Monday, 28 October 2013

Τῆς Ἁγίας Σκέπης . Ἡ θρησκευτικότης τῶν Ἑλλήνων. (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

 
Ἡ θρησκευτικότης τῶν Ἑλλήνων.
Ἀδελφοί, «εἶχε μὲν οὖν καὶ ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε Ἅγιον κοσμικόν…» (Ἑβρ. 9,1)
(Ομιλία του †Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
 
Ἡ θρησκεία μας, ἀγαπητοί μου, ἔχει ἐχθρούς, ποὺ ἀφρίζουν ἅμα ἀκούσουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας. Τοὺς ἐνοχλεῖ. Ἂν ἦταν στὸ χέρι τους –δὲν ξέρουμε, μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτρέψῃ ὁ Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν Ἀποκάλυψι (βλ. Ἀπ. 11,7-10· 13,3-8,12-17· 17,6)–, θὰ ἔβαζαν δυναμίτη νὰ τινάξουν ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Νομίζουν οἱ ταλαίπωροι, πὼς ἔτσι θὰ ξερριζώσουν τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Πόσο σφάλλουν! «Ἱνατί ἐφρύαξαν ἔθνη, καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά;» (Ψαλμ. 2,1).
θρησκεία μας δὲν εἶνε, ὅπως λένε μερικοί, ἐφεύρεσι τῶν παπάδων καὶ δεσποτάδων· εἶνε, ὅπως ἀποδεικνύει ἔρευνα τῆς ψυχῆςσυναίσθημα ἔμφυτο. Ὅπως ἡ μητρικὴ στοργή· ὁ Θεὸς φύτεψε στὴν καρδιὰ κάθε μάνας τὴν ἀγάπη στὸ παιδὶ καί, ὅσα διατάγματα κι ἂν ἐκδοθοῦν νὰ μὴν τὸ ἀγαπᾷ, αὐτὴ θὰ τὸ ἀγαπᾷ. Ἔτσι καὶ γιὰ τὴ θρησκεία· ὅσα διατάγμα τα κι ἂν ἐκδοθοῦν νὰ μὴ θρησκεύῃ ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸς θὰ ἐξακολουθῇ νὰ θρησκεύῃ. 

ἄνθρωπος εἶνε ὂν κατ᾽ ἐξοχὴν θρησκευτικό, φύσις του εἶνε θρησκευτική. Αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύει ἱστορία, ποὺ διαπιστώνει ὅτι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ παρουσιάστηκε πάνω στὴ γῆ, ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ λατρεύῃ τὸ Θεό, νὰ ἐκδηλώνῃ ποικιλοτρόπως τὰ θρησκευτικά του συναισθήματα. Ὅπως λέει Πλούταρχος (ἐπιστ. πρὸς Κολώτην ΧΧΧΙ,4), ἂν περιοδεύσῃς τὴ γῆ, μπορεῖ νὰ βρῇς πόλεις χωρὶς κάστρα, χωρὶς δρόμους, χωρὶς πλατεῖες, χωρὶς σχολεῖα, χωρὶς πολιτισμό· ἀλλὰ πόλι χωρὶς θρησκεία δὲν θὰ βρῇς, ἀσχέτως ἂν αὐτὸ ποὺ πιστεύει εἶνε ἀληθινὸ ὄχι· πάντως δὲν ὑπάρχει λαὸς χωρὶς θρησκεία. Καὶ αὐτὸ ποὺ λέει ἀρ χαῖος Πλούταρχος, αὐτὸ ἐπανέλαβε στὶς ἡμέρες μας ἕνας μεγάλος ξένος ἱστορικός. Μίλησε στὴν αἴθουσα τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Καὶ ἐνῷ δικοί μας καθηγηταὶ ντρέπονται ν᾽ ἀναφέρουν τὴ λέξι Θεός, αὐτὸς κατ᾿ ἐπανά ληψιν εἶπε· Ὅλοι οἱ πολιτισμοὶ ποὺ ἄνθησαν πάνω στὴ γῆ ἔχουν ῥίζα θρησκευτική· δὲν ὑπάρχει πολιτισμὸς ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ θρησκευτικὴ ῥίζα. Ὥστε λοιπὸν παλαιοὶ καὶ νέοι ἱστορικοὶ καὶ ἀρχαιολόγοι καὶ περιηγηταὶ βεβαιώνουν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἐκ φύσεως θρησκευτικός.
Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ λαοὶ θρησκεύουν. Ἀλλ᾽ ἂν ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ διακρίνονται γιὰ τὴ θρησκευτικότητά τους, λαοὶ ποὺ κατ᾽ ἐξοχὴν θρήσκευαν καὶ θρησκεύουν, εἶνε δύο· πρῶτος ὁ Ἰουδαϊκὸς καὶ δεύτερος ὁ Ἑλληνικός.
  Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους δὲν χρειάζεται ἄλλη ἀπόδειξις· διαβάστε τὸν σημερινὸ ἀπόστολο. Κάποτε ὁ λαὸς αὐτὸς δὲν κατοικοῦσε σὲ πόλεις, δὲν εἶχε σπίτια· ζοῦσαν ὡς νομάδες σκηνῖτες. Σαράντα χρόνια περιπλανόνταν στὴν ἔρημο, ὅπως λέει ἡ ἁγία Γραφή (βλ. Ἔξοδος). Καὶ ὅμως στὸ διάστημα αὐτὸ εἶχαν ναό. Τί ναό;  Ὄχι ἀπὸ πέτρες ἢ μάρμαρα, ἀλλὰ φορητό, λυόμενο. Ὅπως ὁ τσοπᾶνος ἔ χει τὴν κάππα του καὶ σκεπάζεται, ὅπως ὁ στρατιώτης λύνει τὴ σκηνή του, τὴ μεταφέρει καὶ τὴ στήνει ὅπου σταθμεύσῃ, ἔτσι κι αὐτοί. Ὁ ναὸς ἐκεῖνος ἦταν ἡ «σκηνὴ» τοῦ μαρτυρίου (Ἑβρ. 9,1). Ἦταν φτειαγμένος ἀπὸ βαρύτιμα ὑλικά, δέρματα ζῴων (αἰγῶν καὶ τράγων, προβάτων καὶ κριῶν, δορκάδων), ἀπὸ χοντρὰ ὑφάσμα τα κεντημένα μὲ χρυσάφι καὶ ἀσήμι καὶ στολισμένα μὲ πετράδια. Εἶχε μεγάλη ἀξία· ὑπολογίζουν ὅτι στοίχιζε διακόσες χιλιάδες λίρες! Γιὰ νὰ γίνῃ αὐτὸς ὁ ναός, συνεισέφεραν ὅλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Ἔδωσαν ὅ,τι εἶχαν. Ἡ σκηνὴ διαιρεῖτο σὲ μέρη χωρισμένα μὲ κουρτίνα, τὸ «καταπέτασμα» (Ἑβρ, 9,3). Ἀλλοῦ στεκόταν ὁ λαὸς –καὶ κατόπιν οἱ προσήλυτοι, ὅσοι δηλαδὴ ἐκδήλωναν ἐπιθυμία νὰ εἰσαχθοῦν στὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία καὶ κατηχοῦνταν–, καὶ ἀλλοῦ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ λευῖτες (=ὑ πηρέτες καὶ νεωκόροι).
Μετὰ τὸ πρῶτο καταπέτασμα τὸ πρῶτο μέρος λεγόταν «Ἅγιον κοσμικὸν» ἢ  «Ἅγια». Μέσα ἐκεῖ ὑπῆρχαν «ἡ λυχνία», «ἡ τράπεζα» καὶ «ἡ πρόθεσις» ἐπάνω στὴν ὁποία βρίσκονταν οἱ ἄρτοι (Ἑβρ. 9,1-2). Τὸ σπουδαιότερο ὅμως μέρος τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου ἦταν τὰ «Ἅγια (τῶν) Ἁγίων», ποὺ χωριζόταν ἀπὸ τὰ «Ἅγια» μὲ τὸ «δεύτερον καταπέτασμα» (ἔ.ἀ. 9,3). Ἐκεῖ δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ εἴσοδος. Μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν τὰ ἱερώτερα ἀντικείμενα τῆς λατρείας τους· τὸ «χρυσοῦν θυμιατήριον» καὶ τὴν «κιβωτὸν τῆς διαθήκης» καλυμμένη ἀπὸ παντοῦ μὲ φύλλα χρυσοῦ, μέσα στὴν ὁποία φυλάσσονταν μιὰ στάμνα χρυσῆ ποὺ περιεῖχε τὸ μάννα, τὸ ῥαβδὶ τοῦ Ἀαρὼν ποὺ εἶχε βλαστήσει θαυματουργικά, καὶ οἱ δύο πλάκες ποὺ ἐπάνω τους ἦταν γραμμένες οἱ Δέκα Ἐντολές. Πάνω ἀπὸ τὴν κιβωτὸ ὑπῆρχαν δύο χρυσᾶ Χερουβίμ, «ποὺ ἀνάμεσά τους ἐμφανιζόταν καὶ μιλοῦσε ὁ Θεός» (μτφρ. Τρεμπ.), τὰ ὁποῖα μὲ τὶς ἀγγελικὲς φτεροῦγες τους σκίαζαν «τὸ ἱλαστήριον», τὸ χρυσὸ δηλαδὴ κάλυμμα τῆς κιβωτοῦ (ἔ.ἀ. 9,4-5). Αὐτὰ ἦταν τὰ ὅσια καὶ ἱερὰ τῶν Ἰουδαίων. Καὶ ἐνῷ στὸ «κοσμικὸν Ἅγιον» ἔμπαιναν κάθε μέρα οἱ ἱερεῖς καὶ προσέφεραν τὶς θυσίες, στὰ «Ἅγια (τῶν) Ἁγίων» ἔμπαινε μόνος του ὁ ἀρχιερεὺς καὶ μόνο μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, καὶ τὰ ῥάντιζε ὅλα μὲ αἷμα ἀπὸ σφαγμένο ζῷο. Αὐτὸ ἦταν μιὰ σκιὰ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, προτύπωσις τῆς μεγάλης θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ.
-Μετὰ τοὺς Ἰουδαίους, ὁ ἄλλος λαὸς ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν θρησκευτικότητά του εἶνε ὁ Ἑλληνικός. Οἱ Ἕλληνες, ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς ἐκδηλώνουν ζωηρὸ τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα. Ἔχτισαν ναοὺς λαμπρούς, ὅπως τὸν Παρθενῶνα στὴν Ἀκρόπολι, μνημεῖα τέχνης ποὺ φανερώνουν προχωρημένη ἱκανότητα. Μηχανικοί, τεχνῖτες, γλύπτες, ζωγράφοι ἔστυψαν τὰ μυαλά τους καὶ μὲ τὰ σπάνια χαρίσματά τους ἀποτύπω σαν τὴ δίψα τῆς ψυχῆς τους. Αὐτὸς ὁ λαός, οἱ εἰδωλολάτρες πρόγονοί μας, πίστευε βαθειά – ἄσχετο ἂν ἡ θρησκεία του δὲν ἦταν ἀληθινή. Δὲν ἔκαναν τίποτα, οὔτε πόλεμο οὔτε εἰρήνη, ἂν δὲν ρωτοῦσαν τοὺς θεούς τους. Στὴν ἀρχαία Ἀθήνα δὲν ἐπέτρεπαν νὰ βλαστημήσῃ κανεὶς τὰ θεῖα. Ὅποιος τολμοῦσε νὰ ἀσεβήσῃ σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς ψεύτικους θεούς, δὲν μποροῦσε πιὰ οὔτε μιὰ μέρα νὰ ζήσῃ ἀνάμεσά τους· δὲν ἐπέτρεπαν τὴν παραμικρὴ ἀσέβεια. Κι αὐτὸν τὸν Σωκράτη, ἐπειδὴ θεώρησαν ὅτι βλαστήμησε τὸ θεό τους, τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο.
Αὐτοὶ ἦταν οἱ Ἕλληνες στὴν ἀρχαιότητα. Κι ὅταν ὁ λαὸς αὐτὸς ἄκουσε γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό, τότε βρῆκε αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν Ἄρειο πάγο εἶπε στοὺς Ἀθηναίους· «Ἀπ᾿ ὅσους γνώρισα ἐσᾶς βρίσκω πιὸ εὐλαβεῖς σὲ ὅλα» (βλ. Πράξ. 17,22). Κι ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες πίστεψαν στὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸ θρησκευτικό τους συναίσθημα πῆρε τὸ σωστὸ δρόμο καὶ εἶχε λαμπρὲς ἐκδηλώσεις. Ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς εἶνε ἐκεῖνος, ποὺ ἔχτισε τὸν περίλαμπρο ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ στὰ ἐγκαίνιά του ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστιανιανὸς εἶπε «Νενίκηκά σε, Σολομῶν».
Ἕλληνες ἔχτισαν στὸ Ἅγιο Ὄρος τὰ περίφημα μοναστήρια, ποὺ ἔχουν ζωὴ πάνω ἀπὸ χίλια χρόνια. Ἕλληνες ἔχτισαν στὴν κορυφὴ τοῦ Σινὰ τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Ἕλληνες γέμισαν τὸν Πόντο καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία μὲ χιλιάδες ναοὺς μικροὺς καὶ μεγάλους. Κι ὅταν πάλι τὸ 1922 ὁ λαὸς αὐτὸς ἔφευγε ἀπὸ ᾽κεῖ μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια κι ἄφηνε τὰ πάντα (σπίτια, χωράφια, περιουσίες), τίποτε ἄλλο δὲν πῆρε μαζί του παρὰ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων (π.χ. τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ῾Ρώ σου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ κ.ἄ.).
Ἡ θρησκευτικότης, ἀδελφοί μου, εἶνε ἡ ἀναπνοὴ τοῦ ἔθνους μας. Τὸ ψάρι δὲν ζῇ ἔξω ἀπὸ τὴ θάλασσα, κι ὁ Ἕλληνας δὲν ζῇ χωρὶς τὴ θρησκεία του. Ἄλλοι λαοὶ μποροῦν ἴσως νὰ σταθοῦν καὶ κάπως ἀλλιῶς – μολονότι κανένας δὲν ζῇ χωρὶς θρησκεία· κι αὐτὸς ὁ ῾Ρωσικὸς λαὸς θρησκεύει βαθύτατα, παρ᾽ ὅλη τὴν ἀθεϊστικὴ προπαγάνδα ποὺ δέχθηκε.
Πολὺ περισσότερο ἐμεῖς. Ἡ θρησκεία εἶνε ἡ ἀναπνοή μας, τὸ ζωτικὸ στοιχεῖο, ἡ σκέπη, τὸ ὅπλο, ἡ ζωή μας.
Αὐτὴ δημιούργησε τὸ Βυζάντιο μὲ πολιτισμὸ ποὺ βάσταξε χίλια χρόνια. Αὐτὴ μᾶς παρηγόρησε πεντακόσα χρόνια κάτω ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν Τούρκων. Αὐτὴ ἔδωσε τὸ σύνθημα τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ ᾿21. Αὐτὴ τὸ 1912-13 μᾶς ἔδωσε φτερὰ καὶ ἀνήμερα τοῦ ἁγίου Δημητρίου τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος μπῆκαν στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ὕψωσαν τὴν ἑλληνικὴ σημαία. Αὐτὴ μᾶς κράτησε τὸ 1940 καὶ στὴν κατοχή. Νὰ τὴν κρατήσουμε λοιπόν. Νὰ φράξουμε τὰ αὐτιά μας νὰ μὴν ἀκοῦμε τί λένε ἐναντίον της. Βέβαια πρέπει νὰ φροντίσουμε ν᾿ ἀποκτήσουμε κλῆρο, ν᾽ ἀνακαινίσουμε τὴν ἐκκλησία μας, νὰ ἔλθῃ ἀναγέννησις· ἀλλὰ νὰ μὴ φύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας. Νὰ ζήσουμε ἀξίως τῆς πίστεως, ἀξίως τῶν προγόνων μας, ἀξίως ὅλου τοῦ ἱστορικοῦ μεγαλείου τῆς φυλῆς μας, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ λέμε «Εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;» (῾Ρωμ. 8,31)· «γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε …ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ἠσ. 8,9-10).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Δανιὴλ Βοτανικοῦ - Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 28-10-1962. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 21-9-2013.

No comments:

Post a Comment

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...