Monday, 13 May 2013

Ὁ Θεός δέν νοιάζεται γιά τόν τόπο. Ζητάει μόνο θερμότητα καρδιᾶς καί ἁγνότητα ψυχῆς.

 Ἁγ.Ἰ.Χρυσοστόμου

 

 Πολλοί μπαίνουν στην εκκλησία, λένε διάφορες προσευχές και βγαίνουν. Βγαίνουν, χωρίς να γνωρίζουν τι είπαν. Τα χείλη τους κινούνται, αλλά τ’ αυτιά τους δεν ακούνε. Εσύ ο ίδιος δεν ακούς την προσευχή σου, και θέλεις να την ακούσει ο Θεός; “Γονάτισα”, λες. Γονάτισες, αλλά, ενώ το σώμα σου ήταν μέσα, ο νους σου πετούσε έξω. Με το στόμα έλεγες την προσευχή και με τη σκέψη λογάριαζες τόκους, έκανες συμβόλαια, πουλούσες εμπορεύματα, αγόραζες κτήματα, συναντούσες τους φίλους σου. Γιατί ο διάβολος, που είναι πονηρός και γνωρίζει ότι στον καιρό της προσευχής μεγάλα πράγματα κατορθώνουμε, τότε ακριβώς έρχεται και σπέρνει λογισμούς μέσα μας. Να, πολλές φορές είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, και τίποτα δεν συλλογιζόμαστε· πάμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε, και τότε χίλιες σκέψεις περνούν από το νου μας.Έτσι χάνουμε τους καρπούς της προσευχής, φεύγοντας από το ναό με άδεια χέρια. Το ίδιο, βέβαια, γίνεται και όταν προσευχόμαστε στο σπίτι μας ή οπουδήποτε αλλού.
Κάθε φορά, λοιπόν, που, καθώς προσευχόμαστε, συνειδητοποιούμε ότι ο νους μας έχει φύγει από το Θεό κι έχει στραφεί σε βιοτικά πράγματα, ας τον φέρνουμε πίσω, αναγκάζοντάς τον να μένει σταθερά και προσεκτικά προσκολλημένος στα νοήματα της προσευχής. Ας επαναλαμβάνουμε, μάλιστα, την προσευχή από την αρχή.
Κι αν παθαίνουμε πάλι και πάλι το ίδιο, ας την επαναλαμβάνουμε και για τρίτη και για τέταρτη φορά. Ας μη σταματάμε, πριν πούμε ολόκληρη την προσευχή, από την αρχή ως το τέλος, με άγρυπνη διάνοια και αδιατάρακτο λογισμό. Και όταν ο διάβολος αντιληφθεί ότι δεν καταθέτουμε τα όπλα, θα σταματήσει πια κι αυτός να μας πολεμάει.
Όταν παρουσιαζόμαστε για οποιοδήποτε ζήτημά μας σ’ έναν επίγειο άρχοντα, είμαστε τόσο προσεκτικοί και αυτοσυγκεντρωμένοι, ώστε δεν βλέπουμε ούτε εκείνους που βρίσκονται δίπλα μας. Μέσα στο νου μας δεν υπάρχουν παρά ο άνθρωπος, μπροστά στον οποίο βρισκόμαστε, και το θέμα, για το οποίο θέλουμε να του μιλήσουμε. Το ίδιο, πολύ περισσότερο, δεν πρέπει να κάνουμε, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον ύψιστο Θεό, εμμένοντας σταθερά στην προσευχή μας και μην περιφέροντας το νου εδώ κι εκεί; Αν η γλώσσα μας προφέρει προσευχητικά λόγια και η διάνοιά μας ονειροπολεί, τίποτα δεν έχουμε να ωφεληθούμε. Απεναντίας, θα κατακριθούμε, επειδή ακριβώς με μεγαλύτερη υπομονή και εντατικότερη προσοχή μιλάμε σε ανθρώπους παρά στον Κύριό μας. Στο κάτω-κάτω, κι αν ακόμα δεν πάρουμε τίποτε απ’ Αυτόν, το να βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία μαζί Του μικρό καλό είναι; Αν ωφελούμαστε πολύ, όταν συζητάμε μ’ έναν ενάρετο άνθρωπο, πόσο θα ωφεληθούμε, αλήθεια, συνομιλώντας με τον Πλάστη, τον Ευεργέτη, το Σωτήρα μας, έστω κι αν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε;
Γιατί, όμως, δεν μας δίνει; Θα το τονίσω γι’ άλλη μια φορά: Γιατί συνήθως Του ζητάμε πράγματα βλαβερά, νομίζοντας πως είναι καλά και ωφέλιμα. Δεν γνωρίζεις, άνθρωπέ μου, το συμφέρον σου. Εκείνος, που το γνωρίζει, δεν εισακούει την παράκλησή σου, γιατί φροντίζει περισσότερο από σένα για τη σωτηρία σου. Αν οι γονείς δεν δίνουν πάντα στα παιδιά τους ό,τι τους ζητούν, όχι βέβαια επειδή τα μισούν, μα επειδή, απεναντίας, υπερβολικά τα αγαπούν, πολύ περισσότερο θα κάνει το ίδιο ο Θεός, ο οποίος και περισσότερο από τους γονείς μας, μας αγαπά και καλύτερα απ’ όλους γνωρίζει ποιο είναι το καλό μας.Όταν, λοιπόν, αποκάνεις ικετεύοντας τον Κύριο, κι Εκείνος δεν σου δίνει σημασία, μην παραπονιέσαι. Ξεχνάς, άλλωστε, πόσες φορές εσύ άκουσες κάποιον φτωχό να σε παρακαλάει και δεν του έδωσες σημασία; Και αυτό το έκανες από σκληρότητα, ενώ ο Θεός το κάνει από φιλανθρωπία. Ωστόσο, ενώ δεν δέχεσαι να κατηγορήσουν εσένα, που από σκληρότητα δεν άκουσες τον συνάνθρωπό σου, κατηγορείς το Θεό, που από φιλανθρωπία δεν σε ακούει.
Είπα όμως προηγουμένως, ότι κι όταν ακόμα δεν σε ακούει, η ωφέλειά σου από την προσευχή είναι μεγάλη. Γιατί είναι αδύνατο ν’ αμαρτήσει ένας άνθρωπος που προσεύχεται πρόθυμα και αδιάλειπτα, ένας άνθρωπος που συντρίβει την καρδιά του, ανεβάζει το νου του στον ουρανό και ομολογεί ταπεινά στον Κύριο τα αμαρτήματά του. Γιατί, ύστερα από μία τέτοια προσευχή, πετάει μακριά κάθε φροντίδα για τα γήινα, αποκτάει φτερά, γίνεται ανώτερος από τ’ ανθρώπινα πάθη.
Τα δροσερά νερά δεν δίνουν στα φυτά τόση θολερότητα, όση δίνουν τα δάκρυα στο δέντρο της προσευχής, κάνοντάς το ν’ ανεβαίνει ψηλά, ως το θρόνο του Θεού. Έτσι, μάλιστα, Εκείνος εισακούει την προσευχή μας. Και πώς να μην εισακούσει την προσευχή μιας ψυχής, που στέκεται μπροστά Του με αυτοσυγκέντρωση, με κατάνυξη, με ταπείνωση; Μιας ψυχής που έχει μεταφερθεί νοερά από τη γη στον ουρανό; Μιας ψυχής που έχει διώξει κάθε ανθρώπινο λογισμό, κάθε βιοτική μέριμνα, κάθε εμπαθή προσκόλληση, κι έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μυστική και πανευφρόσυνη κοινωνία με τον Κύριό της;
Ναι, έτσι πρέπει να προσεύχεται ο χριστιανός. Αφού συγκεντρώσει και εντείνει όλη του τη σκέψη, τότε να ικετεύει το Θεό έμπονα. Δεν χρειάζεται να λέει ατέλειωτα λόγια, φτάνουν τα λίγα και απλά. Η ανταπόκριση του Κυρίου στην προσευχή δεν εξαρτάται από το πλήθος των λόγων, αλλ’ από τη νήψη του νου και της καρδιάς. Και αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς απ’ όσα λέει η Γραφή για τη στείρα Άννα, τη μητέρα του προφήτη Σαμουήλ. «Κύριε», έταξε η Άννα, «αν σκύψεις πάνω από τη θλίψη της δούλης σου και με θυμηθείς και μου δώσεις παιδί, τότε εγώ θα το αφιερώσω σ’ εσένα για όλη του τη ζωή» (Α’ Βασ. 1:11). Είναι πολλά τα λόγια αυτά; Όχι. Και όμως, επειδή με νήψη και προσοχή έκανε αυτή τη μικρή προσευχή, κατόρθωσε όσα ηθέλησε: Και την ανάπηρη φύση της διόρθωσε και την κλεισμένη μήτρα της άνοιξε και από την περιφρόνηση των ομοεθνών της λυτρώθηκε και από την άγονη γη θέρισε σιτάρι πλούσιο.
Όποιος προσεύχεται, λοιπόν, ας μη λέει περίσσια λόγια. Και ο Χριστός και ο Παύλος, άλλωστε, μας σύστησαν να προσευχόμαστε συχνά, αλλά με συντομία και μικρά διαλείμματα. Γιατί, μακραίνοντας την προσευχή, είναι δυνατό να χάσεις την προσοχή. Κι έτσι δίνεις την ευκαιρία στο διάβολο να σε πλησιάσει και να σου υποβάλει τους δικούς του λογισμούς. Αν, όμως, οι προσευχές σου είναι σύντομες και συχνές, τότε θα μπορείς εύκολα να τις κάνεις με προσοχή και νήψη, καλύπτοντας μ’ αυτές όλο τον διαθέσιμο χρόνο σου.
Θέλεις κι εσύ να μάθεις άγρυπνη προσευχή και προσοχή του νου και διαρκή παραμονή κοντά στο Θεό; Πήγαινε στην Άννα και μάθε τι έκανε εκείνη. Σηκώθηκαν, λέει, όλοι από το τραπέζι. Ωστόσο, η Άννα δεν πήγε ούτε να κοιμηθεί ούτε ν’ αναπαυθεί. Έτρεξε στη Σκηνή του Μαρτυρίου για να προσευχηθεί. Απ’ αυτό συμπεραίνω πως, ακόμα κι όταν έτρωγε, δεν παραφόρτωνε το στομάχι της. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε να προσευχηθεί, και μάλιστα με τόσα δάκρυα. Αν εμείς, όταν είμαστε νηστικοί, με δυσκολία κατορθώνουμε να προσευχηθούμε, ενώ ύστερα από τα συμπόσια ποτέ δεν προσευχόμαστε, πολύ περισσότερο εκείνη, μια γυναίκα, δεν θα προσευχόταν μ’ αυτόν τον τρόπο μετά το συμπόσιο, αν είχε καλοφάει.
Ας ντραπούμε εμείς, οι άνδρες, που παρακαλάμε για τη βασιλεία των ουρανών και συνάμα χασμουριόμαστε, ας ντραπούμε, λέω, εκείνη τη γυναίκα, που παρακαλούσε κι έκλαιγε. Δες την ευλάβειά της κι από τούτο: «Μιλούσε από την καρδιά της· τα χείλη της μόλις που κινιόνταν και η φωνή της δεν ακουγόταν καθόλου». Έτσι παρουσιάζεται μπροστά στο Θεό όποιος θέλει να κατορθώσει κάτι: όχι με κινήσεις και φωνές, ούτε όμως και βαριεστημένος ή νυσταγμένος και αποχαυνωμένος.
Μήπως, όμως, δεν μπορούσε ο Θεός να δώσει παιδί στην Άννα και δίχως προσευχή; Μήπως δεν γνώριζε την επιθυμία της και πριν Του το ζητήσει; Ναι, αλλ’ αν της έδινε το παιδί πριν το ζητήσει με την προσευχή, δεν θα φαινόταν η προθυμία της, δεν θα φανερωνόταν η αρετή της, δεν θα έπαιρνε τόση αμοιβή.
Ας δούμε τώρα και τη φιλοσοφία της γυναίκας. Άκου τι είπε στον αρχιερέα Ηλί, που την πέρασε για μεθυσμένη: «Όχι, κύριέ μου, δεν είμαι μεθυσμένη. Μια γυναίκα καταπικραμένη είμαι, που ξεχύνω τον πόνο της ψυχής μου μπροστά στον Κύριο. Μη θεωρήσεις τη δούλη σου καμιά τιποτένια· αν προσευχήθηκα ως τώρα, ήταν από τον πολύ μου πόνο». Αυτό είναι γνώρισμα πραγματικά συντριμμένης καρδιάς: Το να μην οργίζεται και να μην αγανακτεί εναντίον εκείνων που την αδικούν ή την προσβάλλουν, αλλά με πραότητα και σεμνότητα ν’ απολογείται. Αλήθεια, τίποτα δεν κάνει την ψυχή τόσο φιλόσοφη, όσο η θλίψη.
Σηκώθηκε, λοιπόν, από το τραπέζι η Άννα κι έτρεξε να προσευχηθεί. Ας τ’ ακούσουν όσοι από μας ούτε πριν ούτε μετά το φαγητό προσεύχονται. Ας τ’ ακούσουν και ας παραδειγματιστούν. Όλοι μας, τόσο πριν όσο και μετά τα γεύματα, οφείλουμε να δοξάζουμε και να ευχαριστούμε το Θεό. Όποιος είναι προετοιμασμένος γι’ αυτό, ούτε θα παραφάει ούτε θα μεθύσει ποτέ. Έχοντας ως χαλινάρι του λογισμού του την αναμονή της προσευχής, θα γευθεί απ’ όλα με μέτρο και θα έχει πολλή ευλογία και στο σώμα και στην ψυχή. Με προσευχή, κοντολογίς, ας αρχίζει και ας τελειώνει κάθε γεύμα μας.
Παράλληλα, ας μην παραλείπουμε να συμμετέχουμε στο πασχάλιο δείπνο της ευχαριστιακής συνάξεως, που γίνεται τακτικά στο ναό, αλλά και σε κάθε εκκλησιαστική ακολουθία, αν είναι δυνατόν. “Μα έχω τόσες φροντίδες και ασχολίες!”, θα μου πεις. Γι’ αυτό ακριβώς έλα στο ναό, για να ελκύσεις με την εδώ παρουσία σου την εύνοια του Θεού, κι έτσι να φύγεις ασφαλισμένος· για να Τον έχεις βοηθό στις υποθέσεις σου, κι έτσι να γίνεις ακατανίκητος από τους δαίμονες και τους μοχθηρούς ανθρώπους. Γιατί, συμμετέχοντας στη θεία λειτουργία και στην κοινή λατρεία, θα ενισχυθείς από τον παντοδύναμο Θεό, θα πάρεις τα δικά Του όπλα, κι έτσι ούτε ο διάβολος ούτε οι άνθρωποι θα μπορέσουν να σε βλάψουν.
Και μη μου πεις, ότι, καθώς είσαι συνέχεια απασχολημένος με τα προβλήματα της ζωής, δεν μπορείς να τρέχεις κάθε τόσο στην εκκλησία ούτε να προσεύχεσαι όλη μέρα. Στην εκκλησία, έστω, δεν μπορείς να πηγαίνεις. Όπου κι αν βρίσκεσαι, όμως, μπορείς να στήσεις το θυσιαστήριό σου. Ούτε ο τόπος ούτε η ώρα σε εμποδίζουν. Κι αν δεν γονατίσεις, κι αν δεν κλάψεις, κι αν δεν υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό, η προσευχή σου θα είναι τέλεια, εφόσον θα έχεις διάνοια θερμή. Εσύ που βαδίζεις στο δρόμο, εσύ που βρίσκεσαι στην αγορά, εσύ που ταξιδεύεις στη θάλασσα, εσύ που κάθεσαι στο εργαστήριό σου, εσύ που μαγειρεύεις στο σπίτι σου, εσύ που καλλιεργείς το χωράφι σου κι εσύ που σε κάποιαν άλλη εργασία καταγίνεσαι, όταν δεν μπορείτε να έρθετε στην εκκλησία, κάντε, εκεί που είστε, προσευχή εκτενή και προσεκτική. Ο Θεός δεν νοιάζεται για τον τόπο. Ζητάει μόνο θερμότητα καρδιάς και αγνότητα ψυχής. Να, και ο απόστολος Παύλος προσευχήθηκε όχι σε ναό όρθιος ή γονατιστός, αλλά μέσα σε φυλακή πεσμένος ανάσκελα, καθώς τα πόδια του ήταν σφιγμένα στην ξυλοπέδη. Επειδή, όμως, προσευχήθηκε με θέρμη, αν και πεσμένος, και τη φυλακή έσεισε και τα θεμέλια σάλεψε και το δεσμοφύλακα τράβηξε στην αληθινή πίστη μαζί με όλη την οικογένειά του .
Ο άρρωστος Εζεκίας ούτε όρθιος ούτε γονατιστός, αλλά πεσμένος στο κρεβάτι παρακάλεσε για τη θεραπεία του το Θεό, που με τον προφήτη Ησαΐα του είχε προαναγγείλει το θάνατό του. Και κατόρθωσε με την καθαρότητα και τη θερμότητα της καρδιάς του να μεταβάλει τη θεϊκή απόφαση. Ο ληστής, πάλι, καρφωμένος πάνω στο σταυρό, με λίγα λόγια κέρδισε τη βασιλεία των ουρανών. Και ο Ιερεμίας μέσα στο λάκκο με τη λάσπη  και ο Δανιήλ μέσα στο λάκκο με τα θηρία και ο Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του κήτους, όταν προσευχήθηκαν θερμά, απομάκρυναν τις συμφορές, που τους είχαν βρει, και βοηθήθηκαν από το Θεό.
“Και τί θα λέω, όταν προσεύχομαι;”, θα με ρωτήσεις. Θα λες ό,τι και η Χαναναία του Ευαγγελίου. «Ελέησέ με, Κύριε!», παρακαλούσε εκείνη. «Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». “Ελέησέ με, Κύριε!”, θα παρακαλάς κι εσύ. “Η ψυχή μου βασανίζεται από δαιμόνιο”. Γιατί η αμαρτία είναι μεγάλος δαίμονας. Ο δαιμονισμένος ελεείται, ενώ ο αμαρτωλός αποδοκιμάζεται. “Ελέησέ με!”. Μικρή είναι η φράση. Και όμως, γίνεται πέλαγος φιλανθρωπίας, καθώς, όπου υπάρχει έλεος, εκεί υπάρχουν όλα τα αγαθά.
Και όταν βρίσκεσαι έξω από την εκκλησία, φώναζε μυστικά: “Ελέησέ με!”. Φώναζε με τη σκέψη σου, χωρίς να κινείς τα χείλη σου. Γιατί ο Θεός μας ακούει και όταν σωπαίνουμε. Δεν απαιτείται τόσο τόπος, όσο τρόπος προσευχής. Και στο λουτρό αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όπου κι αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όλη η κτίση είναι ναός του Θεού. Εσύ ο ίδιος είσαι ναός του Θεού, και ψάχνεις τόπο για να προσευχηθείς;
Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά. Οι Αιγύπτιοι έρχονταν από πίσω. Και ο Μωυσής βρισκόταν στη μέση. Ζητούσε από το Θεό βοήθεια, χωρίς να λέει ούτε λέξη· τόση ήταν η αμηχανία του. Και μολονότι δεν ακουγόταν η φωνή του, ο Κύριος του είπε: «Τί μου φωνάζεις;». Τον άκουγε, λοιπόν, αν και δεν μιλούσε. Έτσι κι εσύ, όταν σου έρχεται πειρασμός, να ζητάς καταφύγιο στο Θεό, να καλείς μυστικά σε βοήθεια τον Κύριό σου. Αυτός είναι πάντα κοντά σου, γι’ αυτό δεν χρειάζεται να Τον αναζητήσεις σε ορισμένο τόπο, όπως κάνεις με τους ανθρώπους. «Θα φωνάξεις στο Θεό, κι Εκείνος θα σ’ ακούσει», όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας. «Εσύ ακόμα θα προσεύχεσαι, κι Εκείνος θα σου απαντήσει: “Να, εδώ είμαι, δίπλα σου!”». Αν αγωνίζεσαι να διατηρείς την καρδιά σου καθαρή από την κακία, ο Κύριος σ’ ακούει πάντα και παντού.
Με όλα αυτά, βέβαια, δεν θέλω να υποτιμήσω την προσευχή που γίνεται από τους χριστιανούς στο ναό. Όχι. Γιατί είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η δύναμη της κοινής προσευχής των αδελφών στην εκκλησία. Θέλεις να μάθεις πόση; Άκου: Κάποτε ο απόστολος Πέτρος ήταν φυλακισμένος και αλυσοδεμένος. Μα «η Εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό γι’ αυτόν». Και η προσευχή του εκκλησιάσματος τον ελευθέρωσε θαυματουργικά από τη φυλακή κι από τις αλυσίδες. Τί, λοιπόν, είναι δυνατότερο από την προσευχή, που έσωσε το στύλο και τον πύργο της Εκκλησίας;
Και όσο για τους κατηχουμένους, βέβαια, δεν επιτρέπεται να προσεύχονται μαζί με τους πιστούς στο ναό, γιατί δεν έχουν αποκτήσει ακόμα μεγάλη παρρησία. Όσο για μας, όμως, μας έχει δοθεί η παραγγελία να προσευχόμαστε για την οικουμένη και για την Εκκλησία, που έχει απλωθεί ως τα πέρατα της γης. Συνειδητοποιείτε πόσο υψηλό και τιμητικό για τη μικρότητά μας είναι το να προσερχόμαστε εδώ και να παρακαλάμε το Θεό για τόσο λαό; Το να παρακαλάει ένας για τους πολλούς, είναι πολύ τολμηρό και χρειάζεται μεγάλη παρρησία. Γιατί, αν εγώ ο ίδιος δεν τολμώ να παρακαλέσω για τον εαυτό μου, πολύ περισσότερο για τους άλλους· αυτό μόνο οι δίκαιοι μπορούν να το κάνουν, όχι ένας αμαρτωλός σαν κι εμένα. Όταν, όμως, συγκεντρωμένοι όλοι μαζί κάνουν δέηση για έναν, το πράγμα δεν φαίνεται άπρεπο.
Είναι, βέβαια, δυνατόν, όπως είπα πριν, να προσευχόμαστε και στο σπίτι μας και σε κάθε τόπο, όχι πάντως όπως προσευχόμαστε στην εκκλησία, όπου κοινή ικεσία κλήρου και λαού απευθύνεται στο Θεό. Δεν εισακούεσαι τόσο από τον Κύριο, όταν Τον παρακαλάς μόνος, όσο όταν βρίσκεσαι μαζί με τους αδελφούς σου. Γιατί στην κοινή προσευχή υπάρχουν περισσότερα: η ομόνοια και ο δεσμός της αγάπης και οι ευχές των ιερέων. Οι ιερείς γι’ αυτό ακριβώς βρίσκονται εδώ, για να ενισχύσουν με τις ισχυρές ευχές τους τις αδύναμες προσευχές του λαού, βοηθώντας τες ν’ ανέβουν στον ουρανό. Να, λοιπόν, πως κατόρθωσε να βγάλει από τη φυλακή τον απόστολο Πέτρο η προσευχή της Εκκλησίας. Η απόσταση ενός τόπου, βλέπεις, δεν εμποδίζει την ενέργεια της προσευχής, όπως άλλωστε δεν μειώνει και τη δύναμη της αγάπης. Όσο η βαθειά αγάπη συνδέει ακατάλυτα, άλλο τόσο και η ζωντανή προσευχή ωφελεί υπερβολικά ανθρώπους που βρίσκονται μακριά.
Ο Μωυσής δεν βρισκόταν σωματικά στο πεδίο της μάχης, όταν οι Ισραηλίτες πολεμούσαν με τους Αμαληκίτες, ωστόσο συνέβαλε στη νίκη πολύ περισσότερο από τους πολεμιστές, υψώνοντας τα χέρια του στον ουρανό και παρακαλώντας το Θεό για το έθνος του. Έτσι έσωσε έναν ολόκληρο λαό. Υπάρχει κατόρθωμα μεγαλύτερο απ’ αυτό, από την ωφέλεια δηλαδή των συνανθρώπων και αδελφών μας; Όχι. Κι αν νηστεύεις κι αν κοιμάσαι καταγής κι αν κλαις σ’ όλη σου τη ζωή, τίποτε το μεγάλο δεν κατορθώνεις, εφόσον δεν ωφελείς κανέναν άλλο. Να, κι από τον Μωυσή έγιναν πολλά θαύματα και σημεία. Κανένα απ’ αυτά, όμως, δεν τον έκανε τόσο μεγάλο, όσο η ικετευτική κραυγή του προς τον Κύριο για τη συγχώρηση των Ισραηλιτών, που είχαν πέσει στο βαρύ αμάρτημα της ειδωλολατρίας: «Αν θέλεις, συγχώρησε την αμαρτία τους· αν πάλι όχι, τότε εξαφάνισε κι έμενα!».
Και ο βασιλιάς Δαβίδ, όταν, για μια του αμαρτία, ο Θεός παραχώρησε να πέσει θανατικό στους Ισραηλίτες, έδειξε την ίδια διαγωγή. «Εγώ είμαι εκείνος που αμάρτησε», είπε. «Εγώ, ο ποιμένας, έκανα το κακό. Αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Χτύπα, λοιπόν, εμένα και την οικογένειά μου».
Του αποστόλου Παύλου η φιλαδελφία, όμως, ήταν  η πιο μεγάλη και πιο θαυμαστή: Ευχόταν ακόμα και να χωριστεί από το Χριστό, αν έτσι θα πήγαιναν κοντά σ’ Εκείνον οι ομοεθνείς αδελφοί του. Ο Μωυσής ζητούσε να εξαφανιστεί κι αυτός μαζί με τους άλλους· ο Παύλος δεν ζητούσε να χαθεί μαζί τους, αλλά, για τη σωτηρία τους, να χάσει μόνο αυτός την ασύλληπτη δόξα του παραδείσου!
Οι προσευχές τέτοιων αγίων, βέβαια, φέρνουν αγαθά αποτελέσματα, όταν κι εμείς οι ίδιοι βοηθάμε. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, ούτε κι εκείνων η βοήθεια ωφελεί. Σε τί ωφέλησε, λ.χ., η προσευχή του Ιερεμία τους Ιουδαίους; Τρεις φορές παρακάλεσε ο προφήτης το Θεό και τρεις φορές άκουσε: «Μην προσεύχεσαι πια για το λαό αυτό και μη μου ζητάς να τους ελεήσω, γιατί δεν θα σε ακούσω!» (Τερ. 7:16). Σε τί ωφέλησε τον Σαούλ ο Σαμουήλ, που προσευχόταν και πενθούσε γι’ αυτόν ως την τελευταία μέρα, και σε τί ωφέλησε τους Ισραηλίτες; «Ποτέ δεν θα κάνω το αμάρτημα να διακόψω την προσευχή μου για τη σωτηρία σας», τους είπε. Και όμως, όλοι χάθηκαν. Γιατί; Το εξηγεί ο Θεός με το στόμα του προφήτη Ιερεμία: «Αν ακόμα και ο Μωυσής και ο Σαμουήλ σταθούν μπροστά μου και προσευχηθούν γι’ αυτούς, δεν θα τους λυπηθώ, γιατί έχει αυξηθεί υπερβολικά η κακία τους».
Ώστε, λοιπόν, σε τίποτα δεν ωφελούν οι προσευχές; Ωφελούν και πολύ μάλιστα, αλλά, όπως είπα, όταν κι εμείς βοηθάμε, θυμηθείτε τον εκατόνταρχο Κορνήλιο, που αξιώθηκε να γνωρίσει την αληθινή πίστη, επειδή «έδινε πολλές ελεημοσύνες και προσευχόταν αδιάλειπτα στο Θεό». Θυμηθείτε και τη δίκαιη Ταβιθά, που «έκανε πολλές αγαθοεργίες και ελεημοσύνες» και, όταν πέθανε, αναστήθηκε με την προσευχή του αποστόλου Πέτρου. Αλλά και στα χρόνια του βασιλιά Εζεκία, ο Θεός έσωσε την Ιερουσαλήμ από τους Ασσυρίους. Γιατί; Επειδή ο Εζεκίας ήταν δίκαιος και προσευχήθηκε θερμά για την πόλη και το λαό του. «Εγώ θα υπερασπίσω τούτη την πόλη», είπε ο Κύριος στον καλό βασιλιά. Κι έτσι ακριβώς έκανε.
Όλα αυτά τα παραδείγματα, και πολλά άλλα πα­ρόμοια, που βρίσκουμε μέσα στις Γραφές, τί μας δείχνουν; Ότι οι προσευχές των αγίων για μας, αλλά και οι δικές μας προσευχές, εισακούονται από το Θεό, όταν είμαστε δίκαιοι, ενάρετοι, ελεήμονες, φιλάνθρωποι. Όταν, απεναντίας, και με τα χέρια και με τα πόδια και με τη γλώσσα και με το νου και με την καρδιά διαπράττουμε την αμαρτία, παραβαίνοντας τον θείο νόμο, πώς τολμάμε ν’ απευθυνόμαστε στον Κύριο, ζητώντας Του βοήθεια ή ευεργεσία; Και πώς τολμάμε να ζητάμε τις πρεσβείες των αγίων;
Πριν υψώσουμε, λοιπόν, ικετευτικά τα χέρια μας στον ουρανό, ας βάλουμε αρχή μετάνοιας. Άλλωστε, επειδή με τα χέρια εκτελούμε πολλές πονηρές πράξεις, γι’ αυτό ακριβώς έχει καθιερωθεί να τα υψώνουμε, όταν προσευχόμαστε, ώστε η υπηρεσία που προσφέρουν για την προσευχή, να τα εμποδίζει από την κακία και να τ’ απομακρύνει από την αμαρτία. Έτσι θα θυμάσαι, δηλαδή, όταν πρόκειται ν’ αρπάξεις κάτι ή να χτυπήσεις κάποιον, ότι αυτά τα χέρια θα τα υψώσεις στο Θεό ως συνηγόρους σου και ότι μ’ αυτά θα Του προσφέρεις την πνευματική θυσία της προσευχής. Γι’ αυτό μην τα μολύνεις, μην τα ντροπιάζεις, μην τα κάνεις ανάξια εμφανίσεως στο Θεό, με την τέλεση οποιασδήποτε ανομίας. Καθάριζέ τα με την ελεημοσύνη, με τη φιλανθρωπία, με την καλοσύνη, κι έτσι καθαρά ύψωνέ τα σε προσευχή. Αν δεν προσεύχεσαι ποτέ με χέρια λασπωμένα, πολύ περισσότερο μην το κάνεις με χέρια λερωμένα από την αμαρτία. Γιατί κακό δεν είναι το να υψώνεις χέρια άπλυτα προς τον Κύριο· το να υψώνεις, όμως, χέρια καταμολυσμένα από αναρίθμητα αμαρτήματα, αυτό είναι φοβερό και προκαλεί την οργή του Θεού.
Αλλά μόνο έτσι παροργίζουμε τον Πατέρα μας; Με πόσους τρόπους, αλήθεια, αμαρτάνουμε, ακόμα και μέσα στην εκκλησία, την ώρα της λατρείας! Αναπολόγητοι θα είμαστε, αν ο Θεός λογαριάσει τους αισχρούς λογισμούς που έχουμε στο νου μας, τις πονηρές επιθυμίες που έχουμε στην καρδιά μας, τις κατακρίσεις που ξεστομίζουμε καθημερινά για τον πλησίον μας, τα ψεύδη και τις συκοφαντίες, τις πανουργίες και τις δολοπλοκίες, τις κακότητες και τις αδικίες μας. Λύπη μας προξενεί η προκοπή των άλλων, ακόμα και των φίλων μας. Ευχαρίστηση δοκιμάζουμε, όταν ο συνάνθρωπός μας υποφέρει, θεωρώντας τη συμφορά εκείνου ως παρηγοριά για τη δική μας δυστυχία. Ασύνετα ζητάμε από το Θεό πράγματα φθαρτά κι ανώφελα, πράγματα που Εκείνος πρόσταξε να τα περιφρονούμε. Αθεόφοβα καταριόμαστε τους αδελφούς μας, ενώ έχουμε εντολή να δίνουμε ευχές και στους εχθρούς μας.
Τί κάνεις, άνθρωπε μου; Ζητάς από το Θεό να σε σπλαχνιστεί, κι εσύ καταριέσαι τον άλλο; Μη γελιέσαι. Αν δεν συγχωρήσεις, δεν θα συγχωρηθείς. Το ξέρεις.
Και όμως, όχι μόνο δεν συγχωρείς, αλλά παρακαλάς και το Θεό να μη συγχωρήσει! Αν, όμως, δεν συγχωρείται εκείνος που δεν συγχωρεί, πώς θα συγχωρηθεί εκείνος, που και τον Κύριο παρακαλάει να μη συγχωρήσει; Αν είναι κακό να έχεις εχθρούς, σκέψου πόσο χειρότερο είναι να τους κατηγορείς και να τους καταριέσαι. Εσύ πρέπει να δώσεις λόγο για το ότι έχεις εχθρούς, και κατηγορείς εκείνους; Πώς θα σου δώσει άφεση ο Θεός, όταν Του ζητάς να βλάψει άλλους, την ώρα που Τον παρακαλείς για τα δικά σου αμαρτήματα κι έχεις ανάγκη από μεγάλο έλεος; Όταν μάλιστα, προσεύχεσαι για τον εαυτό σου, γυρίζεις τη ματιά σου δεξιά κι αριστερά, χασμουριέσαι και φέρνεις στο νου σου χίλιους δυο λογισμούς. Όταν, όμως, προσεύχεσαι εναντίον των εχθρών σου, το κάνεις με μεγάλη αυτοσυγκέντρωση και διαύγεια σκέψεως. Γνωρίζει, βλέπεις, ο διάβολος πως, όταν ζητάμε το κακό των άλλων, στρέφουμε το ξίφος εναντίον μας, γι’ αυτό τότε δεν διασπά την προσοχή μας και δεν τραβάει το νου μας εδώ κι εκεί.
Ξέχασε, λοιπόν, τις ξένες αμαρτίες, για να ξεχάσει και ο Κύριος τις δικές σου. Γιατί αν πεις, “Τιμώρησε τον εχθρό μου”, έκλεισες το στόμα σου. Έχασε πια η γλώσσα σου το δικαίωμα να μιλάει στο Θεό. Πρώτα-πρώτα επειδή εξαρχής Τον παρόργισες, κι υστέρα επειδή ζητάς πράγματα που είναι αντίθετα στον ίδιο το χαρακτήρα της προσευχής. Αφού, δηλαδή, προσέρχεσαι για να ζητήσεις συγχώρηση αμαρτημάτων, πώς μιλάς για τιμωρία; Το αντίθετο έπρεπε να κάνεις, να παρακαλάς για τους άλλους, ώστε στη συνέχεια να παρακαλέσεις με παρρησία και για τον εαυτό σου.
Αν προσευχηθείς για τους συνανθρώπους σου, τα πέ­τυχες όλα, έστω κι αν δεν πεις το παραμικρό για τις δικές σου αμαρτίες.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ζοφερό από μια ψυχή που μνησικακεί και μισεί. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ακάθαρτο από μια γλώσσα που κακολογεί και καταριέται. Άνθρωπος είσαι, μη γίνεσαι θηρίο. Το στόμα σου δόθηκε όχι για να δαγκώνεις, αλλά για να παρηγορείς με τα λόγια σου. Ο Θεός σε πρόσταξε να συγχωρείς, κι εσύ Τον παρακαλάς να καταργήσει τη δική Του εντολή; Δεν σκέφτεσαι ότι ευχαριστιέται και γελάει ο διάβολος, όταν ακούει μια τέτοια προσευχή; Δεν συλλογίζεσαι ότι, από το άλλο μέρος, λυπάται ο Θεός, ο Πλάστης σου, ο Ευεργέτης σου, ο Σωτήρας σου;
“Μα αδικήθηκα”, λες, “και είμαι πικραμένος”. Τότε, λοιπόν, προσευχήσου εναντίον του διαβόλου, που μας αδικεί περισσότερο από κάθε άλλον. Γιατί αυτός δημιουργεί και τους εχθρούς και τις έχθρες, αυτός είναι ο μεγάλος και μοναδικός εχθρός σου, με τον οποίο δεν είναι δυνατό να συμφιλιωθείς ποτέ. Ο συνάνθρωπος, απεναντίας, όσα κι αν σου κάνει, είναι αδελφός σου. Γι’ αυτό οφείλεις να προσεύχεσαι για το καλό του, για την ευτυχία του, για τη μετάνοια και τη σωτηρία του.
Ας φροντίσουμε λοιπόν, αγαπητοί μου, να ζούμε και να ενεργούμε σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου, για να είναι καρποφόρα η προσευχή μας και να πετύχουμε τη βασιλεία των ουρανών.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΚΑ-Ο ΜΕΘΥΣΟΣ ΙΕΡΕΑΣ


Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία

 Όταν ο π. Βενέδικτος Πετράκης (1961)
ήταν ιεροκήρυκας στα Γιάννενα,
πήγε ένα κυριακάτικο πρωινό
να λειτουργήσει και να κηρύξει
σε κάποια εκκλησία της πόλης.
Έξω από το ναό είδε έναν
άνθρωπο, που πουλούσε με το καροτσάκι του σύκα.
- Σκέπασέ το, ευλογημένε, του λέει, κι έλα μέσα στην εκκλησία να
λειτουργηθείς. Μετά τη λειτουργία θα τα πουλήσεις όλα.
- Παπούλη μου, αποκρίθηκε εκείνος με ύφος θρασύ, εσύ στη δουλειά
σου κι εγώ στη δουλειά μου! - Ε, καλά... Τότε να ξέρεις πως,
μέχρι να τελειώσει η λειτουργία, όλα θα σκουληκιάσουν,
του λέει προφητικά ο γέροντας.
Και πράγματι, όλα σκουλήκιασαν και τα πέταξε!
όταν μετά τη λειτουργία ο π. Βενέδικτος έβγαινε από την εκκλησία,
έτρεξε μετανοημένος και του ζήτησε συγχώρηση.
Ο μέθυσος Ιερέας
Ζει ακόμα ο επίσκοπος που διηγήθηκε τούτη την ιστορία.
Είναι αληθινή ιστορία κι έχει βαθύ νόημα, γιατί αναφέρεται στην προσευχή
των ζώντων για τους τεθνεώτες. Οι προσευχές αυτές πάντοτε εισακούονται,
μα πιο πολύ την ώρα της θείας λειτουργίας.
Ο επίσκοπος που αναφέραμε είχε στην περιοχή του έναν ιερέα,
τον παπα-Γιάννη, ευλαβικό και σ' όλους αγαπητό. Μάλιστα στην
αγία πρόθεση αργούσε λίγο, γιατί διάβαζε πολλά ονόματα.
Είχε όμως ένα φοβερό ελάττωμα˙ του άρεσε το κρασί.
Όσο καλός ήταν στα καθήκοντά του, τόση αδυναμία είχε στο πιοτό.
Πολλοί του έλεγαν να κόψει αυτό το πάθος, το τόσο αταίριαστο
σε λειτουργό του Θεού. Το καταλάβαινε κι ο ίδιος, έκλαιγε με
παράπονο, έκανε μερικές προσπάθειες, αλλά σε λίγες
μέρες άρχιζε πάλι τα ίδια.
Μια μέρα που είχε υποκύψει πάλι στο πάθος του, πήγε στην
εκκλησία και, όπως ήταν μισοζαλισμένος, έβαλε "Ευλογητός"
κι άρχισε τη θεία λειτουργία. Παραχώρησε όμως ο Θεός και
κάποια στιγμή παραπάτησε μέσα στο ιερό, οπότε του έπεσαν
από τα χέρια τα τίμια Δώρα.
Πάγωσε απ' το φόβο του. Έπεσε κάτω κλαίγοντας κι άρχισε να
μαζεύει με τη γλώσσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Ένιωθε την ενοχή να τον πνίγει, γιατί το έπαθε επειδή ήταν
ζαλισμένος από το κρασί.
Πήγε στο επίσκοπο κι εξομολογήθηκε το φρικτό του αμάρτημα.
Κι εκείνος την άλλη μέρα, ύστερα από πολλή περίσκεψη,
κάθησε στο γραφείο του και πήρε την πένα στο χέρι. Έπρεπε
να κινήσει τη διαδικασία για την καθαίρεση του παπα-Γιάννη, αλλά...
Εκεί που το χέρι του επισκόπου στεκόταν διστακτικό, βλέπει ξαφνικά
σαν σε όραμα να βγαίνουν μέσ' από τον τοίχο του δωματίου χιλιάδες
άνθρωποι. Είχαν μάτια πονεμένα και περνούσαν μπροστά του λέγοντας:
- Όχι, Δέσποτα, μην τιμωρείς τον παπά, μην τον καθαιρέσεις,
συγχώρεσέ τον!
Περνούσαν αμέτρητες στρατιές ανθρώπων, άνδρες, γυναίκες,
παιδιά, καλοντυμένοι ή φτωχοντυμένοι, αληθινό συλλαλητήριο ψυχών.
Κι όλοι χειρονομούσαν προς το μέρος του, φώναζαν και παρακαλούσαν
επίμονα:
- Όχι, Σεβασμιότατε, μην το κάνεις αυτό, μη διώξεις τον παπά μας!
Αυτός μας θυμάται και μας βοηθάει σε κάθε λειτουργία, μας λυπάται
αληθινά, είναι φίλος μας! Μην τον καθαιρέσεις! Μη! Μη! Μη!...
Κράτησε αρκετή ώρα αυτή η οπτασία. Ο επίσκοπος, έκπληκτος,
παρακολουθούσε αυτή την ανθρωποθάλασσα να φωνάζει και να ικετεύει
για τον μέθυσο ιερέα. Κατάλαβε πως ήταν οι ψυχές των νεκρών
που μνημόνευε ο παπα-Γιάννης όταν λειτουργούσε.
Κι αυτή η μνημόνευση τους ανακούφιζε πολύ, όσο το νερό τον
διψασμένο στην καλοκαιριάτικη ζέστη. "Να η χειροπιαστή απόδειξη",
σκέφτηκε, "πως οι προσευχές μας αναπαύουν τις ψυχές των νεκρών".
Ύστερα έστειλε και κάλεσε τον ιερέα.
- Δε μου λες, παπα-Γιάννη, μνημονεύεις πολλά ονόματα στην
αγία πρόθεση όταν λειτουργείς;
- Εκατοντάδες, Σεβασμιότατε. Δεν τα έχω μετρήσει.
- Γιατί το κάνεις αυτό και καθυστερείς τη λειτουργία;
τον μάλωσε τάχα ο επίσκοπος.
- Λυπάμαι πολύ τους πεθαμένους, γιατί δεν έχουν από αλλού βοήθεια,
παρά μόνο απ' τις ευχές της Εκκλησίας. Γι' αυτό παρακαλώ τον Ύψιστο
να τους αναπαύσει. Έχω ένα βιβλίο και γράφω μέσα όλα τα ονόματα
που μου δίνουν για μνημόνευση. Αυτή την τάξη παρέλαβα από τον πατέρα μου,
που ήταν επίσης παπάς.
- Καλά κάνεις, συμφώνησε ο επίσκοπος, έχουν ανάγκη οι ψυχές.
Συνέχισε να κρατάς την τάξη αυτή. Πρόσεξε μόνο να μην ξαναμεθύσεις.
Από σήμερα δε θα ξαναβάλεις κρασί στο στόμα σου. Αυτός είναι
ο κανόνας που σου δίνω. Είσαι συγχωρημένος.
Πραγματικά, ο παπα-Γιάννης ελευθερώθηκε οριστικά από το πάθος
του πιοτού. Μόνο που στέκει στην προσκομιδή περισσότερο τώρα,
μνημονεύοντας τα ονόματα των "τεθνεώτων".
 Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία
Εκδόσεις Ι.Μ. Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής
σελ. 35-38

Ο σατανάς φανερώνεται με διάφορα πρόσωπα


Ο Προηγούμενος Χριστόφορος, αδελφός της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, περνώντας μια μέρα από το μέρος που λέγεται «ΒΕΛΛΑΣ» είδε στον δρόμο ένα μικρό και πολύ όμορφο γατάκι. Επειδή το μέρος εκείνο είναι δασώδες και αρκετά μακριά από το Μοναστήρι, στην αρχή του φάνηκε πολύ περίεργο, πώς βρέθηκεεκεί το γατάκι; Εκείνο μόλις είδε τον Προηγούμενο, άρχισε να φωνάζει, νιάου, νιάου και με διάφορα ναζιάρικα χάδια και σχήματα πλησίαζε και πήγε κοντά του. Ο Προηγούμενος τότε έσκυψε, το πήρε στα χέρια του και άρχισε να παίζει μαζί του. Εκείνο παίζοντας, άλλοτε έβγανε τα νύχια του κι άλλοτε με τα δόντια δάγκανε και γκριτζιάνιζε τα χέρια του Προηγούμενου Χριστόφορου, παίζοντας μαζί του. Σε μια στιγμή που τον δάγκανε, ο Προηγούμενος, πόνεσε και είπε στο γατάκι χαϊδευτικά: «βλέπω βρε, ότι έχεις δόντια και δαγκώνεις!» Τότε απροσδόκητα και ξαφνικά φούσκωσε ο γάτος κι έγινε σαν μπαλόνι, και με πολύ άγρια φωνή, το φαινόμενο γατάκι είπε: «Έχω ρε! τί νόμισες πώς δεν έχω; Μάλιστα έχω κι άλλα πράγματα…» Κι άμα είπε αυτά έγινε άφαντο το γατάκι, που στο μεταξύ είχε γίνει γάταρος. Άφησε πολλή βρώμα και δυσοσμία και τον Προηγούμενο εμβρόντητο από το φόβο και τη φρίκη που πήρε. Και όπως μετά ομολόγησε ο ίδιος, σ’ όλη του τη ζωή δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνη την άγρια φωνή, που έβγαλε και από το άγριεμα των ματιών του, που του φάνηκε σαν να πέταγαν φωτιές. Ήτανε πολύ τρομερό το φαινόμενο. Μ’ αυτό ο Σατανάς θέλησε να τρομάξει τον ιερομόναχο αυτόν και ασφαλώς θα ήθελε να του κάνει ίσως μεγάλο κακό, αλλά δεν είχε περισσότερη εξουσία από το Θεό για να βλάψει πιο πολύ τον άνθρωπο, διότι ο Σατανάς δεν έχει διάθεση ούτε θέλει να παίξει με τον άνθρωπο, ήθελε να του κάνει μεγάλη ζημιά, όπως κατά καιρούς είχε κάνει σε άλλους, αλλά σ’ αυτόν δεν είχε την άδεια να κάνει περισσότερο κακό. Γι’ αυτό να παρακαλούμε τον Πανάγαθο Θεό, να μας φυλάει από τέτοια παιχνίδια με τον Διάβολο, αλλά πρέπει κι εμείς να φυλαγόμαστε και να μην κάνουμε πονηρά έργα, που δίνουν την άδεια στον Σατανά να μας πειράζει. Παρόμοιο απατηλό φαινόμενο του σατανά Ο Κλητήρας του Πολιτικού Διοικητού του Αγίου Όρους, Μπούζας γνωστός με το όνομα «Μπαρμπαγιώργης» πήγαινε σε αποστολή από τις Καρυές στην ιερά Μονή Φιλόθεου. Στην τοποθεσία που κατηφορίζει ο δρόμος και πηγαίνει για την Σκήτη της Ιεράς Μονής των Ιβήρων, εκεί ακριβώς που είναι πολλές «δρεις» δένδρα και ο δρόμος είναι καλντερίμι. Στο σημείο αυτό ο Μπαρμπαγιώργης, καβάλα στο μουλάρι, βλέπει στον δρόμο ένα ωραίο σκυλάκι, το οποίο ακολουθούσε το μουλάρι αρκετό διάστημα και πήγαινε πότε μπρος και άλλοτε πίσω από το μουλάρι. Ο Μπούζας επειδή του άρεσε, γιατί ήταν ομορφούτσικο, άρχισε να το καλεί και να του φωνάζει, όπως συνήθως λέμε στα σκυλιά «κούτσι, κούτσι κλπ.». Τότε εκείνο σε μια ευκαιρία που το έδαφος ήταν επικλινές, με ένα πήδημα βρέθηκε πάνω στο μουλάρι, στην αγκαλιά του Μπούζα. Εκείνος χάρηκε κι άρχισε να το χαϊδεύει, κι όσο αυτός το χάιδευε τόσο εκείνο σήκωνε την ουρά του και τον κοίταζε στα μάτια χαρούμενο. Σε μια στιγμή, εκεί που το χάιδευε ο μαρμπαγιώργης, σαν κοσμικός που ήταν, είπε στο σκυλάκι: «Βρε συ, το ξέρεις πώς είσαι όμορφο, μπα τί βλέπω, έχει και μπαμπαλάκια αρχίδια —». Τότε το φαινόμενο σκυλάκι, γύρισε και με ανθρώπινη φωνή είπε στον μπαρμπαγιώργη: «Έχω ρε Μπούζα, τί νόμιζες πώς δεν έχω;» Ο Μπαρμπαγιώργης με τα χέρια του το πέταξε κάτω κι εκείνο μεν έγινε άφαντο, αλλά ο Μπούζας βρέθηκε στον δρόμο κατασακατεμένος από τα χτυπήματα, διότι αφήνιασε το μουλάρι και τον πέταξε κάτω και άλλοι περαστικοί βρήκαν τον Μπαρμπαγιώργη σε κακά χάλια. Και στην περίπτωση αυτή, όπως και στην προηγούμενη, ο Δαίμονας θέλησε να κάνει κακό και να σκοτώσει τον άνθρωπο, αλλά δεν είχε εξουσία από τον πανάγαθο Θεό, διότι όπως λέγανε εκείνοι που γνώρισαν και έζησαν από κοντά τον Μπαρμπαγιώργη, πως δεν ήταν κακός άνθρωπος. Αλλά ο Θεός θέλησε με την δοκιμασία αυτή να τον κάνει να γίνει περισσότερο καλός, πράγμα που ζητεί και θέλει από όλους τους ανθρώπους να γίνουμε όλοι καλύτεροι από ό,τι είμαστε.
 
Πηγή:oparadeisos
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...