Friday, 11 January 2013

Ἡ θεία Εὐχαριστία

Εἰς τό ὄνομα τοῦ πατρός καί τοῦ Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 Ὅταν ὁ Κύριος συνέστησε τόν Μυστικό Δεῖπνο, αὐτό τό μυστήριο τῆς πίστης μας πού ἀποκαλοῦμε Θ.Λειτουργία, ἤ Θ. Εὐχαριστία, συγκέντρωσε γύρω Του τούς Μαθητές Του, καί αὐτούς πού ἀργότερα θά πίστευαν μέχρι θανάτου, καί ἐκεῖνον πού ἦταν ἤδη ἕτοιμος νά προδώσει τόν διδάσκαλο. Καί τόν ἀντιμετώπισε μαζί μέ τούς ἄλλους, μέ τήν ὑπέροχη θεϊκή ἀγάπη, γιατί τό νὰ εἶσαι ἀποδεκτός στό τραπέζι ἑνός ἀνθρώπου, σημαίνει ὅτι αὐτός, ὁ οἰκοδεσπότης, θεωρεῖ ἴσους του, συντρόφους μέ τήν παλιά ἔννοια τῆς λέξης, αὐτούς πού ἰσότιμα θα κόψουν τόν ἄρτο μαζί του, θα μοιραστοῦν τήν οὐσία τῆς ζωῆς. Ἴσοι στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἴσοι με τόν Θεό, μέσα ἀπ’ τήν ἀγάπη Του γιά μᾶς- αὐτή εἶναι μιά ὄψη τοῦ ἐκπληκτικοῦ γεγονότος πού λέγεται Μυστικός Δεῖπνος.Ἀλλά ἔχουμε δώσει ἐπίσης κι ἕνα ἄλλο ὄνομα, τήν ὀνομάζουμε Θ. Εὐχαριστία, ἀπό μιά Ἑλληνική λέξη πού σημαίνει ταὐτόχρονα καί “δῶρο” καὶ “εὐχαριστία” . Πράγματι, μποροῦμε νά δοῦμε τήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ σάν τό μεγαλύτερο δῶρο πού ὁ Κύριος μᾶς δωρίζει, συντροφιά καί ἰσοτιμία, νὰ γίνουμε συνεργάτες τοῦ Θεοῦ. Καί μὲ τήν ἀπίστευτη κι ἀνεξιχνίαστη ἐνέργεια καί δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι αὐτό τό ψωμί (ἄρτος), δεν εἶναι πλέον μόνο ψωμί κι αὐτό τό κρασί, δεν εἶναι μόνο κρασί, ἀλλά ἔχουν πράγματι μεταβληθεῖ σέ σῶμα καί αἷμα τοῦ Δωρεοδότη, γινόμαστε ἀρχικά καί ὅλο καί περισσότερο μέτοχοι τῆς θείας φύσεως, Υἱοί μὲ υἱοθεσία, Θεοί μέ μετοχή, ἔτσι ὥστε μαζί με τόν Ἕναν πού εἶναι ὁ Σαρκωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ, γινόμαστε ἡ ἀπόλυτη ἀποκάλυψη τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καί ἡ πλήρης ἀποκάλυψη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὁ πλήρης Χριστός γιά τόν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Ἀντίοχείας ὁμιλεῖ. Καί πέρα ἀπ’ αὐτό, ψηλότερα, βαθύτερα κι ἀπ’ αὐτό, σ’ αὐτή τήν κοινωνία τῆς φύσης καί τῆς ζωῆς μὲ τόν μόνο γεννηθέντα Υἱό τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τόν Ἅγ. Εἰρηναῖο τῆς Λυών, γινόμαστε πράγματι σέ σχέση με τόν Θεό, τά μόνα γεννημένα παιδιά του.


Αὐτό εἶναι τό δῶρο, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ εὐχαριστία; Τί μποροῦμε νά προσφέρουμε στόν Κύριο; Τὸ ψωμί καί τὸ κρασί, ἀνήκουν σ’ ἐκεῖνον· τίς ζωές μας; Δέν εἶναι δικές Του; Μᾶς κάλεσε νά βγοῦμε ἀπ” τό μηδέν. Μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη, μᾶς προίκισε μ’ ὅλα αὐτά πού ἔχουμε. Τί λοιπόν μποροῦμε νά δώσουμε, πού εἶναι πράγματι δικό μας; Ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέει ὅτι ὁ Θεός ἔχει κάνει τά πάντα, ἄφησε μόνο ἕνα: Δέν ὑποχρεώνει οὔτε τό μικρότερο πλάσμα Του νά τόν ἀγαπᾶ, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία. Αὐτό εἶναι τό μόνο δῶρο πού μποροῦμε να τοῦ προσφέρουμε: Τό δῶρο μιᾶς πιστῆς καρδιᾶς.


Ἀλλά γιατί τό μυστικὸ Δεῖπνο ὀνομάστηκε εὐχαριστία, πιό πολύ ἀπό κάθε ὑπηρεσία μας, κάθε ἄλλη πράξη μας; Αὐτή εἶναι καί τό ἐρώτημα τοῦ Ψαλμωδοῦ, πού ἀναρρωτιόταν αἰῶνες πρίν ὁ Χριστός ἐμφανιστεῖ καί ἀποκαλύψει τήν θεία ἀγάπη Του, κι ἡ ἀπάντηση εἶναι τόσο ἀπρόσμενη, ὅσο κι ἀληθινή. Λέει: “Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν.;” κι ἀπαντᾶ “ποτήριον Σωτηρίου λείψομαι….καί τό ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι….ψαλῶ..εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου..” Ἡ ὑπέρτατη πράξη εὐχαριστίας δεν εἶναι νά ἀνταποδώσεις, γιατί αὐτός πού παίρνει καί ἀνταποδίδει, ξαναπληρώνει τό δῶρο κι εἶναι μὲ κάποιο τρόπο σάν νά τό καταστρέφει: καί τά δύο στὴν πραγματικότητα εἶναι ἴσα, καί τά δυό ἔχουν δοθεῖ, καί τά δυό βρίσκονται στό τέλος μιᾶς ἁλυσίδας, ἀλλά αὐτή ἡ ἀμοιβαιότητα καταστρέφει τήν χαρά στὸ τέλος. Ἄν τό εὐχηθοῦμε, ἄν εἴμαστε ἱκανοί νά πάρουμε, νά πάρουμε μ’ ὅλη μας τήν καρδιά, κι ὕστερα νὰ ἐκφράσουμε μὲ εἰλικρίνεια καὶ μ’ ὅλη μας τὴν πίστη, τὴν βεβαιότητα ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ δωρεοδότη εἶναι τέλεια κι αὐτό γιατί τὸ δεχτήκαμε μ’ ὅλη τὴν καρδιά, μὲ ἁπλότητα, αὐτό εἶναι πού δίνει τὴν χαρά στὸν δωρητή πού δίνει μ’ ὅλη του τὴν καρδιά.


Αὐτό ἰσχύει καί στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις· ἀνταποδίδουμε ἕνα δῶρο μόνο γιά νὰ νοιώσουμε ἐλεύθεροι ἀπό μιὰ χάρη, μιὰ συγκεκριμένη δέσμευση στὴν ὁποία βρισκόμαστε ὅταν παίρνουμε ἀπό κάποιον ὁ ὁποῖος δὲν μᾶς ἀγαπᾶ ἀρκετά ὥστε νὰ δίνει μ’ ὅλη του τὴν καρδιά, καὶ τὸν ὁποῖο δὲν ἀγαπᾶμε ἀρκετά ὥστε νὰ τὸ πάρουμε μ’ ὅλη μας τὴν καρδιά. Κι αὐτό εἶναι ὁ λόγος πού ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι τό μεγαλύτερο δῶρο τῆς Ἐκκλησίας, το μεγαλύτερο δῶρο στὴ γῆ: ὅσοι πιστεύουν στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μ’ ὅλη τους τὴν καρδιά, χωρίς κάποια σκέψη ν’ ἀνταποδώσουν τὸ δῶρο, αὐτοί χαίρονται στὴν ἀγάπη πού ἐκφράζεται, παίρνοντας ἀπ’ τὸν Θεό ὄχι μόνο αὐτά πού μᾶς δωρίζει, ἀλλά καὶ τὴν ὑπόσταση Του, τὴν μετοχή στὴν ζωή Του, τὴν φύση Του, τὴν αἰωνιότητά Του, τήν θεία ἀγάπη Του. Μόνο ἄν εἴμαστε ἱκανοί νὰ δεχτοῦμε μὲ ἀπόλυτη εὐγνωμοσύνη, καὶ ἀπόλυτη χαρά, μπορεῖ « ἡ μετοχή μας στὴν Θ. Εὐχαριστία νά εἶναι ἀληθινή, μόνο τότε ἡ Θ. Εὐχαριστία θὰ γίνει γιὰ μᾶς ἡ ἀπόλυτη πράξη εὐγνωμοσύνης. Ἀλλά ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι δύσκολη γιατί ἀπαιτεῖ ἀφ’ ἑνός μιὰ καρδιά πού ἀγαπᾶ καί χαίρεται ὅταν δέχεται καὶ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καὶ πίστη στὴν ἀγάπη αὐτοῦ πού δίνει, ἐμπιστοσύνη ὅτι αὐτό τὸ δῶρο, δὲν δείχνει ταπείνωση, δὲν εἶναι μιὰ πράξη δουλείας. Κι εἶναι γι’ αὐτό πού πρέπει να καλλιεργούμαστε κάθε μέρα στὴν ἱκανότητά μας ν’ ἀγαπᾶμε καὶ ν’ ἀγαπιόμαστε, στὴν ἱκανότητά μας νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες καὶ νά εὐφραινόμαστε, καὶ μόνο τότε θὰ γίνει τό Μυστικό Δεῖπνο τοῦ Κυρίου τὸ τέλειο δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἡ τέλεια ἀπάντηση στὸν κόσμο.
Ἀμήν.
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
agiazoni.gr

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΜΟΥ ΕΔΕΙΞΕΝ Ο ΘΕΟΣ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑΝ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ



ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΜΟΥ ΕΔΕΙΞΕΝ
Ο ΘΕΟΣ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑΝ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
(ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΔ’)
του μακαριστού γέροντα
Ιωσήφ του Ησυχαστή
  
Μη ξενίζεσαι, τέκνον μου. Έτσι είναι ο μοναχός. Ο βίος τού μονάχου είναι μαρτύριον διαρκές. Ο γλυκύς Ιησούς μέσα εις τας θλίψεις γνωρίζεται. Και μόλις θα τον ζήτησης, θα σου προβάλη τας θλίψεις. Η αγάπη Του είναι μέσα στα βάσανα. Ολίγον μέλι σου δείχνει και αποκάτω έχει κρύψει ολόκληρον αποθήκην πικρίας. Προηγείται το μέλι της χάριτος και ακολουθεί η πικρία των πειρασμών.
Όταν θελήση να σου στείλη τα βάσανα σε ειδοποιεί και ως αγγελιαφόρον σου στέλνει ανάλογον χάριν. Ως να σου λέγη: Γίνου έτοιμος! Να περιμένης πόθεν θα σε προσβάλη και θα χτυπήση ο εχθρός.Και ούτως αρχίζει ο σος αγών και η πάλη.
Πρόσεχε, μη δειλιάσης. Μη ξενίζεσαι, όταν πέ­φτουν κανόνια, αλλά στήθι ανδρείως ως τού Χριστού στρατιώτης, ως δόκιμος αθλητής, ως γενναίος πολεμιστής. Διότι εδώ η παρούσα ζωή είναι στάδιον του πολέμου. Εκείθεν θα είναι η ανάπαυσις. Εδώ εξο­ρία, εκείθεν η αληθινή μας πατρίδα.
Δεν σε είπον και άλλην φοράν; Οκτώ έτη εις την αρχήν είχα μάχην φρικτήν μετά των δαιμόνων. Κάθε νύκτα λυσσώδης αγών και την ημέραν οι λογισμοί και τα πάθη. Ήρχοντο με σπαθιά, αξίνες, μπαλτάδες και φτυάρια.
- Όλοι επάνω του! φώναζαν. Μαρτύριον ετραβούσα.
- Πρόφθασε, Παναγία μου! φώναζα- και άρπαζα ένα- και δος του εκτυπούσα στους άλλους˙ έσπαζα τα χέρια μου στα ντουβάρια.
Και κατά τύχην ήλθε κάποιος γνωστός μας από τον κόσμον, να μας ιδή. Και την νύκτα τον έβαλα στο μικρό μου καλυβάκι να κοιμηθή. Και έρχονται οι δαίμονες, καθώς είχαν συνήθειαν εις εμένα, και τον πιάνουν στο ξύλο, και βάζει κάτι φωνές! Έφριξεν ο άνθρωπος. Κόντευσε να τα χάση. Τρέχω ευθύς.
- Τι έχεις; τον λέγω.
- Οι δαίμονες, λέγει, παρ’ ολίγον με έπνιγαν! Με σκότωσαν στο ξύλο!
- Μη φοβείσαι, τον λέγω, εδικές μου ήταν αυτές και απόψε κατά λάθος τις έφαγες εσύ! Όμως μην ανησυχής. Τον είπα και άλλα τοιαύτα φαιδρά να τον ηρεμήσω. Άλλ’ εστάθη αδύνατον. Δεν ημπορούσε πλέον να μείνη στον τόπον εκείνον του μαρτυρίου.
Έντρομος εκύτταζε δεξιά-αριστερά και παρεκάλει να φύγη. Νύχτα-μεσάνυχτα τον ωδήγησα στην Αγία Άννα και επέστρεψα.
Ήμεθα εις τον Άγιον Βασίλειον τότε.
Λοιπόν μετά οκτώ έτη τοιαύτα, από το ξύλον, όπου έδινα κάθε ημέραν στο σώμα μου δια τον πόλεμον της σαρκός, από την νηστείαν που έκαμα,αγρυπνίαν και λοιπά αγωνίσματα, έγινα πτώμα. Και έπεσα ασθενής. Καιαπελπίσθηκα πλέον ότι δεν υπάρχει ελπίς να νικήσω τους δαίμονας και τα πάθη.
Και μίαν νύκτα όπως ήμουν καθήμενος άνοιξεν η θύρα. Εγώ σκυφτός ευχόμην νοερώς και δεν κύτταξα. Είπα ότι ο π. Αρσένιος άνοιξε. Κατόπιν αισθάνο­μαι κάτω μου ένα χέρι να με ερεθίζη προς ηδονήν. Κυττάζω και βλέπω τον δαίμονα της πορνείας, τον ψωριάρη. Όρμησα επάνω του ωσάν σκύλος – τέτοια μανία τον είχα – και τον άρπαξα. Και στην αφήν μου αι τρίχες του ήσαν όπως του χοίρου. Και έγινεν άφαντος. Εγέμισε βρώμα όλος ο τόπος. Και απ’ αυτήν την στιγμήν έφυγε μαζί του και ο πόλεμος της σαρκός. Και έγινα πλέον ως βρέφος σε μεγάλην απάθειαν.
Εκείνο το βράδυ μου έδειξεν ο Θεός την κακίαν τού Σατανά.
Ήμην πολύ υψηλά εις ένα ωραίον μέρος, και κάτωθεν μεγάλη πλατέα, και πλησίον η θάλασσα. Και είχαν στήσει οι Δαίμονες μυριάδες παγίδες. Και επερνούσαν οι μοναχοί- και πίπτοντας αι παγίδες άλλον έπιαναν από το κεφάλι, άλλον από το πόδι, άλλον από το χέρι, από τα ρούχα, από όπου ήτον τρόπος τον καθένα. Ο δε βύθιος δράκων είχε το κεφάλι του έξω από την θάλασσαν και – βγάζων πυρ από το στόμα του, μάτια και μύτη – έχαιρε και ηγάλλετο εις την πτώσιν των μοναχών. Εγώ δε βλέπων τον ύβριζα.
- Ω βύθιε δράκον! έλεγα. Δι’ αυτό μας απατάς και μας παγιδεύεις!
Και συνήλθα έχων χαράν και θλίψιν ομοίως. Χαράν, διότι είδον τες παγίδες του Διαβόλου. Θλίψιν δια την πτώσιν μας και τον κίνδυνον, όπου κινδυνεύομεν εφ’ όρου ζωής.
Έκτοτε ήλθα εις μεγάλην ειρήνην και προσευχήν. Αλλά δεν παύει αυτός.Εγύρισε κατ’ επάνω μου τους ανθρώπους. Δι’ αυτό σου τα γράφω, να κάμετε υπομονήν συ και οι λοιποί αδελφοί.
Είναι αγώνας εις αυτήν την ζωήν, αν θέλης να κερδίσης· δεν είναι αστεία! Με τα ακάθαρτα πνεύμα­τα πολεμείς, όπου δεν μας ρίχνουν γλυκά και λουκού­μια, αλλά σφαίρες οξείες που θανατώνουν ψυχήν, όχι σώμα.
Πλην μη λυπήσαι. Μη δειλιάς. Έχεις βοήθειαν. Εγώ σε βαστάζω. Σε είδα κατά αλήθειαν εχθές εις τον ύπνον μου, ανεβαίναμε μαζί προς τον Χριστόν.Λοιπόν, ανάστα και δράμε οπίσω μου.
Μόνον πρόσεχε, αφού είδες τες παγίδες των πονηρών και αλλοίμονον εις εκείνον που πιάσουν.
Εύκολα δεν ημπορεί από τα νύχια τους να ξεφύγη.
Βεβαίως δεν ημπορεί – όσον και αν το θέληση – ο Διάβολος μόνος να μας κολάση, εάν ημείς δεν συνερ­γήσαμεν στην κακίαν του˙ άλλ’ ούτε πάλιν ο Θεός θέλει μόνος Του να μας σώση, εάν και ημείς δεν γίνωμεν συνεργοί της Αυτού χάριτος εις την σωτηρίαν μας. Πάντοτε βοηθεί ο Θεός, πάντα προφθάνει, αλλά θέλει και ημείς να εργασθούμεν, να κάμωμεν εκείνο όπου ημπορούμεν.
Όθεν μη λέγης ότι δεν επρόκοψες, και διατί δεν επρόκοψες, και άλλα παρόμοια. Διότι η προκοπή δεν έγκειται εις μόνον τον άνθρωπον, καν θελήση, καν και πολύ κοπιάση. Η δύναμις του Θεού, η χάρις Του η ευλογημένη, αυτή κάμνει το παν, όταν το εξ ημών λάβη. Αυτή σηκώνει τον πεσμένον, αυτή ανορθοί τον κατερραγμένον.
Αυτόν τον Θεόν και Σωτήρα ημών να παρακαλούμεν και ημείς εξ όλης καρδίας να έλθη˙ να σφίξη τον παράλυτον, να εγείρη τον τετραήμερον Λάζαρον, να δώση οφθαλμούς εις τον τυφλόν, να θρέψη τον πεινασμένον.

Από το βιβλίο «Έκφραση Μοναχικής Εμπειρίας» του μακαριστού γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή το οποίο περιέχει επιστολές προς τα πνευματικά του παιδιά.

Η ασκητική του πόνου κατά τον Γέροντα Ιωσήφ τον ησυχαστή


Κωνσταντίνος Κορναράκης
Επίκουρος Καθηγητής
Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών

 
Α’. Εννοιολογικές αποχρώσεις του βιώματος του πόνου στον χώρο της πνευματικής ζωής κατά τη διδασκαλία του Γέροντος Ιωσήφ.
1)Η διερεύνηση της έννοιας του πόνου  στον βίο και το έργο του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού, συναντά την προβληματική, η οποία προϋποτίθεται σε κάθε ερμηνευτική προσέγγιση του ανθρωπολογικού έργου της πατερικής γραμματείας. Η προβληματική αυτή έγκειται στο γεγονός ότι κάθε ερμηνευτική διαδικασία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της διολισθήσεως στην ενασχόληση με το μέρος του αντικειμένου της, με προφανές αποτέλεσμα την άγνοια της καθόλου θεωρήσεως αυτού. Ακόμη όμως και όταν αποτελεί πρόδηλη ερευνητική ανάγκη η επικέντρωση της έρευνας σε όψεις του όλου (δηλαδή το μέρος), δεν παύει η θεώρηση του όλου να αποτελεί αναγκαία συνθήκη κατανοήσεως της αυθεντικότητας ή της λειτουργικότητας του μέρους και αντιστρόφως . Στην ασκητική γλώσσα, λ.χ., το μέρος (π.χ. φυσική αρετή) δεν δικαιώνει το όλο (πνευματικός βίος) . Πάλι, το όλον (ταπεινός άνθρωπος) δεν κατανοείται άνευ του μέρους (ταπεινός λόγω κενοδοξίας ή ακενοδοξίας;). Κατά βάσιν, λοιπόν, πρόκειται για την πατερική αντίληψη, περί της διαλεκτικής μέρους και όλου, υπό την έννοια της αδιάλειπτης λειτουργίας νηπτικών βιωμάτων .
Επί του προκειμένου θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δια της ενδοσκοπήσεως ασυνείδητων ψυχικών λειτουργιών, ήδη από τον Δ΄ αι., οι πατέρες της Εκκλησίας παρουσίασαν την καθόλου θεώρηση του ανθρώπου, υπερβαίνοντας την οφειλόμενη στη φυσιοκρατία στατικότητα της αρχαιοελληνικής σκέψεως. Κατά τους πατέρες, η συμπεριφορά του ανθρώπου συνίσταται από δυναμικώς αλληλεπιδρώσες καταστάσεις και αυτό σημαίνει ότι μια φαινομενικώς ήσσονος προβληματικής αρνητική συμπεριφορά μπορεί να συνοψίζει ένα πλέγμα παθογόνων βιωματικών καταστάσεων . Αυτή η δυναμική ανθρωπολογική αντίληψη σφράγισε την πατερική γραμματεία και απαντάται σε κάθε έργο, το οποίο έχει ως σημείο αναφοράς του τη διδασκαλία αυτή.
Το έργο, λοιπόν, του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού στοιχείται προς την ανθρωπολογική παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, και ως εκ τούτου, αν και αφετηρία του αποτελεί το ζήτημα του πόνου, εντούτοις συναντούμε την καθόλου θεώρηση του περί ανθρώπου προβλήματος. Συσχετίζοντας ο Γέρων, μέσα από τη διδασκαλία του αλλά και μέσα από τα γεγονότα της ζωής του, τις κύριες βιωματικές εκφράσεις του πόνου με τη ροή των κοσμικών πραγμάτων, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εκφάνσεις του πόνου στη ζωή του ανθρώπου δεν αποτελούν παρά όψεις του περί υπάρξεώς του ερωτήματος, το οποίο άλλωστε, συναρτάται αμέσως με την πορεία προς την πνευματική του τελείωση. Υπό την έννοια αυτή, ο σοφός περί τα Θεία Γέρων δεν διακρίνει ιδιαιτέρως κάποια έκφανση του πόνου, εφόσον το βίωμα του πόνου θεωρείται ποικιλοτρόπως, αλλά θεωρεί ως βίωμα πόνου κάθε βίωμα που φανερώνει ότι ασκείται ακούσια ή εκούσια βία στη φύση του ανθρώπου.
Οι επιφορές του ανθρωπίνου βίου, ως άσκηση ακούσιας βίας στη φύση του ανθρώπου.
Στην 37η Επιστολή του, ο Γέρων Ιωσήφ χρησιμοποιεί τον όρο επιφοραί  για να περιγράψει τις προσβολές των δαιμονικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν ως σκοπό να κάμψουν το ασκητικό του φρόνημα, βυθίζοντάς τον στην απόγνωση και στην απονέκρωση των πνευματικών του δυνάμεων. Πρόκειται για έναν όρο, ο οποίος στο γλωσσικό ιδίωμα των ασκητικών Πατέρων δηλώνει την εκ της αγαθής Προνοίας του Θεού ποικίλη μορφή ασκήσεως βίας στη ζωή του ανθρώπου και ιδιαιτέρως του νηπτικού, ενώ εξάλλου υποδηλώνει κάποιο ισχυρό βίωμα πόνου .
Μία από τις συνηθέστερες εκφράσεις αυτού του τύπου βίας αποτελεί η περίπτωση της ασθένειας. Σε αρκετές επιστολές του οσίου ασκητού συναντούμε περιπτώσεις εμπερίστατων πνευματικών του τέκνων, τα οποία προσδοκούν να ωφεληθούν από την ποιμαντική του καθοδήγηση, από λόγους παραμυθίας αλλά και από την παρρησία της προσευχής του . Κατά τον Γέροντα, η ασθένεια αποτελεί ένδειξη της αγάπης του Θεού και δυνατότητα που δίδεται στον άνθρωπο για να δοκιμασθούν οι πνευματικές του δυνάμεις και να προαχθεί στην εν Χριστώ ζωή . Η σωτηριολογική αυτή διδασκαλία αποτελεί καρπό της πείρας του Γέροντος, ο οποίος κατ’ εξοχήν βίωσε κατά τη διάρκεια του βίου του οριακές καταστάσεις αντοχής στον πόνο, αλλά πάντοτε τις αντιμετώπιζε δοξολογικώς ως απόδειξη ελέους του Θεού προς αυτόν .

Από τη μελέτη όμως των Επιστολών του μακαρίου Γέροντος γίνεται κατανοητό ότι η ασθένεια και το βίωμα του πόνου, το οποίο γεννάται από αυτήν, δεν αποτελούν κατά βάσιν το αληθινό πρόβλημα της ζωής του ανθρώπου, διότι η ασθένεια δεν αλλοιώνει την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου παρά μόνον τον θλίβει σωματικώς και ψυχολογικώς. Για τον Γέροντα, σημαντικότερη από την ασθένεια, είναι άσκηση της δαιμονικής βίας επί του ανθρώπου. Η βία αυτή θλίβει τον πνευματικό άνθρωπο και του δημιουργεί βιώματα πόνου, όπως πόλεμο των πειρασμών , απόγνωση  ή και παραλυσία των πνευματικών του δυνάμεων , έχοντας ως σκοπό την αλλοίωση της υπαρξιακής του προοπτικής, δηλαδή της απομακρύνσεως του από την κοινωνία με τον Θεό και την απώλεια του καθ’ ομοίωσιν. Στο πλαίσιο αυτό δεν αποκλείεται και η σωματική βία, όπως φανερώνει η φράση του ι. πατρός, «πάλη φανερά» και περιγράφει παραστατικώς η 24η Επιστολή του . Άλλωστε, ο ίδιος περιγράφει με ζωηρό τρόπο τις προσωπικές του εμπειρίες από τις δαιμονικές επιθέσεις τις οποίες υφίστατο, μεταφέροντας στον αναγνώστη σκηνές από τη ζωή των ασκητών των κοινοβίων της αιγυπτιακής ερήμου, εξόχως δε του Μ. Αντωνίου.
Η θλίψη αυτή προέρχεται από το μίσος του διαβόλου κατά των ανθρώπων του Θεού και βιώνεται ως πόνος και οδύνη που προκαλούνται από τις μεθοδείες του, καθώς αυτός επιχειρεί να πλήξει πνευματικώς αλλά και σωματικώς τον άνθρωπο διότι, «βλέπων ημάς ότι θέλομεν να σωθώμεν μας γίνεται πρόσκομμα και πέτρα σκανδάλου δια να εμποδίσει την προθυμίαν μας• να μας φέρει απελπισμόν, απιστίαν, αθυμίαν• ασθένειαν από την θλίψιν και πόνον πολύν• να μαρανθώμεν όπως τα άνθη όταν επέλθη εξαίφνης βορράς» .
Εξάλλου, ακολουθώντας ο Γέρων τη ζωή των ασκητών της ερήμου, γνωρίζει ότι ο πνευματικός άνθρωπος οφείλει να αντιμετωπίζει πειρασμούς και θλίψεις στη ζωή του από εμπαθείς καταστάσεις, οι οποίες πηγάζουν από δαιμονικές προσβολές που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στην ασθένεια της φύσεως. Ο διάβολος, εκμεταλλευόμενος την ασθένεια της φύσεως, πείθει τον άνθρωπο (εδώ: τον μοναχό) «ότι πάη για Μάρτυρας»  και τον ωθεί ασυνειδήτως σε διολίσθηση στην κατάσταση της οιήσεως, δια της καταστήσεως της εικόνας του κριτηρίου πνευματικής βιωτής, θεμελιωμένου σε δήθεν επιτεύγματά του στον χώρο της πνευματικής του ζωής. Λησμονώντας, όμως, ότι μόνον η χάρις του Θεού τελειώνει τα γυμνάσματα του ανθρώπου, ο μοναχός αυτός απομονώνεται τοπικώς (κελλίον), αλλά και υπαρξιακώς στον εαυτό του  και ενώ πιστεύει ότι προάγεται στην πνευματική ζωή, κατ’ ουσίαν την υποβαθμίζει, αλλοιώνοντάς την κατά τα μέτρα της παθογόνου αυτοσυνειδησίας του.
Τοιουτοτρόπως, όμως, αποτυγχάνει να αξιοποιήσει τη διαλεκτική μεταξύ Χάριτος και πειρασμών, δηλαδή αυτού τούτου του γεγονότος του καθ’ ημέραν αγώνα, προς τον σκοπό της πληρώσεως της καθ’ ομοίωσιν υπαρξιακής του προοπτικής. Ο Γέρων χρησιμοποιεί τον όρο Λύπη απαρηγόρητος, για να περιγράψει την έμπονο εκείνη ψυχοσωματική κατάσταση του μοναχού ή του εν γένει πνευματικού ανθρώπου, η οποία προκαλείται από πεφυσιωμένο φρόνημα, το οποίο εκδιώκει τη Χάρη του Θεού, με άμεσο αποτέλεσμα ψυχικές (ακηδία, σκότος νοός, λογισμό απιστίας, φόβο πλάνης), όσο και σωματικές παρενέργειες (βάρος σώματος, ύπνο άμετρον, παραλυσία μελών) . Η έμπονος αυτή κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί σε επιθετικότητα (: θυμός, ταραχή, εμπόδιον σωτηρίας εις τους άλλους), όταν διαπιστωθεί από τον ίδιο τον πνευματικό αγωνιστή η διάσταση μεταξύ της υφισταμένης παθολογικής καταστάσεως του εαυτού του και των απαιτήσεων του πνευματικού βίου, όπως αυτός καλλιεργείται και βιώνεται από τους λοιπούς συνασκητές του .
Η αξιωματικού τύπου παρατήρηση του Γέροντος ότι ο άνθρωπος αυτός, «ούτε εννοεί ότι έπεσε δια να ζητήση την θεραπείαν του» , επιρρωνύμενη από αφηγήσεις εμπερίστατων, πνευματικώς, ανθρώπων, φανερώνει ότι ο τύπος του πνευματικού ανθρώπου, ο οποίος δικαιώνει διαρκώς τον εαυτό του, αδυνατεί να ερμηνεύσει και να αξιοποιήσει την παρουσία του πόνου στη ζωή του. Συνεπεία τούτου, είτε θεωρεί ότι οι συνάνθρωποί του (εδώ: συνασκητές), διαφοροποιούμενοι από τις δικές του πνευματικές επιλογές, κατ’ ουσίαν ευθύνονται για τα ενοχικά του βιώματα, είτε προσπαθεί να καταστήσει αυτούς κοινωνούς των αντιλήψεών του, επιδιώκοντας ασυνειδήτως την, δια της συλλογικής ευθύνης, άρση των ενοχικών του βιωμάτων . Δι’ αυτού του τρόπου, ο Αθωνίτης Γέρων δεν παραθέτει μόνον στοιχεία της δαιμονικής τεχνικής, αλλά και επισημαίνει την παθολογία της πνευματικής ζωής, εφόσον περιγράφει το ενδεχόμενο αυτή να αποτελέσει πηγή εμπόνων καταστάσεων υποβαθμισμένης πνευματικής εμπειρίας.
Εξάλλου, βίωμα πόνου, ως συνέπεια ασκήσεως ακούσιας, εν σχέσει προς την επιθυμία του, βίας επί του ανθρώπου, συναντούμε κατά τον τίμιο Γέροντα σε περιπτώσεις όπου ο άνθρωπος αυτός βιώνει τις θλίψεις του καθ’ ημέραν βίου, ως κατάσταση συνυφασμένη με την κοσμική πραγματικότητα.
Κατά ταύτα, ο άνθρωπος υφίσταται τα διάφορα λυπηρά της ζωής, τα οποία μπορεί να είναι έκτατες περιστάσεις (όπως ευθύνη για πρόκληση φονικού τροχαίου ατυχήματος) , ψυχικές διαταραχές, όπως νευρικός κλονισμός , αλλά και θλίψη όταν ένα αίτημα σημαντικό ή και ζωτικής φύσεως για τη ζωή του δεν πραγματοποιείται, καθηλώνοντάς τον σε οδυνηρή αναμονή . Κατά τον Γέροντα όλα αυτά αποτελούν δοκιμασίες αυθεντικότητας της πνευματικής ζωής, και αποδεικνύουν την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο.
2) Το βίωμα του πόνου ως συνέπεια ασκήσεως εκ μέρους του ανθρώπου βίας στη φύση του.
Κατά τον Γέροντα Ιωσήφ, η βία στην πνευματική ζωή, ως εξουθένωση του σαρκικού φρονήματος, δια μέσου του νηπτικού βίου, αποτελεί μοναδική οδό, διοδεύουσα τον άνθρωπο από τον κόσμο της αμαρτίας στον κόσμο της Χάριτος του Θεού. Ως εκ τούτου, αποτελεί σημείο πνευματικής ωριμάνσεως και εφαρμογής της διδασκαλίας του Χριστού.
Κατά τον μακάριο Γέροντα, οι αφετηρίες της ασκήσεως βίας, εκ μέρους του αν-θρώπου στη φύση του, εντοπίζονται στη βεβαιότητα των Πατέρων ότι ο εχθρός, δηλαδή ο διάβολος, είναι πολυμήχανος και δεν αντιμετωπίζεται με τρόπους συμβατούς προς την ανθρώπινη δεξιοτεχνία ή νοημοσύνη . Δεν είναι πάλη προς άνθρωπο, αλλά προς τις αρχές και τις εξουσίες του σκότους. Τοιουτοτρόπως, ο διάβολος δεν καταβάλλεται με εξωτερική δράση αλλά με εσωτερική αντιμάχηση, όταν δηλαδή θανατωθεί ο παλαιός άνθρωπος .
Περιγράφοντας τον πόλεμο αυτό ο τίμιος Γέρων παρατηρεί ότι ο αυθεντικός άν-θρωπος του Θεού, «δεν αφήνει την θέσιν, αλλά στέκει αμυνόμενος και μαζεύων τα σεσαθρωμένα εκ της πάλης των δαιμόνων μέρη του σκάφους του. Κάθεται κλαίων και οδυρόμενος τας πληγάς. Και προσπαθεί να θεραπεύη, τα εαυτού τραύματα. Και αναμένει αγωνιαίως ή την έκβασιν των πειρασμών ή την τελείαν εξολόθρευσιν. Και έχων μικράν ελπίδα λέγει: Κάλλιον να αποθάνω επάνω εις τον αγώνα, παρά να αφήσω και να υβρισθή η οδός του Θεού, αφού έχω τόσας μαρτυρίας ότι δι’ αυτής διώδευσαν πάντες οι Άγιοι» .
Κατά βάσιν ο άνθρωπος αποθνήσκει, αλλά ο θάνατος αυτός δεν έχει σχέση με τον βιολογικό θάνατο, όπως αυτός εννοείται στο καθ’ υπερβολήν σχήμα που παραθέτει ο Γέρων στο ανωτέρω χωρίο. Ο παλαιστής της ερήμου επιθυμεί να προβάλλει την εικόνα του ανθρώπου ο οποίος «αποθνήσκει», υπό την έννοια της αρνήσεως του ιδίου θελήματος, βιώνοντας κάθε πειρασμό και θλίψη ως σημείο παιδαγωγικής προνοίας του Θεού, εφόσον «κάθε θλίψις όπου μας γίνεται, είτε εξ ανθρώπων, είτε εκ δαιμόνων, είτε εξ αυτής της ιδίας μας φύσεως, πάντοτε έχει κλεισμένον εντός της το ανάλογον κέρδος» . Εδώ όμως εννοείται και ο πνευματικός άνθρωπος ο οποίος, όταν αδικείται, καθιστά εκουσίως δικό του φορτίο την αδικία του αδελφού του κατά του ιδίου, ώστε, κατά τον Γέροντα, «να νομίζης από τον πόνον ότι θα βγη η ψυχή σου ως εκ καμίνου πυρός» .
Εάν λοιπόν ο άνθρωπος συνειδητοποιήσει ότι «δεν έχει ένδυμα γάμου», διότι μό-λυνε τον νου, την καρδία και το σώμα του, τότε καταφεύγει σε πνευματικά αγωνίσματα, τα οποία επιφέρουν πόνο αλλά και ελκύουν τη Χάρη του Θεού σε όσους τα μετέλθουν έως τέλους. Τα πνευματικά αυτά αγωνίσματα είναι έργα μετανοίας, όπως ο πόνος της ψυχής, τα δάκρυα και το πένθος, και τα οποία εξαγνίζουν τον άνθρωπο, επισφραγίζοντας το αυθεντικό βίωμα του μυστηρίου της εξομολογήσεως, δια μέσου του οποίου ο πνευματικός άνθρωπος καθαρίζει το ένδυμα γάμου της ψυχής του .
Δια των ανωτέρω ασκητικών αγώνων αλλά και την αποδοχή της συνθλίψεως του ιδίου θελήματος κατά τις διαπροσωπικές του σχέσεις, ο άνθρωπος οδηγείται στην επίγνωση της αδυναμίας της φύσεώς του  κατά τον αγώνα του για εφέλκυση της χάριτος του Θεού και απρόσκοπτη κίνηση προς αυτόν. Κατά τον Γέροντα, όταν ο βιαστής της βασιλείας του Θεού μετέλθει τα αγωνίσματα αυτά, «τότε λαμβάνει ελευθερία παθών».
Στην οσιακή σκέψη του Γέροντος, «χωρίς αγώνα και χύσιν αίματος» ο άνθρωπος δεν πρέπει να περιμένει «ελευθερία παθών» . Η χάρις της μετανοίας, η οποία ενεργείται σε όσους αγωνίζονται, είναι «κληρονομιά πατροπαράδοτος», χαρακτηρίζεται δε συνάλλαγμα θείον. Ο άνθρωπος δίδει γη και λαμβάνει ουρανό. Συνεπώς, ανταλλάσσει ύλη, λαμβάνοντας Πνεύμα. Υπό την έννοια αυτή, κάθε ιδρώτας, κάθε πόνος, κάθε άσκηση του χριστοκεντρικού βίου είναι αλλαγή συναλλάγματος• «Αφαίρεσις αίματος, εισροή Πνεύματος» . Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Γέρων ανάγει με αβίαστο τρόπο τη σκέψη στη διδασκαλία των ασκητών της ερήμου και ιδιαιτέρως στο «δος αίμα και λάβε πνεύμα» του αββά Λογγίνου, το οποίο ερμηνεύεται από τον ίδιο όχι μόνον θεωρητικώς, αλλά και βιωματικώς με βάση τις δοκιμασίες της πνευματικής του ζωής .
Ο αυθεντικός βιαστής της Βασιλείας των Ουρανών καταβάλλει τον αντίδικο διάβολο, πολεμώντας τον με δακρύων οχετούς, πόνο ψυχής έως θανάτου, άκρα ταπείνωση, μεγίστη υπομονή. Ο αγωνιστής αυτός αισθάνεται να τρέχη αίμα από υπερκόπωσι της ευχής και καταπίπτει για μεγάλα χρονικά διαστήματα εξηντλημένος ως βαρειά ασθενής αλλά δεν παραιτείται της μάχης έως να νικηθούν και να υποχωρήσουν οι δαίμονες .
Εξάλλου, όταν ο εν Χριστώ ανακαινισμένος άνθρωπος επιθυμεί να ασκηθεί κατά τα πρότυπα του ασκητικού βίου των γερόντων της Ερήμου, τότε επιδιώκει την έτι περαιτέρω ευαισθητοποίηση των πνευματικών του αισθητηρίων ώστε να αντιλαμβάνεται και τον ασθενέστερο πειρασμικό κραδασμό της υπάρξεώς του. Ο άγιος Γέρων ενθυμούμενος τα πνευματικά του γυμνάσματα, αφηγείται ότι όταν διαβιούσε στον κόσμο μετερχόταν «εν κρυπτώ δριμείς και αιμάτων πλήρεις αγώνας». Τα βουνά και τα σπήλαια της Πεντέλης τον είχαν γνωρίσει «ως νυκτικόρακα πεινώντα και κλαίοντα, ζητούντα σωθήναι» .
Ο ίδιος ο μακάριος Γέρων εξηγεί ότι ασκούσε και σωματική βία στον εαυτό του . Η σωματική αυτή βία δεν αποσκοπούσε στην υποτίμηση του σώματος αλλά αποτελούσε το ισοζύγιο των εμπαθών λογισμών, δια των οποίων οι δαιμονικές δυνάμεις επιχειρούσαν να καταβάλουν τον ζήλο του . Κατά την οσιακή του λογική αυτό «είναι νόμος Θεού», δηλαδή, «παν ό, τι προκαλεί ηδονήν θεραπεύεται με οδύνην» .
Υπάρχει όμως και ο πόνος που βιώνει ο πνευματικός πατήρ για τα τέκνα του. Ο ίδιος ο τίμιος πατήρ παρατηρεί ότι παρέλυσε και είναι πλέον ασθενής• «δι’ αυτά και δι’ όλα έγινα πτώμα». Ο Γέρων εξηγεί ότι, «δια την κάθε μίαν ψυχήν όπου λαμβάνει βοήθειαν, δοκιμάζει τον πόλεμον όπου έχει» . Κατ’ αυτό τον τρόπο, «εξατονεί από διανοητικήν υπερκόπωσιν και από τους πειρασμούς, όπου δι’ όλους πάσχει» . Εφαρμόζοντας το υμνολογικό Ώσπερ πελεκάν τετρωμμένος , εξομολογείται ότι η ζωή του «έτσι επέρασεν, εις τον πόνον και τας ασθενείας. Και τώρα πάλιν -συνεχίζει ο Γέρων Ιωσήφ- δι’ εσάς ήλθα εις θάνατον. Είπα• ας αποθάνω εγώ, μόνον να ζήσουν τα πνευματικά μου παιδιά. Και τελείως δεν έτρωγα» .

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...