(Προοίμιον
εορτής Χριστουγέννων και μνήμη Αγίου Διονυσίου της
Ζακύνθου)
γέροντος
ιωσήφ του
ησυχαστή
Θαυμάσια
η Εκκλησία μας
προβάλλει ήδη από
τα προοίμια των εορτών των Χριστουγέννων,
τους
Τρεις Παίδας και Δανιήλ τον
προφήτη,
οι οποίοι,
αν και δεν ήσαν μέσα στο δένδρο
της γενεαλογίας των προπατόρων του
Ιησού,
εν τούτοις
κατηριθμήθησαν εις αυτό,
χάριν της
εναρέτου ζωήςτων,
χάριν της
φιλοθεΐας των και ιδίως χάριν του
δράματός των,
πού ευρίσκομε
στο βίο τους.
Υπήρξαν πραγματικά
η αναπαράστασι και η προαπόδειξι του τρόπου,
πώςο Θεός
Λόγος θα επιδημήση στον κόσμο.
Αλλά
γενικά και από την προσωπική
τους ζωή,
αντλούμε τεράστια παραδείγματα
φιλοθεΐας και αυταπαρνήσεως,
όπως
πολλές φορές ετονίσαμε.
Συνέπεσε να εορτάζεται και ο Άγιος
Διονύσιος,
ένας εκ των
νεωτέρων φωστήρων της εκκλησίας
μας,
του οποίου το άφθαρτο λείψανο
ευρίσκεται στην περιφέρεια των επτανήσων.
Και
αυτός μας αφήνει από
την βιογραφία του άριστα και ενισχυτικά για την
ζωή μας παραδείγματα.
Ένα δε από
τα σπουδαιότερα πού μας
προβάλλει είναι το θέμα της αμνησικακίας.
Όπως ενθυμείσθε,
όταν ήτο επίσκοπος
ο Αγ.
Διονύσιος,
ένας λαϊκός
είχε παρωξυνθή και εσκότωσε τον αδελφό
του Αγίου.
Τρέχοντας να
κρυφθή από την δικαιοσύνη πού
τον είχε αντιληφθή,
κατέφυγε στο σπίτι του ιδίου του
Επισκόπου και εζήτησε άσυλο και στοργή από
τον μητροπολίτη,
λέγοντάς
του.
Εγώ,
Δέσποτα,
εσκότωσα τον τάδε άρχοντα και
τώρα με κυνηγούν θέλω να με προστατεύσης.
Και αυτόν πού
εσκότωσε ήταν ο αδελφός του Αγίου.
Και έδειξε τόση αμνησικακία και
μεγαλοψυχία ο αληθινός αυτός
ποιμένας και δεν εφάνη ότι γνωρίζει τον φονευθέντα,
αλλά
επροστάτευσε τον φονέα,
κρύβοντάς τον
στην μονή.
Και όταν σε λίγο έφθασε η δικαιοσύνη,
αρνήθηκε ο Επίσκοπος
να ομολογήση ότι εγνώριζε τίποτε περί του φονέως.
Αυτό
πραγματικά για μας,
οι οποίοι αγωνιζόμεθα μέσα στην
πρακτική του πώς να καθαρίσωμε τον
εαυτό μας και να απαλλαγούμε από
τα πάθη μας και τον παλαιό
άνθρωπο,
είναι ένα ζωντανό
και μεγάλο παράδειγμα,
αφού εμείς
με την παραμικρή πρόφασι του θύμου εξαγριωνόμεθα
και δεν ημπορούμε να συγκρατηθούμε.
Ας
επανέλθωμε όμως στο
προκείμενο θέμα των μεγάλων προπατόρων του Χριστού μας,
όπου εκεί
θα βρούμε περισσότερα και λαμπρότερα παραδείγματα αυταπαρνήσεως
και ομολογίας,
πού
ιδίως χαρακτηρίζουν το ιδικόμαςβίωμα.
Η
περιπετειώδης ζωή αυτών των
τεσσάρων φωστήρων της Εκκλησίας
της Παραδόσεως,
της
εκκλησίας του Νόμου,
είναι τόσο
μεγάλη και ποικίλη,
πού
δεν μπορεί φυσικά να
περιγραφή από μας
τους ευτελείς,
αλλά
θα δανειστούμε ελάχιστα για παραδειγματισμό.
Ωνομάσθη ο μεν Δανιήλ ανήρ επιθυμιών,
γιατί
ουδέποτε ηττήθη από καμμία επιθυμία.
Αυτός
κατήγετο από βασιλική
οικογένεια και ένεκα της χάριτος
πού του έδωσε ο Θεός,
έγινε σύμβουλος των διαφόρων
κατακτητών και βασιλέων η συνέχεια δε της ζωήςτου ήτο
βασιλική.
Ευρισκόμενος
στην βασιλική αυτή χλιδή
και έχοντας τόση μεγάλη εξουσία,
ουδέποτε
ηττήθη από κανένα πάθος.
Ιδίως
στο ζήτημα της ηδονής,
τόσο ήτο
εγκρατής και τόσο επεβάλλετο στον εαυτό
του,
ώστε απέκτησε
ιδιαιτέρως το χάρισμα να λέγεται ανήρ επιθυμιών.
Μαζί
με αυτόν ήσαν και τρεις άλλοι Παίδες.
Παίδες
κατά την γλώσσα του τότε καιρού
δεν εσήμαινε παιδιά,
ούτε πάλι δούλους.
Κατά
την τότε συνήθεια των επικρατούντων,
εδιάλεγαν
εκλεκτά παιδιά από
τους αιχμαλώτους,
τα οποία
ανέτρεφαν βασιλικά και αυτά
εζούσαν μέσα στα ανάκτορα και ήσαν θετοί πρίγκηπες
και είχαν ιδιαίτερη παρρησία και ηγετικές θέσεις
στα βασίλεια.
Εις
αυτές τις θέσεις
ευρίσκοντο οι τρεις σύντροφοι του Δανιήλ.
Ο Ανανίας,
ο
Αζαρίαςκαι ο Μισαήλ οι οποίοι,
χάριν της
μεγάλης τους ανδρείας
και θεοφιλίας,
ωνομάσθησαν από
τον Ναβουχοδονόσορα,
Σεδράχ,
Μισάχ και
Αβδεναγώ,
πού
εσήμαινε στην γλώσσα τους,
θείες
κλήσεις,
θείες
ιδιότητες.
Τότε λοιπόν τους
εφθόνησαν οι υπόλοιποι μέσα στην επικράτεια,
στην οποία
αν και ήσαν ξένοι,
είχαν τόση αίγλη
και αξία,
ώστε ηθέλησαν να
τους κακοποιήσουν,
αλλά
όμως δεν μπορούσαν με κανένα άλλο τρόπο,
είμη να
εύρουν κάποια μομφή εναντίον τους,
ως
παραβάτες των νόμων.
Έτσι τους
κατήγγειλαν ότι δεν δείχνουν σεβασμό εις
όσα εσέβετο ή επικροτούσε ο βασιλεύς
και αυτό ήταν μια πρόφασι πού
ημπορούσε να τουςεπιβάλη τιμωρία.
Και έτσι
ερεθίσαντεςτον τύραννο,
ο οποίος
ήτο κοσμοκράτωρ,
οι περί
αυτόν αυλοκόλακες τον έπεισαν,
ότι οι
Σεδράχ,
Μισάχ και
Αβδεναγώδεν επροσκυνούσαν τους θεούςτους,
ούτε τους
ελάτρευαν,
αλλά
ούτε αυτό τον ίδιο υπελόγιζαν.
Ο
Ναβουχοδονόσορ τότε,
είχε στήσει στην
πόλι την εικόνα του,
την μορφή
του,
πού
ήταν ένα πανύψηλο άγαλμα,
ένας
ανδριάντας και διέταξε όλους
να προσκυνούν και να προσφέρουν θυμίαμα,
σαν να
επρόκειτο περί κάποιας θεότητος
διότι επίστευε ότι,
μετέβη πλέον
απότην ανθρωπινή στην θεία αξία και ότι,
με την παντοδυναμία και ισχύ του
κατώρθωσε τα τόσα μεγάλα,
με το να
καταστρέψη και κατασφάξη τουςλαούς.
Έτσι ευρήκαν αυτή
την πρόφασι οι εχθροί,
γιατί
ήξεραν ότι ήτο αδύνατο να προσκυνήσουν αυτοί-
σαν γνήσιοι
θεοσεβείς Ιουδαίοι -
είδωλα και
αγάλματα και εικόνες.
Κατήγγειλαν λοιπόν
τους Τρεις Παίδες
επισήμως ότι·Ιδού,
κύριε,
τώρα στην
εορτή την οποία κάνεις,
αυτοί
οι τρεις,
παρ῏όλο
πού
τους
έχεις άρχοντας και ηγεμόνας,
δεν θα
προσκυνήσουν.
Τότε τουςεκάλεσε
ιδιαιτέρως ο βασιλεύς να τους
ερωτήση προσωπικά,
ει αληθώς
ούτωςέχει Σεδράχ,
Μισάχ και Αβδεναγώ,
ότι τη
εικόνι τη χρυσή,
ην έστησα εν
παιδίω Δεηρά,
ου προσκυνείτε,
ουδέ
τους θεούς μου λατρεύετε;
(Δαν.
3,14).
Προσέξατε μόλις αρχίσουν τα σύμβολα,
οι
σάλπιγγες,
τα μουσικά
όργανα και οι χορδές να δίδουν το σύνθημα της
προσκυνήσεως και εσείς
αμέσως να προσκυνήσετε,
αλλοιώς
θα σας ρίξω μέσα στην κάμινο του πυρός,
την οποία
έχω αναμμένη για να τιμωρήσω τους απειθείς.
Εδώ
εφάνη το μεγαλείο εκείνων των ηρωικών ψυχών.
Τότε μετά
παρρησίας και οι τρεις,
οι οποίοι
φυσικά δεν ήσαν παίδες,
όπως
είπα,
αλλά
μεγάλοι άνδρες,
ηγεμόνες,
του
απήντησαν με υπερηφάνεια,
όχι όμως
με εγωισμό.
Επί
του ρήματος τούτου ουκ έχομεν χρείαν αποκριθήναι
σοι ω βασιλεύ(Δαν.
3,16).
Έτσι κάθε ευγενής ψυχή
αποκρίνεται,
όταν κρούουν στην θύρα των αισθήσεών
της τα ποικιλόμορφα αίτια της
πολύμορφης αμαρτίας.
Ανίσταται μεγαλοπρεπώςκαι φωνάζει,
"κάτω
τα χέρια.
Επίτου ρήματοςτούτου ουκ έχομεν
χρείαν αποκριθήναι σοι,
ω βασιλεύ.
Έστιν ο Θεόςημών εν τω ουρανώ
ος δύναται εξελέσθαι ημάς
εκ των χειρών σου"(Δαν.
3,16-17). Αλλά
και αν ο Θεός τον οποίο πιστεύομε και πού
είναι παντοδύναμος,
δεν μας
ελευθέρωση από τα ιδικάσου χέρια και από
οτιδήποτε άλλο,
γνώριζε πώς δεν
θα μας κακοφανή πλην όμως
σου λέγομε και τούτο,
ότι,
και αν ακόμη ο Θεός
δεν θελήση να μας απαλλάξη από
την παρούσα δοκιμασία,
γιατί έτσι θέλει
Εκείνος,
εμείς ούτε την
εικόνα σου προσκυνούμε ούτε τους θεούς
σου λατρεύομε.
Και
αν μας απειλής με την κάμινο και
με το πυρ,
μόνοι μας θα
εισέλθωμε,
για να καταλάβης
ότι οι πραγματικά θεοφιλείς δεν
φοβούνται τον θάνατο".
Καμμία περίστασι ούτε κανέναςπαράγων
μπορεί να τους αποτρέψη από
την φιλοθεΐα και το προς τον Θεό
καθήκο τους,
εάν όντως είναι
ευσεβείς.
Και τότε επλήσθη θύμου και ηλλοιώθη η όψι του και διέταξε να
δέσουν ισχυράτους Σεδράχ,
Μισάχ και Αβδεναγώ,
με τις
σαρβάρες και τις περικνημίδες
και με αυτές να πλησιάσουν την βροντώσαν κάμινο,
από την
οποία εξεχύνετο σαρανταενιά πήχες
η φλόγα.
Και έτσι ατάραχοι προσήλθαν και αυτά
πού είπαν τα επραγματοποίησαν χωρίς
να φοβηθούν.
Δεν εδειλίασαν,
αλλά
επήγαν με προθυμία και όχι μόνο εδέχθηκαν αλλά
συνετέλεσαν και οι ίδιοι με το να προχωρήσουν μόνοι τους
μέσα στην βροντώσαν κάμινο,
πού δεν
ημπορούσε να πλησίαση κανείς.
Και απέδειξαν πραγματικά
ότι δεν προσκυνούν ξένα είδωλα αλλά μόνο τον θείο
νόμο,
το θείο θέλημα,
αυτό πού
ανήκει σε κάθε ευσεβή ψυχή.
Ο
ίδιος
Ναβουχοδονόσορ πού ήταν τότε,
είναι και τώρα.
Φυσικά,
όχι ο ιστορικός
εκείνος,
αλλά ο νοητός
ο οποίος και τότε εις αυτού
τον νου ήταν και εν συνεχεία εις όλουςτους
κακοήθεις και κακούργους
μέχρι δε της συντέλειας,
θα είναι μέσα στα όργανα της
απείθειας και απώλειας.
Αυτός ο
νοητός Ναβουχοδονόσορ και σε μας
ακριβώς το ίδιο κάνει τώρα και σε κάθε ευγενή
ψυχή,
είτε μεμονωμένα,
είτε συνολικά.
Συνεχώς
μας απειλεί,
μας
φοβίζει,
μας
προκαλεί.
Ή
θα
προσκυνήσωμε το εκάστης προφάσεως
και αμαρτίας είδωλο,
ειδ᾽άλλως
θα εγείρη εναντίον μαςπειρασμό.
Αυτό είναι το
νόημα.
Και εμείς εάν
πράγματι είμεθα μαθηταί του Ιησού
μας,
εάν είμεθα κατά
τον Παύλο οι του Χριστού,
τότε είμεθα έτοιμοι,
ίνα την σάρκα σταυρώσωμεν συν
τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις
και να μην κλίνωμε γόνυ τω Βάαλ δηλαδή προς
την πολύμορφο αμαρτία.
Και κοιτάξετε τα μυστήρια της Χάριτος
πώςγίνονται.
Επέτρεψε ο Θεός
να πειρασθούν.
Και όταν τους
έρριξαν μέσα στην κάμινο,
τότε επαρουσιάσθη η Χάρις.
Ενώ
μπορούσε και προτύτερα να δείξη την παρουσία της και να
φοβήση τους εχθρούς και έτσι να
απαλλαγούν από την ατιμία οι πραγματικοί
δούλοι του Θεού.
Όμως δεν το
έκανε,
ακριβώς για να
αποδείξη ότι η υπερβολή της
δυνάμεως εκ Θεού εστί
και ουκ εξ ημών (Β᾽Κορ.
4,7).
Επέτρεψε να εισέλθουν στην κάμινο για να αποδειχθή
η ομολογία τους και τότε να παρουσιασθή
για να τους σώση και να τους
μεγαλύνη.
Τότε και στους
τρείς λύθηκαν τα δεσμά και άρχισαν
να περιπατούν μέσα στην κάμινο,
και η βροντώσα φλόγα έγινε ως
δρόσος.
Και άρχισαν εκεί
μέσα να εξομολογούνται*
και να ψάλλουν.
Και
πάλι δεύτερο θαύμα,
του πρώτου μεγαλύτερο.
Μέσα στην αισθητή
παρουσία της Χάριτος όντες
οι δίκαιοι,
δεν υπερηφανεύθησαν,
αλλά με
βάθος ταπεινοφροσύνης
εξομολογούντο στον Θεό και έλεγαν.
Πανάγαθε,
αυτό πού
επάθα με μας άξιζε,
γιατί και
εμείς και οι πατέρες μας
δεν εφυλάξαμε τον νόμο Σου και δικαίως τώρα μας
παρέδωσες εις έθνη άπιστα
και εις βάρβαρο και αποστάτη άνθρωπο και δικαίως
παθαίναμε τις ατιμίες αυτές
για τις ιδικές μας
αμαρτίες.
Και Συ δίκαιος
ει,
και δικαιοσύνην ηγάπησας,
ευθύτητας
οίδε το πρόσωπον Σου.
Κοιτάξετε βάθος ταπεινώσεως.
Και ύστερα,
ενώ
έβλεπαν ότι δεν τους κατακυριεύει το πυρ,
αυτοί
επιζητούσαν να καούν και έλεγαν,
προσδεχθείημεν ενώπιόν Σου ως
θυσία και έστω η θυσία ημών ως αρνών μυρίων.
Άφησέ μας
να καούμε και πες ότι τα τόσα και τόσα αρνιά
και σφάγια πού έπρεπε να θυσιάσουν οι πατέρες
μας για Σένα και τα εγκατέλειψαν από
ασέβεια και ραθυμία,
άφησε εμάς να
ψηθούμε και δέξου την ιδική μας
θυσία και εξιλέωσε τους προγόνους
μας και ελευθέρωσε την φυλή μας.
Κοιτάξετε μεγαλείο.
Τους
απαλλάσει η Χάρις και αυτοί δεν
θέλουν να λυτρωθούν,
αλλά θέλουν να
καούν και να γίνη η θυσία τους ελευθερία της
φυλής.
Βλέπετε τις
υγιείς ψυχές;
Βλέπετε ανδρεία,
βλέπετε φιλοθεΐα;
Βλέπετε θέωσι;
Όπως ο
Θεός είναι πάντοτε ευσπλαχνία,
πάντοτε παναγαθότης,
πάντοτε φιλανθρωπία,
έτσι και οι κατά
μέθεξι θεωμένες ψυχές
επιθυμούν αυτές οι ίδιες να
φθαρούν,
για να ζήσουν αντί
αυτών οι άλλοι.
Αυτός είναι ο τέλειος
όρος της αγάπης
για τον οποίο και εμείς επειγόμεθα.
Και αυτό
απαίτησε ο Ιησούς μας,
όταν μας
είπε εντολήν καινήν δίδωμι υμίν,
ίνα αγαπάτε αλλήλους(Ιωάν.
13,34) και εν τούτω γνώσονται
ότι εμοί μαθηταί εστέ,
εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις(Ιωάν.
13,35).
Και αυτό θα το κατορθώσωμε,
εάν αρχίσωμε από
τα μικρά προοίμια,
ούτως
ώστε να ανεχώμεθα τον βαρύ λόγο του άλλου,
να ανεχώμεθα το σκώμμα του,
ακόμα και την αφροσύνη του.
Και σιγά-σιγάμε
την αυτομεμψία,
με την σιωπή,
με την ανοχή,
βαστάζοντες
αλλήλων τα βάρη,
θα φθάσωμε στην αξία της
αληθινής αγάπης και θα
εκπληρώσωμε την σκληρότερα μορφή των εντολών,
πού είναι
να αγαπούμε και τους εχθρούς μας.
Είδατε ο Γέρων Σιλουανός
πόσο τονίζει την αγάπη προς τους
εχθρούς και ότι αυτό είναι
το πραγματικό δείγμα της
χριστιανοσύνης;
Και μάλιστα είπε,
ότι κανείς
να μην πλανάται πώς έχει θέσι κοντά
στο Θεό,
εάν δεν έχει εκπλήρωση αυτή
την εντολή.
Το είπε βέβαια κάπως
τολμηρά αλλά αυτή
είναι η πραγματικότης.
Όπως η κακία
όταν εισχωρήση θα φέρη και τα
συγγενικά,
έτσι και το νόημα της
αγάπης,
όταν επικρατήση
δεν μένει εκεί,
αλλά
ολοκληρώνεται και φθάνει ακριβώς εις
τούτο το πανάγιο τέρμα.
Να συγχωρή και
τους εχθρούς και να εύχεται για
εκείνους πού τον διώκουν.
Αυτά
λοιπόν να συνειδητοποιούμε συνεχώς
και ιδίως το παράδειγμα των Τριών Παίδων να μην
φεύγει καθόλου από την μνήμη μας,
διότι πράγματι οι Τρεις
Παίδες εξεικονίζουν κάθε ψυχή
μέχρι της συντέλειας των
αιώνων.
Το
ίδιο δράμα εκτυλίσσεται και σε μας και θα εκτυλίσσεται
έως να εκπνεύσωμε.
Συνεχώς ο νοητός
Ναβουχοδονόσορ θα μας απειλή
και θα μας αναγκάζη και θα μας
γαργαλά και θα μας
κολακεύει στο να κλίνωμε γόνυ και να προσκυνήσωμε εικόνες
πολύμορφες της ποικίλης
αμαρτίας.
Αλλά εμείς
να είμεθα έτοιμοι να σηκώσωμε το ανάστημά μας
και να ειπούμε,
Κύριον τον Θεόν ημών προσκυνήσωμεν και
Αυτώ μόνω λατρεύσωμεν.
Διότι όντως
εις Αυτόν ανήκει πάσα δόξα στούς
αιώνας.
Αμήν
*
εξομολογούμαι
= (στη
γλώσσα της Αγίας Γραφής)
δοξολογώ