Απόσπασμα από το άρθρο :Η Θεοτοκολογία του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού.(πρωτ.Δημητρίου Αθανασίου)
Μία άλλη πιθανή πηγή της σύνθεσης της ακολουθίας του
Ευαγγελισμού, εκτός από τον Ακάθιστο, είναι το κοντάκιο του Ρωμανού του
Μελωδού, αφιερωμένο στο ίδιο γεγονός.
Ήδη από την αρχή εμφανίζεται η πρωτότυπη, δραματική ποιητική τέχνη
του υμνογράφου, που αναφέρεται πρώτα απ’ όλα στο κίνητρο και το
σκοπό της σάρκωσης·
«Ὅτι οὐκ ἔστιν ὡς σὺ ἐλεήμων ἔγνωμεν, Κύριε, ἀφ’ οὗ
ἐτέχθης/ καὶ Υἱὸς ὠνομάσθης γυναικὸς ἧς ἐποίησας»
Ο Ρωμανός υπογραμμίζει τη διαφορά ακτίστου‐κτιστού, μ’ έναν
άριστο ποιητικό τρόπο με τον οποίο εκφράζει το παράδοξο της
ενανθρώπησης· ο Θεός γεννάται από το πλάσμα που ο ίδιος έχει
δημιουργήσει.
Ο πρώτος οίκος ονομάζει την Παρθένο «τροφόν τῆς ζωῆς ἡμῶν», που μας
προσφέρει μία βαθειά θεολογική προσέγγιση κατά την οποία ο
ασπασμός του Γαβριήλ φέρει ταυτόχρονα τη σύλληψη του σώματος
του Χριστού, σώμα που γίνεται η σωτήρια τροφή όλης της
ανθρωπότητας. Το τέλος του πρώτου οίκου εκφράζει την πρόθεση του
Ρωμανού να τονίσει την αειπαρθενία της Θεοτόκου, στοιχείο που
χαρακτηρίζει τα περισσότερα κοντάκιά του με χριστολογικά και
θεομητορικά θέματα
· «Χαῖρε ἀκήρατε/, […] χαῖρε ἄσπορε, χαῖρε ἄφθορε, χαῖρε
μῆτερ ἄνανδρε,/ χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε».
Ο σκοπός της Ενανθρώπησης κατοχυρώνεται στο δεύτερο οίκο. Στην
προοπτική του Ρωμανού, η οικονομία του Θεού κινείται μόνο από την αγάπη
Του για τους ανθρώπους.
Ο «ἀρχιστράτηγος τῶν οὐρανίων ταγμάτων» έρχεται να φέρει
«σύνθεμα φιλανθρωπίας». Το μυστήριο της Ενανθρώπησης εκφράζεται
συνήθως με οξυμωρικές σειρές. Ο ποιητής αναρωτιέται
«πῶς ὁ
ὑψηλὸς τοῖς ταπεινοῖς ἀγαπᾷ συνεπάγεσθαι», πως ο Δεσπότης τον οποίο ο
ολόκληρος ουρανός και ο πύρινος θρόνος δεν μπορεί να χωρήσει, χωράει
στην κτιστή μήτρα της Παρθένου, πως αυτός ο οποίος είναι «άνω» φρικτός,
γίνεται «κάτω» ορατός.
Η απάντηση σ’ όλα αυτά τα ανερμήνευτα ερωτήματα κατά το Ρωμανό, βρίσκεται στην φιλάνθρωπη βούληση του Θεού.
Ο τρίτος οίκος μας προσφέρει μία πολύ ενδιαφέρουσα
προεικόνιση της Παρθένου που δέχεται με σωφροσύνη τον ασπασμό
του Γαβριήλ. Ο Ρωμανός βάζει σε αντίθεση την πύρινη, «φλεγομὲνη
ἰδέα» του Αρχαγγέλου, με την ταπεινή παρουσία της Παρθένου, κάτι
που εμπνέει αργότερα και την εικονογραφική παράδοση. Ο Ρωμανός
μας δίνει μία μοναδική ερμηνεία της συνάντησης και της συμπεριφοράς της
Παρθένου μπροστά στον Αρχάγγελο, λέγοντας ότι στην ακοή της αγγελίας
«εὐθὺς ἐπὶ τὴν γῆν ἔκλινε τὴν κεφαλὴν καὶ ἡσύχασε». Το τελευταίο
ρήμα εκφράζει την ταπείνωση της Παρθένου και την υψηλή
πνευματικότητά της σ’ ένα μοναδικό τρόπο που χαρακτηρίζει την ρωμανική
ποιητική τέχνη. Ο ποιητής δεν σταματάει εδώ αλλά αναλύει πιο βαθιά τη
σοφή έννοια με την οποία η Παρθένος δέχεται τα λόγια του
αγγέλου, με ειδική προσοχή ώστε να μήν πέσει στην απάτη της Εύας.
Ο Γαβριήλ προσπαθεί να λύσει την απορία της Παρθένου προτείνοντάς
της να πιστεύσει στο μυστήριο τον ίδιο τρόπο που αυτός εμπιστεύτηκε το
Θεό και ανέλαβε να το φέρει στην γή.
Γι’ αυτό, ο Αρχάγγελος της αποδεικνύει ότι δεν πρέπει να ταραχθεί από
το λόγο του, αφού αυτός είναι «σύνδουλος» στην οικονομία του Θεού,
στην οποία καλείται και η Μαρία να συμμετάσχει·
« μὴ πτοοῦ τὸν λειτουργόν, τὸν πλαστουργὸν γὰρ <ἐγὼ>
ἥκω φέρων σοι∙…Τίκτεις τὸν Κύριον∙ τί πτοεῖσαι τὸν σύνδουλον;»
Η ποιητική διμιουργικότητα του Ρωμανού αναπτύσσει στους ε′ και ς′ οίκους το διάλογο της ευαγγελικής περικοπής.
Η Παρθένος αποκτά μία δραματική δύναμη που εκφράζεται με
συνδυασμούς, με ερωτήσεις, με φόβο, σ’ έκπληξη μπροστά στο γεγονός.
Εάν η αποστολή του Γαβριήλ είναι από το Θεό, δεν εξηγείται η άγνοιά του
ότι η Παρθένος «ἐσφράγισται» και επομένως δεν μπορεί να συλλήψει και
να γεννήσει κατά τη τάξη της ανθρώπινης φύσης.
Ο Ρωμανός είναι πιστός στις ευαγγελικές πηγές, αλλά διακοσμεί την
διήγηση με την προσωπική του αντίληψη του γεγονότος. Οι πρωταγωνιστές
του συμπεριφέρονται μ’ έναν πολυσύνθετο ανθρώπινο τρόπο.
Αν και Αρχάγγελος, και λειτουργός των θείων ταγμάτων, ο Γαβριήλ
προσεγγίζεται στην ανθρώπινη αδυναμία. Απορεί πως να πείσει την
Παρθένο για το μεγαλείο του μυστηρίου, χωρίς να επαναλάβει την
εμπειρία του Ζαχαρία, που δεν πίστευσε αρχικά στην ακοή της ευαγγελίας
ότι η Ελισάβετ θα γεννήσει. Ο Αρχάγγελος έχει τo δύσκολo στόχο να
κηρύξει ένα ακατάληπτο μυστήριο, αλλά καταλαβαίνει και το υψηλό
επίπεδο της παρθενικής αγιότητας της Μαρίας·
«…ἀλλ’ ὡς πρὶν ἐν τῷ ναῷ νῦν ἐν τῷ οἴκῳ τῆς κόρης ἠπίστημαι∙ ἴσως ἐδίστασεν ἐκεῖ ὁ Ζαχαρίας,/ καὶ ἐνταῦθα ἡ Μαρία.
Ὅμως οὐ δύναμαι, οὐ τολμῶ ἀποφήνασθαι∙ οὐχ ἱκανῶ ταύτης δεσμεῦσαι
φωνὴν ὡς τὴν τοῦ γέροντος∙ τότε ἴσχυσα καὶ ἐφίμωσα, νῦν δὲ τρέμων
φθέγγομαι∙
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε»
Η πιό συνηθισμένη ποιητική τέχνη της έκφρασης της
θείας πραγματικότητας που δεν μπορεί να κατανοηθεί από την
ανθρώπινη διάνοια, είναι η χρήση των συμβολισμών, που περιγράφουν εν
μέρει το μυστήριο, αλλά δεν το εξαντλούν. Προκειμένου να εκφράσει το
μυστήριο της ασπόρου σύλληψης, ο Ρωμανός συγκρίνει την μήτρα της
Παρθένου με τη θάλασσα που έγινε πάλιν θάλασσα μετά από τη
διάβαση του Ισραήλ. Η χρήση αυτού του συμβολισμού είναι για το
Ρωμανό μία δυνατότητα να τονίσει το δόγμα της αειπαρθενίας·
«Πῶς τῷ λαῷ θάλασσα ὤφθη ξηρά, πάλιν δὲ θάλασσα;/ Οὕτως γίνεται καὶ ἡ μήτρα σου»
Ο Ρωμανός υπογραμμίζει ότι η Παναγία γώριζε τις Aγίες Γραφές και την
οικονομία του Θεού. Η ιστορία του Ισραήλ είναι απόδειξη συνεργασίας
της ελεύθερης ανθρώπινης βούλησης και του Θεού. Κάθε θαύμα
μεσιτεύται. Ο Μωϋσής έγινε μεσίτης της σωτηρίας του Ισραήλ και η
Παρθένος ξέρει αυτόν τον τρόπο συνεργασίας των δύο θελήσεων. Τη
στιγμή του Ευαγγελισμού όμως, τα λόγια του αρχαγγέλου προθέτουν ένα
έργο που δεν μπορεί να μεσιτεύσει, αφού ξεπερνάει τα ανθρώπινα όρια·
«…ἀλλὰ ἦν πρῶτος Μωσῆς, ἔπειτα εὐχαὶ καὶ ῥάβδος μεσάζουσα./ Νῦν δὲ
εἰς μέσον οὐδέν, καὶ πῶς ἔσται τοῦτο/ ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; Ἡ
ἀναρότρευτος ἄρουρα, ἀγεώργητος/ δώσω καρπὸν μὴ δεξαμένη σπορὰν
μηδὲ τὸν σπείραντα;
Η συγκατάθεση της Παρθένου στα ευαγγελιζόμενα ακολουθεί στο Ρωμανό
την τριάδα · βούληση του Θεού ‐ ενοίκηση του Λόγου στην μήτρα της ‐
τήρηση της αειπαρθενίας·
«φράσον ἃ βούλεται∙/ καὶ οἰκήσει μοι καὶ τηρήσει με, ἵνα πᾶς τις λέξῃ μοι∙/ Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε»
Η δημιουργικότητα του Ρωμανού εκφράζεται πλήρως στον ιβ′
οίκο, που μας προσφέρει έναν πρωτότυπο διάλογο μεταξύ της Παρθένου και
του μνηστήρα Ιωσήφ. Η Μαρία «κατηγορεί» τον Ιωσήφ για την απουσία του
στη στιγμή που ο Αρχάγγελος της έδωσε τα ευαγγέλια, ως δώρα
μαργαριτάρια για τα αυτιά της·
«Ποῦ ἦς, σοφέ; Πῶς οὐκ ἐφύλαξας τὴν παρθενίαν μου;/ Ἦλθεν γάρ τις πτερωτὸς καὶ ἔδωκε μνῆστρα,/ Μαργαρίτας τοῖς ὠσί μου»
Ο Ρωμανός χρησιμοποιεί την προτύπωση και σ’ ένα από τα κοντάκια της
Γέννησης, όπου η Παρθένος τραγουδάει στο βρέφος, που κάθεται στην
αγκαλιά της ως ένα μαργαριτάρι στο κογχύλι. Η ίδια εικόνα
εκφράζεται από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό στην ομιλία για
τη Γέννηση της Θεοτόκου·
«Εὐφραινέσθω ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, σαλευθήτω ἡ τοῦ
κόσμου θάλασσα. Ἐν αὐτῇ γὰρ κόγχος γεννᾶται, ἥτις οὐρανόθεν ἐκ
τῆς ἀστραπῆς τῆς θεότητος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται τὸν
πολύτιμον μαργαρίτην, Χριστόν, ἐξ ἧς ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης τὴν τῆς σαρκὸς
πορφύραν περιβαλλόμενος, τοῖς αἰχμαλώτοις ἐπιδημήσας κηρύξει
ἄφεσιν»
Eπίσης, στον κανόνα του Ιωσήφ στον Ακάθιστο· «κόχλος, ἡ τὸν
θεῖον μαργαρίτην προαγοῦσα, χαῖρε» και στις ομιλίες του Γρηγορίου
Θαυματουργού
Το πιο έντονο στοιχείο του κοντακίου του Ευαγγελισμού είναι η τάση
του ποιητή να τονίσει την αειπαρθενία της Θεοτόκου. Αυτό
εξηγείται πιθανότατα πρώτα απ’ όλα ανάλογα με το δογματικό πλαίσιο της
εποχής του Ιουστινιανού και της προσπάθειας ξεκαθάρισης των
χριστολογικών και μαριολογικών συνοδικών όρων.
«Ὁ Ἰωσὴφ ἕως καιροῦ τὴν σὺν αὐτῷ Μαρίαν οὐκ ἐγίνωσκεν,/ ἕως οὗ
ἔτεκε σαφῶς τὸν τοῦ Θεοῦ λόγον∙/ ὅπερ ἦν καὶ ἐδηλώθη/ ἕως οὗ ἔτεκεν,
ἀλλὰ οὐδὲ μετέπειτα∙/ἔμεινε γὰρ κεκαλυμμένη αὐτὴ καὶ ὃν ἔτεκεν,
καὶ/ οὔτεἔγνωσται, οὔτε γνωσθήσεται ᾗ δικαίως λέξομεν/ Χαῖρε νύμφη
ἀνύμφευτε»
Μία άλλη τυπολογική αντιπροσώπευση της Παρθένου που βρίσκεται
ειδικά στο κοντάκιο του Ευαγγελισμού εντοπίζεται στη σύγκριση της μήτρας
της με την άφλεκτο βάτο. Η παρθενική μήτρα δηλαδή αντέχει τη φλόγα της
θεότητας του Χριστού, χωρίς να κατακαεί. Αυτό το σύμβολο ήταν
διαδεδομένο μέχρι την εποχή του Ρωμανού στον Εφραίμ το Σύρο. Αν και το
έργο του Εφραίμ είναι η πιο πρόωρη πηγή που κάνει την εξίσωση,
στον Ρωμανό πρόκειται περαιτέρω για δύο μοναδικούς παραλληλισμούς που
ελκύουν την προσοχή μας.
Αυτή είναι η συγκεκριμένη εξίσωση της βάτου όχι μόνο με την Παρθένο,
αλλά και με τη μήτρα της, και στη συνέχεια, με την αναφορά στο Μωϋσή
που αφαιρεί τα σανδάλιά του μπροστά από τη φλεγόμενη βάτο. Ο
Ρωμανός μετατρέπει το συμβολισμό στον Ιωσήφ που αναρωτιέται εάν,
όπως το Μωυσή, πρέπει να αφαιρέσει τα υποδήματά του μπροστά στον
ανερμήνευτο μυστήριο. Αυτή η ανατροπή του παραλληλισμού βάζει το
Ρωμανό σ’ ένα διαφορετικό και πιό δημιουργικό ποιητικό πλάνο από
τον Εφραίμ τον Σύρο. Το απόσπασμα του Εφραίμ έχει την εξής
εικόνα·
«Μεγάλη που μένει η έκπληξη, αγαπημένη μου,… πως μπόρεσε, σάρξ ούσα,
η Μητέρα της αγάπης τη φλόγα να φορέσει και πώς έμεινε η φλόγα στο
δροσερό οίκημα χωρίς να το κάψει!
Η ακανθώδης βάτος στο Χορέβ έφερε στη φλόγα της το Θεό Και η Μαρία, στην παρθενία της έφερε το Χριστό
Ο Μωυσής διαμόρφωσε ένα σύμβολο, πώς είδε το Θεό μέσα στη φλόγα της
βάτου / Και οι Μάγοι συμπλήρωσαν το σύμβολο, βλέποντες τη φλόγα μέσα στα
σπάργανα. / Με μια φωνή εκάλεσε ο Θεός από τη βάτο τον Μωυσή να βγάλει
τα υποδήματά του…»
Και η προεικόνιση του Ρωμανού·
« Ὦ φαεινή φλόγα ὁρῶ καὶ ἀνθρακιὰν κυκλοῦσάν σε∙ διὰ τοῦτο,
Μαριάμ, πλήττομαι∙ φύλαξόν με καὶ μὴ φλέξῃς με∙ κλίβανος πλήρης πυρὸς
ἐγένετο ἄφνω/ ἡ πανάμεμπτος γαστήρ σου. Μὴ οὖν χωνεύσῃ με, δέομαι,
ἀλλὰ φεῖσαί μου∙/ θέλεις κἀγὼ λύσω, ὡς πάλαι Μωσῆς, τὰ
ὑποδήματα,/ καὶ ἐγγίσω σοι, καὶ ἀκούσω σου, καὶ μαθὼν λαλήσω σοι∙/ Χαῖρε
νύμφη ἀνύμφευτε;»
Στον ιστ′ οίκο ο Ρωμανός εισάγει μία άλλη λεπτομέρεια που λείπει στο ευαγγέλιο του Λουκά. Η Παναγία μαρτυρεί ότι ο Γαβριήλ
«ἐπέστη…τῶν
θυρῶν κεκλεισμένων», ώστε να αποδείξει το μεγαλείο του θαύματος και τη
θεική αποστολή του Αρχαγγέλου. Ο Ρωμανός αγαπά την οξύμωρο έκφραση ως
ποιητικό μέσον. Η πύρινη εμφάνιση του αρχαγγέλου δροσίζει τη διάνοια
της Παρθένου με τα λόγια του· «φλόγινον ὅλον, δροσινά λαλοῦντά μοι»
Ένας προβληματισμός του Ρωμανού συγκεκριμένα με την σύλληψη του
Λόγου βρίσκεται στον τονισμό της ατρέπτως σάρκωσής Του. Επομένως,
αν και ο Λόγος δέχθηκε να γεννηθεί από την Παρθένο και να
γίνει άνθρωπος, έμεινε εξολοκλήρου τέλειος Θεός και δεν αποχωρίσθηκε
από τους κόλπους του Πατέρα Του
«Ὕμνησον οὖν Χριστόν, ὦ Μαριάμ, τὸν καὶ κάτω σοι κόλποις φερόμενον καὶ ἄνω <τῷ> πατρὶ συγκαθήμενον»
Σχετικά με την ποιητική τέχνη και τον τρόπο σύνθεσης, το κοντάκιο
στον Ευαγγελισμό φαίνεται κάπως παράδοξο. Τελειώνει απότομα, μετά
από ιη′ οίκους, χωρίς τα συνηθισμένα ρωμανικά στοιχεία· το
συμπέρασμα και τελική προσευχή ὴ δοξολογία πρός τη Θεοτόκο. Το
τέλος του κοντακίου εκφράζει την τάση του Ιωσήφ να κρύψει την
Παρθένο, ώστε να ολοκληρωθεί η οικονομία του Θεού μακρυά από την απιστία
και την πονηρία του λαού του Ισραήλ.