Sunday 28 June 2020

Saint Gregory Palamas-Homily on Saints Peter and Paul


By St. Gregory Palamas

1. The commemoration of each of the saints on the appointed feast day is an occasion for town and country, citizens and their rulers to share in rejoicing, and brings great benefit to all who celebrate. "The memory of the just is praised", says the wise Solomon (Prov. 10:7 Lxx), "When the righteous is praised the people will rejoice" (cf. Prov. 29:2 Lxx). If a lamp is lit at night, its light shines for the service and enjoyment of everyone present. Similarly, through such commemorations, each saint's God-pleasing course, his blessed end, and the grace bestowed on him by God, because of the purity of his life, bring spiritual joy and benefit to the whole congregation, like a bright flaming torch set in our midst. When the land bears a good harvest everyone rejoices, not just the farmers (for we all benefit from the earth's produce); so the fruits which the saints bring forth for God through their virtue delight not only the Husbandman of souls, but all of us, being set before us for the common good and pleasure of our souls. During their earthly lives, all the saints are an incentive to virtue for those who hear and see them with understanding, for they are human icons of excellence, animated pillars of goodness, and living books, which teach us the way to better things. Afterwards, when they depart this life, the benefit we gain from them is kept alive for ever through the remembrance of their virtues. By commemorating their noble deeds, we offer them that praise which, on the one hand, we owe them for the good they did our ancestors, but which, on the other, is also fitting for us at the present time, on account of the help they give us now.

ΑΓΙΑ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗ-Τό κουτσομπολιό τυφλώνει τόν ἄνθρωπο


Η καταλαλιά είναι πολύ βαρύ και ολέθριο αμάρτημα. Ωστόσο μερικοί άνθρωποι την έχουν σαν τροφή και ξεκούραση. Εσύ όμως, πιστή στον Κύριο αδελφή, να μη δεχθείς μέσα σου τα ξένα κακά, αλλά να διατηρείς την ψυχή σου αμόλυντη. Γιατί, αν δεχθείς τα βρωμερά λόγια εκείνου που καταλαλεί, θα προξενήσεις στην προσευχή σου, με τους λογισμούς, κηλίδες ακαθαρσίας και θα μισήσεις αδικαιολόγητα αυτούς που σε συναναστρέφονται. Γιατί, όταν τ’ αφτιά σου θα γεμίσουν από την απανθρωπιά αυτών που καταλαλούν, τότε όλους θα τους υποτιμάς και όλους θα τους θεωρείς το ίδιο ακάθαρτους·όπως ακριβώς και το μάτι, όταν θαμπωθεί από δυνατό έγχρωμο φως, δεν μπορεί να διακρίνει καθαρά το σχήμα των αντικειμένων που βλέπει.
Πρέπει λοιπόν να φυλάμε τη γλώσσα μας και τ’ αφτιά μας, ώστε μήτε να λέμε τίποτα κακό για τον πλησίον μας, μήτε ν’ ανεχόμαστε καν ν’ ακούμε κάτι τέτοιο. Γιατί έχει γραφτεί: «Ου παραδέξη ακοήν ματαίαν» (Εξ. 23:1). Και αλλού: «Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον» (Ψαλμ. 100:5). Και σ’ άλλο σημείο πάλι: «Όπως αν μη λαλήση το στόμα μου τα έργα των ανθρώπων…» (Ψαλμ. 16:4). Εμείς όμως μιλάμε ακόμα και για έργα που δεν έκαναν οι άνθρωποι! Γι’ αυτό πρέπει όχι μόνο να μην πιστεύουμε όσα μας λένε και να μην τα παραδεχόμαστε καθόλου, αλλά και να ενεργούμε και να μιλάμε σύμφωνα με το παράδειγμα του προφήτη: «Εγώ δε… εγενόμην ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς” (Ψαλμ. 37:15).
Από το βίο της αμμάς Συγκλητικής

Thursday 14 March 2019

Εὐχάριστο πάθος;


τοῦ κ. Γεωργίου Θ. Μηλίτση, διδασκάλου
᾽Από τά πανάρχαια χρόνια οἱ ἄνθρωποι πίστευαν ὅτι ρίζα καί αἰτία πολλῶν ἀσθενειῶν πού τυραννοῦν τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ πολυφαγία ἤ ἡ γαστριμαργία, ὅπως ἀλλοιῶς λέγεται.
῾Η ᾽Εκκλησία μας θεωρεῖ τήν γαστριμαργία αἰτία πολλῶν κακῶν καί μητέρα πολλῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων, διότι αὐτή ἔβγαλε τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν παράδεισο.
῾Η γαστριμαργία εἶναι ἕνα ἐλάττωμα, ἕνα πάθος, πού μᾶς παρακινεῖ νά τρῶμε καί νά πίνουμε περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο χρειάζεται τό σῶμα μας γιά νά συντηρηθεῖ. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, καί μάλιστα ὁ ἱερός ᾽Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, λένε ὅτι πρόκειται γιά βαρειά ἁμαρτία, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους: «Αὐτή ἐξόρισε τόν ᾽Αδάμ ἀπό τόν παράδεισο, αὐτή προκάλεσε τόν μεγάλο κατακλυσμό, αὐτή ἔκανε τούς ᾽Ισραηλίτες εἰδωλολάτρες, αὐτή ἔριξε τούς ἀνθρώπους σέ πολλά ἄλλα κακά».
῾Η γαστριμαργία καταβάλλει σχεδόν ὅλους μας, ἐπειδή εἶναι εὐχάριστο πάθος. Εἶναι ἀμφίβολο καί ἐπίφοβο ἄν πρό τοῦ θανάτου ἐγκαταλείπει τόν ἄνθρωπο˙ εἰδικά σήμερα, ἐποχή ἀφθονίας καί καλοζωίας, ἔχει δημιουργηθεῖ τό πλέον κατάλληλο κλίμα, αὐτό τή βοηθεῖ να γιγαντώνεται καί νά διαφεντεύει σ᾽ ὅλη σχεδόν τήν ἀνθρωπότητα.

Τί λέμε γαστριμαργία;
 
῾Η γαστριμαργία εἶναι ἕνα ἐλάττωμα, ἕνα πάθος, πού κυριεύει πολλούς ἀνθρώπους. ῾Η λέξη γαστριμαργία εἶναι σύνθετη καί παράγεται ἀπό τό οὐσιαστικό γαστήρ (κοιλιά) καί τό ρῆμα μαργαίνω (κατέχομαι ὑπό μανίας καί μάργος λέγεται ὁ μανιώδης), ἔτσι ὅταν καταλαμβάνει κάποιον ἡ μανία νά γεμίσει τήν γαστέρα (κοιλιά) του, αὐτό λέγεται γαστριμαργία˙ ἄρα γαστριμαργία εἶναι τό πάθος πού μᾶς παρακινεῖ νά τρῶμε καί νά πίνουμε περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο χρειάζεται τό σῶμα μας γιά νά συντηρηθεῖ.
Τόν ἀκριβή ὁρισμό τῆς γαστριμαργίας δίνει ὁ ῾Αγ. ᾽Ιωάννης ὁ Σιναΐτης στό βιβλίο του "Κλίμαξ„: «Γαστριμαργία εἶναι ἡ ὑποκριτική συμπεριφορά τῆς κοιλίας, ἡ ὁποία ἐνῶ εἶναι χορτασμένη, φωνάζει πώς εἶναι ἐνδεής (φτωχή) καί ἐνῶ εἶναι παραφορτωμένη μέχρι διαρρήξεως ἀνακράζει ὅτι πεινᾶ. Γαστριμαργία εἶναι ἡ δημιουργός τῶν καρυκευμάτων, ἡ πηγή τῶν τέρψεων τοῦ λάρυγγα. Γαστριμαργία εἶναι μία ἀπάτη τῶν ὀφθαλμῶν. Καθ' ἧν στιγμήν κάποιος τρώγει τό μέτριο σέ ποσότητα φαγητό του, ἡ γαστριμαργία τόν κάνει νά σκέπτεται πώς νά ἦτο δυνατόν νά καταβροχθίσει διά μιᾶς τά σύμπαντα». (Κλίμαξ, ἔκδ. Παρακλήτου 1985).
῾Ο Εὐάγριος καί ὁ Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής τήν ὀνομάζουν «ἐμπαθή λογισμό», μ᾽ ἄλλα λόγια «τό σῶμα παρεμβαίνει μόνο ὡς ὄργανο πραγμάτωσης τῆς ἐπιθυμίας τῆς ψυχῆς» (Συμεών Νέος Θεολόγος).
Γαστριμαργία, κατ᾽ ἄλλον Πατέρα, εἶναι ἡ κατανάλωση ποσότητας φαγητοῦ μεγαλύτερης ἀπ' ὅση εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἐπιβίωσή μας, ἐνῶ λαιμαργία ἡ τάση πρός φαγητά πού ἔχουν ἀπολαυστική γεύση ἤ ἡ κατανάλωση φαγητοῦ ἀποκλειστικά γιά εὐχαρίστηση.
Συμπερασματικά ἡ γαστριμαργία, κατά τούς Πατέρες, εἶναι «ἀναζήτηση τῆς ἡδονῆς τοῦ ἐσθίειν», «ἐπιθυμία τοῦ ἐσθίειν γιά τήν ἠδονή», ἀκόμα ἡ «ἀκράτεια τοῦ στόματος καί τῆς κοιλίας».
 
Θυγατέρες της
 
Σύμφωνα μέ τούς Πατέρας τῆς ᾽Εκκλησίας μας ἡ γαστριμαργία δέν βλάπτει μόνο τήν ψυχή καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά γεννᾶ καί ἄλλα πάθη καί ἁμαρτήματα.
Τό πρῶτο πάθος πού τήν ἀκολουθεῖ εἶναι «ἡ πορνεία καί κάθε σαρκική ἀκαθαρσία». Κατά τό ὅσιο Μάρκο τό ἀσκητή τήν γαστριμαργία «ἀκολουθοῦν ἡ λήθη καί ἡ ραθυμία». ῎Αλλοι Πατέρες τονίζουν ὅτι τήν ἡδονή πού προκαλεῖ τό φαγητό ἤ τό πιοτό διαδέχεται ἡ ὀδύνη. Τήν εὐχαρίστηση τοῦ λάρυγγα διαδέχεται καταρχήν ὁ πόνος καί τό βάρος τοῦ στομάχου, καί στή συνέχεια ἡ παχυσαρκία και τά ἄλλα ἀναρίθμητα δεινά πού προέρχονται ἀπό αὐτή. Κυρίως ὅμως, ἡ γαστριμαργία προκαλεῖ ζάλη στό κεφάλι, βάρος καί ἀτονία στό σῶμα. ῎Ετσι ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει τό πνευματικό του ἔργο, ἐπειδή ἔρχεται σ᾽ αὐτόν ἡ ὀκνηρία. ᾽Ακολουθεῖ ἡ σκότιση τοῦ νοῦ καί τῶν λογισμῶν καί ἡ ταραχή τήν ὥρα τῆς προσευχῆς. ῾Ο νοῦς γίνεται ἀδιάκριτος καί οἱ πονηροί λογισμοί βρίσκονται στό ἀποκορύφωμα τους˙ ὅταν κανείς δέν ἔχει καθαρό νοῦ δέν μπορεῖ νά ασχοληθεῖ μέ πνευματικά πράγματα.

Οἱ Πατέρες γιά τή γαστριμαργία
 
Στά πατερικά κείμενα διαβάζουμε ὅτι τά πάθη δέν ἀνήκουν στή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς. ῞Οταν ὅμως χρονίζουν στόν ἄνθρωπο, γίνονται δεύτερη φύση του καί δέν ἀπομακρύνονται. ᾽Ακόμα κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ καί δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν ἀπαλλάσσεται μέ μιᾶς ἀπ᾽ αὐτά, ἀλλά χρειάζεται νά προσπαθήσει καί νά ἀγωνισθεῖ γιά πολύ καιρό ἄν θέλει νά τά καταπολεμήσει.
Γιά τή γαστριμαργία λέγουν ὅτι εἶναι ἀτομικό ὀλίσθημα. Γίνεται, ὅμως, θανάσιμο ἁμάρτημα γιά τόν ἄνθρωπο, ὅταν προξενεῖ βλάβη καί σκάνδαλο στόν πλησίον, ὅταν γνωρίζει ὅτι θά πάθει κάποια σοβαρή ἀσθένεια καί δέν ἐγκρατεύεται, ὅταν ξοδεύει πάρα πολλά χρήματα γιά νά τρώει πλούσια τή στιγμή πού ὁ πλησίον του στερεῖται τά ἀναγκαία καί δέν τόν ἐλεεῖ κι ὅταν δέν τηρεῖ τίς καθιερωμένες ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας νηστείες ἐφόσον δέν ἐμποδίζεται ἀπό κάποια ἀρρώστια.

Πῶς θεραπεύεται
 
῞Οπως γιά ὅλες τίς ἀσθένειες τοῦ σώματος ὑπάρχουν φάρμακα πού τίς καταπολεμοῦν καί τίς θεραπεύουν ἔτσι καί γιά τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς, τά πάθη, ὑπάρχουν τά κατάλληλα φάρμακα πού ὄχι μόνο τίς θεραπεύουν ἀλλά ἀπελευθερώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν τυραννικό ζυγό τους.
᾽Ισχυρό ὄπλο γιά τήν καταπολέμηση τῆς γαστριμαργίας εἶναι ἡ νηστεία. Αὐτή δόθηκε σάν ἐντολή στόν παράδεισο˙ διαβάζουμε στή Γένεση: «Καί ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεός τῷ ᾽Αδάμ λέγων˙ ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσω βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γιγνώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾽ αὐτοῦ˙ ᾗ δ᾽ ἄν ἡμέρα φάγητε ἀπ᾽ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γένεση β´ 16).
῾Η ἁγία μας ᾽Εκκλησία προκειμένου νά βοηθήσει τούς πιστούς ὄχι μόνον νά ἀπαλαχθοῦν ἀπό τό πάθος τῆς γαστριμαργίας, ἀλλά καί νά ἀνεβοῦν πνευματικά θέσπισε περιόδους νηστείας˙ ἔτσι οἱ ᾽Ορθόδοξοι νηστεύουμε κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή˙ σαράντα ἡμέρες πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων (ἀπό 15 Νοεμβρίου μέχρι καί 24 Δεκεμβρίου)˙ τήν ῾Αγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή (ἀπό τήν Καθαρά Δευτέρα μέχρι καί τό Μεγάλο Σάββατο, εἶναι πολύ αὐστηρή νηστεία)˙ τή νηστεία τῶν ῾Αγίων ᾽Αποστόλων (ἀρχίζει τή Δευτέρα μετά τήν ἑορτή τῶν ῾Αγίων Πάντων καί τελειώνει στίς 28 ᾽Ιουνίου)˙ τέλος ἔχουμε καί τή νηστεία πρός τιμήν τῆς Παναγίας (ἀρχίζει ἀπό τήν 1η Αὐγούστου καί τελειώνει τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου).
Οἰ Πατέρες λέγουν ὅτι οἱ πιστοί πρέπει νά δείνουν προσοχή διότι ἡ νηστεία χρειάζεται διάκριση, δέν πρέπει νά νηστεύουμε πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας, ὅταν ἡ ὑγεία μας δέν τό ἐπιτρέπει˙ δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι οἱ ἔρευνες πού ἔκαναν οἱ εἰδικοί ἔδειξαν ὅτι ὅταν κάνουμε νηστεία σύμφωνα μέ τίς ὑποδείξεις τῶν Πατέρων ὄχι μόνον δέν κινδυνεύει ἡ ὑγεία μας ἀλλά ἀπεναντίας ὁ ὀργανισμός ἀποτοξινώνεται καί δέν προσβάλεται εὔκολα ἀπό διάφορες ἀσθένειες. Χριστιανική νηστεία καί ὑγιεινή διατροφή εἶναι γιά τήν ᾽Ιατρική σχεδόν ταυτόσημες ἔννοιες.
Μαζί μέ τή νηστεία οἱ Πατέρες, σάν ἀντίδοτό της συνιστοῦν καί τή μνήμη τοῦ θανάτου, καθῶς καί τῆς μέλλουσας κρίσεως• «῞Οταν λάβεις θέση σέ πλούσιο τραπέζι - συμβουλεύει ὁ ῞Αγ. ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος - φέρε ἐμπρός σου τή μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως˙ ἴσως ἔτσι νά συγκρατήσεις λίγο τό πάθος. ᾽Αλλά κι ἄν ἀκόμη δέν ἐγκρατευθεῖς, τουλάχιστον θά ταπεινωθεῖς καί θά ἀναστενάξεις, συγκρίνοντας τήν πολυφαγία σου μέ τό πάθος τοῦ Χριστοῦ» (Κλίμαξ σελ. 191).
Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι στή γαστριμαργία συνήθως πέφτουμε ὅταν τρῶμε συχνότερα ἀπ᾽ ὅσο πρέπει ἡ νωρίτερα ἀπό τήν κατάλληλη ὥρα, ὅταν τρῶμε καί πίνουμε περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο μᾶς χρειάζεται, ὅταν ἐπιζητοῦμε πλούσια, ἀκριβά καί ἐξεζητημένα φαγητά, ὅταν τρῶμε μέ βουλιμία κι ὅταν σπαταλᾶμε μεγάλο μέρος τοῦ πολύτιμου χρόνου τῆς ζωῆς μας σέ γαστρονομικές ἀσχολίες καί φροντίδες.
῾Ο χρυσός κανόνας εἶναι «νά δίνουμε στό σῶμα ὅσα ἡ ἀνάγκη θέλει καί ὄχι ὅσα ἡ ἠδονή ἀπαιτεῖ».

Οἱ Πατέρες γιά τήν τροφή
 
῎Ισως κάποιος νά πεῖ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας εἶναι ἐναντίον τῆς τροφῆς˙ αὐτό δέν εἶναι σωστό, διότι κανένας ἐκ τῶν Πατέρων δέν πέθανε ἀπό ἀσιτία διότι ἔτρωγαν τό ἀναγκαῖο φαγητό πού χρειαζόντουσαν γιά νά διατηρηθοῦν στή ζωή. ᾽Ακόμη οἱ Πατέρες δέν θεωροῦν ὅτι ἡ τροφή εἶναι ἀκάθαρτη καί κακή ὥστε νά κάνει τήν γαστριμαργία πάθος, αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τή Γραφή: «οὐ τό εἰσερχόμενον εἰς τό στόμα κοινοῖ τόν ἄνθρωπον» (Ματθ. ιε΄ 11). ῾Ο ᾽Απόστολος Παῦλος γράφει στό μαθητή του Τιμόθεο: «πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καί οὐδέν ἀπόβλητον μετά εὐχαριστίας λαμβανόμενον» (Α' Τιμ. δ΄4). ῎Αρα τό πάθος τῆς γαστριμαργίας δέν εἶναι ἐπακόλουθο τῆς τροφῆς πού παίρνουμε, ἀλλά στό σκοπό καί στό στόχο πού βάζουμε ὅταν καθόμαστε νά φᾶμε.
῾Ο ἅγιος Δωρόθεος Γάζης ἔλεγε: «῎Αλλο πρᾶγμα εἶναι τό νά φάγει κάποιος διά νά ἱκανοποιήσει τήν φυσικήν ἀνάγκην λήψεως τροφῆς καί ἄλλο νά φάγει διά νά δοκιμάσει τήν ἐκ τοῦ φαγητοῦ ἡδονήν. ῾Ο σκοπός διά τόν ὁποῖον τρώγει τις εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ τήν ἁμαρτίαν. Τό νά τρώγει δέ κανείς ὅσον ἐπιβάλλουν αἱ σωματικαί του ἀνάγκαι σημαίνει ὅτι οὖτος ὁρίζει εἰς τόν ἑαυτόν του πόσον πρέπει νά φάγει καθ᾽ ὅλην τήν ἡμέραν».

Τέλος
 
Πρέπει νά γνωρίζουμε, ὅτι τό φοβερό πάθος τῆς γαστριμαργίας εἶναι ἀνελέητο καί ὁ ἀγώνας γιά τήν καταπολέμησή του δέν εἶναι εὔκολος. Εἶναι σκληρός καί κουραστικός. Συνεχής καί ἰσόβιος. Πρέπει νά παλέψουμε μ᾽ ἕναν πολύ δυνατό ἐχθρό, πού μᾶς βλάπτει σωματικά, ἀλλά κυρίως ψυχικά. ῎Ας πάρουμε τήν ἀπόφαση κι ἄς τήν τηρήσουμε «μακριά ἀπό τήν πολυφαγία καί τήν πολυποσία». ῎Ας ἔχουμε πάντα στό μυαλό μας αὐτά πού ἔλεγε ὁ Μέγας ᾽Αντώνιος: «᾽Εγκράτεια, εὐδαιμονία ἐστί καί ἐλπίς ἀγαθή ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀνθρώπων» καί νά μή ξεχνοῦμε ὅτι «ἡ νηστεία, τό ἀντίδοτο τῆς γαστριμαργίας, εἶναι βία φύσεως καί περιτομή τῳν ἡδονῶν τοῦ λάρυγγα, ἐκτομή τῆς σαρκικῆς πυρώσεως, ἐκκοπή τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἀπελευθέρωσης ἀπό λογισμούς ὀνείρων, καθαρότητα προσευχῆς, φωτισμός τῆς ψυχῆς, διαφύλαξης τοῦ νοῦ, διάλυσης τῆς πωρώσεως, θύρα τῆς κατανύξεως.. ἐλαφρότης τοῦ ὕπνου, ὑγεία τοῦ σώματος, πρόξενος τῆς ἀπαθείας, ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων, θύρα καί ἀπόλαυσης τοῦ Παραδείσου» (Κλίμαξ, σελ. 191).

Tuesday 9 January 2018

Understanding the Soul..


I remember many years ago a spiritual teacher asking me this simple question, "Can you describe your soul?"  This question haunted me for several years.  So, what is the nature of our soul? How do we get to know it? Knowing soul is something that requires stillness in the mind. Our mind is continually in motion distracting us from a deep inner knowledge.  Saint Theophan suggests that we divide the soul into different parts to know it –– intellectual, desiring and sensual.


Intellectual Aspect
: You intellect stands about your memory and imagination; this intellect, among with intellectual labor, obtains for you definite concepts or cognitions about things.... This leads to thoughts, opinions and suppositions. Its business is to reason, think things over, and reach necessary conclusions.
But, normally our mind is filled with thoughts of all kinds.  It is not still so we can make reasoned choices. We become driven by our passions.



Desirous Aspect
:  The faculty that operates here is the will... At its foundation lies zeal, or ardor––the thirst for something.... In a person who has lived for some time almost everything is done by habit.
Normally instead of using the will to do God's will we instead override it with our habits to meet the demands of our passions.  So, not only do we have the confusion with the scattering of our thoughts but we also have a distorted inconsistent use of our desiring aspect seeking selfish desires.



Sensual Aspect: the Heart.
Everything which enters the soul from the outside, and which is shaped by the intellectual and desirous aspects , falls to the heart; everything which the soul observes on the outside also passes through the heart, That is why its called the center of life... It constantly and persistently senses the condition of the soul and body, and along with this the various impressions from the individual actions of the soul and body... compelling and forcing man to furnish everything which is pleasant to its.
But it is most commonly tormented by the passions and it does not operate in peace.  It then leads us to emotions and attachments that may not lead us to unity with God.



We can now begin to understand the nature of our spiritual life which is for our soul to regain its proper place so we can center our life on the will of God instead of the passions of our body.  Of course it still needs to care for the body but as a secondary effort.  The soul longs to be reunited with God, a unity broken by Adam and Eve, and a brokenness that Christ showed us how to heal, establishing His Church to help us in this effort.



Source: The Spiritual Life, pp 48 - 60

Wednesday 28 June 2017

Πώς είναι ο Θεός;

Ένας νέος πήγε σ ‘ έναν σοφό γέροντα και τον παρακάλεσε θερμά:
-Με απασχολεί το ερώτημα: Υπάρχει Θεός; Ειπέ μου, σε παρακαλώ! Εσύ το πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός;
-Και βέβαια το πιστεύω, του απάντησε ο γέροντας.
-Και ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, το πιστεύεις κι αυτό;
-Και βέβαια, το πιστεύω.


-Και τον Θεό ποιος τον έφτιαξε;
-Εσύ, του απάντησε σοβαρά και ξερά ο γέροντας.
Ο νεαρός σοκαρίστηκε με την απάντηση του γέροντα.
Τον ρώτησε και πάλι λοιπόν:
-Γέροντα, εγώ σε ρωτάω σοβαρά, του είπε. Κι εσύ μου λες πως εγώ έφτιαξα το Θεό.
 
-Μα κι εγώ σοβαρά σου μιλάω, του απάντησε ο γέροντας. Πολύ σοβαρά. Και πρόσεξε γιατί. Εσύ μ’ όλ’ αυτά που με ρωτάς, δείχνεις πως δεν ψάχνεις να βρεις το Θεό όπως είναι. Εσύ ψάχνεις να βρεις έναν Θεό όπως τον θέλεις εσύ, όπως τον φαντάζεσαι εσύ, κομμένον στα μέτρα σου. Αυτόν τον Θεό λοιπόν θα τον έχεις φτιάξει εσύ. Δεν θα είναι ο αληθινός Θεός. Και πρόσθεσε ο άγιος αυτός γέροντας:
 
-Ψάξε να βρεις τον αληθινό Θεό, παιδί μου. Να Τον δεχτείς όπως είναι. Μην Τον θέλεις όπως εσύ τον φαντάζεσαι. Προσπάθησε να γίνεις εσύ όπως σε θέλει ο Θεός. Προσπάθησε να Τον καταλάβεις όπως είναι. Και ν’ αγαπήσεις το θέλημά Του, όπως είναι.

Wednesday 3 May 2017

Saint Nektarios On The Inviolability of Free Will

             
             Βy Saint Nektarios of Pentapolis

 “If anyone would come after me, let them deny themselves, take up their cross and follow me”  (Matth. 16, 24).

            “Human free will is sacrosanct”. This saying demonstrates the profundity of our moral freedom. The Saviour invites people to follow Him and then leaves us free to decide this most important question for ourselves: to follow Him or turn against the way of God. He came for our salvation but does not encroach on our free will. He invites us to take an active part in our salvation, but does not violate our free will in the slightest. If people were not free and self-determining beings, we would never have deserved such great respect, we’d never have been accorded such great honour, that is to work with Christ the Saviour for our own salvation; nor, of course, would it have been left to our personal inclination, but rather we’d have been led to salvation as passive and inert creatures and would have simply accepted the effect of divine grace, which would have worked exclusively for our redemption. Truly, this is how respected and inviolate God desires our moral freedom to be; how imperious He wants our free will to be.

A study of the history of the redemption of humankind reveals the Son of God, Who became a person in order to save all of us, treading the path to His voluntary passion, bearing the sin of the world, healing our wounds, fulfilling the great mystery of divine dispensation, reconciling us with God and yet in no way infringing our free will. There you are! The gate of Paradise, which had been shut, was opened; the fiery sword which guarded the entrance was removed and the voice of the Lord invited excluded humanity to enter thereby into a place of peace and quiet. But we were left free to enter or not, as we choose.

This freedom, that is to act by choice and to follow His laws, not influenced even by God Himself, demonstrates  the absolute nature  of our free will, which derives from our moral freedom, our great value, and the high position we occupy in the creation. What great honour is rendered to us by the fact that our free will is inviolate. At the same time, with what clarity are we taught our responsibilities: that we should respect our free will; have fervent zeal; and not allow, under any circumstances, our free will to be enslaved and our moral freedom to become dependent on humiliating passions and desires.

            Our moral freedom obliges us to make provision for our salvation, because otherwise we’ll be lost. The formal recognition of our moral freedom by the Saviour Himself teaches us that our salvation is not going to be achieved solely by the absolute action of God’s grace, but also by our own consent and simultaneous action. Concerning this necessity, let’s see what the wise Fathers of the Church have to say. Chrysostom  says: Even though grace is grace, it saves only those who desire to be” (Discourse 18 on Romans). Gregory the Theologian stresses that: “Our consent is necessary; but we’ll be saved by God” (Discourse 31). Clement the Alexandrian adds: “God inspires the souls that desire; but if their readiness abandons them, then the very grace which has been given them by God will be denied them”. And Justin concludes: “God did, indeed, make people without their consent, but is unable to save them against their will”. So we are expressly and clearly taught that there are two factors in our salvation: a) the free desire of the human will and b) the grace of God.

            The prime agent in the work of our salvation is indeed the grace of God, because Christ the Saviour came as Light to those who were in the dark and shed the light of His Grace on those “dwelling in darkness and the shadow of death”. He sought the lost sheep, called back those who had strayed, spoke secretly to people’s hearts and showed us the way to salvation. It’s the grace of God which perfects and saves, yet our own will should not be accounted of any less importance. We should regard it as the outstanding gem in the crown of our salvation, since it’s the main lever that shifts our outlook that has been rendered inert by sin.

This is what urges our footsteps to follow the Saviour, this is what strengthens our hearts to show self-denial, this is what bears the cross on the shoulder. Because, although grace invites us, dispels the gloom and illumines the dark places, it’s possible  nevertheless, due to the carelessness and slothfulness, the contamination and spiritual idleness of the carnal view of life, for our free will to feign deafness, to close its eyes, to remain in darkness and to proceed in exactly the opposite direction: the one to perdition. In other words, our free will can act in total contradiction to what it actually wants. So it’s necessary for us truly to want our salvation, to seek it.

We have to want to hear, in order to hearken to the voice of  Him Who is calling us. We need to want to see in order to open our eyes to the brilliant, abundant light. We have to want to move, to follow the Saviour, to refuse to be the people we once were, with our passions and desires, in order to take the cross upon our shoulders. We must follow the “strait and circumscribed road” so that we may pass through the narrow gate of Paradise

Our own will has to come first, because this is required by the terms with which the Saviour calls those who are of a mind to follow Him. Without this disposition, it would be impossible to fulfill the terms offered, and thus salvation itself would be beyond us. On  the one hand, grace is granted, but our will and concurrence are necessary if we are to receive it. Even more so, what is required is self-denial, self-sacrifice, a stable outlook which will not allow for any deviation from the path of constantly following the voice of the Saviour, Who calls and is the voice of grace and of truth. If the grace of God which comes to us saved people by itself, the call would be entirely superfluous, as would be the terms and conditions. But though the grace of God is infinite, it doesn’t save by itself, because it doesn’t want to violate our free will.

Were it not that our consent is a vital factor in our salvation, God, in His infinite love for humankind, would, of course, save everyone, but without their consent. And yet, with very precise  terms, He did indeed call us who are enslaved to our sentiments and who tend towards sin. He offered salvation, but demanded that we conform, because this was required by a great and important provision: the stipulation that we be reborn and renewed in Jesus Christ our Saviour. Because in our former state, we could not enter the Kingdom of God, since we’d been corrupted by sin. So we had to cast off this person, with its desires and passions and put on a new person, who had been reborn, in the awareness that they were made by God in His “image”.

But in order to cast off the old person, we first have to want to do so. So our cooperation in the task of our perfection is exceptionally important. Our Saviour has told us that in His Father’s house, “there are many rooms”. The people who dwell therein are those who have lived their lives on earth in an appropriate manner. Our life-style here, therefore, defines our position in Paradise. Saint Gregory Nazianzinos has this to say on the matter: “Just as there are various, separate ways of living, so there are “many  rooms with God”, which are allocated depending on each person’s worth. One of us might have one virtue, another have them all. Given this, let each of us, from now on, cease from wandering off wherever the mood takes us and instead follow Him Who guides us well and directs us along the narrow path, in order to bring us to the broad highway of blessedness”.

             So we have to work for our salvation, otherwise we run the ultimate risk of perdition, since there’s nothing in common between light and darkness, any more than there is between good and evil. Sin, which has corrupted us, is darkness and the great evil, because it conflicts with the will of God. Since we have the privilege of moral freedom, any misconduct on our part is counted as a sin that sets us apart from God. The greater the good of moral freedom, the greater also are the responsibilities this entails. People who are morally free should become holy. This is why, in the Old and New Testaments God gives commands saying: “Become holy as I am holy” (Levit. 20, 7, 26 and I Peter, 1, 16).

Because how can people who are loathsome, people who are worthy of aversion have any sort of communion with God? And the Saviour also gives us a similar commandment when He says: “You, too, should be perfect, as our Father in heaven is perfect” (Matth. 5, 28), because His children should be like the Father Who has called them. God, then, wants us to be holy and perfect, because only those who are holy and perfect are really the children of our Father in heaven and they alone have the right to invoke His gifts, taking courage precisely from the love of a child for its Father.

They alone will inherit the kingdom of heaven. Saint Paint wrote about all of this in his epistle to the Corinthians: “Don’t you know that the unrighteous won’t inherit the kingdom of God? Don’t be deceived: no fornicators, idolaters, adulterers, effeminates, sodomites, thieves, drunkards, nor those given to cursing, avarice and peculation will inherit the kingdom of God” (I Cor. 6, 10).  This is why the Saviour calls upon us to deny ourselves, to take up the cross on our shoulders and follow Him. “If anyone would come after me, let them deny themselves, take up their cross and follow me”  (Matth. 16, 24). He recognizes our moral freedom and our free will, and leaves our salvation in their care. So that people who seek their salvation will have to work to acquire it, otherwise they’ll be deprived of it. Otherwise, through their carelessness and lack of concern, they’ll be preparing themselves for the loss of eternal life and will inherit eternal hell, from which I pray that God will spare us all. Amen.

Saint Nektarios of Pentapolis, Περί επιμελείας ψυχής, Athos editions, pp. 25-32

Source-Pemptousia.con
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...