Sunday, 1 December 2013

Γ. Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης-Η ομορφιά της αθέατης αγιότητας.

Γέρων Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
Μια μέρα, ένα πρωινό προχώρησα μόνος μου στο παρθένο δάσος. Όλα, δροσισμένα από την πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στον ήλιο. Βρέθηκα σε μια χαράδρα. Την πέρασα. Κάθισα σ’ ένα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλούσαν ήσυχα κι έλεγα την ευχή. Ησυχία απόλυτη. Τίποτα δεν ακουγόταν. Σε λίγο, μέσα στην ησυχία ακούω μια γλυκιά φωνή, μεθυστική, να ψάλλει, να υμνεί τον Πλάστη. Κοιτάζω, δεν διακρίνω τίποτα. Τελικά, απέναντι σ’ ένα κλαδί βλέπω ένα πουλάκι· ήταν αηδόνι. Κι ακούω το αηδονάκι να κελαηδάει, να σχίζεται· μάλλιασε, που λέμε, η γλώσσα του, φούσκωσε απ’ τους λαρυγγισμούς ο λαιμός του. Αυτό το πουλάκι το μικροσκοπικό να κάνει κατά πίσω τα φτερά του, για να έχει δύναμη και να βγάζει αυτούς τους γλυκύτατους τόνους, αυτή την ωραία φωνή και να φουσκώνει ο λάρυγγάς   του! Πω, πω, πω! Να ‘χα ένα ποτηράκι με νερό, για να πηγαίνει να πίνει και να ξεδιψάει!
Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Τα ίδια εκείνα δάκρυα της χάριτος που κυλούσαν αβίαστα και τα οποία απέκτησα απ’ τον Γερο-Δημά. Ήταν η δεύτερη φορά που το δοκίμαζα.

Δεν μπορώ να σας μεταφέρω αυτά που ένιωσα. Αυτά που αισθάνθηκα. Σας φανέρωσα, όμως, το μυστήριο. Και σκεπτόμουν. «Γιατί το αηδονάκι να βγάζει αυτούς τους λαρυγγισμούς; Γιατί να κάνει αυτές τις τρίλιες; Γιατί να ψάλλει αυτό το υπέροχο άσμα; Γιατί, γιατί, γιατί… γιατί να ξελαρυγγιάζεται; Γιατί, γιατί, για ποιο σκοπό; Μήπως περιμένει να το επαινέσει κανείς; Όχι, βέβαια, εκεί κανείς δεν θα το κάνει αυτό». Μόνος μου φιλοσοφούσα. Αυτό τ’ απέκτησα μετά το γεγονός με τον Γερο-Δημά. Πριν απ’ αυτό δεν το έκανα. Πόσα δεν μου είπε το αηδονάκι! Και πόσα του είπα μες στη σιωπή: «Αηδονάκι μου, ποιος σου είπε ότι εγώ θα περνούσα από δω; Εδώ κανείς δεν πλησιάζει. Είναι τόσο απρόσιτο το μέρος. Πόσο ωραία κάνεις χωρίς διακοπή το καθήκον σου, την προσευχή σου στον Θεό! Πόσα μου λες, αηδονάκι μου, πόσα με διδάσκεις! Θεέ μου, συγκινούμαι. Αηδόνι μου, μου δείχνεις με το κελάηδημά σου πω να υμνώ τον Θεό, μου λες χίλια, πολλά, πάρα πολλά…».

Δεν είμαι καλά από υγεία, να τα πω όπως τα νιώθω. Θα μπορούσε να γραφεί ένα ολόκληρο πεζογράφημα. Το αγάπησα πολύ το αηδόνι. Το αγάπησα και μ’ ενέπνευσε. Σκέφτηκα: «Γιατί εκείνο κι όχι κι εγώ; Γιατί εκείνο να κρύβεται κι όχι κι εγώ;». Και μου ήρθε στο νου ότι πρέπει να φύγω, πρέπει να χαθώ, πρέπει να μην υπάρχω. Είπα: «Γιατί; Είχε αυτό κόσμο μπροστά του; Ήξερε ότι ήμουν εγώ και τ’ άκουγα; Ποιος τ’ άκουγε που ξελαρυγγιάζονταν; Γιατί πήγαινε σε τέτοια κρυφά μέρη; Αλλά κι εκείνα τ’ αηδόνια μες στο λόγγο, μες στη ρεματιά που βρισκόντουσαν τη νύκτα και την ημέρα, το βράδυ και το πρωί, ποιος τ’ άκουγε που ξελαρυγγιαζόντουσαν όλα; Και γιατί το κάνανε αυτό το πράγμα; Και γιατί πηγαίνανε σε τέτοια κρυφά μέρη; Γιατί σπάζανε το λάρυγγά τους; Ο σκοπός ήταν η λατρεία, το ψάλσιμο στον Δημιουργό τους, η λατρεία στον Θεό». Έτσι τα εξηγούσα.

Όλα αυτά τα θεώρησα ότι ήταν   του Θεού άγγελοι, δηλαδή πουλάκια που δοξάζανε τον Θεό, τον Πλάστη των πάντων και δεν τ’ άκουγε κανείς. Ναι, κρύβονταν, να μην τ’ ακούει κανείς, πιστέψτε με! Δεν τα ενδιέφερε να τ’ ακούνε, αλλά ποθούσαν μες στη μοναξιά, μες στην ησυχία, μες στην ερημιά, μες στην σιωπή να τ’ ακούει ποιος άλλος; Ο Πλάστης των πάντων, ο Δημιουργός του παντός. Αυτός που τους χάριζε ζωή και πνοή και φωνή. Θα ρωτήσετε: «Είχανε μυαλό;». Τι να πω, δεν ξέρω αν το έκαναν συνειδητά ή όχι. Δεν ξέρω. Γιατί αυτά είναι πουλάκια. Μπορεί τώρα να είναι στη ζωή και μετά να μην υπάρχουν, όπως λέει η Αγία Γραφή. Δεν πρέπει εμείς να σκεπτόμαστε διαφορετικά απ’ ό,τι λέει η Αγία Γραφή. Ο Θεός μπορεί να μας παρουσιάσει ότι όλοι αυτοί ήταν άγγελοι του Θεού. Εμείς δεν τα ξέρουμε αυτά. Πάντως κρύβονταν, να μην ακούσει κανείς τη δοξολογία τους.

Έτσι και για τους μοναχούς η ζωή εκεί, στο Άγιο Όρος, είναι άγνωστη. Ζεις με τον Γέροντα, το αγαπάς. Οι μετάνοιες, οι ασκήσεις, όλα γίνονται, αλλά ούτε τις θυμάσαι, ούτε κανείς λέει για σένα: «Τι είναι αυτός;». Ζεις τον Χριστό, είσαι του Χριστού. Ζεις μέσα σ’ όλα και ζεις τον Θεό, εν ω τα πάντα ζουν και κινούνται, εν το οποίο και δια του οποίου – είναι δικές μου ελληνικούρες αυτές. Μπαίνεις μες στην άκτιστη Εκκλησία και ζεις εκεί ως άγνωστος. Κι ενώ αναλύεσαι για τους συνανθρώπους σου προσευχόμενος, μένεις άγνωστος σ’ όλους τους ανθρώπους, χωρίς ίσως ποτέ να σε γνωρίσουν.


χφδ

Saint Theophylact of Ochrid-The Blind Man at Jericho

 Thirty-first Sunday after Pentecost
The Blind Man at Jericho

Luke 18:35-43

From The Explanation of the Gospel of St. Luke

by Blessed Theophylact, Archbishop of Ochrid and Bulgaria

35-43. And it came to pass, that as He was come nigh unto Jericho, a certain blind man sat by the way side begging. And hearing the multitude pass by, he asked what it meant. And they told him, that Jesus of Nazareth passeth by. And he cried, saying, Jesus, Son of David, have mercy on me. And they which went before rebuked him, that he should keep silent; but he cried so much the more, Son of David, have mercy on me. And Jesus stood, and commanded him to be brought unto Him: and when He was come near, He asked him, saying, What wilt thou that I shall do unto thee? And he said, Lord, that I may receive my sight. And Jesus said unto him, Receive thy sight: thy faith hath made thee whole. And immediately he received his sight, and followed Him, glorifying God: and all the people, when they saw it, gave praise unto God. The Lord performed this wayside miracle of the blind man so that even His passage along a road would yield a profitable teaching for His disciples and for us: that we should in all things, at all times, and in every place do what is beneficial and never be idle. The blind man believed that Jesus was the awaited Messiah; having been raised among the Jews, it is certain that he knew that the Christ would be of the seed of David. Therefore he cries out with a great voice, Son of David, have mercy on me. His words have mercy on me show that he understood Jesus to be divine and not merely a man. Marvel at his staunch confession: although rebuked by many, he did not keep silent, but cried out all the more, urged on by the fervent zeal within him. Therefore Jesus summons him as one who is truly worthy to approach Him, and asks him, What wilt thou that I shall do unto thee? He asks the question, not in ignorance of what the blind man wanted, but so that it would not appear to the others who were present that the Lord gave something different from what the man wanted. Otherwise, some might have said that the Lord, in a vainglorious show of power, healed the mans blindness when the man had only been begging for alms.(1) Envy might well have inspired some to slander the Lord with such foolishness as this. Therefore the Lord asked the blind man what he wanted, and when He heard that he wanted his sight, He gave him his sight. See the absence of vainglory the Lord says, "Thy faith hath made thee whole. For you have believed with faith that I am the Son of David, the Christ, Who is now revealed, and you have shown such zeal that you did not keep silent even when rebuked." We may learn from this that when we ask with faith, God does not give something other than what we ask for, but the very same thing. However, when we ask for one thing and receive something else, it is clear that either we did not make a good request or we did not ask with faith. (2) See also the power of the Lord: Receive thy sight.(3) Which of the prophets ever healed in this manner, with such power? His voice, proceeding from Him Who is the true Light, became light to the blind man. See also the gratitude of the healed man: he followed Jesus, glorifying God, and causing others to do the same.

1. The Greek word eleos, "mercy," is also commonly used to mean "alms," i.e. mercy shown to the poor.
2. James 4:3. Ye ask and receive not, because ye ask amiss.
3. In the Greek text, the Lord responds with a single word, anablepson, "see [again]."

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

    Το πνευματικό μεγαλείο, το μυστικό βάθος και το αισθητικό κάλλος της Ορθοδόξου τέχνης συνεργούν στη μετοχή του πιστού στο καλοάγγελτο γεγονός της ενανθρώπισης. Μέσα στο χώρο της Εκκλησίας ο πιστός ζει το μυστήριο της σαρκώσεως με τις αισθήσεις του, που μεταμορφώνονται για να γίνουν μέσα επικοινωνίας με το άρρητο. Προσκυνώντας την εικόνα της Γεννήσεως ανταποκρίνεται στο κέλευσμα της ψαλμωδίας «δεύτε ίδωμεν πιστοί» και «βλέπει» με τα μάτια του την θεολογία της σαρκώσεως αισθανόμενος την ευφροσύνη της θείας συγκαταβάσεως και κενώσεως.
    Ο εικονογραφικός τύπος διαμορφώθηκε έτσι ώστε να συνοψίζει τη θεολογία της Γεννήσεως ντύνοντάς την με άρτια αισθητική μορφή. Η παράσταση έχει οργανωθεί αντιρρεαλιστικά και συμβολικά συνθέτοντας στοιχεία από την ιστορική πραγματικότητα, πνευματικά και διαχρονικά. Το βουνό, το σπήλαιο, η φάτνη, τα ζώα συνυπάρχουν με τον χρυσό κάμπο που είναι ο πνευματικός χώρος του ουρανού. Έτσι η εικόνα αμέσως παρουσιάζει την σύνθεση του γήινου και του ουράνιου, του ανθρώπινου και του θείου.

    Όλες οι μορφές έχουν ειδικό νόημα και συμβολισμό. Η Γέννηση τοποθετείται μέσα σε σπήλαιο, στοιχείο που δεν προέρχεται από τα Ευαγγέλια, αλλά από την παράδοση που ξεκινάει μεν από το απόκρυφο το λεγόμενο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου αλλά την παίρνει ο ορθόδοξος θεολογικός στοχασμός (Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς) και την καθιερώνει η υμνογραφία με τον Ρωμανό «και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει» (Κοντάκιον), και τους άλλους Υμνωδούς των Χριστουγέννων: «Τι σοι προσενέγκωμεν Χριστέ ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος… η γη το σπήλαιον» (Ιδιόμελον Εσπερινού), «τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι» (κάθισμα Όρθρου).

    Το σκοτεινόχρωμο σπήλαιο συνδέεται και με τον Άδη που θα φωτίσει ο Χριστός με την Ανάστασή Του. Συμβολίζει όμως και τη σκοτεινιά του προχριστιανικού κόσμου στην οποία θα λάμψει το χαρούμενο, λυτρωτικό φως «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις αυτοίς εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς» (Ματθ. 4,16).

    Ο Χριστός εικονίζεται σπαργανωμένος. Η εικονογραφία εδώ ακολουθεί πιστά την ευαγγελική διήγηση «και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινε αυτόν εν τη φάτνη» (Λουκ. 2,7). Το φασκιωμένο βρέφος παραπέμπει οπτικά σε μορφές νεκρών (όπως του Λαζάρου), δίνοντάς μας έτσι μια ακόμα νύξη για το σάββανο και την ταφή του Κυρίου.

    Η θέση της Παναγίας είναι καίρια στην εικόνα δείχνοντας με αυτό τον τρόπο το ρόλο της μέσα στο έργο της σωτηρίας. Εικονίζεται σε άμεση σχέση με το γλυκύτατο Τέκνο της, αλλά διατηρεί και κάποια απόσταση απ’ Αυτό, υπαγορευόμενη από την γνώση της θεότητάς Του. Για τη στάση στην οποία ζωγραφίζεται η Θεοτόκος έχει διατυπωθεί η άποψη ότι καθορίζεται από τον με ή χωρίς ωδίνες τοκετό. Τόσο όμως η υμνολογία της Εκκλησίας όσο και μεγάλοι Πατέρες (Μ. Φώτιος) αποφαίνονται με σαφήνεια ότι έτεκεν ανωδίνως. Η μητρική τρυφερότητα και κάποια προορατική αίσθηση της ρομφαίας που θα διαπεράσει την καρδιά της ίσως προσδιορίζουν αυτή τη στάση της Θεομήτορος.

    Μέσα στο σπήλαιο δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο από την Μητέρα και το Βρέφος. Μόνο τα δύο ζώα (βόδι και ονάριο), που η παρουσία τους είναι μια ζωγραφική υπόμνηση των καυτερών για το Ισραήλ λόγων του Ησαΐα. Η αποστασία του εκλεκτού λαού του Θεού στηλιτεύεται με τον διακριτικό αυτόν τρόπο μέσα στην εικόνα.

    Ο Ιωσήφ κάθεται έξω και κάπως απόμακρα από το σπήλαιο. Μ’ αυτό το τρόπο διατρανώνει η βυζαντινή ζωγραφική την θεμελιώδη πίστη της Εκκλησίας για την απείρανδρο γέννηση του Ιησού. Ο Ιωσήφ κάθεται συλλογισμένος, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα μοιάζει να έχει σαν πρότυπο αγάλματα σκεπτόμενων μορφών. Η στάση αυτή υποσημαίνει τις αμφιβολίες που φαίνεται ακόμα να έχει.

    Σε μερικές εικόνες μπροστά στον Ιωσήφ στέκεται και συνομιλεί ένας τσοπάνος, συνήθως γέρος, κακόμορφος, που σύμφωνα με τα Απόκρυφα είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος σε τσοπάνη που πειράζει τον Ιωσήφ δείχνοντας την ροζιασμένη μαγκούρα του λέγοντας ειρωνικά, πως αν αυτό το ξεραμένο ξύλο βλαστήσει με φύλλα και κλαδιά, τότε μπορεί και μια Παρθένα να γεννήσει. Σε κάποιες μάλιστα εικόνες, σαν άλλη επίρρωση της Παρθενίας της Θεοτόκου, ζωγραφίζεται βλαστημένη η ποιμενική ράβδος.

    Η ένταξη των αμφιβολιών του Ιωσήφ στην εικόνα της Γεννήσεως, έχει χαρακτήρα διδακτικό. «Στο πρόσωπο του αγίου Ιωσήφ, η εικόνα αφηγείται ένα παγκόσμιο δράμα που παράγεται δια μέσου όλων των αιώνων… Το Μυστήριο του Ευαγγελίου απευθύνεται στη πίστη και συναντά το εμπόδιο τις αμφιβολίες» (Π. Ευδοκίμωφ). Η συλλογισμένη και συνεσταλμένη στάση του δείχνει άνθρωπο που βρέθηκε σε γεγονότα πάνω από τις δυνάμεις του, αλλά που δεν του λείπει η αγαθή προαίρεση. Για αυτό και τη Μαρία δεν θα τη διώξει κρυφά, όπως προς στιγμή σκέφτηκε, αλλά θα σταθεί δίπλα στη Μητέρα και το Παιδίον σαν προστάτης. Έτσι η αμφιβολία του Ιωσήφ γίνεται στήριγμα γι’ αυτούς που δοκιμάζονται από λογισμούς αμφιβολίας και δυσπιστίας.

    Οι ποιμένες, ανοιχτόκαρδοι, καλοκάγαθοι, ειρηνικοί άνθρωποι δέχονται με κατάπληξη, αλλά και χαρά το μήνυμα του ερχομού του Μεσσία, αντιπροσωπεύοντας την αγαθή μερίδα των αληθινών Ισραηλιτών που άκουσαν το καλό άγγελμα της σωτηρίας και το ενστερνίστηκαν αμέσως.

    Οι Μάγοι είναι οι σοφοί και διαβασμένοι, που όμως η γνώση τους δεν στέκει εμπόδιο στην προσκύνηση του σαρκωθέντος Λόγου. Γι’ αυτό και η τέχνη της Εκκλησίας δίνει μεγάλη σημασία στην παρουσία τους. Οι Μάγοι, με τις λαμπρές και παράξενες στολές τους, είναι οι αναζητητές που πασχίζουν να βρουν την Αλήθεια έξω από το χώρο του Ισραήλ. Αντιπροσωπεύουν τους ανά τους αιώνες αναζητητές της αλήθειας που μέσα από τους πολυδαίδαλους ατραπούς της σκέψης ακολουθώντας τον αστέρα της εσώτερης παρόρμησής τους φτάνουν κάποτε με ταπείνωση στην απλότητα της Φάτνης για να καταθέσουν τα δώρα του πνευματικού τους μόχθου και να χαρούν μαζί με τους ποιμένες. Τέλος, οι Μάγοι εικονίζονται με διαφορετική ηλικία για να υποδηλωθεί ότι ο Χριστός φωτίζει όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από ηλικία.

    Οι Άγγελοι ολόσωμοι, ευγενικοί και μεγαλόπρεποι, ντυμένοι με τα αρχαία ενδύματά τους (ιμάτιο και χιτώνα), σε στάσεις και κινήσεις που δείχνουν το σεβασμό στο Βρέφος αναγγέλλουν στους ποιμένες το μέγα γεγονός ότι «ετέχθη σήμερον σωτήρ ος εστίν Χριστός Κύριος». Και όταν όμως σκύβουν για να εκφράσουν το σεβασμό τους δεν ζωγραφίζονται μέσα στη σπηλιά, αλλά στέκουν απ’ έξω, ώστε να προβάλλεται ανεμπόδιστα και αδιάσπαστα το κεντρικό θέμα. Οι αγγελικές δυνάμεις προσφέρουν τη δοξολογία. Σε κάποιες εικόνες υπάρχει σε κυκλικό σχήμα η επιγραφή από το κατά Λουκά Ευαγγέλιο, «Δόξα εν υψίστοις Θεό και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».

    Από τον ουρανό εξέρχεται μια ακτίνα και καταλήγει στο σπήλαιο πάνω από το βρέφος. Η ακτίνα αυτή σημαίνει την μια ουσία του Θεού αλλά χωρίζεται σε τρεις λάμψεις, για να προσδιορίσει τη συμμετοχή των τριών προσώπων στην θεία οικονομία της σωτηρίας.

    Η όλη σύνθεση κλείνει με ένα ακόμα επεισόδιο, που προέρχεται από τα Απόκρυφα: το πρώτο λουτρό του βρέφους. Στο πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου περιγράφονται διάφορες φροντίδες για τον τοκετό της Μαρίας καθώς και η μαία και η βοηθός της που συνδράμανε την Παναγία και έλουσαν το αρτιγέννητο. Εικονογραφικά η σκηνή κατάγεται από αρχαία παράσταση λουτρού του Διονύσου. Η χριστιανική τέχνη από τους πρώτους αιώνες προσέλαβε το θέμα. Εξαίρεση σημειώνεται τον 18ον αι. στο Άγιο Όρος, όπου η σκηνή θεωρήθηκε μειωτική της θεότητος και κατά συνέπεια απόβλητη. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι «το δε να ιστορούνται γυναίκες τινες πλύνουσαι τον Χριστόν εν λεκάνη, ως οράται εν πολλαίς εικόσι της Χριστού γεννήσεως, τούτο είναι παντάπασιν ατοπώτατον». Εξηγώντας αυτή τη θέση του ο Άγιος λέει ότι η Θεοτόκος δε γέννησε με πόνους και ωδίνες όπως οι άλλες γυναίκες για να χρειάζεται η σκηνή του λουτρού. Έτσι το θείο βρέφος ήταν καθαρό από την ακαθαρσία.

    Παραταύτα όμως η σκηνή επεκράτησε. Στην ορθόδοξο αίσθηση του λαού της εκκλησίας δεν προξένησε κανένα σκανδαλισμό. Είδε στην απεικόνιση αυτή μια ακόμη έκφανση της σαρκώσεως και ενανθρωπίσεως. Μερικοί μελετητές και θεολόγοι βλέπουν και μια προεικόνιση της Βαπτίσεως.

***

    Η ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως μορφοποιεί την διδασκαλία της Εκκλησίας κρατώντας όλο το θεολογικό βάθος της, καθώς βρήκε στην έκφραση το μέτρο ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο. Με την ταυτόχρονη αναπαράσταση μέσα στη ίδια σύνθεση γεγονότων που διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά σημαίνει απελευθέρωση από την αντίληψη του χρόνου ροής και διαδοχής, δίνεται μια άλλη αίσθηση του χρόνου που τα αντιμετωπίζει όλα σαν παρόν. Αυτή η αντίληψη είναι αποτέλεσμα της κατανόησης του μυστηρίου της Σαρκώσεως, σαν γεγονότος ιστορικού, αλλά και μυστηριακού, εξωχρονικού. Γιατί ο Χριστός που γεννήθηκε στην ορισμένη χρονική στιγμήν «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) δεν έπαυσε να είναι ο «προ αιώνων υπάρχων» ο άχρονος Υιός.

    Αυτή τη θεώρηση του χρόνου δίνει η Ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως και με αυτό το τρόπο κάνει σύγχρονο το γεγονός και καλεί τον πιστό να συμμετάσχει και να δει τον τόπο όπου εγεννήθη ο Χριστός. Αυτό είναι και το μεγάλο επίτευγμα της Βυζαντινής ζωγραφικής. Πέτυχε να φανερώσει με χρώματα και σχήματα την ενανθρώπιση στην σωτηριώδη, θεολογική διάσταση και χωρίς να μας στερήσει την αισθητική χαρά που γεννιέται από την μεγάλη τέχνη, κατόρθωσε να καταστήσει την εικόνα πύλη εισόδου στο μυστήριο που μπαίνουμε με ευφροσύνη και δοξολογία

Βιβλιογραφικές αναφορές:

    - Χριστούγεννα, εκδ. Ακρίτας, άρθρο κ. Νικόλαου Ζία

 
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ