«Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββά Ποιμένα:
Τί νά κάνω μέ τίς ἁμαρτίες μου;
Τοῦ λέει ὁ Γέροντας:
Τί νά κάνω μέ τίς ἁμαρτίες μου;
Τοῦ λέει ὁ Γέροντας:
Ὅποιος θέλει νά λυτρωθεῖ ἀπό ἁμαρτίες,
μέ τόν κλαυθμό λυτρώνεται ἀπ᾿ αὐτές. Καί ὅποιος θέλει ν᾿ ἀποκτήσει
ἀρετές, μέ τόν κλαυθμό τίς ἀποκτᾶ. Γιατί τό κλάμα εἶναι ὁ δρόμος πού μᾶς
παρέδωσαν ἡ Γραφή καί οἱ Πατέρες μας, λέγοντας: “Κλάψτε! Γιατί ἄλλος
δρόμος, ἐκτός ἀπ᾿ αὐτόν, δέν ὑπάρχει”».
Τά δάκρυα εἶναι φυσικό ἀποτέλεσμα τῆς πεσμένης ἀνθρωπίνης φύσεως. Πρίν ἀπό τήν προπατορική πτώση, ἡ φύση μας δέν γνώριζε τά δάκρυα. Γνώριζε μόνο τήν ὁλοκάθαρη ἀπόλαυση τῆς παραδείσιας μακαριότητας. Ἀλλά τήν ἔχασε αὐτή τή μακαριότητα. Καί τῆς ἔμειναν τά δάκρυα ὡς ἔκφραση τοῦ πόθου της γιά τή μακαριότητα, ὡς μαρτυρία τῆς πτώσεώς της, ὡς ἀπόδειξη τῆς παραδόσεώς της στήν ὀργή τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ὡς ἐλπίδα τῆς μελλοντικῆς ἐπιστροφῆς της στήν μακαριότητα. Ἀξιόπιστη εἶναι αὐτή ἡ ἐλπίδα, ἀφοῦ τό αἴσθημα τῆς συμπάθειας πρός τόν πλησίον δέν χάθηκε ἀπό τή φύση μας.
Ἀξιόπιστη εἶναι αὐτή ἡ ἐλπίδα, ἐπειδή τή θλίψη γιά τήν ἀπώλεια τῆς οὐράνιας μακαριότητας δέν μπορεῖ νά τήν ἀποδιώξει καμιά πρόσκαιρη ἀπόλαυση. Παραμένοντας ἀνικανοποίητη ἡ φύση μας, προσμένει ἱκανοποίηση. Στά δάκρυά της ζεῖ μυστικά ἡ παρηγοριά καί τό πένθος της ἡ χαρά. Ὁ ἄνθρωπος, ὅποιαν ἐπίγεια εὐημερία κι ἄν ἀπολαμβάνει, σ᾿ ὅποια ὕψη δόξας κι ἄν βρίσκεται, σ᾿ ὅποιαν εὐτυχία κι ἄν κολυμπᾶ, συναντᾶ καί βιώνει στιγμές, ὧρες καί μέρες τέτοιες, πού μή βρίσκοντας ἀνακούφιση σέ καμιάν ἄλλη παρηγοριά, καταφεύγει σ᾿ αὐτήν πού τοῦ προσφέρουν τά δάκρυα.
«Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος», ὁ καθένας
ἀπό μᾶς πού θά βρεθεῖ στή χώρα τούτη τῆς ἐξορίας καί τῆς ταλαιπωρίας,
στή χώρα τῆς ὀδύνης καί τοῦ θρήνου –τέτοια εἶναι ἀπό τήν ἀρχή τῆς
ὑπάρξεώς μας, τότε πού, ἀμέσως μετά τή γέννησή μας, βγάζουμε τήν πρώτη
θρηνητική κραυγή–, «μακάριος», λοιπόν, «εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού βρίσκει
βοήθεια ἀπό Σένα», καί ἡ βοήθεια αὐτή φανερώνεται μέ τά δάκρυα πού ἔχει
στήν προσευχή του! Τέτοιες ἀόρατες πνευματικές «ἀναβάσεις ἀποφάσισε μέ
τήν καρδιά του νά κάνει», περνώντας ἀπό «τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμοῦ», τήν
ἐπίγγεια ζωή, τήν ὁποία Ἐσύ ὅρισες γιά τή μετάνοια. «Καί, βέβαια, ὁ
Νομοθέτης θά τοῦ δώσει εὐλογίες», τό πένθος καί τά δάκρυα. Καθαρίζοντας
μ᾿ αὐτά τήν ψυχή του, «θά προχωράει, παίρνοντας συνέχεια καινούρια
δύναμη, ὥσπου νά δεῖ τόν Θεό τῶν θεῶν στή Σιών»1 μέ πνεῦμα ἑτοιμασμένο
γιά τήν ὑποδοχή Ἐκείνου μέ τήν εἰλικρινή μετάνοια.
«Ὅσοι σπέρνουν μέ δάκρυα, θά θερίσουν μέ ἀγαλλίαση. Βαδίζοντας» στόν στενό καί γεμάτο θλίψεις δρόμο τῆς ἐπίγειας ζωῆς, σάν τούς γεωργούς πού πᾶνε στά χωράφια τους, «ἔσπερναν κλαίγοντας. Ἐπιστρέφοντας,ὅμως, θά ἔρχονται μέ ἀγαλλίαση, κρατώντας τά δεμάτια τους»2.
«Ὅσοι σπέρνουν μέ δάκρυα, θά θερίσουν μέ ἀγαλλίαση. Βαδίζοντας» στόν στενό καί γεμάτο θλίψεις δρόμο τῆς ἐπίγειας ζωῆς, σάν τούς γεωργούς πού πᾶνε στά χωράφια τους, «ἔσπερναν κλαίγοντας. Ἐπιστρέφοντας,ὅμως, θά ἔρχονται μέ ἀγαλλίαση, κρατώντας τά δεμάτια τους»2.
Τά δάκρυα εἶναι χαρακτηριστικό τῆς
πεσμένης ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ὅπως καί ὅλα τά ἄλλα χαρακτηριστικά
της, δηλητηριασμένα μέ τήν ἀδυναμία τῆς πτώσεως. Συμβαίνει νά ἔχει
κάποιος ἀπό τή φύση του ἰδιαίτερη προδιάθεση πρός τά δάκρυα. Ἔτσι,
δακρύζει σέ κάθε εὐνοϊκή περίσταση. Τέτοια δάκρυα ὀνομάζονται φυσικά.
Ὑπάρχουν, ὅμως, καί δάκρυα ἁμαρτωλά. Εἶναι ἐκεῖνα πού προέρχονται ἀπό
ἐμπαθεῖς κινήσεις τῆς ψυχῆς. Τέτοια δάκρυα πληθωρικά καί εὔκολα χύνουν
οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι παραδομένοι σέ κάθε λογῆς φιληδονία. Τέτοια δάκρυα
χύνουν, ἐπίσης, ὅσοι βρίσκονται στήν πλάνη. Ἄφθονα δάκρυα, ἄλλωστε,
ὀφείλονται σέ κενοδοξία, σέ ὑποκρισία, σέ προσποίηση, σέ ἀνθρωπαρέσκεια
καί σέ κακότητα. Ἡ τελευταία, ὅταν δέν ἔχει τή δύνατότητα νά τελέσει ἕνα
κακούργημα, νά χύσει λ.χ. ἀνθρώπινο αἷμα, τότε χύνει δάκρυα. Τέτοια
ἦταν τά δάκρυα τοῦ Νέρωνα, τόν ὁποῖο οἱ σύγχρονοί του χριστιανοί
θεωροῦσαν ὡς τόν ἀντίχριστο, λόγω τῆς σκληρότητάς του καί τῆς ἀποστροφῆς
του πρός τόν χριστιανισμό. Φυσικά εἶναι τά δάκρυα τῆς πικρίας. Ὅταν,
ὅμως, ἡ πίκρα ἔχει χαρακτήρα ἁμαρτωλό, τότε καί τά δάρκυα της εἶναι
ἁμαρτωλά. Σύμφωνα μέ τίς νουθεσίες τῶν ἁγίων Πατέρων, τόσο τά φυσικά ὅσο
καί τά ἁμαρτωλά δάκρυα, μόλις αὐτά ἐμφανίζονται, πρέπει νά τά στρέφουμε
σέ θεάρεστα, σέ πνευματικά, ἀλλάζοντας τήν αἰτία τους. Νά φέρνουμε,
δηλαδή, στόν νοῦ μας τά ἁμαρτήματα πού διαπράξαμε, τόν ἀναπόφευκτο
θάνατο πού θά ἔρθει σέ ἄδηλη ὥρα, τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, καί νά κλαῖμε γι᾿
αὐτές τίς αἰτίες3.
Τί θαυμαστό! Ἐκεῖνοι πού ἀπό φυσική κλίση χύνουν ποτάμια τά δάκρυα, ἄκοπα, ἄσκοπα καί ἀνώφελα, καθώς κι ἐκεῖνοι πού τά χύνουν ἀπό κάποιαν ἁμαρτωλή παρόρμηση, ὅταν θά θελήσουν νά κλάψουν θεάρεστα, διαπιστώνουν ὅτι μέσα τους ὑπάρχει μιά ἀσυνήθηστη ξηρασία. Ἀπό τά μάτια τους δέν μπορεῖ νά τρέξει οὔτ᾿ ἕνα δάκρυ. Αὐτό δείχνει ὅτι τά δάκρυα τά πνευματικά εἶναι θεϊκά δῶρα. Καί γιά νά τ᾿ ἀποκτήσει κανείς, πρέπει πρῶτα ν᾿ ἀποκτήσει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τή μετάνοια.
Αἰτία τῶν δακρύων εἶναι ἡ διαπίστωση καί ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. «Τά μάτια μου βυθίστηκαν σέ ποταμούς δακρύων, γιατί δέν τήρησα τόν νόμο Σου», λέει ὁ ἅγιος προφήτης Δαβίδ4. Αἰτία τῶν δακρύων εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς πτωχείας. Ἡ πνευματική πτωχεία, ὄντας αὐτή καθεαυτή μακαριότητα5, γεννᾶ ἄλλη μακαριότητα, τό πένθος6, πού τρέφει, συντρέχει καί δυναμώνει τή μητέρα του. «Δέν προέρχεται τό πένθος ἀπό τά δάκρυα, ἀλλά τά δάκρυα ἀπό τό πένθος», λέει ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Προφήτης. «Αὐτός πού βρίσκεται συνεχῶς ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ἄν κόβει τό θέλημά του καί δέν ἐξετάζει τά πταίσματα τῶν ἄλλων, αὐτός ἀποκτᾶ τό πένθος. Καί τό πένθος τόν βοηθάει νά συγκεντρώνει τούς λογισμούς του. Καί ὅταν συναχθοῦν καί ἐλεγχθοῦν οἱ λογισμοί, γεννοῦν τήν κατά Θεόν λύπη. Καί ἡ λύπη γεννᾶ τά δάκρυα»7.
Τί θαυμαστό! Ἐκεῖνοι πού ἀπό φυσική κλίση χύνουν ποτάμια τά δάκρυα, ἄκοπα, ἄσκοπα καί ἀνώφελα, καθώς κι ἐκεῖνοι πού τά χύνουν ἀπό κάποιαν ἁμαρτωλή παρόρμηση, ὅταν θά θελήσουν νά κλάψουν θεάρεστα, διαπιστώνουν ὅτι μέσα τους ὑπάρχει μιά ἀσυνήθηστη ξηρασία. Ἀπό τά μάτια τους δέν μπορεῖ νά τρέξει οὔτ᾿ ἕνα δάκρυ. Αὐτό δείχνει ὅτι τά δάκρυα τά πνευματικά εἶναι θεϊκά δῶρα. Καί γιά νά τ᾿ ἀποκτήσει κανείς, πρέπει πρῶτα ν᾿ ἀποκτήσει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τή μετάνοια.
Αἰτία τῶν δακρύων εἶναι ἡ διαπίστωση καί ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. «Τά μάτια μου βυθίστηκαν σέ ποταμούς δακρύων, γιατί δέν τήρησα τόν νόμο Σου», λέει ὁ ἅγιος προφήτης Δαβίδ4. Αἰτία τῶν δακρύων εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς πτωχείας. Ἡ πνευματική πτωχεία, ὄντας αὐτή καθεαυτή μακαριότητα5, γεννᾶ ἄλλη μακαριότητα, τό πένθος6, πού τρέφει, συντρέχει καί δυναμώνει τή μητέρα του. «Δέν προέρχεται τό πένθος ἀπό τά δάκρυα, ἀλλά τά δάκρυα ἀπό τό πένθος», λέει ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Προφήτης. «Αὐτός πού βρίσκεται συνεχῶς ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ἄν κόβει τό θέλημά του καί δέν ἐξετάζει τά πταίσματα τῶν ἄλλων, αὐτός ἀποκτᾶ τό πένθος. Καί τό πένθος τόν βοηθάει νά συγκεντρώνει τούς λογισμούς του. Καί ὅταν συναχθοῦν καί ἐλεγχθοῦν οἱ λογισμοί, γεννοῦν τήν κατά Θεόν λύπη. Καί ἡ λύπη γεννᾶ τά δάκρυα»7.
Τά δάκρυα, ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, εἶναι
γνώρισμα τοῦ θείου ἐλέους, ὅπως γράφει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος: «Τά
δάκρυα, πού παρουσιάζονται κατά τήν προσευχή, εἶναι σημεῖο τοῦ ἐλέους
τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἀξιώθηκε ἡ ψυχή μέ τήν μετάνοια της, καί σημεῖο τοῦ
ὅτι ἡ μετάνοια ἔγινε δεκτή καί ἄρχισε νά εἰσέρχεται μέ τά δάκρυα στήν
πεδιάδα τῆς καθαρότητας. Ἄν οἱ λογισμοί δέν ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά πρόσκαιρα
πράγματα καί δέν πετάξουν ἀπό πάνω τους τήν ἐλπίδα τοῦ κόσμου, ἄν δέν
κινηθεῖ ἀπ᾿ αὐτούς ἡ περιφρόνηση γιά τόν κόσμο καί δέν ἀρχίσουν νά
ἑτοιμάζουν ἀγαθά ἐφόδια γιά τήν ἔξοδό τους ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἄν δέν
ἀρχίσουν νά κινοῦνται στήν ψυχή λογισμοί γιά τά ἐκεῖ πράγματα, τά μάτια
δέν μποροῦν νά δακρύσουν»8.
Ὅποιος ἀπέκτησε τή γνώση τῆς
ἁμαρτωλότητάς του, ὅποιος ἀπέκτησε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅποιος ἀπέκτησε τά
αἰσθήματα τῆς μετάνοιας καί τοῦ πένθους, πρέπει, μέ ἐπιμελή προσευχή,
νά ζητήσει ἀπό τόν Θεό τό δῶρο τῶν δακρύων. Ἔτσι καί ἡ Ἀσχά, ἡ κόρη τοῦ
Χάλεβ, ὅταν παντρεύτηκε καί πήγαινε στό σπίτι τοῦ συζύγου της καθισμένη
σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι, μέ στεναγμούς καί λυγμούς ἄρχισε νά παρακαλάει τόν
πατέρα της: «Μέ πάντρεψες στήν κατάξερη γῆ τοῦ νότου! Δῶσ᾿ μου, λοιπόν,
προίκα ἕνα εὐλογημένο χωράφι, δῶσ᾿ μου ἕνα πού νά εἶναι πλούσιο σέ
νερά!». Καί ὁ Χάλεβ ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τῆς κόρης του9. Οἱ ἅγιοι
Πατέρες στό πρόσωπο τῆς Ἀσχά βλέπουν τήν ψυχή, καθησμένη σάν σέ
γαϊδουράκι στίς ἄλογες ἀπαιτήσεις τῆς σάρκας. Ἡ ξερή γῆ συμβολίζει τήν
πνευματική ἐργασία ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Καί τό ὅτι μέ
στεναγμούς καί λυγμούς ζητοῦσε ἀπό τόν πατέρα της γῆ πλούσια σέ νερά,
σημαίνει ὅτι πρέπει μέ στεναγμούς καί πόνο καρδιᾶς νά ζητάει κάθε
ἀσκητής τό χάρισμα τῶν δακρύων ἀπό τόν Θεό10.
Ἐκτός ἀπό τήν προσευχή, γιά νά λάβουμε τό χάρισμα τῶν δακρύων, εἶναι ἀπαραίτητος καί ὁ προσωπικός μας ἀγώνας. Ὁ ἀγώνας αὐτός καί προηγεῖται τῶν δακρύων ἀλλά καί τά ἀκολουθεῖ. Ὁ ἀγώνας πού προηγεῖται τῶν δακρύων ἀποτελεῖται ἀπό τή διακριτική ἐγκράτεια τροφῶν καί ποτῶν, τή διακριτική ἀγρυπνία, τήν ἀκτημοσύνη, τήν ἀπομάκρυνσή τῆς προσοχῆς μας ἀπ᾿ ὅλα ὅσα μᾶς περιβάλλουν καί τήν αὐτοσυγκέντρωση. Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης γράφει: «Μετάνοια εἶναι ἡ ἄλυπη στέρηση κάθε σωματικῆς παρηγοριᾶς»11. Ὁ προφήτης Δαβίδ περιγράφει τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου πού πενθεῖ μέ τοῦτα τά λόγια: «Μαράθηκα σάν τό χορτάρι καί στέγνωσε ἡ καρδιά μου, γιατί (ἀπό τήν πολλή θλίψη) ξέχασα νά φάω καί τό ψωμί μου. Ἀπό τούς γοερούς στεναγμούς μου τά κόκαλά μου κόλλησαν στό δέρμα μου. Κατάντησα σάν τόν ἐρημικό πελεκάνο, ἔγινα σάν τό νυχτοπούλι (πού κρώζει πένθιμα) στά χαλάσματα. Ἄγρυπνος μένω, κι ἔγινα σάν τό μοναχικό σπουργίτι πάνω στή στέγη. Μέ χλευάζουν ὁλημερίς οἱ ἐχθροί μου καί ὁρκίζονται τώρα ἐναντίον μου ὅσοι ἄλλοτε μέ παίνευαν. Στάχτη ἀντί γιά ψωμί τρώω καί τό νερό, πού πίνω, τό ἀνακατεύω μέ τά δάκρυά μου»12.
Χωρίς νά νεκρωθοῦμεγιά τόν κόσμο, εἶναι
ἀδύνατο νά ἀποκτήσουμε πένθος καί δάκρυα. Ἡ ἀπόκτησή τους εἶναι ἀνάλογη
μέ τή νέκρωσή μας ἀπέναντι στόν κόσμο. Ἀγώνας γιά τό πένθος καί τά
δάκρυα σημαίνει ἄσκηση βίας πάνω στόν ἑαυτό μας γι᾿ αὐτά, ἀλλά καί
μεγαλόψυχη ὑπομονή στήν ξηρασία, μέ τήν ὁποία πολλές φορές δοκιμάζεται ὁ
μακάριος ἀσκητής. Μετά τήν ξηρασία, ὡστόσο, ὁ ὑπομονετικός ἐργάτης τῆς
προσευχῆς πάντοτε ἀμείβεται μέ ποταμούς δακρύων. Ὅπως ἡ γῆ, πού γιά πολύ
καιρό περίμενε τή βροχή καί ἐπιτέλους τή δέχτηκε πλούσια, ἔτσι καί ἡ
καρδιά, πού πρῶτα καταπονήθηκε μέ τήν ξηρασία κι ἔπειτα ἀναζωογονήθηκε
μέ τά δάκρυα, ξεχύνει πλῆθος πνευματικῶν σκέψεων καί αἰσθημάτων, ὅλων
στολισμένων μέ τό ἄνθος τῆς ταπεινοφροσύνης.
Γιά νά εἶναι καρποφόρα ἡ ἐργασία τοῦ πένθους, ἀπαιτοῦνται κάποιες προϋποθέσεις, οἱ ἴδιες πού ἀπαιτοῦνται καί γιά τήν ἐργασία τῆς προσευχῆς, ἀπό τήν ὁποία εἶναι ἀδιαχώριστη. Ὅπως, λοιπόν, ἡ προσευχή, ἔτσι καί τό πένθος χρειάζεται ὑπομονή καί ἐπιμονή. Ὅπως ἡ προσευχή, ἔτσι καί τό πένθος χρειάζεται τήν καταβολή ὄχι μόνο ψυχικοῦ ἀλλα καί σωματικοῦ κόπου, πού συχνά ἐπιφέρει ἐξάντληση. «Κουράστηκα ἀπό τούς στεναγμούς μου· κάθε νύχτα λούζω τό κρεβάτι μου καί βρέχω τό στρῶμα μου μέ τά δάκρυά μου»13. Ἡ βία πάνω στόν ἑαυτό μας καί ὁ κόπος πρέπει νά βρίσκονται σέ συμμετρία μέ τίς σωματικές μας δυνάμεις. Ὁ ὅσιος Νεῖλος Σόρσκι μακαρίζει τό πένθος καί τά δάκρυα, συμβουλεύοντάς μας: «Ὅποιος θέλει νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες, θά ἐλευθερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτές μέ τόν κλαυθμό· καί ὅποιος θέλει νά τίς ἀποφύγει, μέ τόν κλαυθμό τίς ἀποφεύγει αὐτός εἶναι ὁ δρόμος τῆς μετάνοιας καί ὁ καρπός της. Γιά κάθε πειρασμό, πού μᾶς βρίσκει, καί γιά κάθε ἐχθρικό λογισμό πρέπει νά κλαῖμε μπροστά στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς βοηθήσει. Καί θά μᾶς ἀναπαύσει γρήγορα, ἄν προσευχηθοῦμε μέ ἐπίγνωση»14. Καί αὐτός ὁ Ὅσιος, ὡστόσο, ἀφοῦ πρῶτα μᾶς χειραγωγεῖ στήν ἐργασία τοῦ πένθους μέ τίς νουθεσίες τῶν ὁσίων Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καί Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, καταθέτει τήν ἐπιφυλακτικότητά του γιά τήν ὑπέρμετρη ἄσκηση, ἐπιφυλακτικότητα πού δανείζεται ἀπό τόν ἀββά Ἰσαάκ τόν Σύρο, λέγοντας: «Πρέπει νά καταπονοῦμε τό σῶμα, φτάνει νά μήν τό ἐξουθενώνουμε. Δέν εἶναι ὠφέλιμο νά παραβιάζουμε τίς φυσικές του δυνάμεις. Γιατί, ὅταν ἀναγκάσεις τό ἀσθενικό σῶμα νά κάνει ἔργα περισσότερα ἀπό τή δύναμή του, εἰσάγεις στήν ψυχή σου σκοτισμό πάνω στόν σκοτισμό καί τῆς ἐπιβάλλεις μᾶλλον σύγχυση»15. Ὡστόσο, ὅπως στήν ἰσχυρή, ἔτσι καί στήν ἀδύνατη σωματική κράση εἶναι ἀπαραίτητη κάποια βία, στά πλαίσια τῶν δυνατοτήτων της. Τό μέτρο αὐτῆς τῆς βίας εὔκολα μπορεῖ κανείς νά τό προσδιορίσει μέ τήν πείρα.
Οἱ ἀδύναμοι πρέπει νά ὁδηγοῦν τόν ἑαυτό τους πρός τό πένθος καί τά δάκρυα μέ προσευχή περισσότερο προσεκτική καί νά ἐπιδιώκουν τήν ἀπόκτηση τοῦ πνευματικοῦ πένθους, μέ τό ὁποῖο χύνονται δάκρυα ἥσυχα καί προκαλεῖται καρδιακός πόνος ἤπιος. Κάθε πνευματική ἐργασία, μολονότι ἀποτελεῖ δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν καθένα μας, χρειάζεται ἀπαραίτητα καί τή βία μας. Γιατί ἡ βία εἶναι ἀποκάλυψη καί μαρτυρία στήν πράξη τῆς ἀγαθῆς μας προαιρέσεως. Ἡ βία εἶναι ἀναγκαία προπάντων, ὅταν,εἴτε ἀπό τήν ξεπεσμένη φύση μας εἴτε ἀπό τήν κακουργία τῶν δαιμόνων, ξεσηκώνεται μέσα μας κάποια ἁμαρτωλή ροπή ἤ ταραχή. Τότε ἐπιβάλλεται ἡ προφορά, μέ χαμηλή πάντως φωνή, θρηνητικῶν λόγων προσευχῆς. Ὁ σωματικός, μηχανικός, ἠχηρός, βίαιος καί ἀναγκαστός κλαυθμός δέν εἶναι κατάλληλος γιά τούς ἀδύναμους ἀνθρώπους, γιατί ταλαιπωρεῖ τό σῶμα, καταντώντας το σέ ἐξάντληση καί ἀσθενικότητα. Αὐτόν τόν ἐξαντλητικό κλαυθμό τόν παρομοιάζουν οἱ Πατέρες μέ τούς πόνους τῆς γυναίκας πού γεννᾶ16. Συνέπειά του εἶναι κάποτε-κάποτε ἡ σημαντική ἐξασθένηση ἀκόμα καί σθεναρῶν ἀγωνιστῶν. Στούς μοναχούς ἰσχυρῆς σωματικῆς κράσεως εἶναι δυνατή καί ὠφέλιμη ἡ ἄσκηση πιό ἔντονης βίας γιά τό πένθος καί τά δάκρυα. Αὐτοί εἶναι καλό, ἰδιαίτερα στήν ἀρχή τοῦ ἀγώνα τους, προτοῦ ν᾿ ἀποκτήσουν τό πένθος τοῦ πνεύματος, νά προφέρουν μέ θρηνητική φωνή τά λόγια τῆς προσευχῆς. Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἡ ψυχή, πού ἡ μέθη τῆς ἁμαρτίας τήν ἀποκοίμισε θανάσιμα, ξυπνᾶ μέ τή φωνή τοῦ κλαυθμοῦ καί νιώθει τό αἴσθημα τοῦ πένθους. Ἔτσι ἔκλαιγε ὁ κραταιός Δαβίδ. «Σάν βρουχητά ἔβγαλα στεναγμούς ἀπ᾿ τήν καρδιά μου»17, λέει βρουχιόμουνα δηλαδή μέ τόν θρῆνο μου ὅπως τό πληγωμένο λιοντάρι στήν ἔρημο –φοβερή εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς δυνάμεως, φοβερή καί ἡ ἔκφραση τῆς θλίψεως.
Γιά νά εἶναι καρποφόρα ἡ ἐργασία τοῦ πένθους, ἀπαιτοῦνται κάποιες προϋποθέσεις, οἱ ἴδιες πού ἀπαιτοῦνται καί γιά τήν ἐργασία τῆς προσευχῆς, ἀπό τήν ὁποία εἶναι ἀδιαχώριστη. Ὅπως, λοιπόν, ἡ προσευχή, ἔτσι καί τό πένθος χρειάζεται ὑπομονή καί ἐπιμονή. Ὅπως ἡ προσευχή, ἔτσι καί τό πένθος χρειάζεται τήν καταβολή ὄχι μόνο ψυχικοῦ ἀλλα καί σωματικοῦ κόπου, πού συχνά ἐπιφέρει ἐξάντληση. «Κουράστηκα ἀπό τούς στεναγμούς μου· κάθε νύχτα λούζω τό κρεβάτι μου καί βρέχω τό στρῶμα μου μέ τά δάκρυά μου»13. Ἡ βία πάνω στόν ἑαυτό μας καί ὁ κόπος πρέπει νά βρίσκονται σέ συμμετρία μέ τίς σωματικές μας δυνάμεις. Ὁ ὅσιος Νεῖλος Σόρσκι μακαρίζει τό πένθος καί τά δάκρυα, συμβουλεύοντάς μας: «Ὅποιος θέλει νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες, θά ἐλευθερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτές μέ τόν κλαυθμό· καί ὅποιος θέλει νά τίς ἀποφύγει, μέ τόν κλαυθμό τίς ἀποφεύγει αὐτός εἶναι ὁ δρόμος τῆς μετάνοιας καί ὁ καρπός της. Γιά κάθε πειρασμό, πού μᾶς βρίσκει, καί γιά κάθε ἐχθρικό λογισμό πρέπει νά κλαῖμε μπροστά στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς βοηθήσει. Καί θά μᾶς ἀναπαύσει γρήγορα, ἄν προσευχηθοῦμε μέ ἐπίγνωση»14. Καί αὐτός ὁ Ὅσιος, ὡστόσο, ἀφοῦ πρῶτα μᾶς χειραγωγεῖ στήν ἐργασία τοῦ πένθους μέ τίς νουθεσίες τῶν ὁσίων Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καί Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, καταθέτει τήν ἐπιφυλακτικότητά του γιά τήν ὑπέρμετρη ἄσκηση, ἐπιφυλακτικότητα πού δανείζεται ἀπό τόν ἀββά Ἰσαάκ τόν Σύρο, λέγοντας: «Πρέπει νά καταπονοῦμε τό σῶμα, φτάνει νά μήν τό ἐξουθενώνουμε. Δέν εἶναι ὠφέλιμο νά παραβιάζουμε τίς φυσικές του δυνάμεις. Γιατί, ὅταν ἀναγκάσεις τό ἀσθενικό σῶμα νά κάνει ἔργα περισσότερα ἀπό τή δύναμή του, εἰσάγεις στήν ψυχή σου σκοτισμό πάνω στόν σκοτισμό καί τῆς ἐπιβάλλεις μᾶλλον σύγχυση»15. Ὡστόσο, ὅπως στήν ἰσχυρή, ἔτσι καί στήν ἀδύνατη σωματική κράση εἶναι ἀπαραίτητη κάποια βία, στά πλαίσια τῶν δυνατοτήτων της. Τό μέτρο αὐτῆς τῆς βίας εὔκολα μπορεῖ κανείς νά τό προσδιορίσει μέ τήν πείρα.
Οἱ ἀδύναμοι πρέπει νά ὁδηγοῦν τόν ἑαυτό τους πρός τό πένθος καί τά δάκρυα μέ προσευχή περισσότερο προσεκτική καί νά ἐπιδιώκουν τήν ἀπόκτηση τοῦ πνευματικοῦ πένθους, μέ τό ὁποῖο χύνονται δάκρυα ἥσυχα καί προκαλεῖται καρδιακός πόνος ἤπιος. Κάθε πνευματική ἐργασία, μολονότι ἀποτελεῖ δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν καθένα μας, χρειάζεται ἀπαραίτητα καί τή βία μας. Γιατί ἡ βία εἶναι ἀποκάλυψη καί μαρτυρία στήν πράξη τῆς ἀγαθῆς μας προαιρέσεως. Ἡ βία εἶναι ἀναγκαία προπάντων, ὅταν,εἴτε ἀπό τήν ξεπεσμένη φύση μας εἴτε ἀπό τήν κακουργία τῶν δαιμόνων, ξεσηκώνεται μέσα μας κάποια ἁμαρτωλή ροπή ἤ ταραχή. Τότε ἐπιβάλλεται ἡ προφορά, μέ χαμηλή πάντως φωνή, θρηνητικῶν λόγων προσευχῆς. Ὁ σωματικός, μηχανικός, ἠχηρός, βίαιος καί ἀναγκαστός κλαυθμός δέν εἶναι κατάλληλος γιά τούς ἀδύναμους ἀνθρώπους, γιατί ταλαιπωρεῖ τό σῶμα, καταντώντας το σέ ἐξάντληση καί ἀσθενικότητα. Αὐτόν τόν ἐξαντλητικό κλαυθμό τόν παρομοιάζουν οἱ Πατέρες μέ τούς πόνους τῆς γυναίκας πού γεννᾶ16. Συνέπειά του εἶναι κάποτε-κάποτε ἡ σημαντική ἐξασθένηση ἀκόμα καί σθεναρῶν ἀγωνιστῶν. Στούς μοναχούς ἰσχυρῆς σωματικῆς κράσεως εἶναι δυνατή καί ὠφέλιμη ἡ ἄσκηση πιό ἔντονης βίας γιά τό πένθος καί τά δάκρυα. Αὐτοί εἶναι καλό, ἰδιαίτερα στήν ἀρχή τοῦ ἀγώνα τους, προτοῦ ν᾿ ἀποκτήσουν τό πένθος τοῦ πνεύματος, νά προφέρουν μέ θρηνητική φωνή τά λόγια τῆς προσευχῆς. Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἡ ψυχή, πού ἡ μέθη τῆς ἁμαρτίας τήν ἀποκοίμισε θανάσιμα, ξυπνᾶ μέ τή φωνή τοῦ κλαυθμοῦ καί νιώθει τό αἴσθημα τοῦ πένθους. Ἔτσι ἔκλαιγε ὁ κραταιός Δαβίδ. «Σάν βρουχητά ἔβγαλα στεναγμούς ἀπ᾿ τήν καρδιά μου»17, λέει βρουχιόμουνα δηλαδή μέ τόν θρῆνο μου ὅπως τό πληγωμένο λιοντάρι στήν ἔρημο –φοβερή εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς δυνάμεως, φοβερή καί ἡ ἔκφραση τῆς θλίψεως.
Γιά τήν προφορική προσευχή καί τόν
κλαυθμό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀπομόνωση τουλάχιστο στό κελί. Αὐτή ἡ ἐργασία
δέν ἔχει θέση ἀνάμεσα στούς ἀδελφούς. Ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων Πατέρων
μαθαίνουμε πώς, ὅσοι ἀπ᾿ αὐτούς εἶχαν τή δυνατότητα, ἀσκοῦνταν στόν
προσευχητικό κλαυθμό, πού χωρίς νά τό θέλουν, ἀκουγόταν κάποτε καί πίσω
ἀπό τούς τοίχους τῶν κελιῶν τους, μολονότι μέ κάθε ἐπιμέλεια φρόντιζαν
νά κρύβουν ἀπό τούς ἀνθρώπους τή γνωστή μόνο στόν Θεό πνευματική τους
ἐργασία. Ὅπως τά συσσωρευμένα ἀέρια στήν ἀτμόσφαιρα ξεσποῦν σέ βροντές
καί ἄφθονη βροχή, ἔτσι καί τά συσσωρευμένα αἰσθήματα πένθους στήν ψυχή
ξεσποῦν σέ στεναγμούς καί ἄφθονα δάκρυα. Αὐτό συνέβαινε στόν μοναχό, τοῦ
ὁποίου τήν ἄσκηση περιγράφει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ σ᾿ ἕναν Λόγο του18. Τίς
βροντές καί τή βροχή τίς ἀκολουθοῦν ἡ καλοκαιριά καί ἡ γαλήνη. Ἡ ψυχή
πού ἀνακουφίστηκε ἀπό τή θλίψη μέ τόν θρῆνο καί δροσίστηκε μέ τά δάκρυα,
γεύεται μιά ξεχωριστή ἠρεμία καί εἰρήνη, ἀπό τίς ὁποῖες, σάν ὀσμή
ἀρωμάτων, ἀναδίνεται καί ἐνεργεῖται ἡ καθαρή προσευχή.
Εἶναι γενικά, ὠφέλιμο τό νά γνωρίζουμε
ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τά Πατερίκα ἔργα τούς διάφορους τρόπους
πνευματικῆς ἐργασίας, νά τούς δοκιμάζουμε καί νά διαλέγουμε ὅποιον
ταιριάζει στά μέτρα μας. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολύ διαφορετικοί ὁ ἕνας ἀπό
τόν ἄλλο, μέ ἰδιότητες καί ἱκανότητες ποικίλες. Ἔτσι, ἡ ἴδια πνευματική
ἐργασία ἐνεργεῖ διαφορετικά σέ κάθε ἀγωνιστή. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο εἶναι
ἀπαραίτητη ἡ πείρα. Ὁ Ἀπόστολος συμβουλεύει: «Ὅλα νά τά ἐξετάζετε καί νά
κρατᾶτε ὅ,τι εἶναι χρήσιμο»19.
Τό χάρισμα τοῦ πένθους καί τῶν δακρύων
εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό μεγάλα δῶρα τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐμᾶς, γιατί συμβάλλει
καθοριστικά στή σωτηρία μας. Τά χαρίσματα τῆς προφητείας, τῆς διοράσεως,
τῆς θαυματουργίας καί ἄλλα ὅμοια εἶναι γνωρίσματα ξεχωριστῆς
εὐαρεστήσεως τοῦ Θεοῦ καί θείας εὐδοκίας, ἐνῶ τό χάρισμα τῆς κατανύξεως
καί τῶν δακρύων εἶναι γνώρισμα ἀποδοχῆς τῆς μετάνοιας. Ἡ λύπη τῆς
διάνοιας εἶναι τίμιο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος τήν ἔχει καί τή φυλάει ὅπως
πρέπει, μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ἔχει μέσα του κάτι τό ἱερό. «Οἱ σωματικές
ἀσκήσεις χωρίς τή λύπη τῆς διάνοιας εἶναι σάν ἕνα σῶμα ἄψυχο»20.
Τά δάκρυα πού χύνονται γιά τίς ἁμαρτίες, στήν ἀρχή εἶναι πικρά. Σιγά-σιγά τά πικρά δάκρυα ἀρχίζουν νά ἀνακατώνονται μέ δάκρυα παρηγοριᾶς, πού χαρίζουν ἕνα αἴσθημα ἰδιαίτερης ἠρεμίας, πραότητας καί ταπεινοφροσύνης. Μέ τόν καιρό, ἀνάλογα μέ τό μέγεθος τῆς παρηγοριᾶς πού δίνει ὁ Θεός, τά δάκρυα χάνουν τήν πικρία τους καί ἀρχίζουν νά ἀναβλύζουν ἀπό τά μάτια μέ λιγότερο πόνο ἤ καί ἄπονα. Στήν ἀρχή εἶναι λιγοστά καί ἔρχονται σπάνια. Ὕστερα, σταδιακά, ἔρχονται συχνότερα καί γίνονται περισσότερα.
Ὅταν τό χάρισμα τῆς κατανύξεως καί τῶν δακρύων αὐξηθεῖ μέσα μας μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τότε σταματᾶ ὁ ἐσωτερικός πόλεμος, ἠρεμοῦν οἱ λογισμοί καί ἐνεργοποιεῖται ζωηρά ἡ νοερά προσευχή, ἡ προσευχή τοῦ πνεύματος, δίνοντας στήν ψυχή πληρότητα καί χαρά. Τότε ἀφαιρεῖται τό κάλυμμα τῶν παθῶν ἀπό τόν νοῦ και τοῦ ἀποκαλύπτεται ἡ μυστική διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τότε τά δάκρυα μεμιᾶς μετατρέπονται ἀπό πικρά σέ γλυκά. Τότε στήν καρδιά βλασταίνει ἡ πνευματική παρηγοριά, πού ὅμοιά της δέν ὑπάρχει ἀνάμεσα στίς ἐπίγειες χαρές καί πού εἶναι γνωστή μόνο σ᾿ ὅσους καταγίνονται στόν προσευχητικό θρῆνο καί ἔχουν τό χάρισμα τῶν δακρύων21. Τότε πραγματοποιεῖται ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι εἶναι ὅσοι πενθοῦν, γιατί αὐτοί θά παρηγορηθοῦν»22. Τότε ὁ ἀγωνιστής ἀπευθύνει στόν ἑαυτό του τήν προτροπή καί διαβεβαίωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Ὁ Κύριος φυλάει ( ὅσους εἶναι ταπεινοί σάν) τά νήπια. Ἐγώ ταπεινώθηκα (σάν νήπιο), καί ὁ Κύριος μ᾿ ἔσωσε. Γύρνα πίσω, ψυχή μου, στήν ἀνάπαυση (τῆς θείας προστασίας), γιατί ὁ Κύριος σέ εὐεργέτησε. Λύτρωσε τή ζωή μου ἀπό τόν θάνατο, τά μάτια μου ἀπό τά δάκρυα καί τά πόδια μου ἀπό τήν πτώση»23. Τότε ὁ ἀγωνιστής, βλέποντας πώς οἱ ἁμαρτωλοί λογισμοί καί τά ἐμπαθή αἰσθήματα ἔχουν χάσει πιά τή δύναμή τους καί μάταια πασχίζουν νά τόν ὑποτάξουν καί νά τόν ἐπηρεάσουν, μέ θάρρος τούς λέει: «Φύγετε μακριά μου ὅλοι ὅσοι δουλεύετε στήν ἀνομία, γιατί ὁ Κύριος ἄκουσε τό δυνατό μου κλάμα. Ὁ Κύριος ἄκουσε τή δέησή μου. Ὁ Κύριος δέχτηκε τήν προσευχή μου»24.
Τά δάκρυα πού χύνονται γιά τίς ἁμαρτίες, στήν ἀρχή εἶναι πικρά. Σιγά-σιγά τά πικρά δάκρυα ἀρχίζουν νά ἀνακατώνονται μέ δάκρυα παρηγοριᾶς, πού χαρίζουν ἕνα αἴσθημα ἰδιαίτερης ἠρεμίας, πραότητας καί ταπεινοφροσύνης. Μέ τόν καιρό, ἀνάλογα μέ τό μέγεθος τῆς παρηγοριᾶς πού δίνει ὁ Θεός, τά δάκρυα χάνουν τήν πικρία τους καί ἀρχίζουν νά ἀναβλύζουν ἀπό τά μάτια μέ λιγότερο πόνο ἤ καί ἄπονα. Στήν ἀρχή εἶναι λιγοστά καί ἔρχονται σπάνια. Ὕστερα, σταδιακά, ἔρχονται συχνότερα καί γίνονται περισσότερα.
Ὅταν τό χάρισμα τῆς κατανύξεως καί τῶν δακρύων αὐξηθεῖ μέσα μας μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τότε σταματᾶ ὁ ἐσωτερικός πόλεμος, ἠρεμοῦν οἱ λογισμοί καί ἐνεργοποιεῖται ζωηρά ἡ νοερά προσευχή, ἡ προσευχή τοῦ πνεύματος, δίνοντας στήν ψυχή πληρότητα καί χαρά. Τότε ἀφαιρεῖται τό κάλυμμα τῶν παθῶν ἀπό τόν νοῦ και τοῦ ἀποκαλύπτεται ἡ μυστική διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τότε τά δάκρυα μεμιᾶς μετατρέπονται ἀπό πικρά σέ γλυκά. Τότε στήν καρδιά βλασταίνει ἡ πνευματική παρηγοριά, πού ὅμοιά της δέν ὑπάρχει ἀνάμεσα στίς ἐπίγειες χαρές καί πού εἶναι γνωστή μόνο σ᾿ ὅσους καταγίνονται στόν προσευχητικό θρῆνο καί ἔχουν τό χάρισμα τῶν δακρύων21. Τότε πραγματοποιεῖται ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι εἶναι ὅσοι πενθοῦν, γιατί αὐτοί θά παρηγορηθοῦν»22. Τότε ὁ ἀγωνιστής ἀπευθύνει στόν ἑαυτό του τήν προτροπή καί διαβεβαίωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Ὁ Κύριος φυλάει ( ὅσους εἶναι ταπεινοί σάν) τά νήπια. Ἐγώ ταπεινώθηκα (σάν νήπιο), καί ὁ Κύριος μ᾿ ἔσωσε. Γύρνα πίσω, ψυχή μου, στήν ἀνάπαυση (τῆς θείας προστασίας), γιατί ὁ Κύριος σέ εὐεργέτησε. Λύτρωσε τή ζωή μου ἀπό τόν θάνατο, τά μάτια μου ἀπό τά δάκρυα καί τά πόδια μου ἀπό τήν πτώση»23. Τότε ὁ ἀγωνιστής, βλέποντας πώς οἱ ἁμαρτωλοί λογισμοί καί τά ἐμπαθή αἰσθήματα ἔχουν χάσει πιά τή δύναμή τους καί μάταια πασχίζουν νά τόν ὑποτάξουν καί νά τόν ἐπηρεάσουν, μέ θάρρος τούς λέει: «Φύγετε μακριά μου ὅλοι ὅσοι δουλεύετε στήν ἀνομία, γιατί ὁ Κύριος ἄκουσε τό δυνατό μου κλάμα. Ὁ Κύριος ἄκουσε τή δέησή μου. Ὁ Κύριος δέχτηκε τήν προσευχή μου»24.
Ὁλοζώντανα εἰκονίζεται στούς Θρήνους
τοῦ προφήτη Ἱερεμία ἡ ψυχική κατάσταση τοῦ μοναχοῦ, πού εἶδε τήν πτώση
τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί δέν ἀπατήθηκε ἀπό τίς πλάνες τοῦ πρόσκαιρου
τούτου κόσμου, ἀλλά ἔστρεψε τά μάτια τῆς ψυχῆς του ἀποκλειστικά σ᾿ αὐτή
τήν πτώση καί παραδόθηκε σέ ἀπόλυτη μόνωση καί βαρύ πένθος: «Μετά τήν
αἰχμαλωσία τῶν Ἰσραηλιτῶν καί τήν ἐρήμωση τῆς Ἱερουσαλήμ, ὁ Ἱερεμίας
κάθησε νά κλάψει. Καί θρήνησε τόν θρῆνο τοῦτο γιά τήν Ἱερουσαλήμ»25.
Εἶχε χαθεῖ κάθε ἐλπίδα παροχῆς βοήθειας στήν Ἱερουσαλήμ. Ὅλα πιά ἦταν
μάταια. Ὁ θρῆνος μόνο εἶχε ἀπομείνει γι᾿ αὐτήν. Ὁ Ἱερεμίας κήρυσσε,
κήρυσσε ἀκατάπαυστα μέ τόν προφητικό του λόγο. Ὄχι μόνο ἄνθρωποι δέν
ὑπάρχουν, μά οὔτε καί κτίρια. Δέν ἀπέμειναν παρά χαλάσματα. Ἀνάμεσά τους
μποροῦν ν᾿ ἀκούγονται μονάχα θρῆνοι. Ἀλλά κι αὐτούς ποιός τούς
καταλαβαίνει; Καί γιατί νά νοιάζεται κανείς, ἄν τούς καταλαβαίνει
κάποιος; Ἔτσι ἀκφράζει ὁ Προφήτης τή βαριά, τήν ἀπέραντη θλίψη του. Τά
θρηνητικά λόγια του ἀπό τά ἐρείπια ἀντηχοῦν στήν ἔρημο. Θά τ᾿ ἀκούσει
ἀπό τόν οὐρανό ὁ Θεός!
Σέ τί θέση βρίσκεται ὁ Προφήτης! Ὁλομόναχος εἶναι ἀνάμεσα στά ἀτέλειωτα χαλάσματα τῆς πόλης. Ὁ μόνος ζωντανός εἶναι ἀνάμασα σέ ἀναρίθμητα σημάδια νέκρας, πού μαρτυροῦν γιά τή χαμένη ζωή –ζωντανός μέσα σέ μιά περιοχή θανάτου. Σάν ζωντανός, ἐκφράζει τή θλίψη του γιά τήν ἀπώλεια τῆς ζωῆς, καλώντας την νά ἐπιστρέψει στήν ἐγκαταλειμμένη κατοικία της καί νά πάρει τή θέση τοῦ φοβεροῦ, ἀναίσθητου θανάτου. «Πῶς ἔμεινε ἔρημη ἡ πόλη, πού εἶχε ἄλλοτε τόσο πολύ λαό!; Σάν χήρα ἀπέμεινε αὐτή πού ἦταν ὀνομαστή στά ἔθνη γιά τόν πληθυσμό της. Ἡ ἀρχόντισσα τῶν χωρῶν σκλαβώθηκε καί πληρώνει φόρο»26.
Ὁ Προφήτης συμβολίζει τόν νοῦ τοῦ μοναχοῦ πού φωτίζεται ἀπό τήν ἀποκαλυμμένη θεία διδασκαλία. Ἡ μεγάλη πόλη εἶναι σύνολος ὁ ἄνθρωπος, ὅπως πλάστηκε ἀπό τόν Θεό. Οἱ κάτοικοι τῆς πόλης εἶναι τά χαρακτηριστικά, οἱ ἰδιότητες, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἐχθροί εἶναι οἱ δαίμονες, πού ἦταν ταπεινωμένοι μπροστά στόν ἄνθρωπο πρίν ἀπό τήν πτώση του, ἀλλά ἔγιναν ἀφέντες του μετά τήν πτώση του. Στήν κατάσταση τῆς πτώσεως βρίσκεται, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὁ μοναχός. Ἀντικείμενο τοῦ θρήνου του εἶναι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, ἀνάμεσά της καί ὁ ἴδιος. Μόνος, ὅμως, θρηνεῖ ὁ μοναχός, γιατί αὐτός μονάχα, φωτισμένος ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, βλέπει τήν πτώση τῆς ἀνθρωπότητας. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δέν τή βλέπουν, γι᾿ αὐτό καί δέν συμμετέχουν στόν θρῆνο οὔτε τόν κατανοοῦν. Θεωροῦν, μάλιστα, πώς ὁ μοναχός, πού θρηνεῖ, ἔχει χάσει τά λογικά του.
Σέ τί θέση βρίσκεται ὁ Προφήτης! Ὁλομόναχος εἶναι ἀνάμεσα στά ἀτέλειωτα χαλάσματα τῆς πόλης. Ὁ μόνος ζωντανός εἶναι ἀνάμασα σέ ἀναρίθμητα σημάδια νέκρας, πού μαρτυροῦν γιά τή χαμένη ζωή –ζωντανός μέσα σέ μιά περιοχή θανάτου. Σάν ζωντανός, ἐκφράζει τή θλίψη του γιά τήν ἀπώλεια τῆς ζωῆς, καλώντας την νά ἐπιστρέψει στήν ἐγκαταλειμμένη κατοικία της καί νά πάρει τή θέση τοῦ φοβεροῦ, ἀναίσθητου θανάτου. «Πῶς ἔμεινε ἔρημη ἡ πόλη, πού εἶχε ἄλλοτε τόσο πολύ λαό!; Σάν χήρα ἀπέμεινε αὐτή πού ἦταν ὀνομαστή στά ἔθνη γιά τόν πληθυσμό της. Ἡ ἀρχόντισσα τῶν χωρῶν σκλαβώθηκε καί πληρώνει φόρο»26.
Ὁ Προφήτης συμβολίζει τόν νοῦ τοῦ μοναχοῦ πού φωτίζεται ἀπό τήν ἀποκαλυμμένη θεία διδασκαλία. Ἡ μεγάλη πόλη εἶναι σύνολος ὁ ἄνθρωπος, ὅπως πλάστηκε ἀπό τόν Θεό. Οἱ κάτοικοι τῆς πόλης εἶναι τά χαρακτηριστικά, οἱ ἰδιότητες, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἐχθροί εἶναι οἱ δαίμονες, πού ἦταν ταπεινωμένοι μπροστά στόν ἄνθρωπο πρίν ἀπό τήν πτώση του, ἀλλά ἔγιναν ἀφέντες του μετά τήν πτώση του. Στήν κατάσταση τῆς πτώσεως βρίσκεται, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὁ μοναχός. Ἀντικείμενο τοῦ θρήνου του εἶναι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, ἀνάμεσά της καί ὁ ἴδιος. Μόνος, ὅμως, θρηνεῖ ὁ μοναχός, γιατί αὐτός μονάχα, φωτισμένος ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, βλέπει τήν πτώση τῆς ἀνθρωπότητας. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δέν τή βλέπουν, γι᾿ αὐτό καί δέν συμμετέχουν στόν θρῆνο οὔτε τόν κατανοοῦν. Θεωροῦν, μάλιστα, πώς ὁ μοναχός, πού θρηνεῖ, ἔχει χάσει τά λογικά του.
Ἀλλά γιατί ὁ μοναχός θρηνεῖ γιά ὅλη τήν
ἀνθρωπότητα; Ἐπειδή συνδέεται μαζί της μέ συγγενική σχέση καί τήν
ἀγαπᾶ. Θρηνεῖ, λοιπόν, γιά τόν ξεπεσμό τῆς κοινῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Θρηνεῖ, σάν τόν Προφήτη, στά ἀναίσθητα χαλάσματα, ἀνάμεσα στίς σκόρπιες
πέτρες. Τά χαλάσματα καί οἱ πέτρες συμβολίζουν τήν ἀναισθησία τῆς
ἀνθρωπότητας, πού δέν συναισθάνεται τίς πτώσεις της καί δέν
ἀντιλαμβάνεται ὅτι αὐτές τήν ὁδηγοῦν στόν αἰώνιο θάνατο. Μόνος θρηνεῖ ὁ
μοναχός, καί τόν θρῆνο του τόν κατανοεῖ μόνο ὁ Θεός. «Κλαίει καί κλαίει
ὅλη τή νύχτα», δηλαδή σ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς, «καί τά
δάκρυά του αὐλακώνουν τά μάγουλά του. Ἀπ᾿ ὅλους ὅσοι τόν ἀγάπησαν,
κανείς δέν βρίσκεται νά τόν παρηγορήσει. Ὅλοι οἱ φίλοι του τόν
ἐγκατέλειψαν, ἔγιναν ἐχθροί του27.
Γιά νά θρηνήσει κανείς θεάρεστα, πρέπει
νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους, νά μείνει ὁλομόναχος
ὡς πρός τόν νοῦ καί τήν καρδιά. Ὁ Μέγας Βαρσανούφιος εἶπε σ᾿ ἕναν
μοναχό, πού ἤθελε νά ζήσει ἡσυχαστικά, νά κλειστεῖ στό κελί σάν σέ τάφο,
στήν ἀγαπημένη αὐτή κατοικία τῆς θρηνητικῆς προσευχῆς: «Τό νά μήν ἔχεις
καμιά μεριμνά εἶναι ἐκεῖνο πού σέ κάνει νά προσεγγίσεις τήν πόλη (δηλ.
τήν ἡσυχία). Καί τό νά μή σέ λογαριάζουν οἱ ἄνθρωποι γιά τίποτα εἶναι
ἐκεῖνο πού σέ κάνει νά παραμένεις μέσα στήν πόλη (δηλ. νά ζεῖς πράγματι
ἡσυχαστικά). Καί τό νά πεθάνεις γιά ἄνθρωπο εἶναι ἐκεῖνο πού σέ κάνει
κληρονόμο τῆς πόλης καί τῶν θησαυρῶν της, (πράγμα πού δείχνει ὅτι
ἀπολαμβάνεις πιά τούς καρπούς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς)»28.
Οἱ αἰχμαλωτισμένοι ἀπό τούς Βαβυλώνιους
Ἰουδαῖοι συμβολίζουν τίς ἑκούσιες θλίψεις, δηλαδή τίς στερήσεις καί τίς
σωματικές ἀσκήσεις, στίς ὁποῖες ὑποβάλλει τόν ἑαυτό του ὁ μοναχός μέ
σκοπό τήν πληρέστερη βίωση τῆς μετάνοιας, καθώς καί τίς θλίψεις πού
παραχωροῦνται ἀπό τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τήν
ἁμαρτία. Ὁ πνευματικός ἡγέτης τῶν ἀσκήσεων, ὁ θρῆνος, στέλνει στούς
αἰχμαλώτους μιάν ἐπιστολή ἀπό τά χαλάσματα τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου μένει
ἄφωνος μέσα στή μοναξιά του. Μέ τήν ἐπιστολή τούς ἀναγγέλλει τήν
ἀπελευθέρωσή τους μετά τήν παρέλευση κάποιου χρόνου. Γιά τόν πικρό θρῆνο
ὑπάρχει ὁ δικός του χρόνος· καί γιά τό ποτήρι τῶν θλίψεων, ἑκούσιων καί
ἀκούσιων, ὑπάρχει τό δικό του μέτρο. Αὐτά καθορίζονται ἀπό τόν Θεό,
ὅπως λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος29. Πρωτύτερα, βέβαια, εἶχε πεῖ ὁ
προφήτης Δαβίδ: «Μᾶς δίνεις ψωμί μέ δάκρυα ζυμωμένο καί μᾶς ποτίζεις ἀπό
τό γεμάτο δάκρυα ποτήρι τοῦ μέτρου Σου»30 «Τά δάκρυα πού ἔχυσα μπροστά
Σου», ὡς μέσο ψυχικοῦ καθαρισμοῦ μου, «τά δέχτηκες, ὅπως ὑποσχέθηκες»31,
ὡς μέσο ἐλεήσεως καί σωτηρίας μου. Ὑπῆρξαν περιστάσεις πού «τά δάκρυά
μου ἔγιναν τό ψωμί μου τή μέρα καί τή νύχτα»32. Ἦρθαν ὕστερα ἄλλες
μέρες. Τότε «ἀνάλογες μέ τό πλῆθος τῶν θλίψεων τῆς καρδιᾶς μου ἦταν οἱ
παρηγοριές Σου, πού εὔφραναν τήν ψυχή μου»33. «Ὅταν ὁ Κύριος μᾶς ἔφερε
ἀπό τήν αἰχμαλωσία πίσω στή Σιών, αἰσθανθήκαμε μεγάλη παρηγοριά. Τότε τό
στόμα μας πλημμύρισε φωνές χαρᾶς κι ἡ γλώσσα μας διαλάλησε τήν
ἀγαλλίασή μας»34. «Ἐσύ, λοιπόν, δοῦλε μου Ἰακώβ» παραγγέλλει ὁ Θεός μέ
τό στόμα τοῦ προφήτη Του Ἱερεμία στόν ἐκλεκτό Του λαό, πού μέ θεία
παραχώρηση αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τούς Βαβυλώνιους γιά τίς ἁμαρτίες του,
«ἐσύ, λοιπόν, δοῦλε μου Ἰακώβ, μή φοβηθεις· ἐσύ, Ἰσραήλ, μή σκιαχτεῖς·
γιατί, νά, ἐγώ ἔρχομαι γιά νά σέ σώσω ἀπό τή μακρινή ἐξορία σου, γιά νά
φέρω τούς ἀπογόνους σου πίσω ἀπό τήν αἰχμαλωσία τους. Θά ἐπιστρέψει ὁ
Ἰακώβ καί θά ἡσυχάσει καί θά κοιμηθεῖ πιά, χωρίς κανένας νά τόν
ἐνοχλεῖ»35.
Οἱ θλίψεις καί οἱ πόνοι τῆς μετάνοιας
κλείνουν μέσα τους τά σπέρματα τῆς παρηγοριᾶς καί τῆς θεραπείας. Αὐτό τό
μυστικό τό ἀποκαλύπτει τό πένθος στόν μαθητή του. Ὅσοι μοναχοί
καθαρίστηκαν ἀπό τίς ἁμαρτίες τους, μέ τό πένθος καθαρίστηκαν. Καί ὅσοι
ἔφτασαν στή χριστιανική τελειότητα, μέ τά δάκρυα ἔφτασαν. Ἡ ἐργασία αὐτή
εἶχε ἰδιαίτερα διαδοθεῖ ἀνάμεσα στούς πολυάριθμους ἡσυχαστές τῆς Κάτω
Νιτρίας, στά Κελλία καί σέ ἄλλους ἐρημικούς τόπους. Ἡ ἐργασία αὐτή
μετέβαλε τίς στρατιές τῶν μοναχῶν σέ στρατιές ἀγγέλων.
Ὅταν ὁ ἰδρυτής τῆς Σκήτεως ὅσιος
Μακάριος ὁ Μέγας, τόν ὁποῖο οἱ ἄλλοι ἐρημίτες ἀποκαλοῦσαν “πατέρα
πατέρων”, ἔφτασε σέ βαθιά γεράματα, οἱ μοναχοί τοῦ ὄρους τῆς Νιτρίας, τό
ὁποῖο βρισκόταν πολύ κοντά στή Σκήτη, τόν παρακάλεσαν νά τούς
ἐπισκεφθεῖ. Ὁ Ὅσιος πῆγε. Πλῆθος μοναχῶν, πού ἡσύχαζαν ἐκεῖ, μαζεύτηκαν
γύρω του καί τοῦ ζητοῦσαν λόγια ὠφέλιμα. Δάκρυσε ὁ Μακάριος καί εἶπε:
«Ἄς κλάψουμε, ἀδελφοί! Ἄς κατεβάσουν δάκρυα τά μάτια μας, πρίν φύγουμε
γιά ἐκεῖ ὅπου τά δάκρυά μας θά κατακάψουν τά σώματά μας!». Ἔκλαψαν ὅλοι,
ἔπεσαν μέ τά πρόσωπα στή γῆ καί εἶπαν: «Προσευχήσου, πάτερ, γιά
μᾶς!»36. Ἔχοντας τό χάρισμα τῶν δακρύων, ὁ ἄγιος διδάσκαλος τῶν ἀρχαίων
ἁγίων μοναχῶν τούς ἔκανε μιά σύντομη διδαχή γιά τά δάκρυα, συνοψίζοντας
ὅλη τή διδασκαλία γιά τή μοναχική ζωή. Κι ἐκεῖνοι πού τόν ἄκουσαν,
ἔχοντας παρόμοιο χάρισμα, τό ἐκδήλωσαν, ὅταν ἀντιλήφθηκαν τό νόημα καί
τήν εὐρύτητα τῆς διδαχῆς. Κάθε σχόλιο εἶναι περιττό.
Τό χάρισμα τῶν δακρύων, αὐτή ἡ
ἐπισκίαση τῆς θείας χάριτος, τούς περισσότερους ἀγωνιστές τούς
ἐπισκέπτεται τήν ὥρα τῆς προσεκτικῆς προσευχῆς, ὄντας συνηθισμένος
καρπός της. Σέ ἄλλους ἔρχεται τήν ὥρα τῆς μελέτης. Καί σέ ἄλλους τήν ὥρα
κάποιας διακονίας. Ἔτσι, ὁ Ὅσιος Κύριλλος τοῦ Μπιελοζέρσκ (9 Ἰουνίου)
ἔκλαιγε καθώς διακονοῦσε στό μαγειρεῖο τῆς Μονῆς Σιμωνώφ. Βλέποντας τήν
ὑλική φωτιά θυμόταν τήν ἄυλη καί ἄσβεστη φωτιά τῆς αἰωνίας κολάσεως κι
ἔχυνε ποτάμι τά δάκρυα. Ὁ Ὅσιος, νομίζοντας ὅτι στήν ἡσυχία ἡ κατάνυξή
του θά βάθαινε καί τά δάκρυά του θά πλήθαιναν, θέλησε νά ἀπομονωθεῖ στό
κελί του. Μέ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις εὐνοϊκές
γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας του. Ἀλλά τί ἔγινε τότε; Μόλις
ἀπομακρύνθηκε ἀπό τίς αἰτίες τῆς κατανύξεως, στέρεψαν τά δάκρυα. Ἔτσι ὁ
Κύριλλος παρακάλεσε τόν ἡγούμενο νά τόν ξαναστείλει στή φωτιά τοῦ
μαγειρείου, ὅπου ξαναβρῆκε τήν κατάνυξη.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς συμβουλεύουν νά
ἐμμένουμε στήν ἐργασία ἐκείνη πού μᾶς φέρνει τά δάκρυα. Γιατί τά δάκρυα
εἶναι πνευματικός καρπός τῆς μοναχικῆς μας ἀσκήσεως. Ὀφείλουμε, λοιπόν,
νά ἀποκτήσουμε τόν καρπό μέ τά μέσα ἐκεῖνα, μέ τά ὁποῖα στέργει ὁ Θεός
νά μᾶς τόν δώσει.
Ὁ ἀββάς Θεόδωρος τοῦ Ἐνάτου ἔλεγε ὅτι
γνώριζε ἕνα μοναχό πού ἡσύχαζε σέ κελί καί εἶχε ὡς ἐργόχειρο τό πλέξιμο
σχοινιῶν. Ὁ μοναχός αὐτός, ὅταν καθόταν νά πλέξει σχοινί καί νά ἐπιδοθεῖ
συνάμα στή νοερά προσευχή, ξεσποῦσε σέ δάκρυα. Τότε ἄφηνε τό ἐργόχειρο
καί σηκωνόταν γιά ν᾿ ἀσχοληθεῖ μόνο μέ τήν προσευχή, ἀλλά ἀμέσως τά
δάκρυα σταματοῦσαν. Ξανακαθόταν καί ἔπιανε τό σχοινί, συγκεντρώνοντας
τούς λογισμούς του, καί τά δάκρυα ξανάρχονταν. Ὅμοια ἔρχονταν καί ὅταν
καθόταν νά διαβάσει. Σταματοῦσαν, ὅμως, ὅταν σηκωνόταν νά προσευχηθεῖ,
γιά νά ξανάρθουν μόλις ἔπιανε πάλι τό βιβλίο. «Σωστά λένε οἱ Ἅγιοι
Πατέρες», σχολίαζε ὁ ἀββάς Θεόδωρος, «ὅτι τό πένθος εἶναι δάσκαλος. Αὐτό
διδάσκει κάθε ἄνθρωπο ὅ,τι τόν ὠφελεῖ»37.
Κάποιος ἄλλος Γέροντας ἔλεγε ὅτι «κάθε
ἄλλο ἁμάρτημα, πού μπορεῖ νά διαπράξει ἕνας ἄνθρωπος, βρίσκεται ἔξω ἀπό
τό σῶμα του· ὅποιος, ὅμως, πορνεύει, βεβηλώνει τό ἴδιο του τό σῶμα»38,
γιατί ἀπό τό σῶμα ξεχύνεται ἡ ἀκαθαρσία πού τόν μολύνει. Ἔτσι καί κάθε
ἀρετή, πού ἔχει ἕνας ἄνθρωπος, βρίσκεται ἔξω ἀπό τό σῶμα του· ὅποιος,
ὅμως, καθημερινά θρῆνει, καθαρίζει καί τό σῶμα. Γιατί τά δάκρυα,
κυλώντας ἀπό πάνω, ἀπαλλάσουν τό σῶμα ἀπό τήν ἀκαθαρσία του39.
«Ὅποιος πραγματικά μετανοεῖ», λέει ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «τή μέρα πού δέν ἔκλαψε, τή θεωρεῖ χαμένη, ἔστω κι ἄν ἔπραξε στή διάρκειά της κάποια ἄλλα καλά»40. Ὅσο ὑψηλή ζωή κι ἄν ζοῦμε, αὐτή εἶναι ψεύτικη καί ἄκαρπη, ἄν δέν ἀποκτήσουμε καρδιά συντριμμένη. «Πρέπει, πρέπει ὁπωσδήποτε, γιά νά τό πῶ ἔτσι, ὅσοι μολύνθηκαν πάλι μετά τό Βάπτισμα, νά ἀφαιρέσουν τήν πίσσα ἀπό τά χέρια τους μέ τήν ἀκατάσβεστη φωτιά τῆς καρδιᾶς τους καί μέ τό λάδι (τῆς εὐσπλαχνίας) τοῦ Θεοῦ»41. «Δέν θά κατηγορηθοῦμε, ἀγαπητοί μου, δέν θά κατηγορηθοῦμε τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, ἐπειδή δέν κάναμε θαύματα ἤ ἐπειδή δέν θεολογήσαμε ἤ ἐπειδή δέν φτάσαμε στή θεία θεωρία. Ὁπωσδήποτε, ὅμως, θά δώσουμε λόγο στόν Θεό, ἐπειδή δέν πενθήσαμε ἀδιάλειπτα»42, δέν παραμείναμε, δηλαδή, στή διαρκή σωτήρια λύπη γιά τίς ἁμαρτίες καί τήν ἁμαρτωλότητά μας.
Ἄν καί τό πένθος πάντοτε, ἄλλοτε περισσότερο καί ἄλλοτε λιγότερο, στεφανώνεται μέ τά δάκρυα, μερικοί ἀγωνιστές, ὅπως φαίνεται ἀπό τά παρηγορητικά λόγια πού τούς ἀπευθύνουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, καταπονοῦνται μέ τόν καιρό ἀπό τό βάρος τοῦ πένθους, χωρίς νά βρίσκουν δάκρυα ἀνακουφίσεως καί ἀναψυχῆς. Ἄς μήν ξεχνοῦν, ὅμως, ὅτι μετάνοια οὐσιαστικά σημαίνει ταπείνωση καί συντριβή τοῦ πνεύματός μας43, σημαίνει θρῆνο τοῦ πνεύματος ἀπό ταπείνωση. Ὅταν τό πνεῦμα πενθεῖ, ἐπειδή, λόγω ἀνεπάρκειας σωματικῶν δυνάμεων, δέν μπορεῖ νά ἐκδηλώσει μέ σωματικές ἀσκήσεις καί ἐνέργειες τή μετάνοια τῆς ψυχῆς, τότε αὐτό τό πένθος ἀντικαθιστᾶ ὅλες τίς σωματικές ἀσκήσεις καί ἐνέργειες, ἀνάμεσα σ᾿ αὐτές καί τά δάκρυα44.
«Ὅποιος πραγματικά μετανοεῖ», λέει ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «τή μέρα πού δέν ἔκλαψε, τή θεωρεῖ χαμένη, ἔστω κι ἄν ἔπραξε στή διάρκειά της κάποια ἄλλα καλά»40. Ὅσο ὑψηλή ζωή κι ἄν ζοῦμε, αὐτή εἶναι ψεύτικη καί ἄκαρπη, ἄν δέν ἀποκτήσουμε καρδιά συντριμμένη. «Πρέπει, πρέπει ὁπωσδήποτε, γιά νά τό πῶ ἔτσι, ὅσοι μολύνθηκαν πάλι μετά τό Βάπτισμα, νά ἀφαιρέσουν τήν πίσσα ἀπό τά χέρια τους μέ τήν ἀκατάσβεστη φωτιά τῆς καρδιᾶς τους καί μέ τό λάδι (τῆς εὐσπλαχνίας) τοῦ Θεοῦ»41. «Δέν θά κατηγορηθοῦμε, ἀγαπητοί μου, δέν θά κατηγορηθοῦμε τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, ἐπειδή δέν κάναμε θαύματα ἤ ἐπειδή δέν θεολογήσαμε ἤ ἐπειδή δέν φτάσαμε στή θεία θεωρία. Ὁπωσδήποτε, ὅμως, θά δώσουμε λόγο στόν Θεό, ἐπειδή δέν πενθήσαμε ἀδιάλειπτα»42, δέν παραμείναμε, δηλαδή, στή διαρκή σωτήρια λύπη γιά τίς ἁμαρτίες καί τήν ἁμαρτωλότητά μας.
Ἄν καί τό πένθος πάντοτε, ἄλλοτε περισσότερο καί ἄλλοτε λιγότερο, στεφανώνεται μέ τά δάκρυα, μερικοί ἀγωνιστές, ὅπως φαίνεται ἀπό τά παρηγορητικά λόγια πού τούς ἀπευθύνουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, καταπονοῦνται μέ τόν καιρό ἀπό τό βάρος τοῦ πένθους, χωρίς νά βρίσκουν δάκρυα ἀνακουφίσεως καί ἀναψυχῆς. Ἄς μήν ξεχνοῦν, ὅμως, ὅτι μετάνοια οὐσιαστικά σημαίνει ταπείνωση καί συντριβή τοῦ πνεύματός μας43, σημαίνει θρῆνο τοῦ πνεύματος ἀπό ταπείνωση. Ὅταν τό πνεῦμα πενθεῖ, ἐπειδή, λόγω ἀνεπάρκειας σωματικῶν δυνάμεων, δέν μπορεῖ νά ἐκδηλώσει μέ σωματικές ἀσκήσεις καί ἐνέργειες τή μετάνοια τῆς ψυχῆς, τότε αὐτό τό πένθος ἀντικαθιστᾶ ὅλες τίς σωματικές ἀσκήσεις καί ἐνέργειες, ἀνάμεσα σ᾿ αὐτές καί τά δάκρυα44.
Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα τιμή καί προσκύνηση,
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
1Ψαλμ. 83 : 6-8.
2Ψαλμ. 125 : 5-6.
3Πρβλ. Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὅ.π., Ζ΄, 36· Ὁσίου Νείλου Σόρσκι, ὅ.π., Η΄.
4Ψαλμ. 118 : 136.
5Βλ. Ματθ. Ε΄:3.
6Βλ. Ματθ. Ε΄: 4.
7Ὁσίων Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, ὅ.π., σπε΄(285).
8Ὅ.Π., ΛΓ΄, 16.
9Βλ. Κριτ. 1 : 12-15.
10Πρβ. Ὁσίου Νείλου Σόρσκι, ὅ.π., Η΄
11Ὅ.π., Ζ΄:5.
12Ψαλμ. 101 : 5-10.
13Ψαλμ. 6 : 7.
14Ὅσίου Νείλου Σόρσκι, ὅ.π., Η΄.
15Ὅσίου Νείλου Σόρσκι, ὅ.π., Η΄· Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΟΓ΄, 66.
16Πρβλ. Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὅ.π., Ζ΄, 60.
17Ψαλμ. 37 : 9.
18Βλ. ΚΗ΄, 6.
19Ά Θεσ. Ε΄: 21.
20Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΝΗ΄3.
21Πρβλ. Ὁσίου Νείλου Σόρσκι, ὅ.π., Η΄.
22Ματθ. Ε΄: 4.
23Ψαλμ. 114 : 6-8.
24Ψαλμ. 6 : 9-10.
25Θρ. Ἱερ. 1 : 1.
26Θρ. Ἱερ. 1 : 1.
27Πρβλ. Θρ. Ἱερ. 1 : 2.
28Ὁσίων Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, ὅ.π., λη΄.
29Βλ. ὅ.π., Ε΄, 4· ΙΗ΄, 14-15· ΟΣΤ΄, Περί τοῦ παλαιοῦ γέροντος, 5.
30Ψαλμ. 79 : 6.
31Ψαλμ. 55 : 9.
32Ψαλμ. 41 : 4.
33Ψαλμ. 93 : 19.
34Ψαλμ. 125 : 1-2.
35Ἱερ. 26 : 27.
36Τό Γεροντικόν, Ἀββάς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, ἀπόφθεγμα λδ΄.
37Τό Μέγα Γεροντικόν, τ. 1, κεφ. Γ΄, 53.
38Α΄ Κορ. στ΄: 18.
39Τό Μέγα Γεροντικόν, τ. 1, κεφ. Γ΄, 75.
40Κλῖμαξ, Ε΄15.
41Ὅ.π., ζ΄, 65.
42Ὅ.π., Ζ΄, 73.
43Βλ. Ψαλμ. 50 : 19.
44Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΝΗ΄, 3 καί 29.
Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ” τομ. Α΄
Ἐκδόσεις: Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς
No comments:
Post a Comment