Παραμονὴ ἐκλογῶν, βρίσκομαι στὸ Ἀεροδρόμιο- ἡ ὥρα τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυχτα.
Στὶς τρεῖς καὶ μισὴ πάω γιὰ ἐπιβίβαση. Κόσμος πολύς. Στὸ ταξὶ μπῆκε ἕνα παλικάρι.
-Καλημέρα! Πειραιά, παρακαλῶ.
-Λεβέντη μου, στὸν οὐρανὸ σὲ γύρευα, στὴ γῆ βρέθηκες!
-Γιατί τὸ λέτε αὐτό;
-Καλύτερη διαδρομὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ τύχει! Στὸν Πειραιὰ μένω καὶ ἐγώ!
-Ά, ὡραία! Σὲ πάω στὸ σπίτι σου, ἐ;
-Ἀκριβῶς. Εἶμαι ἄυπνη δεκαπέντε ὧρες νομίζω πὼς ἔχω κι ἐγὼ δικαίωμα ξεκούρασης καὶ ὕπνου.
-Δεκαπέντε ὧρες ὁδηγεῖτε;
-Ὄχι, δεκαπέντε ὧρες εἶμαι μέσα στὸ ταξί.
-Πῶς ἀντέχεις τόσες ὧρες; Καὶ δὲν φοβᾶσαι τὴ νύχτα;
-Ὅταν ἔχεις δυνατὴ πίστη στὸν Θεό, δὲν φοβᾶσαι τίποτε, νιώθεις ἀσφαλής.
-Ἔχεις δίκιο, βλέπω καὶ τὶς εἰκόνες σου, ἀκοῦς καὶ τὸν σταθμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ λόγια σου ἐκπέμπουν σιγουριά. Πράγματι, ἔχεις τὸν Θεὸ δίπλα σου! Χαίρομαι,ὅταν ἀκούω καὶ βλέπω ἀνθρώπους, ποὺ πιστεύουν δυνατά, ὅπως καὶ ἐσύ. Δὲν ἦταν τυχαῖο ποὺ μπῆκα στὸ ταξί σου, ἦταν θέλημα Θεοῦ. Πιστεύεις στὰ θαύματα;
-Καὶ βέβαια πιστεύω.
-Θέλεις νὰ σοὺ πῶ ἕνα θαῦμα, ποῦ ἔγινε στὴν...οἰκογένειά μου;
-Μὲ μεγάλη μου χαρά!
-Ἐργάζομαι στὸ Ἰσραήλ, στὴν Ἑλληνικὴ Πρεσβεία Εἶμαι κοντὰ στὸν Πανάγιο Τάφο τοῦ Χριστοῦ καὶ τώρα ἦρθα, γιὰ νὰ ψηφίσω.
-Θὰ μοῦ πεῖς πῶς σὲ λένε;
-Νίκο.
-Ὡραία! Ἐμένα Ράνια.
-Χαίρω πολύ.
-Λοιπόν, Ράνια, ἡ κουνιάδα μου δὲν μποροῦσε νὰ κάνει παιδί. Πῆγε σὲ πολλοὺς γιατροὺς στὴν Κύπρο, ἦρθε στὴν Ἑλλάδα, πῆγε Λονδίνο, Ἀγγλία- ὅμως ὅλοι της εἶπαν ἕνα μεγάλο ὄχι δὲν μπορεῖς νὰ γεννήσεις παιδί. Ὡστόσο εἶχε φτάσει σαράντα ἐτῶν. Οἱ προσευχὲς καὶ τὰ τάματα ἀμέτρητα. Ὥσπου ὁ καλὸς Θεὸς τὴλυπήθηκε. Στὰ σαράντα της ἔμεινε ἔγκυος. Καταλαβαίνεις τὴ χαρά μας. Τὴν προσέχαμε ὅλοι σὰν νὰ ἦταν κάτι πολύτιμο. Μὴ βήξει, μὴ φτερνιστεῖ, μὴν κατέβει μόνη της σκαλιά, τί θὰ φάει- τὴν εἴχαμε μὴ στάξει καὶ μὴ βρέξει! Ὥσπου ἦρθε ἡ ὥρα νὰ γεννήσει καὶ ἤμασταν ὅλοι κοντά της.
Στὸ σαλόνι ποὺ περιμέναμε ἔρχεται μία νοσοκόμα μὲ ἕναν ἄγγελο στὰ χέρια. Ἦταν τόσο ὄμορφο μωρό, ποὺ ὀμορφότερο δὲν εἶχα ξαναδεῖ. Ὁ γιός μου δὲν ἦταν τόσο ὡραῖος, ὅταν μου τὸν ἔφεραν νὰ τὸν δῶ. Τὴν ἑπομένη ἡμέρα ὅμως μᾶς ἦρθε ἡ δυσάρεστη εἴδηση. Ὁ γιατρὸς κάλεσε τὸν μπατζανάκη μου στὸ γραφεῖο τὸκαὶ τοῦ εἶπε πὼς τὸ παιδὶ γεννήθηκε μὲ ἕνα νεφρὸ καὶ ἀπ' αὐτὸ τὸ μισὸ ἦταν χαλασμένο. Ἔπρεπε νὰ ἀρχίσει αἱμοκάθαρση. Ἡ εἴδηση μᾶς ἦρθε κεραυνὸς στὸκεφάλι!
Τὸ τρέξαμε ὅπου μπορεῖς νὰ φανταστεῖς, σ' ὅποιον γιατρὸ μᾶς ἔλεγαν, ἐμεῖς τρέχαμε. Πήγαμε στὸ ἐξωτερικό, πήγαμε παντοῦ, δὲν μποροῦσε νὰ γίνει τίποτε. Οἱπροσευχὲς νύχτα-μέρα δὲν σταματοῦσαν. Ὅταν τὸ παιδὶ ἔφτασε δύο ἐτῶν, ἡ κουνιάδα μου εἶδε ἕνα ὄνειρο. Μὴ μὲ ρωτήσεις τί. Δὲν ἔχω καταλάβει καλά. Μοῦζήτησε νὰ ἔρθει στοὺς Ἁγίους Τόπους, νὰ προσκυνήσει.
Πράγματι ἦρθε μαζὶ μὲ τὸ παιδί. Τὴν ἔστειλα μὲ μία ξεναγὸ νὰ προσκυνήσει στὸν Πανάγιο Τάφο. Τί ἔγινε ἐκεῖ; Ἄκου τί μου εἶπαν. Ὅταν μπῆκαν μέσα στὴνἘκκλησία, τὸ μωρὸ ἔκλαιγε συνέχεια. Τῆς λέει μία κυρία: «Γιατί κλαίει ἔτσι τὸ παιδί σας;» -«Εἶναι ἄρρωστο», τῆς ἀπάντησε ἡ κουνιάδα μου. Καὶ τότε ἡ κυρία τῆς εἶπε: «-Βάλτε τὸ παιδὶ σᾶς πάνω στὸν Πανάγιο Τάφο καὶ θὰ σταματήσει τὸ κλάμα!»
Ἡ κουνιάδα μου τὸ ξάπλωσε πάνω στὸν Πανάγιο Τάφο. Ὅμως τὸ παιδὶ σφάδαζε στὸ κλάμα. Ἐκείνη στεκόταν σὰ μαρμαρωμένη, δὲν μποροῦσε νὰ κάνει οὔτε μπρὸς οὔτε πίσω. Τὸ παιδὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ μελανιάζει! κάποια στιγμὴ κατάφερε καὶ τὸ πῆρε στὴν ἀγκαλιά της. Ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἀναπνεύσει καὶ τὸ πῆγανἐσπευσμένα στὸ νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ του ἔβαλαν ὀξυγόνο. Τὴν ἴδια μέρα ἔφυγε γιὰ τὴν Κύπρο.
Τὴν ἑπομένη τὸ παιδὶ ἔπρεπε νὰ πάει γιὰ αἱμοκάθαρση. Ἐκεῖ, στὰ Ἱεροσόλυμα, ἔχω γνωριστεῖ μὲ ἕναν καλόγερο ἀσκητή, ποὺ ὅλο μου μιλάει γιὰ θαύματα. Ὅτανἔφυγε ἡ κουνιάδα μου, πῆγα καὶ τὸν συνάντησα καὶ ἄρχισε πάλι νὰ μοῦ μιλάει γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὰ θαύματα, ὥσπου ξαφνικὰ τὸν ἀκούω νὰ λέει: «Πῶ, πῶ! Τί χειρουργεῖο ἦταν αὐτό! Τὸ παιδὶ σφάδαζε στὸ κλάμα ἀπὸ τοὺς πόνους!» «-Ποιὸ παιδί, γέροντα;» «-Τὸ ἀνιψάκι σου, βρέ! μοῦ ἀπάντησε. Ἄγγελοι τὸχειρούργησαν καὶ τοῦ ἔβαλαν δύο γερὰ νεφρά!!!» «Ἅ, ὁ γέροντας τρελάθηκε», εἶπα μέσα μου, «καὶ ὅλα τὰ θαύματα πού μου λέει φαντασίες τοῦ εἶναι». Ὅταν σηκώθηκα νὰ φύγω, μὲ χτύπησε στὴν πλάτη καὶ μοῦ εἶπε: «-Ἄντε, θὰ κάνεις καὶ κόρη!»
Ἔφυγα λυπημένος, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ γέροντας εἶχε χάσει τὰ μυαλὰ τοῦ ἐκεῖ στὴν ἐρημιὰ καὶ στὴ μοναξιά του. Μπῆκα στὸ αὐτοκίνητό μου νὰ πάω στὴν Πρεσβεία, ὅταν χτύπησε τὸ κινητό μου. Ἦταν ἡ γυναίκα μου. Μοῦ μιλοῦσε καὶ ἔκλαιγε- δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τί ἔλεγε, μόνο μία φράση ξεχώρισα: «-Νίκο, τὸ παιδὶ μᾶς εἶναι καλά!» Προσπάθησα νὰ τὴν ἠρεμήσω, γιὰ νὰ καταλάβω τί μου λέει. Καὶ μοῦ εἶπε τὰ ἴδια λόγια του γέροντα: «-Τὸ παιδὶ μᾶς ἔχει δύο γερὰνεφρά!»
Ἔπαθα σόκ! Γύρισα πίσω καὶ πῆγα στὸν γέροντα. Τὸ μυαλό μου μπερδεμένο, οἱ σκέψεις μου ἄτακτες, πετοῦσαν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Ἔφτασα στὸν γέροντα καὶ γιὰπρώτη φορὰ γονάτισα μπροστά του καὶ τοῦ φιλοῦσα τὰ χέρια. «-Εἶσαι ἅγιος!» ψιθύρισα «-Παιδί μου, μὴν τὸ ξαναπεῖς αὐτό. Ἅγιος εἶναι μόνο ὁ Θεός!»
Σὲ μία ἑβδομάδα μου ἦρθε ἡ ἑπόμενη εὐχάριστη εἴδηση. Ἡ γυναίκα μου ἦταν ἔγκυος. Μὲ τό: «Νίκο, ἀγάπη μου», πού μου εἶπε, θυμήθηκα τὰ λόγια του γέροντα. «- Μὴ πεῖς τίποτα ἄλλο. Εἶσαι ἔγκυος!» «-Ναί, ποῦ τὸ ξέρεις;» «-Μοῦ τὸ εἶπε ὁ καλόγερος, ὁ φίλος μου, καὶ εἶναι κοριτσάκι!»
Ἀπὸ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε στὸ ἀνιψάκι μου πίστεψα πολὺ βαθιὰ στὸν Θεό. Κανεὶς καὶ γιὰ τίποτε αὐτὴ τὴν πίστη δὲ θὰ τὴν κλονίσει. Ἂν κάποτε ἀποφασίσεις νὰἔρθεις στὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ χαρῶ νὰ ἔρθεις νὰ μὲ βρεῖς, θὰ μὲ ζητήσεις στὴν Πρεσβεία. Θὰ πεῖς θέλω τὸ Νίκο τὸν Πειραιώτη.
Ὡστόσο ἔχουμε φτάσει στὸν Πειραιὰ- ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ ἀρθρώσω λέξη, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ κατέβω νὰ βγάλω τὴ βαλίτσα τοῦ Νίκου ἀπὸ τὸ πὸρτ-μπαγκὰζ.
No comments:
Post a Comment