ΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ
3.ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΖΩΗ
Συμμετοχή στήν Θεία Λειτουργία μέ τήν εὐλαβική παρασκευή τοῦ προσφόρου.
Ἡ λειτουργιά ἤ πρόσφορο, πού θά γίνει
Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά παρασκευάζεται μέ πολλή προσοχή καί εὐλάβεια
ἀπό τούς εὐλαβεῖς ἐνορῖτες καί ὄχι ἀπό τό φοῦρνο βιομηχανικά καί
τυποποιημένα. Γιά τό λόγο αὐτό παραθέτουμε τήν μαρτυρία εὐλαβοῦς
γυναικός, ὅπως μᾶς τήν διέσωσε ὁ ἀγαπητός ἐν Χριστῷ ἀδελφός καί
καθηγητής τῆς Φιλοσοφίας Λάμπρος Σιάσος στό βιβλίο του: Ἀπό τήν
ἐκκλησιαστική στήν λαϊκή εὐσέβεια, Ἐκδ. Πουρναρᾶ Θεσ/νίκη 1994 καί
ἀναδημοσίευσε ὁ π. Ἀθ. Κατζιγκᾶς στό βιβλίο του Ἀκολουθία τῆς Ἱερᾶς
Προθέσεως ἤ Προσκομιδῆς, Ἐκδ. Μυγδονία,ἀπό ὅπου καί λάβαμε τό κείμενο.
Ἡ προετοιμασία γιά τίς λειτουργιές-
Ἀληθινό ἀφήγημα ἀπό τήν Δυτική Στερεά.
« - Πές μου γιαγιά Μαρία, σέ παρακαλῶ, πῶς ἔφτιαχναν στά χρόνια σου τίς λειτουργιές.
Ἡ μάννα μου, παιδί μου, ἦταν
Χριστιανή…, πάντοτε ἔκανε αὐτή τήν ἑτοιμασία. Τ’ ἀλεύρι τό εἶχε χώρια·
ὅταν ἤτανε καθαρή, θά τό συμμάζευε τ’ ἀλεύρι -μήν πάει ἀκάθαρτη καί
ἁπλώσει μέσα.
Χώρια, λοιπόν, τ’ ἀλεύρι γιά τίς λειτουργιές.
Τότε ἐμεῖς εἴχαμε τήν ἀλισσίβα.
Ἔβανε μιά κατσαρόλα στήν φωτιά μέ νερό καί πέταγε μέσα στάχτη· ἔβραζε ἡ
στάχτη μέ τό νερό, κι’ αὐτή ἤτανε ἡ ἀλισσίβα. Ἔπαιρνε ὕστερα μικρό
κατσαρολάκι, τό ἔβραζε, τό ἔβγαζε, τό ἔτριβε μέ τήν ἀλισσίβα, τό ἔφτιανε
μέ ἄμμο καί ἔφεγγε. Μετά ἔπλενε τά σαγάνια, τά χαλκοματένια. Ἔπαιρνε
αὐτό γιά τό προζύμι χωριστά.
Γιατί χωριστά;
Γιά νά βράσει, νἄναι καμμένο, νά καθαρίσει καλά, νἄναι εὐχαριστημένη, μήν πέρασε φίδι, πέρασε ποντίκι…
Πότε γινόταν αὐτό;
Μιά μέρα πρίν. Ἄς ποῦμε ὅτι ἤθελε
τίς λειτουργιές γιά τήν Κυριακή. Θά τίς πήγαινε Σάββατο τό βράδυ. Αὐτή ἡ
ἑτοιμασία γινόταν τήν Πέμπτη ἤ τήν Παρασκευή. Μόλις ἔπλενε τά
χαλκώματα, τά τύλιγε μέ καθαρό πανί, τἄδενε μέ κλωστή καί τά κρέμαγε
ψηλά τά κατσαρολικά καί τά σαγάνια, νἄναι σίγουρη ὅτι αὐτά εἶναι
πεντακάθαρα.
Ὕστερα, παραμονή τό βράδυ, θά
ἀνάπιανε τό προζύμι· ξανάβγανε τό κατσαρολάκι τό ξεχωριστό, ζέσταινε τό
νερό, ἔπαιρνε μέ τό μικρό κουτάλι νά δεῖ πόσο ζεστάθηκε, μήν καεῖ τό
προζύμι…
Ποῦ ἔριχνε νερό;
Ἔγερνε ἐπάνω στό χέρι της, νά δεῖ
εἶναι μαλακούλι τό νερό· ἅμα καίει, πάει τὄκαψε, δέν γίνεται λειτουργιά,
δέν ἀναπιάνεται τό προζύμι. Ἀναπιάνει λοιπόν τό προζύμι καί τ’ ἀφήνει
νά γένει.
Πῶς γινόταν αὐτό, θειά Μαρία;
Ἐδῶ πού ἦρθα ηὗρα τά ἴδια· ὅ,τι
ἔκανε ἡ μάννα μου τό βρῆκα κι’ ἀπ’ τήν πεθερά μου, τήν Βασίλω. Ἔβανε,
πού λές, τό χλιαρό νερό, κοσκίναγε τ’ ἀλεύρι καί τὄπαιρνε μέ τό κουτάλι
καί τά ἀναπιάνει νά εἶναι σίγουρη ὅτι ἡ λειτουργιά θά γίνει σῶμα καί
αἷμα.
Ἐκεῖ τό μυαλό της.
Ἐκεῖ καρφωμένο. Τ’ ἀνάπιανε καί
τόβανε κοντά στήν φωτιά γιά νά φουσκώσει. Καί στίς δύο τήν νύχτα
σηκωνόταν νά ζυμώσει τήν λειτουργιά. Μετά θανάπαιρνε, μόλις τελείωνε τό
προζύμι, θερμό νερό νά πλύνει τό σκαφίδι· ξύλινο σκαφίδι, τόσο δά,
(μικρό) ἴσα γιά τίς λειτουργιές.
Τόσο μικρό;
Ἦταν μικρό μόνο γιά λειτουργιές, ἄς
ποῦμε μισό μέτρο, ὅσο εἶναι ἡ γωνιά καί λιγότερο. Τό ἄλλο γιά τό ψωμί
ἤτανε ἐδῶ καί ἐκεῖ πέρα· γιόμιζε τό φοῦρνο καρβέλια. Ἐπαιρνε λοιπόν τό
μικρό σκαφίδι καί τό ζεμάταγε κι’ αὐτό.
Πότε;
Ἀπό τό βράδυ τῆς παραμονῆς. Τὄπαιρνε
ὕστερα μ’ ἕνα μεσάλι τό σκαφιδάκι αὐτό καί τό τύλιγε καλά κι’ ἔβανε ἕνα
σκαμνί ξύλινο καί τό ἀναποδογύριζε ἀπό πάνω, δίπλα στήν φωτιά, δίπλα
στό προζύμι κι αὐτό· γιά νά στεγνώσει τό σκαφίδι ἀπό μέσα. Ἀφοῦ ἐκεῖ θά
κοσκίναγε ἔπειτα.
Τί ἄλλο ἑτοίμαζε, θειά Μαρία;
Νά ἔβλεπες παιδί μου, τί φοροῦσε θἄκοβες τό αἷμα σου. Τά ἴδια γινότανε καί μέ τήν ἀδερφή τοῦ πατέρα μου.
Δηλαδή;
Αὐτά πού θά ἀκούσεις τά εἶδα μέ τά
μάτια μου: πλένονταν, ἄλλαζε ἀπό τό πρωΐ πού θά σηκωνόταν νά ζυμώσει
λειτουργιά…, θά φόραγε κουρελάκια, ἀλλά ἔλαμπαν ἀπό τήν καθαριότητα,
πλυμένα μέ ἀλισσίβα.
Δέν ἦταν καινούργια, ἀλλά καθαρά!
Ναί, κουρελάκια… δέν χώραγαν ἄλλα
μπαλώματα σοῦ λέω· σάκκο καί φουστάνι, τό φουστάνι τό φτιάχνανε μοναχές,
κάθε μία μοδίστρα μοναχή της, τά χεράκια της ὅλη τήν νύχτα ἔραβαν.
Καί ὁ σάκκος;
Ὁ σάκκος ἤτανε τό ἀπό πάνω, μπλούζα
πού λέμε τώρα. Ἤτανε ἀνοιχτός κάπως ἐδῶ μπροστά, ἀλλά τόφκιανε μέ μέση
καί ἔπεφταν τά καμφάκια ἐδῶ, νά χαρίζει καί λίγο. Κουμπάκια ἤ σοῦστες
ἔβανε κάτω-κάτω, ἀλλά ὁ λαιμός ἐκεῖ κλειστός.
Ντυμένη λοιπόν πεντακάθαρα.
Κατακάθαρα ὁπωσδήποτε. Καί στόν
ἑαυτό της ἤξερε ὅτι εἶναι καθαρή καί ἤξερε ὅτι θά τήν φκιάσει τήν
λειτουργιά· ἀλλιῶς δέν τήν ἔφκιανε.
Ἀλήθεια;
Δέν τήν ἔφκιανε· θά ἔβαζε ἐμένα πού
ἤμουνα κοριτσάκι καί θά τήν ζύμωνα· καί μέ ὁρμήνευε, ἔτσι φκιάσε… καί
τήν ἔφκιανα. Ἔπρεπε νά εἶναι σίγουρη ὅτι ἡ λειτουργιά θἄναι καθαρή·
ἀλλιῶς δέν τήν πήγαινε στόν παπᾶ.
Ὅλα αὐτά λοιπόν τήν παραμονή.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ θ΄ασηκωνότανε, χαράματα;
Ἄλλοτε χαράματα, ἄλλοτε στίς τρεῖς,
δέν εἶχε ὕπνο· ἅμα τό προζύμι φούσκωνε, τότε θά ἄρχιζε. Μόλις ἔβλεπε ὅτι
ἔγινε τό προζύμι, ἔπαιρνε τήν σήτα τήν πλυμένη, πού τήν εἶχε μέσα στήν
σακούλα, γιά νά κοσκινίσει τό ἀλεύρι, λίγο ἀλεύρι· δέν ἔφκιανε τίς
λειτουργιές ὅπως τίς κάνουν τώρα, ἀλλά τόσο μικρές.
Πόσο δηλαδή;
Νά πατάει ἡ σφραγίδα καί λίγο νά
μένει στήν ἄκρη. Ἔπαιρνε τό ἀλεύρι καί τό ζύμωνε, ἔπαιρνε τό πλαστράκι,
ὄχι μεγάλο, ἀλλά μικρό καί ἐκεῖ ἐπάνω ζύμωνε. Μετά ἔβαζε τίς λειτουργιές
στά σαγανάκια πού τά ζέσταινε καί πάταγε τό ζυμάρι. Ἐκείνη τήν ὥρα
πρόσεχε πολύ. Τά μαλλιά της καλοτυλιγμένα μέσα στό μαντήλι νά μήν
ξεπέχει τίποτε ἀπ’ ἔξω.
Γιατί;
Γιατί ἔχει καί ὁ πειρασμός μ’ αὐτά
νά κάνει. Νάρθει, λέει, νά τήν τραβήξει νά πέσει μέσα στό ζυμάρι. Τρέμει
ἡ νοικοκυρά ἐκείνη τήν ὥρα, ἡ λειτουργιά της θά γίνει σῶμα και αἷμα.
Λεει στό Θεό: «Εἶμαι καθαρή Θεέ μου; συγχώρα με, συγχώρα με…». Καί
προσεύχεται ἀσταμάτητα. Λέει τό «Πάτερ ἡμῶν…» χωρίς σταματημό. Ὁ
μακαρίτης ὁ παπα-Νταλιάνης μᾶς ἔλεγε: «Ὅταν ζυμώνετε λειτουργιά νά
προσέχετε. Νά μή λούζεστε ἐκείνη τήν ὥρα, ἀλλά τήν προηγούμενη μέρα. Κι’
ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα γιά τό ζύμωμα τά μαλλιά νά τά δένετε σφιχτά μέ τό
μαντήλι γιά νά μήν ἔχει δικαίωμα ὁ πειραυθλφσμός νά ἁπλώσει…».
Πόση ὥρα ζυμώνει τό ζυμάρι;
Πολλή ὥρα θέλει, ὅπως τό ψωμί· νά
γένει ἡ λειτουργιά. Φαίνεται αὐτό, γιατί κάνει φουσκάλες τό ζυμάρι· ἅμα
τό ζυμώσει, καλά, μαρτυράει μοναχό του τό ζυμάρι. Ἅμα ζυμωθεῖ, λοιπόν
ἀπό τήν δύναμη, καί κούλημα καί ζύμωμα, ἔρχεται αὐτό μοναχό του καί
ἀμολάει. Τό καταλαβαίνει ἡ νοικοκυρά. Μετά κάνει τό σταυρό ἀπό πάνω καί
τ’ ἀφήνει.
Πῶς γίνεται αὐτό;
Νά ἔτσι μέ τήν παλάμη ὄρθια τρεῖς
φορές τό πατᾶς τό ζυμάρι νά χαράζεται. Τό σκεπάζει μέ τήν πετσετούλα,
παίρνει τά σαγανάκια, τά ζεσταίνει ἅμα κάνει κρύο, βάζει μιά σταγόνα
λάδι καί τά ἀλείφει καί τά δύο τά σαγανάκια. Μετά θά κόψει τό ἀνάλογο.
Θά κανονίσει μέσα στήν μέση στό ζυμάρι νά τό χωρίσει. Τό χωρίζει…
κοντεύει νά κοπεῖ καί τό πατάει πρός τά κάτω. Κι αὐτό γίνεται σάν
λειτουργιά ξεχωριστή κάτω.
Τό ἄλλο; Τό ἀπάνω μένει αὐτό καί τό στρίβει ἔτσι λιγάκι καί τό πατάει ἀπό πάνω καί εἶναι χωρισμένο. Τό βλέπεις, χωρίζει.
Τί σημαίνει αὐτό;
Τό κάτω εἶναι ἡ γῆς καί τό πάνω ὁ
οὐρανός· καί συνδέεται ἡ γῆς μέ τόν οὐρανό. Τό βάζει λοιπόν στό σαγανάκι
καί πατάει μέ τήν σφραγίδα ἀπό πάνω… τά τυλίγει, τά βάζει στό κρεββάτι
καί δέν βάζει πιάτα ἀπό πάνω γιατί ἱδρώνει καί χαλᾶνε τά γράμματα. Θά
βάλει καθαρό μεσάλι και τρία μαξιλάρια ὁλόγυρα. Τό μεσάλι ἀπό πάνω νἄναι
ψηλότερο, νά μήν ἀγγίζει πάνω στήν λειτουργιά. Καί ἡ κουβέρτα, ἀπό
πανω. Γιατί, ἅμα εἶναι χειμώνας δέν γίνεται. Αὐτή κρατάει ζέστα. Ἔτσι
περιμένεις νά φουσκώσει.
Τήν παρακολουθάει δηλαδή.
Ὁπωσδήποτε. Αὐτό γίνεται τό Σάββατο
τό πρωΐ. Ἅμα θά γίνει, θά τήν φουρνίσει. Ἡ νοικοκυρά πρέπει νά
κουβεντιάζει μέ τό ζυμάρι. Ξέρει πού θά πάει αὐτό. Κι ὅλη τήν ὥρα δέν
ἔχει ἄλλη ἔγνοια, μόνο αὐτή, μέχρι νά τήν βάλει στό φοῦρνο. Κι ὅσο τήν
φουρνίζει, προσέχει νά μη χαλάσει, νά μή γίνουν ἐλιές ἀπάνω της.
Δηλαδή;
Οἱ παλιές λέγανε ὅτι ὁ Θεός τότε σοῦ
δείχνει σημάδια· νά μήν τήν πᾶς στήν ἐκκλησία. Δέν εἶναι εὔκολα
πράγματα αὐτά. Πώς λένε ὅτι κατεβαίνουν ἄγγελοι καί λειτουργᾶνε μέ τόν
παπᾶ. Σ’ αὐτό βοηθάει καί ἡ νοικοκυρά, ἡ ἄξια καί ἡ καθαρή, μέ τά χέρια
της καί μέ τήν ψυχή της.
Ὁ παπᾶς τῆς ἐνορίας θά διαλέξει τήν
λειτουργιά πού θά εἶναι καθαρή. Μπορεῖ νά πᾶνε καί πενήντα λειτουργιές
στήν ἐκκλησία· αὐτός ὅμως θά διαλέξει τήν καθαρή καί τήν σωστή. Ἐκείνη
θά προσκομίσει»42.
Θά μποροῦσε ὁ ἱερέας νά προχωρήσει,
ἔπειτα ἀπό ἐνημέρωση καί σχετική διδασκαλία τοῦ ποιμνίου του, σ’ ἕνα
ρηξικέλευθο μέτρο: Νά δέχεται γιά προσκομιδή μόνο πρόσφορα χειροποίητα
παρακινώντας τό ποίμνιό του στήν ἐκμάθηση καί εὐλαβική παρασκευή τους.
Παράλληλα μέ τήν παρασκευή τοῦ προσφόρου
πολύ καλό θά ἦταν οἱ ἐνορῖτες νά παρασκευάζουν μόνοι τους τούς ἄρτους
τῆς Ἀρτοκλασίας καθώς καί τά κόλλυβα τῶν μνημοσύνων ἤ τῶν τιμωμένων
Ἁγίων. Ὅ,τι προσφέρουμε στόν Θεό πρέπει νά εἶναι τέλειο.
42 Λάμπρου Σιάσου, Ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική
στή λαϊκή εὐσέβεια, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 1994, στό: Πρωτ. Ἀθ.
Κατζιγκᾶ, Ἀκολουθία τῆς Ἱερᾶς Προθέσεως ἤ Προσκομιδῆς, Ἐκδ. Μυγδονία,
Α΄ἔκδ. 1999 σελ. 136-144.