Ευχή ην ποιεί ο Ιερεύς καθ’ εαυτόν του Χερουβικού αδομένου.
(Ευχή που κάνει ο ιερέας μόνος του για τον εαυτό του, όταν ψάλλεται το Χερουβικό.)
Όταν αρχίσει να ψάλλεται ο Χερουβικός Ύμνος, αρχίζει κι ο λειτουργός
ιερέας, μπροστά στην αγία Τράπεζα, να διαβάζει «καθ’ εαυτόν» και «υπέρ
εαυτού» την ευχή, όπως λέγεται, του Χερουβικοί Ύμνου. Είναι μια
προσωπική και εξομολογητική ευχή του ιερέα, από τις πιο δυνατές και
θεόπνευστες ευχές της θείας Λειτουργίας. Στις δύο ευχές των πιστών πιο
πρώτα πάλι ο λειτουργός ιερέας παρακάλεσε για τον εαυτό του, μα τώρα πιο
πολύ αισθάνεται την ανάγκη να εξομολογηθεί και να μιλήσει «ενώπιος
ενωπίω» προς τον Ιησού Χριστό, τον αιώνιο και μέγα Αρχιερέα της
Εκκλησίας. Είναι από τις λίγες ευχές της θείας Λειτουργίας, που λέγονται
προς τον Ιησού Χριστό, και είναι η μόνη απ’ όλες τις ευχές που πρέπει
να λέγεται μυστικά, όσο που να ακούνε μόνο οι συλλειτουργοί ιερείς. Θα
εξηγήσουμε και θα αναλύσουμε όσο μπορέσουμε την ευχή, που καθώς όλες οι
ευχές χωρίζεται σε δυο μέρη, έτσι όπως την χωρίζομε κι εμείς στη
σημερινή ομιλία.
Ο λειτουργός αρχίζει με μια
συντριπτική ομολογία, με την οποία κάθε ιερέας τοποθετείται ενώπιον του
Θεού. Το να υπηρετεί κανένας το Θεό και να τελεί τη θεία Λειτουργία
είναι μεγάλο και φοβερό όχι μόνο σε κάθε άνθρωπο, αλλά και σ’ αυτές τις
επουράνιες δυνάμεις. «Ουδείς άξιος των
συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς προσέρχεσθαι ή
προσεγγίζειν ή λειτουργείν σοι, Βασιλεύ της δόξης· το γαρ διακονείν σοι
μέγα και φοβερόν και αυταίς ταις επουρανίαις δυνάμεσιν».
Κανένας, από εκείνους που είναι δεμένοι με τις σαρκικές επιθυμίες και
ηδονές, δεν είναι άξιος να έρχεται και να πλησιάζει και να σε
λειτουργεί, ένδοξε Βασιλέα. Γιατί να σε υπηρετεί κανένας είναι μεγάλο
και φοβερό και σ’ αυτές τις επουράνιες δυνάμεις. Κανένας ιερέας ποτέ δεν
πλησιάζει στην αγία Τράπεζα, για να κάνει τη θεία Λειτουργία,
πιστεύοντας στην αγιότητά του. Αν γελαστεί και το πιστέψει πως είναι
άγιος, δεν πρέπει να λειτουργεί. Αλλά εδώ δεν κάνει να λέμε πολλά, γιατί
όσο περισσότερα λέμε, τόσο χειρότερα για μας. Εδώ κάνουμε το σταυρό
μας, σιωπούμε και ζητούμε το έλεος του Θεού.
Γιατί ο Θεός,
γνωρίζοντας την αξία του ανθρώπου, κι όταν ο άνθρωπος πέφτει και
αμαρτάνει, και άνθρωπος έγινε καί αρχιερέας υπήρξε και το θείο μυστήριο
της Ευχαριστίας σύστησε, και αντί για Αγγέλους εδώ στη γη ανθρώπους
έβαλε για να τον υπηρετούν. «Αλλ’ όμως
διά την άφατον και αμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν ατρέπτως και αναλλοιώτως
γέγονας άνθρωπος και αρχιερεύς ημών εχρημάτισας και της λειτουργικής
ταύτης και αναιμάκτου θυσίας την ιερουργίαν παρέδωκας ημίν, ως Δεσπότης
των απάντων». Αλλ’ όμως για την ανέκφραστη και αμέτρητη
φιλανθρωπία σου, χωρίς να πάψεις να είσαι Θεός και χωρίς να αλλάξεις,
έγινες άνθρωπος και υπήρξες αρχιερέας μας και μας ἄφησες αυτήν εδώ τη
λειτουργία και την ιερουργία της αναίμακτης θυσίας, σαν Δεσπότης που
είσαι των όλων. Μέσα σε ό,τι κάνει ο Θεός για το ανθρώπινο γένος, αν
τίποτε άλλο δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, όμως ένα καταλαβαίνουμε, την
αξία του ανθρώπου, για την οποία η αγάπη του Θεού κάνει τα πάντα.
Ο Θεός είναι πραγματικά ο Δεσπότης και κυρίαρχος όλων όσα υπάρχουν
στον ουρανό και στη γη. Όχι σαν δυνάστης, αλλά η δύναμη που κρατάει τα
πάντα· η πρόνοια που συντηρεί και κυβερνάει τον κόσμο, ο Βασιλέας του
λαού του, που είναι η Εκκλησία, ο μόνος άγιος και μακάριος, που χαίρει
και βρίσκει ανάπαυση. Όταν οι άνθρωποι επιτελούν αγιοσύνη μέσα στο
σωτήριο φόβο του. «Συ γαρ μόνος, Κύριε ο
Θεός ημών, δεσπόζεις των επουρανίων και των επιγείων, ο επί θρόνου
χερουβικού εποχούμενος, ο των Σεραφείμ Κύριος και βασιλεύς του Ισραήλ, ο
μόνος άγιος και εν αγίοις αναπαυόμενος». Γιατί εσύ μόνος,
Κύριε και Θεέ μας, εξουσιάζεις τα επουράνια και τα επίγεια, εσύ που
έχεις το θρόνο σου επάνω στα Χερουβείμ, που είσαι ο Κύριος των Σεραφείμ
κι ο Βασιλέας του Ισραήλ, ο μόνος άγιος, που βρίσκεις ανάπαυση μέσα
στους αγίους, Τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και ο Ισραήλ και οι άγιοι
ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται ο Θεός, είναι η ουράνια και η επίγεια
Εκκλησία στη λειτουργική της τώρα σύναξη.
Στο σημείο αυτό, να πούμε έτσι, γίνεται η μετάβαση από το πρώτο στο δεύτερο μέρος της ευχής. «Σε
τοίνυν δυσωπώ τον μόνον αγαθόν και ευήκοον επίβλεψον επ’ εμέ τον
αμαρτωλόν και αχρείον δούλον σου, και καθάρισόν μου την ψυχήν και την
καρδίαν από συνειδήσεως πονηράς· και ικάνωσόν με τη δυνάμει του Αγίου
σου Πνεύματος, ενδεδυμένον την της ιερατείας χάριν, παραστήναι τη αγία
σου ταύτη τραπέζη και ιερουργήσαι το άγιον και άχραντον σώμα σου και το
τίμιον αίμα». Εσένα λοιπόν θερμά παρακαλώ, που εσύ μόνο είσαι
όλο καλωσύνη και πρόθυμος να ακούσεις· ρίξε τη ματιά σου επάνω σε μένα
τον αμαρτωλό και τιποτένιο δούλο σου, και καθάρισε την ψυχή και την
καρδιά μου από κάθε πονηρία μέσα μου, και κάνε με ικανό, ντυμένο με τη
χάρη της ιερωσύνης, να σταθώ μπροστά σε τούτη την αγία σου Τράπεζα και
να ιερουργήσω το άγιο και άχραντο σώμα σου και το τίμιο αίμα.
Αυτά τα λόγια είναι μόνο για τον ιερέα και μόνο ο ιερέας τα ζει και τα καταλαβαίνει. Αυτός, που με τη χάρη του Θεού και με την εντολή του λαού πλησιάζει, τώρα ένα βήμα ακόμα πιο κοντά στην αγία Τράπεζα. «Σοι
γαρ προσέρχομαι κλίνας τον εμαυτόν αυχένα και δέομαι σου μη αποστρέψης
το πρόσωπόν σου απ’ εμού, μηδέ αποδοκιμάσεις με εκ παίδων σου, αλλ’
αξίωσον προσενεχθήναί σοι υπ’ εμού του αμαρτωλού και αναξίου δούλου σου
τα δώρα ταύτα». Γιατί σε σένα έρχομαι, σκύβω την κεφαλή μου
και σε παρακαλώ· μη μου γυρίσεις το πρόσωπό σου και μη με ξεχωρίσεις από
τα παιδιά σου, αλλά αξίωσέ με τον αμαρτωλό και ανάξιο δούλο σου να σου
προσφέρω αυτά τα δώρα. Κάπου στα προηγούμενα είπαμε για τα λειτουργικά
βιβλία, που κάποιοι κρατάνε στα χέρια τους, όταν γίνεται η θεία
Λειτουργία. Άραγε τί διαβάζουν τώρα και τί σκέφτονται, όταν ο ιερέας
«καθ’ εαυτόν» και «υπέρ εαυτόν» κάνει μπροστά στο Θεό αυτή την
εξομολόγηση;
Τα τελευταία λόγια, με τα οποία κλείνει η ευχή, είναι η εκφώνηση, που κι αύτη λέγεται μυστικά· «Συ
γαρ ει ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και
διαδιδόμενος, Χριστέ ο Θεός ημών, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, συν τω
ανάρχω σου Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνευματι, νυν
και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Γιατί εσύ
είσαι εκείνος που προσφέρεις και προσφέρεσαι, εκείνος που δέχεσαι τα
δώρα και ο ίδιος που μοιράζεσαι Χριστέ Θεέ μας, κι εμείς εσένα δοξάζομε
μαζί με τον άναρχο Πατέρα σου και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό
Πνεύμα, τώρα και πάντα και στους ατελεύτητους αιώνες Αμήν. Στην εκφώνηση
αυτή κλείνεται όλη η θεολογία για την ιερωσύνη του Ιησού Χριστού, που
είναι η ιερωσύνη της Εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός στη θεία Λειτουργία
είναι και ο ιερέας που λειτουργεί και ο αμνός που προσφέρεται· και
εκείνος που δέχεται τα δώρα και εκείνος που διανέμεται στο λαό.
*
Η ευχή του Χερουβικού Ύμνου είναι μια από τις τέσσερις ευχές της
θείας Λειτουργίας, που αναφέρονται στον Ιησού Χριστό. Η μία είναι η ευχή
πριν από την ανάγνωση του Ευαγγελίου, οι άλλες δύο είναι προς το τέλος
της θείας Λειτουργίας. Όπως είπαμε, είναι προπαρασκευαστική ευχή του
ιερέα, μια ταπεινή δηλαδή εξομολόγηση του λειτουργού, που πολλές φορές
κι όταν δεν θα ήθελε, πρέπει να λειτουργήσει, γιατί πρέπει να
κοινωνήσουν οι πιστοί. Εδώ δεν μπορεί να καταλάβει κανείς την αγωνία του
ανθρώπου ενώπιον του χρέους του παρά μόνο αν είναι ιερέας. Θα
ξαναθυμηθούμε εδώ τα λόγια της πρώτης ευχής των πιστών, ότι δηλαδή οι
ιερείς λειτουργούμε «υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων και των του λαού αγνοημάτων». Αυτό θα πει πως ο ιερέας κρίνεται κι ο λαός σώζεται.
Μα αυτή είναι η πίστη ενός καλού και ταπεινού ιερέα, πως θα σωθεί κι
αυτός μαζί μ’ εκείνους, για τη σωτηρία των οποίων, μαζί με τους οποίους
και με την εντολή τους λειτουργεί. Και κάθε φορά που στέκεται μπροστά
στην αγία Τράπεζα κι ετοιμάζεται για να προσφέρει τα τίμια δώρα με
αληθινή ταπείνωση και συντριβή εξομολογείται «καθ’ εαυτόν» και «υπέρ
εαυτόν»· «επίβλεψον επ’ εμέ τον αμαρτωλόν και αχρείον δούλον σου και
καθάρισόν μου την ψυχήν και την καρδίαν από συνειδήσεως πονηράς». Αμήν.
(+Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονίας)