Monday, 12 November 2012

Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος -Πότε η υπομονή είναι τέλεια.

H υπομονή σας πρέπει να είναι τέλεια και να κρα­τήσει ως το τέλος. Και πότε είναι τέλεια η υπομονή; Όταν σηκώνει κανείς τις δοκιμασίες όχι μόνο καρτε­ρικά, αγόγγυστα, αλλά και με χαρά, ευγνωμονώντας το Θεό για ό,τι παραχωρεί, όσο βαρύ κι αν είναι, όπως θα Τον ευγνωμονούσε για μια μεγάλη ευεργεσία. Πι­στέψτε ακράδαντα -γιατί αυτή είναι η αλήθεια- πως, υπομένοντας την άδικη κατηγορία, αξιώνεστε να συμπεριληφθείτε στη χορεία των μαρτύρων. Δεν πρέπει να χαίρεστε γι’ αυτό; Απεναντίας, αφήνοντας την καρ­διά σας να κυριεύεται από τη λύπη και το παράπονο, εκμηδενίζετε την άξια και την ωφέλεια του θείου δώ­ρου.
Όλοι οι άνθρωποι θα κριθούν από τον Κύριο στη δευτέρα παρουσία Του. Οι δίκαιοι, όμως, θα παρασταθούν στο θεϊκό Κριτήριο με αγαλλίαση ανέκφρα­στη, καθώς θα οδηγηθούν στην αγκαλιά του Θεού και στην αιώνια χαρά. «Είσελθε εις τήνχαράν του Κυρίου σου» (Ματθ. 25:21), θ’ ακούσει τότε κάθε γνήσιος δούλος του Χριστού, όποιος δηλαδή εχει πίστη ορθή και ζωή θεάρεστη. Πίστη και ζωή, βλέπετε, είναι οι δύο απαραίτητες προύποθέσεις της σωτηρίας. Όπως είπε ο ίδιος ο Ιησούς, «ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύ­ριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, άλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 7:21).
«Υπομονής έχετε χρείαν» (Εβρ. 10:36). Η σοφή συμβουλή δεν είναι δική μου, αλλά του αποστόλου Παύλου. Να υπομείνετε, λοιπόν. Με την υπομονή κερδίζεται η σωτηρία της ψυχής, ή μάλλον αγοράζεται σαν ακριβό εμπόρευμα.
Υπομονή! Υπομονή και γενναιοψυχία! Πιστέψτε πως όλα από το Θεό προέρχονται και όλα για το καλό σας παραχωρούνται, εστω κι αν δεν μπορείτε να το δείτε καθαρά. Άλλωστε, η πίστη χρειάζεται σ’ εκείνα που δεν βλέπουμε και δεν καταλαβαίνουμε. Τα ορατά και κατανοητά δεν απαιτούν πίστη. Γι΄ αυτό λέει ο απόστολος: «Έστι πίστις… πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ, 11:1).
Ο Κύριος ας σας ελεήσει και ας σας ανακουφίσει, όπως Εκείνος ξέρει, με τις πρεσβείες της πολυεύ­σπλαχνης Παναγίας Μητέρας Του και του ακοίμητου φύλακα αγγέλου σας. Να σκέφτεστε όσους υποφέρουν, όσους καταδιώκονται, όσους βασανίζονται, όσους καταπιέζονται… και να παίρνετε κουράγιο από την υπο­μονή τους.
Η υπέρβαση της δυσκολίας τι σημαίνει; Ότι υπομένετε. Υπομένοντας, φυσικά, πονάτε. Άλλά δεν γί­νεται αλλιώς.
Είστε, είναι αλήθεια, πολύ ευαίσθητη και πληγώ­νεστε βαθιά από την τραγική κατάσταση πού αντιμε­τωπίζετε. Βέβαια, για την -ψυχοσύνθεση σας δεν έχετε καμιά ευθύνη. Ευθύνη, όμως, έχετε για την πιθανή υποταγή σας σε εμπαθή αισθήματα. Αν οργίζεστε, μαλώνετε, κατηγορείτε, βαρυγγωμάτε, τότε αμαρτάνετε ενώπιον του Θεού. Αν μονάχα πονάτε, αλλά υπο­μένετε δίχως γογγυσμό, δεν αμαρτάνετε.
Πάνω άπ’ όλα ασκηθείτε στην αγάπη. Το αίσθημα της αγάπης ας κυριαρχεί στην καρδιά σας. Τα έργα της αγάπης ας κυριαρχούν στη ζωή σας. Αγάπη να νιώθετε για όλους και να δείχνετε σε όλους, ακόμα κι εκείνους που σας πικραίνουν.
Να λέτε: Δόξα τω Θεω για όλα! Δόξα τω Θεώ, που μου στέλνει κάτι για να υπομένω! Δόξα τω Θεώ, που μου δίνει μια ακόμα ευκαιρία για να μπω στη βασι­λεία Του, τη βασιλεία που ανήκει σ’ όσους υπομείνουν ως το τέλος: «Ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ, 24:13). Εμείς βάζουμε την υπομονή. Και ο Θε­ός τη σωτηρία.

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Χειραγωγία στην Πνευματική Ζωή», Ι. Μ. Παρακλήτου) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Ερμηνεία της λέξεως «….Ἀμήν»


ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΧΕΤΙΚΟ

Τό «….Ἀμήν»


Τή δοξολογητική ἐκφώνηση τοῦ ἱερουργοῦ στήν ἀρχή τῆς Θείας Λειτουργίας μέ τό: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἔρχεται στή συνέχεια ὁ λαός διά τοῦ ἱεροψάλτου νά τήν ἐπιβεβαιώσει καί νά τήν ἐπικυρώσει μέ τό «ἀμήν». Ἡ λέξη αὐτή εἶναι ἑβραϊκή καί ἀμετάφραστη συχνά ἀπαντᾶται στά ἁγιογραφικά καί λατρευτικά κείμενα. Στόν εὐαγγελικό λόγο ὁ Κύριος Ἰησοῦς κάμνει χρήση αὐτῆς τῆς λέξης στήν ἐπικοινωνία πού ἔχει μέ τό λαό. Ἀρχίζει συχνά τή διδαχή Του μέ τό «ἀμήν» στή φράση: «ἀμήν λέγω ὑμῖν» μέ τή σημασία τοῦ ἐπιρρήματος
«ἀληθῶς», πού ἰσοδυναμεῖ μέ τή φράση «σᾶς διαβεβαιῶ». Ὅταν πάλιν ἤθελε νά βγάλει κάθε δισταγμό καί ἀμφιβολία ἀπό τούς ἀκροατές Του καί νά ἐνισχύσει τήν ἐπιβεβαίωσή Του, τό ἐπαναλαμβάνει τό «ἀμήν» στή φράση: «ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν». Συνοδευόμενο μέ τό ρῆμα «λέγω» ἀποτελεῖ ἔντονη ἐπιβεβαίωση: «ἀληθινά σᾶς διαβεβαιῶ».

Στά λειτουργικά κείμενα, ὡς λειτουργική ἔκφραση, τό «ἀμήν» ἀποτελεῖ ἀντιφώνηση τοῦ λαοῦ στήν ἐκφώνηση καί εὐχή τοῦ λειτουργοῦ καί ἔχει σημασία βεβαιωτική δηλαδή (ἀληθῶς, ναί, εἶναι) καί ἄλλοτε ἔχει σημασία εὐχετική (γένοιτο, εἴθε νά γίνει). Ἐν προκειμένῳ στήν ἐκφώνηση τῆς ἔναρξης τῆς Θείας Λειτουργίας μέ τή δοξολόγηση τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τό «ἀμήν» τοῦ λαοῦ, πού σήμερα γιά πρακτικούς λόγους ἀπαντᾶται ἀπό τόν ἱεροψάλτη, κατά τήν ἐκτίμηση τῶν περισσοτέρων ἑρμηνευτῶν ἔχει
σημασία ἐπιβεβαιωτική. Ὁ λαός μέ τό στόμα τοῦ ἱεροψάλτη διαβεβαιώνει πώς ὄντως ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι δοξασμένη ἀπό τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Κατά τήν ἑρμηνεία ὅμως ἄλλων αὐτό τό «ἀμήν», συγχρόνως ἔχει καί εὐχετική σημασία. Πάντα, καί στήν ἐποχή μας, ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ ἐναγώνιες ἀμφιβολίες καί ἐπιφυλάξεις σχετικές μέ τήν ὕπαρξη ἤ ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ καί κατ’ ἐπέκταση τῆς Βασιλείας Του. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ μέ τό «ἀμήν» του ἐπεύχεται καί εἶναι ὡσάν νά λέγει: «Ναί ἀληθῶς, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναμφισβήτητη πραγματικότητα γιά τούς πιστούς». Γιά ὅσους προβληματίζονται καί ταλαιπωροῦνται ἀπό μεταφυσικά προβλήματα, χωρίς νά αἰσθάνονται ἱκανοποιημένοι ἀπό τίς ἀπαντήσεις τῆς Ἐκκλησίας, τό «ἀμήν» τῶν πιστῶν πέραν τῆς ἐπιβεβαιωτικῆς σημασίας, ἔχει καί εὐχετική σημασία. Εὔχονται οἱ πιστοί νά ἀνοίξει ὁ δρόμος τῶν ἀληθειῶν τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅσους, ἔχουν τίς ἐπιφυλάξεις τους ἤ καί τίς ἀρνήσεις τους καί νά γίνει καί γι’ αὐτούς πραγματικότητα ἡ δοξολόγηση τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Στή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἡ χρήση τοῦ «ἀμήν» ἀπό μέρους τοῦ λαοῦ φανερώνει καί μία βασική λειτουργική ἀλήθεια. Ἀνάμεσα στό λειτουργό καί τό ἐκκλησίασμα ὑπάρχει ἐπικοινωνιακή σχέση σέ μορφή διαλόγου. Ὁ ἱερουργός ἐκφωνεῖ εὐχές, δεήσεις, αἰτήματα, δοξολογίες καί ὁ λαός μέ τό στόμα τῶν ἱεροψαλτῶν ἀπαντᾶ ἀνάλογα. Στίς διάφορες ἀπαντήσεις τό «ἀμήν» μέ τήν ἔννοια τῆς διαβεβαίωσης ἤ τῆς εὐχῆς ἔχει κυρίαρχη θέση. Μάλιστα δέν εἶναι ἁπλῶς μία τυπική καί συμβατική συμμετοχή τοῦ λαοῦ.
Ἡ βαθύτερη ἔννοια τοῦ «ἀμήν» ἐκφράζει τήν ἐνεργητική ἀνταπόκριση τοῦ λαοῦ στά ἐκφωνηθέντα τοῦ ἱερουργοῦ. Ἔτσι ἐπισφραγίζονται καί ἐπιβεβαιώνονται οἱ ἐκφωνήσεις τοῦ ἱερουργοῦ καί μέ τή συγκατάθεση τοῦ ἐκκλησιάσματος. Τό λαϊκό στοιχεῖο κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας δέν εἶναι ἁπλῶς «οἱ παρακολουθοῦντες» τά τελούμενα, ἀλλά οἱ μετέχοντες ἐνεργῶς σ’αὐτά. Μέ τό «ἀμήν» ἐπιβεβαιώνεται καί συναποδέχεται τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τά ὑπό τοῦ λειτουργοῦ ἐκφωνηθέντα καί ὡς δικά του αἰτήματα καί ἀναφορές. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ ἑνότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ζωντανή Ἐκκλησία, γίνεται πιό αἰσθητή στό κοινό ἔργο, στήν κοινή ἱερουργία τοῦ λαοῦ καί τοῦ κλήρου.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, πού ἔζησε τόν 14ον αἰῶνα καί ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς πιό ἀξιόλογους ἑρμηνευτές τῆς Θείας Λειτουργίας, στό ἔργο του: «Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν», γράφει: «Εἰπόντος γάρ ἐκείνου καί δοξολογήσαντος, οἱ πιστοί πάντες τό «ἀμήν» ἐπιλέγουσι, καί τοῦτο τό ρῆμα βοήσαντες οἰκειοῦνται πάσας τάς ἐκείνου φωνάς»
(1). Δηλαδή, ἀφοῦ ὁ ἱερουργός ἐκφωνήσει αὐτή τή δοξολογία, ὅλοι οἱ πιστοί ἐπιλέγουν τό «ἀμήν», καί ἀναφωνώντας αὐτή τή λέξη, γίνονται μέτοχοι σ’ ὅλες τίς ἐκφράσεις τοῦ ἱερουργοῦ. Δέ συμφωνοῦν τυπικά μέ τόν λειτουργό, ἀλλά ἐκφράζουν μίαν ἐνεργητική καί δημιουργική ἀποδοχή καί ἔτσι ἐπισφραγίζουν καί ἐπιβεβαιώνουν τά λεγόμενά του.
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος, πού μᾶς ἄφησε, ἀνάμεσα στά πολλά συγράμματά του, καί τόν ἐξαίρετο σχολιασμό του στή Θεία Λειτουργία, ἀναφέρει: «Τό «Ἀμήν» εἶναι λέξη ἑβραϊκή, πού πέρασε στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Λέγεται πάντα ἀπό τό λαό καί ἔχει μία διπλή σημασία. Ὁ λαός ἀπαντᾶ στήν ἐκφώνηση καί ἤ ἐπιβεβαιώνει πώς αὐτό πού κάθε φορά λέει ὁ ἱερέας εἶναι ἕνα πραγματικό γεγονός ἤ εὔχεται νά γίνει πραγματικό. Φαίνεται ἐδῶ ἀμέσως ἀπό τήν ἀρχή ἡ ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι κοινό ἔργο τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ. Ἡ σύναξη τῶν πιστῶν, γιά νά τελέσουν τή Θεία Λειτουργία, ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία. Δέν συναγόμαστε δηλαδή στό ναό γιά προσευχηθοῦμε ἀτομικά, ἀλλά γιά νά ἐκφράσουμε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ἀρχαία ἐποχή ὅλοι πού ἦσαν μέσα στό ναό ἀντιφωνοῦσαν τό «Ἀμήν», καί ἦταν σάν καί νά ἀκουγότανε βροντή ἀπό τόν ούρανό» καταλήγει ὁ μακαριστός Μητροπολίτης.
(2)

 

(1) «Είς τήν Θείαν Λειτουργίαν» τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα. Πατερικές ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς» σελ. 94
(2)
«Ἡ Θεία Λειτουργία» κυρός Διονυσίου Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης σελ. 15-16

Η Ευχή του Χερουβικού...


Ευχή ην ποιεί ο Ιερεύς καθ’ εαυτόν του Χερουβικού αδομένου.

(Ευχή που κάνει ο ιερέας μόνος του για τον εαυτό του, όταν ψάλλεται το Χερουβικό.)

Όταν αρχίσει να ψάλλεται ο Χερουβικός Ύμνος, αρχίζει κι ο λειτουργός ιερέας, μπροστά στην αγία Τράπεζα, να διαβάζει «καθ’ εαυτόν» και «υπέρ εαυτού» την ευχή, όπως λέγεται, του Χερουβικοί Ύμνου. Είναι μια προσωπική και εξομολογητική ευχή του ιερέα, από τις πιο δυνατές και θεόπνευστες ευχές της θείας Λειτουργίας. Στις δύο ευχές των πιστών πιο πρώτα πάλι ο λειτουργός ιερέας παρακάλεσε για τον εαυτό του, μα τώρα πιο πολύ αισθάνεται την ανάγκη να εξομολογηθεί και να μιλήσει «ενώπιος ενωπίω» προς τον Ιησού Χριστό, τον αιώνιο και μέγα Αρχιερέα της Εκκλησίας. Είναι από τις λίγες ευχές της θείας Λειτουργίας, που λέγονται προς τον Ιησού Χριστό, και είναι η μόνη απ’ όλες τις ευχές που πρέπει να λέγεται μυστικά, όσο που να ακούνε μόνο οι συλλειτουργοί ιερείς. Θα εξηγήσουμε και θα αναλύσουμε όσο μπορέσουμε την ευχή, που καθώς όλες οι ευχές χωρίζεται σε δυο μέρη, έτσι όπως την χωρίζομε κι εμείς στη σημερινή ομιλία.

Ο λειτουργός αρχίζει με μια συντριπτική ομολογία, με την οποία κάθε ιερέας τοποθετείται ενώπιον του Θεού. Το να υπηρετεί κανένας το Θεό και να τελεί τη θεία Λειτουργία είναι μεγάλο και φοβερό όχι μόνο σε κάθε άνθρωπο, αλλά και σ’ αυτές τις επουράνιες δυνάμεις. «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς προσέρχεσθαι ή προσεγγίζειν ή λειτουργείν σοι, Βασιλεύ της δόξης· το γαρ διακονείν σοι μέ­γα και φοβερόν και αυταίς ταις επουρανίαις δυνάμεσιν». Κανένας, από εκείνους που είναι δεμένοι με τις σαρκικές επιθυμίες και ηδονές, δεν είναι άξιος να έρχεται και να πλησιάζει και να σε λειτουργεί, ένδοξε Βασιλέα. Γιατί να σε υπηρετεί κανένας είναι μεγάλο και φοβερό και σ’ αυτές τις επουράνιες δυνάμεις. Κανένας ιερέας ποτέ δεν πλησιάζει στην αγία Τράπεζα, για να κάνει τη θεία Λειτουργία, πιστεύοντας στην αγιότητά του. Αν γελαστεί και το πιστέψει πως είναι άγιος, δεν πρέπει να λειτουργεί. Αλλά εδώ δεν κάνει να λέμε πολλά, γιατί όσο περισσότερα λέμε, τόσο χειρότερα για μας. Εδώ κάνουμε το σταυρό μας, σιωπούμε και ζητούμε το έλεος του Θεού.
Γιατί ο Θεός, γνωρίζοντας την αξία του ανθρώπου, κι όταν ο άνθρωπος πέφτει και αμαρτάνει, και άνθρωπος έγινε καί αρχιερέας υπήρξε και το θείο μυστήριο της Ευχαριστίας σύστησε, και αντί για Αγγέλους εδώ στη γη ανθρώπους έβαλε για να τον υπηρετούν. «Αλλ’ όμως διά την άφατον και αμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν ατρέπτως και αναλλοιώτως γέγονας άνθρωπος και αρχιερεύς ημών εχρημάτισας και της λειτουργικής ταύτης και αναιμάκτου θυσίας την ιερουργίαν παρέδωκας ημίν, ως Δεσπότης των απάντων». Αλλ’ όμως για την ανέκφραστη και αμέτρητη φιλανθρωπία σου, χωρίς να πάψεις να είσαι Θεός και χωρίς να αλλάξεις, έγινες άνθρωπος και υπήρξες αρχιερέας μας και μας ἄφησες αυτήν εδώ τη λειτουργία και την ιερουργία της αναίμακτης θυσίας, σαν Δεσπότης που είσαι των όλων. Μέσα σε ό,τι κάνει ο Θεός για το ανθρώπινο γένος, αν τίποτε άλλο δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, όμως ένα καταλαβαίνουμε, την αξία του ανθρώπου, για την οποία η αγάπη του Θεού κάνει τα πάντα.

Ο Θεός είναι πραγματικά ο Δεσπότης και κυρίαρχος όλων όσα υπάρχουν στον ουρανό και στη γη. Όχι σαν δυνάστης, αλλά η δύναμη που κρατάει τα πάντα· η πρόνοια που συντηρεί και κυβερνάει τον κόσμο, ο Βασιλέας του λαού του, που είναι η Εκκλησία, ο μόνος άγιος και μακάριος, που χαίρει και βρίσκει ανάπαυση. Όταν οι άνθρωποι επιτελούν αγιοσύνη μέσα στο σωτήριο φόβο του.
«Συ γαρ μόνος, Κύριε ο Θεός ημών, δεσπόζεις των επουρανίων και των επιγείων, ο επί θρόνου χερουβικού εποχούμενος, ο των Σεραφείμ Κύριος και βασιλεύς του Ισραήλ, ο μόνος άγιος και εν αγίοις αναπαυόμενος». Γιατί εσύ μόνος, Κύριε και Θεέ μας, εξουσιάζεις τα επουράνια και τα επίγεια, εσύ που έχεις το θρόνο σου επάνω στα Χερουβείμ, που είσαι ο Κύριος των Σεραφείμ κι ο Βασιλέας του Ισραήλ, ο μόνος άγιος, που βρίσκεις ανάπαυση μέσα στους αγίους, Τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και ο Ισραήλ και οι άγιοι ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται ο Θεός, είναι η ουράνια και η επίγεια Εκκλησία στη λειτουργική της τώρα σύναξη.
Στο σημείο αυτό, να πούμε έτσι, γίνεται η μετάβαση από το πρώτο στο δεύτερο μέρος της ευχής.
«Σε τοίνυν δυσωπώ τον μόνον αγαθόν και ευήκοον επίβλεψον επ’ εμέ τον αμαρτωλόν και αχρείον δούλον σου, και καθάρισόν μου την ψυχήν και την καρδίαν από συνειδήσεως πονηράς· και ικάνωσόν με τη δυνάμει του Αγίου σου Πνεύματος, ενδεδυμένον την της ιερατείας χά­ριν, παραστήναι τη αγία σου ταύτη τραπέζη και ιερουργήσαι το άγιον και άχραντον σώμα σου και το τίμιον αίμα». Εσένα λοιπόν θερμά παρακαλώ, που εσύ μόνο είσαι όλο καλωσύνη και πρόθυμος να ακούσεις· ρίξε τη ματιά σου επάνω σε μένα τον αμαρτωλό και τιποτένιο δούλο σου, και καθάρισε την ψυχή και την καρδιά μου από κάθε πονηρία μέσα μου, και κάνε με ικανό, ντυμένο με τη χάρη της ιερωσύνης, να σταθώ μπροστά σε τούτη την αγία σου Τράπεζα και να ιερουργήσω το άγιο και άχραντο σώμα σου και το τίμιο αίμα.
Αυτά τα λόγια είναι μόνο για τον ιερέα και μόνο ο ιερέας τα ζει και τα καταλαβαίνει. Αυτός, που με τη χάρη του Θεού και με την εντολή του λαού πλησιάζει, τώρα ένα βήμα ακόμα πιο κοντά στην αγία Τράπεζα. «Σοι γαρ προσέρχομαι κλίνας τον εμαυτόν αυχένα και δέομαι σου μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού, μηδέ αποδοκιμάσεις με εκ παίδων σου, αλλ’ αξίωσον προσενεχθήναί σοι υπ’ εμού του αμαρτωλού και αναξίου δούλου σου τα δώρα ταύτα». Γιατί σε σένα έρχομαι, σκύβω την κεφαλή μου και σε παρακαλώ· μη μου γυρίσεις το πρόσωπό σου και μη με ξεχωρίσεις από τα παιδιά σου, αλλά αξίωσέ με τον αμαρτωλό και ανάξιο δούλο σου να σου προσφέρω αυτά τα δώρα. Κάπου στα προηγούμενα είπαμε για τα λειτουργικά βιβλία, που κάποιοι κρατάνε στα χέρια τους, όταν γίνεται η θεία Λειτουργία. Άραγε τί διαβάζουν τώρα και τί σκέφτονται, όταν ο ιερέας «καθ’ εαυτόν» και «υπέρ εαυτόν» κάνει μπροστά στο Θεό αυτή την εξομολόγηση;

Τα τελευταία λόγια, με τα οποία κλείνει η ευχή, είναι η εκφώνηση, που κι αύτη λέγεται μυστικά·
«Συ γαρ ει ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος, Χριστέ ο Θεός ημών, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, συν τω ανάρχω σου Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνευματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Γιατί εσύ είσαι εκείνος που προσφέρεις και προσφέρεσαι, εκείνος που δέχεσαι τα δώρα και ο ίδιος που μοιράζεσαι Χριστέ Θεέ μας, κι εμείς εσένα δοξάζομε μαζί με τον άναρχο Πατέρα σου και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντα και στους ατελεύτητους αιώνες Αμήν. Στην εκφώνηση αυτή κλείνεται όλη η θεολογία για την ιερωσύνη του Ιησού Χριστού, που είναι η ιερωσύνη της Εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός στη θεία Λειτουργία είναι και ο ιερέας που λειτουργεί και ο αμνός που προσφέρεται· και εκείνος που δέχεται τα δώρα και εκείνος που διανέμεται στο λαό.

*

Η ευχή του Χερουβικού Ύμνου είναι μια από τις τέσσερις ευχές της θείας Λειτουργίας, που αναφέρονται στον Ιησού Χριστό. Η μία είναι η ευχή πριν από την ανάγνωση του Ευαγγελίου, οι άλλες δύο είναι προς το τέλος της θείας Λειτουργίας. Όπως είπαμε, είναι προπαρασκευαστική ευχή του ιερέα, μια ταπεινή δηλαδή εξομολόγηση του λειτουργού, που πολλές φορές κι όταν δεν θα ήθελε, πρέπει να λειτουργήσει, γιατί πρέπει να κοινωνήσουν οι πιστοί. Εδώ δεν μπορεί να καταλάβει κανείς την αγωνία του ανθρώπου ενώπιον του χρέους του παρά μόνο αν είναι ιερέας. Θα ξαναθυμηθούμε εδώ τα λόγια της πρώτης ευχής των πιστών, ότι δηλαδή οι ιερείς λειτουργούμε
«υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων και των του λαού αγνοημάτων». Αυτό θα πει πως ο ιερέας κρίνεται κι ο λαός σώζεται. Μα αυτή είναι η πίστη ενός καλού και ταπεινού ιερέα, πως θα σωθεί κι αυτός μαζί μ’ εκείνους, για τη σωτηρία των οποίων, μαζί με τους οποίους και με την εντολή τους λειτουργεί. Και κάθε φορά που στέκεται μπροστά στην αγία Τράπεζα κι ετοιμάζεται για να προσφέρει τα τίμια δώρα με αληθινή ταπείνωση και συντριβή εξομολογείται «καθ’ εαυτόν» και «υπέρ εαυτόν»· «επίβλεψον επ’ εμέ τον αμαρτωλόν και αχρείον δούλον σου και καθάρισόν μου την ψυχήν και την καρδίαν από συνειδήσεως πονηράς». Αμήν.


(+Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονίας)