρίτες τους γονείς μου.

Τους εγκατέλειψα χωρίς οίκτο. Δεν εκτίμησα ότι στη ζωή μου, το πιο πολύτιμο δώρο που μου έδωσε ο Κύριος ήταν η αγάπη των οικείων μου. Όλη η ικανότητα της φιλαυτίας μου δόθηκε στη θεατρική τέχνη και μόνο σ' αυτή, διότι ικανοποιούσε τη δίψα μου για φήμη και δόξα. Τα πάντα με υποδούλωναν σα ναρκωτικό. Ένιωθα δημιουργός! Ήμουν ο θεός της σκηνής! Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο κάποιοι θαυμαστές με αποκαλούσαν: θεό! Κι εγώ... Εγώ, σαν ασήμαντο σκουλήκι, απολάμβανα αυτή την ιεροσυλία...
-Όλοι εμείς οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι της τέχνης, είμαστε εξαρτημένοι από αυτό το πάθος. Έχουμε όλοι «μανία με τη δόξα». Πιστέψτε έναν ετοιμοθάνατο, ηλικιωμένο ηθοποιό. Αυτό το γνωρίζω πολύ καλά και. μπροστά στο θάνατο, δεν πρόκειται να συμβιβαστώ με τη συνείδηση μου.
- Όλοι οι μεγάλοι συλλογισμοί για το ναό της Τέχνης και η αφιέρωση σε αυτόν είναι ανοησίες! Ναός είναι ο εαυτός μας και θεός σε αυτόν το «ναό» είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης, ο οποίος διψά για θαυμασμό και δόξα! Φτωχός και δυστυχής! 0Πραγματικός Ναός, ο Πραγματικός Θεός και η Πραγματική, Αιώνια Δόξα παραμένουν εκτός, ασύλληπτες έννοιες για την υπερπληρωμένη από το πάθος της ματαιοδοξίας καλλιτεχνική καρδιά. Σπάνια κάποιος αδελφός - καλλιτέχνης ειλικρινά βαδίζει με την πίστη στο Χριστό και την εκκλησία Του. Ελάχιστοι καλλιτέχνες. Και αυτοί ή σταματούν την υποκριτική αμετάκλητα ή βασανίζονται, υπηρετώντας δύο κυρίους.Αυτό είναι πίκρα και όχι ζωή! Και τι πόλεμος υπάρχει πίσω από τα παρασκήνια,για χάρη αυτής της δόξας, τι ατιμίες, τι ίντριγκες, τι βδελυγμία!

- Κύριε,ούτε ένα παιδί δεν ανέθρεψα. Μόνο καθιστούσα κάποια γυναίκα έγκυο και καυχιόμουν. Και στα σαράντα ήμουν δυνατός... Και στα πενηνταέξι έγινα πατέρας... Και στα εβδομήντα τέσσερα έγινα πάλι πατέρας! Και πάντα από νεώτερες... Και πάντα η επόμενη γυναίκα νεώτερη της προηγουμένης! Ήμουν ένας παλαιός, έκλυτος γελωτοποιός. Ποιος, λοιπόν τώρα, ως πατέρας θα μεγαλώσει το τελευταίο μου παιδί; Και τι γυναίκες... Φοιτητριούλες-αριστοκράτισσες, μελλοντικά αστέρια με το επίθετο μου! Μόνο η Άννα, η γυναίκα μου, σίγουρα με αγάπησε αληθινά...

- Κύριε! Αναθεματίζω αυτό το σατανικό πάθος για τη δόξα και αποποιούμαι όλη τη φιλοφρονητική, υποκριτική ζωή, όλη τη σκληρή αναλγησία και την παράφορη ματαιοδοξία, που παραμόρφωσε όλη την προσωπική μου ζωή και των οικείων μου! Θεέ μου! Δέξου την αποποίηση μου, και συγχώρεσε με, εάν μπορείς! Άννα! Συγχώρεσε με, για όλους όσους με αγάπησαν και για τα παιδιά μου. Συγχώρεσε με για χάρη του Χριστού!
Σιώπησε κι εξαντλημένος έγειρε στο μαξιλάρι».

Από όλα τα παραπάνω είναι ολοφάνερο ότι οι δαίμονες της υπερηφάνειας, της ματαιοδοξίας, του εγωισμού και της ακολασίας καταλαμβάνουν την ψυχή του ηθοποιού. Να λοιπόν, γιατί οι παλαιοί κανόνες της Εκκλησίας απαγόρευαν σε κάποιον που ετοιμαζόταν να γίνει ιερέας να παντρευτεί κοπέλα, η οποία ασχολείτο με την υποκριτική. Και αυτό διότι το πνεύμα που θα την κατείχε, θα διέφθειρε την αγνότητα αυτού, ο οποίος,αφιερωμένος στο Θεό, εκαλείτο να τελέσει την αναίμακτη Λατρεία με αγνότητα και καθαρότητα. Αργότερα θα επιστρέψουμε πάλι σε αυτό το σημαντικό θέμα.
 Η εξομολόγηση είναι από το βιβλίο του πρωθιερέα Αλέξανδρου Τόρικ: «Φλαβιανός. Η ζωή συνεχίζεται.». Εκδόσεις Σιμπίρσκαγια Μπλαγκοσβόνιτσα, Μόσχα (2009).

Φτωχοί,αδικούμενοι,ορφανά,χήρες...τα κειμήλια της Εκκλησίας μας..

 
Η διατροφή των φτωχών, η προστασία των αδικουμένων, η επιμέλεια των ξενιτεμένων, η βοήθεια των δοκιμαζομένων, η πρόνοια των ορφανών, η συμμαχία των χηρών,αυτά είναι τα κειμήλια της Εκκλησίας, αυτοί είναι οι θησαυροί που της πρέπουν, και παρέχουν και σε μας την ευχαρίστηση και σε σας την ωφέλεια, ή μάλλον και σε σας την ευχαρίστηση και την ωφέλεια.
Αλλά τι λένε συνέχεια; «Έχει λεφτά η Εκκλησία». Και τι σε νοιάζει εσένα;
Γιατί, αν δώσει κάποιος άλλος, δε θα σωθείς εσύ, ούτε αν παράσχει στους φτωχούς η Εκκλησία, θα εξαλείψεις εσύ τα δικά σου αμαρτήματα.
Αν λοιπόν γι' αυτό δεν τους δίνεις, επειδή η Εκκλησία οφείλει να δώσει σε αυτούς που έχουν ανάγκη, τότε μήπως επειδή προσεύχονται οι ιερείς, δε θα προσευχηθείς εσύ; Και επειδή νηστεύουν άλλοι, εσύ θα μεθάς συνέχεια; Δεν ξέρεις ότι ο Θεός δεν καθόρισε την ελεημοσύνη τόσο για τους φτωχούς, όσο για αυτούς που δίνουν;
Αλλά υποπτεύεσαι τον ιερέα; Πολύ μεγάλη και αυτή η αμαρτία, αλλά δε θα σταθώ σε αυτό. Κάν' τα μόνος σου όλα, και έτσι θα πάρεις διπλό μισθό. Γιατί κι εμείς μιλάμε για την ελεημοσύνη, όχι για να τα φέρεις σε μας, αλλά για να τους βοηθάς μόνος σου. Γιατί αν τα προσφέρεις σε μένα, ίσως σε καταλάβει και η ματαιοδοξία, και πάλι αν σκανδαλισθείς καμιά φορά, θα αρχίσεις τις πονηρές υποψίες.
Αν όμως όλα τα κάνετε μόνοι σας, θα απαλλαγείτε και από τα σκάνδαλα και από τις άτοπες υποψίες, και μεγαλύτερος θα είναι ο μισθός σας.
Όταν δεις το μέγεθος της περιουσίας της Εκκλησίας, σκέψου και τα κοπάδια των εγγεγραμμένων φτωχών, τα πλήθη των αρρώστων, τους σκοπούς των χιλιάδων δαπανών, υπολόγισε, μέτρα, κανείς δε θα σε εμποδίσει, αλλά έτοιμοι είμαστε να δώσουμε λογαριασμό για όλα .
Γιατί και η Εκκλησία για τη δική σας μικροπρέπεια αναγκάζεται να έχει αυτά που έχει σήμερα. Αν όμως τα κάναμε όλα κατά τους αποστολικούς νόμους, θα έπρεπε εισόδημα της Εκκλησίας να είναι η δική σας διάθεση, η οποία είναι και ταμείο ασφαλές και θησαυρός που δεν μπορούν να τον πάρουν οι κλέφτες.
Τώρα όμως όταν εσείς θησαυρίζετε επί της γης, και όλα τα κλείνετε στα ταμεία τα δικά σας, ενώ η Εκκλησία αναγκάζεται να δαπανά για τους συλλόγους των χηρών, για τους χορούς των παρθένων, για τη φιλοξενία των επισκεπτών, για τις ταλαιπωρίες των μεταναστών, για τις συμφορές των φυλακισμένων, για τις ανάγκες των αρρώστων και των λαβωμένων, και σε άλλες τέτοιες υποθέσεις, τι θα έπρεπε να κάνουμε;
Να τους αποστραφούμε όλους αυτούς, και να τους πετάξουμε στη θάλασσα; Και ποιος θα αντέξει να δει όλα αυτά τα ναυάγια; Τους οδυρμούς, τους θρήνους, τις κραυγές που θα ακούγονται παντού; 
 Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Πνευματικοί Διάλογοι μέ τόν Ρουμάνο ἡσυχαστή π. Ἡλίε Κλεόπα

218. Πώς μπορεί ό χριστιανός να υψωθεί με τον νου από τα κτίσματα στο Κτίστη Θεό;

Μπορεί κανείς να σκέπτεται τα κτίσματα του Θεού καί να ανεβαίνει ό νους του από τα ορατά στον αόρατο Δημιουργό, μόνο εάν έχει καθαρίσει τον νου καί την καρδιά από τα πάθη. Διαφορετικά δεν μπορεί να δη καί να αισθανθεί μέσα του τον Θεό από τα δημιουργήματα, όπως συμβαίνει με τους ειδωλολάτρες καί αμαρτωλούς ανθρώπους. άκουσε τι λέγει ό Χριστός: «Μακάριοι οί καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». (Ματθ.5,8).

Ό νους εύκολα καθαρίζεται από τίς κακές του σκέψεις. Αρκεί ή ανάγνωσης μιας σελίδας από την Αγία Γραφή ή απαγγελία μιας μικρής προσευχής με προσοχή καί αμέσως ειρηνεύει.
Ενώ η καρδιά καθαρίζεται από τα πάθη με πολλή άσκηση καί με πολύ κόπο αναγεννάτε. Όποιος έχει καθαρή καρδιά είναι πολύ προοδευμένος πνευματικά από εκείνον πού καθάρισε τον νου του από τίς ρυπαρές σκέψεις.
219. Ποια είναι ή αρμόζουσα προσευχή για τους αρχαρίους μοναχούς καί χριστιανούς;

Ό άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι από εμάς δεν ζητάει ό Θεός τελεία προσευχή (δηλαδή καρδιακή), διότι ή τελειότητα είναι για τους αγγέλους. Σε εμάς τους αρχαρίους συνιστά την προφορική προσευχή, την προσευχή των Ιερών αναγνώσεων από το Ωρολόγιο, το Ψαλτήρι, την καθημερινή στην Εκκλησία Θεία Λειτουργία καί την υπακοή.


Ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης λέγει ότι, κατά την πνευματική ηλικία του καθενός, πρέπει να συνίσταται καί το έργο της νοεράς ή καρδιακής προσευχής.
Διότι, εάν κάποιος αρχίσει δηλ. χωρίς να έχει καθαριστή από τα πάθη, αυτή την υψηλή προσευχή, κοπιάζει μάταια καί ταράζεται. Όποτε λοιπόν, κανείς να μην αρχίζει την πνευματική ζωή με καρδιακή προσευχή, αλλά με πρακτική προσευχή, ή οποία συνίσταται από μετάνοιες, από προ¬σκυνήσεις (κλίσεις της κεφαλής) από προσευχές εκ του Ωρολογίου, νηστεία, ανάγνωση του ψαλτηρίου καί άλλων ωφελίμων βιβλίων, υπακοή καί ταπείνωση σε όλους.
Αυτός ό τύπος της πρακτικής ζωής είναι κατάλληλος για όλους, καί για μοναχούς καί για λαϊκούς. Ενώ ή νηπτική ζωή προϋποθέτει φυλακή του νου, νοερά εργασία, νοε¬ρά προσευχή, καρδιακή προσευχή καί ό,τι αφορά την πνευματικό¬τητα της καρδιάς. Αυτά μας δίδαξαν οι Άγιοι Πατέρες μας καί δι¬δάσκαλοι της προσευχής.
220. Πείτε μου, σας παρακαλώ, εκτενέστερα τι είναι ή νοερά καί καρδιακή προσευχή καί πώς φθάνουμε στην καθαρή προσευχή της καρδίας;

Ή νοερά προσευχή είναι εκείνη πού γίνεται με τον νου χωρίς σκέψεις φαντασίες καί πονηρούς λογισμούς. Αυτή είναι ατελής προσευχή, αλλά ανώτερη από την προφορική ή δι' αναγνώσεων προσευχή. Είναι προσευχή με ένα πόδι ή με μία πτέρυγα καί δεν μπορεί να πετάξει διότι δεν συμμετέχει ή καρδία. Ή καρδιακή προσευχή είναι ή τελεία προσευχή με την οποία ενωνόμαστε με τον Χριστό καί μπαίνουμε από αυτή την φθαρτή ακόμη ζωή στην αιώνια ευφροσύνη καί χαρά. Αυτή είναι ή προσευχή των αγίων, των τελείων, ή οποία αποκτάται με πολλούς κόπους καί με την Χάρι του Θεού.

Σ' αυτό το βαθμό της πνευματικής προσευχής, πού λέγεται καί εκστατική προσευχή φθάνει μόνο ένας από κάθε γένος, λέγουν οί διδά¬σκαλοι της προσευχής.

Με την καρδιακή προσευχή επιτυγχάνεται ή ένωση νου καί καρδίας. Κατεβαίνει ό νους στην καρδιά για να παραμείνει εκεί οριστικά καί να ευφραίνεται μυστικά με τον Χριστό. Τότε ή καρδιά σωπαίνει καί δύσκολα ανοίγεται. Τότε πλέον κατα¬πίνει τον Ιησού καί ό Ιησούς καταπίνει αυτήν. Τότε κυοφορείται ή θερμή καρδιακή προσευχή, πού είναι απαλλαγμένη από νοήματα καί φαντασίες. Τότε ό Χριστός μιλάει μαζί μας στην κάμαρα της καρδίας μας καί ό διάβολος πλέον δεν έχει την δύναμη να μας καταβάλει. Ή καθαρή καρδιακή προσευχή αποκτάται με πολυχρονίους κόπους, με την αδιάκοπη επίκληση του Ονόματος του Ιησού, με πολλά δάκρυα, με βαθιά ταπείνωση, με ολονύκτιες αγρυπνίες, με νηστεία, σιωπή, προφύλαξη του νου από λογισμούς κενοδοξίας, με απέραντη υπομονή καί μόνο με την βοήθεια καί την Χάρι του Αγίου Πνεύματος. Επίσης, χωρίς ένα έμπειρο διδάσκαλο της προσευχής καί ικανό Πνευματικό, κανείς να μη τολμήσει να επιχείρηση αυτή την αγγελική προσευχή, διότι αυτή είναι πάνω από όλα ένα μεγάλο δώρο του Θεού.



Όταν μπαίνουμε με τον νου στην καρδιά μας, πρέπει να κλείνουμε τρεις θύρες: Την ορατή θύρα του κελιού μας, για να αποφύγουμε τυχόν ενοχλήσεις των ανθρώπων, την θύρα των χειλέων μας, για να μη μιλάμε με κανέναν καί την θύρα της καρδιάς μας, για να εμποδίσουμε τον διάβολο καί βάζουμε για θυρωρό της καρδιάς τον νου μας. Όταν ό άνθρωπος προσεύχεται καρδιακά, ευρίσκεται μέσα στην αγάπη του Θεού καί δεν επιθυμεί τίποτε παρά να ζει πάντοτε έτσι, όπως επιθυμούσε ό Πέτρος να παραμείνει πάντοτε με τον Χριστό στο Όρος Θαβώρ, κατά την Μεταμόρφωση Του. Ό νους στον καιρό της προσευχής πρέπει να είναι τυφλός, κουφός καί μουγκός, δηλαδή να μη βλέπει, να μην ακούει καί να μη σκέπτεται τίποτε, παρά μόνο τον Ιησού Χριστό.

Αυτή είναι ή προσευχή του Ιησού, πού λέγεται μονολόγιστη ευχή δηλ. με την σκέψη προσηλωμένη στο Όνομα του Ιησού. Τότε ό νους αρπάζεται από το Άγιο Πνεύμα καί συντομεύει την προσευχή για να μην αρπάζεται από τον διάβολο α¬πό το μάκρος εκ των πολλών λέξεων.

Εάν έχουμε μόνο την νοερά προσευχή δεν μπορούμε να γλιτώσουμε από τους διαφόρους πειρασμούς καί την ταραχή. Γι' αυτό οι Άγιοι Πατέρες μας προτρέπουν, λέγοντες τα έξης: «Κατέβα άνθρωπε, από τον νου στην καρδιά καί εκεί θα ευρείς ανάπαυση καί την ηδονή των ηδονών, διότι στον νου γίνεται πανηγύρι καί θόρυβος. Όταν ό νους ενώνεται με την καρδιά, οί Ιερές σκέψεις πρέπει να διαφυλάσσονται στην μνήμη καί όχι στην φαντασία. Αλλιώς δεν μπορείς να κατέβεις με την προσευχή στην καρδιά καί θα παραμείνεις μόνο στην νοερά εργασία».

Από την καθαρή καρδιακή προσευχή ό άνθρωπος μπορεί να φθάσει σ' ένα άλλο είδος ανωτέρας προσευχής, πού λέγεται εκστατική, ή όποια δεν ονομάζεται πλέον προσευχή, αλλά πνευματική θεωρία, στην οποία φθάνουν οί άγιοι. Ή τελευταία και ανώτερη βαθμίδα της προσευχής είναι ή αρπαγή του νου στα ουράνια - με σώμα ή καί χωρίς το σώμα - ό Θεός γνωρίζει, όπως ηρπάγη ό Απόστολος Παύλος μέχρι του τρίτου ουρανού.
 Πνευματικοί Διάλογοι με τον Ρουμάνο ησυχαστή π. Ηλίε Κλεόπα. Όγδοη συνομιλία (ερωτ. 218 -220)

Η πνευματική κατάστασις του ανθρώπου

Παραινετική επιστολή δια τας σχέσεις μας προς τον πλησίον και διά την σημασίαν των θλίψεων
ch

Μοναχού Μαρκέλλου Καρακαλληνού
Τίποτε δεν κάνει τόσο εύκολο τον δρόμο διά την προσέγγισι του Θεού, όσο το έλεος που προσφέρεται από το βάθος της ψυχής προς εκείνους που το έχουν ανάγκη. Ο Κύριος είπεν: «Εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25, 40).

Είναι μιμητής του Θεού αυτός που θεραπεύει, όπως ο Θεός τας ανάγκας των άλλων από φιλανθρωπία και δείχνει πως έχει μέσα του κατ' αναλογία με το Θεό δύναμι προνοίας διά την σωτηρίαν του αδελφού του.

Ποιος λοιπόν είναι τόσο αδιάφορος, ώστε να μην επιθυμή να ομοιάζη προς τον Θεόν, να προσεγγίζη δηλαδή προς το καθ' ομοίωσιν, ενώ ο τρόπος της ευποιΐας και συμπαθείας του πλησίον είναι τόσον εύκολος; Χωρίς την ευσπλαχνία και την αγάπη του πλησίον καμμία αρετή δεν μπορεί να διατηρηθή αμόλυντος.

Αν συνηθίσουμε να παρατηρούμε και να εξετάζωμε μόνο τον εαυτό μας, ποτέ δεν θα ενοχληθούμε με όσα πράττουν οι άλλοι. Θα αναγνωρίζωμεν ένα μονάχα κριτή, σοφό και δίκαιο, τον Άγιον Θεόν, που κρίνει με σοφία και δικαιοσύνη, όλα όσα γίνονται και μάλιστα και διά ποίον λόγο έχουν γίνει.

Ας αυτοπεριορίσωμε τον εαυτόν μας κόβοντας ολότελα την προσκόλλησί μας εις τα εξωτερικά και ας μη αφήνωμε το μάτι μας να βλέπη, ούτε το αυτί μας να ακούη, ούτε η γλώσσα να μιλάη διά τα ξένα πράγματα. Ας τα χρησιμοποιούμε περισσότερο με συμπάθεια παρά με εμπάθεια προς τους άλλους.

Ας ακούσωμεν τον θεηγόρον Παύλον ο οποίος μας συμβουλεύει: «Σας παρακαλώ να πολιτευθήτε με πάσαν ταπεινοφροσύνην και πραότητα, με μεγαλόψυχον υπομονήν, ανεχόμενοι διά της αγάπης ο ένας του άλλου τα ελαττώματα» (Εφ. δ' 2). «Εάν δε διάφορα και ποικίλα χαρίσματα και όχι τα αυτά εδόθησαν εις όλους, κατ' ουδένα λόγον επιτρέπεται η διανομή αυτή να γίνεται αιτία χωρισμού μεταξύ σας. Διότι η διανομή αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά γίνεται από αυτόν τον Χριστόν. Εις ένα έκαστον από ημάς εδόθη η χάρις σύμφωνα με το μέτρον, το οποίον σαφώς και δικαίως χρησιμοποιεί ο Χριστός εις την διανομήν της δωρεάς του» (Εφ. Δ' 7).

«Ας αποθέσωμεν τον παλαιόν άνθρωπον τον φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης και ας ενδυθούμε τον νέον τον κατά Θεόν κτισθέντα» (Εφ. Δ' 22, 24)> Εάν έτσι εργασθούμε εις τον εαυτόν μας τότε θα κατορθώσωμεν «να περιπατήσωμεν αξίως του Θεού του καλούντως υμάς εις την εαυτού βασιλείαν και δόξαν» (Α' Θες. Β' 12).

Ο Άγιος Θεός μας δίδει την χάριν του, αλλά πρέπει να αναγνωρίζωμεν ό,τι καλόν και εάν πράττωμεν δεν είναι ιδικόν μας, είναι του Θεού. Πρέπει να συμπαθούμε τον μη έχοντα και να μην τον θεωρούμε ότι είναι αμαρτωλός, δηλαδή φαύλος, πονηρός, φλύαρος, κλέπτης, ψεύτης. Εάν την επίγνωσιν αυτήν αποκτήσωμεν, δεν θα κρίνωμεν ποτέ κανένα και αν ακόμη τον βλέπουμε να αμαρτάνη θανασίμως.

Θα σκεπτώμεθα ως εξής: Δεν έχει Χριστέ μου την χάριν σου δι' αυτό αμαρτάνει. Αν φύγης και από εμένα θα πράξω τα ίδια και χειρότερα. Εσύ με βοηθάς και στέκομαι στα πόδια μου. Τόσον βλέπει ο αδελφός τόσον κάνει.

«Ζητείς από τον αδελφό σου αυτό που δεν του το έδωκεν ο Θεός. Εάν καλώς το εννοήσης αυτό που σου λέγω, όλοι θα σου είναι ανεύθυνοι και μόνον εσύ θα είσαι υπεύθυνος. Εάν θέλεις λοιπόν τον πλησίον σου να είναι πάντα καλός, καθώς σου αρέσει, αφαίρεσε τους πειρασμούς όπου έχει, με την χάριν όπου έχεις...».

«Δίκαιον είναι να κάμης ευχήν να τον απαλλάξη ο Θεός από τους πειρασμούς όπου έχει διά να μπορή να βλέπη και να ενεργή ορθά. Εάν δε ζητήσης κατ' άλλον τρόπον να εύρης το δίκαιον, θα φαίνεσαι ως άδικος και επομένως είναι ανάγκη η χάρις να πηγαινοέρχεται, μέχρι να εύρη ανάπαυσιν στην ψυχήν σου. Διότι τόσην χάριν δικαιούται εις εαυτόν να έχη ο άνθρωπος, όσον πειρασμόν ευχαρίστως υπομένει. Όσον βάρος του πλησίον αγογγύστως βαστάζει» (Γέρων Ιωσήφ ο σπηλαιώτης).

Άλλος δρόμος συντομότερος δεν υπάρχει από του να υπομένη κανείς τους πειρασμούς που έρχονται οποιοιδήποτε και αν είναι αυτοί.

Η πνευματική κατάστασις του ανθρώπου και η χάρις που έχει φαίνεται από την υπομονήν που έχει ο άνθρωπος. Απόδειξις της υπάρξεως της αρετής είναι η ανοχή, η μακροθυμία, η υπομονή. Αυτά είναι τα στολίδια κάθε αγωνιζομένου Χριστιανού.

Διά τούτο, αγαπητή μου ψυχή, κατά τον καιρόν, που πολεμεί και σε συγκαύση με το πυρ της αμαρτίας, μη νυστάξης, μη αμελήσης, αλλά αγωνίζου και ήλπιζε εις την άμαχον δύναμιν του Θεού, με την οποίαν το μεν πυρ της αμαρτίας θέλει σβύσει, τον δε διάβολον θα καταπατήσης. Ψάλλε με χαρά και αγαλίασι μαζύ με τον μελωδόν Θεόδωρον Στουδίτην: «Δεξιά σου χειρ λαβών συ Λόγε, φύλαξόν με, φρούρησον, μη πυρ με φλέξη της αμαρτίας» (ε' αντίφωνον του α' ήχου).

Ο διάβολος, αν θέλεις να μάθης, είναι χρήσιμος εις όλους μας, αν τον χρησιμοποιήσωμεν όπως πρέπει. Μας ωφελεί πάρα πολύ και επιτυγχάνομεν από αυτόν όχι μικρά κέρδη, όπως συνέβη και με τον Δίκαιον Ιώβ.
Εάν εσύ δεν αμελήσης και δεν προδώσης μόνος σου τον εαυτόν σου, ούτε αυτός ο διάβολος μπορεί να σε βλάψη. Ο αδύνατος βλάπτεται από παντού, ο δε ισχυρός ωφελείται από παντού. Διότι σημασία πάντοτε έχει η ψυχική διάθεσις και πάντοτε κυριαρχεί η προαίρεσις του ανθρώπου.

Εμείς λοιπόν ας μη επιρρίπτωμεν ούτε εις τον διάβολον, ούτε εις τους άλλους τας ευθύνας των ιδικών μας αμαρτημάτων. Αλλά τι αρμόζει κυρίως να κάνωμεν; Να κάνωμεν τούτο και μόνον. Να εμβαθύνωμεν εις τον εαυτόν μας και εις τα τραύματά μας, διότι έτσι θα ημπορέσωμεν να επιθέσωμεν και τα φάρμακα διά την θεραπείαν, διότι εκείνος που αγνοεί την νόσον του δεν θα φροντίση καθόλου διά την θεραπείαν της.

Ο ιερός Χρυσόστομος μας παρακινεί να ευχώμεθα διά τους πειράζοντας ημάς και να τους θεωρούμε ευεργέτας και όχι να τους καταρώμεθα ως εχθρούς. «Τούτο αεί λογιζόμεθα ότι και ο ευλογών τον εχθρόν εαυτόν ευλογεί και ο καταρώμενος τον εχθρόν εαυτόν καταράται και ο ευχόμενος υπέρ εχθρού, υπέρ εαυτού εύχεται όχι υπέρ εκείνου».

Ο Αιλιανός επαινεί τους εφόρους της Σπάρτης, επειδή δεν έκαμαν εκδίκησιν εις τους Κλαζομενίους οι οποίοι τους ατίμασαν. Αυτοί επήγαν εις την Σπάρτην και έβαψαν τους θρόνους των εφόρων, εις τους οποίους αυτοί καθήμενοι έκριναν. Οι έφοροι όταν το έμαθαν δεν ηγανάκτησαν ούτε ανταπέδωκαν κακόν αντί κακού. Επρόσταξαν όμως τον διαλαλητήν να κηρύξη αυτά τα θαυμάσια λόγια: «επιτρέπεται εις τους Κλαζομενίους να ασχημονούν».

Αυτούς τους εφόρους πρέπει να μιμούμεθα και εμείς οι Χριστιανοί . Και αν μας καταρώνται και αν μας κακοποιούν και αν μας υβρίζουν, εμείς δεν πρέπει να κάνωμεν εκδίκησιν, αλλά ας ακούσωμεν τι μας συμβουλεύει ο Χρυσορρήμων εις τον λόγον του περί μετανοίας: «Εκείνος ο οποίος δεν αδικεί τον εαυτό του, δεν θα ημπορέση να τον ζημιώση κανείς άλλος...και συ αν κάνης κάθε τι που εξαρτάται από εσένα, οπωσδήποτε θα επακολουθήση η βοήθεια από τον Θεόν...αν, όμως, κανείς ζημιώνεται και αδικήται, προέρχεται αυτό οπωσδήποτε από τον εαυτό του, όχι από τους άλλους, έστω και αν είναι αναρίθμητοι αυτοί που τον αδικούν και τον βάπτουν. Διότι, αν δεν πάθη αυτό από τον εαυτό του, όλοι μαζύ όσοι κατοικούν εις ολόκληρον την γην και αν τον κτυπήσουν ούτε κατ' ελάχιστον δεν θα ημπορέσουν να βλάψουν αυτόν που γρηγορεί και προσέχει εν Κυρίω...».

Αι θλίψεις και οι διάφοροι πειρασμοί πάντοτε μας ωφελούν πνευματικώς. Ο Άγιος Αδελφόθεος Ιάκωβος θεωρεί τας θλίψεις ως αιτία χαράς πνευματικής, δια τούτο παρατηρεί: Πάσαν χαράν ηγήσασθε αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν» (Ιακ. α' 2). Θα χαίρετε δε εις τας θλίψεις και τους πειρασμούς αυτούς, όταν έχετε την γνώσιν, ότι το να δοκιμάζεται η πίστις διά των θλίψεων, δημιουργεί ως αποτέλεσμα ασφαλές και πλήρες την σταθεράν υπομονήν. Η δε υπομονή αυτή ας είναι ακλόνητος και έτσι ας παράγη πλήρη τον καρπόν της τελειοποιήσεώς σας, διά να είσθε τέλειοι και ολόκληροι, ώστε να μην σας λείπει τίποτε.

Εκτός όμως των πειρασμών, διά των οποίων ο Θεός μας καταρτίζει, υπάρχουν και πειρασμοί που γεννώνται από τα αμαρτωλά πάθη μας. Κανένας άνθρωπος, που πειράζεται προς αμαρτίαν, ας μη λέγη, ότι ο Θεός είναι η αιτία του να πειράζωμαι και να σπρώχνωμαι εις την αμαρτίαν. Έκαστος δε ερεθίζεται και σπρώχνεται εις την αμαρτίαν από την ιδικήν του κακήν επιθυμίαν, που τον παρασύρει και με το δόλωμα της ηδονής τον τραβά.

Είναι πανευτυχής ο άνθρωπος, που βαστάζει με υπομονήν και καρτερίαν την δοκιμασίαν των θλίψεων. Και είναι πανευτυχής, διότι όταν διά της δοκιμασίας γίνη σταθερός και δοκιμασμένος και γυμνασμένος, θα λάβη τον λαμπρόν και ένδοξον στέφανον της αιωνίου ζωής, τον οποίον υπεσχέθη ο Κύριος εις εκείνους που τον αγαπούν.
Πηλίνη χειρί αμαρτωλού μοναχού μ.
 Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Θαυμάσια οπτασία κάποιου ελεήμονος και ευλαβούς χριστιανού


Ένας παντρεμένος άνθρωπος που είχε παιδιά και δούλους και άφθονο πλούτο, ήταν πολύ ελεήμων και φιλόξενος. Μία νύκτα, αφού εδείπνησε, κοιμήθηκε και το πρωί τον εβρήκαν ξαπλωμένο στη γη, ψυχρό, αναίσθητο, σαν να ήταν πεθαμένος. Οι συγγενείς του τον εσήκωσαν, τον έβαλαν στο στρώμα, κάνοντάς του διάφορες γιατρειές και ζεσταίνοντάς τον για να αναζήση, αλλά μάταια εκοπίαζαν. Μετά από πολλές ημέρες ήλθε στον εαυτό του και ερωτήθηκε από τους συγγενείς του να τους ειπεί τί έπαθε και πού βρισκόταν τόσες ημέρες νεκρός. Εκείνος δεν αποκρινόταν, μόνο έκλαιγε απαρηγόρητα και ακατάπαυστα και, μέχρι του θανάτου του, δεν είπε τίποτε σε κανέναν. Όταν πλησίαζε το τέλος, εκάλεσε τον μεγαλύτερο γιο του και του είπε τα εξής μπροστά σε όλους:
       «Αγαπητό μου παιδί, αυτή την τελευταία εντολή σου δίνω προστακτικά και σε διατάζω να την τηρής αυστηρά, όσο μπορείς. Να δίνεις ελεημοσύνη στους πτωχούς και να έχεις πολλή συμπάθεια στους ξένους και οδοιπόρους. Να τους περιποιείσαι στο σπίτι σου με πολλή αγάπη, να τους υπηρετής πρόθυμα και να τους δίνεις άφθονα, όσα χρειάζονται, καθώς είδες να κάνω και εγώ μέχρι τώρα. Διότι η φιλοξενία είναι η πιο ευπρόσδεκτη στον Θεό απ' όλες τις αρετές και όποιος την εκτελεί επιμελώς, για την αγάπη του Θεού, ευρίσκει πολύ μισθό στην ουράνια Βασιλεία Του. Και για να παρακινηθήτε όλοι οι συγγενείς μου σ' αυτή την φιλόθεη πράξη της καλωσύνης και συμπαθείας προς τους ξένους και πτωχούς, την τελευταία αυτή ημέρα μου θα σας διηγηθώ την φοβερή οπτασία που είδα, όταν με ευρήκατε ωσάν αποθαμμένον προ ετών, κάτω στο πάτωμα του σπιτιού μας.
       Γνωρίζετε ότι από την νεότητά μου είχα πολλή ευλάβεια στην Υπεραγία Θεοτόκο και κάθε ημέρα της εδιάβαζα εγκώμια και ευχές. Γι' αυτό μου τον πόθο και την αγάπη που είχα με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, με αξίωσε ο Δεσπότης, με τις δικές της πρεσβείες, να απολαύσω πολλές δωρεές και χάριτες, μα προπαντός για τη συμπάθεια που είχα για τους πτωχούς και ξένους, καθώς εσείς το ξέρετε, υποδεχόμενος τον καθένα με αγάπη και παρέχοντας άφθονα, όλα τα χρειαζόμενα.
       Την νύκτα εκείνη που είδα την οπτασία, άκουσα φωνή που εφώναξε με το όνομά μου λέγοντας: «Σήκω από το κρεβάτι και ακολούθησέ με». «Όταν σηκώθηκα, μ' έπιασε βίαια εκείνος που με φώναξε από το χέρι και με ωδήγησε σ' ένα μεγάλο λιβάδι. Τότε αυτός έγινε άφαντος και εγώ μόνος μου, μη ξέροντας τι να κάνω, άκουσα πίσω μου ξαφνικά φοβερές φωνές και ταραχές. Γυρίζοντας πίσω βλέπω ένα άπειρο πλήθος δαιμόνων και ήρχοντο κατεπάνω μου να με αρπάξουν ως θηρία ανήμερα. Εγώ, καθώς τους είδα, όσο μπορούσα, έτρεχα με ασυγκράτητο φόβο έως ότου έφθασα σε ένα σπίτι και μπαίνοντας μέσα έκλεισα την πόρτα. Αλλά αυτοί την έσπασαν και μπήκαν μέσα να μ' αρπάσουν. Αλλά για να καταλάβεις καλλίτερα, άκουσε και αυτά. Είναι τώρα τρία χρόνια αφ' ότου επήρα ένα ξένο εδώ στο σπίτι μου, από το βράδυ της εορτής των Αγίων Πάντων για να τον φιλοξενήσω, κατά την συνήθειά μας. Φθάνοντας στο σπίτι, ευρήκα και άλλον ξένο, που είχε κρατήσει η μητέρα σου, κατά το πρόσταγμά μου που της είχα δώσει, να υποδέχεται και φιλοξενή τον καθένα ως άγγελο Κυρίου και σε λίγο έφερε άλλον έναν και ο αδελφός σου. Τότε εγώ εδοκίμασα μεγάλη χαρά που αξιώθηκα να υποδεχθώ και φιλοξενήσω στο σπίτι μου αυτούς τους τρεις ξένους κατά τον τύπο της Παναγίας Τριάδος. Τους εφίλευσα πλουσιοπάροχα, όσο μου ήταν δυνατόν, κατά την συνήθειά μου.
       Όταν λοιπόν, επανέρχομαι στην οπτασία, μπήκαν μέσα οι δαίμονες, άρχισα να φωνάζω στον Κύριο να μ' ελεήση με τις πρεσβείες της Παναχράντου Μητρός Του.
       Τότε βλέπω τρεις ωραίους άνδρες και μου λέγουν: «Μη φοβάσαι διότι εμείς ήλθαμε να σε βοηθήσουμε». Αφού έδιωξαν τους δαίμονες μ' ερώτησαν, εάν τους ήξερα. Εγώ τους είπα: «Όχι, Κύριοί μου, δεν σας γνωρίζω». Οι δε αποκρίθηκαν: «Εμείς είμεθα εκείνοι οι τρεις ξένοι που εφίλευσες στο σπίτι σου με πλούσια και αβραμιαία καρδιά και μας έστειλε ο Κύριος προς βοήθειά σου, να σε ανταμείψουμε για την πολλή αγάπη που μας έδειξες, και να οπού σε ελυτρώσαμε από τα χέρια των δαιμόνων». Αφού είπαν αυτά έγιναν άφαντοι.
       Εγώ ευχαρίστησα τον Θεό και φοβούμενος να βγω έξω μήπως με πειράξουν πάλι, έμεινα λίγη ώρα μέσα στο σπίτι. Μετά από λίγο έκανα το σημείο του Σταυρού και βγήκα έχοντας την ελπίδα μου στον Κύριο. Αφού εβάδισα λίγο, είδα να τρέχουν πίσω μου οι δαίμονες λέγοντας τα εξής: Ας τρέξουμε τώρα να τον πιάσουμε μήπως και μας φύγη». Εγώ φοβήθηκα και τρέχοντας περισσότερο, εφώναξα στην Θεοτόκο: «Παναγία Θεοτόκε, βοήθησέ με». Έτσι τρέχοντας έφθασα σ' ένα πύρινο ποτάμι, που ήταν γεμάτο φίδια και άλλα φοβερά θηρία του Άδου. Το σώμα τους ήταν όλο χωμένο μέσα στις φλόγες και μόνο το στόμα τους είχαν έξω ανοιχτό, ωσάν να πεινούσαν και ήθελαν να με φάγουν. Οι δαίμονες που με κυνηγούσαν, με φώναζαν να πέσω μέσα στο ποτάμι η θα με ρίξουν εκείνοι. Εγώ τότε εκύταζα τριγύρω, εάν υπάρχη κάποια άλλη διέξοδος, οπότε και βλέπω ένα πολύ στενό γεφύρι ως μια σπιθαμή και τόσο ψηλό, ώστε μου φαινόταν πως έφτανε στον ουρανό. Μη ξέροντας τι να κάνω απ' αυτά τα τρία, δηλαδή να πέσω στο ποτάμι, όπου φοβόμουν την φωτιά και τους δράκοντες, να μείνω στην εξουσία των δαιμόνων, που ήταν χειρότερο ή να ανέβω το γεφύρι; Προτίμησα το τρίτο. Έτσι ανέβαινα τα σκαλιά ένα-ένα με πολύ φόβο και κίνδυνο να πέσω κάτω στις φλόγες. Οι πονηροί δαίμονες με ακολουθούσαν με φωνές και απειλές. Όταν ήμουν στην κορυφή του γεφυριού, έφθασαν και οι δαίμονες και εγώ τότε με δάκρυα εβόησα προς την Θεοτόκο: «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ με». Τότε, ευρέθηκε ενώπιόν μου η φιλεύσπλαχνη Μητέρα της ελεημοσύνης και μου έδωσε το δεξί της χέρι λέγοντας: Μη φοβάσαι, αγαπημένε δούλε μου. Επειδή εσύ μου διάβαζες εγκώμια και προσευχές και αγαπούσες τους φτωχούς, τους ελαχίστους αδελφούς του Υιού και Δεσπότου μου, γι' αυτό ήλθα και εγώ να σε βοηθήσω στην ανάγκη σου». Αφού μου είπε αυτά με εκράτησε από το χέρι και, ώ του θαύματος! σε μια στιγμή μ' έφερε στο σπίτι μου και μπήκε η ψυχή μου στο σώμα μου, ενώ εσείς με θεωρούσατε ως πεθαμένο.
       Λοιπόν παιδί μου, να μη αμελήσης και εσύ την υπηρεσία αυτή προς την Μητέρα του Παντοδυνάμου Θεού, την Πανάχραντη Θεοτόκο, αλλά κάθε ώρα να την υμνολογής, να την δοξάζεις, όπως πρέπει και όπως μέχρι τώρα έκανα και εγώ ο πατέρας σου. Έτσι θα την έχεις βοήθεια σε κάθε σου ανάγκη. Αυτό είναι το πρώτο πρόσταγμά μου που σου παραγγέλλω. Το δεύτερο είναι, όπως σου προείπα, βίαζε τον εαυτό σου, όσο μπορείς να αγαπάς τους ξένους, τους πτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά, να τους δίνεις όλα τα αναγκαία, εάν θέλεις ν' απολαύσης σ' αυτόν τον κόσμο κάθε αγαθό και να κληρονομήσης και την αιώνια Βασιλεία του Θεού!».
       Αυτά, αφού είπε ο αοίδιμος σ' όλους τους παρευρισκομένους να ευλαβούνται την Θεομήτορα και να βοηθούν τους πτωχούς, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού. 
       Ο γυιός του, ενθυμούμενος σ' όλη την ζωή του τις πατρικές συμβουλές, εξήσκησε ενάρετη πολιτεία και μετά το τέλος της επιγείου ζωής του, αξιώθηκε της ουρανίου μακαριότητος. 

 
Εκ του βιβλίου "Ψυχωφελείς οπτασίες και διηγήσεις γιάτην άλλη ζωή"
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...