ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
1 . Το να πέσωμεν και να τραυματισθώμεν, τούτο έξεστι
τοις ανθρώποις, εφ’ όσον και αν μία ημέρα εστίν η ζωή του ανθρώπου επί
της γης, έγκειται η διάνοια αυτού επί τα πονηρά εκ γεννήσεως αυτού, αλλά
το να πέσωμεν και να μείνωμεν εν τω πτώματι, τούτο ουχί ανθρώπινον. Η
μετάνοια αναδημιουργεί τον άνθρωπον, αύτη εδόθη, ίνα θεραπεύη την ψυχήν
μετά το βάπτισμα, και εάν αύτη έλειπεν, σπανίως θα εσώζετο άνθρωπος. Δια
τούτο η αρετή της μετανοίας δεν έχει τέλος εφ’ όσον υπάρχει πνοή ζωής
εν τω ανθρώπω, διότι έξεστι και τοις τελείοις να σφάλλουν. Τέκνα μου,
οσάκις ίδητε τον λογισμόν να σας ελέγχη δι’ αμαρτίαν τινά, αμέσως πάρετε
το φάρμακον, μετανοήσατε, κλαύσατε, εξομολογηθήτε, και ιδού επανέρχεσθε
εις την προτέραν και καλυτέραν κατάστασιν.
2 . Ο Ιούδας ο προδότης αφιερώσας εαυτόν τω Κυρίω και
μέτοχος χαρίτων γενόμενος, θαύματα συνεπετέλει μετά των λοιπών Αποστόλων
και εις το τέλος εναυάγησεν. Ο ληστής έργα ασεβείας, κακοπραγίας,
ανήθικα, κ.λ.π. πράξας και φωνήν ελέους κράξας, κατέπαυσεν εις τον
αχείμαστον λιμένα της αιωνίου μακαριότητος. Ο λαός των Εβραίων, ο τας
επαγγελίας του Θεού δεχθείς και περιούσιος και εκλεκτός και άγιος υπό
Θεού κληθείς, τυφλωθείς έχασε τον Θεόν δια παντός. Τα βάρβαρα έθνη, η
πόρνη κατά τα έργα, εδέξαντο το κήρυγμα και εκληρονόμησαν ό,τι ο Ισραήλ
απώσατο, τον Θεόν. Δια τούτο μακράν η απόγνωσις και η απελπισία, όσον
και εάν είμεθα αμαρτωλοί, οφείλομεν αεί προστρέχειν τω Θεώ και τους
οφθαλμούς της ψυχής μας, ως δούλοι, εναποτίθεσθαι εις χείρας του Κυρίου
αυτών. Ούτω προς Κύριον έστωσαν και ημών οι οφθαλμοί, ελπίζοντες αεί εις
το έλεος του Κυρίου έως του οικτιρήσαι ημάς.
3 . Η έκπτωσις του ανθρώπου εις την θνητότητα την
σωματικήν με τα επακόλουθα της εξορίας και της απομακρύνσεως εκ του
αγαθού πατρός Θεού, επροξένησαν τον νόμον της αμαρτίας, τον
αντιστρατευόμενον εις τον νόμον του Θεού. Ο νόμος της αμαρτίας, ως ροπή
και κλήσις και ως πονηρία, έγκειται εις τον άνθρωπον εκ νεότητος αυτού.
Και αυτή η ροπή προς το κακόν, ως προπατορική κληρονομία και δείγμα και
αποκύημα και λείψανον της παλαιάς αποκοπής από την πηγήν της ευτυχίας,
έλαβε φυσικά διαστάσεις επί την ανθρωπίνην φύσιν και ως εκ τούτου
σύρεται αύτη επί τα πονηρά και φυσικώς ακολουθούν αι θλιβεραί επιφοραί
εις τα τέκνα του Αδάμ και της Εύας. Η ανάκλησις επί την πάλαι υιοθεσίαν,
δια μέσου του σταυρικού θανάτου του Κυρίου Ιησού, ωδήγησεν εις την
αιώνιον σωτηρίαν, αλλ’ όμως ουκ ήρε τον νόμον της αμαρτίας, τον ένδοθεν
του ανθρώπου, όχι ότι ουκ ηδύνατο, διότι έστω και μία ρανίς του φρικτού
και αγίου αίματος του Ιησού Χριστού ηδύνατο το παν να μεταβάλη, αλλά
οικονομικώς τον άφησε να συνυπάρχη τω ανθρώπω, ίνα δια μέσου τούτου όχι
μόνον τον παιδαγωγήση, αλλά ίνα γνωρίση και την εκάστου προαίρεσιν. Ουκ
επέτρεψεν ο Θεός, λέγει η Γραφή, να εξολοθρεύση ο Ιησούς του Ναυή πάντα
τα κύκλω αυτού ειδωλολατρικά έθνη, αλλά άφησέ τινα, ίνα δια των τοιούτων
διδάξη τους υιούς Ισραήλ τον πόλεμον. Όταν λοιπόν αυτός ο νόμος της
αμαρτίας δεν εύρη αντίπαλον γενναίον, δηλαδή την καλήν θέλησιν και
προαίρεσιν, με όπλα τας θείας εντολάς και παραγγέλματα, τότε νικά και
αιχμαλωτίζει τον αγωνιστήν, τον γυμνώνει εκ των θεϊκών όπλων και κατόπιν
τον σύρει προς τον αμαρτωλόν της αμαρτίας ρουν. Εκ τούτων όλων και
άλλων πολλών, βγαίνει το αληθές συμπέρασμα ότι όλα τα θλιβερά γεγονότα
και πράγματα επί την ανθρωπίνην φύσιν είναι αποκυήματα της ολισθήσεώς
της εκ της πρώην αθανασίας προς την θνητότητα, και ότι του Θεανθρώπου
Ιησού η σωτήριος θυσία ουκ ήρε τον ένδοθεν του ανθρώπου νόμον της
αμαρτίας οικονομικώς, προς παιδαγωγίαν αυτού και δια άλλα πολλά σωτήρια
αίτια, ίνα δια τούτων τον καταστήση σοφόν κληρονόμον των αιωνίων Αυτού
αγαθών.
4 . « Όπου εύρω σε, εκεί και κρινώ σε». Να η αξία της
στιγμής, σε εύρεν εν μετανοία; Σε έφθασεν εν εξομολογήσει; Σε επρόφθασε
με το « ήμαρτον, Πάτερ, εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου»; ( Λουκ. 15,18
). Σε προσήγγισεν με το δάκρυ της γνησίας μετανοίας και αυτομεμψίας;
Ιδού εις μίαν στιγμήν χρόνου σε κρίνει ο Θεός καθώς ελάλησεν, « πιστός ο
Κύριος εν τοις λόγοις Αυτού» ( Ψαλμ. 144.13 ). Εάν εις το ανάπαλιν σε
εύρη, ω άνθρωπε, τότε θα ανοιχθούν τα μάτια της ψυχής και θα ίδης τι
εζημιώθης, αλλά τι το όφελος! Άμα κρίνη ο Θεός τον άνθρωπον, τότε
περιττή η μετάνοια. Όταν τελειώση η πανήγυρις, περιττά τα πολλά λόγια,
το παν ετελείωσε! Ω, τι μέγα μυστήριον τούτο! Ω Θεέ μου, γλυκέ μου
Ιησού, άνοιξόν μοι τα όμματα της ψυχής μου, ίνα ίδω καθαρώτατα τούτο το
μέγα μυστήριον της αιωνίου σωτηρίας μου, ίνα ετοιμάσω εφόδια δια της
χάριτός Σου βοηθούμενος, ίνα μη εν τω τέλει του βίου μου μεταμεληθώ
χωρίς όφελος. Ως βλέπεις, τίποτε απολύτως δεν κάμνω, αλλά όλος
λελέπρωμαι από πάθη, δώρησέ μου δάκρυα και μετάνοιαν ολόκληρον, προτού
να έλθη η εσχάτη ώρα, καθ’ ην θα ακούσω την φωνήν Σου: « Ετοίμασον τα
περί του οίκου σου, αποθνήσκεις και ου ζήσεις».
5. Η μετάνοια είναι ατέλεστος, όλαι αι αρεταί δύνανται
με την χάριν του Θεού, να τελειοποιηθούν από τον άνθρωπον. Την μετάνοιαν
ουδείς δύναται να την τελειοποιήση, διότι μέχρι και της τελευταίας ημών
αναπνοής έχομεν ανάγκην της μετανοίας, διότι σφάλλομεν εν ριπή
οφθαλμού, οπότε η μετάνοια είναι ακατάκτητος. Ω, πόσον αγαθός ο Θεός!
Δικαίως λοιπόν θα κολασθούν οι συναμαρτωλοί μου, διότι παρεγνώρισαν την
άπειρον ευσπλαγχνίαν του ουρανίου Πατρός. Ενώ λοιπόν ως άνθρωποι
σφάλλομεν, μας έρχεται οκνηρόν το να είπωμεν το « ήμαρτον »! Και πως θα
το είπωμεν, εφ’ όσον έχομεν, εγώ πρώτος, την λήθην και την ραθυμίαν με
συμβοηθόν την υπερηφάνειαν, ισχυρά εμπόδια προς τον δρόμον της
ταπεινώσεως! Μας τον έδειξεν ο Χριστός δια του Σταυρού Του, αλλά
δυστυχώς θεληματικώς κωφεύομεν προς μεγίστην μεταμέλειάν μας. Ο χρόνος
φεύγει, τα έτη κυλούν και όλο και πλησιάζομεν δια την αιωνιότητα. Το
βλέπομεν, ενώ μία νάρκη διανοητική μας δεσμεύει, έως να βληθώμεν, εγώ
πρώτος, εις την κόλασιν! Ο Θεός μου, ο λυτρωσάμενος το ανθρώπινον γένος
εκ της δουλείας του εχθρού, ρύσαι και ημάς από την μέλλουσαν καταδίκην,
όταν θα έλθης να κρίνης τον κόσμον, αποδίδων εκάστω κατά τα έργα αυτού.
Είθε δι’ ευχών σου να εύρω έλεος, όταν κρίνεται η ελεεινή μου ψυχή,
διότι δειλιώ απαντήσαι τω φοβερώ Κριτή ελεγχόμενος υπό του ιδίου μου
συνειδότος.
6 . Υπακοή, εκκοπή θελήματος, αυτομεμψία, υπομονή
γενική, ταύτα θεμελιώνουν την ψυχήν, την δε θέρμην και τον ζήλον τα
δάκρυα διατηρούν. Εάν θέλης ζηλωτής να ευρεθής μέχρι τέλους του βίου
σου, ζήλωσον του κλαίειν διαπαντός, και εάν τοιαύτα δάκρυα έχης, μη
φοβού, συμπαραμένει ο ζήλος του πόθου του σωθήναι.
Το ύδωρ σβήνει το
πυρ. Το ύδωρ το του Θεού, που ρέει από οφθαλμούς μετανοούντος, άπτει,
οίδαμεν, πυρ ου φιλόϋλον, αλλά πυρ θεϊκόν, κατακαίον ζιζάνια αλλοφύλων!
7 . Να απέχης από αμαρτίαν και να προσπαθής να
φυλάττης την καθαρότητα. Να εύχεσαι εν πνεύματι ταπεινώσεως και
συντετριμμένης καρδίας. Να διώκης κάθε κακόν λογισμόν, που θα προσπαθή
να σε μολύνη, επικαλούμενος τον Ιησούν Χριστόν, ο Οποίος αμέσως θα έλθη
εις βοήθειάν σου. Εις μαρτύριον θα σου λογισθή η ενόχλησις του σατανά.
Όλα από αγάπην ο Θεός τα επιτρέπει, ίνα μας παιδαγωγήση, να μάθωμεν την
σοφίαν του Θεού, να καταισχυνθή ο πειρασμός και να δοξασθή ο Θεός,
ποτέ
μην απελπισθής, ποτέ μη χάσης το θάρρος σου, ποτέ μη χάσης την υπομονήν
σου, αλλ’ υπόμεινον τα πάντα δια την αγάπην του Θεού, ο Οποίος δι’ ημάς
υπέστη σταυρικόν θάνατον. Τον ύβριζαν, Τον έλεγαν δαιμονισμένον και
άλλα πολλά, υπέμεινε,δια την ημών σωτηρίαν.
Ενθυμού τον θάνατον,
αυτόν μνημόνευε δια παντός, ίνα συντρίβεται η καρδία σου και γεννάται
πένθος και κατάνυξις και δάκρυα, κατόπιν γίνεται μέσα εις την ψυχήν μία
κατάστασις ειρηνική, γαληνιαία και η ψυχή ευρίσκεται εις άλλον κόσμον,
μακαριον!
Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία, και στήτω μετά φόβου και τρόμου και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω,
ο γαρ Βασιλεύς των βασιλευόντων, και Κύριος των κυρευόντων, προσέρχεται σφαγιασθήναι, και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς,
προηγούνται δε τούτου, οι χοροί των Αγγέλων, μετά πάσης Αρχής και Εξουσίας, τα πολυόμματα Χερουβείμ,
και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, τας όψεις καλύπτοντα, και βοώντα τον ύμνον,
Αλληλούια, Αλληλούια, Αλληλούια.
8 . Ας μετανοήσωμεν ειλικρινά, ας εξομολογηθώμεν καθαρά
και λεπτομερώς. Ας μας απασχολή συνεχώς το κριτήριον του Θεού και η
απόφασις Τούτου και να λέγωμεν: « Άράγε θα σωθώμεν ή θα αντικρύσωμεν τα
βασανιστήρια των κολάσεων;» Τώρα πρέπει, και μάλλον συνεχώς να χύνωμεν
δάκρυα μετανοίας. Αχ, πόσον πρέπει να μας απασχολή το πώς και κατά πόσον
το ένδυμα της ψυχής μας είναι λευκόν και καθαρόν! Πρέπει να το
λευκάνωμεν διαφορετικά δεν δυνάμεθα να παρουσιασθώμεν εμπρός εις τον
Χριστόν μας καθώς είμεθα.
Η μελέτη του θανάτου δεν πρέπει να μας διαφεύγη καθόλου από το ωράριον της μοναχικής ζωής.
9 . Πόσον πολύτιμος ο χρόνος της ζωής ταύτης! Το κάθε
λεπτόν έχει μεγάλην αξίαν, διότι μέσα εις ένα λεπτόν δυνάμεθα να
σκεφθώμεν τόσα πράγματα, είτε αγαθά είτε πονηρά, διότι ένας λογισμός
κατά Θεόν μας ανεβάζει εις τον ουρανόν και ένας λογισμός διαβολικός μας
κατεβάζει εις την κόλασιν. Ιδού λοιπόν, πόσην αξίαν έχει και το λεπτόν
εις την παρούσαν ζωήν, δυστυχώς, όμως ημείς δεν το εσκέφθημεν αυτό και
περνούν ώρες, ημέρες και χρόνια άνευ κέρδους. Μα χωρίς κέρδος μόνον;
Πόσην ζημίαν έχομεν πάθει όλοι μας, πρώτος εγώ, και δεν το εννοούμεν! Μα
κάποτε όταν θα πρόκειται να βγη η ψυχή μας από το σώμα, θα το
εννοήσωμεν, αλλά φευ, αργά πλέον, διόρθωσις δεν χωρεί τότε. Τώρα πρέπει
να το συνειδητοποιήσωμεν μέσα μας, τώρα να το εννοήσωμεν, που δυνάμεθα
να βάλωμεν αρχήν. Να εκμεταλλευώμεθα τον πολύτιμον χρόνον της ζωής μας
και μακάριος πράγματι όποιος βιασθή και βάλη αρχήν, διότι μίαν ημέραν θα
γίνη πλούσιος ψυχικώς. Ποτέ δεν είναι αργά, διότι ο Κύριος αναμένει
έκαστον, πότε θα ξυπνήση, δια να του δώση εργασίαν. Περιμένει μέχρι την
ενδεκάτην ώραν, προσπαθεί με κάθε μέσον, όπως μας ξυπνήση. Εύχομαι όλοι
μας να ξυπνήσωμεν και να ανάψωμεν τας λαμπάδας μας και με άγρυπνο μάτι
να περιμένωμεν με υπομονήν, πότε θα έλθη ο Κύριος, ίνα συνεισέλθωμεν εις
τον ολόφωτον Νυμφώνα της αιωνίου μακαριότητος, εις την πανήγυριν των
φωτεινών αγγέλων, δια να ψάλλωμεν μαζί των τα αναστάσιμα άσματα, που θα
μας ανάγουν από θεωρίας εις θεωρίαν και εις θείας αναβάσεις! Τότε, ω,
τότε θα υπερεννοήσωμεν τι μεγάλον έργον η βία εν πάσι και ότι καλώς
έπραττον οι προεστώτες, που μας εβίαζον και μας επίκραινον. Ιδού τώρα τι
βλέπομεν εδώ! Τότε αι ευχαριστίαι εις τον Θεόν δεν θα έχουν όρια, τότε
θα αποδώσωμεν όντως ευχαριστίας αξίως τω Θεώ!
10 . Ας μη χάνωμεν τον καιρόν μάταια, βιαστών η
βασιλεία των ουρανών, μνημονεύετε την έξοδον των ψυχών μας, την
τελευταίαν ώραν και στιγμήν του δύσκολου χωρισμού. Ενθυμηθήτε πως
έρχονται οι δαίμονες την υστάτην ώραν και ζητούν να αρπάσουν την δόλιαν
ψυχήν και να την οδηγήσουν εις τον Άδην. Ω, τι οδύνη! Τι πόνος ψυχής!
Οποίους αναστεναγμούς αφήνει η ψυχή τότε! Οίμοι, εις ποίαν θλιβεράν
κατάστασιν ευρίσκεται εις εκείνας τας στιγμάς! Πόσας υποσχέσεις θα δίδη
εις τον Θεόν ότι θα αλλάξη ζωήν, θα βαδίση της μετανοίας και του αγώνος
τον δρόμον, αρκεί να μην αποθάνη! Όλοι μας θα φθάσωμεν εις αυτήν την
ώραν και θα συναντήσωμεν τα ανωτέρω και ασυγκρίτως περισσότερα και θα
υποσχεθώμεν πολύ εντονώτερον της μετανοίας και του αγώνος τον δρόμον. Ας
φαντασθώμεν, ότι ο Θεός ήκουσε την αίτησίν μας. Τώρα τι απομένει; Να
εκτελέσωμεν τα υποσχεθέντα, μετάνοιαν αληθινήν και αγώνα γύρω από την
διόρθωσιν της ψυχής μας. Ιδού και ο κατάλληλος καιρός δια μετάνοιαν και
αγώνα. Σιγά-σιγά συντέμνεται ο χρόνος της ζωής και οδηγούμεθα χωρίς καν
να το εννοήσωμεν εις το τέρμα και τον τάφον! Μας περιμένει δικαστήριον
και Κριτής, επίσης και βιβλία έχοντα γεγραμμένας τας πράξεις εκάστου.
Και τις δύναται εκφυγείν τα τοιαύτα; Ουδείς. Άπαντες παραστησόμεθα τω
βήματι του Χριστού, γυμνοί και τετραχηλισμένοι, αποδούναι έκαστος λόγον
δια τα πεπραγμένα έργα και λόγους και σκέψεις. Ταύτα και πλείονα τούτων
ας μνημονεύωμεν νυκτός και ημέρας, ίνα οδηγήσωμεν τας ψυχάς μας εις το
πένθος και τα δάκρυα!
11 . Η αμαρτία ως κέντρον, βαμμένη με την αρμόζουσαν
ηδονήν, έρχεται ύπουλα, ως γλυκεία και χαριτωμένη μέχρι γλώσσης, δια να
προσβάλη την ψυχήν. Όμως ο δελεασθείς από την ολιγόστιγμον ηδονήν και
ανάπαυσιν αυτής, πικροτέραν δηλητηρίου και καταστρεπτικωτέραν λοιμικής
νόσου θα την αισθανθή επί του πνευματικού οργανισμού του.
12 . Ό,τι και αν συνέβη με τους γονείς σου, η
εξομολόγησις τα πάντα συγχωρεί και εξαλείφει, αδελφέ εν Κυρίω. Ενθυμού
τον άσωτον υιόν, πόσον ημάρτησεν και με τον άσωτον βίον πόσον τους
ελύπησε. Όταν όμως μετενόησε, ευθύς αι πατρικαί αγκάλαι ηνοίχθησαν και
το παρελθόν εξεμηδενίσθη, ωσάν να μη συνέβη ποτέ. Η θεραπεία λοιπόν των
λυπημένων γονέων σου έγινε, διότι η αλλαγή της ζωής σου προς πνευματικήν
ζωήν το παν διώρθωσε. Ευρισκόμενοι τώρα εις την αληθινήν ζωήν, είναι
πληροφορημένοι δια μέσου του Θεού, δια την αλλαγήν της ζωής σου και της
μετανοίας σου, δια τας ελεημοσύνας σου και δια τα μνημόσυνα που τους
κάνεις. Αν εμείς αμαρτάνοντες εις τον αληθή Πατέρα μας, τον Θεόν, μας
συγχωρεί ό,τι και αν επράξαμεν, πόσον μάλλον οι γονείς μας θα είναι
αναπαυμένοι, ευρισκόμενοι εκεί εις την αληθινήν ζωήν, από όπου βλέπουν
καθαρώς τα πράγματα και γνωρίζουν την ανθρωπίνην ασθένειαν και το
ευόλισθον της νεότητος και τον μέγαν τεχνίτην της πονηρίας, τον
διάβολον, που αυτός ήτο η αιτία όλων των σκανδάλων κ.λ.π. Μάλλον θα σου
αναγνωρίζουν ευχαριστίας, που λαμβάνουν δια μέσου σου βοήθειαν παρά του
Θεού. Μείνε, αδελφέ μου, τελείως ήσυχος. Βάδιζε με ήσυχον νουν τον
δρόμον της μετανοίας και μη σε θλίβη το παρελθόν. « Τοις όπισθεν
επιλανθανόμενοι, τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενοι», επί τον σκοπόν της
σωτηρίας να αποβλέπωμεν. Μη κάμπτεται η ισχύς σου δια των τοιούτων
λογισμών. Έχε θάρρος, ελπίδα, ανδρείαν. Όλα αυτά που σου φέρει είναι
τέχνη του διαβόλου, δια να σου ψυχράνη την ελπίδα της σωτηρίας. «
Ημάρτηκα», είπεν ο άνθρωπος; Ευθύς ο Θεός συγχωρεί, παραβλέπει ο Κύριος
το αμάρτημά σου. Ο Άγιος Αυγουστίνος πόσον ελύπησε την αγίαν εκείνην
μητέρα του! Και όμως κατόπιν εις ποίαν αγιότητα και έρωτα Θεού έφθασε!
Με την μετάνοιαν όλα διορθώνονται. Ουδέν υπάρχει, το οποίον να νικά την
ευσπλαγχνίαν του Θεού. « Και τον πρώτον ελεεί και τον έσχατον θεραπεύει,
κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται». Όλα η αγάπη του Θεού τα σκεπάζει
και τα διορθώνει. Ουδείς αναμάρτητος, ειμή εις, ο Θεός.
13 . Ο Γέροντας γράφει εις κοσμικήν πνευματικήν του κόρη:
Όλα
τα έπαθες, κόρη μου, από την αυτοπεποίθησιν, δεν σε ενουθέτουν την
ταπείνωσιν και την αυτομεμψίαν; Εις τι εθάρρησες; Ουκ οίδας ότι όστις
στηρίζεται με θάρρος εις την καλαμίνην ράβδον, θα σπάση και θα τρυπήση
τα χέρια του; Εις τι εθάρρησες λοιπόν; Ουκ οίδας το «χωρίς εμού ου
δύνασθε ποιείν ουδέν»; Ουκ οίδας ότι πολλοί πατέρες έπεσαν με το να
θαρρήσουν εις τον εαυτόν τους; Ταπεινώσου, μέμφου τον εαυτόν σου, κλάψε,
κόρη μου, πλύνον το ένδυμα του γάμου σου. Ο Νυμφίος σου, ο υπέρ τους
υιούς των ανθρώπων ωραιότερος, σε καλεί, σε ζητεί, σου έχει την μονήν
εις τους ουρανούς έτοιμον. Ο Νυμφών πνευματικώς πολυτελέστατος! Άγγελοι
διακονούν, μη οκνήσης, ανάστα, λάβε ύδωρ, πλύνε καλώς τα νυμφικά σου,
διότι ουκ οίδας πότε ελεύσεται. Ο θάνατος άδηλος, τους πάντας
επισκέπτεται, ούτε την στιγμήν δεν γνωρίζομεν. Μετανόησον, ιδέ την
πόρνην πως πλένει τους αχράντους πόδας του Δεσπότου, χύνει δάκρυα
πολυτιμότερα του μύρου και αυτά επισπούν το θείον έλεος και την
συγγνώμην, και ακούει: «Αφέωνταί σου αι αμαρτίαι, πορεύου εις ειρήνην».
Μετάνοια, κόρη μου. Πρόσπεσον πενθούσα εις τα φοβερά πόδια του Δεσπότου,
κλάψε, τσίριζε: «Ήμαρτον, Ιησού μου, δέξαι με μετανοούσαν και σώσόν με.
Μη μου παρίδης τα δάκρυα, η χαρά των αγγέλων, μη με βδελυχθής, μη με
απορρίψης, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει». Με τέτοια λόγια
και πλείονα τούτων ενόχλει τον Χριστόν μας πεπεισμένη ότι θα εύρης
τριπλασίαν την αγάπην Του.
Η μετάνοιά σου θα δώση άμετρον χαράν εις
τους αγγέλους και έξαλλοι θα αναφωνούν: «Εστάθη, εστάθη, εστάθη», δηλαδή
δεν έπεσε τελικώς, αλλά εστάθης κάπου και επιάσθης από την φοράν προς
τον κρημνόν και τώρα ανεβαίνεις πάλι.
14 . Ο καιρός της παρούσης ζωής παρέρχεται
ανεπαίσθητα, αθόρυβα και το ποινικόν κάθε ανθρώπου βαρύνεται με την
πάροδον του χρόνου, χωρίς τούτο να γίνεται αντιληπτόν απ’ αυτόν τον
ίδιον. Κάποια ημέρα θα το εννοήση και θα απορήση και θα είπη: Άράγε που
ήταν τόσα αμαρτήματα συναγμένα και εγά ο τάλας τα ηγνόουν; Οίμοι, τον
ταλαίπωρον, τι με περιμένουν τώρα! Πως θα περάσω τα τελώνια!
Ναι,
παιδί μου, τοιουτοτρόπως θα μας συμβούν εις όλους μας. Μόνον τώρα ας
ετοιμασθώμεν το γρηγορώτερον, διότι δεν γνωρίζομεν ποίαν ημέραν και ώραν
θα έλθη ο Κύριος να μας κτυπήση την θύραν της ψυχής μας, δια να μας
καλέση προς απολογίαν. Ας είμεθα λοιπόν πάντοτε προσεκτικοί και έτοιμοι
δια το ανεπίστροφον ταξίδιον του Ουρανού.
15 . Αγαπητέ αδελφέ…, ο Θεός ο επισκεψάμενος την
ταπείνωσιν ημών, Αυτός ας μας χαρίση την γνησίαν μετάνοιαν, δι’ ης
εξιλεώνεται το θείον δικαστήριον. Μετάνοια ειλικρινής είναι εκείνη που
παρουσιάζει μεταμέλειαν των πεπραγμένων αμαρτημάτων, πένθος και δάκρυα
πύρινα και καταλυτικά των της αμαρτίας οχυρωμάτων, μετά ειλικρινούς και
καθαράς εξομολογήσεως. Η μετάνοια ουδέν αφήνει αθεράπευτον. Εάν δεν
εδίδετο η μετάνοια, δεν θα εδικαιώνετο πάσα σαρξ. Ο θρίαμβος και η νίκη
δίδεται τοις ανθρώποις δια των όπλων της μετανοίας. Δόξα τω μόνω σοφώ
Θεώ, όστις έδωσε τοις ανθρώποις τοιούτον δραστήριον φάρμακον, δι’ ου
θεραπεύεται κάθε λογής ασθένεια, αρκεί να το πάρωμεν καλώς. Ας
αγωνισθώμεν, αδελφέ μου, ας βαδίσωμεν εν απλότητι και αφελότητι καρδίας,
όπως τα μικρά παιδιά, καθώς είπεν ο Σωτήρ: «αν μη γένησθε, ώσπερ τα
παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν του Θεού» (Ματθ.18,3). Δια της
απλότητος και της πίστεως ελευθερούμεθα από τον κάκιστον μετεωρισμόν,
τον φθοροποιόν των αγαθών σπερμάτων του Πνεύματος. Καθώς πιστεύομεν ούτω
και ακολουθούν, ό,τι σπέρνει κανείς, τούτο και θερίζει. Ας αιτούμεν
κατάνυξιν και πένθος και θα δώση ημίν ο Θεός, ίνα ακολουθήση ροή δακρύων
ζωτικών, όπως αναθάλλη η καρδία καρπούς Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
16 . Να εύχεσαι δι’ εμέ, αδελφέ, όπως μου δώση ο
Κύριος μετάνοιαν, πριν να εξέλθω δια την μεγάλην αποδημίαν από τον
κόσμον τούτον, διότι δεν επλάσθημεν δια την γην ταύτην, αλλά δια τον
ουρανόν. Εκεί έχει ο Θεός έτοιμον τόπον δια τα παιδιά Του, που θα του
κάμνουν υπακοήν εις ό,τι τους λέγει. Όσους κωφεύουν εις τα θεία Του
προστάγματα, τους έχει έτοιμον τόπον φυλακής αιωνίας, εκ της οποίας να
μας φυλάξη ο Θεός. Τώρα φωνάζει ο Θεός δια μέσου των Ιερών Γραφών, των
ιεροκηρύκων, των πνευματικών πατέρων: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία
των ουρανών» (Ματθ. 3,2 ), αλλά δυστυχώς κωφεύουν με διάφορες προφάσεις
οι έξυπνοι, οι δυνατοί. Αλλά ο πανάγαθος Θεός θέλοντας να μεταδώση τον
πλούτον Του εις τον άνθρωπον, καλεί όλους τους αδυνάτους, τους ασθενείς,
τα μη όντα. «Έξελθε ταχέως εις τας ρύμας της πόλεως και τους πτωχούς
και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς εισάγαγε ώδε, ίνα γεμισθή ο οίκος
μου», λέγει ο Θεός δια μέσου του ιερού Ευαγγελίου. Καλών ο Θεός τους
αχρείους δοξάζεται περισσότερον η ευσπλαγχνία Του και τον άνθρωπον τον
οδηγεί εις την ευγνωμοσύνην. Διότι ποίος λεπρός αξιωθείς του καθαρισμού
δεν αποδίδει ευχαριστίαν εις τον ευεργέτην του; Ποίος κατάδικος δια μίαν
αιώνιον ειρκτήν δεν ευγνωμονεί τον Σωτήρα του κ.ο.κ.;
Δυστυχώς εγώ, αδελφέ, δεν ευχαριστώ τον Θεόν, διότι η λήθη, το γέννημα της υπερηφανείας μου αφήρεσε το λογικόν.
Πατρικαί Νουθεσίαι