Κύρηγμα εκφωνηθέν εις τον ιερόν Ναόν αγ. Ισιδώρων Λυκαβητού, 20 Μαρτίου 1973
(Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης)
Θα ήθελα στην σημερινή μας λειτουργία των προηγιασμένων δώρων να πούμε δύο σκέψεις τις οποίες σημείωσα προηγουμένως, ενώ εσείς ψάλλατε.
Θα ήθελα στην σημερινή μας λειτουργία των προηγιασμένων δώρων να πούμε δύο σκέψεις τις οποίες σημείωσα προηγουμένως, ενώ εσείς ψάλλατε.
Τελέσαμε σήμερα μίαν θείαν λειτουργίαν χωρίς να τελέσωμε θυσίαν. Πώς όμως μπορεί να είναι λειτουργία, αφού, όταν λέμε λειτουργία, εννοούμε θυσία; Οπωσδήποτε είναι ένα έργο το οποίο επιτελέσαμε ως εκκλησία, ως σύναξις, ως λαός. Αλλά ποιο είναι το στοιχείο εκείνο το οποίο την καθιστά τελικώς μίαν λειτουργίαν, μίαν θυσίαν και όχι απλώς μίαν εωθινήν ή εσπερινήν, όπως κανονικά είναι, ακολουθίαν; Το βασικό στοιχείο της θυσίας είναι ο θάνατος και εν τω άμα η προσφορά εις τον Θεόν του θυσιαζομένου. Εις την θείαν λειτουργίαν κάνομε αναπαράστασιν της θυσίας του Χριστού· μεταβάλλομεν τον άρτον και τον οίνον εις το εσταυρωμένον και αναστημένο σώμα του Χριστού.
Είχαμε δηλαδή σήμερα μίαν λειτουργίαν, μίαν θυσίαν, διότι υψώσαμε μίαν
ζωήν, την ζωήν του Χριστού, η οποία έχει απολεσθεί. Όταν λέγαμε
«πρόσχωμεν, τα προηγιασμένα άγια τοις αγίοις», εκείνην ακριβώς την ώρα
υψώναμε την δοσμένη πλέον, την χαμένη και ταυτοχρόνως ευρημένη ζωή του
σταυρωθέντος και αναστάντος Κυρίου μας. Αυτό το οποίο είχε ήδη αρχίσει
να καθιστά αυτήν την προσευχήν μας όχι μίαν εσπερινήν απλώς ακολουθίαν
αλλά μίαν λειτουργίαν, μίαν αναφοράν, ήτο αυτή η κατά τόσον παραστατικόν
τρόπον ανύψωσις. Το θυμίαμά μας το προσφέραμε εις έπαρσιν των χειρών
μας, διότι δεν εγένετο, όπως είπαμε, σήμερα η θυσία του Κυρίου.
Ένα βασικό στοιχείο το οποίο βλέπομε σήμερα εις την Προηγιασμένην είναι η ανύψωσις, η απόδοσις, το δόσιμο εις τον Θεόν· είναι το αγίασμα, το ξεχώρισμα και το αφόρισμα ημών αυτών εις τον Θεόν. Το επιτυγχάνομεν δια της αναγωγής μας, της ανυψώσεως των καρδιών και των χειρών μας, και εν συνεχεία δια της ανυψώσεως αυτού τούτου του αμνού ως μιας ζωής χαμένης πλέον και συνάμα δοσμένης εις τον Θεόν.
Έχομεν λοιπόν τον Χριστόν ο οποίος απωλέσθη και τον άνθρωπο ο οποίος απόλλυται την ώρα τούτη. Αυτός είναι ο αγιασμός, αυτό είναι το αγίασμα, το δώρημα το οποίο έγινε εις τον Θεόν, δηλαδή ο ίδιος ο Χριστός που θυσιάσθηκε, αλλά και εγώ ο άνθρωπος που θυσιάζομαι. Δεν υπάρχει τίποτε που να με εμποδίζει εις αυτό το δόσιμο του είναι μου, «Ούτε η ανομία μου ούτε η αμαρτία μου, Κύριε», όπως χαρακτηριστικά λέγει ό Ψαλμωδός. «Άνευ ανομίας έδραμον»· έτρεξα κοντά σου χωρίς ανομία, χωρίς κάποιο ανασταλτικό, χωρίς κάτι που να με καθιζάνει, να με κωλύει. Ήταν το ανέβασμά μου προς εσένα ελεύθερο και ολοκληρωτικό. Και όταν έχωμε ενώπιόν μας και βλέπωμε αυτόν τον Κύριον που ήδη έχει προσφερθεί για μας, το νοιώθει αμέσως η καρδιά μας και λέγει· «Πῶς τοίνυν οὐ θελήσομεν... ἐκδότους ἑαυτούς αὐτῷ καταστῆσαι;» Πώς είναι δυνατόν εμείς να μη πωλήσωμε, να μη παραδώσωμε, να μη αναγάγωμε και να μη καθοσιώσωμε την ύπαρξή μας εις αυτόν ο οποίος πουλήθηκε, παραδόθηκε για μας;
Ώστε κατά την Προηγιασμένην είναι κάτι το απολεσθέν ο Χριστός και κάτι το απολλύμενον ο άνθρωπος. Προσερχόμεθα τρόπον τινά εις την ακολουθίαν της Προηγιασμένης, βαστάζοντες ήδη εις τας χείρας μας το αίμα μας.
Το παραστατικό στοιχείο της θυσίας μας είναι η ανύψωσις, η τόσο γνωστή από την Παλαιά Διαθήκη. Ό,τι υψούτο υπεράνω του θυσιαστηρίου ή ετίθετο επί της εσχάρας ανήκε εις τον Θεόν. Από την ώρα λοιπόν που τα τίμια δώρα την Κυριακή, πριν ακόμη καθαγιασθούν, ανυψώθησαν ή από την ώρα που σήμερα αι χείρες μας υψώθησαν δια του ιερού θυμιάματος, από εκείνην την ώρα πλέον εμείς έχομε εγγίσει εις τον Θεόν. Έχομε αναθέσει, έχομε εμπιστευθεί τον εαυτόν μας εις τον Θεόν.
Αυτή η αναγωγή, αυτή η ανάτασις είναι μία έγερσις ιδική μας προς συνάντησιν του εγηγερμένου Κυρίου. Έχομε την ιδικήν μας ανύψωση και την ανύψωση των τιμίων και προηγιασμένων δώρων. «Εξεγέρθητι, Κύριε, εις συνάντησίν μου και ίδε», λέγει ο Ψαλμωδός. Ο Κύριος παρουσιάζεται ως κεκοιμημένος. Εις την τελευταίαν μόλις πράξιν αυτής της λειτουργίας έχομε την εξέγερσιν του Κυρίου. «Εξεγέρθητι, Κύριε, εις συνάντησίν μου και ίδε». Εγώ σηκώθηκα, σήκω τώρα και συ.
Αλήθεια τι είναι αυτή η εξέγερσις του Κυρίου; Δεν είναι παρά μία κάθοδος του Κυρίου, μία κατάβασίς του, μία κένωσις, ένα τρέξιμο προς ημάς και συγχρόνως μία όρασίς του. «Εξεγέρθητι και ίδε». Σε κοιτάζω, όταν θέλω να σου μιλήσω, όταν θέλω να επικοινωνήσω μαζί σου. Αρχίζει δηλαδή ο Κύριος να συνάπτει μαζί μας ένα διάλογον, ο οποίος είναι διάλογος δύο προσώπων, όχι δύο ατόμων. Είναι ένας διάλογος που συνάπτεται μεταξύ δύο προσώπων, δύο συνειδήσεων, αι οποίαι τρόπον τινά συνχωρούν, συνχωρούνται, μεταχωρούνται, διαχωρούνται, περιχωρούνται. Ο Θεός και ο άνθρωπος· ο ένας χωράει εις τον άλλον, διότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίον μπορεί ουσιαστικά να μας μιλήσει ο Θεός.
Επομένως, αυτή η κάθοδος, αυτή η εξέγερσις του Κυρίου και ταυτοχρόνως η δική μας είναι η αίσθησις της επαφής και της αντιδόσεως, της αντιμεταχωρήσεώς μας, η οποία γίνεται την ώρα της Προηγιασμένης. Είναι αυτό που λέγει ο ιερός Πατήρ, ότι ο Χριστός είναι βρώσις και πόσις, χωρίς να εννοεί απλώς την βρώσιν εν τω μυστηρίω αλλά αυτό το είναι εν, το οποίο επιτελείται διαρκώς εντός της υπάρξεώς μας.
Και όπως, όταν κανείς εσθίει, γλυκαίνεται, ερεθίζεται και θέλει να φάει περισσότερο, έτσι και αυτή η βρώσις της θεότητος και ταυτοχρόνως η βρώσις η δική μας υπ' αυτού, η περιχώρησίς μας εις την ύπαρξίν Του και εις την αγάπην Του, γίνεται ένας ερεθισμός του νου μας, διότι δια του νου γίνεται η κατάληψις και η όρασις του Θεού, και συνάπτεται ένας ακόρεστος, ένας ακατάσχετος χορός και ένα αλληλοκυνηγητό μεταξύ εμού και Εκείνου. Είναι εν τέλει μία άπληστος επιζήτησις και μία βρώσις. Και επειδή ουδέποτε θα μπορούσε να κατανοήσει αυτό ο άνθρωπος, λέμε ότι είναι ένα μυστήριον ακατανόητον εις τον ανθρώπινον νουν και άρρητον. Ουδέποτε ο άνθρωπος μπόρεσε να συλλάβει μίαν τοιαύτην κάθοδον του Θεού, μίαν τοιαύτην ανάστασιν, μίαν τοιαύτην εξέγερσιν. Κάθοδον βέβαια του Θεού συνέλαβε το ανθρώπινον πνεύμα και εις την φιλοσοφίαν, όμως δεν μπόρεσε να ψηλαφίσει στην ουσία το γεγονός, γι' αυτό και παρέμεινε από των αιώνων ακατάληπτον.
Η κάθοδος του Θεού δεν ήτο μία απλή ένωσις μαζί μας, αλλά μία πρόσληψις της ανθρωπίνης φύσεως, μία σάρκωσις. Δεν ήτο, αλλά είναι μία σάρκωσις διαρκώς επιτελουμένη, την οποίαν ουδέποτε ηδυνήθη να κατανοήσει ο ανθρώπινος νους. Αυτή η εξέγερσις του Θεού, αυτή η θυσία του, η οποία επιτελείται εις το διηνεκές, είναι κάτι που Αυτός ούτος προσλαμβάνει εν εαυτώ. Και εδώ ακριβώς έγκειται το φοβερό αυτό μυστήριον: δεν το κάνω εγώ· το επιτελεί μόνον Αυτός καθ' εαυτόν και το επιτελεί δι' εμού.
Και έτσι έχομε πάλι έν εν δυσίν, που σημαίνει ότι ούτε καν μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Είναι λοιπόν ακατάληπτον και άρρητον μυστήριον, διότι δεν υπάρχει κάτι το ανάλογον στην ανθρώπινη ζωή, για να μπορέσει κανείς να το παραβάλει και να το εκφράσει. Δεν το κατανοεί ο άνθρωπος και εν τούτοις — ω του θαύματος του ακαταλήπτου! — αυτό επιτελεί ο Κύριος διαρκώς και κατά την ώρα που επιτελούμε την λειτουργία.
Ανακεφαλαιώνοντας λέγομεν ότι η Προηγιασμένη αυτή λειτουργία μας πρώτον, είναι ένα δώρημα, ένα αγίασμα· είναι κάτι που εναποτίθεται, ανήκει πλέον οριστικά και μόνιμα εις τον Θεόν ως κτήμα, ως περιουσία του.
Δεύτερον, είναι ένα έγγισμα, είναι μία εξέγερσις του Θεού. Και η εξέγερσις του Θεού είναι μία σάρκωσις, μία κάθοδος. Η δική μου εξέγερσις είναι μία πρόσληψις, που επιτελείται υπ' αυτού τούτου του Θεού και μόνου.
Τρίτον, η Προηγιασμένη καθίσταται λειτουργία, θυσία, διότι έχει το μόνιμο στοιχείο του μυστηρίου της αδιαλείπτου θεωρίας, της επαγρυπνήσεως, της μυστικής αυτής ενοράσεως, το οποίον άρχεται αυτήν την στιγμή, και το εκφράζει ο Ψαλμωδός, όταν λέγει· «οι οφθαλμοί μου προέφθασάν σε εν αωρία»· προτού καν δω την αυγή, πριν χαράξει, οι οφθαλμοί μου σε έχουν προφθάσει.
Εμείς τον παρακαλούμε· «το έλεός σου, Κύριε, προφθάσει με». Αυτό όμως που με προφθαίνει δεν είναι το έλεος, αλλά αυτός ούτος ο Κύριος. Μη μπορώντας να το νοιώσω, το εκφράζω τόσο ωραία με την λέξη «το έλεος» που είναι ενέργεια του Θεού. Εκείνος ο ίδιος με φθάνει και εγώ ήδη τον έχω προφθάσει δια της ανυψώσεως των οφθαλμών μου. Και εφ' όσον εκείνου η κάθοδος, η κένωσις, είναι αδιάλειπτος, σημαίνει ότι και το δικό μου μυστικό κοίταγμα, η μυστική μου ενατένισις, είναι αδιάλειπτος, εδώ μεν μυστηριακά, διηνεκώς δε μυστικά.
«Το κράτος μου, προς σε φυλάξω», λέγει ο Ψαλμωδός. Εσύ είσαι που μου δίνεις το κράτος, την δύναμη, την ύπαρξη, την οντότητα, την κυριότητα. Αν έχω δύναμη, αν έχω ζωή, είσαι Συ ο ίδιος. Γι' αυτό «προς σε φυλάξω»· διαρκώς κοιτάζω εσένα, σε φυλάττω, σε παρακολουθώ· διαρκώς το βλέμμα μου δεν ξεκολλάει από εσένα.
Μόνον μια τέτοια ψυχή, μια τέτοια καρδιά αντικρύζουσα κατ' αυτόν τον τρόπον τον Κύριον, είναι δυνατόν να είναι αυτή επί της οποίας επαναπαύεται ως επί των χερουβίμ και των σεραφίμ ο Θεός και ολόκληρη η Εκκλησία. Αυτός παρεγένετο νυν δι' εμέ και εγώ παραγίνομαι νυν προς αυτόν. Ενώ προηγουμένως είχα σύνοικον την αμαρτίαν μου, τώρα Εκείνος είναι σύνοικός μου και εγώ σύνοικός του.
Αυτή λοιπόν η εγρήγορσις και ταυτοχρόνως αυτή η συνοίκησις, αυτή η μία ζωή εν τω ενί που στην ουσία είναι δύο, το έν εν δυσί, είναι το τρίτο στοιχείο αυτής της λατρευτικής μας συνάξεως. Και ενώ ζούμε συνεχώς το μυστήριον και το μυστικό τούτο γεγονός, πόσες φορές εμείς, αγαπητά μου παιδιά, παρ' ότι είμεθα χορτάτοι, εν τούτοις δεν έχομεν την αίσθησιν της δικής του βρώσεως, αυτού το οποίον τρώγομεν και μεταβάλλει την ύπαρξίν μας!
Μία τέτοια ζωή, χωρίς την αίσθησιν της ζωής του προαιωνίου και ατελευτήτου Θεού, μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ζωή; Νομίζω ότι εξισούται με ένα θάνατον, με μίαν νέκρωσιν. Η ζωή μου ζει, μόνον όταν είναι κεκρυμμένη «εν τω Θεώ συν τω Χριστώ» τω κατερχομένω, τω νενεκρωμένω και παρόντι ενώπιόν μου, μόνον όταν είναι μία ζωή την οποίαν είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις από την ιδικήν του.
πηγή: Αρχιμ. Αιμιλιανού, Κατηχήσεις και Λόγοι, τόμος 4, Θεία Λατρεία - Προσδοκία και Όρασις Θεού, εκδ. Ορμύλια, 2001.